Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Βεβαίωση ένορκη, Επίδοση εγγράφου , Ερημοδικία , Χρησικτησία.
Περίληψη:
Ερήμην αναιρεσίβλητης που παραστάθηκε χωρίς δικηγόρο αλλά είχε νόμιμα κλητευθεί. Αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία. ’ρθρα 974, 976 εδ 2, 1041,1042 και 1051 ΑΚ. Αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ: Δεν ιδρύονται οι λόγοι αυτοί όταν υπό την επίφαση της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Αρ. 11γ αρθρο 559 ΚΠολΔ: Η κρίση του δικαστηρίου περί του ότι δεν προσκομίσθηκε κάποιο αποδεικτικό μέσο ή περί του ότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, ανήκει στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Αριθμός 2170/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Γ. Π. και 2)Ι. Ζ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γιασεμώ Καραγιάννη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)’. χήρας Π. Σ., το γένος Ε. Κ. και 2)Ε. συζ. Μ. Φ., το γένος Π. Σ., κατοίκων .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος ανακάλεσε την από 30/9/2014 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/6/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 225/2006 και μετά από άσκηση ανακοπής ερημοδικίας 109/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 189/2013 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/1/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 17/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1,2 και 3 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο αντίδικος του απολιπομένου ή μη παρισταμένου με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, τότε ερευνάται αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα με προφορική δήλωση του καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη (’. χα Π. Σ., το γένος Ε. Κ.) παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος όμως δεν έχει την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔικ, ρητή προς τούτο πληρεξουσιότητα (το προσκομιζόμενο σε πρωτότυπο και αντίγραφο υπ' αριθ. .../25.9.2014 πληρεξούσιο της συμ/φου Σύμης Ευτυχίας Λ. Μαυρουδή αφορά τη δεύτερη και μόνο αναιρεσίβλητη). Επομένως η εν λόγω πρώτη αναιρεσίβλητη δεν παρίσταται νόμιμα και γιαυτό πρέπει να ερευνηθεί αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσείοντες, από 22-7-2014 έκθεση επιδόσεως της Γραμματέως του Δήμου Σύμης (που ορίστηκε ως όργανο επιδόσεως από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου -άρθρο 122 παρ. 3 ΚΠολΔικ-), από την οποία προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 27.1.2014 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε, σ' αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Ενόψει τούτου η συζήτηση θα προχωρήσει, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ, παρά την απουσία αυτής. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976 εδ.α', 1041, 1042 και 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος, με διάνοια κυρίου, ήτοι νομή αυτού, καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της νομής, νόμιμος τίτλος, πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, το στοιχείο της καλής πίστης υπάρχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, είχε κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα, πράγμα που αποκλείεται όταν γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι ο κτητικός τίτλος του έχει ελαττώματα που εμποδίζουν την κτήση της κυριότητας. Ο νομέας έχει τη δυνατότητα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, άσκηση δε νομής όταν πρόκειται για ακίνητα, αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω, σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Τέτοιες πράξεις είναι, μεταξύ άλλων, η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περίφραξη καθώς και η δήλωσή του στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α ΑΚ, για την απόκτηση της νομής πράγματος, που βρίσκεται στη νομή άλλου, απαιτείται παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση του έως τώρα νομέα. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 558 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 20/2011). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμω αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Τέλος οι παραπάνω, από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι, είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ.), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς το επικληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης για αναγνώριση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, κατά το οποίο (κεφάλαιο) και μόνο οι εκκαλούντες-αναιρεσίβλητοι ήταν ηττώμενοι διάδικοι (άρθρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔικ), ενώ επανέλαβε, ως εκ περισσού τις παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως κατά τα κεφάλαιά της για αναγνώριση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με αγοραπωλησία, καθώς και με έκτακτη χρησικτησία, τα οποία δεν είχαν εκκληθεί με έφεση των ως προς αυτά ηττηθέντων εφεσιβλήτων-αναιρεσειόντων. "Δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../3.11.1987 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου Αριστέας Ηρακλείδου-Περίδου, οι ενάγοντες αγόρασαν ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του επιδίκου ακινήτου, ήτοι μιας ερειπωμένης διώροφης οικίας με θόλο στο ισόγειο, κείμενης στη νήσο Σύμη Δωδεκανήσου στη συνοικία "ΕΙΣΟΔΙΑ", με όλα τα παραρτήματα και παρακολουθήματα, συνολικής επιφάνειας 250,06 τμ εκ των οποίων τα 48,06τμ καλυμμένης επιφάνειας και τα 202 τμ ακάλυπτης, η οποία συνορεύει ανατολικά με δημοτικό δρόμο, νότια με δημοτικό δρόμο, δυτικά με έκταση Δημοσίου και βόρεια με οικία της πρώτης εναγόμενης όπως απεικονίζεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Α, στο επισυνημμένο στην προαναφερόμενη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο εμπειροτέχνης-εργοδηγός Κ. Κ. το Μάιο του 1983. Το προπεριγραφέν συμβόλαιο, μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης, στον τόμο 18, με αύξοντα αρ. 40, στις 15.12.1987. Πωλητές του εν λόγω ακινήτου υπήρξαν οι Β. και Ε. Κ., οι οποίοι το είχαν αγοράσει νωρίτερα, δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης με αριθμό .../3/3/1987 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μαρίας Ζωίδου Πέρου από την Α. σύζυγο του Γ. Μ., το γένος Ι. Ο., ενώ προηγουμένως είχε συνταχθεί το έτος 1979 το υπ' αριθμ. .../6.11.1979 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Ρόδου Μαρίας Πρώτου, όπως αυτό διορθώθηκε με την υπ' αριθμ. .../15.10.1984 διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, κατά το οποίο η Σ. χήρα Ι. Ο., το γένος Η. Μ., μεταβίβασε λόγω δωρεάς το επίδικο ακίνητο στην Α. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Ι. Ο.. Ειδικότερα, με την προαναφερόμενη διορθωτική συμβολαιογραφική πράξη, διορθώθηκε η έκταση του δωρηθέντος ακινήτου, από την έκταση των 20τμ, σε αυτήν των 250,06τμ, ενώ δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς από αποδεικτικό στοιχείο, ο λόγος για τον οποίο το συμβόλαιο δωρεάς έχρηζε διόρθωσης, πολύ δε περισσότερο η τεράστια απόκλιση του παρατηρήθηκε μεταξύ των δύο συμβολαίων, ως προς την έκταση. Η εξήγηση που περιέχεται στη διορθωτική πράξη, ότι αυτή έλαβε χώρα ενόψει της απουσίας τοπογραφικού σχεδιαγράμματος, θα ήταν ίσως πειστική, εάν όμως η διόρθωση αφορούσε σε μια απόκλιση που θα δικαιολογούνταν και θα βρισκόταν εντός των κοινών αποδεκτών ορίων ενός σφάλματος που ενδεχομένως εμφιλοχωρούσε σε μια καταμέτρηση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκαν, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, οι εξιστορούμενες στην αγωγή πράξεις νομής της απώτατης δικαιοπαρόχου των εναγόντων, Σ. χήρας Ι. Ο., το γένος Η. Μ., ήτοι ότι από το έτος 1935 και εντεύθεν, είχε περιφράξει το ακίνητο με ξύλινους πασσάλους, το καθάριζε, το επισκεπτόταν και το επέβλεπε, καθόσον ουδέν αναφέρθηκε για τέτοιες πράξεις κατά την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, κατά τις προαναφερόμενες συνεδριάσεις αυτού, ήτοι αυτής κατά την οποία, έγινε δεκτή η αγωγή, ερήμην των εναγομένων εκκαλουσών και αυτής μετά την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας από τις τελευταίες. Από την άλλη, στην με αριθμό .../2001 ένορκη βεβαίωση της Ζ. χήρας Ε. Κ., μητέρας της πρώτης εναγομένης, που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά νομίμου κλητεύσεως των αντιδίκων, και αφορούσε τη συζήτηση ματαιωθείσας αγωγής, και η οποία λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, γίνεται αναφορά στη χρήση του θόλου, όπως αποκαλείται η ερημωμένη οικία, από την πλευρά του Φ. Κ., πατέρα του συζύγου της Ε.. Πιο συγκεκριμένα, ότι ο θόλος αυτός βρισκόταν όπισθεν της προπολεμικής κατοικίας του Φ. Κ., ο οποίος μάλιστα τον χρησιμοποιούσε ως τόπο δικής του κατοικίας, μετά τον γάμο της ίδιας με το γιο του και ακολούθως, μετά τον πόλεμο ότι χρησιμοποιούνταν από την ίδια ως αυλή και ως χώρος βοηθητικών εργασιών, όπως το άπλωμα των ρούχων, πλυσταριό φύλαξη κατοικίδιων ζώων, άπλωμα φύλλων καπνού και τουαλέτα. Εν συνεχεία, ότι από το έτος 1965 η θυγατέρα της, πρώτη εναγομένη, που κατοικούσε πλέον στην παραπάνω οικία το χρησιμοποιούσε με τον ίδιο τρόπο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70, οπότε και η χρήση του περιορίστηκε ως αυλή και για το άπλωμα των ρούχων. Τέλος, αναφέρει ότι το έτος 1987 η θυγατέρα της, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη (εγγονή της βεβαιούσας), τον θόλο και ένα οικόπεδο προς ανατολάς (δυνάμει του με αριθμ. .../16.11.1987 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρόδου Χρυσάνθης Μητσού). Από την εκτίμηση λοιπόν των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί πλήρης δικανική πεποίθηση, ούτε για τον πρωτότυπο ούτε για τον παράγωγο, με έκτακτη χρησικτησία, τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από τους ενάγοντες. Τούτο ισχύει αναφορικά με τον παράγωγο τρόπο, με δεδομένο ότι δεν αποδείχθηκε η δια χρησικτησίας απόκτηση της κυριότητας από την Σ. Ο., γεγονός που με τη σειρά του, συνεπάγεται ότι όλες οι επακολουθήσασες μεταβιβάσεις έγιναν από μη κύριο. Σε ότι δε αφορά τον πρωτότυπο δι' έκτακτης χρησικτησίας τρόπο, ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκαν από τους ενάγοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους πράξεις νομής για διάστημα είκοσι ετών, αφού δεν αποδείχθηκε για τους παραπάνω λόγους η νομή της Σ. Ο. έως το μήνα Νοέμβριο του έτους 1979 (όταν και κατάρτισε το συμβόλαιο δωρεάς) ούτε και η νομή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, δηλαδή της Α.ς συζύγου Γ. Μ., το γένος Ι. Ο., (η οποία μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στους πωλητές των εναγόντων το έτος 1987 και δεν αποδείχθηκε ότι, ούσα μόνιμη κάτοικος Ρόδου από το έτος 1970, άσκησε οποιεσδήποτε πράξεις νομής επί του επιδίκου) και των ιδίων των εναγόντων συνεχώς για διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Ακολούθως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι κατά το χρόνο που συντάχθηκε το υπ' αριθμ. .../3.11.1987 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αριστέας Ηρακλείδου-Περίδου, δυνάμει του από τους ενάγοντες, η οποία ακολουθήθηκε από την απουσία τους και αποχή τους από οποιαδήποτε υλική πράξη επί του επιδίκου, για όλα τα επόμενα χρόνια μέχρι το έτος 1999 δεν είναι δυνατόν να τους προσδώσει το στοιχείο της άσκησης δεκαετούς νομής επί αυτού και να τους καταστήσει κυρίους του ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, έστω και αν συντρέχει στο πρόσωπό τους το στοιχείο της καλής πίστης κατά το χρόνο της σύνταξης του προαναφερόμενου πωλητηρίου συμβολαίου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την από τακτική χρησικτησία, αναγνώριση κυριότητας ακινήτου, βάση της και στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά το εκκληθέν μέρος της, που είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, τόσο κατά το εκ νέου δικαζόμενο μέρος της, όσο κατά εκείνο που δεν εξεκαλλείτο, ως προς το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί επανέλαβε ως εκ περισσού τις μη εκκληθείσες παραδοχές της πρωτοβάθμιας απόφασης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 974, 976 εδ.α, 1041, 1042 και 1051 ΑΚ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των, ανελέγκτως, γενομένων δεκτών ως αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Επομένως ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος γιατί το Εφετείο έκρινε ότι οι πράξεις της περίφραξης του επιδίκου και της δηλώσεώς του στο Εθνικό Κτηματολόγιο δεν συνιστούν πράξεις δηλωτικές εξουσιάσεως του επιδίκου, είναι απαράδεκτες, γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι υφίστανται τέτοιες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της, στο οποίο καμιά αναφορά δεν γίνεται σε τέτοιες πράξεις για την αποτελούσα αντικείμενο της εφέσεως βάση της τακτικής χρησικτησίας, ενώ ως προς την περίφραξη και για τις αφορώσες ως λοιπές βάσεις παραδοχές της αποφάσεως, αναφέρεται (σελ. 6) ότι δεν αποδείχθηκε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων-αναιρεσειόντων Σ. χα Ι. Ο. είχε περιφράξει το επίδικο. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο ως προς την προαναφερθείσα βάση της αγωγής δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της μη αποκτήσεως από τους ενάγοντες-αναιρεσείοντες της κυριότητας του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω, μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των οποίων το πραγματικό καλύπτουν. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες δεν απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί, από τότε που απέκτησαν για το επίδικο νόμιμα μεταγεγραμμένο (σελ. 5) τίτλο (1987) και αν ακόμη ήταν κατά το χρόνο αυτό καλόπιστοι, άσκησαν στο ακίνητο, μέχρι της επικαλούμενης προσβολής του δικαιώματος το 1999, οποιαδήποτε πράξη νομής. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε διαφορετικά πράγματα από εκείνα που κατέθεσε ο μάρτυρας Ε. Κ. είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως των επικαλουμένων διατάξεων, πλήττουν την απόφαση κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες υφίσταται έλλειψη νόμιμης βάσης γιατί ενώ έγινε δεκτό ότι οι ενάγοντες περιέφραξαν το επίδικο δεν ερευνήθηκε αν αυτοί είχαν τη δυνατότητα φυσικής εξουσιάσεώς του, έστω και αν κατοικούσαν σε διαφορετικό μέρος, αφενός μεν γιατί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο, δεν υφίσταται παραδοχή της αποφάσεως για περίφραξη του επιδίκου, αφετέρου δε γιατί αντικείμενο του ερευνώμενου αναιρετικού λόγου είναι εκείνα που έγιναν δεκτά και όχι εκείνα που δεν λήφθηκαν υπόψη και που ενδεχόμενα, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, να ιδρύουν τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του ΚΠολΔικ, όπως ισχύουν μετά το Ν.2915/2001 (αλλά και το Ν3994/2011) και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ και στην κατ' έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ μέχρι τρεις για κάθε πλευρά και μόνον, αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία και του Πολυμελούς, καθόσον κατά το άρθρο 11 του Ν 1478/1984 είχαν ήδη εισαχθεί στη διαδικασία του Μονομελούς καθώς και κάθε δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση, από τους διαδίκους, ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβ/φου, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν.3994/13.7.2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα), εφόσον βέβαια για το αποδεικτικό θέμα επιτρέπονται μάρτυρες. Εφόσον όμως, κατά τα προεκτεθέντα, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ξεχωριστά αποδεικτικά μέσα, μη περιλαμβανόμενες στα κατά τα άρθρα 339 και 432επ ΚΠολΔικ έγγραφα, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση, η οποία (μνεία) αν δεν γίνεται, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι αυτές ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν υπόψη, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ 11 περ. γ του ΚΠολΔικ. Εξ ετέρου οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί για άλλη προγενέστερη δίκη θεωρούνται απλά έγγραφα, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, που περιέχουν μαρτυρία τρίτου και όχι έγγραφα με ειδική ρύθμιση (άρθρ. 11 Ν1478/1984 και 7Ν 2915/2001) ή μετά την ισχύ του Ν3994/2011, αποδεικτικά μέσα.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις επικληθείσες από τους ενάγοντες φωτογραφίες, με την αιτιολογία ότι αυτές δεν είχαν προσκομισθεί, πράγμα το οποίο ήταν ανακριβές, καθώς και τις υπ' αριθμ. ... και .../7.11.2005 ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί ενώπιον της συμβ/φου Ρόδου Κων/νας Δενδρινού-Κουτσούκου, με την αιτιολογία ότι δεν είχε τηρηθεί η προδικασία της νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων, πράγμα που επίσης ήταν ανακριβές, αφού από τις 2.11.2005 εκθέσεις επιδόσεως του Γραμματέα του Δήμου Σύμης προκύπτει η τήρηση της εν λόγω προδικασίας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και για τα τρία αυτά αποδεικτικά μέσα, καθόσον η κρίση του δικαστηρίου, τόσο περί μη προσκομιδής στο Εφετείο των φωτογραφιών, όσο και περί μη κλητεύσεως των αντιδίκων κατά τη λήψη των επίμαχων δύο ενόρκων βεβαιώσεων, αφορά στην περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τρίτος), καθώς και ο επόμενος (τέταρτος) κατά το δεύτερο σκέλος του, που αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για τη μη λήψη υπόψη των ίδιων ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει να απορριφθούν Περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη του και εξετίμησε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ' αριθμ. .../2001 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε στον Ειρηνοδίκη Πειραιά από τη μητέρα της πρώτης εναγομένης-αναιρεσίβλητης Ζ. συζ. Ε. Κ., για άλλη προγενέστερη μεταξύ των διαδίκων δίκη, για τη λήψη της οποίας δεν είχε τηρηθεί η αναφερόμενη παραπάνω νόμιμη προδικασία. Ο λόγος αυτός, που υπάγεται στο πραγματικό της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και όχι της επικαλούμενης από τους αναιρεσείοντες διατάξεως του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον, ανεξάρτητα από το ότι από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, έχει γίνει δεκτό, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ότι ως προς το εν λόγω αποδεικτικό μέσο έχει τηρηθεί η επίμαχη προδικασία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν δοθεί για άλλη δίκη, μεταξύ των διαδίκων, έχουν ως αποδεικτικά μέσα την ιδιότητα του εγγράφου και όχι της ένορκης βεβαίωσης και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι τηρηθεί η αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη προδικασία του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ του ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ 2 Ν4055/2012. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας δεύτερης αναιρεσίβλητης (αρθρ. 176, 180 παρ 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27.1.2014 αίτηση των Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Γ. Π. και Ι. Ζ. του Δ. κατά των ’ννας χας Π. Σ., το γένος Ε. Κ. και Ε. συζ. Μ. Φ., το γένος Π. Σ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 189/2013 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 3 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ