Θέμα
Επανεξέταση λόγου αναιρέσεως.
Περίληψη:
Εάν ο Άρειος Πάγος παρέλειψε από παραδρομή να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, διότι επί μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο όμως δεν ισχύει εάν ο Άρειος Πάγος εκ παραδρομής παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως αυτεπαγγέλτως ερευνόμενο κατά το άρθρο 511 ΚΠΔ, ο οποίος, όμως, δεν προτάθηκε, ανεξαρτήτως του αν ο αναιρεσείων με υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, επεσήμανε την ύπαρξη τοιούτου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη ερευνά του. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέταση τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει με ρητή για καθένα από αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη για την κρίση της απορρίψεως η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας. Απόρριψη αιτήσεως επανεξετάσεως λόγων αναιρέσεως, γιατί ο Άρειος Πάγος είχε κρίνει επί όλων των λόγων που είχαν προταθεί και είχε απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, όπως είχε αυτή διαμορφωθεί με δικόγραφο προσθέτων λόγων, στο σύνολό της.
ΑΡΙΘΜΟΣ 206/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος - αναιρεσείοντος Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, περί αιτήσεως για επανεξέταση λόγων της 1654/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1772/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών - αναιρεσείων ζητεί την επανεξέταση λόγων αναίρεσης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1089/2009.
Αφού άκουσε Τον αιτούντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 370 και 514 ΚΠΔ, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Όμως, στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να ερευνήσει αναιρετικό λόγο, που προβλήθηκε παραδεκτά, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικά διατυπώνεται με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να έρχεται σε αντίθεση με τις παραπάνω διατάξεις, διότι επί του αναιρετικού λόγου που δεν εξετάστηκε δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει και στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος, εκ παραδρομής, παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, που, κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ, ερευνάται αυτεπαγγέλτως, ο οποίος δεν προτάθηκε, ανεξαρτήτως του αν ο αναιρεσείων με υπόμνημά του, που υποβλήθηκε στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, επεσήμανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, μετά την εξέταση όλων των λόγων που παραδεκτά προβλήθηκαν και ελλείψει εκκρεμότητας λόγου που προτάθηκε παραδεκτά, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υποθέσεως. Η δυνατότητα επανεξετάσεως από τον Άρειο Πάγο αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου, η οποία με προηγούμενη απόφασή του είχε απορριφθεί, σε σχέση με λόγο ή λόγους αναιρέσεως της αιτήσεως, που φέρονται ότι δεν ερευνήθηκαν, ούτε απορρίφθηκαν με την προηγούμενη απόφαση, προϋποθέτει ότι οι λόγοι αυτοί έχουν προταθεί παραδεκτά και είναι αυτοτελείς και διαφορετικοί από άλλους λόγους αναιρέσεως που απορρίφθηκαν και ακόμη ότι δεν αφορούν βελτίωση, διευκρίνιση και συμπλήρωση πλημμελειών που προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει με ρητή για καθένα από αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη για την κρίση της απορρίψεως η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας ή μη της αίτησης για την επανεξέταση λόγων αναιρέσεως κατά της υπ` αριθ. 1654/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση κατ` εξακολούθηση, ο αιτών άσκησε την υπ` αριθ. 17/16.2.2005 αίτηση αναιρέσεως και το από 5.10.2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων, με την οποία ζήτησε την αναίρεση της ως άνω τελεσίδικης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, 1) για υπέρβαση εξουσίας, που συνίστατο στο ότι εσφαλμένα το Πενταμελές Εφετείο προχώρησε στην πρόοδο της δίκης και απέρριψε τις αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ότι τα αποδεικτικά επιδόσεως του υπ` αριθ. 26/11.2.2002 κλητηρίου θεσπίσματος και του υπ` αριθ. 1871/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στον ίδιο και τον αντίκλητο δικηγόρο του είναι άκυρα γιατί ελλείπουν τα στοιχεία υπογραφής του επιδόσαντος οργάνου (του οποίου υπάρχει μόνο η μονογραφή) και του παραλαβόντος, 2) για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, λόγω του ότι α) δεν περιγράφει λεπτομερώς την πράξη, η οποία του αποδίδεται, δεν αναφέρει δε τον ακριβή χρόνο (με καθορισμό της ημέρας και της ώρας) τελέσεως της πράξεως, β) τα αναγνωστέα έγγραφα δεν καλύπτονται από την υπογραφή του Εισαγγελέα και γ) κατά τη σύνταξή του λήφθηκε υπόψη το από 2.5.2001 πόρισμα προκαταρκτικής εξέτασης, στο οποίο περιλαμβάνονται μαρτυρικές καταθέσεις του, 3) για απόλυτη ακυρότητα από την απόρριψη της αντιρρήσεως του αναιρεσείοντος στην εξέταση του μη νομίμως γνωστοποιηθέντος μάρτυρα κατηγορίας ..., 4) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε και ως προς την απόρριψη αιτήματος του αναιρεσείοντος γα τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς και ως προς τη μη απάντηση σε αίτημά του να κληθούν και να εξετασθούν ως μάρτυρες οι Β1,Β2 και Β3 και να αναγνωσθεί και να συνεκτιμηθεί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία η υπ` αριθ. 9555/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πράγμα που συνιστά και απόλυτη ακυρότητα, όπως, επίσης, και για τη σιωπηρή απόρριψη των υπερασπιστικών του ισχυρισμών περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό, ένεκεν καρδιολογικής παθήσεως, ισχαιμικών κρίσεων και συμπτωμάτων απωλείας συνειδήσεως, και, επικουρικά, περί άρσεως του αδίκου της πράξεως λόγω συγκρούσεως καθηκόντων, γεγονός που συνιστά και σχετική ακυρότητα και 5) γα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 216, 20 ΠΚ και 469 ΚΠΔ. Επί της αιτήσεως αυτής, όπως διαμορφώθηκε με τους προσθέτους λόγους, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1772/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή στο σύνολό της, αντιμετωπίστηκαν δε και απορρίφθηκαν, κατ' ουσίαν, όλοι οι ως άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β', Δ', Ε' και Η' ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και οι πρόσθετοι, με τη μνεία, μάλιστα, εν τέλει, ότι "δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα". Η απορριπτική κρίση επί της μερικότερης αιτιάσεως ότι το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο γιατί δεν προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο (με καθορισμό της ημέρας και της ώρας) τελέσεως της πράξεως περιέχεται στις παραδοχές της αποφάσεως ότι "το άνω κλητήριο θέσπισμα περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο αναιρεσείων, και δεν ήταν απαραίτητο να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το δόλο αυτού, δεδομένου ότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που του αποδίδεται", τοσούτω μάλλον, καθόσον η παράλειψη μνείας του χρόνου τέλεσης της πράξης, αν δεν συνάπτεται με την παραγραφή ή δεν προκαλεί σύγχυση με άλλες κατηγορίες κατά ίδιου προσώπου, δεν δημιουργεί ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος.
Με την κρινόμενη αίτησή του, φερομένη ως "αίτηση επανεξετάσεως λόγων αναιρέσεως κατά της υπ` αριθμόν 1654/06.10.2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών", ο αναιρεσείων επικαλείται ότι ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, με την ανωτέρω υπ` αριθ. 1772/2008 απόφασή του, να κρίνει επί των ειδικότερων ισχυρισμών του, που περιλήφθηκαν στο δικόγραφο της αναιρέσεως και των προσθέτων αυτού λόγων και αναφέρονται στο ότι 1) δεν ερευνήθηκε ο ισχυρισμός του για την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, συνισταμένη στο ότι δεν περιέχει αυτό λεπτομερή περιγραφή της πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκε αυτός, και δεν καθορίζει ακριβώς την ημέρα και την ώρα της τελέσεως των εξακολουθητικών πράξεων που του αποδίδονται, 2) εσφαλμένως έγινε δεκτό, από την υπ` αριθ. 1772/2008 απόφαση, ότι ορθώς απορρίφθηκε αίτημά του για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, ενώ από παραδρομή έγινε δεκτό ότι δεν είχε υποβάλει αίτημα να εξετασθούν ως μάρτυρες οι Β1,Β2 και Β3 και να σταθμισθεί η υπ` αριθ. 9555/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, 3) δεν ερευνήθηκε ο ισχυρισμός του περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό και περί άρσεως του αδίκου της πράξεως λόγω συγκρούσεως καθηκόντων, 4) εσφαλμένα ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 216, 20 ΠΚ και 469 ΚΠΔ και 5) εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι τα αποδεικτικά επιδόσεως του υπ` αριθ. 1871/2002 βουλεύματος και του υπ` αριθ. 26/2002 κλητηρίου θεσπίσματος είναι έγκυρα, αφού αυτά έπρεπε να θεωρηθούν άκυρα γιατί δεν φέρουν την υπογραφή των αρμοδίων οργάνων και, από παραδρομή, παραλείφθηκε να απαντηθεί το ερώτημα για την έννοια της υπογραφής.
Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, αφού ο Άρειος Πάγος, με την εν λόγω απόφασή του, δέχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με αναλυτικές, μάλιστα, σκέψεις, ότι το Πενταμελές Εφετείο, που δίκασε επί της ουσίας την υπόθεση, δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια από εκείνες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β', Δ', Ε' και Η' ΚΠΔ καθόσον 1) ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 1 α, 27, 98 και 216§1 του ΠΚ, 2) η απόφαση, η οποία εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν τη αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας (νοθεύσεως) μετά χρήσεως κατ` εξακολούθηση, δεν στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ορθά δε απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσείοντος για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, 3) δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα αίτημα να κληθούν και να εξετασθούν ως μάρτυρες οι Β1,Β2 και Β3 και να αναγνωσθεί και να συνεκτιμηθεί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία η υπ` αριθ. 9555/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, 4) οι αιτιάσεις ότι απορρίφθηκαν σιωπηρά οι ισχυρισμοί του περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό και περί άρσεως του αδίκου της πράξεως λόγω συγκρούσεως καθηκόντων, ήταν αόριστες, 5) ορθώς κρίθηκαν έγκυρα τα αποδεικτικά επιδόσεως του υπ` αριθ. 1871/2002 βουλεύματος και του υπ` αριθ. 26/2002 κλητηρίου θεσπίσματος και ορθά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προχώρησε στην πρόοδο της δίκης χωρίς να υποπέσει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και 6) ορθώς κρίθηκε ότι το κλητήριο θέσπισμα περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξεως, για την οποία κατηγορείται ο αναιρεσείων, καθώς και τη σφραγίδα και υπογραφή του Εισαγγελέα, ενώ η αξιοποίηση του πορίσματος της προκαταρκτικής εξετάσεως δεν συνεπάγεται καμιά ακυρότητα.
Επομένως, η υπό κρίση αίτηση για την επανεξέταση λόγων αναιρέσεως, που προβλήθηκαν παραδεκτά με την παραπάνω αίτηση και τους προσθέτους αυτής λόγους, η οποία αναίρεση απορρίφθηκε με την υπ` αριθ. 1772/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9 Ιουλίου 2009 αίτηση του Χ για επανεξέταση λόγων αναιρέσεως, που περιέχονται στην υπ` αριθ. 17/16.2.2005 αίτηση αναιρέσεως και το από 5.10.2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής κατά της υπ` αριθ. 1654/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1772/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ