Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 340 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Δόλος.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση τελεσθείσα από διαχειριστή και εντολοδόχο πριν από την αντικατάσταση του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. με το άρθρο 1 παρ. 2 ν. 2408/1996 κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αλλά προσδιορίζεται όταν η αξία του αντικειμένου είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως κακουργήματος ή όχι αντικειμενικώς ανάλογα με την αξία πράγματος στις συναλλαγές κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξεως. Αρκεί η αναφορά στην καταδικαστική απόφαση όσον αφορά τον δόλο του υπαιτίου επί υπεξαιρέσεως ότι ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένο κινητό πράγμα που είναι και τα χρήματα που είχε λάβει υπό την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή νομικού προσώπου και δεν τα χρησιμοποίησε για το λόγο για τον οποίο τα έβαλε αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο διότι δεν απαιτούνται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υποστάσεως όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή ορισμένος περαιτέρω εγκληματικός σκοπός. Απορρίπτονται οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου διότι παρατίθενται τα περιστατικά για την ενοχή του κατηγορούμενου που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ιδιαίτερα μεγάλη αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη ως κρίση περί τα πράγματα εφόσον παρατίθενται χωριστά τα υπεξαιρεθέντα με τις επί μέρους πράξεις υπεξαιρέσεως χρηματικά ποσά.




Αριθμός 340/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Σπυρίδωνα Νικολάου και Θεόδωρο Πνευματικό, περί αναιρέσεως της 3196/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος - Διεθνών Μεταφορών (ΟΦΑΕ), που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη στο ακροατήριο. Με συγκατηγορούμενο τον Ρ του Αντωνίου.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.4.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 776/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την έννοια του άρθρου 375 §1 ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικώς, κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε κυριότητα άλλου σε σχέση με το δράστη, όπως η έννοιά της διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου ή από τον κύριο τούτων για ορισμένο σκοπό με την υποχρέωση να τα αποδώσει όταν του ζητηθούν. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο, και με δόλια προαίρεση η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στην περιουσία του. Κατά την §2 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 §9 του Ν.2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως όταν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του τελευταίου ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλοτρίας περιουσίας, ενώ μετά την αντικατάσταση της παραγράφου αυτής από το άρθρο 1 §9 Ν.2408/1996, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφετέρου να είναι τούτο εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στη συγκεκριμένη παράγραφο ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Η νεότερη αυτή διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως πρέπει το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπροσθέτως να υπάρχει στο πρόσωπο του δράστη μια από τις περιοριστικής αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη ιδιότητες, είναι επιεικέστερη στο σημείο αυτό από την προηγούμενη, στην οποία η απαρίθμηση ήταν ενδεικτική χωρίς και την ιδιαίτερα μεγάλη αξία του υπεξαιρεθέντος. Έτσι, η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρμοστέα και επί των αξιοποίνων πράξεων υπεξαιρέσεως που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν.2408/1996. Ειδικά όμως για τις πράξεις αυτές, που έχουν τελεσθεί πριν, όταν ο κακουργηματικός τους χαρακτήρας με την συνδρομή του αντικειμένου τους ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας βασίζεται στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου, η προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 375 §2 του ΠΚ είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αξιώνει και το επιπλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης σε αντίθεση με τη νεότερη διάταξη η οποία αποβαίνει αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο αφού αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να θεωρείται πάντοτε ως δράστης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλη αξίας. Διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μια πραγματικής καταστάσεως. Με την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέσθηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσεως η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση και ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Ο προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που είναι αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι αναγκαίος όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας του υπεξαιρεθέντος αποτελεί ζήτημα πραγματικό, αν είναι μεγάλης ή μικρής αξίας, ως αξία δε του πράγματος που είναι αντικείμενο της αξιοποίνου πράξεως εννοείται ο ποσοτικός προσδιορισμός της σε χρήματα. Ο προσδιορισμός γίνεται αντικειμενικώς με βάση την αξία του στις συναλλαγές ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος και δεν λαμβάνεται υπόψη η από διαθέσεως αξία για τον παθόντα που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα.
Από όσα αναφέρονται στην αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Ποινικού Κώδικα (άρθρο 346) για την αξία του αντικειμένου της πράξεως ως ιδιαίτερα μεγάλης ότι "η αξία είναι τι όλως σχετικόν αναλόγως των προσώπων, του τόπου και του χρόνου" και ότι "αξίαν λέγοντας εννοούμεν, την πραγματικήν αντικειμενικήν, αγοραίαν και ουχί την από διαθέσεως" δεν συνάγεται ότι με την έννοια "ιδιαίτερα μεγάλης αξίας", ήθελε ο νομοθέτης σε κάθε περίπτωση προσδιορισμό από το δικαστήριο της αξίας του αντικειμένου εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας γενικά με γνώμονα ότι το ίδιο αντικείμενο που αφαιρείται από παθόντα με μικρή ή μηδαμινή περιουσία να κρίνεται ως μεγάλης αξίας, ενώ αν αυτό αφαιρείται από πρόσωπο ευκατάστατο ή με μεγάλη περιουσία να κρίνεται ως μικρής αξίας, αλλά προκύπτει ότι η πραγματική βούληση του νομοθέτη, κατά τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της κλοπής, της υπεξαιρέσεως κλπ, ήταν να γίνεται ο προσδιορισμός της κατά τα ανωτέρω αντικειμενικής ανάλογα με την αξία του πράγματος στις συναλλαγές εν όψει και του ότι η ταχύτητα μεταβολής των οικονομικών συνθηκών δεν καταλείπει περιθώρια για σταθερά όρια αξίας.
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ.Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή είναι δυνατό να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία των περιστατικών που προκύπτει από καθένα τέτοιο μέσο χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως, υπάρχει αντιστοίχως, όταν το Δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην διάταξη αυτής έννοια διαφορετική από εκείνη, την οποία πράγματι έχει αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφηρμόσθη, καθώς και όταν η διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως αναγόμενο στην ταυτότητα και τα στοιχεία του οικείου εγκλήματος που περιλαμβάνονται στον συνδυασμό του διατακτικού με το αιτιολογικό έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 3196/2008 απόφασή του, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης απολογίες των κατηγορουμένων), αποδείχθηκαν για τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1992 - 1996 ο πρώτος κατηγορούμενος Χ ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της μηνύτριας Ομοσπονδίας Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών (Ο.Φ.Α.Ε.), η οποία είναι δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με μέλη της σωματεία αυτοκινητιστών διεθνών μεταφορών απ' όλα τα μέρη της Ελλάδος. Κατά το αυτό χρονικό διάστημα λογιστής της Ο.Φ.Α.Ε και ουσιαστικά, εν τοις πράγμασι, οικονομικός διευθυντής της ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Ρ, ενώ γενικός γραμματέας της εν λόγω ομοσπονδίας ήταν ο Π (έχει ήδη αποβιώσει) και ταμίας Φ. Για τη νόμιμη έκδοση επιταγών σε χρέωση των λογαριασμών της Ο.Φ.Α.Ε, έπρεπε η εκάστοτε εκδιδόμενη επιταγή, που συμπληρώνονταν από τον δεύτερο κατηγορούμενο, ως λογιστή και οικονομικό διευθυντή αυτής, να φέρει τις υπογραφές του προέδρου Χ, του γενικού γραμματέα Π και του ταμία Φ. Η νέα διοίκηση της Ο.Φ.Α.Ε που προέκυψε από τις του έτους 1996 (με πρόεδρο τον ...), έχοντας ενδείξεις κακοδιαχείρισης από την απελθούσα διοίκηση, ανέθεσε με το από 26/9/1997 έγγραφό της στην "Κοινοπραξία Ορκωτών Ελεγκτών Α.Ε." να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο για τις χρήσεις των ετών 1992 έως και 1996. Ο ορισθείς από την ως άνω κοινοπραξία ορκωτός λογιστής ... που διενήργησε τον έλεγχο διαπίστωσε ότι υπήρχε πληθώρα εγγράφων δοσοληψιών με τις Τράπεζες στα βιβλία της Ομοσπονδίας χωρίς δικαιολογητικά, οι οποίες δεν υπήρχαν στα αντίγραφα κινήσεως λογαριασμών (extraits) των Τραπεζών, καθώς επίσης (υπήρχε) πληθώρα τέτοιων εγγραφών στα αντίγραφα κινήσεως των Τραπεζών (extraits), οι οποίες δεν είχαν καταχωρηθεί στα τηρούμενα και θεωρημένα βιβλία της Ομοσπονδίας. Από τον ίδιο ως άνω έλεγχο προέκυψε ότι κατά το έτος 1992 περιήλθε στην κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου Χ, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της ως άνω Ομοσπονδίας, το συνολικό ποσό των 134.556.898 δρχ., το οποίο εκταμιεύθηκε από τραπεζικούς λογαριασμούς της Ομοσπονδίας, για την ικανοποίηση διαφόρων υποχρεώσεων αυτής και το οποίο δεν αναλώθηκε για τους λόγους που εκταμιεύθηκε και ως εκ τούτου έπρεπε να κατατεθεί εκ νέου σε λογαριασμούς που διέθετε η Ομοσπονδία σε διάφορες Τράπεζες, πράγμα το οποίο δεν συνέβη για μέρος από το ως άνω ποσό. Ειδικότερα, τις εισπράξεις των επιταγών, οι οποίες εκδίδονταν με τον προαναφερθέντα τρόπο, τις πραγματοποιούσε η σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου, μετά οπισθογράφηση, η οποία στη συνέχεια απέδιδε το προϊόν της εισπράξεως στον σύζυγό της Χ. Το μεγαλύτερο μέρος από το συνολικό ποσό των 134.556.898 δρχ., όπως προκύπτει από τα τηρούμενα από την Ομοσπονδία βιβλία και τους τραπεζικούς λογαριασμούς της, έχει αποδοθεί σ' αυτήν από τον πρώτο κατηγορούμενο. Δεν αποδόθηκε όμως απ' αυτόν: α) το ποσό των 16.413.962 δρχ., που αποτελεί το προϊόν της εισπράξεως της με αριθμό ...ισόποσης επιταγής, που εκδόθηκε σε διαταγή του Χ σε χρέωση του τηρούμενου στην Ιονική Τράπεζα λογαριασμού της Ομοσπονδίας, και μετά από οπισθογράφηση εισπράχθηκε στις 18-2-1992 από τη σύζυγο του Χ2 και β) το ποσό των 3.586.038 δρχ., το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο της ... επιταγής της Εμπορικής, Τράπεζας, ποσού 4.586.038 δρχ. που, είχε εισπραχθεί στις 24/7/1992, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο. Το ποσό των 1.000.000 δρχ. αφαιρείται από την επιταγή των 4.586.038 δρχ., για τον λόγο ότι την 1.10.1992 στον λογαριασμό της Ομοσπονδίας κατατέθηκε το ποσό των 15.000.000 δρχ., το οποίο προκύπτει από την είσπραξη της με αριθμό ... επιταγής ποσού 14.000.000 δρχ., η οποία εισπράχθηκε και αυτή στις 24.7.1992, συν το ποσό των δρχ. 1.000.000 από την πρώτη των ως άνω επιταγών ... (4.586.038 μείον 1.000.000 = 3.586.038 δρχ). Το ότι δεν επιστράφηκε το συνολικό ως άνω ποσό των δρχ. 20.000.000 (16.413.962 + 3.586.038) από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ στην ως άνω Ομοσπονδία, της οποίας ήταν πρόεδρος, προκύπτει από την από ... έκθεση του ορκωτού ελεγκτή ..., στην οποία γίνεται αναλυτική αναφορά των παραπάνω στοιχείων, αλλά και από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων ... (λογιστή της Ομοσπονδίας από το 1997 κι εντεύθεν) και .... Ο πρώτος από τους ανωτέρω μάρτυρες, ο οποίος έχει λάβει γνώση των βιβλίων και στοιχείων της Ομοσπονδίας, ως εκ της ιδιότητάς του, αναφέρει ότι υπήρχε αταξία στα βιβλία, υπήρχαν διαγραφές, ασυμφωνία λογαριασμών και πραγματικό έλλειμμα (20.000.000 δρχ.), επί προεδρίας του πρώτου κατηγορουμένου, ότι διαπιστώθηκε ότι κάποια ποσά αρκετά μεγάλα τα είχε πάρει στην κατοχή του ο κ. Χ, κάποια επέστρεψε, δεν επέστρεψε όμως το ποσό των 20.000 000 δρχ., υποχρεώσεις της Ομοσπονδίας δεν υπήρχαν ούτε δικαιολογητικά δαπανών, ότι το να εισπράττει επιταγές ο πρόεδρος είναι ασυνήθιστο και ότι δεν γνωρίζει αν η σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου, η οποία εισέπραττε επιταγές, συνήθως μετά από οπισθογράφηση εκ μέρους του τελευταίου, είχε κάποια απαίτηση κατά της Ομοσπονδίας. Ο δεύτερος μάρτυρας (βοηθός του ορκωτού ελεγκτή ...) καταθέτει, ότι ορισμένες από τις επιταγές της Ομοσπονδίας είχαν εκδοθεί σε διαταγή του Ι. Χ, όταν ήταν πρόεδρος της Ομοσπονδίας και τις επιταγές αυτές τις εισέπραττε η σύζυγός του, μετά από οπισθογράφηση, δεν επιτρέπεται επιταγή της Ομοσπονδίας να την εκδίδει ο πρόεδρος (σε διαταγή του) και να την εισπράττει η σύζυγός του, δεν υπήρχε απόφαση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας για κάποιο λόγο, γι' αυτό δεν έπρεπε να εκδοθούν οι επιταγές. Ο πρώτος κατηγορούμενος αρνείται ότι το ως άνω χρηματικό ποσό που περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του (του προέδρου της ως άνω Ομοσπονδίας) τα ιδιοποιήθηκε παράνομα και διατείνεται ότι το 1992 γίνονταν συζητήσεις να επενδύσουν τα χρήματα της Ομοσπονδίας (περί τα 700.000.000 δρχ.) στην αγορά ενός πλοίου), ότι έπρεπε να έχει χρήματα στα χέρια του για να δώσει "καπάρο", ότι τα λεφτά τα επέστρεψε μέσα στο 1992 στην Ομοσπονδία, ότι επέστρεψε στον Φ το ποσό των 9.055.000 δρχ., το οποίο ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι αποτελεί απόδοση δανείου και ότι πριν ο ... (Πρόεδρος της Ομοσπονδίας μετά απ' αυτόν) στραφεί εναντίον του, γιατί τον θεωρούσε ισχυρό αντίπαλο, είχε υποβάλει ο ίδιος μηνυτήρια αναφορά. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι κατ' ουσίαν αβάσιμοι και απορριπτέοι, καθόσον και με την εκδοχή ότι η Ομοσπονδία το έτος 1992 ήθελε να αγοράσει πλοίο και έκανε τις σχετικές διαπραγματεύσεις, δεν είναι λογικό να αναλαμβάνονται τα χρήματα από την Τράπεζα για την περίπτωση που ευδοκιμήσουν οι διαπραγματεύσεις και να βρίσκονται στην κατοχή του επί εβδομάδες ή και μήνες και μετά να επιστρέφονται στην Ομόσπονδα. Ο θεσμικός του ρόλος, ως προέδρου, δεν του επέτρεπε να συνεκδίδει επιταγές σε διαταγή του, χωρίς νόμιμη αιτία και χωρίς παραστατικά οι επιταγές αυτές να οπισθογραφούνται στη σύζυγό του, το προϊόν της εισπράξεως να αποδίδεται σ' αυτόν και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να επιστρέφεται στην Ομοσπονδία. Επίσης δεν είναι επιτρεπτό να επιστρέφει, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, χρήματα στον ταμία και όχι με νόμιμο τρόπο. εμπλέκοντας έτσι την ως άνω ιδιότητά του στις προσωπικές τους συναλλαγές. Αν, όπως διατείνεται, είχε αποστείλει το ποσό των 9.055.000 δρχ. για να κατατεθεί στην Ομοσπονδία έπρεπε να παρακολουθήσει ο ίδιος αν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για να καταστεί και πάλι έσοδο της Ομοσπονδίας το ποσό αυτό ή να το καταθέσει απ' ευθείας σε λογαριασμό της τελευταίας, καθόσον τα έσοδα της Ομοσπονδίας δεν εδικαιούντο να τα διαχειρίζονται κατά το δοκούν. ’ξιο μνείας είναι το γεγονός που επισημαίνεται από τον μάρτυρα ..., ότι την περίοδο των ετών 1992 - 1993, που τα τραπεζικά επιτόκια ήταν υψηλά, η Ομοσπονδία "..... έβαζε τα χρήματα σε εβδομαδιαίες καταθέσεις και έτσι υπήρχε πλεόνασμα; Δεν καταχωρούντο οι τόκοι στα βιβλία και έτσι το πλεόνασμα πήγαινε στα τέσσαρα προηγούμενα πρόσωπα ..." (ενν. τα ως άνω τρία πρόσωπα της διοίκησης και τον δεύτερο κατηγορούμενο). Το ίδιο συνέβαινε και με τα έσοδα της Ομοσπονδίας, τα οποία αναλαμβάνονταν από τους λογαριασμούς της και επανακατατίθεντο σ' αυτούς μετά την πάροδο εβδομάδων ή μηνών, γι' αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος δεν αναφέρει πότε αναλαμβάνονταν τα χρήματα της Ομοσπονδίας και πότε κατατίθεντο εκ νέου στους λογαριασμούς αυτής. Τούτο προκύπτει από τις προαναφερθείσες επιταγές, οι οποίες εισπράχθηκαν στις 24/7/1992 και το ποσό των 14.000.000 και 1.000.000 δρχ. κατατέθηκε σε λογαριασμό της Ομοσπονδίας την 1/10/1992. Δεν κρίνεται δε πειστική η δικαιολογία του πρώτου κατηγορουμένου ότι επρόκειτο να αγοράσουν πλοίο, αφού τούτο δεν μπορούσε να γίνει με ζημία της Ομοσπονδίας. Όπως δε αναφέρεται στην ως άνω έκθεση ελέγχου του ..., η επιταγή ..., ποσού 16.413.962 δρχ. εκδόθηκε, μετά την πρόωρη ανάληψη (σπάσιμο repos ποσού δρχ. 38.386.038) στις 17/2/1992, προθεσμιακής κατάθεσης της Ομοσπονδίας που έληγε στις 14/-5/1992 και για την οποία η Ιονική Τράπεζα στην οποία κατατεθειμένο το ως άνω ποσό κατελόγισε ποσό εκ δρχ. 1.898.117, ως ποινή ολικής ανάληψης. Το ως άνω αναληφθέν ποσό κατατέθηκε αυθημερόν (17/2/1992) σε λογαριασμό όψεως της ίδιας ως άνω Τράπέζας και σε χρέωση αυτού την επόμενη ημέρα εκδόθηκε η ως άνω επιταγή των 16.413.962 δρχ. Δεν ευσταθεί λοιπόν ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ενόψει της μελλοντικής και αβέβαιης αγοράς πλοίου προέβη, έστω και μετά από απόφαση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας, σε εκταμίευση του ως άνω ποσού, με το σπάσιμο προθεσμιακής καταθέσεως (από το οποίο η Ομοσπονδία ζημιώθηκε κατά το ποσό των 1.898.117 δρχ. και το οποίο ουδέποτε απέδωσε στην Ομοσπονδία.
Συνεπώς, πλήρως αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ως άνω συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ. που περιήλθε στην κατοχή του, ως εκ της ιδιότητάς του, του προέδρου της ως άνω Ομοσπονδίας, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αλλά το κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, οι πράξεις του δε αυτές ενέχουν κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, γιατί τα πιο πάνω χρηματικά ποσά (των 16.413.962 και 3.586.038 δρχ.) ήταν εμπιστευμένα σ' αυτόν, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή της περιουσίας της παραπάνω Ομοσπονδίας".
Μετά ταύτα, το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα από τους κατηγορούμενους του ότι με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος τυγχάνοντας Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Αυτοκινητιστών Ελλάδος Διεθνών Μεταφορών, ενώ έλαβε στην κατοχή του μέσω της συζύγου του Χ2 α) στις 18-2-1992 το ποσό των 16.413.962 δραχμών από είσπραξη της ... επιταγής της Ιονικής Τράπεζας και β) στις 24-7-1992 το ποσό των 3.586.038 δραχμών από είσπραξη της υπ' αριθμό ... επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας, τις οποίες είχε εκδώσει με την προαναφερόμενη ιδιότητά του σε χρέωση των λογαριασμών της Ομοσπονδίας για την κάλυψη οικονομικών αναγκών και υποχρεώσεών της, όπως αγορά ΤΙR, αγορά πλοίου, κλπ, μετά τη μη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων της άνω αγοράς δεν επέστρεψε τα ανωτέρω ποσά που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας στην Ομοσπονδία αλλά τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Οι πράξεις του δε αυτές ενέχουν κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης γιατί τα προαναφερόμενα ποσά των 16.413.962 και 3.586.038 δρχ (ήτοι συνολικά 20.000.000 δρχ) ήταν εμπιστευμένα σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή της περιουσίας της Ομοσπονδίας. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ανεγνώρισε ότι συντρέχουν υπέρ του ήδη αναιρεσείοντος από τους κατηγορουμένους η ελαφρυντική περίσταση ότι μέχρι την ως άνω πράξη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρ. 84 §2α ΠΚ) όπως και η ελαφρυντική περίσταση ότι επεδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξεώς του (άρθρ. 84 §2 εδαφ. δ' του ΠΚ) καθόσον επέστρεψε στην μηνύτρια Ομοσπονδία το συνολικό ποσό των 58.700 ευρώ στο οποίο περιλαμβάνονται το κεφάλαιο και οι τόκοι του πιο πάνω υπεξαιρεθέντος ποσού τον Δεκέμβριο του έτους 2007, με την παρακατάθεση του εν λόγω ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και την καταχώρησή του στα βιβλία της Ομοσπονδίας στις 6-3-2008 και κατεδίκασε τον κατηγορούμενο αυτόν σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά και ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου. Εκθέτει το δικαστήριο στην άνω απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, καθώς επίσης και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 §1α, 27 §1, 98, 375 §1 εδ.α' και 2 εδ.α' ΠΚ, όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §9 του Ν,2408/1996, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου που την εξέδωσε ότι από χρήματα από αυτά που ήταν κατατιθεμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της Ομοσπονδίας, στην οποία ο ήδη αναιρεσείων ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της και επομένως ήταν εντολοδόχος και εκπροσωπούσε νόμιμα αυτήν έναντι τρίτων στην διενέργεια νομικών και υλικών πράξεων, που αφορούσαν το άνω νομικό πρόσωπο, προέρχονταν τα χρήματα που είχε λάβει αυτός για να πληρωθούν υποχρεώσεις της Ομοσπονδίας και τα οποία δεν επεστράφησαν από αυτόν, λόγω μη αναλώσεώς των για το σκοπό για τον οποίο είχαν αναληφθεί κατά το ποσό των 16.413.962 δραχμών και κατά το ποσό των 3.586.038 δραχμών στην άνω Ομοσπονδία, καθώς και ότι τα άνω χρηματικά ποσά, που αθροίζονταν σε 20.000.000 δρχ και περιήλθαν στην κατοχή του υπό την άνω ιδιότητά του, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και τα κατακράτησε αυτός και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα με συμπεριφορά του που ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και εκδηλώθηκε στις 18-2-1992 όταν έλαβε στην κατοχή του το ποσό των 16.413.962 δραχμών από την σύζυγό του Χ2 από την εισπραχθείσα από εκείνην ... επιταγής της Ιονικής Τράπεζας και στις 24-7-1992 όταν έλαβε στην κατοχή του το ποσό των 3.586.038 δρχ. που ήταν μέρος του ποσού της ... επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας που επίσης εισέπραξε και του απέδωσε η άνω σύζυγός του.
Από την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι κατακράτησε και ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο ήδη αναιρεσείων τα άνω χρηματικά ποσά και δεν τα επέστρεψε στην μηνύτρια Ομοσπονδία παρά το ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για το λόγο για τον οποίο τα είχε λάβει υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου αυτής, προκύπτει και ο δόλος να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στην περιουσία του τα χρήματα αυτά που κατείχε ως εντολοδόχος και διαχειριστής ξένης περιουσίας. Δεν χρειαζόταν να αιτιολογηθεί ειδικότερα η ύπαρξη του δόλου του κατηγορουμένου όσον αφορά την γνώση του ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του παράνομα, καθόσον για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή ορισμένος περαιτέρω εγκληματικός σκοπός. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως δεν αποτελεί στοιχείο αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη του το χρόνο τέλεσης κάθε μιας των μερικότερων πράξεων (εφόσον η αξιόποινη πράξη τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση) αναφέροντας και τα επιμέρους χρηματικά ποσά που κάθε φορά υπεξαιρέθηκαν από τον αναιρεσείοντα κατά την παράθεση της κρίσεώς του για το ότι η υπεξαίρεση είχε αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως. Οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως στις 18-2-1992 και στις 24-7-1992 και με βάση την αξία του αντικειμένου κάθε μιας των μερικότερων πράξεων έπρεπε να χωρήσει η σχετική κρίση για τέτοιο έγκλημα που τελέσθηκε πριν από την ισχύ του νόμου 2721/1999 και την προσθήκη στο άρθρο 98 της §2 κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Όπως έχει ήδη παραπάνω επισημανθεί, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας αλλά αρκεί ο ποσοτικός σε χρήματα προσδιορισμός αντικειμενικά της αξίας του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και η κρίση αυτή αναγόμενη καθαρά στα πράγματα, και σε πραγματικές εκτιμήσεις δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Δεν παρέλειψε το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει σε όσα ισχυρίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων ότι επέστρεψε στην μηνύτρια Ομοσπονδία εντός του έτους 1992 (δηλαδή πριν κληθεί αυτός και εξετασθεί από τις αρμόδιες αρχές) το ποσό των 9.055.000 δραχμών με την παράδοσή του στον Φ, που ήταν τότε ταμίας στο τότε διοικητικό συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εξετάσθηκε και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος αυτός ο ισχυρισμός του άνω κατηγορουμένου. Σε περίπτωση που αποδεικνύονταν ως βάσιμα αυτά που ισχυρίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων δεν επηρεαζόταν η συνδρομή ή μη των στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως της αποδιδόμενης στον άνω κατηγορούμενο κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αλλά θα συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 379 §1 ΠΚ για μερική εξάλειψη του αξιοποίνου αυτής λόγω εμπράκτου μετανοίας που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτήν. Από όσα αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται ονομαστικώς στα πρακτικά, έπεται ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων και η κατάθεση του εξετασθέντος ως μάρτυρος υπερασπίσεως .... Επιβεβαιώνεται δε η λήψη υπόψη της καταθέσεως του εν λόγω μάρτυρος και από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο ήδη αναιρεσείων επέστρεψε τον Δεκέμβριο του έτους 2007 το ποσό των 58.700 ευρώ για κεφάλαιο και τόκους του υπεξαιρεθέντος ποσού στην μηνύτρια Ομοσπονδία με παρακατάθεση των στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της 324/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πρωτοβαθμίως δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει σε απαλλαγή του από κάθε ποινή για την κακουργηματική πράξη που του αποδιδόταν κατ' άρθρο 379 §2 ΠΚ αλλά ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για την αναγνώριση υπέρ αυτού της συνδρομής ελαφρυντικού από το άρθρο 84 §2 εδάφ.δ' ΠΚ.
Είναι απορριπτέες οι αντίθετες αιτιάσεις του ήδη αναιρεσείοντος. Ομοίως είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για μη υπαγωγή του ποσού που αποτελεί αντικείμενο της πράξεως για την οποία κατεδικάσθη με βάση την αξία του κατά τα ισχύοντα στις συναλλαγές και την οικονομική κατάσταση και την αξία των περιουσιακών στοιχείων της φερόμενης ως παθούσης Ομοσπονδίας κατά τον κρίσιμο στην κατά το άρθρο 375 ΠΚ έννοια της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που θα ήταν ακόμη μικρότερη αν γινόταν δεκτά όσα ισχυρίσθηκε για απόδοση εντός του έτους 1992 στον τότε ταμία της Ομοσπονδίας ποσού 9055000 δρχ και ότι έπρεπε κατ' ακολουθίαν να κριθεί ότι η αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα και ότι είχε υποκύψει στην παραγραφή που προβλέπεται για τέτοιας βαρύτητας πράξεις. Με τους ισχυρισμούς αυτούς και τους περαιτέρω προβληθέντες ότι δεν συνιστούσε παράνομη ιδιοποίηση από πρόθεση η καθυστέρηση επιστροφής μέρους των χρημάτων που κατηγορείται υπεξήρεσε και η επιλογή να επιστρέψει αυτά μέσω του ταμία της Ομοσπονδίας επιχειρείται από τον ήδη αναιρεσείοντα διαφορετική εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και πλήττεται υπό την επίκληση της στερήσεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την αξία του αντικειμένου της πράξεως ως ιδιαίτερα μεγάλης και ότι με βάση τις παραδοχές του άνω δικαστηρίου ως προς το εν λόγω στοιχείου προσελάμβανε αυτή η πράξη κακουργηματικό χαρακτήρα καθώς και ως προς τη συνδρομή των περιστατικών από τα οποία προέκυπτε ο δόλος του για τη θέλησή του να ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο λόγο τα άνω χρηματικά ποσά που είχε λάβει στην κατοχή και εγνώριζε ότι ανήκαν στην Ομοσπονδία τις υποθέσεις της οποίας διαχειριζόταν υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του.
Μετά τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12.4.2009 αίτηση - δήλωση του Χ , για αναίρεση της υπ' αριθ. 3196/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Φεβρουαρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή