Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 186 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.




Περίληψη:
Λόγος αναίρεσης από αριθ. 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι το Εφετείο δεν δέχθηκε δεδικασμένο. Απορρίπτεται ως αβάσιμος.






Αριθμός 186/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Π. - Β. Ξ. του Γ., κατοίκου ..., 2)Σ. - Λ. Κ., το γένος Γ. Ξ., κατοίκου ..., 3)Α. Β. συζ. Ν., το γένος Μ. Ι., κατοίκου ..., 4)Η. Ι. του Μ., κατοίκου ..., 5) α.Ε. Γ. χήρας Χ. και β.Σ. Γ. του Χ., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος Χ. Γ., κατοίκων ..., 7)Ε. Α. συζ. Ζ., το γένος Ν. Γ., κατοίκου ..., 8)Α. - Ε. Α. συζ. Κ., το γένος Γ. Δ., κατοίκου ... και 9)Ν. Μ. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κυριακάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Σ. χήρας Ά., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Αργυρό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/12/1996 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 158/1998 μη οριστική, 197/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 198/2005 μη οριστική και 8/2010 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/5/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 21/9/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο.
Εν προκειμένω, το δεδικασμένο κρίνεται κατά τα άρθρα 321 έως 334 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο το οποίο, κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτά έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχει με βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Με την 824/1979 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, οι δικαιοπάροχοι των εννέα πρώτων εναγομένων και ο δέκατος από αυτούς αναγνωρίστηκαν συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός αγρού έκτασης ογδόντα (80) μουζουρίων που βρίσκεται στη θέση … της κτηματικής περιφέρειας …, τέως Δήμου …, που συνορεύει ανατολικά με βάγκα, νότια με αγρό διαφόρων ιδιοκτητών του χωριού … και με ορόσημο δύο πέτρες να τραβήξουν προς τον ποταμό κατ ' ευθείαν, βορειοδυτικά με ποταμό, συμπεριλαμβανομένης στο ακίνητο αυτό και στενής αμμώδους γλώσσας προς τον … ποταμό, που συνορεύει με αγρούς διαφόρων κατοίκων …, με … ποταμό, με ποταμό ενώσεως … και … και με αγριολίβαδα. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση αυτής της απόφασης, με την υπ ' αρ…/5-11-1992 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ηρακλείου …, οι οχτώ πρώτοι εναγόμενοι, ο δέκατος και η δικαιοπάροχος της ενάτης εναγομένης, η οποία στο μεταξύ είχε αποβιώσει και κληρονομηθεί από την τελευταία, απέβαλαν την ενάγουσα όχι από τον προαναφερόμενο αγρό των 80 μουζουρίων, όπως αυτός περιγράφηκε αλλά από ένα αγρό έκτασης πενήντα (50) περίπου στρεμμάτων, στη θέση " …" της κτηματικής περιφέρειας …, τέως Δήμου …, που συνορεύει βόρεια με αιγιαλό, νότια με ιδιοκτησίες Γ. Τ., Ε. Π., Ε. Τ. και Ιδρύματα …, ανατολικά με ιδιοκτησίες Ε. Τ. και Σ. Κ., και δυτικά με φυσικό όριο … ποταμού, Όμως το ακίνητο αυτό (επίδικο) από το οποίο αποβλήθηκε η ενάγουσα, είναι εντελώς διαφορετικό κατά θέση, όρια και έκταση από εκείνο που αφορά η 824/1979 απόφαση, το οποίο με δύναμη δεδικασμένου κρίθηκε ότι ανήκει στην συγκυριότητα των εναγομένων και υποχρεώθηκε η ενάγουσα να τους το αποδώσει. Ειδικότερα, α)δεν ταυτίζονται τα όρια των ακινήτων, αφού ανατολικά το επίδικο συνορεύει με ιδιοκτησίες Ε. Τ. και Σ. Κ.. ενώ το ακίνητο των εναγομένων με βάγκα (τάφρο), βόρεια το επίδικο συνορεύει με αιγιαλό και δυτικά με φυσικό όριο … ποταμού, ενώ το ακίνητο των εναγομένων δεν έχει ξεχωριστό όριο προς βορρά και προς δύση αλλά ένα όριο, βορειοδυτικά, απ' όπου συνορεύει με ποταμό και μάλιστα χωρίς να αναφέρεται το όνομα του ποταμού , δηλαδή αν πρόκειται για τον …ή το …ποταμό ή για την ένωση των δύο ποταμών, νότια το επίδικο συνορεύει με ιδιοκτησίες Γ. Τ., Ε. Π., Ε. Τ. και Ιδρύματα …, ενώ των εναγομένων με αγρό διαφόρων ιδιοκτητών του χωριού … και με ορόσημο δύο πέτρες προς τον ποταμό κατευθείαν, β)το επίδικο συνορεύει με τον … ποταμό ενώ το ακίνητο των εναγομένων με το … ποταμό, οι οποίοι απέχουν μεταξύ τους από 500 έως και 1000 περίπου μέτρα, γ)στο ακίνητο των εναγομένων αναφέρεται ως όριο προς ανατολάς, βάγκα (τάφρος), η οποία όμως δεν υπάρχει στο επίδικο, δ) στο ακίνητο των εναγομένων συμπεριλαμβάνεται και συγκεκριμένη λωρίδα γης, η οποία όμως δεν υπάρχει στο επίδικο ακίνητο και ειδικότερα στενή αμμώδης γλώσσα προς το …ποταμό, που συνορεύει με αγρούς διαφόρων κατοίκων … ,με … ποταμό, με ποταμό ενώσεως … και … και με αγριολίβαδα και ε) δεν ταυτίζονται ούτε οι επιφάνειες των ακινήτων, αφού το επίδικο έχει έκταση πενήντα (50) περίπου στρεμμάτων, ενώ των εναγομένων ογδόντα (80) μουζουρίων (το μουζούρι, με το οποίο κατά τον προηγούμενο αιώνα συνηθιζόταν στην Κρήτη, σε συμβόλαια ακινήτων, να μετρούν τις εκτάσεις, ήταν μέτρο υπολογισμού έκτασης της επιφάνειας της γης, που αντιστοιχούσε σε σπορά δέκα έξι περίπου κιλών σιταριού και, ανάλογα με την καλλιέργεια, μπορεί να ήταν μεγαλύτερο ή μικρότερο του ενός στρέμματος). Το ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά ακίνητα, τα οποία δεν ταυτίζονται ολικά ή μερικά ούτε συνορεύουν μεταξύ τους, προέκυψε από το πιο πάνω αποδεικτικό υλικό, ιδίως δε από την υπ αρ…/2002 πλήρως αιτιολογημένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν οι δύο διορισθέντες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πραγματογνώμονες, μαζί με το συνοδεύον αυτή τοπογραφικό διάγραμμα, πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα, δηλαδή ότι το επίδικο ακίνητο είναι εντελώς διαφορετικό κατά θέση, όρια και έκταση και δεν ταυτίζεται πλήρως ή μερικά με το ακίνητο που αφορά η 824/1979 απόφαση, καταλήγουν, επίσης με σαφήνεια και επαρκή αιτιολογία, τόσο ο τεχνικός σύμβουλος της ενάγουσας, πολιτικός μηχανικός της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Ηρακλείου, Κ. Α. όσο και ο αγρονόμος-τοπογράφος μηχανικός Ι. Φ. που διορίστηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος (Τμήμα Ανατολικής Κρήτης) με την 1494/5-11-1992 απόφαση του ύστερα από αίτηση της ενάγουσας, με τις από 30-4-2002 και από Μαρτίου 1993, αντίστοιχα, εκθέσεις τους (έγγραφες γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ), δεν αναιρούνται δε τα παραπάνω από τις αντιφατικές μεταξύ τους και με αρκετές ασάφειες και αοριστίες, ως προς την ακριβή θέση, έκταση και τα όρια των δύο ακινήτων, καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον της Εισηγήτριας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη αναγνωρίστηκε κυρία του επιδίκου ακινήτου. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε ανέλεγκτα το Εφετείο ότι δεν υφίσταται δεδικασμένο από την 824/1979 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου αφού δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των ακινήτων του επιδίκου και του αναφερομένου στην ως άνω 824/1979 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου δεν παραβίασε τις διατάξεις περί δεδικασμένου και επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης της υπό κρίση αίτησης από τον αριθ.16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται κυρίως η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων είναι απαράδεκτος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττωμένων αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-10-2010 αίτηση των Π. - Β. Ξ. κ.λπ για αναίρεση της 8/2010 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή