Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως που κήρυξε απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης στην αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αιτιολογία στην έφεση του Εισαγγελέα Εφετών. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο.
Αριθμός 2119/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1475/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1, που δεν παρέστη και 2)Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Πάσχο και με πολιτικώς ενάγουσα τη ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Δαρμάρο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 33/25.05.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 985/2007.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους της πολιτικώς ενάγουσας και του κατηγορουμένου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της ελλείψεως της, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 3 του ΚΠΔ, η άσκηση εφέσεως από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση του άρθρου 498 του ΚΠΔ, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη υπόθεση ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, άσκησε έφεση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά της υπ' αριθμό 4781/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, κηρύχθηκαν αθώοι της πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Με την έφεσή του, ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, ζητούσε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανισθεί η απόφαση που εκκαλείται και να κηρυχθούν ένοχοι οι αναιρεσίβλητοι για την πράξη αυτή. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ως άνω έφεση ως απαράδεκτη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο της δηλώσεως του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, με αυτή δηλώνεται ότι εκκαλείται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης η ανωτέρω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι "το δικαστήριο εκτιμώντας πλημμελώς τα πραγματικά περιστατικά, προέβη στην απαλλαγή των κατηγορουμένων, ενώ έπρεπε να οδηγηθεί σε καταδίκη αυτών, γιατί από αμέλειά τους ο πρώτος ως παθολογοανατόμος γνωμάτευσε πως η πολιτικώς ενάγουσα πάσχει από αδενοκαρκίνωμα σάλπιγγας και στη συνέχεια παρέπεμψε το περιστατικό στο δεύτερο των κατηγορουμένων χειρούργο γυναικολόγο, ο οποίος προέβη σε υστερεκτομή. Ενώ ο πρώτος όφειλε να προβεί σε επανεξέταση του δείγματος σάλπιγγας και ο δεύτερος να ζητήσει περαιτέρω εξετάσεις για την ορθή διαπίστωση αν όντως η παθούσα έπασχε από αδενοκαρκίνωμα σάλπιγγας. Γιατί σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από την γενόμενη μεταγενέστερα κυτταρολογική εξέταση, η παθούσα δεν έπασχε από ουδεμία νεοπλασία με αποτέλεσμα να προκληθεί συνεπεία της υστερεκτομής αδυναμία προς τεκνοποίηση με όλες τις συνέπειες της γενόμενης χημειοθεραπείας και συνεπώς σωματική βλάβη. Οι κατηγορούμενοι όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, την οποία οφείλει κάθε συνετός άνθρωπος και επιστήμονας και στην προκείμενη περίπτωση σύμφωνα και με τις κατεχόμενες από αυτούς γνώσεις και να ζητήσουν την επανάληψη των εξετάσεων για τη διαπίστωση των τυχόν γενόμενων σφαλμάτων της πρώτης εξέτασης. Παρά τούτο όμως αυτοί αρκεσθέντες σε μία μόνο εξέταση, παρότι το αποτέλεσμα αυτής ήταν θετικό και η εμφανιζόμενη μορφή κακοήθειας σπάνια, δεν σύστησαν στην ασθενή(παθούσα) να προβεί σε επανεξέταση του δείγματος για τη διαπίστωση κατόπιν αυτής, της πραγματικής καταστάσεως αυτής. Η ορθή ενέργεια των κατηγορουμένων ήταν να προβούν σε περαιτέρω εξετάσεις και στην επανεξέταση του δείγματος για τη διαπίστωση της αληθινής καταστάσεως της ασθενούς. Οι κατηγορούμενοι, παρότι δεν είχαν αντιμετωπίσει πολλά προηγούμενα παρόμοια περιστατικά και η πρώτη εξέταση ήταν θετική μη προβαίνοντας σε επανεξέταση αυτής, ο δεύτερος ως χειρούργος προέβη στην υστερεκτομή με αποτέλεσμα τη στέρηση της ικανότητας τεκνοποιΐας και με τη γενόμενη χημειοθεραπεία περαιτέρω βλάβης της υγείας αυτής (παθούσας). Η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά των κατηγορουμένων συνίσταται στην μη επανεξέταση και στη μη διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων, ενώ η ορθή ενέργεια αυτών θα ήταν σύμφωνα και με τους κανόνες της κοινής πείρας, λογικής και ιατρικής εμπειρίας να ζητηθούν περαιτέρω εξετάσεις και επανεξέταση του ληφθέντος δείγματος(ενέργεια ενδεδειγμένη ιατρικά) προς αποφυγή σφαλμάτων για την ορθή εκτίμηση της καταστάσεως της ασθενούς". Υπό τα εκτιθέμενα στην έκθεση της έφεσης, η ασκηθείσα από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, έφεση περιέχει σαφώς και κατά τρόπο ορισμένο τους λόγους για τους οποίους άσκησε το ένδικο τούτο μέσο κατά της αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, και η έφεση αυτή έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 486 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, γιατί στη σχετική έκθεση εφέσεως προσδιορίζονται ειδικά και αιτιολογημένα, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που συνέχονται με την αμελή συμπεριφορά των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι, όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος όφειλε να υποδείξει στην παθούσα την ανάγκη να προβεί σε επανεξέταση του πρώτου δείγματος, προκειμένου να διασταυρώσει το αποτέλεσμα της πρώτης, περαιτέρω δε να προβεί σε υπόδειξη για τη διενέργεια των αναγκαίων ιατρικών και εργαστηριακών εξετάσεων, ώστε να επιβεβαιώσει ή όχι το αρχικό εργαστηριακό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, όσον αφορά τον παριστάμενο αναιρεσίβλητο, όφειλε και αυτός με τη σειρά του να επιβεβαιώσει το αρχικό αποτέλεσμα, αυτό της ύπαρξης του αδενοκαρκινώματος, προτού προβεί στην σχετική χειρουργική επέμβαση, αυτής της ολικής υστερεκτομής, ακόμη και κατά τη διάρκεια της επέμβασης με τη διενέργεια ενδεικτικά ταχείας βιοψίας, αναλογιζόμενος τόσον αυτός, όσο και ο συγκατηγορούμενός του, πέραν της οποιασδήποτε εμπειρίας τους, όπως αυτή προσδιορίζεται στην έφεση, τις τυχόν συνέπειες από μία ενδεχόμενη εσφαλμένη διάγνωση, με απώτερη συνέπεια αυτή, της στέρησης της δυνατότητας της παθούσας να τεκνοποιήσει στο μέλλον.
Συνεπώς, η έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, έπρεπε να γίνει τυπικά παραδεκτή και το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε την έφεση απαράδεκτη, υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ. Με αυτά τα δεδομένα η απόφαση αυτή πρέπει να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, για να κριθεί κατ' ουσία σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που θα προκύψουν από την ακροαματική διαδικασία, στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 1475/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, για να κριθεί αυτή κατ' ουσία σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που θα προκύψουν από την ακροαματική διαδικασία, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ