Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2005 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέως Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως κατ' άρθρο 505 § 2 ΚΠΔ (ΑΠ 380/ 2009). Ψευδορκία μάρτυρος και συκοφαντική δυσφήμηση. Η απόφαση προσβάλλεται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για αντιφατικές αιτιολογίες. Έννοια, στοιχεία ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφημίσεως (ΑΠ 141/2008, 187/2008). Αληθή τα κατατεθέντα. Μη στοιχειοθέτηση ψευδορκίας. Δεν τελούσε σε γνώση αναληθείας. Μη στοιχειοθέτηση συκοφαντικής δυσφημήσεως, Άρση αδίκου απλής δυσφημήσεως κατ' άρθρο 367 ΠΚ - Προϋποθέσεις (ΑΠ 843/2008, 2144/2004, 2244/2004, 783/2003). Πότε υπάρχει σκοπός εξυβρίσεως. Ποια η αναγκαία αιτιολογία της δεχομένης αυτόν αποφάσεως. Αιτιολογία. Πότε η απόφαση περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ειδικότερα όταν είναι αθωωτική. Ποια αιτιολογία για εφαρμογή διατάξεως 367 §§1,2 ΠΚ (ΑΠ 2610/2008, 843/2008, 225/2007). Πότε υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΑΠ 4/2009). Αντιφατική και ελλιπής αιτιολογία. Εκ πλαγίου παραβίαση. Δεκτή αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 2005/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 44610, 47754 και 48588Α/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Πολυξένη Μπαλτά - Κώνστα, 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιώτσα. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Σακελλαρίου.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 17/3.4.2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 520/2009.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς αναληθή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτά είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε ως αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται, όχι μόνο όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε. 2. Κατά το άρθρο 362 ΠΚ, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 367 Π.Κ., σαφώς συνάγεται ότι κατ' αρχήν μεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας, είτε της κατ' άρθρ. 361 εξυβριστικής, είτε της κατ' άρθρο 362 δυσφημιστικής εκδηλώσεως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές λαμβάνουν χώρα χάριν προστασίας δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Κατ' εξαίρεση όμως το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται και παραμένει η ποινική ευθύνη, όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα ουσιαστικά στοιχεία της πράξεως του άρθρου 363 Π.Κ., καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες η εκδήλωση αυτή έλαβε χώρα, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. Υπάρχει δε σκοπός εξυβρίσεως από τον τρόπο της εκδηλώσεως, όταν ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφράσει προσηκόντως το πραγματικό περιεχόμενο της σκέψεως του δράστη για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του και ο δράστης, μολονότι το γνώριζε, προέβη στην εκδήλωση με σκοπό να βλάψει την τιμή του άλλου. Τέλος, προκειμένου περί του εγκλήματος της δυσφημίσεως, όταν το Δικαστήριο εκδίδει αθωωτική απόφαση, κατά παραδοχή του προβλεπόμενου από το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ, αυτοτελούς ισχυρισμού, που προτείνεται παραδεκτώς και τείνει στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως αυτής, όπως αναλύθηκε στην προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας, να δέχεται, το μεν ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε προς προστασία δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, δηλαδή να καταφάσκει την συνδρομή της ανωτέρω προϋποθέσεως, το δε την μη συνδρομή του σκοπού εξυβρίσεως, όπως η έννοια αυτού αναλύθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Ειδικότερα επιβάλλεται στο δικαστήριο, που δέχεται ότι, από τον τρόπο εκδήλωσης της δυσφημιστικής συμπεριφοράς, δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, να διαλάβει στην απόφασή του, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την αναφορά και των πραγματικών περιστατικών από τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος αυτός ήταν αναγκαίος για να εκφραστεί ο δράστης προς προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του. 3. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς τον σκοπό επανορθώσεως τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Ειδικά δε, προκειμένου περί αθωωτικής απόφασης, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ/γμα 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον, κατ άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση τα αναγκαία περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται από τα αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε και εκτίθενται στα πρακτικά. Περαιτέρω λόγο της αναιρέσεως του Εισαγγελέως κατά της αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί και η, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. 4. Στην κρινόμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη με την 17/2009 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου 121/2009 απόφασή του κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους των αποδιδομένων σ'αυτούς πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφημήσεως, τον πρώτο και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις τον δεύτερο, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ. Για να καταλήξει στην απαλλακτική ως άνω κρίση του, το Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα:

Ο πρώτος κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του επενδυτικού συμβούλου και ο δεύτερος του Διευθυντού υποκαταστήματος της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία "ΙΝG ΑΑΕΖ". Ο μηνυτής επίσης είχε προσληφθεί ως επενδυτικός σύμβουλος από την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία. Με την από 18-12-2003 έγκληση του ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι δάνεισε άτοκα το ποσό των 900.000 δραχμών στον πρώτο κατηγορούμενο, όπως του ζήτησε, προκειμένου να το επενδύσει σε μέλλουσα να συσταθεί ναυτιλιακή εταιρεία, με τη συμφωνία να του επιστρέψει το εν λόγω ποσό μετά από μια εβδομάδα. Και τούτο γιατί τότε θα αποδεσμεύονταν κάποιες προθεσμιακές καταθέσεις του, όπως τον είχε πληροφορήσει. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2005 μάλιστα ο μηνυτής κατά τους ισχυρισμούς του βρήκε πάνω στο γραφείο του ένα σφραγισμένο φάκελο στον οποίο περιεχόταν φωτοτυπία σφραγισμένης επιταγής της ΕΥΡΩΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Α.Ε., εκδόσεως ..., ποσού 1.000.000 δραχμών, πληρωτέας την 15-2-1995 σε διαταγή ..., στην οποία ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναγράψει ότι του οφείλει το 90% της επιταγής, που ο ίδιος είχε σφραγίσει την 21-2-1995. Τότε ο μηνυτής του ζήτησε εξηγήσεις και αυτός του απάντησε ότι εξαπατήθηκε από αυτόν που εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος της υπό ίδρυση ναυτιλιακής εταιρείας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 9 Ιουλίου 1997 η συνεργασία του μηνυτή έληξε με την παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία μετά από καταγγελία της σύμβασης του. Ο παραπάνω με την από 1-10-1998 αγωγή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της παραπάνω ασφαλιστικής εταιρείας ζήτησε λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του χωρίς σπουδαίο λόγο να υποχρεωθεί αυτή να του; καταβάλει τις προμήθειες, συνολικού ύψους 17.835.287 δραχμών. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής η ασφαλιστική εταιρεία επικαλέστηκε κατά τους ισχυρισμούς του λόγο τοκογλυφίας, που δήθεν τελούσε αυτός στο εν λόγω υποκατάστημα της. Περαιτέρω ο μηνυτής κατέθεσε την με αριθμ. εκθ. καταθέσεως 6763/24-7-2000 αγωγή του κατά της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας, με την οποία ζήτησε αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία (ως άνω συκοφαντική δυσφήμηση). Κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής των αποδείξεων ενώπιον Εισηγητή Δικαστή εξετάστηκε ο προταθείς από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία μάρτυρας (πρώτος κατηγορούμενος), ο οποίος μεταξύ των άλλων κατέθεσε ότι ο μηνυτής του είχε ζητήσει να του βρει πελάτες του για να τους δανείσει χρήματα σπάζοντας επιταγές, με την έννοια ότι θα έπαιρνε απ'αυτόν που θα δάνειζε μία μεταχρονολογημένη επιταγή και θα του επέστρεφε όχι ακριβώς το αναγραφόμενο ποσό της επιταγής, αλλά μικρότερο απ' αυτό. Επιπλέον δε ότι είχε συμφωνήσει μαζί του να παίρνει προμήθεια, που υπολογιζόταν επί των τόκων που θα έπαιρνε ο μηνυτής, όσον αφορά δε για το τόκο αυτός θα ήταν πάνω από τον τόκο καταθέσεων και μεταξύ του τόκου χορηγήσεων. Μάλιστα δε οι συναλλαγές αυτού εγένοντο με τους πελάτες στο υποκατάστημα της ασφαλιστικής εταιρείας. Από τα όσα κατέθεσε ενόρκως ο πρώτος κατηγορούμενος δεν μιλάει πουθενά για τοκογλυφικές δραστηριότητες του μηνυτή, όπως ανέφερε στη προκειμένη έγκληση του ο ήδη εγκαλών, καθόσον η αναφορά για λήψη τόκου πάνω από τον τόκο καταθέσεων και μεταξύ του τόκου καταθέσεων δεν συνιστά τοκογλυφία. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του μηνυτή δεν επιβεβαιώθηκαν από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το ποσό που ισχυρίζεται ο εγκαλών ότι του κατέθεσε ο πρώτος κατηγορούμενος στο λογαριασμό του στην Τράπεζα δεν αφορά την παραπάνω επιταγή, αλλά άλλη επιταγή, για την οποία είχε εκδοθεί η υπ'αριθμ. 3193/1995 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι τα παραπάνω που κατέθεσε ενόρκως ο πρώτος κατηγορούμενος είναι αληθή, δεδομένου ότι όπως αποδείχθηκε την παραπάνω επιταγή έδωσε στον εγκαλούντα πελάτης του πρώτου κατηγορουμένου, ο εγκαλών δε είχε βάλει το 90% του κεφαλαίου και ο πρώτος κατηγορούμενος το 10%. Μόλις σφραγίστηκε η επιταγή οι παραπάνω άρχισαν να διαπληκτίζονται, με αποτέλεσμα να πληροφορηθεί τούτο ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος τους κάλεσε στο γραφείο του θυμωμένος από τις συναλλαγές αυτές μέσα στα γραφεία της εταιρείας, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι θα αναφέρει το γεγονός στην εταιρεία. Επιπρόσθετα ο πρώτος κατηγορούμενος κατέθεσε ότι οι ασφαλιστές αποκαλούσαν τον εγκαλούντα "ΚΙΛΛΕΡ", που σημαίνει ότι αφότου ασφάλιζε κάποιους μετά τους ξεχνούσε και αυτό γιατί το οικονομικό κίνητρο που αφορά το σέρβις των συμβολαίων είναι ελάχιστο σε σχέση με αυτό της προμήθειας για την κατάρτιση νέας ασφαλιστικής σύμβασης, πράγμα που είναι αληθές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος στην παραπάνω κατάθεση του κατέθεσε αληθή γεγονότα, για τα οποία είχε ιδία αντίληψη. Με βάση τα παραπάνω ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πρώτης πράξης (ψευδορκίας μάρτυρα), για την οποία κατηγορείται και μετά ταύτα αθώος και ο δεύτερος κατηγορούμενος της τρίτης πράξης (ηθικής αυτουργίας στην παραπάνω πράξη). Περαιτέρω με την προκειμένη έγκληση του ο εγκαλών ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε γι'αυτόν γεγονότα ψευδή εν γνώσει της αναληθείας τους και συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι αυτός είναι άτομο μειωμένου ηθικού κύρους διαπράττων ποινικά αδικήματα εντός του χώρου της παραπάνω ασφαλιστικής εταιρείας και μάλιστα ότι μετέρχεται τοκογλυφικές δραστηριότητες με πελάτες της εταιρείας κατά τα ανωτέρω. Με βάση τα προεκτεθέντα εφόσον αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία κατηγορείται. Πλην όμως το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής δυσφήμησης. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του αρθρ. 367 του Π.Κ., προκύπτει ότι αίρεται ο χαρακτήρας της δυσφημηστικής εκδήλωσης του κατηγορουμένου εφόσον στην προκειμένη περίπτωση αυτή έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτού προς κατάδειξη σπουδαίου λόγου καταγγελίας της σύμβασης του ήδη εγκαλούντος εκ μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας (ΑΠ 239/2000, ΝοΒ 48.845, ΑΠ 506/1999, ΝοΒ 47.1352). Επιπλέον από τον τρόπο εκδήλωσης του πρώτου κατηγορουμένου δεν προέκυψε σκοπός εξύβρισης του εγκαλούντος, δηλαδή σκοπός, που κατευθυνόταν στην προσβολή της τιμής αυτού, καθώς η έλλειψη οποιουδήποτε τέτοιου σκοπού συνάγεται σαφέστατα από τη λιτότητα των χαρακτηρισμών του εγκαλούντος και επομένως κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου δεν είχε σκοπό να βλάψει την τιμή του εγκαλούντος (ΑΠ 257/2001, ΠΛογ 2001.1296). Ενόψει των προεκτεθέντων ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κήρυξε, ομόφωνα, αθώους τους κατηγορουμένους των ως άνω πράξεων τον καθένα. Ειδικότερα, για τον μεν πρώτο, για μεν την πρώτη πράξη, έκρινε ότι τα κατατεθέντα από τον κατηγορούμενο ως μάρτυρα, ήσαν αληθή, για δε την δεύτερη, ότι δεν γνώριζε την αναλήθεια των συκοφαντικών γεγονότων που ισχυρίσθηκε ενώπιον των αναφερομένων στο διατακτικό προσώπων, περαιτέρω δε και, στο πλαίσιο της έρευνας περαιτέρω της στοιχειοθετήσεως ή μη της πράξης της απλής δυσφημήσεως, έκρινε ότι επήλθε άρση του αξιοποίνου της πράξεως κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 367 ΠΚ, για δε τον δεύτερο κατηγορούμενο δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αθωωτική κρίση.
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως αυτή απαιτείται κατά τα αναφερόμενα στην τρίτη νομική σκέψη, αφού δεν αναφέρονται σ` αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε και με τα οποία να αιτιολογείται πλήρως, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην ως άνω νομική σκέψη, γιατί το Δικαστήριο της ουσίας, το μεν έκρινε ότι δεν στοιχειοθετούνται οι πράξεις της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, το δε έκρινε για την, κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 367 ΠΚ, άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως της δυσφημήσεως, ούτε οι λόγοι για τους οποίους και κατέληξε σε αθωωτική για τους κατηγορουμένους κρίση.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως, ενώ τα ανωτέρω αδικήματα της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, φέρονται τελεσθέντα με τα πραγματικά περιστατικά, που κατέθεσε και ταυτόχρονα ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, ο κατηγορούμενος, Χ2, εξεταζόμενος ως μάρτυρας της εναγομένης, ενώπιον του Εισηγητού Δικαστού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της 6763/24-7-2000 αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος κατά της ασφαλιστικής εταιρίας "ING AAEZ", τα οποία εκτενώς αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση στο διατακτικό της, δέχεται, για μεν το αδίκημα της ψευδορκίας, ότι δεν πραγματώνεται η αντικειμενική του υπόσταση, όπως αναλύθηκε στην πρώτη νομική σκέψη, διότι τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε ο κατηγορούμενος ήσαν αληθή και είχε ιδίαν αντίληψη αυτών, για δε το έτερο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ότι επίσης δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά, διότι τα αυτά πραγματικά περιστατικά ήσαν αναληθή, αλλά δεν τελούσε ο κατηγορούμενος σε γνώση της αναληθείας τους, χωρίς περαιτέρω να εκθέτει πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία να αιτιολογεί, όπως όφειλε, κατά τα εκτεθέντα στην δεύτερη νομική σκέψη, την περί μη γνώσεως της αναληθείας κρίση αυτή, διότι η αναφορά '' με βάση τα προεκτεθέντα .....αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν τελούσε σε γνώση της αναληθείας των παραπάνω γεγονότων'' (σελ 59γ) παραπέμπει στην προηγούμενη, κατά την έρευνα της στοιχειοθετήσεως ή μη της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρος, κρίση περί αληθείας των πραγματικών περιστατικών που αποτελούσαν το περιεχόμενο της μαρτυρικής καταθέσεως.
Συνεπώς, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην δεύτερη νομική σκέψη, ως προς την στοιχειοθέτηση αντικειμενικά και υποκειμενικά του εν λόγω αδικήματος, με βάση τις παραδοχές αυτές, δεν στοιχειοθετείται η πράξη αυτή, ελλείψει του υποκειμενικού στοιχείου του απαιτουμένου αμέσου δόλου. Οι ελλείψεις αυτές, αλλά και η επισημανθείσα αντίφαση και ασάφειες στερούν την απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 224 παρ. 2 και 363 σε συνδυασμό με 362 ΠΚ, οι οποίες και, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη νομική σκέψη, παραβιάσθησαν εκ πλαγίου. Περαιτέρω η αναιρεσιβαλλομένη, ενόψει της ανωτέρω παραδοχής της, για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, ερευνώντας την στοιχειοθέτηση ή μη, με τα όσα κατέθεσε και ισχυρίσθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, της πράξεως της απλής δυσφημήσεως, ενώ αυτός εξετάσθηκε ως μάρτυρας σε δίκη μεταξύ τρίτων (πολιτικώς ενάγων και ασφαλιστική εταιρία), με αντικείμενο την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως στον πρώτο προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την σε βάρος του αδικοπραξία της δεύτερης και την προσβολή με τον τρόπο αυτό της προσωπικότητάς του, δέχθηκε ότι αυτός ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, χωρίς να παραθέτει πραγματικά περιστατικά με τα οποία να αιτιολογείται η κρίση αυτή και μάλιστα στην συγκεκριμένη περίπτωση που η υπόθεση δεν αφορούσε αμέσως αυτόν, αλλά τρίτους και έτσι να καταφάσκει την συνδρομή της θετικής προϋποθέσεως που εκτίθεται στην δεύτερη νομική σκέψη, χωρίς να παραθέτει την αιτιολογία που απαιτούνταν προς τούτο. Περαιτέρω και ως προς την συνδρομή της προϋπόθεσης της ανυπαρξίας, στο πρόσωπο του ιδίου κατηγορουμένου, σκοπού εξυβρίσεως του πολιτικώς ενάγοντος, με το περιεχόμενο και την έννοια που αυτός έχει όπως αναφέρεται στην ίδια νομική σκέψη, δηλ. ο τρόπος ενεργείας του κατηγορουμένου δεν ήταν αναγκαίος για να εκφράσει προσηκόντως το πραγματικό περιεχόμενο της σκέψεως του για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του και, μολονότι το γνώριζε, προέβη στην εκδήλωση με σκοπό να βλάψει την τιμή του πολιτικώς ενάγοντος, δεν παραθέτει την αιτιολογία που απαιτείται στην περίπτωση αυτή, το περιεχόμενο της οποίας και αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος αυτός ήταν αναγκαίος για να εκφραστεί ο κατηγορούμενος προς προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του. Με τις αντιφατικές αυτές και ελλιπείς αιτιολογίες η προσβαλλομένη απόφαση με τους αριθμούς που αναφέρονται στο διατακτικό, από προφανή δε παραδρομή, στην έκθεση αναίρεσης δεν μνημονεύεται και ο αριθμός 47754/2008, κατά τα εκτιθέμενα στην τρίτη νομική σκέψη, δεν διαθέτει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτούνταν στην συγκεκριμένη περίπτωση και στερείται νόμιμης βάσης, κατά τα εκεί αναφερόμενα, με αποτέλεσμα να ιδρύονται οι λόγοι αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ.
Κατ ακολουθία τούτων πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμων των αντίστοιχων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ν' αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 44610/2008, 47754/2008 και 48588Α/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών. Και. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή