Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1756 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Παραδοχή λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας εν σχέσει με το δόλο (γνώση). Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 1756/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Σπανάκη, για αναίρεση της υπ'αριθμ.54/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουνίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 23 Σεπτεμβρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 877/2010.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το αρθρ. 229 παρ. 1 ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι1 αυτόν ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι1 αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ' αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Έτσι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η καταμήνυση είναι ψευδής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 § 2 του ΠΚ "με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησης του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησης του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω στοιχεία, το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατά το άρθρο 221 στοιχ. δ του ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης του πολιτικώς ενάγοντος, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και η ένορκη κατάθεση του λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, οπότε, με τον τρόπο αυτό, δυσχεραίνεται ή εμποδίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επίσης, από τη παραπάνω διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της ψευδορκίας το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, ήτοι ενός μόνον εγκλήματος και κανένας από τους τρόπους αυτούς δεν αποκλείει τον άλλον.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για κάποιον άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη, με την έννοια της πλήρους βεβαιότητος, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεις της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών Ι στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτόν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, και συκοφαντική δυσφήμηση, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, "εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, συκοφαντικής δυσφημίσεως, και της ψευδορκίας μάρτυρος ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως στην περίπτωση της ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετικής γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.54/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία μάρτυρα σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, αναταλείσα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημ/κων Αγρινίου την από 14-7-2003 μηνυτήρια αναφορά, στην οποία ανέφερε ότι ενώ ήταν Δήμαρχος ... ο Δ, με πλαστές αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου είχε αναθέσει σε διάφορους εργολάβους, μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων, την εκτέλεση έργων και προμηθειών για λογαριασμό του άνω δήμου, συνολικού ύψους 9.204.000 δρχ., τα οποία όμως (έργα και προμήθειες) ουδέποτε εκτελέστηκαν. Ειδικότερα για τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος είχε αναλάβει την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών, ανέφερε ότι στις 15-9-1998 πληρώθηκαν τρία χρεωστικά εντάλματα πληρωμής, 354.000 δρχ. το καθένα και αφορούσαν δήθεν οφειλές του δήμου προς την επιχείρηση Ψ και ότι το ποσό αυτό πληρώθηκε παράνομα, καθόσον η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου περί εκτέλεσης έργων με αυτεπιστασία, που επισυνάπτεται σε ένα από αυτά τα εντάλματα, είναι πλαστή και ανύπαρκτη και επίσης η ανάθεση και η παραλαβή του έργου έγινε δήθεν την ιδία ημέρα χωρίς να πρωτοκολληθούν οι συμβάσεις ανάθεσης, οι βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης και τα πρωτόκολλα παραλαβής. Μετά από αυτό ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των ..., ..., ... (για τους οποίους επίσης γινόταν λόγος στην άνω αναφορά),Δ και πολιτικώς ενάγοντος, για απιστία σχετικά με την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε βάρος του Δ και για ηθική αυτουργία στην άνω πράξη σε βάρος των λοιπών. Πλην όμως τ'αναφερόμενα στη μηνυτήρια αναφορά του κατηγορουμένου ήταν ψευδή, καθόσον πράγματι είχαν ανατεθεί από το Δήμο ... στον πολιτικώς ενάγοντα διάφορες εργασίες και είχαν εκτελεστεί απ'αυτόν, όπως προέκυψε και από την κατάθεση του μάρτυρα Δ. Μάλιστα ο πολιτικώς ενάγων κηρύχθηκε αθώος της άνω πράξης με την υπ'αριθμ. 1785/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αγρινίου, που προσκομίσθηκε και αναγνώσθηκε. Έτσι η άνω μηνυτήρια αναφορά του κατηγορουμένου, το περιεχόμενο της οποίας βεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του άνω Εισαγγελέα, ήταν ψευδής, προέβη δε αυτός στην υποβολή της με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του πολιτικώς ενάγοντος. Όλη την αλήθεια γνώριζε ο κατηγορούμενος και εν επιγνώσει αυτής ανέφερε τα πιο πάνω αναληθή γεγονότα, αποκρύβοντας σκοπίμως την αλήθεια. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε και διέδωσε τα παραπάνω γεγονότα για τον πολιτικώς ενάγοντα ενώπιον του άνω Εισαγγελέα και Γραμματέα που ήταν αρμόδιος για την παραλαβή της μηνυτήριας αναφοράς. Τα παραπάνω γεγονότα που διέδωσε ο κατηγορούμενος ενώπιον τρίτων σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών αυτών και ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, αφού η αλήθεια ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ότι αυτός είχε εκτελέσει τις εργασίες που του είχε αναθέσει ο Δήμος ....." Με αυτά, που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά εν σχέσει με την γνώση από την αναιρεσείοντα της αναλήθειας των καταμηνυθέντων, των ενόρκως βεβαιωθέντων και των συκοφαντικών ισχυρισμών, ούτε από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η γνώση ήταν αυτονόητη.
Ειδικότερα το δικάσαν Εφετείο περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι "Έτσι η άνω μηνυτήρια αναφορά του κατηγορουμένου, το περιεχόμενο της οποίας βεβαίωσε ενόρκως.....ήταν ψευδής....όλη την αλήθεια γνώριζε ο κατηγορούμενος και εν επιγνώσει ανέφερε..."....."τα παραπάνω γεγονότα που διέδωσε...ήταν ψευδή....και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών". Χωρίς όμως να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή εν σχέσει με την αναλήθεια των περιστατικών, τα οποία ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος περιέλαβε στην κατά του εγκαλούντος μηνυτήρια αναφορά του και τα οποία βεβαίωσε ενόρκως, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αγρινίου, που συνάμα ήταν και συκοφαντικά. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως και δεύτερος του δικογράφου των προσθέτων λόγων που κατατέθηκε εμπροθέσμως (στις 24 Σεπτεμβρίου 2010) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ.2 ΚΠοινΔ) με τους οποίους προβάλλει ο αναιρεσείων έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου και αυτού των προσθέτων λόγων. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ'αριθ.54/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή