Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως (κατά πλειοψηφία) από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή και οπλοχρησίας, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβασης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1119/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε σύμφωνα με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 121-125/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Με κατηγορούμενο τον ......., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 8/01.02.2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 199/2008
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της ελλείψεως της, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας που ιδρύει, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, είτε κατά την έκθεση των περιστατικών αυτών στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και οπλοχρησίας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: "Ο Γ1 είχε αναλάβει με εργολαβία από τον ΟΤΕ την αναβάθμιση του τηλεφωνικού δικτύου του δημοτικού διαμερίσματος Ζαγοράς Ν. Μαγνησίας. Στις 17-9-2004 ο προαναφερθείς ειδοποιήθηκε από τον ΟΤΕ Ζαγοράς προς επανατοποθέτηση έμπροσθεν της οικίας του εκκαλούντα - κατηγορούμενου δύο ξύλινων στύλων καλωδίων του ΟΤΕ που είχαν κοπεί από τον εγκαλούντα - κατηγορούμενο και ήταν τοποθετημένοι έμπροσθεν της οικίας του στη θέση ....Ζαγοράς, καθόσον δεν συμφωνούσε με την τοποθέτηση τους στη συγκεκριμένη θέση. Λόγω δε του ιδιόρρυθμου και εριστικού χαρακτήρα του εκκαλούντα - κατηγορούμενου καθόσον και κατά το παρελθόν και συγκεκριμένα κατά το μήνα Αύγουστο 2004 είχε κόψει και άλλον ξύλινο στύλο του ΟΤΕ που ήταν τοποθετημένος έμπροσθεν της οικίας του και επανατοποθέτησε ο προαναφερθείς εργολάβος, ο τελευταίος ζήτησε εγγράφως τη συνδρομή των αστυνομικών του ΑΤ Ζαγοράς, προκειμένου να προβεί στην επανατοποθέτηση των στύλων. Προς 0 τούτο στις .... και περί ώρα 9,40 μετέβησαν στην θέση ..... Ζαγοράς με το ...... υπηρεσιακό όχημα ο διευθυντής του ΑΤ Ζαγοράς Αρχ/κας Ζ1 με τους Ψ, Αρχ/κα και Ζ2, Αστ/κα και στάθμευσαν αυτό επί της επαρχιακής οδού .... - ..... και σε απόσταση 30 περίπου μέτρων από την οικία του εκκαλούντα - κατηγορουμένου, έμπροσθεν του ήδη σταθμευμένου στο σημείο εκείνο οχήματος του αναμένοντας την έλευση της αστυνομικής δύναμης ως άνω εργολάβου. Μετά την κάθοδο τους εκ του υπηρεσιακού ως άνω οχήματος και μετά δεκάλεπτο περίπου παραμονή στο σημείο εκείνο προκειμένου να προσδιορίσουν τα σημεία επανατοποθέτησης των ξύλινων στύλων του ΟΤΕ εξήλθε της οικίας του ο εκκαλών - κατηγορούμενος ο οποίος ευθύς ως αντιλήφθηκε την παρουσία τους, τους ζήτησε να αποχωρήσουν. Αμέσως μετά και χωρίς να προηγηθεί κάποιος διάλογος μεταξύ αυτού και των αστυνομικών ο κατηγορούμενος εισήλθε στην οικία του πήρε το με αρ. ..... δίκαννο κυνηγετικό όπλο ρωσικής κατασκευής τύπου ....., διαμετρήματος 12 cal γεμάτο με φυσίγγια, το όπλισε και εξήλθε στον αύλειο χώρο της οικίας του. Εκεί σταμάτησε και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και όχι σε βρασμό ψυχικής ορμής για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο που αναφέρεται κατωτέρω στην γνώμη της πλειοψηφίας, πυροβόλησε με το ανωτέρω κυνηγετικό όπλο, δύο απανωτές φορές κατευθύνοντας το όπλο προς το υπηρεσιακό ως άνω όχημα, τα διασπαρθέντα μετά από τους οποίους σκάγια έθραυσαν το οπίσθιο αριστερό υαλοπίνακα του οχήματος αυτού χωρίς όμως να τραυματισθεί από αυτά κανένας από τους αστυνομικούς. Μετά τη ρίψη του δευτέρου πυροβολισμού ο εκ των μαρτύρων κατηγορίας Ζ1 και ο παθών Ψ, ο οποίος ευρίσκετο στην εξωτερική πλευρά του υπηρεσιακού οχήματος "ανταπέδωσαν" τον πυροβολισμό αυτό, μετά τον οποίο ακολούθησε και ο τρίτος πυροβολισμός του κατηγορουμένου, εναντίον των αστυνομικών Ψ και Ζ2 καθώς και του Γ1 που ευρίσκοντο πλησίον του περιπολικού από τη διασπορά των σκαγιών του οποίου τραυματίσθηκε ο εκ τούτων Ψ, ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε μετά τη διακομιδή του στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου εμφάνιζε πύλες εισόδου ξένων σωμάτων στη δεξιά προσωπική χώρα, διαμπερές τραύμα δεξιού βλεφάρου από παρόμοιο σώμα, διατιτραίνον τραύμα κερατοειδούς δεξιού οφθαλμού, έξοδο υδατοειδούς υγρού, μετατραυματικό ύψαιμα, κατάργηση ενδοφλέβιας πιέσεως και οπτικής οξύτητας δεξιού οφθαλμού, που περιοριζόταν σε αντίληψη φωτός. Ο τρίτος πυροβολισμός ερρίφθη από τον κατηγορούμενο δικαιολογημένα προς υπεράσπιση του από εναντίον του επίθεση των αστυνομικών, Ζ1 και Ψ που ήταν παρούσα, αφού κινδύνευσε άμεσα η ζωή του, αλλά και άδικη αφού οι δύο πρώτοι πυροβολισμοί ρίφθηκαν από τον κατηγορούμενο σκοπεύοντας το υπηρεσιακό όχημα και ουχί τους αστυνομικούς, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας κατηγορίας και παθών Ψ "πυροβόλησε δύο φορές προς το περιπολικό" αλλά και ο μάρτυρας κατηγορίας ωσαύτως Ζ1 "τον είδα ότι στόχευε προς το περιπολικό", καθώς και ο τελευταίος σε σχέση με την "ανταπόδοση" πυροβολισμών από τον ίδιο, και τον παθόντα Ψ ευθύς μετά το δεύτερο πυροβολισμό του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από τα όσα ανέφερε επί λέξει "πριν τον τρίτο πυροβολισμό του κατηγορουμένου ανταπέδωσα και εγώ και ο Ψ". Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο τρίτος πυροβολισμός ρίφθηκε από τον κατηγορούμενο εναντίον των πιο πάνω ατόμων με ανθρωποκτόνο πρόθεση καθόσον χρησιμοποίησε δίκαννο κυνηγετικό όπλο από μικρή σχετικά απόσταση, ώστε δε χωρεί μεταβολή της κατηγορίας για τους λόγους που αναπτύσσονται στη μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου στις αναφερόμενες σ'αυτή πράξεις, ευρισκόμενου όμως σε κατάσταση άμυνας κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου (ήτοι των τεσσάρων ενόρκων) που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε βάρος των προαναφερθέντων ατόμων ευρισκομένου σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και σε υποτροπή για την οποία πρέπει κατά συνέπεια να κηρυχθεί αθώος".
Ενόψει αυτών, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά πλειοψηφία, των πράξεων της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας. Η αιτιολογία, όμως, αυτή που παραθέτει το δικαστήριο, βάσει της οποίας εξέδωσε, κατά πλειοψηφία, την αθωωτική για τον κατηγορούμενο απόφασή του, ούτε πλήρης είναι, ούτε σαφής και περιέχει αντιφάσεις. Δεν είναι πλήρης γιατί δεν εκθέτει τα ουσιώδη περιστατικά που αποδείχθηκαν, για να καταδειχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση των εγκλημάτων της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας, για τις οποίες κηρύχθηκε αθώος κατά πλειοψηφία ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται α) με ποιο τρόπο ο κατηγορούμενος, μπορούσε να αποφύγει τον ανθρωποκτόνο σκοπό, που αυτός επιδίωκε, τη στιγμή που η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι τη στιγμή που σκόπευε και πυροβολούσε επανειλημμένα, εναντίον του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, εγγύτατα αυτού, βρίσκονταν οι αστυνομικοί Ζ1, Ψ και ο ιδιώτης - εργολάβος Γ1, ενόψει μάλιστα και της παραδοχής, ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε δίκαννο κυνηγετικό όπλο, από το οποίο εξήλθε πλήθος σφαιριδίων με μεγάλη ακτίνα διασποράς, β) ενώ, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι μετά τη ρίψη από μέρους του κατηγορούμενου και του δεύτερου πυροβολισμού, υπήρξε ανταπόδοση των πυροβολισμών από μέρους των αστυνομικών με τα υπηρεσιακά τους όπλα, και στη συνέχεια εκ νέου ανταπόδοση από μέρους του αναιρεσείοντος, με τη ρίψη εναντίον τους και τρίτου πυροβολισμού, δέχεται ότι αυτός τελούσε σε νόμιμη άμυνα, παρά το γεγονός ότι αυτός άρχισε πρώτος τη ρίψη των πυροβολισμών, χωρίς όμως να αιτιολογείται με βάση ποια περιστατικά, τελούσε σε νόμιμη άμυνα, ούτε επίσης, αιτιολογείται για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος, δεν μπορούσε να αποφύγει τους πυροβολισμούς, από μέρους των αστυνομικών οργάνων, τη στιγμή που ήταν πρόσφορη και αποτελεσματική η διαφυγή του, με την είσοδό του στην οικία του, γ) ενώ, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τελούσε σε νόμιμη άμυνα, δεν αιτιολογείται η παραδοχή, για ποιο λόγο η ανταπόδοση των πυροβολισμών από μέρους των αστυνομικών οργάνων, με τη χρήση των υπηρεσιακών τους όπλων, κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, υπήρξε αδικαιολόγητη και άδικη, τη στιγμή που, παράλληλα η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι πρώτος ο κατηγορούμενος άρχισε να πυροβολεί εναντίον του πληρώματος του υπηρεσιακού αυτοκινήτου. Επίσης, από την παρατιθέμενη ελλιπή αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Τούτο, γιατί, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται, ότι ο παρευρισκόμενος πλησίον των αστυνομικών οργάνων, ιδιώτης - εργολάβος, Γ1, δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην ρίψη των πυροβολισμών, από μέρους των αστυνομικών οργάνων, παρόλα αυτά δέχθηκε, ότι και έναντι αυτού ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα.
Συνεπώς, οι από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις απαλλακτικές της διατάξεις, για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη εφαρμογή, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως των ουσιαστικών διατάξεων, των άρθρων 22, 42 παρ. 1 και 299 του Π.Κ., και 14 του ν. 2168/1993 και άρθρα 1, 3 του ν. 3169/2003 "περί όπλων", είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στη συνέχεια για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά ένα μέρος, την υπ' αριθμό 121-125/2007 απόφαση του Μ.Ο. Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ