Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 612 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Εκκλησία, Κρητικός Αστικός Κώδικας.




Περίληψη:
Δίκαιο διέπον τους Εκκλησιαστικούς Ναούς κατά την Τουρκοκρατία. Ν. 2508/1920. Για την απόκτηση κυριότητας χρειαζόταν μεταγραφή 8 ν. 147/1914. Από το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2508/1920 προκύπτει ότι αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις περί μεταγραφής ο Ιερός Ναός δεν αποκτά παραγώγως κυριότητα, αλλά εξακολουθεί να έχει την νομή, η οποία για Ναό της Κρήτης, αποκτά κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία υπό τις προϋποθέσεις του ισχύοντος από 23.7.1904 μέχρι 23.2.1946 Κρητικού Κώδικα και εν συνεχεία του Αστικού Κώδικα. 559 αρ. 8 εδ. β’ ΚΠολΔ. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. 11 περ. γ’. Η πραγματογνωμοσύνη ως ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο πρέπει να μνημονεύεται στην απόφαση.




Αριθμός 612/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Κ. Γ. του Ι., κατοίκου ... , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ζησιμόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας Εισοδείων της Θεοτόκου Πιθαρίου, που εδρεύει στο Πιθάρι Κυδωνίας και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχάλη Βεργανελάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/6/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 83/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 518/2005 μη οριστική και 491/2009 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/11/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Eπειδή επί τουρκοκρατίας, υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου, το οποίο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, οι χριστιανικές εκκλησίες (Ναοί) εν γένει δεν αναγνωριζόντουσαν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναγνωριζόντουσαν όμως DE FACTO ως περιουσιακές ολότητες (UNIVERSITAS BONORUM) προορισμένες για την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού και φιλανθρωπικού σκοπού τους, των οποίων τη διαχείριση, ως επί ιδίου πράγματος, ασκούσαν κατά τα παραχωρηθέντα από το Σουλτάνο προνόμια του Γένους, οι κατά τόπους αρχές με επιτρόπους της Ορθόδοξης Κοινότητας υπό την προεδρία του Επιχωρίου Επισκόπου, μέσου δε την προνομίων αυτών, τα οποία επικυρώθηκαν και με τα Σουλτανικά Διατάγματα του Χάρτι - σερίφ του 1839 και Χάττι- Χουμαγκούν της 18 Φεβρουαρίου 1856, οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων υπαγόντουσαν στη δικαιοδοσία των Πατριαρχικών Δικαστηρίων, που εφάρμοζαν τους Βυζαντινούς νόμους, οι οποίοι χρησίμευαν ως νόμοι του Ελληνικού Έθνους. Την πραγματική αυτή κατάσταση που υπήρχε στις Νέες Χώρες κατά το χρόνο της απελευθέρωσής τους από την Ελλάδα, αναγνώρισε και ο Έλληνας Νομοθέτης προνοώντας για την εξασφάλιση των περιουσιών αυτών, που ήταν ταγμένες για τους προαναφερθέντες θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς, καθώς και άλλους ηθικούς και κοινωνικούς σκοπούς και με το άρθρο 8 παρ.3 του Ν. 147/1914 "περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας", κατά το άρθρο 2 παρ. 4 εδ. 1 του οποίου, εξάλλου στις χώρες που τέως διατελούσαν υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους εισήχθη στο σύνολό της η ισχύουσα στην Ελλάδα αστική νομοθεσία, επομένως και το οριζόμενο στο από 23.2.1835 ΒΔ αστικό (Βυζαντινορωμαϊκό) δίκαιο και η νεοελληνική αστική νομοθεσία. Εξ ετέρου με το Ν. 2508/1920 "περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών και πόρων των εν Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων, ο οποίος θέσπισε στο άρθρο 3 παρ. 6 ότι " ακίνητα, ων την διαχείρησιν ως επί ιδίων πραγμάτων είχαν επί τουρκοκρατίας αι αρχαί και επιτροπαί των Ορθοδόξων Κοινοτήτων ή των εν αυταίς υπαγόμενων επί μέρους ιδρυμάτων, εν οίς προδήλως περιλαμβάνονται και οι παντώς είδους Ιεροί Ναοί, και νομικών προσώπων και ων οι πρόσοδοι διετίθεντο προς εξυπηρέτησιν τίνος των εν παραγ. 1 του παρόντος άρθρου μνημονευμένων σκοπών, εν οις και η συντήρησης εκκλησιών, αναγνωρίζονται ως νομίμως κεκτημένη περιουσία και εάν οι τίτλοι αυτών φέρονται αναγεγραμμένοι επ' ονόματι ιδιωτών ή εμφιλοχωρεί ακυρότης αιτήσεως κατά τον οθωμανικόν νόμον, εν ελλείψει ικανότητας προς κτήσιν παρά τω κτησαμένω προσώπω, είτε δια την μη τήρησιν των νομίμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβασιν, στο δε άρθρο 5 παρ. 1 ότι " οι κατά το εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 3 ενοριακαί περιουσίαι, παραμένουσι ως περιουσίαι των κατά τον νόμον περί ενοριών οργανωμένων Ενοριακών Ναών". Με τις παραπάνω διατάξεις έπαυσε να υπάρχει η υφιστάμενη κατά το παρελθόν ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων να αποκτήσουν κυριότητα, η κτήση όμως αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα, δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β' και 6,11 παρ.1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ.1 και 2 και 20 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την μετά τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της κυριότητας με απόφαση των αρμοδίων, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών, που συνεστήθησαν. Ειδικότερα δε προκειμένου περί παρεκκλησίων και εξωκκλησίων επικύρωση της ανωτέρω υφισταμένης από τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καταστάσεως, της αναγνωρίσεως δηλαδή σε αυτά, μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένα με νομική προσωπικότητα, της ικανότητας για κτήση ιδίας περιουσίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους, εκπροσωπουμένης κατά τα άνω, αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 1 του εν τω μεταξύ, πριν από την απελευθέρωση των Νέων Χωρών, θεσπισθέντος νόμου ΓΦИΣΤ /1910 "περί Ενοριακών ναών κλπ", κατά την οποία (διάταξη), όπως αυτή συμπληρώθηκε με το ν. 2677/1921 " πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί νομικόν πρόσωπον έχων ιδίαν περιουσίαν ... εξωκκλήσια και παρεκκλήσια ... υπάγονται εις τους Ενοριακούς Ναούς, ως εξαρτήματα αυτών, μετά ομόφωνον γνωμοδότησιν του Επισκόπου κλπ, τα δε έχοντα ετήσιον εισόδημα πλέον των δισχιλίων δραχμών υπάγονται εις το Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον, μετά γνωμοδότησιν της Ιεράς Συνόδου", κατά την έννοια της οποίας διατάξεως αναγνωρίζεται η υφιστάμενη και πρότερον αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της περιουσίας των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων, ως ταγμένης σε ορισμένο σκοπό και η ικανότητά τους για τη διατήρησή της και με τη φράση "υπάγονται εις τους Ενοριακούς Ναούς ως εξαρτήματα αυτών" ανατίθεται η διοίκηση και διαχείρηση της περιουσίας τους και η έναντι τρίτων εκπροσώπησή τους στον Ενοριακό Ναό στον οποίο αυτά υπάγονται. Τούτο δε καθίστανται φανερό και από τη διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων των νεωτέρων νόμων περί Ιερών Ναών που επηκολούθησαν, όπως του άρθρου 4 του ΝΔ 27/28 Δεκεμβρίου 1923 "περί ενοριακών ναών και εφημεριών" που επεκτάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3615/1928 και στις Νέες Χώρες, του άρθρου 6 του αν. 1369/1938, του άρθρου 5 του αν. 2200/1940, ήδη δε του άρθρου 13 παρ. 4 του εκδοθέντος κατ' εξουσιοδότηση του ν. 590/1977 υπ' αριθμ. 8/1979 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος "περί Ιερών Ναών και Ενοριών", που αναφέρονται σαφώς στην υπαγωγή των παρεκκλησίων και εξωκκλησιών εις τον ενοριακόν ναόν ή και εις το ΤΑΚΕ, κατά τις αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές διακρίσεις "ως προς την διοίκησιν και διαχείρησιν" της περιουσίας τους, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια της (ΟλΑΠ 1741/1980, ΑΠ 485/2013, ΑΠ 1171/2013). Τέλος κατά το άρθρο 54 του Ν. 4149/1961 " Περί Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων" "αι εν τη Αυτοκεφάλω της Εκκλησίας της Ελλάδος ισχύουσαι διατάξεις περί Ενοριακών Ναών και Εφημερίων εφαρμόζονται και εν τη περιφερεία της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας". Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 147/1914 που όρισε ότι "οποιοδήποτε έγγραφο αποδεικνύει κυριότητα, όπως και οι τίτλοι που αποδεικνύονται σε καταχωρήσεις σε βιβλία μητροπόλεων, πρέπει να μεταγράφεται" προκύπτει ότι "η απόφαση των αναφερομένων παραπάνω Επιτροπών του άρθρου 11 του Ν. 2508/1920 έπρεπε να υποβληθεί σε μεταγραφή. Παρόμοια ρύθμιση προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 3800/1957. Από τις εκτεθείσες διατάξεις του Ν. 2508/1920 και ιδιαίτερα εκείνη του εδ. β' της παρ.1 του άρθρου 3 προκύπτει ότι αν δεν τηρηθούν οι αναφερόμενες σ' αυτές (διατάξεις) διατυπώσεις, ήτοι απόφαση Επιτροπών και μεταγραφή της, ο Ιερός Ναός δεν αποκτά παραγώγως κυριότητα, αλλά εξακολουθεί να έχει τη νομή της περιουσίας του, η άσκηση της οποίας, υπό τις προϋποθέσεως του ισχύοντος στην προκείμενη περίπτωση από 23.7.1904 μέχρι 23.2.1946 Κρητικού Κώδικα και του Αστικού Κώδικα για το μετέπειτα διάστημα, οδηγεί στην απόκτηση κυριότητας με έκταση χρησικτησίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 293, 295 Κρητικού Κώδικα, 1045, 1046, 1051, ΑΚ και 51, 53 Εισ. ΝΑΚ. Εξ' άλλου κατά μεν το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, κατά δε την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ,Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως όταν πρόκειται για ελλείψεις, που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η επίδικη έκταση είναι ένα γήπεδο εμβαδού 2.085 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του χωριού ... του δημοτικού διαμερίσματος Αρωνίου του δήμου Ακρωτηρίου Νομού Χανίων και στη θέση "Αγία Παρασκευή". Το γήπεδο αυτό συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Μ., νότια με κοινόχρηστο μονοπάτι και με αγροτεμάχιο της ενάγουσας προερχόμενο από κληρονομιά Θ. Κ., ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Β. και δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Μ.. Μέσα στο γήπεδο αυτό βρίσκονται τρεις ιεροί ναοί (εξωκκλήσια) στα οποία τιμώνται οι Άγιοι Γεώργιος, Παρασκευή και Αρτέμιος. Ο πρώτος φέρεται να κτίστηκε κατά τον 15° αιώνα και οι υπόλοιποι στα μέσα του 16ου αιώνα (περί το 1550). Με τα ναϊδρια της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Αρτεμίου σχηματίζεται ένας δίκλιτος ή διμάρτυρος ναός, καθ όσον αυτά βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Κατά τον αρχαιολόγο - βυζαντινολόγο Ι. Β., μελέτη του οποίου προσκομίζει η ενάγουσα, τα δύο ναϊδρια, όπου τιμώνται η Αγία Παρασκευή και ο Άγιος Αρτέμιος, αποτελούν σημαντικά μεσαιωνικά μνημεία της Κρήτης γύρω δε από αυτά υπάρχουν λείψανα οικοδομημάτων που ερμηνεύονται ως τμήματα μικρής Μονής, η οποία λειτουργούσε στην θέση αυτή κατά τους τελευταίους αιώνες της ενετοκρατίας (1210 - 1645/1669) και πιθανώς της τουρκοκρατίας (1645/1669 - 1897), και η οποία πιθανώς κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και εξαιτίας των πολλών εξεγέρσεων εναντίον των Τούρκων παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε. Από την ένταξη της Κρήτης στο ελληνικό Κράτος όμως, τα ναΐδρια αυτά ιερουργούνται (βλ. κατάθεση μάρτυρα, ενάγουσας), ενώ κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με πρωτοβουλία κατοίκων της περιοχής, τα πιο πάνω ναΐδρια στερεώθηκαν αναπαλαιώθηκαν και εξυπηρετούν τις λατρευτικές ανάγκες τους. Γύρω από τα εν λόγω ναΐδρια υπάρχουν λείψανα παλιών κτισμάτων (κελλίων, βοηθητικών χώρων) καθώς και δύο υπόγειες υδατοδεξαμενές και ένα πηγάδι, ενώ διακρίνονται κεραμίδια και ποικίλα όστρακα, προερχόμενα από χοντροειδή αγγεία καθημερινής χρήσης των μέσων και νεότερων χρόνων, δηλωτικά της ύπαρξης εκεί της προρρηθεϊσας Μονής (βλ. και υπ' αριθμ. 1718/28-9-2001 έγγραφο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης). Στον ίδιο χώρο του γηπέδου υπάρχουν δύο παλαιοχριστιανικά σπήλαια για τις λατρευτικές ανάγκες των χριστιανών εκείνης της εποχής. Όλος το χώρος του ειρημένου γηπέδου των 2.085 τ.μ. θεωρούνταν προαύλιος των τριών προαναφερθέντων ναϊδρίων και ουδέποτε έγινε αντιληπτή η εγκατάσταση ή η εκμετάλλευση του χώρου αυτού από τρίτο πρόσωπο, θεωρούνταν δε από τους κατοίκους της περιοχής ότι ανήκει στην ενορία της περιοχής. To 1935, τo τότε εκκλησιαστικό συμβούλιο της Ενορίας Εισοδίων Θεοτόκου Πιθαρίου, η οποία (Ενορία) τότε, κατά τις νομικές σκέψεις που εκτίθενται στο κεφ. 3 της παρούσας αποτελούσε μια περιουσιακή ολότητα, ήδη δε αποτελεί ν.π.δ.δ. (βλ. ΦΕΚ 185Α'/1994) με βάση τον ν. 2677/1921 και το αρθρ. 1 παρ. 4 ν. 590/1977 "Περί του Καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος", κατά παράκληση του Γ. Γ. του Ι. και Κ., παππού του εναγόμενου - εκκαλούντα, του παραχώρησε άτυπα έκταση 80 τ.μ. μέσα στο γήπεδο για να κτίσει μικρή οικία, ώστε να μπορεί να κυνηγά και να παραθερίζει εκεί με την οικογένεια του κατά τους θερινούς μήνες, πράγμα το οποίο ο τελευταίος έπραξε, μετέβαινε, δε στην οικία αυτή ως το έτος 1945 που την κατέστρεψαν, πυρπολώντας την, τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Τούτη η παραχώρηση (χρησιδάνειο) φαίνεται να έγινε για λόγους ευγνωμοσύνης για δωρεές του πιο πάνω Γ. Γ. στην ενάγουσα, καθότι αυτός ήταν εύπορος, ενώ ποτέ δεν έθεσε θέμα ο τελευταίος περί απόκτησης κυριότητας στην οικία αυτή και στον περιβάλλοντα χώρο της. Τα παραπάνω κατατέθηκαν με σαφήνεια στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τον μάρτυρα της ενάγουσας, ιερέα στο ... Χανίων, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι το ιστορικό του επίδικου χώρου το πληροφορήθηκε από τον υπερήλικα Γ. Μ.. Αφότου καταστράφηκε η πιο πάνω οικία, εγκαταλείφθηκε από τον παραπάνω Γ. Γ., ενώ όπως προειπώθηκε, οι κάτοικοι της περιοχής μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, αύξησαν το ενδιαφέρον τους για τα ναΐδρια και τον πέριξ αυτών χώρο και οι λειτουργίες εκεί άρχισαν να πυκνώνουν. Αντίθετα, με τα παραπάνω, οι μάρτυρες του εναγομένου δεν εξηγούν πως περιήλθε η οικία αυτή και έκταση 1.503,54 τ.μ. στον δικαιοπάροχο του εναγομένου. Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει που να πείθει ότι άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην της ενάγουσας ασκούσε διακατοχικές πράξεις στην επίδικη έκταση των 2.085 τ.μ, πλην της ενάγουσας, ενώ αόριστα κατατίθεται ότι σποραδικά από το 1950 και μετά από τον προαναφερθέντα Γ. Γ. έγιναν κάποιες λειτουργίες στα ναΐδρια ή κάποιες επισκευές, ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προβεί κάθε ενορίτης, χωρίς να δηλώνει τούτο πράξεις νομής και πρόθεση τούτου να καταστεί κύριος στο επίδικο, ή ότι στο μάρτυρα Ε. Κ., ο Κ. Γ. (εναγόμενος -εκκαλών) του επέτρεψε να βάζει ζωοτροφές στην ερειπωμένη προαναφερθείσα οικία. Ο ίδιος μάρτυρας όμως καταθέτει ότι την οικία αυτή τη βρήκε εγκαταλελειμμένη, δεν ήξερε σε ποιον ανήκε και ένας κάτοικος της περιοχής, ονόματι Κ. του είπε ότι ανήκει στον εναγόμενο. Με αυτά όμως τα στοιχεία, ακόμη και αν κριθεί ότι αληθεύουν, κρίνεται ότι δεν προκύπτουν διακατοχικές πράξεις νομής από πλευράς εναγομένου και των δικαιοπαρόχων του. Σε μια αγροτική περιοχή, όπου βρίσκεται η επίδικη έκταση, το να τεθούν ζωοτροφές σε ερειπωμένο κτίσμα χωρίς να γίνει τούτο αντιληπτό ή και αν γίνονταν να θορυβηθεί η ενάγουσα, είναι φυσικό. Εξ άλλου, κανένας μάρτυρας του εναγομένου δεν καταθέτει ότι πέραν της ερειπωμένης οικίας θεωρούνταν ότι ανήκει στον εναγόμενο και στους δικαιοπαρόχους του και προαύλιος χώρος, ούτε ότι ο εναγόμενος ή οι δικαιοπάροχοι του δήλωσαν ποτέ στην ενάγουσα ότι νέμονται τμήμα του επιδίκου ή όλο το επίδικο ως κύριοι, ούτε κάποια πράξη τους αποδείχθηκε ότι έγινε εμφανώς υπό τα όμματα των εκπροσώπων της ενάγουσας, που να δήλωνε ότι αυτοί κατέχουν το επίδικο ή τμήμα του ως κύριοι. Με βάση τα προεκτιθέμενα, αποδείχθηκε ότι, από το έτος 1914 ως το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής αδιάλειπτα ασκούσε η ενάγουσα - εφεσίβλητη τη νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη (η καλή πίστη απαιτούνταν ως 23-2-1946 κατά το β.ρ. δίκαιο, αν και κατά τον Κρητ. Α.Κ. δεν ήταν αναγκαία) και ότι ουδέποτε εξέφυγε της νομής της η επίδικη έκταση ως το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής. Ο εναγόμενος αποδείχθηκε ότι, μόνο κατά τα έτη 1999-2000 άρχισε να αμφισβητεί την κυριότητα της ενάγουσας στην επίδικη έκταση. Κατά συνέπεια, οι μεν ενστάσεις του εναγόμενου - εκκαλούντα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσία η δε ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα εφεσίβλητη, ως κυρία της προμνημονευόμενης επίδικης έκτασης των 2.085 τ.μ." Με τη κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 293, 295 του Κρητικού Κώδικα, 1045, 1046, 1051 Α.Κ., 51, 53 του ΕισΝΑΚ., 8 παρ.3 του ν. 147/1914, 3 παρ. 1εδ. β και 6, 11 παρ.1, 14 παρ.1, 16.19, 20 ν. 2508/1920, ΓΦИΣΤ/1910, 2677/1921, 3 Ν. 3615/1928, 6 Α.Ν. 1369/1938, 1 επ. 13 παρ. 4 ν. 590/1977, και 54 του ν. 4149/1961, ούτε στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ελλείψεως αιτιολογίας ή ελαττώματος σ' αυτήν, ως προς την βάση της ένδικης αγωγής της στηριζομένης στην έκτακτη χρησικτησία, ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από της εισαγωγής του Κρητικού Κώδικα και στη συνέχεια του Α.Κ και του ν. 419/1961, αφού εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, το από τις αποδείξεις πόρισμα, στο οποίο κατέληξε, και τα πραγματικά γεγονότα, που εκείνο δέχθηκε, τα οποία ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τα αναλυτικώς προεκτιθέμενα. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους πρώτο και τέταρτο λόγους της αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι λόγοι αναίρεσης. Κατά τα λοιπά δε και υπό το πρόσχημα της επικλήσεως των ως άνω πλημμελειών που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται στην πραγματικότητα, η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εκτίμηση από το Εφετείο των αποδείξεων.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β' ΚΠολΔικ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την νόμιμα προβληθείσα ένσταση του αναιρεσείοντος- εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος του αναιρεσίβλητου - ενάγοντος. Όπως όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του εφετηρίου (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) η παραδεκτά υποβληθείσα από τον εκκαλούντα- αναιρεσείοντα με τον τέταρτο λόγο της εφέσεως το πρώτον, στη δευτεροβάθμια δίκη, λόγω της ερημοδικίας του στην πρωτοβάθμια δίκη, ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ, λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως και οι λοιπές ενστάσεις. Ενόψει τούτων δεν ιδρύεται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σταματήσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως αποτελούν ξεχωριστό από τα έγγραφα, αποδεικτικά μέσο, πρέπει να μνημονεύεται η γνωμοδότηση των πραγματογνωμών (ΚΠολΔικ 383). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα α) το υπ' αριθμ. .../16.11.1999 συμβόλαιο της συμ/φου Χανίων Βάσως Ορφανουδάκη, β) το υπ' αριθμ. 52/1964 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, στο οποίο περιέχεται η υπ' αριθμ. ... /26.10.1949 μυστική διαθήκη του συμ/φου Χανίων Γεωργίου Ζαχαριουδάκη και γ) την έκθεση δικαστικής πραγ/νης του τοπογράφου - μηχανικού Γ. Β., που διεξήχθη κατ' επιταγήν της υπ' αριθμ. 518/2005 παρεμπίπτουσας αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός, που είναι παραδεκτός, γιατί όλων των παραπάνω αποδείξεων, έγινε επίκληση και προσκομιδή τους στη δευτεροβάθμια δίκη και δη των δύο πρώτον για πρώτη φορά, ενόψει της ερημοδοκίας του αναιρεσείοντος - εκκαλούντος - εναγομένου στον πρώτο βαθμό, του δε τρίτου, επίσης για πρώτη φορά στον δεύτερο βαθμό, ως διεταχθείσας της πραγ/νης κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, καθώς και από την αναφορά στην αρχή της απόφασης, περί εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση μετά τη διενέργεια πραγ/νης, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ιδιαίτερη δε αναφορά στο εδαφικό, τμήμα των 450 τ.μ για το οποίο διεξήχθηκε πραγ/νη και το οποίο ήταν τμήμα του όλου επιδίκου των 2085 τ.μ, δεν ήταν απαραίτητη, αφού έγινε ανελέγκτως δεκτό ότι το όλο ακίνητο το νεμόταν το αναιρεσίβλητο από την ένταξη της Κρήτης στο Ελληνικό Κράτος. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.11.2012 αίτηση του Κ. Γ. του Ι. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 491/2009 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή