Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2162 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ψευδής καταμήνυση, Ποινής μετατροπή.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Λόγος αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η επιβολή των εξόδων δεν αποτελεί δεδικασμένο για την ψευδορκία και την ψευδή καταμήνυση. Αναιρείται εν μέρει η απόφαση για το αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενο υπόψη λόγο της υπερβάσεως εξουσίας μόνον ως προς την μετατροπή της ποινής, διότι δεν αιτιολογήθηκε η μη αναστολή αυτής.




Αριθμός 2162/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταμάτιο Βασιλείου, περί αναιρέσεως της 5117/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεράσιμο - Αλέξανδρο Μαζαράκη.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 103/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρος, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η καταμήνυση είναι ψευδής και ότι όσα ενόρκως κατέθεσε είναι επίσης ψευδή. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε συνολική φυλάκιση έξι (6) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως, για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρος. Προκειμένου το Δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, δέχτηκε, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως, που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχθηκε ότι "ο κατηγορούμενος στο ... στις 13.6.1999, μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα ... και κατεμήνυσε ψευδώς την εγκαλούσα πρώην σύζυγό του και βεβαίωσε ενόρκως ψευδώς ότι παραβίασε το διατακτικό της υπ' αριθμ. 15616/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, ας σημειωθεί είχε μεταρρυθμισθεί με την υπ' αριθμ. 16759/1998 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και με την οποία είχε ρυθμισθεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι στις 13.6.1999 μετέβη στην οικία της εγκαλούσας, προκειμένου να παραλάβει το τέκνο του και ότι η τελευταία τον εξεδίωξε, αρνούμενη να συμμορφωθεί με το διατακτικό της πιο πάνω απόφασης. Το παραπάνω όμως περιστατικό ήταν ψευδές και ο ίδιος το γνώριζε, αφού, όπως βεβαίωσε και ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας και πατέρας της εγκαλούσας, δεν μετέβη στην οικία της, όπως αναληθώς ισχυρίστηκε. Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι κατά της εγκαλούσας ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 232 Α Π.Κ. Όμως, με την υπ' αριθμ. 133075/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η τελευταία κηρύχθηκε αθώα. Κατόπιν τούτων πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 εδ. α και 2, 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία κατεμήνυσε την εγκαλούσα και για τα οποία ορκίσθηκε, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με τα ψευδή γεγονότα ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, θεμελιώνεται στη δική του παράλειψη, δηλαδή της μη μεταβάσεώς του στην οικία της εγκαλούσας, οπότε είναι αυτονόητη και η σχετική γνώση του. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως ότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εκτίμησε προσηκόντως τις αποδείξεις πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι για τον λόγο αυτό απαράδεκτοι. Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους υποστηρίζει ο αναιρεσείων τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί η παραβίαση του δεδικασμένου, η οποία, κατά το άρθρο 57 του ίδιου Κώδικα, η οποία υφίσταται εάν κάποιος υποβληθεί εκ νέου σε δίωξη για την ίδια πράξη για την οποία αμετακλήτως καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ή έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατ' αυτού. Τέτοιο δεδικασμένο δεν παράγεται όταν δεν επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον μηνυτή και το Δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά περί αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 585 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ότι η μήνυση δεν ήταν εντελώς ψευδής η δεν υποβλήθηκε από δόλο ή βαριά αμέλεια, ώστε για τον λόγο αυτό να αποκλείεται η δίωξη του εγκαλούντος για ψευδή καταμήνυση.
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων παραπονείται ότι το Εφετείο παραβίασε το δεδικασμένο διότι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο εξέδωσε την απόφαση 133075/2003, με την οποία αθωώθηκε η εγκαλούσα από την κατηγορία που της αποδόθηκε με την μήνυσή του, έκρινε στη σχετική διάταξή του για την επιβολή των δικαστικών εξόδων ότι δεν πείστηκε ότι ο αναιρεσείων έχει καταγγείλει δολίως ή από βαριά αμέλεια την εγκαλούσα, απαλλάσσοντας αυτόν από τα δικαστικά έξοδα της δίκης εκείνης. Όμως, ενόψει των ανωτέρω που εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, η ως άνω αιτίαση του αναιρεσείοντος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠΔ είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.
Επειδή, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 2479/1997 "αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην απόφαση στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, υποχρεούται να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να δικαιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική του κρίση. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας, στην περίπτωση αυτή, δεν αιτιολογήσει ειδικά τη μη αναστολή εκτελέσεως της ποινής ή απορρίψει, χωρίς αιτιολογία σχετικό αίτημα του καταδικαζομένου, υποπίπτει στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πλημμέλειες της ελλείψεως της απαιτούμενης αιτιολογίας και της αρνητικής υπερβάσεως της εξουσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ενώ καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για τις παραπάνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, παρέλειψε να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως της ποινής αυτής, με την αιτιολογία ως προς τον αποκλεισμό της αναστολής, που συνιστά απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως και συγκεκριμένα ότι "από την έρευνα του χαρακτήρα του κατηγορουμένου που κηρύχθηκε ένοχος και τις άλλες περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 82 Π.Κ., όπως τελικώς αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Νόμου 1419/1984). Συντρέχει επομένως νόμιμη περίπτωση να μετατραπεί η παραπάνω ποινή σε χρηματική. Αν ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού και οι οικονομικοί όροι του κατηγορουμένου που κηρύχθηκε ένοχος, πρέπει κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογιστεί προς 4,40 ευρώ". Έτσι, όμως, το Δικαστήριο υπέπεσε στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' ΚΠΔ πλημμέλειες, της ελλείψεως δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας, και πρέπει, κατ' αυτεπάγγελτη εξέταση (κατ' άρθρο 511 του ΚΠΔ) και παραδοχή του ως άνω μη προταθέντος λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την περί μετατροπής της ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφ' όσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 50 παρ. 10 του Νόμου 3160/2003.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται εν μέρει την αίτηση αναιρέσεως.
Αναιρεί την 5117/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τη διάταξη περί μετατροπής της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την άνω υπόθεση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή