Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Οπλοφορία, Οπλοχρησία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Απόρριψη εφέσεως κατηγορουμένου κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για ανθρωποκτονία με πρόθεση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Απόρριψη λόγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Απαράδεκτη η αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων. Ορθή και αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση κατ' άρθρο 309 § 2 ΚΠΔ. Απόρριψη σχετικού λόγου από το άρθρο 484 § 1α ΚΠΔ.
Αριθμός 1884/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Δεκεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Ω. του Μ., κατοίκου Λ. Κ. και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Κορυδαλλού, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.110/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Οκτωβρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .... Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, με αριθμό 382/18-11-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 ΚΠΔ, την 804/21-10-10 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ι. Ω. του Μ., κατοίκου Λ. Κ., ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά του 110/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, το οποίο απέρριψε την έφεσή του ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά του πρωτόδικου 70/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Κορίνθου, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Ναυπλίου στην περιφέρειά του, για ανθρωποκτονία με πρόθεση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία,[άρθρα 94 παρ.1,299 παρ.1,1 παρ.1 περ.α,β,10 παρ.1,13 περ.α, και 14 Ν.2168/93],και εκθέτω τα ακόλουθα: 2-Τυπικός έλεγχος Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται 1) δικαιωματικά από τον κατηγορούμενο, καθόσον ο νόμος [άρθρο 482 παρ.2 ΚΠΔ] επιτρέπει στον κατηγορούμενο να ασκεί αναίρεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει για κακούργημα και σε συναφή με αυτό εγκλήματα,2)εμπρόθεσμα, καθόσον ασκείται μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του βουλεύματος, η οποία έγινε σ' αυτόν με παράδοση στα χέρια του στις 12-10-10 [βλ. την από 12-10-10 έκθεση επιδόσεως του γραμματέα της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού Α. Μ.], και 3) νομότυπα, αφού έγινε με αυτοπρόσωπη δήλωση του ίδιου στο Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, στο οποίο κρατείται, ο οποίος προς πιστοποίηση συνέταξε την οικεία έκθεση, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 151 και 474 ΚΠΔ, στην οποία συμπεριέλαβε και τούς λόγους για τους οποίους την ασκεί. Συνίστανται δε οι λόγοι τούτοι στην απόλυτη ακυρότητα, στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που απαιτεί το Σύνταγμα, και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, που εφάρμοσε [άρθρο 510 παρ.1 περ.Α, Δ και Ε του ΚΠΔ]. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και εξεταστέα στην ουσία. 3-Οι λόγοι της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας-εφαρμογής Α-Κρίσιμες νομικές διατάξεις
α-Αιτιολογία. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [ΑΠ.19/01 ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ.01/1225,ΠΧΡ.02/402,ΠΛΟΓ.01/1693]. Εξάλλου, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η αναφορά του Συμβουλίου εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, χωρίς να διαλάβει δικές του πρόσθετες αιτιολογίες, υπό την προϋπόθεση ότι η εισαγγελική πρόταση είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη (ΑΠ 1359/94, Π.Χ. ΜΔ/1214,ΑΠ.2367/05), ενώ είναι επιτρεπτή και η αναφορά του εφετειακού στο πρωτόδικου βούλευμα (Α.Π. 1906/92, Π.Χ. ΜΒ/1086). β-Ανθρωποκτονία με πρόθεση. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. [ΑΠ.1630/02,Π.Δικ.02/1256.ΠΛογ 02/1825]. Η έννοια του δόλου ορίζεται από το άρθρο 27 § 1 Π.Κ. που ορίζει ότι "με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται".Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου 299 του ΠΚ προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλ. για την επιβολή της πρόσκαιρης, αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλ' απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλ. τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ' αυτήν. γ. Παράνομη οπλοφορία. Κατά το άρθρο 1 παρ.1 περ. α του Ν.2.168/93,ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά κλπ, στο οποίο ορίζεται η έκταση εφαρμογής των διατάξεών του, ορίζεται ότι όπλο είναι κάθε μηχάνημα, το οποίο με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιοδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα ή χημικές ουσίες ή ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά και ιδίως κάθε πυροβόλο όπλο, χειροβομβίδα και νάρκη κάθε τύπου, όπως και κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα. δ. Οπλοχρησία. Κατά το άρθρο 14 δε του ίδιου νόμου τιμωρείται για οπλοχρησία όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερομένου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι' αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. ε. Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β'ΚΠΔ. προβλεπόμενη λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, συντρέχει στις εξής περιπτώσεις. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.[ΑΠ.601/04 ΠΛΟΓ.04/697] Β-Περιστατικά και αξιολογήσεις του βουλεύματος Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και διατακτικό του, από την καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και από το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Κορίνθου, στις σκέψεις του οποίου συμπληρωματικά αναφέρεται, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ` αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, ιατροδικαστικών εκθέσεων, εγγράφων και απολογίας του κατηγορουμένου), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στις 23-6-09 ο κατηγορούμενος, ευρισκόμενος στην οικία του στην θέση Κ. Λ. Κ. μαζί με τους δύο γιους του Π. και Μ., ενεπλάκη σε οξύτατο φραστικό επεισόδιο με τον πρώτο εξ αυτών, με τον οποίο άλλωστε είχε ανέκαθεν τακτικές και έντονες προστριβές. Κατά την κορύφωση του επεισοδίου, το οποίο χαρακτηριζόταν από έντονες φωνασκίες, ο κατηγορούμενος εισήλθε στο εσωτερικό της οικίας από το προαύλιό της, όπου διεδραματίζετο ο διαπληκτισμός, παρέλαβε την προαναφερόμενη κυνηγετική καραμπίνα, και επανελθών στόχευσε και πυροβόλησε τον γιο του από την σκάλα της βεράντας, με αποτέλεσμα να του προξενήσει θανάσιμο τραυματισμό στο στήθος, όπου τον βρήκαν τα βλήματα του όπλου. Ο Μ. Ω., ο οποίος προηγουμένως επιχειρούσε ματαίως να ηρεμήσει τα πνεύματα, περιελθών σε κατάσταση εξάψεως και απελπισίας, άρχισε να καλεί σε βοήθεια, προσπαθούσε να κάνει μαλάξεις στο θύμα και αμέσως κάλεσε ασθενοφόρο όχημα. Τελικά ο κατηγορούμενος, πιεζόμενος από τον Μ. Ω., μετέφερε τον θανάσιμα τραυματισμένο γιο του στο γενικό νοσοκομείο Κορίνθου, όπου ο τελευταίος απεβίωσε. Τα προεκτεθέντα γεγονότα, τα οποία θεμελιώνουν σοβαρότατες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, προκύπτουν από πλειάδα αποδεικτικών στοιχείων και δη: 1) Από τις μαρτυρικές καταθέσεις του Μ. Ω.υ, ο οποίος λεπτομερώς και χωρίς να υποπίπτει σε αντιφάσεις περιέγραψε το μοιραίο επεισόδιο, σε όλη την εξέλιξή του. 2) Επικουρικώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων Χ. Ν., Κ. Δ., Ι. Ν. και Φ. Κ., που διευκρινίζουν ότι ο κατηγορούμενος και όχι το θύμα ήταν το επιτιθέμενο πρόσωπο, το οποίο απηύθυνε ύβρεις και βλασφημίες στο θύμα κατά τον γενόμενο διαπληκτισμό, ενώ επιβεβαιώνουν τον πυροβολισμό. 3) Από τις καταθέσεις της συζύγου του κατηγορουμένου Ε. Ω. που επιτονίζει τον ιδιαίτερα οξύθυμο, βίαιο, εριστικό και αυταρχικό χαρακτήρα του κατηγορουμένου και την αντίστοιχη κακή συμπεριφορά του προς όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ιδίως δε προς αυτήν την ίδια, την οποία συχνά κακοποιούσε. 4) Κυρίως από τις ίδιες τις απολογίες του κατηγορούμενου στα διάφορα στάδια της προδικασίας, ο οποίος, προκειμένου να θεμελιώσει την αθωότητά του, επιχειρούσε εκάστοτε να αναπτύξει και να εδραιώσει διαφορετικές και αντιφατικές εκδοχές για τον βίαιο θάνατο του γιου του, προβάλλοντας όμως ισχυρισμούς οι οποίοι σε τέτοιο βαθμό προσκρούουν στα αντικειμενικά ευρήματα της προδικασίας και αντιβαίνουν στα διδάγματα της κοινής πείρας και αυτής ακόμη της λογικής, ώστε εύστοχα να χαρακτηρίζονται στην συνοδεύουσα το προσβαλλόμενο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση ως παιδαριώδεις. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος: α) Στην από 23-6-09 εξέτασή του ισχυρίζεται ότι ο θάνατος του γιου του δεν επήλθε από δική του ενέργεια (δηλ του κατηγορουμένου) αλλά σε αυτοπυροβολισμό του ιδίου ενώ ευρισκόταν στην αυλή με πρόθέση αυτοκτονίας. Ισχυρίζεται επίσης ότι ουδεμία φιλονικία έλαβε χώρα μεταξύ τους άλλ' άκουσε δύο πυροβολισμούς, ενώ αυτός ευρισκόταν στο εσωτερικό της οικίας. Στην συνέχεια όμως της απολογίας του ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι ο υιός του αυτοπυροβολήθηκε στην βεράντα του σπιτιού του και εν συνεχεία ο ίδιος και ο έτερος υιός του Μ. τον μετέφεραν στην αυλή. Η καταφανώς ψευδής αυτή απολογία έρχεται σε αντίθεση με τις καταθέσεις των περιοίκων που εστιάζουν ιδιαίτερα στην ένταση του διαπληκτισμού και στο γεγονός ότι δεν ευρέθησαν κηλίδες αίματος στο σημείο της βεράντας, αλλά μόνο στο τσιμεντένιο προαύλιο, κάτω από την πλατφόρμα της οικίας. Περαιτέρω οι ανωτέρω ισχυρισμοί αξιολογούνται και ως παράλογοι, αφού δεν είναι νοητό ο Π. Ω. να αυτοπυροβολείται και εν συνεχεία να οπλίζει πάλι το όπλο και να ρίπτει δεύτερο πυροβολισμό β) Στην ανακριτική απολογία του εγκαταλείπει την ανωτέρω εκδοχή και υποστηρίζει μία διαμετρικά αντίθετη. Ότι δηλαδή πράγματι ο ίδιος πυροβόλησε και σκότωσε τον γιο του, αλλ' όχι ηθελημένα, συγκεκριμένα δε ότι πήρε την καραμπίνα για να τον φοβερίσει ότι θα αυτοκτονήσει ο ίδιος, πλην όμως πάτησε κατά λάθος την σκανδάλη και τον σκότωσε. Ως ορθώς επισημαίνεται στο πρωτόδικο βούλευμα η εκδοχή αυτή όχι μόνον έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση του Μ. Ω.υ, ο οποίος ρητά αναφέρει, ότι η καραμπίνα ήταν στραμμένη προς το μέρος του αδελφού του, αλλά κρίνεται και παράλογη, διότι δεν νοείται η καραμπίνα να είναι στραμμένη προς το μέρος του κατηγορουμένου προς εκφοβισμό του παθόντα και τα βλήματα από τον αθέλητο πυροβολισμό να πλήττουν τον παθόντα που στεκόταν απέναντί του. Κατά τον χρόνο της απολογίας αυτής ο κατηγορούμενος κατέθεσε υπόμνημα, με χρονολογία 25-6-09, με το οποίο διατείνεται ότι έλαβε το όπλο, φοβούμενος από την συμπεριφορά του θύματος, μήπως δηλ. του επιτεθεί και για να τον εκφοβίσει έριξε μία βολή μπροστά από τα πόδια του και τελικά δεν αντελήφθη πώς το όπλο εκπυρσοκρότησε για δεύτερη φορά, κτυπώντας το θύμα.
γ) Σε συμπληρωματική ανακριτική απολογία του στις 22-2-2010, ισχυρίζεται ότι δράστης δεν είναι ο ίδιος, αλλά ο υιός του Μ.. Ο ίδιος δε, προκειμένου να προστατεύσει τον αληθινό δράστη, ο οποίος άλλωστε πυροβόλησε αθέλητα, λόγω άγνοιάς του περί τα όπλα, ανέλαβε την ευθύνη του θανάτου, μη αντέχοντας την προοπτική "το ένα του παιδί να είναι στο χώμα και το άλλο στο κατώφλι της φυλακής". Ο κατηγορούμενος φαίνεται ότι έχει οριστικά κατασταλάξει στην τελευταία αυτή αφελή εκδοχή η οποία, όπως και οι προηγούμενες, διαψεύδεται από το αποδεικτικό υλικό, ενώ επίσης αποδυναμώνεται εκ μόνης της μειώσεως της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου, από την συνεχή μεταβολή των υπερασπιστικών του ισχυρισμών. Είναι γεγονός όμως ότι η εκδοχή αυτή φαίνεται να ευρίσκει κάποιο έρεισμα στην με αρ. πρωτ. 3022/12/1080/29-6-09 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης, σύμφωνα με την οποία δεν ευρέθησαν σωματίδια - κατάλοιπα πυροβολισμών στους δειγματολήπτες που χρησιμοποιήθηκαν για την λήψη των υπαρχόντων συστατικών από τα χέρια του κατηγορουμένου, ενώ αντιθέτως ευρέθησαν κάποια σωματίδια συμβατά με κατάλοιπα πυροβολισμού στους δειγματολήπτες που χρησιμοποιήθηκαν για την λήψη των υπαρχόντων συστατικών από τα χέρια του Ω. Μ.. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι η μη ανεύρεση καταλοίπων πυροβολισμού στην επιφάνεια δειγματοληψίας μπορεί να οφείλεται σε διαφόρους λόγους, όπως ο τρόπος που κρατείται το όπλο, το πλύσιμο των χεριών κ.λ.π. Ο Εισαγγελέας Εφετών με την από 13-9-10 (μη δεκτή γενομένη) πρότασή του προς το συμβούλιό σας, αμφιβάλλοντας για την επαρκή τεκμηρίωση της παραδοχής που εμμέσως εκφράζει το πρωτόδικο βούλευμα περί εξαφανίσεως των καταλοίπων στα χέρια του κατηγορουμένου, λόγω πλυσίματος, και θεωρώντας ότι δεν έχει δοθεί πειστική απάντηση στο ερώτημα γιατί ευρέθησαν κατάλοιπα πυροβολισμού στα χέρια του Μ. Ω.υ, (ο οποίος σημειωτέον κατέθεσε ότι έκανε μαλάξεις στο θύμα) κι όχι στα χέρια του Ι. Ω., προτείνει, υιοθετώντας σχετικά όψιμο αίτημα του κατηγορουμένου τη διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, κυρίως με διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να απαντηθεί: α) αν είναι δυνατόν να εναποτεθούν κατάλοιπα πυροβολισμού στα χέρια με τις μαλάξεις: β) εάν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν τα τοιαύτα κατάλοιπα με πλύσιμο των χεριών.
Εν προκειμένω φρονώ ότι οι ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης δεν αποδυναμώνουν τις ήδη προκύψασες λίαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου δια τα διωκόμενα αδικήματα. Και τούτο δια τους εξής ειδικότερους λόγους: α) Τα στοιχεία που κατατείνουν στην κρίση περί της ενοχής του κατ/νου είναι πολυάριθμα και ισχυρότατα, έτσι ώστε η προτεινόμενη πραγματογνωμοσύνη και ευνοϊκή και εάν είναι ακόμα για τον κατηγορούμενο θα αποτελεί ένα στοιχείο απλώς (ίσως το μοναδικό) που θα κατατείνει προς την απαλλαγή του. Απαιτείται επομένως πάντα τα ανωτέρω να υποβληθούν στην βάσανο της ακροαματικής διαδικασίας. Β) Το υπό στοιχ. β' ερώτημα της προτάσεως του Εισαγγελέως Εφετών έχει ήδη απαντηθεί με την από 29-6-09 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, η δε τοιαύτη απάντηση δεν ευνοεί ουδόλως τις θέσεις του κατηγορουμένου. Γ) Εν πάση περιπτώσει η ανεύρεση αποτυπωμάτων πυροβολισμού στα χέρια του Μ. Ω.υ μπορεί να οφείλεται όχι μόνο στις μαλάξεις προς το θύμα (οι οποίες, κατά την κρίση μου, είναι ικανές να αφήσουν αποτυπώματα πυροβολισμού στο θύμα, αφού γίνονταν στο σημείο του στήθους, όπου και η είσοδος του βλήματος), αλλά και σε άλλους λόγους που η ακροαματική διαδικασία ενδέχεται να αποδείξει. Λόγου χάρη θεωρώ πολύ πιθανό ο Μ. Ω. υποστάς σοβαρή ταραχή από το έγκλημα, ήταν εύλογο να απομακρύνει αμέσως το όργανο του εγκλήματος, δηλ. το κυνηγετικό όπλο, με τα χέρια του. Το γεγονός ότι ούτος αρνείται στις καταθέσεις του ότι ακούμπησε έστω και το όπλο, δεν αποτελεί σοβαρό στοιχείο που να διαψεύδει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και τούτο διότι, πιθανόν στο σημείο αυτό και μόνον ο Μ. Ω. να ψεύδεται, όχι διότι είναι αναξιόπιστος ή δεν ήθελε να καταθέσει και δεν κατέθεσε την αλήθεια αλλά διότι θεώρησε ότι τυχόν παραδοχή υπό τούτου του ανωτέρω γεγονότος θα τον ενέπλεκε ως δράστη του εγκλήματος προς όφελος του πατέρα του, οι ισχυρισμοί του οποίου θα ενδυναμώνονταν αποφασιστικά. Κατόπιν τούτων, το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφαίνεται ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο δικαστήριο για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας,[άρθρα 94 παρ.1,299 παρ.1,1 παρ.1 περ.α,β,10 παρ.1,13 περ.α, και 14 Ν.2168/93],απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση αυτού κατά του πρωτόδικου 70/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Κορίνθου, στη συνέχεια επικύρωσε το βούλευμα τούτο και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Ναυπλίου στην περιφέρειά του, για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως των ανωτέρω εγκλημάτων. Γ-Εξέταση των λόγων Με τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων που φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος, ήτοι της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1,299 παρ.1 του ΠΚ και 1 παρ.1 περ.α,β,10 παρ.1,13 περ.α, και 14 του Ν.2168/93,τις οποίες διατάξεις ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα συνήγαγε και παραθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του. Ειδικότερα. Όσον αφορά την ανθρωποκτονία με πρόθεση, αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος αποφάσισε και τέλεσε την πράξη βρισκόμενος σ' αμφότερα τα στάδια, τόσο της απόφασης όσο και της εκτέλεσης, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ότι πυροβόλησε τον παθόντα γιο του Π. Ω. δύο φορές στο στήθος του και πέτυχε τον τραυματισμό του, από τον οποίο ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του. Όσον αφορά την παράνομη οπλοφορία, αναφέρει ότι έφερε μαζί του παράνομα, χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, το κυνηγετικό όπλο, τύπου καραμπίνα, MAVERICK-MOSBERK, διαμετρήματος cal 12.Όσον αφορά την οπλοχρησία, ότι έκανε χρήση του ανωτέρω όπλου κατά τη διάπραξη του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, πυροβολώντας δυο φορές εναντίον του παθόντος, επιδιώκοντας τη θανάτωσή του. Επιπλέον δέχεται ότι γνώριζε ότι με τις ως άνω πράξεις του αυτές τελεί τα εγκλήματα τούτα, αποδεχόμενος την τέλεσή τους. Ο προβληθείς υπ' αυτού ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός ότι την ανθρωποκτονία την τέλεσε όχι αυτός, αλλ' ο έτερος γιος του Μ. από αμέλεια γιατί του εκπυρσοκρότησε το όπλο που κρατούσε στα χέρια του από αδέξιο χειρισμό του κατά την προσπάθειά του δήθεν να πυροβολήσει στον αέρα προς εκφοβισμό του και ότι τον ισχυρισμό του τούτο τον επιμαρτυρεί το γεγονός ότι στα χέρια του προαναφερόμενου γιου του ανεβρέθηκαν, σύμφωνα με την εργαστηριακή εξέταση, σωματίδια πυρίτιδας, το Συμβούλιο τον απέρριψε αιτιολογημένα αφού δέχεται, αντίθετα, ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος πυροβόλησε εναντίον του παθόντος με σκοπό να τον σκοτώσει εξαιτίας του ότι διαπληκτιζόταν μαζί του, ενώ η ανεύρεση των σωματιδίων πυρίτιδας στα χέρια του προαναφερόμενου γιου του δικαιολογείται από τις μαλάξεις και την τεχνητή αναπνοή, που αυτός ενήργησε στα σώμα του θύματος προκειμένου να του παράσχει τις πρώτες βοήθειες και από το κράτημα του όπλου στα χέρια του προκειμένου να το μεταφέρει στο εσωτερικό της οικίας τους. 4.Ο λόγος της απόλυτης ακυρότητας Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ.2), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα. [ΑΠ.336/02 Π.ΛΟΓ 02/262] Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε αιτιολογημένα την αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, δεχόμενο ότι αυτός με τις διαδοχικές απολογίες του και τα υπομνήματά του είχε παράσχει πλήρως τις εξηγήσεις του για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται. 5.Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του 110/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη και το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, επιβάλλεται το μεν να απορρίψει την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δε να επιβάλει σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο πόσό των 210 Ε.[άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 804/21-10-10 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ι. Ω. του Μ., κατοίκου Λ. Κ., ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά του 110/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, Και Β-Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης• επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες το συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται, επί λέξει, τα εξής: "...προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στις 23-6-09 ο κατηγορούμενος, ευρισκόμενος στην οικία του στην θέση Κ. Λ. Κ. μαζί με τους δύο γιους του Π. και Μ., ενεπλάκη σε οξύτατο φραστικό επεισόδιο με τον πρώτο εξ αυτών, με τον οποίο άλλωστε είχε ανέκαθεν τακτικές και έντονες προστριβές. Κατά την κορύφωση του επεισοδίου, το οποίο χαρακτηριζόταν από έντονες φωνασκίες, ο κατηγορούμενος εισήλθε στο εσωτερικό της οικίας από το προαύλιό της, όπου διεδραματίζετο ο διαπληκτισμός, παρέλαβε την ... κυνηγετική καραμπίνα, και επανελθών στόχευσε και πυροβόλησε τον γιο του από την σκάλα της βεράντας, με αποτέλεσμα να του προξενήσει θανάσιμο τραυματισμό στο στήθος, όπου τον βρήκαν τα βλήματα του όπλου. Ο Μ. Ω., ο οποίος προηγουμένως επιχειρούσε ματαίως να ηρεμήσει τα πνεύματα, περιελθών σε κατάσταση εξάψεως και απελπισίας, άρχισε να καλεί σε βοήθεια, προσπαθούσε να κάνει μαλάξεις στο θύμα και αμέσως κάλεσε ασθενοφόρο όχημα. Τελικά ο κατηγορούμενος, πιεζόμενος από τον Μ. Ω., μετέφερε τον θανάσιμα τραυματισμένο γιο του στο γενικό νοσοκομείο Κορίνθου, όπου ο τελευταίος απεβίωσε. Τα προεκτεθέντα γεγονότα, τα οποία θεμελιώνουν σοβαρότατες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, προκύπτουν από πλειάδα αποδεικτικών στοιχείων και δη: 1) Από τις μαρτυρικές καταθέσεις του Μ. Ω.υ, ο οποίος λεπτομερώς και χωρίς να υποπίπτει σε αντιφάσεις περιέγραψε το μοιραίο επεισόδιο, σε όλη την εξέλιξή του. 2) Επικουρικώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων Χ. Ν., Κ. Δ., Ι. Ν. και Φ. Κ., που διευκρινίζουν ότι ο κατηγορούμενος και όχι το θύμα ήταν το επιτιθέμενο πρόσωπο, το οποίο απηύθυνε ύβρεις και βλασφημίες στο θύμα κατά τον γενόμενο διαπληκτισμό, ενώ επιβεβαιώνουν τον πυροβολισμό. 3) Από τις καταθέσεις της συζύγου του κατηγορουμένου Ε. Ω. που επιτονίζει τον ιδιαίτερα οξύθυμο, βίαιο, εριστικό και αυταρχικό χαρακτήρα του κατηγορουμένου και την αντίστοιχη κακή συμπεριφορά του προς όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ιδίως δε προς αυτήν την ίδια, την οποία συχνά κακοποιούσε. 4) Κυρίως από τις ίδιες τις απολογίες του κατηγορούμενου στα διάφορα στάδια της προδικασίας, ο οποίος, προκειμένου να θεμελιώσει την αθωότητά του, επιχειρούσε εκάστοτε να αναπτύξει και να εδραιώσει διαφορετικές και αντιφατικές εκδοχές για τον βίαιο θάνατο του γιου του, προβάλλοντας όμως ισχυρισμούς οι οποίοι σε τέτοιο βαθμό προσκρούουν στα αντικειμενικά ευρήματα της προδικασίας και αντιβαίνουν στα διδάγματα της κοινής πείρας και αυτής ακόμη της λογικής, ώστε εύστοχα να χαρακτηρίζονται στην συνοδεύουσα το προσβαλλόμενο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση ως παιδαριώδεις. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος: α) Στην από 23-6-09 εξέτασή του ισχυρίζεται ότι ο θάνατος του γιου του δεν επήλθε από δική του ενέργεια (δηλ. του κατηγορουμένου) αλλά σε αυτοπυροβολισμό του ιδίου ενώ ευρισκόταν στην αυλή με πρόθεση αυτοκτονίας. Ισχυρίζεται επίσης ότι ουδεμία φιλονικία έλαβε χώρα μεταξύ τους αλλ' άκουσε δύο πυροβολισμούς, ενώ αυτός ευρισκόταν στο εσωτερικό της οικίας. Στην συνέχεια όμως της απολογίας του ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι ο υιός του αυτοπυροβολήθηκε στην βεράντα του σπιτιού του και εν συνεχεία ο ίδιος και ο έτερος υιός του Μ. τον μετέφεραν στην αυλή. Η καταφανώς ψευδής αυτή απολογία έρχεται σε αντίθεση με τις καταθέσεις των περιοίκων που εστιάζουν ιδιαίτερα στην ένταση του διαπληκτισμού και στο γεγονός ότι δεν ευρέθησαν κηλίδες αίματος στο σημείο της βεράντας, αλλά μόνο στο τσιμεντένιο προαύλιο, κάτω από την πλατφόρμα της οικίας. Περαιτέρω οι ανωτέρω ισχυρισμοί αξιολογούνται και ως παράλογοι, αφού δεν είναι νοητό ο Π. Ω. να αυτοπυροβολείται και εν συνεχεία να οπλίζει πάλι το όπλο και να ρίπτει δεύτερο πυροβολισμό. β) Στην ανακριτική απολογία του εγκαταλείπει την ανωτέρω εκδοχή και υποστηρίζει μία διαμετρικά αντίθετη. Ότι δηλαδή πράγματι ο ίδιος πυροβόλησε και σκότωσε τον γιο του, αλλ' όχι ηθελημένα, συγκεκριμένα δε ότι πήρε την καραμπίνα για να τον φοβερίσει ότι θα αυτοκτονήσει ο ίδιος, πλην όμως πάτησε κατά λάθος την σκανδάλη και τον σκότωσε. Ως ορθώς επισημαίνεται στο πρωτόδικο βούλευμα η εκδοχή αυτή όχι μόνον έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση του Μ. Ω.υ, ο οποίος ρητά αναφέρει, ότι η καραμπίνα ήταν στραμμένη προς το μέρος του αδελφού του, αλλά κρίνεται και παράλογη, διότι δεν νοείται η καραμπίνα να είναι στραμμένη προς το μέρος του κατηγορουμένου προς εκφοβισμό του παθόντα και τα βλήματα από τον αθέλητο πυροβολισμό να πλήττουν τον παθόντα που στεκόταν απέναντί του. Κατά τον χρόνο της απολογίας αυτής ο κατηγορούμενος κατέθεσε υπόμνημα, με χρονολογία 25-6-09, με το οποίο διατείνεται ότι έλαβε το όπλο, φοβούμενος από την συμπεριφορά του θύματος, μήπως δηλ. του επιτεθεί και για να τον εκφοβίσει έριξε μία βολή μπροστά από τα πόδια του και τελικά δεν αντελήφθη πώς το όπλο εκπυρσοκρότησε για δεύτερη φορά, κτυπώντας το θύμα. γ) Σε συμπληρωματική ανακριτική απολογία του στις 22-2-2010, ισχυρίζεται ότι δράστης δεν είναι ο ίδιος, αλλά ο υιός του Μ.. Ο ίδιος δε, προκειμένου να προστατεύσει τον αληθινό δράστη, ο οποίος άλλωστε πυροβόλησε αθέλητα, λόγω άγνοιάς του περί τα όπλα, ανέλαβε την ευθύνη του θανάτου, μη αντέχοντας την προοπτική "το ένα του παιδί να είναι στο χώμα και το άλλο στο κατώφλι της φυλακής". Ο κατηγορούμενος φαίνεται ότι έχει οριστικά κατασταλάξει στην τελευταία αυτή αφελή εκδοχή η οποία, όπως και οι προηγούμενες, διαψεύδεται από το αποδεικτικό υλικό, ενώ επίσης αποδυναμώνεται εκ μόνης της μειώσεως της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου, από την συνεχή μεταβολή των υπερασπιστικών του ισχυρισμών. Είναι γεγονός όμως ότι η εκδοχή αυτή φαίνεται να ευρίσκει κάποιο έρεισμα στην με αρ. πρωτ. 3022/12/1080/29-6-09 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης, σύμφωνα με την οποία δεν ευρέθησαν σωματίδια - κατάλοιπα πυροβολισμών στους δειγματολήπτες που χρησιμοποιήθηκαν για την λήψη των υπαρχόντων συστατικών από τα χέρια του κατηγορουμένου, ενώ αντιθέτως ευρέθησαν κάποια σωματίδια συμβατά με κατάλοιπα πυροβολισμού στους δειγματολήπτες που χρησιμοποιήθηκαν για την λήψη των υπαρχόντων συστατικών από τα χέρια του Ω. Μ.. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι η μη ανεύρεση καταλοίπων πυροβολισμού στην επιφάνεια δειγματοληψίας μπορεί να οφείλεται σε διαφόρους λόγους, όπως ο τρόπος που κρατείται το όπλο, το πλύσιμο των χεριών κ.λπ. Ο Εισαγγελέας Εφετών με την από 13-9-10 (μη δεκτή γενομένη) πρότασή του προς το συμβούλιό σας, αμφιβάλλοντας για την επαρκή τεκμηρίωση της παραδοχής που εμμέσως εκφράζει το πρωτόδικο βούλευμα περί εξαφανίσεως των καταλοίπων στα χέρια του κατηγορουμένου, λόγω πλυσίματος, και θεωρώντας ότι δεν έχει δοθεί πειστική απάντηση στο ερώτημα γιατί ευρέθησαν κατάλοιπα πυροβολισμού στα χέρια του Μ. Ω.υ, (ο οποίος σημειωτέον κατέθεσε ότι έκανε μαλάξεις στο θύμα) κι όχι στα χέρια του Ι. Ω., προτείνει, υιοθετώντας σχετικά όψιμο αίτημα του κατηγορουμένου τη διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, κυρίως με διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να απαντηθεί: α) αν είναι δυνατόν να εναποτεθούν κατάλοιπα πυροβολισμού στα χέρια με τις μαλάξεις, β) εάν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν τα τοιαύτα κατάλοιπα με πλύσιμο των χεριών.
Εν προκειμένω φρονώ ότι οι ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης δεν αποδυναμώνουν τις ήδη προκύψασες λίαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου δια τα διωκόμενα αδικήματα. Και τούτο δια τους εξής ειδικότερους λόγους: α) Τα στοιχεία που κατατείνουν στην κρίση περί της ενοχής του κατ/νου είναι πολυάριθμα και ισχυρότατα, έτσι ώστε η προτεινόμενη πραγματογνωμοσύνη και ευνοϊκή και εάν είναι ακόμα για τον κατηγορούμενο θα αποτελεί ένα στοιχείο απλώς (ίσως το μοναδικό) που θα κατατείνει προς την απαλλαγή του. Απαιτείται επομένως πάντα τα ανωτέρω να υποβληθούν στην βάσανο της ακροαματικής διαδικασίας. β) Το υπό στοιχ. β' ερώτημα της προτάσεως του Εισαγγελέως Εφετών έχει ήδη απαντηθεί με την από 29-6-09 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, η δε τοιαύτη απάντηση δεν ευνοεί ουδόλως τις θέσεις του κατηγορουμένου. γ) Εν πάση περιπτώσει η ανεύρεση αποτυπωμάτων πυροβολισμού στα χέρια του Μ. Ω. μπορεί να οφείλεται όχι μόνο στις μαλάξεις προς το θύμα (οι οποίες, κατά την κρίση μου, είναι ικανές να αφήσουν αποτυπώματα πυροβολισμού στο θύμα, αφού γίνονταν στο σημείο του στήθους, όπου και η είσοδος του βλήματος), αλλά και σε άλλους λόγους που η ακροαματική διαδικασία ενδέχεται να αποδείξει. Λόγου χάρη θεωρώ πολύ πιθανό ο Μ. Ω. υποστάς σοβαρή ταραχή από το έγκλημα, ήταν εύλογο να απομακρύνει αμέσως το όργανο του εγκλήματος, δηλ. το κυνηγετικό όπλο, με τα χέρια του. Το γεγονός ότι ούτος αρνείται στις καταθέσεις του ότι ακούμπησε έστω και το όπλο, δεν αποτελεί σοβαρό στοιχείο που να διαψεύδει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και τούτο διότι, πιθανόν στο σημείο αυτό και μόνον ο Μ. Ω. να ψεύδεται, όχι διότι είναι αναξιόπιστος ή δεν ήθελε να καταθέσει και δεν κατέθεσε την αλήθεια αλλά διότι θεώρησε ότι τυχόν παραδοχή υπό τούτου του ανωτέρω γεγονότος θα τον ενέπλεκε ως δράστη του εγκλήματος προς όφελος του πατέρα του, οι ισχυρισμοί του οποίου θα ενδυναμώνονταν αποφασιστικά". Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας και, για το λόγο αυτό, απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του υπ` αριθμ. 70/2010 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94§1, 299§1 του ΠΚ και 1§1 περ. α, β, 10§§1, 10 β, 13 περ. α και 14 του ν. 2168/1993, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθεται ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων αποφάσισε και εκτέλεσε την ανθρωποκτονία που του αποδίδεται, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ήτοι ότι πυροβόλησε το θύμα (το γιο του Π. Ω.) δύο φορές στο στήθος και πέτυχε τον τραυματισμό του, από τον οποίο, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατός του, και ότι, κατά τη διάπραξη του εγκλήματος αυτού, έκανε χρήση όπλου (κυνηγετικής καραμπίνας), την οποία έφερε μαζί του παράνομα, ήτοι χωρίς άδεια της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής. Ακόμη, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε αιτιολογημένα τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι την ανθρωποκτονία την τέλεσε όχι αυτός, αλλά ο έτερος γιος του Μ. από αμέλεια γιατί του εκπυρσοκρότησε το όπλο που κρατούσε στα χέρια του από αδέξιο χειρισμό του κατά την προσπάθειά του δήθεν να πυροβολήσει στον αέρα προς εκφοβισμό του και ότι τον ισχυρισμό του τούτο τον επιμαρτυρεί το γεγονός ότι στα χέρια του προαναφερόμενου γιου του ανευρέθηκαν, σύμφωνα με την εργαστηριακή εξέταση, σωματίδια πυρίτιδας, αφού δέχεται ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος πυροβόλησε εναντίον του θύματος με σκοπό να τον σκοτώσει εξαιτίας του ότι διαπληκτιζόταν μαζί του, ενώ η ανεύρεση των σωματιδίων πυρίτιδας στα χέρια του προαναφερόμενου γιου του δικαιολογείται από τις μαλάξεις και την τεχνητή αναπνοή, που αυτός ενήργησε στα σώμα του θύματος προκειμένου να του παράσχει τις πρώτες βοήθειες και από το κράτημα του όπλου στα χέρια του προκειμένου να το μεταφέρει στο εσωτερικό της οικίας τους. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση της υπ` αριθ. πρωτ. 3022/12/1080-α/29.7.2009 εκθέσεως εργαστηριακής εξετάσεως της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών, καθώς και των καταθέσεων του ιδίου του αναιρεσείοντος και του άλλου γιου του Μ. Ω. και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων της σε διάσταση συζύγου του Ε., καταθέσεων μη αυτοπτών μαρτύρων) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας.
Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρο 316 §2 ιδίου Κώδικα), το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως αυτής του κατηγορουμένου και, σε περίπτωση απορρίψεώς της, να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή, με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινίσεων. Τέτοιος λόγος, που δικαιολογεί την απόρριψη του σχετικού αιτήματος, είναι και το γεγονός ότι ο αιτών κατηγορούμενος έχει εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις του είτε με απολογητικά του υπομνήματα ενώπιον του ανακριτή είτε με υπομνήματα ενώπιον του συμβουλίου είτε, ακόμη, και με την έφεσή του. Αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος αυτού ή αν απορρίψει τούτο χωρίς να εκθέσει τους ορισμένους αυτούς λόγους, ήτοι χωρίς αιτιολογία, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ, που ιδρύει τον κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την υπ` αριθ. 4/2010 έφεσή του, υπέβαλε αίτημα να κληθεί και να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου για να παράσχει όλες τις αναγκαίες εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Το Συμβούλιο Εφετών, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι: "Πρέπει να απορριφθεί και η επί μέρους αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του..., διότι ούτος, με τις απολογίες και τα υπομνήματά του, έχει ήδη παράσχει πλήρεις επί της κατηγορίας εξηγήσεις". Σύμφωνα, λοιπόν, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Συμβούλιο Εφετών, με το να απορρίψει το ως άνω αίτημα, σε καμιά πλημμέλεια δεν υπέπεσε, αφού αιτιολογεί την απορριπτική του κρίση, δεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος, με τις διαδοχικές απολογίες και τα υπομνήματά του, είχε παράσχει πλήρως τις εξηγήσεις του για τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 484§1 στοιχ. α ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, γιατί το Συμβούλιο αρνήθηκε, και μάλιστα αναιτιολόγητα, να διατάξει την εμφάνιση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ενώπιόν του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 804/21.10.2010 αίτηση του Ι. Ω. του Μ., για αναίρεση του υπ` αριθ. 110/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ