Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια, Ληστεία, Οργάνωση εγκληματική.
Περίληψη:
Δεν δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση ο μη διάδικος στην έκκλητη δίκη. Οι εγκληματικές πράξεις που τελούνται από τρομοκράτες δεν συνιστούν πολιτικά εγκλήματα. Η δημοσιότητα της δίκης δεν καταλύεται από τη διεξαγωγή της στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού και από τον προληπτικό έλεγχο των προσερχόμενων ακροατών, για λόγους ασφαλείας. Η ειδική διαδικασία κλήρωσης των συνθέσεων επί σοβαρών υποθέσεων που θα διαρκέσουν πολύ χρόνο δεν καταλύει την αρχή του φυσικού δικαστή. Αμερόληπτος δικαστής και τεκμήριο αθωότητας. Διάθεση αναγκαίων ευκολιών προς υπεράσπιση. Εγκληματική οργάνωση, πληρότητα περιγραφής της πράξεως συμμετοχής σ' αυτήν και κύρος της κλήσεως στο ακροατήριο. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν καταλύεται από την έλλειψη εκπροσώπησης κατηγορουμένου από συνήγορο διορισμένο εξ επαγγέλματος, μετά την εκούσια αποχώρησή του από τη διαδικασία, όταν αυτός αρνείται επίμονα να αποδεχθεί τους διοριζόμενους. Ομοίως, δεν καταλύεται από την παροδική στέρηση της δυνατότητας να εκπροσωπηθεί από συνήγορο της επιλογής του, εν όψει της προηγούμενης στάσης του κατηγορουμένου και της συνολικής διάρκειας της δίκης. Επαρκής αναφορά στα αποδεικτικά μέσα προς διαμόρφωση των επί της ουσίας παραδοχών. Προϋποθέσεις αποδεικτικής αξιοποίησης της απολογίας συγκατηγορουμένου, χωρίς την παροχή δυνατότητας εξέτασής του από τους κατηγορουμένους που επιβαρύνει. Δικαιώματα κατηγορουμένου στην προδικασία και αιτιολογία ως προς το κύρος και την αποδεικτική αξιοποίηση προανακριτικών και ανακριτικών απολογιών. Για το παραδεκτό του αναιρετικού λόγου εκ της αποδεικτικής αξιοποίησης απολογιών συγκατηγορουμένων, των οποίων το κύρος αμφισβητήθηκε, πρέπει αναφέρονται οι περιστάσεις που οδήγησαν στην ακυρότητα και τα σημεία που ενοχοποιούν τον αναιρεσείοντα. Δικαίωμα εξετάσεως μαρτύρων υπερασπίσεως και δίκαιη δίκη. Σύννομη η μη ανάγνωση ιδιωτικής γραφολογικής έκθεσης, που προσκομίσθηκε μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Συνοπτική απαγγελία αιτιολογιών στο ακροατήριο, η εκ των υστέρων σύνταξη εκτενών γραπτών αιτιολογιών δεν συνιστά πλαστότητα των πρακτικών. Εγκληματική οργάνωση, αιτιολογία ως προς τον ιδρυτικό ρόλο, την ένταξη και την παραμονή των κατηγορουμένων σ' αυτήν. Ηθική αυτουργία στην τέλεση πράξεων τρομοκρατίας, μορφές εκδήλωσης και αιτιολογία ως προς την υπαγωγή τους στον κανόνα δικαίου. Μη χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου από παραδοχές που συμπληρώνουν ή διορθώνουν την περιγραφή της πράξεως, χωρίς να μεταβάλλουν την ταυτότητά της. Αιτιολογία σε έφεση εισαγγελέως. Ανθρωποκτονία και ληστεία, άμεση και απλή συνέργεια. Μαρτυρία συγκατηγορουμένου, προϋποθέσεις εφαρμογής ΚΠΔ 211Α. Προηγούμενος έντιμος βίος, περιστατικά που αξιολογούνται. Επαρκής αιτιολογία ως προς επιμέτρηση ποινών, κατά ΠΚ 79. Απόπειρα και ενδεχόμενος δόλος, ενδείκτες διερεύνησης της συνδρομής του βουλητικού στοιχείου. Μέτρα επιείκειας υπέρ συνεργαζόμενων τρομοκρατών, έννοια "εξάρθρωσης" της εγκληματικής οργάνωσης. Εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά το χρόνο εκδήλωσης της διάθεσης προς συνεργασία. Κατά τη μειοψηφία, εφαρμόζεται ο ηπιότερος νόμος, από την τέλεση της πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης του 7ου αναιρεσείοντα. Απορρίπτει ως αβάσιμες τις αιτήσεις των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου και 8ου αναιρεσειόντων. Δέχεται εν μέρει τις αιτήσεις των 5ου και 6ου αναιρεσειόντων ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί επιεικείας. Αναιρεί τις 1199/2007 και 1301/2007 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου επί των ελαφρυντικών και της αναστολής της ποινής μόνο ως προς τους 5ο και 6ο αναιρεσείοντες περί εφαρμογής μέτρων επιεικείας καθώς και τις 1265/2007 και 1299/2007 απόφαση για επιμέτρηση ποινής και τον καθορισμό εκτιτέας ποινής ως προς τους 5ο και 6ο αναιρεσείοντες. Παραπέμπει ως προς το αναιρούμενο μέρος. Απορρίπτει ως αβάσιμες κατά τα λοιπά τις αιτήσεις των 5ου και 6ου των αναιρεσειόντων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1413/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Παπαηλιού) και Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 20η Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελεύς) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις από 19-6-2008 δηλώσεις αναιρέσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι οποίες στρέφονται κατά των με αριθμό 1149, 1199, 1265, 1299/2007 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που αφορούν στην ίδια υπόθεση, καθώς και καθ' όλων των λοιπών προπαρασκευαστικών ή άλλων αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν και πάλι επί της αυτής υποθέσεως, των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων:
1. Χ1 κατοίκου ...και ήδη κρατουμένου στις Γυναικείες Φυλακές ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιπποκράτη Μυλωνά.
2. X2, κατοίκου ..., κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ουρανίας Καραμπλιάνη, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου και Δημητρίου Λούβρη.
3. Χ5, κατοίκου ...και ήδη κρατουμένου στις Γυναικείες Φυλακές ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιπποκράτη Μυλωνά.
4. X6 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Αναστασίας Χριστοδουλοπούλου.
5. Χ7, κρατουμένου στο Νοσοκομείο της Δικαστικής Φυλακής ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Πρωτέκδικου.
6. Χ8, κατοίκου ...και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασίλειου Κουνέλη.
7. Χ3 , κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γερασιμούλας Σιμωνετάτου.
8. Χ4, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Φραγκίσκου Ραγκούση και Νικολάου Μαυρομάτη.
Επίσης, για να δικάσει και τους πρόσθετους λόγους, που κατέθεσαν εμπροθέσμως με αυτοτελές δικόγραφο οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος από τους ως άνω αναιρεσείοντες.
Με συγκατηγορουμένους τους:
1. Φ1,,2. Φ2,3. Φ3,4. Φ4,5. Φ5,6. Φ7,7. Φ8,8. Φ6,9. Φ9.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους:
1. Ψ1, που δεν παραστάθηκε.
2. ...., κάτοικο Η.Π.Α., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Αναγνωστόπουλου.
3. ..., κάτοικο ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ιωάννη Γιαννίδη και Αριστομένη Τζαννετή.
4. Ψ2, 5. Ψ3, που δεν παραστάθηκαν.
6. ..., χήρα Θ1, κάτοικο Μεγάλης Βρετανίας, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Αναγνωστόπουλου.
7. Ψ4, 8. Ψ5, που δεν παραστάθηκαν.
9. ..., κάτοικο ...Η.Π.Α. που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Αναγνωστόπουλου.
10. Ψ7, που δεν παραστάθηκε.
11. ..., ατομικώς και για λογαριασμό ανήλικης κόρης, κάτοικο ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ιωάννη Γιαννίδη και Αριστομένη Τζαννετή.
12. ..., χήρα Θ2, κάτοικο ....Η.Π.Α. που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Αναγνωστόπουλου.
13. Ψ8, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
14. ..., κάτοικο Η.Π.Α. που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Αναγνωστόπουλου.
15. Ψ9,16. Ψ10,17. Σ1,18. Ψ11,19. Ψ12, 20. Ψ13,21. Ψ16 θυγατέρα Θ5,22. Ψ14, που δεν παραστάθηκαν.
23. ...θυγατέρα Θ6, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
24. Ψ17, 25. Ψ18 χήρα Θ7,26. Ψ6,27. Ψ27 χήρα Θ8,28. Ψ19, 29. Ψ20, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν.
30. Θ9, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
31. ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελλάκη.
32.Ψ21,33. Ψ22 ...,34. Ψ23, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν.
35. ... κάτοικο Αθηνών, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Παπαδιαμάντη. 36. Θ11 ,37. Ψ25,38. Ψ28 θυγατέρα. Θ8, που δεν παραστάθηκαν. 39. ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
40. ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελλάκη.
41. ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελάκη.
42. ...., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
43. Ψ24 χήρα Θ10, κάτοικο ..., 44. ...χήρα Θ5,45. Θ12,46. Ψ26 θυγατέρα Θ5, που δεν παραστάθηκαν.
47. ...., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελλάκη.
48. Ψ15 χήρα Θ4,49. Ψ29,50. Ψ30, που δεν παραστάθηκαν.
51. ...πρώην χήρα Θ6, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
52. Ψ31, 53. Ψ33, κάτοικο ..., 54. Ψ32, 55. Ψ34, 56. Ψ35, κάτοικο ..., 57. Ψ36, 58. Θ3,59. Ψ37, 60. Ψ38, κάτοικο ..., 61. Ψ39, που δεν παραστάθηκαν.
62. ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
63. ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ελένης Τζούλη.
64. Ψ40, που δεν παραστάθηκε.
65. ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
66. Ψ41, που δεν παραστάθηκε.
67. Ν.Π.Δ.Δ. ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ "ΕΛΤΑ" που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Εμμανουήλ Καπετανάκη.
68. Ψ43, 69. Ψ44, που δεν παραστάθηκαν.
70. ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ελευθερίου Μοίρα.
71. ..., κάτοικο ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Νεκταρίας Μυγιάκη.
72. Ψ45, κάτοικο ...., που δεν παραστάθηκε.
73. ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελλάκη.
74. ..., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Αριστομένη Τζανετή και Ιωάννη Γιαννίδη.
75. Ψ46,76. Ψ47, 77. Ψ48, κάτοικος ....
78. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ...ΑΕ, όπως εκπροσωπείται νομίμως.
79. Ψ49, που δεν παραστάθηκαν.
80. ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελλάκη.
81. Θ14, 82. Ψ50, που δεν παραστάθηκαν.
83. ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Τριανταφύλλου.
84. Ψ52, που δεν παραστάθηκε.
85. ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Τριανταφύλλου.
86. Ψ42, 87. Ψ53 κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν.
88. Ψ51, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Τριανταφύλλου.
89. Ψ54, 90. Ψ55, που δεν παραστάθηκαν.
91. ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καπελλάκη.
92. Ψ56, που δεν παραστάθηκε.
93. ..., κάτοικο ..., Η.Π.Α., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Αναγνωστόπουλου.
94. Ψ57,95. Ψ58,96. Ψ59 και 97. ..., που δεν παραστάθηκαν.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση των αποφάσεων αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19-6-2008 δηλώσεις αναιρέσεως και στα συναφή δικόγραφα των προσθέτων λόγων, που καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1255/2008. Η συζήτηση συνεχίσθηκε κατά την 21η, 22α, 23η, 26η και 27η Οκτωβρίου 2009 και κατά τη διάρκειά της εκδόθηκαν οι παρεμπίπτουσες 2015 και 2016/20-10-2009 αποφάσεις του παρόντος τμήματος του Αρείου Πάγου.
Αφού άκουσε
τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ανέπτυξαν τους προτεινόμενους λόγους και ζήτησαν την παραδοχή τους, τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παρισταμένων εκ των πολιτικώς εναγόντων, που ζήτησαν την απόρριψη των δηλώσεων αναιρέσεως και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε την παραδοχή των δηλώσεων μόνο ως προς την αναγνώριση μέτρων επιείκειας και την απόρριψή τους κατά τα λοιπά.
Μετά τη δευτερολογία όσων από τους πληρεξουσίους των αναιρεσειόντων υπέβαλαν σχετικό αίτημα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Κατά το άρθρο 515 παρ.1 ΚΠοινΔ, εάν η συζήτηση αναβληθεί σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή, χωρίς νέα κλήτευση, ακόμα και αν δεν ήσαν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Τέλος, κατά το άρθρο 515 παρ.2 εδ.α' ΚΠοινΔ, εάν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, οι όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως που αναφέρονται στη συνέχεια, παραπλεύρως του ονόματος του πολιτικώς ενάγοντος στον οποίο το καθένα αφορά, αυτοί κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθούν στη συνεδρίαση της 3-2-2009, κατά την οποία, με την 305/2009 παρεμπίπτουσα απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η συζήτηση αναβλήθηκε ρητώς για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής (20-10-2009). Κατά τη νέα δικάσιμο, όμως, οι πολιτικώς ενάγοντες που αναφέρονται στη συνέχεια, ούτε εμφανίσθηκαν ούτε παραστάθηκαν με νόμιμο τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, η συζήτηση θα διεξαχθεί όπως αν και αυτοί ήσαν παρόντες. Ειδικότερα, η κλήτευση έγινε προς τα εξής πρόσωπα (με μνεία του ονοματεπωνύμου ενός εκάστου από τους πολιτικώς ενάγοντες που δεν παραστάθηκαν και, εντός παρενθέσεως, της ημερομηνίας του αντίστοιχου αποδεικτικού επιδόσεως και του ονοματεπωνύμου του υπαλλήλου που διενήργησε την επίδοση): Ψ1 (13-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ2 (ομοίως), Ψ3 (ομοίως), Ψ4 (ομοίως), Ψ5(ομοίως), Ψ7 (ομοίως), Ψ8 (ομοίως), Ψ9 (5-11-2008, του ..., αρχ/κα του ΑΤ Τροχαίας ...), Ψ10 (24-10-2008, του Π1, επιμελητή ΕισΠρΠατρών), Σ1 (15-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ11 (24-10-2008, του Π1, επιμελητή ΕισΠρΠατρών), Ψ12 (17-12-2008, του ...., αστ/κα του ΑΤ ...), Ψ13 (22-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ16 (15-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ14 (14-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ17 (13-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ18 (14-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ6 (27-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ27 (17-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ19 (31-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ20 (2-12-2008, του ...., αστ/κα του ΑΤ ....), Ψ21 (21-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ22 (23-10-2008, του ..., ανθ/μου της ΑΔ ...), Ψ23 (23-10-2008, του ..., αστ/κα του ΑΣ ...), Θ11 (16-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ25 (17-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ28 (17-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ24 (24-10-2008, του ...., επιμελητή ΕισΑΠ), ... (13-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Θ12 (24-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ26 (17-11-2008, του ...., επιμελητή ΕιρΚρωπίας), Ψ15 (14-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ29 (20-11-2008, του ..., ΕΦ του ΑΤ ...), Ψ30 (14-10-2008, της ..., επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ31 (20-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ33 (17-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ32 (23-10-2008, του ..., Υ/Β' της ΔΑΚΑ/ΥΜΕΤ), Ψ34 (24-10-2008, της ...., αστ/κα της ΑΔ ...), Ψ35 (17-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ36 (3-11-2008, του ..., αρχ/κα του ΑΤ ...), Θ3 (15-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ37 (26-10-2008, του ..., αρχ/κα του ΤΜΔ ...), Ψ38 (13-11-2008, του ..., αστ/κα του ΑΤ ...), Ψ39 (25-11-2008, του ..., αστ/κα του ΑΤ ...), Ψ40 (6-11-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ41 (21-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ43 (29-10-2008, του ..., ανθ/μου του ΑΤ ...), Ψ44 (20-10-2008 του ..., επιμελητή ΕισΠρΑγρινίου), Ψ45 (18-10-2008, του ..., υπ/μου της ΔΑΕΑ), Ψ46 (22-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ47 (21-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ48(18-10-2008, του ...., Α/Β' του ΑΤ ...), "Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ...ΑΕ" (15-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ49 (20-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Θ14(14-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ, προς χήρα κληρονόμο), Ψ50 (17-10-2008, του Π4, επιμελητή ΕισΑΠ), Ψ52 (22-10-2008, του ..., αρχ/κα της ΥΠΕ/4), Ψ42 (16-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ53 (4-11-2008, του ...., ανθ/μου της Σχολής ΜΕΒΕ), Ψ54 (23-10-2008, του ...., αστ/κα του ΑΤ ...), Ψ55 (23-10-2008, της Π3, επιμελήτριας ΕισΑΠ), Ψ56 (12-12-2008, του Π5, αρχ/κα της ΔΑΕΕΒ), Ψ57 (12-12-2008, του Π5, αρχ/κα της ΔΑΕΕΒ), Ψ58 (27-10-2008, της ..., ανθ/μου Α' ΤΤ αυτ/μων ...), Ψ59 (17-10-2008, της Π2, επιμελήτριας ΕισΑΠ) και Ψ60 (30-10-2008, του .., αρχ/κα του ΤΑΕ ...).
2.Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 469 ΚΠοινΔ, "Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους". Και περαιτέρω, "Για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι, όμως, διατηρούν το δικαίωμα να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η συμμετοχή στην έκκλητη δίκη κατηγορουμένου, που ωφελείται από την άσκηση εφέσεως συγκατηγορουμένου του, είναι δικαίωμα. Εφ' όσον το εν λόγω δικαίωμα ασκηθεί, ο ωφελούμενος κατηγορούμενος, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ασκήσει ο ίδιος έφεση, με τη συμμετοχή του στη δίκη λαμβάνει τη θέση που έχει και ο εκκαλών. Ως εκ τούτου, αποκτά και το δικαίωμα της προσβολής της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με αίτηση αναιρέσεως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 504 ΚΠοινΔ. Εάν, όμως, ο ωφελούμενος κατηγορούμενος δεν πάρει προσηκόντως μέρος στην έκκλητη δίκη, τότε, ανεξαρτήτως του ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα της εφέσεως του συγκατηγορουμένου του θα πρέπει πάλι να επέλθουν και στο δικό του πρόσωπο, αυτός δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου και δεν δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση της αποφάσεως που θα εκδοθεί (ΑΠ 41/2003). Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠοινΔ, η απόφαση, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας κατά την έννοια του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ούτε υπάγεται σε κάποιο από τα άλλα είδη αποφάσεων, που αναφέρονται περιοριστικά στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου ή σε άλλη, ειδική διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναίρεση. Έτσι, αν κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση αναστολής εκτελέσεως ασκηθεί αναίρεση, αυτή είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατ' αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση και απορρίπτεται σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ο δε αναιρεσείων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα (ΑΠ 516/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην από 19-6-2008 δήλωση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3 ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (ΚΠοινΔ 473 παρ.2), αλλά και σύμφωνα με τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού ή μη της δηλώσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής : Με τη 1136/23-12-2003 δήλωσή του ενώπιον του Γραμματέα του Γ' Τριμελούς Εφετείου [κακουργημάτων] Αθηνών, το οποίο [μεταξύ άλλων] εξέδωσε τις 3244 και 3395/2003 καταδικαστικές αποφάσεις, ο κατηγορούμενος Χ3 παραιτήθηκε, νομοτύπως (ΚΠοινΔ 474 παρ.1 και 475 παρ.1, ΑΠ 1255/2002), από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατ' αυτών. Εκ των υστέρων, κατά των εν λόγω αποφάσεων, άσκησε, εκπροθέσμως, την 343/16-3-2005 έφεση. Κατόπιν τούτων, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που συνεδρίασε ως Συμβούλιο, με την 823/2005 απόφασή του κήρυξε την ασκηθείσα έφεση του Χ3 απαράδεκτη και διέταξε αφ' ενός την εκτέλεση των αποφάσεων που είχαν προσβληθεί και αφ' ετέρου την καταδίκη του [τότε] εκκαλούντος στα έξοδα (ΚΠοινΔ 476 παρ.1). Η εκδοθείσα 823/2005 απόφαση κατέστη αμετάκλητη, διότι ο Χ3 δεν άσκησε εναντίον της αίτηση αναιρέσεως (ΚΠοινΔ 476 παρ. 2). Όταν, αργότερα, άρχισε ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η εκδίκαση των εφέσεων που είχαν ασκήσει οι συγκατηγορούμενοι του Χ3, αυτός, χωρίς να εμφανισθεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπούμενος από συνήγορο με περιορισμένη εντολή και πληρεξουσιότητα, υπέβαλε τα εξής αιτήματα : α) να γίνει τυπικά δεκτή η ως άνω 343/16-3-2005 έφεσή του και β) να διαταχθεί εκ μέρους του δικαστηρίου η εισαγωγή του σε κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα, προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του και να καταστεί ικανός για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και συμμετοχή στην έκκλητη δίκη. Επί του πρώτου (α) αιτήματος, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών απάντησε ότι στερείται δικαιοδοσίας να ασχοληθεί εκ νέου με το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, δοθέντος ότι η απόφαση περί κηρύξεως αυτής ως απαράδεκτης είχε καταστεί αμετάκλητη. Επί του δευτέρου (β) αιτήματος το ίδιο δικαστήριο απάντησε ότι η φροντίδα της υγείας του κατηγορουμένου, ως κρατουμένου σε δημόσιο σωφρονιστικό κατάστημα, δεν εμπίπτει στο δικαιοδοτικό του έργο, αλλά στην αρμοδιότητα της διοίκησης. Με τις σκέψεις αυτές απέρριψε αμφότερα τα αιτήματα, αναγνώρισε ρητώς, όμως, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παραστεί ενώπιον αυτού στο πλαίσιο λειτουργίας του επεκτατικού αποτελέσματος των εφέσεων που είχαν ασκήσει οι συγκατηγορούμενοί του (βλ. την 2363/2.12.2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών). Στη συνέχεια, ο δικηγόρος, που ως εκπρόσωπος του Χ3 είχε θέσει στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών τα ως άνω αιτήματα, δήλωσε ότι α) ο ίδιος δεν έχει εντολή και πληρεξουσιότητα για να παραστεί κατά την ουσιαστική εκδίκαση της υποθέσεως, β) ο κατηγορούμενος Χ3 αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όρασης και ακοής, τα οποία καθιστούν αδύνατη την εκ μέρους αυτού αυτοπρόσωπη παρακολούθηση της δίκης και γ) ο κατηγορούμενος Χ3 δεν επιθυμεί τον εξ επαγγέλματος διορισμό συνηγόρου για την εκπροσώπησή του προς συμμετοχή στη δίκη με το επεκτατικό αποτέλεσμα των εφέσεων των συγκατηγορουμένων του, διότι, κατά την άποψή του, "δεν είναι δυνατόν να υπάρξει δικηγόρος που να μπορεί, υποκαθιστώντας [τον], να [τον] εκπροσωπήσει επαρκώς" (βλ. σελ. 60 της δηλώσεως αναιρέσεως). Κατόπιν αυτών, ο Χ3 δεν συμμετέσχε στην έκκλητη δίκη. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε υπέρ αυτού το επεκτατικό αποτέλεσμα των εφέσεων των συγκατηγορουμένων του, ο ίδιος δεν απέκτησε την ιδιότητα του εκκαλούντος και απώλεσε τη δυνατότητα να ζητήσει την αναίρεση των ήδη προσβαλλόμενων αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παράλληλα, ο [τότε] εμφανισθείς δικηγόρος είχε υποβάλει για λογαριασμό του Χ3, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατ' άρθρο 497 παρ.7 ΚΠοινΔ, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου [κακουργημάτων] Αθηνών, δυνάμει της οποίας ήταν κρατούμενος. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη, διότι, εκτός των άλλων, δεν υπήρχε εκκρεμής έφεση του αιτούντος, ως θετική προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναστολής (βλ. την 115/19-1-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών). Όπως προαναφέρθηκε, κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως δεν επιτρεπόταν αίτηση αναιρέσεως. Επομένως, η από 19-6-2008 δήλωση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3, η οποία αφ' ενός ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το σχετικό δικαίωμα (κατά το μέρος, με το οποίο πλήττεται η επί της κατηγορίας κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου) και αφ' ετέρου κατά αποφάσεως μη δεκτικής αιτήσεως αναιρέσεως (κατά το μέρος, με το οποίο πλήττεται η απόρριψη της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της πρωτοβαθμίου αποφάσεως), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ενώ ο ίδιος πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (ΚΠοινΔ 476 παρ.1 και 513 παρ.1 εδ. α'), καθώς και στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης όσων από τους πολιτικώς ενάγοντες παραστάθηκαν στην αναιρετική δίκη.
3.Οι από 19-6-2008 (ημερομηνία επίδοσης) δηλώσεις αναιρέσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΚΠοινΔ 473 παρ.2), οι οποίες έγιναν από τους καταδικασθέντες κατηγορουμένους α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ5, δ) Χ6, ε) Χ7, στ) Χ8 και ζ) Χ4 και στρέφονται κατά των με αριθμό 1149, 1199, 1265, 1299/2007 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που αφορούν στην ίδια υπόθεση, καθώς και καθ' όλων των λοιπών προπαρασκευαστικών ή άλλων αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν και πάλι επί της αυτής υποθέσεως (ΚΠοινΔ 504 παρ.4), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η καταχώρηση των προσβαλλόμενων αποφάσεων στο ειδικό βιβλίο του εν λόγω Δικαστηρίου συντελέσθηκε την 30-5-2008. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας που υφίσταται μεταξύ τους, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών. Με τις δηλώσεις αναιρέσεως πρέπει να συνεκδικασθούν και οι πρόσθετοι λόγοι, που κατέθεσαν εμπροθέσμως με αυτοτελές δικόγραφο οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος από τους ως άνω αναιρεσείοντες ΚΠοινΔ 509 παρ.2).
4.Στο άρθρο 97 παρ.1 εδ.α' του Συντάγματος ορίζεται ότι "Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει". Περαιτέρω, όμως, στην παρ.2 εδ.α' του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι "Κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, που με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα και ειδικούς νόμους έχουν υπαχθεί έως την ισχύ του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων". Και ακόμη, στην παρ.2 εδ.β' του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι "Με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλα κακουργήματα". Σε συμφωνία προς τις διατάξεις αυτές, στο άρθρο 109 ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό : α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των πενταμελών [ήδη: τριμελών] εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα". Και στο άρθρο 111 αρ.5 ΚΠοινΔ, όπως ίσχυσε μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 4 του ν. 2928/2001, ορίζεται ότι "Το δικαστήριο των εφετών δικάζει [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παρ.1 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα". Η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη της ισχύος της, διότι, ως ρυθμιστική της αρμοδιότητας, είναι δικονομικού περιεχομένου, αποσκοπεί στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και δεν προσκρούει στο άρθρο 2 ΠΚ (πρβλ. ΟλΑΠ 390/1992). Τέλος, στο άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ, όπως ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2928/2001, ορίζεται ότι "Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] στα άρθρα 270 (έκρηξη), 272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική βλάβη), 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής) και 380 (ληστεία)". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου να θεμελιωθεί καθ' ύλη αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, πρέπει να πρόκειται είτε για πολιτικό έγκλημα είτε για κακούργημα, εκτός από εκείνα τα οποία, κατ' εξαίρεση, έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου. Νομοθετικός ορισμός της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει διατυπωθεί. Ερμηνευτικώς, συνάγεται ότι ως πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξεως της Χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή, έστω, την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή, όμως, δεν αρκεί να αναφέρεται, υποκειμενικώς, ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν αυτού, να αναδύεται, αντικειμενικώς, από την πραγματική συμβολή, την οποία η εκάστοτε εγκληματική συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στην προσβολή της κατεστημένης εξουσίας. Και περαιτέρω, ως συναφές προς πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο, με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο άλλο έννομο αγαθό, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεσθεί. Υπό την έννοια αυτή, ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής (ΠΚ 134 επ.). Αντιθέτως, η συγκρότηση δομημένης ομάδας με διαρκή δράση ή η συμμετοχή σ' αυτήν με σκοπό τη διάπραξη διαφόρων εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, μη δυναμένων να επηρεάσουν τη συνταγματική τάξη της Χώρας και στρεφομένων κατά προσώπων ή πραγμάτων διαφορετικών από αυτά, τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 134 επ. ΠΚ, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, ασχέτως προς τον τρόπο, με τον οποίο οι φερόμενοι ως δράστες προσδιορίζουν ιδεολογικά τις ενέργειες αυτές.Εν προκειμένω, ύστερα από τις ως άνω νομικές παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2661/20-12-2005 παρεμπίπτουσα απόφαση, δέχθηκε ότι, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, οι ενώπιον αυτού εκκαλούντες κατηγορούμενοι είχαν παραπεμφθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, μετά την καταδίκη τους από εκείνο, δικάζονταν ενώπιον αυτού ως υπαίτιοι του ότι με περισσότερες πράξεις διέπραξαν, υπό διάφορες μορφές συμμετοχικής δράσης, τα εγκλήματα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, της κατοχής εκρηκτικών υλών και πυροβόλων όπλων, της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκρήξεως κλπ. Ότι οι πράξεις αυτές δεν συνιστούν πολιτικά εγκλήματα ή συναφή προς αυτά, αλλά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, διότι, άσχετα προς τον εκ μέρους των κατηγορουμένων πολιτικό προσδιορισμό της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς ως "αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας", τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του επικαλούμενου σκοπού ήσαν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη, δημοκρατική κοινωνία. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι οι πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους υπάγονται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου (ΚΠοινΔ 111 αρ.5) και απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό τους ότι αυτοί θα έπρεπε να είχαν παραπεμφθεί σε πρώτο βαθμό ενώπιον του μικτού ορκωτού δικαστηρίου. Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών αφ' ενός διέλαβε στην απόφασή του την εκ του νόμου ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και αφ' ετέρου δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος (με στοιχείο Γ1) του αναιρετηρίου και ο τρίτος λόγος (με στοιχείο Β7) του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2, ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ4 και ο ενδέκατος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ8, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Η' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
5.Στο άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός εάν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων". Ομοίως, αλλά με λεπτομερέστερο τρόπο, στο άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν. δ. 53/1974 και, έκτοτε, αποτελεί εσωτερικό δίκαιο με την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος της Ελλάδος, ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή [μεταξύ άλλων εγγυήσεων που δεν ενδιαφέρουν στο σημείο αυτό] δημοσία" και ότι "Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθεί εις τον τύπον και το κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίω μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης". Στην ποινική διαδικασία, οι εγγυήσεις αυτές εξειδικεύονται στις διατάξεις των άρθρων 329 και 330 ΚΠοινΔ, όπου μεταξύ άλλων ορίζεται ότι "Η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις". Παρά ταύτα, "Απαγορεύεται η παρουσία στο ακροατήριο προσώπων που, κατά την ελεύθερη κρίση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση, δεν συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας τους", ενώ "Αν πρόκειται για δίκες που είναι πιθανό να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών από το συνηθισμένο, οι οποίοι μπορεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου στον οποίο διεξάγεται η δίκη να εμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα ορίζουν τον αριθμό των ακροατών, οπότε επιτρέπεται χωρίς διάκριση η είσοδος στον καθένα, ωσότου συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός". Και, ακόμη, καθορίζονται οι προϋποθέσεις της κατ' εξαίρεση διεξαγωγής κάποιας δίκης ή μέρους αυτής με πλήρη αποκλεισμό της δημοσιότητας, οπότε η σχετική διαδικασία προσδιορίζεται εννοιολογικά με το νομοτεχνικό όρο "συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών". Από το σύνολο των διατάξεων αυτών αναδύεται η επιθυμία της ισόρροπης προστασίας αφ' ενός του ατομικού δικαιώματος του κατηγορουμένου να δικασθεί δημόσια, για την πληρέστερη διαφύλαξη των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και αφ' ετέρου του γενικού συμφέροντος του λαού να απονεμηθεί η δικαιοσύνη όχι μόνο με διαφάνεια, αλλά και με εύρυθμο τρόπο, χωρίς βλάβη ούτε ως προς τα ήθη ή τα δικαιώματα των κοινωνών ούτε ως προς την ουσιαστική ανακάλυψη της αλήθειας (ΕΔΔΑ: De Biagi κατά Αγίου Μαρίνου της 15-7-2003). Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προστασίας, ο πλήρης αποκλεισμός της δημοσιότητας αποτελεί ένα έκτακτο και εξαιρετικό μέτρο, του οποίου η λήψη πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Η θέσπιση, όμως, περιορισμών, όπως η εκ του νόμου προβλεπόμενη απαγόρευση της παρουσίας στο ακροατήριο ανηλίκων ή ατόμων περισσότερων από όσα μπορούν να εισέλθουν σ' αυτό χωρίς να διαταραχθεί η ευταξία της συνεδρίασης, δεν θεωρείται μέτρο που επηρεάζει αρνητικά το δημόσιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Ομοίως, η διεξαγωγή της δίκης σε χώρο, του οποίου οι πύλες κλείνουν ύστερα από την είσοδο ή την έξοδο κάθε ενδιαφερόμενου, για λόγους ευταξίας της συνεδρίασης, δεν καταλύει τη δημοσιότητα, αφού γνώρισμα της ύπαρξής της δεν είναι η ανοικτή θύρα, στην κυριολεξία, αλλά η παροχή της δυνατότητας εισόδου στην αίθουσα του ακροατηρίου, χωρίς διακρίσεις. Για την προστασία των ίδιων δικαιωμάτων, η διεξαγωγή μιας δίκης σε χώρο, που δεν είναι ο συνήθης τόπος των συνεδριάσεων ενός δικαστηρίου, αλλά επιλέγεται, διότι ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες μιας τρομοκρατικής ενέργειας ή η ανάγκη εφοδιασμού των προσερχόμενων ακροατών με ειδικό δελτίο εισόδου κατόπιν προσωρινής παραδόσεως του δελτίου της αστυνομικής τους ταυτότητας αποτελούν δικαιολογημένα μέτρα ασφάλειας σε μια δημοκρατική κοινωνία, όταν υπάρχουν, λόγω της φύσεως της υποθέσεως όπως αυτή περιγράφεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, σοβαρές ενδείξεις διακινδύνευσης. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών, παρά το γεγονός ότι υποβάλλει σε πρόσθετες διατυπώσεις τους προσερχόμενους ακροατές, δεν καταλύει τη δημοσιότητα της διαδικασίας, εφ' όσον αφορά σε όλους τους προσερχόμενους, χωρίς διάκριση και εξυπηρετεί τον υπέρτερο σκοπό της αδιατάρακτης απονομής της δικαιοσύνης. Στην προκειμένη περίπτωση προσάπτεται ως πλημμέλεια στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών το ότι, χωρίς να εκδώσει ιδιαίτερη απόφαση και χωρίς να διαλάβει ειδική αιτιολογία στις προσβαλλόμενες αποφάσεις του, ανέχθηκε τη διεξαγωγή της δίκης κατά των αναιρεσειόντων σε ειδικώς διαμορφωμένο χώρο των Γυναικείων Φυλακών ...., όπου, προκειμένου να διαβούν οι προσερχόμενοι ακροατές την κλειστή και φυλασσόμενη πύλη της Φυλακής, ήσαν υποχρεωμένοι κατά μεν την έλευσή τους να παραδίδουν στον αρμόδιο υπάλληλο το δελτίο της αστυνομικής τους ταυτότητας και να παραλαμβάνουν ειδικό δελτίο εισόδου, κατά δε την αποχώρησή τους να υποβάλλονται στην ακριβώς αντίθετη διαδικασία, με άμεσο αποτέλεσμα, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, να δυσχεραίνεται η παρακολούθηση της δίκης από τον καθένα και, εμμέσως, να καταλύεται η δημοσιότητα αυτής. Η προσαπτόμενη πλημμέλεια, κατά το μέρος με το οποίο αναφέρεται στην έλλειψη αποφάσεως ή ειδικής αιτιολογίας περί του ζητήματος αυτού, είναι απαράδεκτη, ως αόριστη, αφού δεν συνοδεύεται από επίκληση του ότι είχε υποβληθεί τέτοιο παράπονο στο ως άνω δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά το μέρος που αναφέρεται στην παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας καθ' εαυτή, δεν βρίσκει επαρκές νομικό έρεισμα, διότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις και τις προκύπτουσες από την επισκόπηση των πρακτικών της κατ' έφεση δίκης περιστάσεις, τόσο οι συνεδριάσεις όσο και οι απαγγελίες των αποφάσεων του Δικαστηρίου έγιναν δημόσια, στην ως άνω αίθουσα του ακροατηρίου. Η αίθουσα αυτή βρισκόταν, πράγματι, εντός του συγκροτήματος των Γυναικείων Φυλακών ...και όχι στο δικαστικό κατάστημα του Εφετείου Αθηνών, αλλά η επιλογή της είχε γίνει κατά νόμο από τη Διοίκηση και γι' αυτό δεν χρειάσθηκε να προηγηθεί απόφαση του Δικαστηρίου. Πράγματι, στο άρθρο 18 παρ.1 του ν. 1756/88 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών" (στο εξής: ΚΟΔΚαΔΛ) ορίζεται ότι "Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του ορίζει τα δικαστικά καταστήματα". Υπό το προηγούμενο, όμοιο νομοθετικό καθεστώς, είχε εκδοθεί η 88008/19-10-1984 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 754/24-10-1984) με την οποία είχε ορισθεί ως τόπος συνεδριάσεως του Εφετείου Αθηνών με οποιαδήποτε σύνθεση, εκτός από τους ήδη προσδιορισμένους χώρους του οικείου δικαστικού καταστήματος και η, καταλλήλως διαμορφωμένη, ισόγεια αίθουσα της βόρειας πλευράς των Γυναικείων Φυλακών ..., στην οποία έκτοτε μπορούν να συνεδριάζουν, νομίμως, όλα τα τμήματα του Εφετείου Αθηνών (ΑΠ 542/1988). Ο εφοδιασμός των προσερχόμενων με ειδικό δελτίο εισόδου ενέπιπτε, επίσης, στις διοικητικές διατυπώσεις της επίσκεψης φυλασσόμενων χώρων και, όπως δεν αμφισβητείται από τους αναιρεσείοντες, γινόταν χωρίς διάκριση προσώπων. Και, τέλος, η επιλογή των μέτρων αυτών είχε γίνει, προδήλως, λόγω του ότι οι αναιρεσείοντες, τόσο κατά το παραπεμπτικό βούλευμα όσο και κατά την [τότε] προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, φέρονταν ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό την τέλεση πράξεων τρομοκρατίας [χωρίς αυτό να υποδηλώνει κατάφαση της ιδιότητας αυτής πριν από την έκδοση απόφασης επί των εφέσεων που είχαν ασκήσει], περιστατικό το οποίο, υποτιθέμενο αληθές, επέβαλε για προληπτικούς λόγους τη λήψη αυξημένων, διοικητικών μέτρων που θα εξασφάλιζαν την ακώλυτη και ακίνδυνη διεξαγωγή της δίκης για όλους τους παράγοντες αυτής. Επομένως, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ1, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ5 και ο δεύτερος λόγος (με στοιχείο Β6) του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Γ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
6.Στο άρθρο 171 παρ.1 περ.α' ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν [μεταξύ άλλων και] α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων". Η διάταξη αυτή, της οποίας η παραβίαση ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' λόγο αναιρέσεως, αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος επί του "φυσικού δικαστού", το οποίο θεμελιώνεται τόσο στο άρθρο 8 εδ.α' του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι "Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος" όσο και στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όπου ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή [μεταξύ άλλων εγγυήσεων που δεν ενδιαφέρουν στο σημείο αυτό] υπό δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος". Περαιτέρω, στο άρθρο 17 τμήμα Β' παρ.1 του ν. 1756/1988 (ΚΟΔΚαΔΛ), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του ν. 1868/1989 και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 4 παρ.2 του ν. 2172/1993, ορίζεται ότι "Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση". Εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι σε όλες τις υπόλοιπες δικαστικές υπηρεσίες, όπου οι υπηρετούντες δικαστικοί λειτουργοί είναι ολιγότεροι των δεκαπέντε (15), ο καθορισμός των δικαστικών συνθέσεων γίνεται με πράξη του δικαστή που διευθύνει την οικεία υπηρεσία και έχει υπέρ αυτού το τεκμήριο της αρμοδιότητας για όσα ζητήματα της εύρυθμης λειτουργίας αυτής δεν ρυθμίζονται ειδικά από τον αντίστοιχο Κανονισμό ή τον ΚΟΔΚαΔΛ (άρθρο 7 του ν. 1756/1988, ως ισχύει). Ακόμη, στο άρθρο 17 τμήμα Β' παρ.3 του ΚΟΔΚαΔΛ, όπως αντικαταστάθηκε αλληλοδιαδόχως με το άρθρο 14 παρ.3 του ν. 3038/2002 και με το άρθρο 11 παρ.1 του ν. 3090/2002, ορίζεται ότι "Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του [τριμελούς] συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο... καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα:...Στο Εφετείο: α) Των αρχαιότερων προέδρων εφετών μέχρι του αναγκαίου αριθμού, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των πενταμελών εφετείων. β) Των νεότερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, μέχρι του αναγκαίου αριθμού, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων κακουργημάτων και των τριμελών εφετείων πλημμελημάτων. γ) Όλων των υπόλοιπων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών εφετείων, των πενταμελών εφετείων και των τριμελών εφετείων". Σύμφωνα με τους ορισμούς της εν λόγω παρ.3, η κλήρωση δεν διενεργείται μεταξύ όλων των υπηρετούντων δικαστών αδιακρίτως, αλλά σε συνδυασμό με την αρχαιότητα αυτών και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Ακόμη, στο άρθρο 17 τμήμα Β' παρ.4 του ΚΟΔΚαΔΛ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του ν. 1868/1989 και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 4 παρ.2 του ν. 2172/1993, προβλέπεται ότι "Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ' επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο... την εξαίρεσή τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα" και ότι "Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία". Σύμφωνα με τους ορισμούς της εν λόγω παρ.4, η προηγούμενη υπηρεσιακή επιβάρυνση εισάγεται ως κριτήριο εξαίρεσης συγκεκριμένου δικαστή από την επόμενη κλήρωση. Τέλος, στο άρθρο 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ προστέθηκε παρ.7Α με το άρθρο 11 παρ.2 του ν. 3090/2002, στην οποία ορίζεται ότι "Σε υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων και λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να διαρκέσουν επί μακρό χρόνο, η ολομέλεια του δικαστηρίου των εφετών, που συνέρχεται μετά από πρόσκληση του διευθύνοντος το δικαστήριο δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την κλήρωση της συνθέσεως, ορίζει από μεν τους προέδρους εφετών αριθμό δεκαπλάσιο, από δε τους εφέτες αριθμό δεκαπενταπλάσιο του απαιτούμενου για τη συγκρότηση του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων θα κληρωθούν ο πρόεδρος του δικαστηρίου από τους προέδρους εφετών και τα σύνεδρα μέλη του δικαστηρίου από τους εφέτες, οι οποίοι με τους αναπληρωτές τους, έναν πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες, που κληρώνονται από τον ίδιο αριθμό δικαστών και συμπαρεδρεύουν (άρθρο 9 παρ. 3 ΚΠοινΔ), θα συγκροτήσουν το δικαστήριο του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων". Και, επίσης, ότι "Η απόφαση της ολομέλειας ισχύει από τη δημοσίευσή της. Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια ισχύουν και για τη συγκρότηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στην περίπτωση που οι υποθέσεις αυτές αχθούν ενώπιόν του. Ο εισαγγελέας της έδρας και ο αναπληρωτής του, ο οποίος συμπαρίσταται, κληρώνονται από δέκα εισαγγελείς εφετών που έχουν οριστεί από την ολομέλεια της οικείας εισαγγελίας με την ίδια διαδικασία, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια. Η κλήρωση για τη συγκρότηση του δικαστηρίου γίνεται την πρώτη ημέρα συνεδρίασης του προηγούμενου της δικασίμου μήνα από το Α' τριμελές εφετείο πλημμελημάτων σε δημόσια συνεδρίαση. Οι κληρωθέντες συμμετέχουν σε κάθε τυχόν επόμενη μετ` αναβολή δικάσιμο, εκτός εάν παύσουν για οποιονδήποτε λόγο να ανήκουν στη δύναμη του δικαστηρίου, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Στην περίπτωση αυτή, στη θέση του αναπληρωματικού, εφόσον εξακολουθεί να συντρέχει ο λόγος αναπλήρωσης, ορίζεται με την ίδια διαδικασία από την ολομέλεια νέο μέλος". Η εν λόγω παρ.7Α του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ έχει προδήλως δικονομικό χαρακτήρα, αποβλέπει στην εύρυθμη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, εκτός από τις μέλλουσες, καταλαμβάνει ακόμη και τις εκκρεμείς υποθέσεις ως προς το ατέλεστο μέρος της ποινικής διαδικασίας. Οι σχετικές διατάξεις έχουν ως στόχο την κατάρτιση των συνθέσεων, που πρόκειται να δικάσουν υποθέσεις ιδιαίτερης βαρύτητας, με τρόπο που συνδυάζει το πλεονέκτημα της κληρώσεως, ήτοι την ανάδειξη ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστή, με την ανάγκη πραγματικής επιλογής δικαστή απαλλαγμένου από υπαίτιους ή ανυπαίτιους λόγους, οι οποίοι θα ήταν πιθανό να τον καταστήσουν μη αποτελεσματικό ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων του σε μια ιδιαιτέρως βαριά υπόθεση. Και είναι αληθές ότι στις διατάξεις αυτές προσδιορίζεται μόνο η φύση των υποθέσεων, επί των οποίων αυτές πρέπει να τύχουν εφαρμογής, χωρίς να αναφέρονται ευθέως τα κριτήρια της προεπιλογής ή του αντίστοιχου αποκλεισμού συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών προς διενέργεια της κληρώσεως. Ως προς τον προσδιορισμό της φύσεως των υποθέσεων, επί των οποίων πρέπει να γίνει η εν λόγω προεπιλογή, ορίζεται ρητώς ότι πρόκειται για υποθέσεις των οποίων η εκδίκαση προβλέπεται να διαρκέσει επί μακρό χρόνο, λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου αυτών. Ως αντικείμενο, υπονοείται ερμηνευτικώς το είδος και η βαρύτητα των εγκληματικών πράξεων που πρόκειται να εκδικασθούν, σύμφωνα με την περιγραφή τους στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και τις αποχρώσες ενδείξεις, που καθορίζονται στην απ' ευθείας κλήση ή στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ως σοβαρότητα, υπονοείται ερμηνευτικώς η ένταση της προσβολής του προστατευόμενου έννομου αγαθού, ο κοινωνικός αντίκτυπος από αυτήν και οι αναμενόμενες διαδικαστικές δυσχέρειες της εκδίκασης στο ακροατήριο. Υπό τα δεδομένα αυτά, αποσαφηνίζεται ερμηνευτικώς ότι η προεπιλογή των δικαστικών λειτουργών, των οποίων τα ονόματα θα τεθούν στην κληρωτίδα, πρέπει να γίνει μεταξύ εκείνων, οι οποίοι αφ' ενός δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα υπηρεσιακής επιβάρυνσης (βλ. την εξαίρεση που προβλέπεται στην παρ.4 του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ) ή αδυναμίας και αφ' ετέρου έχουν την πέραν της συνήθους σωματική αντοχή, την οποία απαιτεί μια μακροχρόνια και κατά τεκμήριο δυσχερής επ' ακροατηρίου διαδικασία (πρβλ. την ήδη ισχύουσα μορφή της παρ.7 του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ, όπου η ασθένεια ή η ανυπέρβλητη υπηρεσιακή ή προσωπική ανάγκη του κληρωθέντος μέλους αποτελεί λόγο αντικατάστασης αυτού). Η αντικειμενικότητα της προεπιλογής εξασφαλίζεται από τις εγγυήσεις που παρέχει η λειτουργία της ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου. Η έλλειψη επιβολής ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση της ολομέλειας είναι δικαιολογημένη στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αποβλέπει στην προστασία προσωπικών δεδομένων των αποκλειόμενων δικαστικών λειτουργών, όπως τα ζητήματα υγείας, τα οποία ενδέχεται να μη θέλουν να αποκαλύψουν ευρέως οι ενδιαφερόμενοι ή υπηρεσιακής αδυναμίας (π.χ. υπερβολική καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της δικαστικής εκκρεμότητας), περί της οποίας έχουν απλή γνώση οι συγκροτούντες την ολομέλεια, χωρίς, όμως, να υφίσταται επίσημη, υπηρεσιακή διάγνωση, ώστε να γίνει δημόσιος λόγος για ανεπάρκεια. Τέλος, είναι πρόδηλο ότι η πρόσφατη ρύθμιση της παρ.7Α του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ, παρά το γεγονός ότι εισήχθη σε χρόνο που αναμενόταν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας η εκδίκαση της κατηγορίας κατά των αναιρεσειόντων, δεν αφορά μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά σε ευρύτερη κατηγορία υποθέσεων που συγκεντρώνουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή δεν αντιβαίνει ούτε στη συνταγματική διάταξη περί του "φυσικού δικαστή" ούτε στον αντίστοιχο ορισμό της ΕΣΔΑ. Αποτελεί μια νόμιμη πρόβλεψη του ΚΟΔΚαΔΛ, στην οποία παραπέμπει εμμέσως η ΚΠοινΔ 171 παρ.1 περ.α' και η οποία ισχύει παράλληλα αφ' ενός προς τη γενική αρμοδιότητα του δικαστή που διευθύνει τα μικρά δικαστήρια, να συγκροτεί ο ίδιος τις δικαστικές συνθέσεις και αφ' ετέρου προς τη συνήθη διαδικασία της κληρώσεως στα μεγάλα δικαστήρια (πρβλ. και άρθρο 2 του μεταγενέστερου ν. 3346/2005, με το οποίο προβλέπεται ήδη στην παρ.1 του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ ότι "Στα πρωτοδικεία και εφετεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ορίζονται για μια διετία από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για ένα έτος. Στους πίνακες που καταρτίζονται, περιλαμβάνονται τα ονόματα μόνον των ανωτέρω οριζομένων ως προεδρευόντων μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση"). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών την πλημμέλεια ότι δίκασε τις εφέσεις τους με σύνθεση, η οποία είχε προκύψει δια κληρώσεως, αλλά κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ.7Α του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ, η οποία ίσχυσε εν όψει εκδικάσεως της συγκεκριμένης υποθέσεως και εφαρμόσθηκε με αδιαφανή διαδικασία και με αποκλεισμό του μεγαλυτέρου αριθμού των προέδρων εφετών και των εφετών που υπηρετούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο στο Εφετείο Αθηνών, χωρίς καθορισμό των κριτηρίων προεπιλογής ή αποκλεισμού των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών και χωρίς ειδική αιτιολογία επί των ζητημάτων αυτών. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η διάταξη της παρ.7Α του άρθρου 17 τμήμα Β' του ΚΟΔΚαΔΛ δεν είναι αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ.α' του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και η εφαρμογή της, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών δεν κατέλυσε την αρχή του "φυσικού δικαστή" για τους κατηγορουμένους και δεν δημιούργησε ακυρότητα. Επομένως, ο εικοστός λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ1, ο δέκατος τέταρτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ5 και ο πρώτος λόγος (με στοιχείο Β1) του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
7.Στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν [μεταξύ άλλων και] δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος". Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης (ή δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη"), οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρ.1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή [μεταξύ άλλων εγγυήσεων που δεν ενδιαφέρουν στο σημείο αυτό] υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου". Και περαιτέρω, στην παρ.2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Η παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ. Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), η υποχρέωση αμεροληψίας αναφέρεται όχι μόνο στο δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και στα μέλη που το συγκροτούν, ως φυσικά πρόσωπα στα οποία είναι ανατεθειμένη η συγκεκριμένη λειτουργία. Η αμεροληψία οικοδομεί την εμπιστοσύνη, την οποία πρέπει ένα δικαστήριο να εμπνέει στους πολίτες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η εμπιστοσύνη κλονίζεται, όταν υπάρχουν δεδομένα που μπορούν να θέσουν σε αμφισβήτηση την αμεροληψία. Η έλλειψη αμεροληψίας ενδέχεται να είναι είτε "υποκειμενική", όπως όταν κάποιο μέλος του δικαστηρίου εξέφρασε δημοσίως προσωπικές απόψεις επί της ουσίας της υποθέσεως πριν από την ολοκλήρωση της δίκης (ΕΔΔΑ: Lavents κατά Λεττονίας της 28-11-2002) είτε "αντικειμενική", όπως όταν κάποιο μέλος του δικαστηρίου συμμετείχε σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας και προέβη σε διαδικαστικές ενέργειες, οι οποίες προϋπέθεταν τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης σε έκταση που εκ των πραγμάτων προκαλεί εντυπώσεις προκατάληψης (ΕΔΔΑ: Perote Pellon κατά Ισπανίας της 25-7-2002, Piersack κατά Βελγίου της 1-10-1982). Εξ άλλου, το τεκμήριο της αθωότητας έχει την έννοια ότι η κατηγορούσα αρχή φέρει το βάρος απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, ο οποίος, σε περίπτωση αμφιβολίας, πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Η αρχή αυτή παραβιάζεται, όταν τα μέλη του δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της δίκης και πριν από την ολοκλήρωση αυτής, προβαίνουν σε δηλώσεις ή παραδοχές που προϋποθέτουν το ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται (ΕΔΔΑ: Minelli κατά Ελβετίας της 25-3-1983). Στην προκειμένη περίπτωση προσάπτεται ως πλημμέλεια στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών το ότι, κατά τη διατύπωση και απαγγελία της 2795/2006 παρεμπίπτουσας απόφασής του, με την οποία απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί ακυρότητας της απολογίας αυτών ενώπιον του [τότε] αρμοδίου ανακριτή του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, λόγω ασκήσεως ψυχολογικής βίας σε βάρος τους ως εκ της παρουσίας ενόπλων αστυνομικών εντός του ανακριτικού γραφείου, προέβη σε σκέψεις με τις οποίες δέχθηκε εκ προοιμίου ότι αυτοί [τότε εκκαλούντες] είχαν την ιδιότητα των μελών της εγκληματικής οργάνωσης με τον τίτλο "Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη" (στο εξής: "ΕΟ 17Ν"), ενώ το περιστατικό αυτό αποτελούσε στοιχείο της εναντίον αυτών κατηγορίας για παράβαση του άρθρου 187 παρ.1 ΠΚ, η οποία βρισκόταν ακόμη υπό διερεύνηση. Και ότι με τον τρόπο αυτό το Πενταμελές Εφετείο αφ' ενός παραβίασε το τεκμήριο της αθωότητας και αφ' ετέρου κατέλυσε την εμπιστοσύνη τους ως προς την αμεροληψία του. Περαιτέρω, την έλλειψη αμεροληψίας ο αναιρεσείων Χ1 επιχειρεί να θεμελιώσει και επί του ότι οι δικαστές, που συγκρότησαν το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, αρνήθηκαν χωρίς αιτιολογία ή, άλλως, χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτιολογία να του επιτρέψουν, σε μέρος της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, να έχει τη συμπαράσταση από συνήγορο της επιλογής του. Και ακόμη, ο αναιρεσείων Χ6 επιχειρεί να θεμελιώσει την έλλειψη αμεροληψίας και επί του ότι οι ίδιοι δικαστές, κατά την αποδεικτική διερεύνηση του ισχυρισμού του, ότι κατά το χρόνο της ανθρωποκτονίας του Θ6, που του αποδόθηκε, αυτός βρισκόταν στον τόπο της εργασίας του και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να έχει συμμετοχή στην εν λόγω ενέργεια, έθεσαν στην αιτιολογία της αποφάσεως τη λέξη "άλλοθι" σε εισαγωγικά, υποδηλώνοντας εκ προοιμίου ότι θεωρούν τον ισχυρισμό του αβάσιμο. Από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης και ειδικότερα από το περιεχόμενο της 2795/2006 παρεμπίπτουσας απόφασης προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, απαντώντας στον ισχυρισμό των [τότε] εκκαλούντων ως προς το ανεπίτρεπτο της παρουσίας ενόπλων αστυνομικών εντός του ανακριτικού γραφείου κατά το χρόνο απολογίας αυτών, δέχθηκε κατά λέξη [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: "Είναι φανερό ότι όλοι θεώρησαν ότι υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, την ελλειμματική ασφάλεια που παρέχει ο χώρος του γραφείου της ανακρίτριας (σε αντίθεση με το χώρο του γραφείου του εφέτη - ειδικού ανακριτή, όπου υπάρχουν συνθήκες πλήρους ασφάλειας, λ.χ. αλεξίσφαιρα τζάμια κλπ.), την επικινδυνότητα των συλληφθέντων και την άγνωστη τότε δικτύωση της ΕΟ 17Ν, της οποίας ήδη είχαν βρεθεί τα κρησφύγετα με τα όπλα και τις ρουκέτες και την υφέρπουσα υπόνοια περί ύπαρξης ασύλληπτων, επικίνδυνων μελών της Οργάνωσης, που θα μπορούσαν να επιχειρήσουν κάποια απόπειρα θανάτωσης ή απόσπασης των συντρόφων τους από τα χέρια της Αρχής". Αυτή η περικοπή προβάλλεται αποσπασματικά από τους αναιρεσείοντες ως θεμελιωτική της παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητάς τους, κατά τα προαναφερθέντα. Στην ίδια απόφαση, πριν και μετά από την επίμαχη περικοπή του κειμένου, αποσαφηνίζεται πλήρως ότι οι αναιρεσείοντες είχαν συλληφθεί "φερόμενοι" ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης "ΕΟ 17Ν", ότι η μεγάλη δημοσιότητα που είχε δοθεί στο γεγονός "παρουσίαζε" τους συλληφθέντες "ως" πολύ επικίνδυνους τρομοκράτες, ότι μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης "απαγγέλθηκαν κατηγορίες" [μεταξύ άλλων και] για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και ότι, έκτοτε, για λόγους προστασίας τόσο των ιδίων των συλληφθέντων όσο και των δικαστικών ή των λοιπών προσώπων που συνέπρατταν στην προδικασία, λαμβάνονταν αυξημένα μέτρα ασφάλειας, τα οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπαν την παρουσία ενόπλων φρουρών και εντός του ανακριτικού γραφείου. Και περαιτέρω, το δικαστήριο, αφού επισημαίνει ότι για την παρουσία των ενόπλων φρουρών δεν αντέλεξαν οι [τότε] απολογούμενοι, οι οποίοι είχαν παρασταθεί με συνήγορο της επιλογής τους, καταλήγει στο ότι "η απλή παρουσία των αστυνομικών οργάνων, κατά την ανάκριση, για λόγους ασφάλειας είναι απόλυτα συμβατή με αυτή που αναμένεται από τα όργανα μιας δημοκρατικής κοινωνίας σε τέτοιες καταστάσεις πολύ επικίνδυνων ύποπτων ως τρομοκρατών μιας ομάδας με περισσή αιματηρή δράση 27ετίας και με πιθανότητες απόπειρας εξόντωσης ή απελευθέρωσης" αυτών. Από το σύνολο της περιγραφής αυτής προκύπτει, σαφώς, ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, στο σημείο αυτό, ασχολείται πρωτίστως με το ζήτημα της παρουσίας των ενόπλων φρουρών στο ανακριτικό γραφείο και αποφαίνεται ότι αυτή ήταν δικαιολογημένη εν όψει των περιστάσεων και δεν επέφερε παραβίαση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Όλες οι υπόλοιπες αναφορές γίνονται ως προσπάθεια περιγραφής του κλίματος εκείνων των ημερών, όπου οι κατηγορούμενοι χαρακτηρίζονται, απλώς, ως "ύποπτοι", κατά των οποίων υφίστανται "υπόνοιες" συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και οι οποίοι σύμφωνα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα "φέρονται ως" επικίνδυνοι. Όλα αυτά, όμως, καταγράφονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ιστορικώς και όχι ως παραδοχές του δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, από το περιεχόμενο της 2795/2006 παρεμπίπτουσας απόφασης ούτε το τεκμήριο αθωότητας παραβιάσθηκε ούτε έλλειψη αμεροληψίας του δικαστηρίου προέκυψε. Το ζήτημα της ελλείψεως αμεροληψίας, εκ του ότι το δικαστήριο δεν είχε επιτρέψει προσωρινώς στον αναιρεσείοντα Χ1 να τύχει υπερασπίσεως από συνήγορο της επιλογής του, συνδέεται με το αν η άρνηση αυτή ήταν ή όχι δικαιολογημένη στη συγκεκριμένη περίπτωση και εξετάζεται στην οικεία θέση (βλ. παρακάτω, αρ.11). Τέλος, η τοποθέτηση μιας λέξης σε εισαγωγικά μπορεί να γίνει για διάφορους λόγους, οπότε καθ' εαυτή δεν είναι δυνατό να εκληφθεί ως προκατάληψη σε βάρος του αναιρεσείοντος Χ6, κατά την έρευνα του ισχυρισμού του για άλλοθι στην υπόθεση της ανθρωποκτονίας του Θ6. Επομένως, ο ενδέκατος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ1 ως προς το α' σκέλος αυτού, ο δέκατος ένατος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ5, ο πρώτος λόγος (με στοιχείο Β4) του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2 και ο δεύτερος λόγος (με στοιχείο 2Δ) του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ6, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
8.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρ.3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα [μεταξύ άλλων] β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του". Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί από το ΕΔΔΑ στην εν λόγω διάταξη, προκειμένου να κριθεί εάν σε συγκεκριμένη περίπτωση παρασχέθηκαν στον κατηγορούμενο οι αναγκαίες ευκολίες για την υπεράσπισή του, πρέπει να εξετάζεται το σύνολο της διαδικασίας, για την οποία πρόκειται (ΕΔΔΑ: Sipavicius κατά Λιθουανίας της 21-2-2002). Έτσι, ενδεχόμενες δυσχέρειες ως προς την επικοινωνία ενός κατηγορουμένου με το συνήγορο της επιλογής του κατά την προδικασία δεν καταλύουν την έννοια της "δίκαιης δίκης", εάν μπορούν να δικαιολογηθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση και εάν, σε μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας, ο ίδιος κατηγορούμενος είχε κάθε άνεση να επικοινωνήσει με το συνήγορό του, ώστε να προετοιμάσουν από κοινού και αποτελεσματικά την υπεράσπιση (πρβλ. ΕΔΔΑ: Ocalan κατά Τουρκίας της 12-3-2003). Και ακόμη, το γεγονός ότι σε μια δίκη, που συνεχίζεται επί μακρό χρονικό διάστημα, οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου προσδιορίζονται σε καθημερινή βάση, δεν αποστερεί άνευ ετέρου το συνήγορο από τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας, εάν η ημερήσια διάρκεια αυτών δεν υπερβαίνει το σύνηθες ωράριο λειτουργίας του δικαστηρίου και αν αυτές διακόπτονται κάθε φορά που ο υπερασπιστής προβάλλει κάποια ανάγκη ή κώλυμα (πρβλ. ΕΔΔΑ: Makhfi κατά Γαλλίας της 19-10-2004, Craxi κατά Ιταλίας της 5-12-2002). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ5 προβάλλει το παράπονο ότι τόσο στην προδικασία όσο και στο ακροατήριο δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την υπεράσπισή του, εν όψει του ότι α) κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησής του η επικοινωνία με τον τότε συνήγορό του γινόταν σε συγκεκριμένο χρόνο, σε επιτηρούμενο χώρο, με την παρεμβολή γυάλινου χωρίσματος, δια τηλεφώνου, χωρίς δυνατότητα σωματικής επαφής και ανταλλαγής εγγράφων και με την παρουσία τρίτων προσώπων και β) κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στην κατ' έφεση δίκη, παρά την κατ' επανάληψη υποβολή αιτήματος εκ μέρους του συνηγόρου του να γίνονται δύο ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τρεις συνεδριάσεις εβδομαδιαίως, το δικαστήριο ενέμεινε στην απόφασή του να συνεδριάζει σε καθημερινή βάση. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, όμως, προκύπτουν τα εξής: Οι προβαλλόμενοι περιορισμοί στην επικοινωνία του αναιρεσείοντος με το συνήγορό του κατά τη διάρκεια της προσωρινής του κράτησης ήσαν δικαιολογημένοι εκ του ότι η επικοινωνία αυτή αφ' ενός γινόταν εντός φυλακής και ρυθμιζόταν από τους κανόνες ασφαλείας του συγκεκριμένου σωφρονιστικού καταστήματος και αφ' ετέρου αφορούσε σε ύποπτο για συμμετοχή σε άκρως επικίνδυνη τρομοκρατική οργάνωση με συνέπεια, όπως και για τους λοιπούς κατηγορουμένους στην ίδια υπόθεση, να υπόκειται σε πρόσθετες διατυπώσεις. Παρά ταύτα, σε εκείνη τη χρονική περίοδο, με τις οδηγίες του αναιρεσείοντος και ύστερα από μελέτη της δικογραφίας, ο τότε συνήγορός του συνέταξε υπόμνημα προς το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο εξέθεσε τις θέσεις του πελάτη του και έγκληση προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία προέβαλε τους ισχυρισμούς του περί βασανιστηρίων (βλ. παρακάτω, αρ.15). Μετά ταύτα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η οποία είχε ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια, ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα πλήρους, άμεσης και ελεύθερης επικοινωνίας με τον εκάστοτε συνήγορο της επιλογής του, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το ότι ουδέν παράπονο προβάλλει σχετικώς. Περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο επέλεξε, πράγματι, ως αρχή το να συνεδριάζει σε ημερήσια βάση. Παρά ταύτα, από τα πρακτικά των 247 συνεδριάσεων αυτού, που έγιναν από την 2-12-2005 μέχρι την 14-5-2007, προκύπτει ότι κάθε φορά που προβαλλόταν κάποιο κώλυμα ή άλλη ανάγκη ενός ή πλειόνων κατηγορουμένων ή των υπερασπιστών αυτών, το δικαστήριο είτε διέκοπτε τη συνεδρίαση για άλλη ημέρα (βλ. π.χ. την παρεμπίπτουσα απόφαση 128/17-1-2007) είτε παρείχε με συναινετικό τρόπο όλες τις δυνατές διευκολύνσεις (π.χ. την αναπλήρωση των προσωρινώς κωλυομένων συνηγόρων, από άλλους παρόντες εξ αυτών). Άλλωστε, από το γεγονός ότι οι 247 συνεδριάσεις διεξήχθησαν σε συνολικό χρονικό διάστημα 523 ημερών, συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από το αρχικό πρόγραμμα του δικαστηρίου, στην πραγματικότητα αυτό δεν συνεδρίαζε πάντοτε καθημερινώς, αλλά συχνά, μεταξύ των συνεδριάσεών του, παρεμβάλλονταν μία ή και περισσότερες ημέρες διακοπής αυτών. Επομένως, με καθολική επισκόπηση της ποινικής διαδικασίας, δεν επήλθε περιορισμός του χρόνου ή των ευκολιών προς προετοιμασία της υπεράσπισης και γι' αυτό οι τρίτος λόγος του αναιρετηρίου και δέκατος όγδοος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ5, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην παρεμπίπτουσα 1512/8-6-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
9.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγεται το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που παραβιάζεται [μεταξύ άλλων και] όταν δεν δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να "πληροφορηθεί εν τη βραχυτέρα προθεσμία, εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία, την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας (άρθρο 6 παρ.3 στοιχ. α' της ΕΣΔΑ). Για την κατάφαση της παραβίασης, όμως, πρέπει να προκύπτει από το σύνολο της διαδικασίας ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε σε κανένα στάδιο αυτής τη δυνατότητα να πληροφορηθεί με επάρκεια την κατηγορία (ΕΔΔΑ: Sipavicius κατά Λιθουανίας της 21-2-2002, Dallοs κατά Ουγγαρίας της 1-3-2001). Εκδήλωση του δικαιώματος αυτού στο εθνικό δίκαιο αποτελεί η διάταξη του άρθρου 321 παρ.1 ΚΠοινΔ, στην οποία ορίζεται ότι το κλητήριο θέσπισμα ή η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει και "δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει". Όταν η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο γίνεται με παραπεμπτικό βούλευμα, για την πληρότητα της κλήσεως είναι αρκετή η αναφορά αυτής στο βούλευμα, αφού με την προηγούμενη επίδοσή του θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος έχει λάβει γνώση της κατηγορίας που τον βαρύνει και της διάταξης του ποινικού νόμου που την προβλέπει (ΚΠοινΔ 314, 315 παρ.3 και 4 και 320 παρ.1). Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, το ότι στο παραπεμπτικό βούλευμα γίνεται, πράγματι, ακριβής καθορισμός της πράξης κλπ. Η μη τήρηση της διατύπωσης αυτής επάγεται ακυρότητα (ΚΠοινΔ 321 παρ.4), η οποία, ως αναγόμενη σε πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, είναι σχετική και καλύπτεται εάν δεν προταθεί εγκαίρως (ΚΠοινΔ 173 παρ.1 και 174 παρ.2). Εάν η ακυρότητα δεν έχει καλυφθεί, ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των απολογιών που έδωσε ο αναιρεσείων Χ5 στην προδικασία, του παραπεμπτικού 2869/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και της κλήσεως που αναφέρεται σ' αυτό, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των πρακτικών του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που συνδέονται με την έκδοση της προσβαλλόμενης 210/6-2-2006 παρεμπίπτουσας απόφασης προκύπτουν τα εξής: Στον αναιρεσείοντα απαγγέλθηκε κατηγορία [μεταξύ άλλων και] για την αξιόποινη πράξη της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1985 μέχρι τη σύλληψή του, που έγινε περί τα μέσα Ιουλίου 2002. Ειδικότερα, αποδόθηκε σ' αυτόν το ότι εντάχθηκε στην εγκληματική ομάδα "ΕΟ 17Ν", η οποία είχε ήδη συγκροτηθεί από τους Χ1, Φ8, Φ5, Φ6 και κάποια γυναίκα αγνώστων στοιχείων με το ψευδώνυμο "Άννα" και ήταν ιεραρχικά δομημένη, προορισμένη να έχει διαρκή δραστηριότητα με σκοπό τη διάπραξη εκρήξεων, ανθρωποκτονιών, βαριών σωματικών βλαβών, ληστειών κλπ. Και το ότι αυτός, μετά την ένταξη και τη συμμετοχή του σε αρκετές από τις ενέργειες, των οποίων την ευθύνη ανέλαβε δημοσίως η ομάδα κατά τα έτη 1985 ως 1992 [ορισμένες από τις οποίες περιγράφονται στη συνέχεια της παρούσας, κατά την έρευνα των αντίστοιχων λόγων αναιρέσεως], εξακολούθησε να παραμένει σ' αυτήν μέχρι τη σύλληψή του. Τα περιστατικά αυτά αποτελούν επαρκή περιγραφή της κατηγορίας για παράβαση του άρθρου 187 παρ.1 ΠΚ, όπως ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 2928/2001, η οποία χαρακτηρίζεται ως έγκλημα διαρκές, υπό την έννοια ότι η τέλεσή του παρατείνεται και εξακολουθεί από τη συγκρότηση της ομάδας ή από την ένταξη κάποιου σ' αυτήν μέχρι τη διάλυσή της ή την αποχώρηση του δράστη. Ο αναιρεσείων αμφισβήτησε την πληρότητα της ως άνω περιγραφής της πράξεως, αλλά η περί τούτου ένσταση απορρίφθηκε ως αβάσιμη τόσο από το πρωτοβάθμιο όσο και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι ο ίδιος είχε αποχωρήσει από την ομάδα κατά το έτος 1992, διότι δημιούργησε οικογένεια ή, άλλως, κατά το έτος 1993, διότι τότε είχε προσαχθεί και εξετασθεί από τις αστυνομικές αρχές, ως ύποπτος, με συνέπεια να επισημανθεί από αυτές και να αποφεύγει έκτοτε την έκθεσή του σε παράνομη δραστηριότητα, συνιστά μερική άρνηση της κατηγορίας. Με το χαρακτηρισμό αυτό, ο εν λόγω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος αποτελούσε αντικείμενο ουσιαστικής διερεύνησης, αλλά όχι στοιχείο της κατηγορίας, αφού η παράταση της ένταξης στην εγκληματική οργάνωση δεν προϋπέθετε και συμμετοχή στις αξιόποινες πράξεις, στις οποίες αυτή συνέχισε να προβαίνει και μετά το έτος 1992, μέχρι την εξάρθρωσή της κατά το έτος 2002. Ως εκ τούτου, στο παραπεμπτικό βούλευμα [το οποίο στο διατακτικό του, συνδυαζόμενο με τις αιτιολογίες του, διέλαβε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και, επί πλέον, απάντησε επί του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, κατά την εκ μέρους αυτού ανέλεγκτη, σε επίπεδο ενδείξεων, αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, ότι δεν είχε προκύψει κάποιο γεγονός, το οποίο να υποδηλώνει πλήρη και οριστική αποχώρηση αυτού από την ομάδα στο χρονικό διάστημα από το 1992 μέχρι τη σύλληψή του] δεν υπήρχε λόγος να περιλαμβάνονται πρόσθετα περιστατικά, που να καταδεικνύουν ενεργό συμμετοχή του αναιρεσείοντος και μετά το έτος 1992. Ο αναιρεσείων είχε εξ αρχής τη δυνατότητα να πληροφορηθεί με επάρκεια την κατηγορία και το λόγο αυτής και, πράγματι, την πληροφορήθηκε τόσο στην ανάκριση όσο και με την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος. Επομένως, ο δέκατος τρίτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ5, με τον οποίο προβάλλεται σχετική ή σε κάθε περίπτωση απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω ελλιπούς περιγραφής στο παραπεμπτικό βούλευμα της πράξεως της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και στέρησης του δικαιώματος επαρκούς ενημέρωσης ως προς την εκκρεμούσα κατηγορία και προσάπτονται στην παρεμπίπτουσα 210/6-2-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε κατ' έφεση τις ίδιες αιτιάσεις, οι πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Β' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
10.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που καταλύεται [μεταξύ άλλων και] όταν δεν δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει για την υπεράσπισή του νομικό συμπαραστάτη, είτε της δικής του επιλογής είτε διορισμένο εξ επαγγέλματος δωρεάν, όταν αυτό ενδείκνυται από το συμφέρον της δικαιοσύνης (άρθρο 6 παρ.1 και 3 στοιχ. γ' της ΕΣΔΑ, 20 παρ.1 του Συντάγματος). Το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να έχει αποτελεσματική υπεράσπιση από συνήγορο της επιλογής του εντάσσεται στα θεμελιώδη στοιχεία της δίκαιης δίκης (ΕΔΔΑ: Karatas και Sari κατά Γαλλίας της 16-5-2002). Ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος αυτού, όμως, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας και από τις περιστάσεις που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της εκδίκασης συγκεκριμένης υπόθεσης (ΕΔΔΑ: Berlinski κατά Πολωνίας της 20-6-2002, Lagerblom κατά Σουηδίας της 14-1-2003, Yurttas κατά Τουρκίας της 27-5-2004). Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να κριθεί εάν ο περιορισμός της δυνατότητας του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο επέδρασε αρνητικά επί του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, πρέπει να εξετάζεται το σύνολο της διαδικασίας, στην οποία τίθεται τέτοιο ζήτημα (ΕΔΔΑ: Mamac και άλλοι κατά Τουρκίας της 20-4-2004, Sarikaya κατά Τουρκίας της 22-4-2004). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 344 παρ.1 εδ. γ' ΚΠοινΔ "Σε δίκες για κακούργημα ο πρόεδρος πρέπει πάντοτε να διορίζει στον κατηγορούμενο, που αποχώρησε για οποιοδήποτε λόγο, συνήγορο για να παρίσταται αντί γι' αυτόν στη δίκη, αν αποχώρησε και ο συνήγορός του, που είχε αρχικά διοριστεί". Η διάταξη αυτή δημιουργεί υποχρέωση για το δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και αντίστοιχο δικαίωμα του κατηγορουμένου που αποχωρεί, το οποίο ανάγεται στην υπεράσπισή του. Ως δικαίωμα, όμως, είναι δεκτικό μη άσκησης, πράγμα που συμβαίνει όταν ο κατηγορούμενος εκδηλώνει απερίφραστα την άρνησή του να έχει υπεράσπιση από συνήγορο διορισμένο εξ επαγγέλματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τα ακόλουθα: Για τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας έγιναν συνολικώς 247 συνεδριάσεις, που κατανεμήθηκαν στο χρονικό διάστημα από την 2-12-2005 μέχρι την 14-5-2007. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 2-11-2006, ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ4 [ήδη αναιρεσείων], διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης, δήλωσε ότι αποχωρεί από τη διαδικασία και ανακαλεί την εντολή προς υπεράσπιση, την οποία είχε δώσει προς τους μέχρι τότε συνηγόρους της επιλογής του. Κατόπιν αυτού, αποχώρησαν και οι εν λόγω συνήγοροι. Μετά την εξέλιξη αυτή (ΚΠοινΔ 344 παρ.1 εδ. γ'), ο πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου, με την 9/2-11-2006 διάταξή του, διόρισε αυτεπαγγέλτως ως συνηγόρους υπερασπίσεως του Χ4, τους δικηγόρους Αθηνών Ιωάννη Δημητριάδη, Παναγιώτη Δημάκο και Δημήτριο Δερβέντη, που επιλέχθηκαν από τον ισχύοντα πίνακα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (ΚΠοινΔ 96 παρ.1, 340 παρ.1). Ταυτόχρονα, με την 2448/2-11-2006 απόφαση, το δικαστήριο διέκοψε τη δίκη για την επομένη ημέρα, προκειμένου να κληθούν και αναλάβουν τα καθήκοντά τους οι ως άνω συνήγοροι. Την 3-11-2006, εμφανίσθηκαν και αποδέχθηκαν το διορισμό τους οι συνήγοροι Ιωάννης Δημητριάδης και Δημήτριος Δερβέντης, στη διάθεση των οποίων τέθηκε η δικογραφία και κάθε πρόσθετη γραμματειακή υποστήριξη, με αντίστοιχο ηλεκτρονικό υλικό. Ο δικηγόρος Παναγιώτης Δημάκος δεν εμφανίσθηκε. Γι' αυτό, ο πρόεδρος με την 10/3-11-2006 διάταξη διέταξε την κλήση του εν λόγω συνηγόρου για την 6-11-2006. Ταυτόχρονα, με την 2449/3-11-2006 απόφαση, το δικαστήριο διέκοψε τη δίκη για την εν λόγω δικάσιμο. Κατά τη δικάσιμο αυτή, ο αρχικά αποδεχθείς το διορισμό, δικηγόρος Δημήτριος Δερβέντης, κατέθεσε στο δικαστήριο την από 6-11-2006 δήλωσή του και μεταξύ άλλων ανέφερε ότι, όπως διαπίστωσε, ο Χ4 αποστρέφεται το πρόσωπό του, δεν τον εμπιστεύεται και δεν τον αναγνωρίζει ως υπερασπιστή. Κατόπιν αυτών, δήλωσε ότι κωλύεται να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα του συνηγόρου υπερασπίσεως του εν λόγω κατηγορουμένου, αποποιήθηκε το διορισμό του και αποχώρησε. Επίσης, αποποιήθηκε το διορισμό του και ο συνήγορος Παναγιώτης Δημάκος, παρά το γεγονός ότι κατ' άρθρο 47 παρ.4 του ν. δ. 3026/1954 "περί Κώδικος των Δικηγόρων" ο εν λόγω διορισμός είναι υποχρεωτικός. Ακολούθως, με την 11/6-11-2006 διάταξη του προέδρου, διορίσθηκαν αυτεπαγγέλτως, ως συνήγοροι του Χ4, οι δικηγόροι Αθηνών Απόστολος Βαϊνάς και Άγγελος Βαρουτσής, οι οποίοι κλήθηκαν να εμφανιστούν την 7-11-2006. Ταυτόχρονα, με την 2486/6-11-2006 απόφαση, το δικαστήριο διέκοψε τη δίκη για την εν λόγω δικάσιμο. Κατ' αυτή, ο δικηγόρος Απόστολος Βαϊνάς, ενώ κατ' αρχήν απεδέχθη και για λόγους δεοντολογίας θέλησε να αναζητήσει τον Χ4, στη συνέχεια ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν δέχθηκε να τον συναντήσει και του διεμήνυσε ότι δεν τον αποδέχεται ως συνήγορο. Ως εκ τούτου, δήλωσε ότι δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του στη δίκη αυτή χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου και, αφού αποποιήθηκε το διορισμό του, αποχώρησε. Ομοίως, αποποιήθηκε το διορισμό του και ο έτερος συνήγορος Άγγελος Βαρουτσής και αποχώρησε. Τότε, με την 2550/7-11-2006 απόφαση, το δικαστήριο διέταξε να αποσταλεί απόσπασμα των προχείρων πρακτικών στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, για τον πειθαρχικό έλεγχο των ως άνω δικηγόρων, που αρνήθηκαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Μετά απ' αυτά, με την 12/7-11-2006 διάταξη του προέδρου, διορίσθηκαν αυτεπαγγέλτως, ως συνήγοροι του Χ4, οι δικηγόροι Αθηνών Ανδρέας Ανδρεάδης και Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, οι οποίοι κλήθηκαν να εμφανιστούν την 8-11-2006. Ταυτόχρονα, με την 2550/7-11-2006 (ταυτάριθμη) απόφαση, το δικαστήριο διέκοψε τη δίκη για την εν λόγω δικάσιμο. Κατ' αυτήν, και πάλι ουδείς από τους ως άνω ανέλαβε την υπεράσπιση του Χ4 και το δικαστήριο, με την 2555/8-11-2006 απόφαση, διαβίβασε απόσπασμα των προχείρων πρακτικών στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, για τη διενέργεια των νομίμων. Ακολούθως, με την 13/8-11-2006 διάταξη του προέδρου, διορίσθηκαν αυτεπαγγέλτως, ως συνήγοροι του Χ4, οι δικηγόροι Αθηνών Γεωργία Αντωνέλλου και Μιχαήλ Ασημαντώνης, οι οποίοι κλήθηκαν να εμφανιστούν την 9-11-2006. Ταυτόχρονα, με την 2556/8-11-2006 απόφαση, το δικαστήριο διέκοψε τη δίκη για την εν λόγω δικάσιμο. Κατ' αυτή, η συνήγορος Γεωργία Αντωνέλλου αποδέχθηκε το διορισμό της και το δικαστήριο έθεσε στη διάθεσή της τη δικογραφία και κάθε γραμματειακή υποστήριξη, με ηλεκτρονικό υλικό. Ο έτερος δικηγόρος αποποιήθηκε το διορισμό του και αποχώρησε. Το δικαστήριο, με την 2583/9-11-2006 απόφαση διαβίβασε και πάλι απόσπασμα των πρακτικών στο Δικηγορικό Σύλλογο. Ακολούθως, με την 14/9-11-2006 διάταξη του προέδρου, διορίσθηκε αυτεπαγγέλτως, ως συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, η δικηγόρος Αθηνών Σοφία Σιμινή, η οποία κλήθηκε να εμφανιστεί την 10-11-2006. Ταυτόχρονα, με την 2583/9-11-2006 ταυτάριθμη απόφαση, το Δικαστήριο διέκοψε τη δίκη για την εν λόγω δικάσιμο, κατά την οποία η ως άνω συνήγορος αποδέχθηκε το διορισμό της. Ακολούθως, με την 2585/10-11-2006 απόφαση, στους τελικώς αποδεχθέντες τον εξ επαγγέλματος διορισμό συνηγόρους Ιωάννη Δημητριάδη, Γεωργία Αντωνέλλου και Σοφία Σιμινή χορηγήθηκε προθεσμία μέχρι την 27-11-2006, προκειμένου να μελετήσουν τη δικογραφία, η οποία και τέθηκε αμέσως στη διάθεσή τους. Στη συνέχεια, με την υπ' αριθ. 2722/27-11-2006 απόφαση και κατόπιν αιτήματος των εν λόγω συνηγόρων, χορηγήθηκε νέα προθεσμία προετοιμασίας μέχρι την 4-12-2006. Κατ' αυτήν, όμως, η εκ των άνω συνηγόρων Σοφία Σιμινή πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι, σε γενομένη επίσκεψή της στον κρατούμενο Χ4, αυτός της δήλωσε ότι δεν την αποδέχεται ως συνήγορο, διότι δεν τη θεωρεί ικανή να τον υπερασπισθεί και ότι σχετικώς της έχει αποστείλει εξώδικη δήλωση. Γι' αυτό παραιτήθηκε από τα καθήκοντα που της ανατέθηκαν και αποχώρησε. Κατόπιν αυτού, η διαδικασία προχώρησε και ο Χ4 είχε εκπροσώπηση από τους δικηγόρους Γεωργία Αντωνέλλου και Ιωάννη Δημητριάδη. Κατά τη συνεδρίαση της 4-1-2007, η εξ αυτών Γεωργία Αντωνέλλου κατέθεσε στο δικαστήριο την από 1-12-2006 εξώδικη δήλωση του Χ4, που απευθυνόταν στους τρεις συνηγόρους οι οποίοι είχαν αποδεχθεί τον αυτεπάγγελτο διορισμό και υπογραφόταν από τον εντολοδόχο δικηγόρο του δηλούντος, Γεώργιο Γκουντούνα, το περιεχόμενο της οποίας καταχωρήθηκε αυτούσιο στα πρακτικά. Στη δηλωση αυτή ο αναιρεσείων ανέφερε ότι αρνείται να έχει εκπροσώπηση στη δίκη τόσο από τους συγκεκριμένους συνηγόρους όσο και από οποιοδήποτε άλλο και κατέληγε με τις φράσεις: "Υπεράσπιση κατηγορούμενου κόντρα στη βούλησή του είναι αδιανόητη. Γι' αυτό κι όταν αυτός ρητά αρνείται την εκπροσώπησή του από τους αυτεπαγγέλτως διορισθέντες, είτε αρνείται το διορισμό οιουδήποτε δικηγόρου..., δεν μπορεί κανείς και με καμία πρόφαση να αγνοήσει τη βούλησή του και να τον εκπροσωπήσει με το ζόρι". Παρά ταύτα, οι δύο εξ επαγγέλματος συνήγοροι συνέχισαν να ασκούν τα καθήκοντά τους. Αργότερα, στη συνεδρίαση της 12-1-2007, ο εξ αυτών Ιωάννης Δημητριάδης κατέθεσε στο δικαστήριο αντίγραφο της από 11-1-2006 έγκλησης του Χ4 εναντίον αυτού και της Γεωργίας Αντωνέλλου, με την οποια ο αναιρεσείων είχε ζητήσει την ποινική τους δίωξη για απιστία δικηγόρου, στοιχειοθετούμενη, κατά την άποψή του, από τον τρόπο που είχαν ασκήσει μέχρι τότε τα καθήκοντά τους ως εξ επαγγέλματος υπερασπιστές αυτού. Για το λόγο αυτό, και οι ως άνω δικηγόροι, παρά την αρχική επιθυμία τους να συμμορφωθούν προς τη δικαστική επιταγή, δήλωσαν ότι παραιτούνται από τα καθήκοντά τους, γιατί κατά τη γνώμη τους δεν ήταν δυνατό να υπερασπίζονται ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου ένα κατηγορούμενο, με τον οποίο επρόκειτο να έχουν ποινική αντιδικία σε άλλη υπόθεση. Κατόπιν, αποχώρησαν από το ακροατήριο. Ύστερα από τα προσκόμματα αυτά και αφού είχε καταναλωθεί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είχαν διορισθεί αυτεπαγγέλτως δέκα δικηγόροι ως συνήγοροι του κατηγορουμένου Χ4, χωρίς να δυνηθούν να αναλάβουν την υπεράσπισή του λόγω της απολύτου αρνήσεώς του να τους δεχθεί και της καταμηνύσεως των τελευταίων εξ αυτών, το Πενταμελές Εφετείο, με την παρεμπίπτουσα 48/12-1-2006 απόφασή του, έκρινε ότι η δίκη θα έπρεπε να συνεχισθεί χωρίς τη φυσική παρουσία του Χ4, ο οποίος είχε αποχωρήσει εκουσίως και χωρίς την εκπροσώπησή του από συνήγορο ούτε της επιλογής του, διότι είχε ανακαλέσει την υπερασπιστική εντολή προς τους αρχικώς διορισθέντες από τον ίδιο ούτε αυτεπαγγέλτως διορισμένο, διότι είχε αντιταχθεί σταθερά σε οποιονδήποτε είχε επιλέξει από τον οικείο κατάλογο, νομίμως, ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν, αξιολογούμενες συνολικά, το γεγονός ότι ο Χ4 δεν είχε εκπροσώπηση από συνήγορο μετά την 12-1-2007 και μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, δεν κατέλυσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης ως προς αυτόν. Διότι η στέρηση συνηγόρου υπεράσπισης δεν μπορεί να αποδοθεί σε άρνηση ή ολιγωρία του δικαστηρίου, αλλά σε συνειδητή επιλογή του ιδίου του κατηγορουμένου, ο οποίος με την όλη συμπεριφορά του (και ρητώς, με την εξώδικη δήλωση που προαναφέρθηκε και αξιολογήθηκε από το δικαστήριο της ουσίας) απεμπόλησε το σχετικό δικαίωμα. Πράγματι, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που επέλεξε να αποχωρήσει από τη διαδικασία στο ακροατήριο και να ανακαλέσει την εντολή εκπροσώπησης από τους συνηγόρους, που ο ίδιος είχε διορίσει κατά την έναρξή της. Όταν αποχώρησαν και οι συνήγοροι της επιλογής του, το δικαστήριο έσπευσε να διορίσει νέους, εξ επαγγέλματος, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία. Όταν οι διορισμένοι συνήγοροι, αποδοκιμαζόμενοι από τον κατηγορούμενο, αποποιήθηκαν το διορισμό τους και αποχώρησαν από το ακροατήριο, το δικαστήριο διαβίβασε τα πρακτικά της δίκης αρμοδίως για την κίνηση της προσήκουσας πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον τους. Και μόνο όταν ο κατηγορούμενος, κατ' επανάληψη, αρνήθηκε να δεχθεί την υπεράσπισή του από τους διορισμένους συνηγόρους, όχι μόνο με απλά λεκτικό, αλλά και με δικονομικά επιθετικό τρόπο (με το να τους καταμηνύσει για αξιόποινη πράξη και να δημιουργήσει ζήτημα δεοντολογίας), το δικαστήριο παρέκαμψε την προσπάθειά του για παρέλκυση της δίκης και προχώρησε στη διαδικασία με τον τρόπο που αναφέρθηκε. Τα αντίθετα, που ο αναιρεσείων τώρα υποστηρίζει, περί παραβιάσεως του δικαιώματός του να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, ελέγχονται ως αντιφατικά προς την προηγούμενη δική του συμπεριφορά. Επομένως, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ4, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με το οποίο προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω της, μετά την αποχώρησή του, προόδου της δίκης απόντος αυτού και χωρίς να εκπροσωπείται από συνήγορο (ΚΠοινΔ 171 παρ.1 στοιχ. δ' και 510 παρ.1 στοιχ. Α'), είναι αβάσιμος. Ομοίως, αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος και ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο προβάλλεται η εκ των αυτών διατάξεων ακυρότητα λόγω του ότι, με την 126/17-1-2007 παρεμπίπτουσα απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, ο αναιρεσείων προσήχθη βιαίως για να υποβληθεί σε ερωτήσεις από συγκατηγορουμένους, σε βάρος των οποίων είχε καταθέσει στην προδικασία. Πράγματι, το μέτρο αυτό δεν απαγορεύεται (πρβλ. ΚΠοινΔ 344 παρ.2) στο βαθμό που εξυπηρετεί το υπερασπιστικό δικαίωμα των συγκατηγορουμένων (βλ. παρακάτω, αρ.13), με την προϋπόθεση ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνει σεβαστό το δικαίωμα σιωπής του βιαίως προσαγομένου κατηγορουμένου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, το δικαστήριο της ουσίας επέτρεψε εκ νέου στον αναιρεσείοντα να αποχωρήσει, όταν, μετά την εκτέλεση της βίαιης προσαγωγής του, βεβαιώθηκε ως προς την επιμονή του να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, από οπουδήποτε και αν προερχόταν.
11.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που παραβιάζεται [μεταξύ άλλων και] όταν δεν δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει για την υπεράσπισή του νομικό συμπαραστάτη της δικής του επιλογής (άρθρο 6 παρ.1 και 3 στοιχ. γ' της ΕΣΔΑ). Το δικαίωμα αυτό εντάσσεται στα θεμελιώδη στοιχεία της δίκαιης δίκης. Ο τρόπος άσκησής του εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας και από τις περιστάσεις που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της εκδίκασης συγκεκριμένης υπόθεσης. Το δικαίωμα αυτό απεμπολείται όταν ο κατηγορούμενος αποχωρεί από τη διαδικασία και ανακαλεί την εντολή, που κατά την έναρξή της είχε δώσει σε συνήγορο της επιλογής του, αφού στην περίπτωση αυτή είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί το συνήγορο που αυτεπαγγέλτως θα διορίσει ο πρόεδρος του δικαστηρίου (ΚΠοινΔ 344 παρ.1). Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να κριθεί εάν ο περιορισμός της δυνατότητας του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της επιλογής του επέδρασε αρνητικά επί του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, πρέπει να εξετάζεται το σύνολο της διαδικασίας, στην οποία τίθεται τέτοιο ζήτημα (βλ. παραπάνω, αρ.10). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τα ακόλουθα: Για τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας έγιναν συνολικώς 247 συνεδριάσεις, που πραγματοποιήθηκαν στο χρονικό διάστημα από την 2-12-2005 μέχρι την 14-5-2007. Κατά τη 10η συνεδρίαση της 20-12-2005, ο αναιρεσείων Χ1, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αμφισβήτησε την ανεξαρτησία του δικαστηρίου και ισχυρίσθηκε ότι αυτό "ακολουθεί τις οδηγίες της ημεδαπής εκτελεστικής εξουσίας, όπως υπαγορεύονται από ισχυρούς αλλοδαπούς παράγοντες". Κατόπιν, αποχώρησε από τη διαδικασία, λέγοντας ότι το κάνει "για να μη νομιμοποιήσει με την παρουσία του την προαποφασισμένη καταδίκη του". Παράλληλα, ανακάλεσε την εντολή υπεράσπισης, την οποία είχε δώσει κατά την έναρξη της δίκης σε δύο δικηγόρους της επιλογής του. Γι' αυτό, αποχώρησαν και οι συνήγοροί του. Η δίκη διεκόπη. Μετά την εξέλιξη αυτή (ΚΠοινΔ 344 παρ.1 εδ. γ'), κατά την 11η συνεδρίαση της 21-12-2005, ο πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου, με την 1/21-12-2005 διάταξή του, διόρισε αυτεπαγγέλτως ως συνηγόρους υπερασπίσεως του Χ1 τους δικηγόρους Αθηνών Ιωάννη Ραχιώτη και Κωνσταντίνο Χρυσικόπουλο, που ήσαν οι ίδιοι, οι οποίοι υπεράσπιζαν τον κατηγορούμενο κατ' επιλογή του, μέχρι την προηγούμενη ημέρα. Οι εν λόγω δικηγόροι επικαλέσθηκαν ζήτημα δεοντολογίας, λόγω της προηγηθείσας ανάκλησης της εντολής του Χ1 προς το πρόσωπό τους, αποποιήθηκαν το διορισμό και αποχώρησαν από το ακροατήριο. Η δίκη διεκόπη και πάλι. Κατά τη 12η συνεδρίαση της 22-12-2005, ο πρόεδρος, με την 2/22-12-2005 διάταξη, διόρισε ως συνηγόρους υπερασπίσεως του Χ1τους δικηγόρους Αθηνών Ευστάθιο Βλαντή, Κωνσταντίνο Ζαχαράκη και Ιωάννη Ηλιάδη, τους οποίους κάλεσε να προσέλθουν στο ακροατήριο την 3-1-2006, για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Και οι τρεις επικαλέσθηκαν λόγους υγείας, αποποιήθηκαν το διορισμό και αποχώρησαν. Στη συνέχεια, κατά τη 13η συνεδρίαση της 3-1-2006, ο πρόεδρος, με την 3/3-1-2006 διάταξη, διόρισε ως συνηγόρους υπερασπίσεως του Χ1τους δικηγόρους Αθηνών Θεόδωρο Αγγελή, Γεώργιο Κάβουρα και Θεόδωρο Θεοχάρη, τους οποίους κάλεσε να προσέλθουν στο δικαστήριο την 4-1-2006, για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Αυτοί ανέλαβαν την υπεράσπιση και το δικαστήριο, κατά τη 14η συνεδρίαση της 4-1-2006, με την 4/4-1-2006 απόφαση, διέκοψε τη δίκη για την 19-1-2006, προκειμένου να λάβουν γνώση της δικογραφίας. Έκτοτε, από τη 15η συνεδρίαση της 19-1-2006, τον αποχωρήσαντα κατηγορούμενο Χ1 υπεράσπιζαν οι εξ επαγγέλματος διορισμένοι συνήγοροι. Μετά την πάροδο περίπου ενός έτους από την αποχώρησή του, κατά την 175η συνεδρίαση της 27-11-2006, ο κατηγορούμενος επέστρεψε στη διαδικασία και δήλωσε ότι εξακολουθεί μεν να εμμένει στους λόγους, για τους οποίους είχε αποχωρήσει από τη διαδικασία την 20-12-2005, αλλ' ότι, προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 35 παρ.1 της ΕΣΔΑ), επανέρχεται στο ακροατήριο και διορίζει ως συνηγόρους υπεράσπισης τους δικηγόρους Ιπποκράτη Μυλωνά και Antoine Comte. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την 2721/27-11-2006 παρεμπίπτουσα απόφαση, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία προσδιορίζει σε τρεις το μέγιστο αριθμό των συνηγόρων που μπορεί να έχει ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 340 παρ.1 και 344 παρ.1 του ίδιου κώδικα, του άρθρου 47 παρ.4 του ν. δ. 3026/1954 "περί του κώδικος των δικηγόρων" και του άρθρου 25 παρ.3 του Συντάγματος, που δεν επιτρέπει την καταχρηστική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, αρνήθηκε να ανακαλέσει τον αυτεπάγγελτο διορισμό των συνηγόρων Θεοδώρου Αγγελή, Γεωργίου Κάβουρα και Θεοδώρου Θεοχάρη και, κατ' επέκταση, αρνήθηκε να επιτρέψει την επί πλέον αυτών παράσταση των προτεινόμενων δικηγόρων Ιπποκράτη Μυλωνά και Antoine Comte, ως συνηγόρων της επιλογής του Χ1. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της 2721/27-11-2006 απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε την προηγούμενη στάση του κατηγορουμένου, την εκ μέρους του, χωρίς εύλογη αιτία, ανάκληση της εντολής προς τους αρχικώς επιλεγέντες συνηγόρους, την καθυστέρηση, την οποία είχε προκαλέσει στη διαδικασία η προσπάθεια αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρων και την αβεβαιότητα ως προς το αν η επιθυμία του κατηγορουμένου να μετάσχει στη διαδικασία ήταν σπουδαία ή αν, εν όψει και της δηλώσεως που είχε κάνει κατά την επάνοδό του, θα μεταβαλλόταν εκ νέου, πριν από την περάτωση της δίκης. Κατά την 178η συνεδρίαση της 14-12-2006, ο αναιρεσείων επανέφερε το αίτημα ανακλήσεως του αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρων, θεμελιώνοντάς το στον ισχυρισμό ότι οι δικηγόροι που είχαν διορισθεί δεν ήσαν επαρκείς για να του προσφέρουν μια αποτελεσματική υπεράσπιση, διότι δεν είχαν ιδιαίτερη εμπειρία στο χειρισμό ποινικών υποθέσεων, δεν γνώριζαν αγγλικά και γαλλικά για να έχουν πρόσβαση στη νομολογία του ΕΔΔΑ και δεν είχαν ταυτόχρονη και συνεχή παρουσία στο ακροατήριο. Στην επόμενη συνεδρίαση, το δικαστήριο, με την 2957/15-12-2006 παρεμπίπτουσα απόφαση, απέρριψε το αίτημα ως αβάσιμο, αφού δέχθηκε ότι, παρά την άρνηση του κατηγορουμένου να συνεργασθεί με τους διορισμένους συνηγόρους, τουλάχιστον ένας ή δύο από αυτούς, εκ περιτροπής, παρευρίσκονταν πάντοτε στη διαδικασία επί ένα έτος, παρενέβαιναν υπέρ αυτού διατυπώνοντας αρνήσεις και ενστάσεις, ζητώντας την ανάγνωση εγγράφων ή εξετάζοντας μάρτυρες και, γενικώς, ασκούσαν την υπεράσπιση με επιμέλεια, που αναδείκνυε γνώση της δικογραφίας και ενδιαφέρον για τα συμφέροντα του κατηγορουμένου που εκπροσωπούσαν. Κατόπιν αυτού, ο αναιρεσείων Χ1,από την 175η συνεδρίαση της 27-11-2006 μέχρι την 182η συνεδρίαση της 27-12-2006, παρέστη στη διαδικασία έχοντας ως υπερασπι στές τους ως άνω αυτεπαγγέλτως διορισμένους συνηγόρους και όχι εκείνους που ήθελε ο ίδιος. Κατά τη συνεδρίαση της 27-12-2006, ο εκ των διορισμένων συνηγόρων Θεόδωρος Θεοχάρης υπέβαλε αίτημα να απαλλαγεί από το καθήκον της υπεράσπισης για λόγους υγείας. Το αίτημα έγινε δεκτό και με την 16/27-12-2006 διάταξη του προέδρου ανακλήθηκε ο διορισμός του εν λόγω δικηγόρου. Στη συνέχεια, από την 183η συνεδρίαση της 3-1-2007 μέχρι την 185η συνεδρίαση της 8-1-2007 ο Χ1 είχε ως υπερασπιστές τους αυτεπαγγέλτως διορισμένους συνηγόρους Θεόδωρο Αγγελή και Γεώργιο Κάβουρα, χωρίς να θέσει ζήτημα υποκατάστασης του ανακληθέντος συνηγόρου από άλλον της επιλογής του. Κατά την 186η συνεδρίαση της 9-1-2007, το ζήτημα αυτό τέθηκε και το δικαστήριο, με την 20/9-1-2007 παρεμπίπτουσα απόφαση, κατά πλειοψηφία, επέτρεψε την παράλληλη υπεράσπιση του κατηγορουμένου τόσο από τους ως άνω δύο διορισμένους συνηγόρους όσο και από το συνήγορο της επιλογής του, Ιπποκράτη Μυλωνά, που ήταν παρών. Κατά την 192η συνεδρίαση της 19-1-2007, ο αναιρεσείων ζήτησε και πάλι την ανάκληση του αυτεπάγγελτου διορισμού των απομεινάντων δύο συνηγόρων. Το δικαστήριο, με την 156/19-1-2007 παρεμπίπτουσα απόφαση ενέμεινε στην παράλληλη υπεράσπιση, κατά τα προαναφερθέντα και απέρριψε το αίτημα. Τέλος, κατά την 194η συνεδρίαση της 23-1-2007, ο ως άνω συνήγορος επιλογής του Χ1 γνωστοποίησε προς το δικαστήριο ότι μαζί με αυτόν συμπαρίσταται και ο γάλλος δικηγόρος Antoine Comte, ο οποίος τότε δεν βρισκόταν στην Ελλάδα, αλλά επρόκειτο να έλθει προσεχώς για να αγορεύσει και να κάνει κάποιες δηλώσεις, στον κατάλληλο χρόνο. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι ο αναιρεσείων Χ1δεν ε ίχε συνήγορο της επιλογής του από την 175η συνεδρίαση της 27-11-2006 μέχρι την 182η συνεδρίαση της 27-12-2006, δηλαδή κατά τη διάρκεια οκτώ (8) συνεδριάσεων του δικαστηρίου επί συνόλου διακοσίων σαράντα επτά (247). Κατά τις επόμενες τρεις (3) συνεδριάσεις θα μπορούσε να έχει, παραλλήλως, συνήγορο της επιλογής του, αλλά δεν το ζήτησε. Οι περιστάσεις, υπό τις οποίες αποχώρησε και επανήλθε ο Χ1 οδήγησαν το δικαστήριο της ουσίας στην κρίση ότι δεν θα έπρεπε να ανακαλέσει τους συνηγόρους που είχαν διορισθεί αυτεπαγγέλτως, προ έτους, για την υπεράσπισή του, αφού στο ενδεχόμενο νέας αποχώρησης αυτού και νέας ανάκλησης της εντολής από τους δικηγόρους της επιλογής του θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ο αυτεπάγγελτος διορισμός άλλων. Μόλις το δικαστήριο πείσθηκε για τη σπουδαιότητα της προθέσεως του Χ1 να παραμείνει στη διαδικασία, αξιοποίησε το υποβληθέν αίτημα απαλλαγής του ενός από τους διορισμένους συνηγόρους και, αποδεχόμενο το μετά τρεις συνεδριάσεις υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου, επέτρεψε στη θέση του αποχωρήσαντος την υποκατάσταση του συνηγόρου της επιλογής του, ο οποίος ως συνήγορος και ετέρου κατηγορουμένου (του Χ5) ήταν ενημερωμένος τόσο για τη δικογραφία όσο και για την προηγηθείσα διαδικασία. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι ο Χ1δεν ε ίχε εκπροσώπηση από συνήγορο της επιλογής του για χρονικό διάστημα ιδιαιτέρως βραχύ σε σχέση αφ' ενός με τη συνολική διάρκεια της δίκης και αφ' ετέρου με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ίδιος αδιαφόρησε για την υπεράσπισή του (απουσίασε επί 165 συνεδριάσεις, κατά τις οποίες είχε ανακαλέσει τους συνηγόρους της επιλογής του και εκπροσωπούταν από τους αυτεπαγγέλτως διορισμένους δικηγόρους, με τους οποίους αρνιόταν να επικοινωνήσει) δεν κατέλυσε το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης ως προς αυτόν ούτε και αποτέλεσε μεροληψία του δικαστηρίου σε βάρος αυτού, αφού ο ίδιος απεμπόλησε το σχετικό δικαίωμα με την αποχώρησή του από τη διαδικασία. Επομένως, οι τρίτος λόγος του αναιρετηρίου και δέκατος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ1 καθώς και ο ενδέκατος λόγος του προσθέτου δικογράφου ως προς το β' σκέλος αυτού, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στις παρεμπίπτουσες 2721/27-11-2006, 2957/15-12-2006, 20/9-1-2007 και 156/19-1-2007 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
12.Προκειμένου να έχει η καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει, πέραν των άλλων, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, το καθένα στο σύνολό του και όχι μόνο ορισμένα από αυτά ή κάποιο από αυτά αποσπασματικά. Για τη βεβαιότητα αυτή, όμως, αρκεί η κατ' είδος, προεισαγωγική μνεία των κατά το άρθρο 178 ΚΠοινΔ αποδεικτικών μέσων (π.χ. καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς την ανάγκη αναφοράς ενός εκάστου ή του περιεχομένου αυτού στις επί μέρους αιτιολογίες της αποφάσεως. Και ακόμη, το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα στις επί μέρους αιτιολογίες της αποφάσεως δεν υποδηλώνει χωρίς άλλο το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα υπόλοιπα, για τα οποία δεν υπήρξε λόγος ιδιαίτερης επισήμανσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών εξέδωσε επί της ενοχής των αναιρεσειόντων την 1149/3-5-2007 απόφαση, στην οποία, μετά την απάντηση σε συγκεκριμένα διαδικαστικά ζητήματα και την παράθεση των αναγκαίων νομικών σκέψεων, αναφέρει προεισαγωγικά ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε (ακολουθεί κατά λέξη μεταφορά του κειμένου, εντός εισαγωγικών, από την προσβαλλόμενη απόφαση στην παρούσα σκέψη) "από τις καταθέσεις όλων ανεξαιρέτως των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, από τις καταθέσεις όλων ανεξαιρέτως των μαρτύρων που αναγνώσθηκαν χωρίς αντίρρηση των διαδίκων και των συνηγόρων τους και γενικά όλων ανεξαιρέτως των καταθέσεων των μαρτύρων που αναγνώσθηκαν νομίμως (στις οποίες όμως δεν συγκαταλέγονται και δεν αξιολογούνται αποδεικτικά εκείνες των μαρτύρων ... και ... στην υπόθεση έκρηξη στο ...καθόσον δεν δόθηκε η ευκαιρία εξετάσεώς τους σε κανένα στάδιο της διαδικασίας), καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και αναγνώσθηκαν από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ως τμήμα αυτών, όπως λεπτομερώς όλες οι ανωτέρω καταθέσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν όπως όλα λεπτομερώς αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας στα οποία περιλαμβάνονται και οι προκηρύξεις της ΕΟ 17Ν, τα πειστήρια τετράδια που βρέθηκαν στα κρησφύγετα της ΕΟ 17Ν και αναφέρονται στα οικονομικά της, τα δημοσιεύματα εφημερίδων, περιοδικών, εντύπων, το προβληθέν στο ακροατήριο, κατόπιν των σχετικών παρεμπιπτουσών αποφάσεων 1922, 1932 και 2314/06 του Δικαστηρίου αυτού, σε δύο μέρη, αντίγραφο της βιντεοκασέτας DVD, που περιέχει τα κεντρικά δελτία ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ...αναφορικά με την περιεχόμενη σ' αυτά τηλεφωνική συνέντευξη του Χ3 προς τους αναφερόμενους σ' αυτά δημοσιογράφους, απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα του τμήματος Εξερευνήσεων και των τμημάτων όλων ανεξαιρέτως των Εργαστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών και των Υποδιευθύνσεών της καθώς και όλων ανεξαιρέτως των Τμημάτων της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και των Δ/νσεων και Υποδ/νσεων Ασφαλείας αυτής, όπως όλα λεπτομερώς αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, από όλες ανεξαιρέτως τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και εκείνες των νομίμως διορισθέντων Τεχνικών Συμβούλων, που αναγνώσθηκαν, επίσης, και λεπτομερώς αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας από όλες ανεξαιρέτως τις εκθέσεις αυτοψίας και τις λοιπές εκθέσεις (νεκροψίας-νεκροτομής, ιατροδικαστικές, τοξικολογικές, εργαστηριακές, έρευνας, ανευρέσεως, παραδόσεως, κατασχέσεων, αποδόσεως κατασχεθέντων, κατ' οίκον έρευνας, σωματικών ερευνών, ρούχων, ακρόασης, απομαγνητοφώνησης, εξετάσεως πειστηρίων, απόρρητες εκθέσεις, εγχειρήσεως, δοκιμής κλειδιών, γραφολογικές, όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών) που όλες αυτές επίσης αναγνώσθηκαν και λεπτομερώς, επίσης, αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, τις επισκοπηθείσες φωτογραφίες, σκίτσα και σχεδιαγράμματα που λεπτομερώς, επίσης, αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, από τις δηλώσεις των κατηγορουμένων που περιέχονται λεπτομερώς στα πρακτικά της παρούσας, από τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τόσο κατά το μέρος τους που περιέχουν ομολογίες ή αρνήσεις της κατηγορίας, όσο και κατά το μέρος που περιέχουν επιβαρυντικά ή ευνοϊκά στοιχεία για άλλους συγκατηγορουμένους, από τις εκθέσεις απολογιών (και των συνοδευόντων αυτές υπομνημάτων) της προδικασίας που αναγνώσθηκαν και λεπτομερώς, επίσης, αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας κατόπιν των σχετικών παρεμπιπτουσών αποφάσεων του Δικαστηρίου αυτού, που λεπτομερώς επίσης προμνημονεύθηκαν, του ήδη καταδικασθέντος με την πρωτόδικη απόφαση Χ3 και των κατηγορουμένων Χ4, Χ5, Χ2, Φ3, Φ7, Φ6 κατόπιν, επίσης, παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά το μέρος που περιέχουν τις αναφερθείσες και στα πρακτικά της παρούσας περικοπές από την απολογία του κατηγορουμένου Φ4 και περιέχουν παρόμοια, ως άνω στοιχεία, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν στο σύνολό τους και από όλη την εν γένει περί την απόδειξη διαδικασία". Στη συνέχεια, όταν το Δικαστήριο αναφέρεται στις επί μέρους πράξεις, οι οποίες αποδίδονται στον καθένα από τους κατηγορουμένους, δεν επαναλαμβάνει κάθε φορά την ως άνω εκτενή περικοπή, αλλά είτε αρκείται στην προηγηθείσα αναφορά της είτε μνημονεύει συνδυαστικά συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση του επί μέρους αποδεικτικού πορίσματος. Η εν λόγω αναφορά στα αποδεικτικά μέσα είναι επαρκής και δεν αποστερεί την προσβαλλόμενη απόφαση από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως, ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ1 και ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ5, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
13.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρ.3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα [μεταξύ άλλων] δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας ή επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας" (ΑΠ 23/2001). Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί από το ΕΔΔΑ στην εν λόγω διάταξη, ως μάρτυρας κατηγορίας για την εφαρμογή της ΕΣΔΑ θεωρείται κάθε πρόσωπο, του οποίου οι δηλώσεις επιβαρύνουν τον κατηγορούμενο, τίθενται υπ' όψη του δικαστηρίου και αξιολογούνται αποδεικτικά από αυτό. Υπό την έννοια αυτή, ως μάρτυρας κατηγορίας θεωρείται και ο συγκατηγορούμενος, στην έκταση που οι δηλώσεις, τις οποίες κάνει στο πλαίσιο της απολογίας του, αποβαίνουν σε βάρος του κατηγορουμένου (ΚΠοινΔ 211Α, ΕΔΔΑ: Luca κατά Ιταλίας της 27-5-2001, ΑΠ 1133/2007). Η άσκηση του δικαιώματος της εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας εκ μέρους του κατηγορουμένου αποβλέπει στη διερεύνηση αφ' ενός της ακρίβειας των γεγονότων που εξιστορούνται και αφ' ετέρου της αξιοπιστίας του προσώπου που κάνει την εξιστόρηση (ΕΔΔΑ: Van Mechelen και άλλοι κατά Ολλανδίας της 23-4-1997). Γι' αυτό, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η προσήλωση στις αρχές της αμεσότητας, της προφορικότητας και της κατ' αντιδικία διεξαγωγής της δίκης, προς τις οποίες δεν συνάδει η επ' ακροατηρίου ανάγνωση των γραπτών καταθέσεων της προδικασίας, ιδίως όταν το πρόσωπο που τις έχει δώσει δεν συμμετέχει στη δίκη (ΚΠοινΔ 333 παρ.2, 357 παρ.3 και 4, 358). Εν τούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες οι εν λόγω αρχές υποχωρούν και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας υπόκειται σε περιορισμούς (ΚΠοινΔ 365 παρ.1, ΕΔΔΑ: Laukkanen και Manninen κατά Φινλανδίας της 3-2-2004). Η ανάγνωση των καταθέσεων της προδικασίας στο ακροατήριο δεν θεωρείται καθ' εαυτή αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ.3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ, εφ' όσον η αποδεικτική τους χρησιμοποίηση συμπορεύεται με τα δικαιώματα της υπεράσπισης (ΕΔΔΑ: Craxi κατά Ιταλίας της 5-12-2002, Unterpertinger κατά Αυστρίας της 24-11-1986). Αυτό συμβαίνει όταν είχε δοθεί στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του η πρόσφορη και επαρκής δυνατότητα να απευθύνει ερωτήσεις και να αντικρούσει το μάρτυρα κατηγορίας, είτε όταν εκείνος κατέθετε στην προδικασία είτε σε κάποιο ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας, πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία γίνεται η ανάγνωση εν απουσία του μάρτυρα (ΚΠοινΔ 97 παρ.1 και 219 παρ.2, ΕΔΔΑ: Kostovski κατά Ολλανδίας της 20-11-1989). Από τη χρήση της δυνατότητας αυτής, βέβαια, ο κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί (ΕΔΔΑ: Pullar κατά Ηνωμένου Βασίλειου της 10-6-1996). Όπως, επίσης, μπορεί να παραιτηθεί και από το δικαίωμα της εναντίωσης στην ανάγνωση των καταθέσεων της προδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ 1727/2005, 23/2001). Στις περιπτώσεις αυτές, εφ' όσον η παραίτηση του κατηγορουμένου προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΕΔΔΑ: Sadak και άλλοι κατά Τουρκίας της 17-7-2001), δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων. Περαιτέρω, όταν ο κατηγορούμενος, χωρίς να έχει παραιτηθεί με αναμφίβολο τρόπο, αφ' ενός δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να απευθύνει ερωτήσεις στο μάρτυρα κατηγορίας που απουσιάζει από το ακροατήριο και αφ' ετέρου έχει εναντιωθεί στην ανάγνωση των καταθέσεων της προδικασίας, τότε, για την κατάφαση παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων απαιτείται, επί πλέον, α) η αποστέρηση του κατηγορουμένου από τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων στο μάρτυρα κατηγορίας κατά την προδικασία ή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο να οφείλεται σε ολιγωρία [αμέλεια] των αστυνομικών ή των δικαστικών αρχών (ΕΔΔΑ: Ferrandelli και Santangelo κατά Ιταλίας της 7-8-1996) και β) η περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου, που ανέγνωσε και έλαβε υπ' όψη τις προανακριτικές καταθέσεις, να στηρίζεται αποκλειστικά ή σε καθοριστικό βαθμό στην κατάθεση που έχει αναγνωσθεί (ΕΔΔΑ: Kollcaku κατά Ιταλίας της 8-2-2007, ΑΠ 1133/2007). Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ακυρότητα δεν υφίσταται.Εν προκειμένω, από την επισκόπηση αφ' ενός των προσβαλλόμενων αποφάσεων και των συνημμένων σε αυτές πρακτικών των δημοσίων συνεδριάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και αφ' ετέρου των αποφάσεων και των πρακτικών των δημοσίων συνεδριάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που είχε κρίνει την ίδια υπόθεση στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, προκύπτουν τα εξής: Μεταξύ των κατηγορουμένων, στους οποίους αποδόθηκε η δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης "ΕΟ 17Ν" και η συμμετοχή σ' αυτή, συγκαταλέγεται ο Χ3 (βλ. παραπάνω, αρ.2, ως προς το απαράδεκτο της δηλώσεως αναιρέσεως που άσκησε). Αυτός, που είχε τραυματισθεί σοβαρά την 29-6-2002, κατά την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού σε στόχο της οργάνωσης και έκτοτε νοσηλευόταν υπό φρούρηση στο κρατικό νοσοκομείο "...." της Αθήνας, εξετάσθηκε προανακριτικά ως κατηγορούμενος (ΚΠοινΔ 105, 243 παρ.2), μέσα στο νοσοκομείο, παρουσία του εισαγγελέως πρωτοδικών Ιωάννη Διώτη, που επόπτευε την προανάκριση και του υποστράτηγου ..., που ήταν προϊστάμενος της αρμόδιας αστυνομικής (αντιτρομοκρατικής) υπηρεσίας. Η εξέτασή του, που είχε τη νομική φύση και τον τύπο της απολογίας (ΚΠοινΔ 273, 274), υπήρξε εκτενής και διεκόπη επανειλημμένα, προκειμένου να παρέχεται σ' αυτόν η δυνατότητα αφ' ενός να αναπαύεται και αφ' ετέρου να υποβάλλεται, περιοδικώς, στην ενδεδειγμένη νοσηλεία. Για την προανακριτική απολογία του Χ3 συντάχθηκαν, διαδοχικά, οι εκθέσεις εξέτασης κατηγορουμένου με τις ημερομηνίες α) 11-7-2002, β) 20-7-2002, γ) 21-7-2002, δ) 22-7-2002 και ε) 27-7-2002. Στις εκθέσεις αυτές γίνεται ειδική μνεία ότι στον κατηγορούμενο εξηγήθηκαν όλα τα υπερασπιστικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η δυνατότητα να έχει τη συμπαράσταση συνηγόρου και ότι αυτός δήλωσε πως δεν επιθυμεί την άσκησή τους. Ακολούθησε η απολογία του Χ3 ενώπιον του εφέτη ειδικού ανακριτή Λεωνίδα Ζερβομπεάκου, που δόθηκε, επίσης, στο νοσοκομείο "..." κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του. Εν όψει της ανακριτικής απολογίας, ο κατηγορούμενος την 9-8-2002 ζήτησε και έλαβε προθεσμία για να προετοιμασθεί και την 11-8-2002 απολογήθηκε, έχοντας ως νομικό συμπαραστάτη το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Αγιοστρατίτη. Στην απολογία αυτή ο Χ3 δήλωσε ότι έχει γνώση του περιεχομένου όλων των εγγράφων της ανακρίσεως και κατόπιν, αφού επιβεβαίωσε ρητώς όλες τις προηγηθείσες, προανακριτικές απολογίες του, έδωσε όσες διευκρινίσεις ζήτησε ο ανακριτής, χωρίς να ανασκευάσει τίποτε. Στο πλαίσιο των απολογιών αυτών, ο κατηγορούμενος δήλωσε μετανοημένος για τη συμμετοχή του στην εγκληματική οργάνωση, ομολόγησε και περιέγραψε τη σύμπραξή του σε ένα μεγάλο αριθμό από τις δραστηριότητές της και υπέδειξε ως συνεργάτες ή καθοδηγητές του διάφορα πρόσωπα, άλλοτε μόνο με το ψευδώνυμο, με το οποίο εκείνα συμμετείχαν στην οργάνωση και άλλοτε, επιπλέον, με το πραγματικό τους όνομα. Με τον τρόπο αυτό, επιβάρυνε κάποιους από τους συγκατηγορουμένους του. Όταν η κατάσταση της υγείας του σταθεροποιήθηκε, την 2-9-2002, ο κατηγορούμενος, ως προσωρινά κρατούμενος, μετήχθη από το νοσοκομείο "..." στις φυλακές .... Την 27-10-2002, ο Χ3 κλήθηκε προς συμπληρωματική απολογία ενώπιον του αυτού εφέτη ανακριτή. Μετά τη λήψη προθεσμίας, απολογήθηκε την 31-10-2002, με την παρουσία του ως άνω δικηγόρου, οπότε κατέθεσε ταυτόχρονο υπόμνημα. Με το υπόμνημα αυτό αποκήρυξε όλα, όσα είχε καταθέσει προηγουμένως, τα οποία προσέβαλε ως αναληθή κατά περιεχόμενο. Δήλωσε ότι οι προανακριτικές και η πρώτη ανακριτική απολογία του στον εφέτη ανακριτή ήσαν αποτέλεσμα της άθλιας σωματικής και ψυχολογικής καταστάσεως, στην οποία είχε περιέλθει λόγω του τραυματισμού του, της νοσηλείας του στη μονάδα εντατικής θεραπείας, της αναγκαίας φαρμακευτικής αγωγής, την οποία ελάμβανε σύμφωνα με τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών και της πρόσθετης χορήγησης ψυχοτρόπων ουσιών, η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, γινόταν με εντολές της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και προκαλούσε σ' αυτόν παραισθήσεις και ανικανότητα να αντιλαμβάνεται τη σημασία των ερωτήσεων που δεχόταν και των απαντήσεων που έδινε. Στις ερωτήσεις που του έκανε ο εφέτης ανακριτής επί του απολογητικού υπομνήματος, ο Χ3 είπε ότι κατά το χρονικό διάστημα που εξακολουθούσε να βρίσκεται στο νοσοκομείο, φοβόταν να ανασκευάσει τις απολογίες του για να μην προκαλέσει την εκδικητική αντίδραση των οργάνων της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και ότι κατά το χρονικό διάστημα από την αρχή της κράτησής του στις φυλακές ...μέχρι την κατάθεση του απολογητικού υπομνήματος, ήθελε να συνεννοηθεί με το δικηγόρο του. Επί της ουσίας της υποθέσεως αρνήθηκε να απαντήσει, δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται να μιλήσει στο Δικαστήριο και ότι δεν πρόκειται να επιβαρύνει στο εξής τους λοιπούς κατηγορουμένους. Σε όλες τις φάσεις της εξέτασής του στην προδικασία, οι λοιποί κατηγορούμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα να παρευρίσκονται, ούτε αυτοπροσώπως ούτε δια συνηγόρου. Ως εκ τούτου δεν μπόρεσαν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Χ3. Η στέρηση της δυνατότητας αυτής δεν οφείλεται σε ολιγωρία των ανακριτικών αρχών. Πράγματι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο κατηγορούμενος δεν έχει το δικαίωμα να παρίσταται στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ή του συγκατηγορουμένου, παρά μόνο κατ' εξαίρεση, όταν πιθανολογείται η αδυναμία της εμφάνισης αυτών στην επ' ακροατηρίου διαδικασία (ΚΠοινΔ 97 παρ.1, 219 παρ.2). Τέτοια πιθανολόγηση, όμως, δεν μπορούσε να γίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι δεν υπήρχαν προβλέψιμοι, αντικειμενικοί λόγοι που θα καθιστούσαν ανέφικτη την παρουσία του Χ3 στη δίκη, όπως και, πράγματι, δεν ανέκυψαν στη συνέχεια. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ο Χ3 έθεσε ζήτημα ακυρότητας των προανακριτικών και της πρώτης ανακριτικής απολογίας του, οφειλόμενης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν, οι οποίες συνιστούσαν γι' αυτόν "βασανιστήρια και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας". Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών ερεύνησε τον ισχυρισμό του και τον απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμο (βλ. την 2164/28-7-2003 απόφαση). Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ο Χ3 αποχώρησε από τη διαδικασία, αφού δήλωσε ότι ανακαλεί, ως ανακριβή, τα όσα είχε πει στην προδικασία και ότι αρνείται να απολογηθεί και να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση επί της ουσίας, από όπου και αν προέρχεται. Μετά την αποχώρησή του, τέθηκε εκ μέρους του εισαγγελέως της έδρας ζήτημα βίαιης προσαγωγής του, προκειμένου να υποβληθεί σε ερωτήσεις. Όταν οι λοιποί κατηγορούμενοι και οι συνήγοροι υπερασπίσεως ρωτήθηκαν από το Δικαστήριο, δήλωσαν ότι σέβονται το δικαίωμα σιωπής του συγκατηγορουμένου και δεν επιθυμούν τη βίαιη προσαγωγή του. Είπαν, επίσης, ότι υπό άλλες συνθήκες θα είχαν να του κάνουν ερωτήσεις, αλλά ότι λόγω της αποχώρησής του αποδέχονται το ανέφικτο της άσκησης του δικαιώματος αυτού. Διευκρίνισαν, πάντως, ότι αντιλέγουν στην ανάγνωση των απολογιών, που είχε δώσει στην προδικασία. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών ανέγνωσε δημόσια τις απολογίες του Χ3 και τις αξιολόγησε μαζί με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. την 2165/29-7-2003 απόφαση). Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ο Χ3, που δεν είχε ασκήσει παραδεκτή έφεση, δεν συμμετείχε στη δίκη, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να το κάνει κατ' άρθρο 469 ΚΠοινΔ, ως συγκατηγορούμενος ωφελούμενος από τις εφέσεις των λοιπών κατηγορουμένων. Όταν τέθηκε πάλι ζήτημα ανάγνωσης των απολογιών που είχε δώσει στην προδικασία, οι λοιποί κατηγορούμενοι αντέλεξαν. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέταξε την ανάγνωση των απολογιών αυτών (βλ. την 10/3-1-2007 απόφαση και τα σχετικά πρακτικά, όπου έχει καταχωρηθεί αυτούσιο το περιεχόμενο των σχετικών εκθέσεων). Τότε, οι λοιποί κατηγορούμενοι ζήτησαν να κληθεί ο Χ3, για να αποκτήσουν τη δυνατότητα να του υποβάλουν ερωτήσεις. Το Δικαστήριο διέταξε την κλήτευσή του (βλ. την 14/4-1-2007 απόφαση), αλλά ο Χ3 αρνήθηκε να εμφανισθεί. Κατόπιν, οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροι υπερασπίσεως ζήτησαν να διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή του, για να του υποβάλουν ερωτήσεις, αλλά το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με την προέχουσα αιτιολογία ότι αυτός, ως κατηγορούμενος κατ' άρθρο 469 ΚΠοινΔ, είχε το δικαίωμα της σιωπής και δεν έπρεπε να εξαναγκασθεί να καταθέσει (βλ. την 16/8-1-2007 απόφαση). Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, από το σύνολο της συζήτησης που είχε προηγηθεί, τόσο ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου όσο και πρωτοδίκως, σχετικά με το ζήτημα της εξέτασης του Χ3 στο ακροατήριο, προέκυπτε με βεβαιότητα ότι η εκτέλεση της βίαιης προσαγωγής του, ακόμη και αν ήθελε διαταχθεί, θα απέβαινε άσκοπη (EΔΔΑ: Kucera κατά Αυστρίας της 3-10-2002), αφού αυτός είχε εκδηλώσει εμπράκτως τη σταθερή θέλησή του να απόσχει από τη δίκη και να μην απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατόπιν αυτού, διαπιστώνεται ότι η αποστέρηση των λοιπών κατηγορουμένων από τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων στο συγκατηγορούμενο Χ3 κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία οφείλεται στην αρνητική στάση εκείνου και δεν μπορεί να αποδοθεί σε ολιγωρία ούτε του Τριμελούς ούτε του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να θεμελιώσει την ουσιαστική κρίση του, χρησιμοποίησε και τις απολογίες που ο Χ3 είχε δώσει στην προδικασία, αφού, προηγουμένως, είχε δεχθεί, αιτιολογημένα, την εγκυρότητά τους (βλ. την 2795/4-12-2006 απόφαση και παρακάτω, αρ.14). Όπως συνάγεται, όμως, από τη γενική αναφορά των αποδεικτικών μέσων στην αρχή των επί της ενοχής αιτιολογιών του δικαστηρίου και από την ιδιαίτερη επίκληση ορισμένων από αυτά στην επί μέρους αιτιολόγηση μιας εκάστης των κατ' ιδίαν πράξεων (βλ. παραπάνω, αρ.12), οι επίμαχες απολογίες του Χ3 ούτε το μόνο αποδεικτικό μέσο ήσαν ούτε καθοριστική βαρύτητα είχαν στη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης, αφού μόνο σε συνδυασμό με τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων και κατηγορουμένων και με τα υπόλοιπα ευρήματα της ανακριτικής έρευνας απέκτησαν αποδεικτική αξία. Ειδικότερα, κατά τις απολογίες του, ο Χ3 αναφέρθηκε στη δράση ενός στελέχους της εγκληματικής οργάνωσης με το ψευδώνυμο "Λάμπρος", του οποίου δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το πραγματικό όνομα. Το ότι το ψευδώνυμο αυτό αντιστοιχούσε στον Χ1 προέκυψε από τις απολογίες του Χ4 και του Χ5, που αναγνώρισαν τον "Λάμπρο" ο πρώτος εκ του φυσικού και ο δεύτερος σε φωτογραφία, η οποία απεικόνιζε τον Χ1. Ομοίως, αναφέρθηκε στη δράση ενός μέλους της οργάνωσης με το ψευδώνυμο "Χάρης", του οποίου το όνομα προέκυψε από φωτογραφία, στην οποία τον αναγνώρισε ο Χ5 και η οποία απεικόνιζε τον Χ6. Οι πληροφορίες που έδωσε για τους Χ5 και Χ2 επιβεβαιώθηκαν από αυτούς τους ίδιους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ανάγνωση στο ακροατήριο των απολογιών που ο Χ3 είχε δώσει στην προδικασία, παρά την εναντίωση των λοιπών κατηγορουμένων και χωρίς αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να του απευθύνουν ερωτήσεις, δεν παραβίασε στη συγκεκριμένη περίπτωση το υπερασπιστικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ, αφού αφ' ενός η στέρηση της εν λόγω δυνατότητας δεν μπορεί να αποδοθεί σε ολιγωρία των ανακριτικών ή δικαστικών αρχών και αφ' ετέρου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δεν στήριξε την κρίση του αποκλειστικά ή σε καθοριστικό βαθμό επί των απολογιών αυτών. Πέραν τούτου, οι λοιποί κατηγορούμενοι ουδέποτε διευκρίνισαν επαρκώς το έννομο συμφέρον τους να υποβάλουν ερωτήσεις στο Χ3 (ΕΔΔΑ: Perna κατά Ιταλίας της 6-5-2003), με δεδομένο το ότι αυτός είχε ήδη δηλώσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι ανακαλεί τις απολογίες της προδικασίας στο μέτρο που τους ενοχοποιούν και ότι τις καταγγέλλει ως προϊόν "βασανιστηρίων και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας" (είναι διαφορετικό το ζήτημα ότι το δικαστήριο έκρινε, αιτιολογημένα, ως προσχηματική τη δήλωση αυτή, βλ. παρακάτω, αρ.14). Το περιστατικό της ανάκλησης των απολογιών του είχε γίνει γνωστό ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, όπου διαλαμβάνεται η εκτενής συζήτηση που τότε είχε διεξαχθεί επί του θέματος αυτού, με συμμετοχή του Χ3 (πριν από την αποχώρησή του) και όλων των λοιπών κατηγορουμένων και της υπερασπίσεως αυτών. Επομένως, ο πέμπτος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ1 ο εικοστός λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ5, ο πρώτος λόγος (με στοιχείο Β5) του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2 και οι δεύτερος λόγος (με στοιχείο 2Β) του αναιρετηρίου και δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ6, με τους οποίους προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας λόγω στέρησης του δικαιώματος υποβολής ερωτήσεων στο συγκατηγορούμενο Χ3 και προσάπτεται στις παρεμπίπτουσες 10/3-1-2007, 14/4-1-2007 και 16/8-1-2007 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
14.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που καταλύεται όταν ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της εξέτασής του, ακόμη και ως υπόπτου για την τέλεση αξιόποινης πράξης, καθίσταται αντικείμενο σωματικής ή ψυχολογικής βίας (άρθρα 7 παρ.2 του Συντάγματος και 3 της ΕΣΔΑ). Το δικαίωμα αυτό παραβιάζεται και όταν το περιεχόμενο της εξέτασης είναι αποτέλεσμα εκμετάλλευσης του "ελλειπτικού επιπέδου συνείδησης" του κατηγορουμένου, το οποίο είτε προϋπήρχε, οφειλόμενο σε λόγους άσχετους προς την εξέταση είτε δημιουργήθηκε εν όψει αυτής. Η έκθεση μιας τέτοιας εξέτασης, που συντάσσεται με στόχο την αθέμιτη λήψη είτε ομολογιών σε βάρος του κατηγορουμένου είτε δηλώσεων αυτού σε βάρος άλλων κατηγορουμένων, είναι άκυρη και δεν μπορεί να έχει αποδεικτική ισχύ. Η ακυρότητα της έκθεσης έχει προβλεφθεί πρωτίστως υπέρ του κατηγορουμένου που έχει εξετασθεί, διότι οι εγγυήσεις, υπό τις οποίες επιβάλλεται να διενεργηθεί η εξέταση, αποβλέπουν στην προστασία του δικαιώματός του να σιωπήσει και να μην αναφερθεί σε περιστατικά, που τον ενοχοποιούν (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με ΚΠοινΔ 223 παρ. 4, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 2521/2008). Περαιτέρω, η άνευ των ως άνω εγγυήσεων εξέταση ενός κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται να αξιολογηθεί αποδεικτικώς ούτε και σε βάρος άλλου κατηγορουμένου, διότι η αποστέρηση του πρώτου από την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων καθιστά την εξέταση αμφίβολη ως προς την αξιοπιστία και ανεπιτήδεια να στηρίξει αποκλειστικά ή σε καθοριστικό βαθμό την καταδίκη του δευτέρου, που αντιλέγει στην ανάγνωσή της. Η κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή ή την ανυπαρξία λόγου που επηρεάζει το κύρος της εξέτασης, κατά τα προαναφερθέντα και την καταλληλότητα αυτής να τύχει αποδεικτικής αξιοποίησης πρέπει να αιτιολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ. Η παράλειψη ή η ανεπάρκεια της αιτιολόγησης ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών τέθηκε, εκ μέρους αφ' ενός του κατηγορουμένου Χ3 και αφ' ετέρου του αναιρεσείοντος Χ6, ζήτημα ότι οι προανακριτικές και η πρώτη ανακριτική απολογίες του πρώτου δόθηκαν υπό καθεστώς εκμετάλλευσης του "ελλειπτικού επιπέδου συνείδησης", στο οποίο αυτός βρισκόταν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο "...", αφ' ενός λόγω της καταστάσεως της υγείας του καθ' εαυτή και αφ' ετέρου λόγω της σκόπιμης χορήγησης ψυχοτρόπων ουσιών. Επί του ζητήματος αυτού, το Πενταμελές Εφετείο, αφού διεξήγαγε αποδείξεις και άκουσε τις τοποθετήσεις των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους, απάντησε λεπτομερώς με την παρεμπίπτουσα 2795/4-12-2006 απόφασή του. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο, διερευνώντας τους ισχυρισμούς ως προς την ψυχολογική κατάσταση του Χ3 κατά το χρόνο που είχε δώσει τις προανακριτικές και την πρώτη από τις ανακριτικές απολογίες, δέχθηκε ότι "Το απόγευμα της 5ης Ιουλίου κλήθηκαν από τους θεράποντες ιατρούς του, η Διευθύντρια του Ψυχιατρικού Τμήματος του ίδιου Θεραπευτηρίου ... και ο Αναπληρωτής Καθηγητής της Ψυχιατρικής ..., οι οποίοι προσήλθαν στο Νοσοκομείο και, αφού εξέτασαν τον Χ3 επί 15-20' της ώρας, διαπίστωσαν ότι αυτός είχε ικανοποιητικό επίπεδο συνείδησης, όπως το τελευταίο επιβεβαίωσε και πάλιν η ως άνω μάρτυρας, εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου". Και, ακόμη, ότι "Ο μάρτυρας Μ1, ιατρός, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, με σαφήνεια βεβαίωσε μεταξύ άλλων ότι, μετά την αποσωλήνωση του Χ3, στις 4-7-2002 και τη μεταφορά του από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας [ΜΕΘ] του 3ου ορόφου, στο 10ο όροφο του εν λόγω Θεραπευτηρίου, ο ίδιος, το βράδυ εκείνο, κατά το οποίο είχε εφημερία μέχρι το πρωί της 5-7-2002, διαπίστωσε ότι ο Χ3, επικοινωνούσε πλήρως. Την Τρίτη 9-7-2002, τον ρώτησε ο Χ3 αν υπήρχαν αστυνομικοί, καθώς επίσης τον ρώτησε για τον προσανατολισμό του δωματίου του, αν βλέπει δηλαδή το ΧΙΛΤΟΝ ή το Λυκαβηττό, από το οποίο ευλόγως υποδηλώνεται ανησυχία και του ίδιου και φόβος για ενδεχόμενο κτύπημα κατά της ζωής του. Είχε πλήρη επικοινωνία, ήξερε να προφυλαχθεί και είχε επίπεδο συνείδησης 15 που σημαίνει 100% συνείδηση. Επίσης, κατέθεσε ότι για τα ιατρικά προβλήματα κουβέντιαζαν με τις ώρες, κάθε μέρα και, μάλιστα, με λεπτομέρειες. Δηλαδή, ζητούσε να μάθει και το παραμικρό και, προσέθεσε ο μάρτυρας αυτός, με ξετίναζε και έπρεπε να πάω να διαβάσω, για να τον αντιμετωπίσω. Ήταν ένας άνθρωπος συνεπής, εκτελούσε τα πάντα με ακρίβεια. Στις 11-7-2002, οι πνευματικές του λειτουργίες ήταν τέλειες". Κατόπιν, το δικαστήριο, αφού διερεύνησε το ενδεχόμενο της χορήγησης φαρμακευτικών ουσιών, που θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει τις ψυχικές και νοητικές λειτουργίες του Χ3, δέχθηκε ότι "Τούτο αποκλείσθηκε με βεβαιότητα από τους ιατρούς του ...(βλ. αναγνωσθείσα έκθεση για τις συνθήκες νοσηλείας του) και τον θεράποντα ιατρό της ΜΕΘ Μ1 πράγμα που επιβεβαιώνει και η νοσηλεύτρια ...". Επίσης, ότι "Στις 12-7-2002 και επειδή είχαν δημοσιευθεί δηλώσεις της συντρόφου του Ζ1, απεστάλη δείγμα αίματος του Χ3 στο Εργαστήριο του εν λόγω Θεραπευτηρίου, με εντολή να μετρηθούν τα επίπεδα όλων τυχόν των ψυχοφαρμάκων που μπορούσε να μετρήσει το Εργαστήριο, αλλά το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής απέβη αρνητικό". Για να καταλήξει στο πόρισμα αυτό, το δικαστήριο αξιολόγησε και τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέσθηκε κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης ο ίδιος ο Χ3. Στην αιτιολογία του διέλαβε ότι "Ο ψυχίατρος Μ3, της επιλογής του Χ3, που τον εξέτασε στις φυλακές του ...μεταγενέστερα, δηλαδή στις 5-4-2003, κατέθεσε ότι κατά την εκτίμησή του οι ομολογίες δεν ήσαν αποτέλεσμα επίδρασης φαρμακευτικών ουσιών, αλλά οφείλονται στην εμφάνιση του συνδρόμου της ΜΕΘ [αισθητηριακή απομόνωση]. Ο ιατρός Μ1, όμως, και οι ως άνω δύο ψυχίατροι που τον εξέτασαν κατά τα ανωτέρω αποκλείουν την εμφάνιση του συνδρόμου αυτού. Σε ενίσχυση των ανωτέρω, έρχεται και το περιεχόμενο της προαναφερθείσας, από 8-9-2002, συνέντευξης που έδωσε ο Χ3, στο δημοσιογράφο Δ1 και ειδικότερα οι αναφορές που κάνει ο ίδιος 1) για το πώς εκτίμησε ότι βρισκόταν στην Ελλάδα, [δηλαδή] από τις κόρνες των αυτοκινήτων και [μάλιστα] στον ...από το ότι τα μηχανάκια κατέβαιναν με φρένο μηχανής, δηλαδή την [οδό] ..., αφού κανένα άλλο Νοσοκομείο δεν έχει τέτοια κατηφόρα, 2) για τις οδηγίες που έδωσε για να βρεθεί το μηχανάκι του στο ..., 3) για το λόγο που χτύπησαν τους Θ8 και Θ14 και ταυτίζεται με το περιεχόμενο των σχετικών προκηρύξεων και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως ..... Κατά την κρίση του δικαστηρίου, η κατάθεση του Ψυχιάτρου Μ3 περί του αντιθέτου δεν είναι πειστική, καθ' όσον πρόκειται για εκτίμηση στην οποία κατέληξε όταν εξέτασε τον Χ3 στις φυλακές ..., κατόπιν [προσ]κλήσεως του ίδιου, πολλούς μήνες μετά την έξοδό του από τη ΜΕΘ και τη λήψη των απολογιών του. Τα αυτά δέον να λεχθούν και ως προς τις αναγνωσθείσες εκθέσεις των ψυχιάτρων [τεχνικών συμβούλων] ... και ...., οι οποίοι προσπαθούν να αναπαράγουν μια πραγματικότητα του απώτερου παρελθόντος, με υποθετικές εκτιμήσεις. Ας σημειωθεί ότι στις εκθέσεις τους αυτές οι εν λόγω ψυχίατροι ουδόλως βεβαιώνουν ότι δόθηκαν φάρμακα που μπορεί να θεωρηθούν ότι επέδρασαν στη συνείδηση του Χ3, κατά το κρίσιμο διάστημα που λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες απολογίες". Με τις σκέψεις αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών απάντησε προσηκόντως και απέρριψε με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους ισχυρισμούς περί του ότι οι κατά την προδικασία απολογίες του Χ3 ήσαν αποτέλεσμα εκμετάλλευσης του "ελλειπτικού επιπέδου συνείδησης", στο οποίο [δήθεν] βρισκόταν λόγω αφ' ενός της κακής υγείας του και της προηγηθείσας νοσηλείας του στη ΜΕΘ και αφ' ετέρου της σκόπιμης χορήγησης ψυχοτρόπων ουσιών προς αυτόν. Επομένως, ο δεύτερος λόγος (με στοιχείο 2Γ) του αναιρετηρίου και ο πρώτος (ως προς το δεύτερο σκέλος του) λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ6, με τους οποίους προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας λόγω της αποδεικτικής αξιοποίησης των εν λόγω απολογιών και η έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραδοχή του κύρους τους (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ'), είναι αβάσιμοι.
15.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που καταλύεται όταν ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της εξέτασής του, καθίσταται αντικείμενο βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, σωματικής ή ψυχολογικής βίας (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και 7 παρ.2 του Συντάγματος). Επίσης, συγκαταλέγεται το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που καταλύεται [μεταξύ άλλων και] όταν δεν δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει νομικό συμπαραστάτη για την υπεράσπισή του (άρθρο 6 παρ.1 και 3 στοιχ. γ' της ΕΣΔΑ και 100 ΚΠοινΔ). Η δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να παρέχεται και στην περίπτωση που διενεργείται αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση επί αυτοφώρου εγκλήματος, οπότε και πάλι ο κατηγορούμενος πρέπει να εξετάζεται με τις εγγυήσεις που παρέχει η κυρία ανάκριση (ΚΠοινΔ 105 εδ. α', όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 παρ.2 του ν. 2408/1996, με παραπομπή στις ΚΠοινΔ 273, 274), με σεβασμό του δικαιώματός του να σιωπήσει και να μην αποκαλύψει περιστατικά, τα οποία τον ενοχοποιούν (ΕΔΔΑ: Allan κατά Ηνωμένου Βασίλειου της 5-11-2002, ΟλΑΠ 2/1999). Η παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων καθιστά άκυρη την εξέταση του κατηγορουμένου και επιβάλλει την αφαίρεση της σχετικής έκθεσης από τη δικογραφία (ΚΠοινΔ 31 παρ.2 εδ. β', όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τα άρθρα 2 παρ.1 του ν. 3160/2003 και 5 του ν. 3346/2005, ΚΠοινΔ 105 εδ. β' και γ'). Η άκυρη εξέταση δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί αποδεικτικώς σε βάρος του κατηγορουμένου, εκτός εάν ισχυροποιηθεί με την επιβεβαίωση ή την επανάληψή της σε μεταγενέστερη απολογία, που θα ληφθεί ελευθέρως, με δυνατότητα άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων (ΑΠ 645/2004, 710/2003). Άλλη εκδήλωση του δικαιώματος στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης είναι η παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας να εξετάσει με τους ίδιους όρους τους μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως (άρθρο 6 παρ.3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ). Η άρνηση της δυνατότητας αυτής, εφ' όσον σε συγκεκριμένη περίπτωση και σε συνδυασμό με το σύνολο των δεδομένων της ποινικής διαδικασίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, καταλύει το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης και δημιουργεί, επίσης, την ως άνω ακυρότητα. Σε κάθε περίπτωση, η απόρριψη του αιτήματος για την κλήτευση και την εξέταση μαρτύρων πρέπει να αιτιολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ. Η παράλειψη ή η ανεπάρκεια της αιτιολόγησης ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών τέθηκε εκ μέρους του αναιρεσείοντος Χ5 το ζήτημα ότι, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, η από 18-7-2002 απολογία αυτού, κατά την οποία προβαίνει σε ομολογίες που τον επιβαρύνουν, δόθηκε αφ' ενός χωρίς να παρασχεθεί σ' αυτόν η δυνατότητα χρησιμοποίησης συνηγόρου υπεράσπισης και αφ' ετέρου υπό καθεστώς τόσο σωματικής βίας, συνιστάμενης σε άμεσες σωματικές κακώσεις, σε υπέρμετρη σωματική καταπόνηση από πολύωρη στέρηση ύπνου και τροφής και σε χορήγηση ψυχοτρόπων ουσιών όσο και ψυχολογικής βίας, συνιστάμενης σε απειλές σε βάρος της ζωής του ιδίου και της σωματικής ακεραιότητας της ανήλικης θυγατέρας του. Και ότι η επιβεβαίωση του περιεχομένου αυτής κατά την από 23-7-2002 απολογία του ενώπιον του τακτικού ανακριτή, όπου χρησιμοποίησε συνήγορο υπεράσπισης, δεν ήταν, επίσης, αυθόρμητη και ειλικρινής, διότι επηρεάσθηκε από την παρουσία ενόπλων αστυνομικών μέσα στο γραφείο του ανακριτή, οι οποίοι υπενθύμιζαν, σιωπηρώς, τα δεινά που είχε υποστεί στην αστυνομία και το ενδεχόμενο της επανάληψής τους μόλις θα επέστρεφε εκεί. Επί του ζητήματος αυτού, το Πενταμελές Εφετείο, αφού διεξήγαγε αποδείξεις και άκουσε τις τοποθετήσεις του κατηγορουμένου και της υπεράσπισής του, απάντησε λεπτομερώς με την παρεμπίπτουσα 2795/4-12-2006 απόφασή του. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι (ακολουθεί η διατύπωση του εφετείου) "Ο κατηγορούμενος Χ5 εξετάσθηκε για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ενώπιον της προανακρίνουσας Αστυνομικής Αρχής στις 18-7-2002, όπου σε πολυσέλιδη κατάθεσή του αποδέχεται μέρος της κατηγορίας. Την επομένη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου ζήτησε να του παρασχεθεί πενθήμερη προθεσμία και διόρισε ως συνήγορό του τη δικηγόρο Αννίτα Πολιτάκη. Στις 23-7-2002 εμφανίσθηκε ενώπιον της εν λόγω Ανακρίτριας και, αφού ανακάλεσε την παραπάνω συνήγορο, διόρισε ως νέους συνηγόρους του τους δικηγόρους Τεντολούρη και Κούρκουλο και στη συνέχεια απολογήθηκε. Εν μέρει βελτίωσε υπέρ αυτού τη θέση του, χωρίς να αρνηθεί τελείως τη συμμετοχή του και ζήτησε την υπέρ αυτού εφαρμογή της ευνοϊκής ρύθμισης του νόμου, διότι, κατ' αυτόν, συνέβαλε ουσιαστικά στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης. Ουδένα λόγο, όμως, έκανε περί βασανιστηρίων, απειλών ή κακομεταχείρισής του (ιδίως για απειλή απαγωγής, βιασμού της θυγατέρας του και κακομεταχείρισης του ίδιου με ύπουλο σφίξιμο των χειροπεδών). Την 29-7-2002 οδηγήθηκε στις φυλακές .... [ως προσωρινώς κρατούμενος] και ακολούθως, την 23-10-2002 εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο ενώπιον του Επίκουρου Εφέτη Ανακριτή, ο οποίος του απήγγειλε νέες κατηγορίες, πήρε δε προθεσμία προς απολογία για την 30-10-2002. Την ημέρα αυτή ο κατηγορούμενος, παρισταμένου και του νέου συνηγόρου του Κων. Παπαδάκη, απολογήθηκε ενώπιον του αυτού ως άνω Ανακριτή και, αφού ανακάλεσε τις δύο προηγούμενες απολογίες του, προέβαλε - για πρώτη φορά - ότι αυτές λήφθηκαν κατόπιν ξυλοδαρμών και απειλών σε βάρος αυτού και της οικογενείας του, που συνιστούν βασανισμό του και προσβολές της αξιοπρέπειάς του, με τον τρόπο δε αυτό επιδείνωσαν και τη βαριάς μορφής δισκοπάθεια από την οποία πάσχει. Επίσης, ισχυρίσθηκε στον πιο πάνω Ανακριτή ότι στις ομολογίες του, που προαναφέρθηκαν, συνετέλεσε και η επίδραση ενδεχόμενων ουσιών που τον έκαναν να βλέπει με συμπάθεια τους βασανιστές του και ότι τα ανωτέρω δεν τα είπε νωρίτερα επισήμως, αλλά περίμενε να εμφανισθεί ενώπιόν του για να τα εκθέσει. Αν, όμως, πράγματι η προανακριτική απολογία του κατηγορούμενου Χ5 είχε ληφθεί υπό τις συνθήκες που ισχυρίζεται, δεν δικαιολογείται [το] ότι δεν ανέφερε το γεγονός αυτό στην Τακτική Ανακρίτρια ούτε στις 19-7-2002, που ζήτησε και έλαβε προθεσμία ούτε στις 23-7-2002, που απολογήθηκε με την παρουσία των δικηγόρων Τεντολούρη και Κούρκουλου. Ο ισχυρισμός του ότι φοβόταν, επειδή θα επέστρεφε στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, η οποία τον είχε προειδοποιήσει να μην αλλάξει κάτι, δεν ευσταθεί, διαφορετικά δεν δικαιολογείται η παράστασή του με τους πιο πάνω δικηγόρους. Πέραν τούτων, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν στις φυλακές ... από 29-7-2002 και είχε ξεφύγει από τα χέρια της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, δεν ανέφερε τα περί βασανιστηρίων, παρά μόνο στις 30-10-2002 ενώπιον του Επίκουρου Εφέτη Ανακριτή, δηλαδή μετά πάροδο, περίπου, δυόμισι [ορθό: τρεισήμισι] μηνών και ενώ ήδη είχε εμφανιστεί ο συγκατηγορούμενός του Φ2, θέλοντας, προδήλως, με τον τρόπο αυτό και την ανάκληση των απολογιών του να δικαιολογήσει την [αρχική] συνεργασία του με τις Αρχές". Το Πενταμελές Εφετείο, όμως, δεν περιορίσθηκε στο να εξαγάγει συμπεράσματα από την καθυστέρηση του X5 να καταγγείλει τις συνθήκες της προανακριτικής απολογίας του. Εξέτασε επί του ζητήματος αυτού τους μάρτυρες που πρότεινε ο καταγγέλλων και τους λοιπούς κατηγορουμένους και δέχθηκε ότι "Την ίδια εποχή από τις φυλακές ...ο Χ3 έδινε τηλεφωνικές συνεντεύξεις προς δημοσιογράφο, πράγμα που υποδηλώνει ελευθερία [της] προς τα έξω πληροφόρησης και, μάλιστα, για ένα τόσο σοβαρό συμβάν, [για το οποίο], κατά τον κατηγορούμενο, υπήρχαν και εμφανή σημάδια. Αλλά και στον εν λόγω [Εφέτη] Ανακριτή δεν ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος ότι υπήρχαν στο σώμα του ίχνη από την κακομεταχείριση που προβάλλει, ενώ το πλέον εύλογο θα ήταν να επιδείξει τα σημάδια που επικαλείται και να ζητήσει την άμεση εξέτασή του από ιατροδικαστή, καθώς και τη δίωξη των υπαιτίων, πράγμα που έκανε μόλις περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2002 υποβάλλοντας σχετική μήνυση. Ούτε κάποιος ιδιώτης ιατρός της επιλογής του κατηγορούμενου αυτού ή μέλος του προσωπικού των φυλακών κλήθηκε από τον ίδιο να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του για την ύπαρξη εμφανών σημείων κακοποίησής του, όπως λ.χ. μελανά σημεία στα πλευρά του. Οι αόριστες δηλώσεις των συγκατηγορουμένων του περί βασανισμού του δεν ανταποκρίνονται προς την αλήθεια. Ενδεικτικά, ενώ αυτός ισχυρίζεται ότι ο Χ4 είχε δει από ανοιχτό παράθυρο να τον κτυπούν, ο τελευταίος αναφέρει ότι δεν είδε ότι τον κτυπούσαν. Ο Χ2 καταθέτει ότι έβλεπε κάποιον να βγαίνει αγριεμένος από το Γραφείο της Αντιτρομοκρατικής, όπου είχαν τον κατηγορούμενο, να σκουπίζει τα ματωμένα χέρια του και να ξαναμπαίνει μέσα, ενώ ούτε ο ίδιος ο X5 ισχυρίσθηκε ότι από τον ξυλοδαρμό του είχαν προκληθεί πληγές που αιμορραγούσαν". Πρέπει να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι από την επισκόπηση του δικογράφου των προσθέτων λόγων προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ομιλεί μόνο περί ρινορραγίας, η οποία, κατά την κοινή πείρα, δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε κτύπημα, αλλά μπορεί να προέλθει και από συναισθηματική ένταση, όπως αυτή που μπορεί να αισθανθεί κάποιος που προδίδει τους πρώην συντρόφους του. Και συνεχίζει η αιτιολογία του Πενταμελούς Εφετείου "Ομοίως, δεν είναι αληθείς και οι διαβεβαιώσεις των στενώς με αυτόν συνδεόμενων προσώπων (αδελφής του, συντρόφου του) που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, αφού δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό στοιχείο που να τις επιστηρίζει. Τεκμήριο εναντίον αυτών που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος X5 θα πρέπει να θεωρηθεί και το ότι βασικοί κατηγορούμενοι, όπως οι Χ1 και Φ2, κατέθεσαν ότι καμία σοβαρή απειλή ή κάποια έστω και ασήμαντη σωματική κάκωση ή χρήση φαρμακευτικών ουσιών ασκήθηκε εναντίον τους και δεν προέκυψε ότι υπήρχε κάποιος βάσιμος λόγος διαφορετικής μεταχείρισης του εν λόγω κατηγορουμένου, όταν μάλιστα το παγκόσμιο ενδιαφέρον ήταν κριτικά στραμμένο προς την ενεργούμενη τότε προανακριτική έρευνα και κάθε τέτοια δήλωση κατηγορουμένου θα είχε εγείρει θύελλα διαμαρτυριών. Ο ισχυρισμός αυτού ότι τούτο οφείλεται σε λόγους εκδίκησης των ανδρών της Αντιτρομοκρατικής, διότι, όταν τον είχαν συλλάβει κατά το έτος 1993, δεν κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν σε βάρος του κατηγορία, είναι μη πειστικός, αφού ανατρέπει τον κυρίως προβαλλόμενο, δηλαδή ότι ο ξυλοδαρμός του σκοπό είχε τον εξαναγκασμό του να προβεί στις επίμαχες απολογίες. Άλλωστε δεν δικαιολογείται γιατί η Αντιτρομοκρατική δεν ενήργησε με ανάλογο τρόπο και έναντι άλλων κατηγορουμένων, που φέρονται, επίσης, ότι την είχαν εκθέσει επί πολλά έτη, παραμένοντας ασύλληπτοι. Επί πλέον, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την απολογία του ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας, αστυνομικά όργανα, εντεταλμένα για τη φύλαξη αυτής, του Εισαγγελέα, της Γραμματέως και του ίδιου, τον στόχευαν με τα όπλα τους (με ακτίνες) ούτε ότι η παρουσία τους επηρέασε καθοιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη έκφραση αυτού και την εν γένει άσκηση των δικαιωμάτων του. Ενόψει όλων τούτων κρίνεται από το δικαστήριο ότι οι προσβαλλόμενες απολογίες του κατηγορούμενου X5 δεν υπήρξαν αποτέλεσμα βασανιστηρίων, απειλών ή προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά, αντιθέτως, ήσαν αυθεντικές και αυθόρμητες". Και ακόμη, το Πενταμελές Εφετείο, για να ενισχύσει την κρίση του, περί του ότι η επιβεβαίωση της προανακριτικής απολογίας ενώπιον του τακτικού ανακριτή, παρουσία συνηγόρου, υπήρξε ελεύθερη και ειλικρινής, προέβη σε συγκριτική στάθμιση του περιεχομένου αυτής προς το περιεχόμενο της ανακριτικής απολογίας και κατέληξε στο ότι "Περιλαμβάνονται σ' αυτές και θετικά γι' αυτόν στοιχεία, όπως λ.χ. ότι ενώ στην προανακριτική του απολογία έλεγε ότι ήταν μέλος της επαναστατικής οργάνωσης μέχρι την ημέρα της σύλληψής του, στην ενώπιον της Ανακρίτριας απολογία του ισχυρίστηκε ότι παρέμεινε στην ομάδα μέχρι το 1992. Σε άλλο δε σημείο αυτής ότι έπαυσε να συμμετέχει στην ομάδα μετά τις 16/5/1993, που συνελήφθη από τυχαίο γεγονός από την Αντιτρομοκρατική. Επίσης, στην ίδια ανακριτική απολογία του, καταθέτοντας ευνοϊκά γι' αυτόν και σε αντίθεση με όσα είχε καταθέσει προανακριτικά, ισχυρίστηκε ότι αυτός δεν χειριζόταν όπλα και συνήθως οδηγούσε μηχανές. Ευνοϊκές για τον ίδιο είναι και οι δηλώσεις που περιέχονται στην ανακριτική του κατάθεση, ότι δεν συμφωνεί με φράσεις που αναφέρονται στην προανακριτική, διότι αφορούν το παρελθόν και σήμερα δεν συμφωνεί με αυτές. Ότι είναι στη διάθεση της Ανακρίτριας να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ότι από την αρχή συνέβαλε ουσιαστικά στην εξάρθρωση της εγκληματικής αυτής οργάνωσης, όπως τη χαρακτήρισε. Και ότι ζητεί να υπαχθεί στην ευνοϊκή ρύθμιση του Νόμου. Αλλά και υπέρ συγκατηγορουμένων του έχει καταθέσει ευνοϊκότερα, αφού ενώπιον της Ανακρίτριας ισχυρίστηκε ότι δεν είδε ποτέ ποιος πυροβολούσε, [πράγμα] που έρχεται σε αντίθεση με την προανακριτική του κατάθεση". Καταλήγοντας, για να αποκλείσει τον ισχυρισμό περί στερήσεως της δυνατότητας να έχει δικηγόρο στην προανάκριση, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι "Ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν στερήθηκε των υπερασπιστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρο 100, 101, 102, 103, 104 επ. ΚΠοινΔ. Αντιθέτως, μάλιστα, αποδείχθηκε ότι, όταν κατά την προανάκριση έλαβε γνώση τούτων, αυτός, προτιθέμενος να συνεργασθεί με τις Αρχές, αρνήθηκε να κάνει χρήση τούτων. Όπως δε προαναφέρθηκε και προκύπτει και από το κείμενο της ανακριτικής του απολογίας, όταν εμφανίσθηκε ενώπιον της Ανακρίτριας διόρισε δικηγόρους και αφού ζήτησε και έλαβε προθεσμία απολογήθηκε με την παρουσία τους. Κατ' ακολουθία, η ένσταση περί ακυρότητας της προανακριτικής και της ανακριτικής απολογίας του κατηγορούμενου X5 πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη". Η προαναφερθείσα αιτιολογία είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, αφού από το περιεχόμενό της συνάγονται σαφώς δύο, ουσιώδεις παραδοχές. Πρώτα, το ότι στην αστυνομική προανάκριση ο αναιρεσείων δεν είχε χρησιμοποιήσει συνήγορο υπεράσπισης, διότι παραιτήθηκε από το σχετικό δικαίωμα και ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και αν η παραίτηση αυτή δεν ήταν εκούσια, η προανακριτική του απολογία επιβεβαιώθηκε ενώπιον του τακτικού ανακριτή, με την παρουσία δύο συνηγόρων υπεράσπισης. Και έπειτα, το ότι ο ισχυρισμός περί χρήσεως, κατά την προανάκριση, σωματικής και ψυχολογικής βίας, της οποίας η επίδραση εξακολουθούσε μετά πενθήμερο, κατά την κυρία ανάκριση, υπήρξε αβάσιμος αφ' ενός διότι προβλήθηκε καθυστερημένα, όταν ο αναιρεσείων δέχθηκε εντός της φυλακής τον έλεγχο των συγκρατουμένων του, τους οποίους είχε καταδώσει ως μέλη της ίδιας οργάνωσης και υποχρεώθηκε να προσλάβει νέο συνήγορο και να μεταβάλει την υπερασπιστική του γραμμή και αφ' ετέρου διότι δεν επιβεβαιώθηκε με ευθύ και αδιάσειστο τρόπο εκ μέρους των μαρτύρων που ο ίδιος είχε προτείνει και των συγκατηγορουμένων που είχαν εξετασθεί παρεμπιπτόντως. Από την επισκόπηση του δικογράφου των προσθέτων λόγων, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων μίλησε περί βασανισμού για πρώτη φορά την 30-10-2002, ενώπιον του επίκουρου, ειδικού εφέτη ανακριτή. Τότε, δεν είπε τίποτε για παραμένοντα σημάδια στο σώμα του και δεν επικαλέσθηκε μαρτυρίες τρίτων. Ανέφερε, μόνο, ότι οι συγκατηγορούμενοι Χ4 και ... του είχαν πει ότι αντιλήφθηκαν την κακομεταχείριση, που είχε υποστεί στην αστυνομία. Κατά συνέπεια, ο εφέτης ανακριτής δεν είχε αφορμή για να διατάξει ιατροδικαστική εξέταση. Μετά από δύο μήνες, ο αναιρεσείων υπέβαλε την από 30-12-2002 έγκληση κατά παντός υπευθύνου, με την οποία κατήγγειλε βασανισμό και ζήτησε τη διενέργεια ιατροδικαστικής διάγνωσης και την εξέταση μαρτύρων. Στην προκαταρκτική έρευνα που ακολούθησε, εξετάσθηκαν οι προταθέντες μάρτυρες. Ιατροδικαστική διάγνωση δεν έγινε, διότι μετά την πάροδο εξαμήνου από την ημέρα του καταγγελλόμενου βασανισμού δεν ήταν πιθανό να υπάρχουν αντικειμενικά ευρήματα. Οι αναφερόμενες μελανιές στη μέση του αναιρεσείοντος, ακόμη και αν διαπιστώνονταν, δεν θα ήταν δυνατό να χρονολογηθούν με ακρίβεια, για να διαγνωσθεί αν είχαν γίνει την 18-7-2002 κατά την αστυνομική προανάκριση ή αργότερα, κατά την προσωρινή κράτησή του και για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Η παράλειψη αυτή, συνεπώς, δεν μπορεί να αποδοθεί σε ολιγωρία των ανακριτικών αρχών, αλλά σε αμέλεια του ίδιου του αναιρεσείοντος, που δεν προέβαλε τον ισχυρισμό του εγκαίρως. Επί της εγκλήσεως εκδόθηκε απορριπτική διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, η οποία, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής εκ μέρους του αναιρεσείοντος, επικυρώθηκε με διάταξη του εισαγγελέα εφετών Αθηνών. Περαιτέρω, από την αυτή επισκόπηση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων επανέφερε το ζήτημα του βασανισμού του, επανειλημμένα, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου. Εκεί, ζήτησε τρεις φορές να κληθούν και να εξετασθούν ως μάρτυρες αφ' ενός οι αστυνομικοί υπάλληλοι .... και ...., που είχαν συμπράξει στη λήψη της από 18-7-2002 προανακριτικής απολογίας του και αφ' ετέρου ο αστυνομικός υπάλληλος ..., στο πρόσωπο του οποίου ισχυρίσθηκε ότι αναγνώρισε ένα από τους βασανιστές του. Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε το αίτημα αυτό, με τις 415/23-2-2006, 2151/21-9-2006 και 2373/17-10-2006 παρεμπίπτουσες αποφάσεις, στις οποίες επανέλαβε την ίδια αιτιολογία. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτούντος την εξέταση, οι δύο πρώτοι από τους προτεινόμενους μάρτυρες είχαν ασκήσει στην ίδια υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα και ο τρίτος από αυτούς φερόταν ως αυτουργός αξιόποινης πράξης (ΠΚ 137Α). Ως εκ τούτου, οι δύο πρώτοι είχαν καταστεί ανεπιτήδειοι μάρτυρες (ΚΠοινΔ 211 περ. α') και ο τρίτος δεν ήταν δυνατό να υποχρεωθεί να καταθέσει περιστατικά, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για βασανιστήρια (ΚΠοινΔ 223 παρ.4). Κατά συνέπεια, η κλήτευση και επ' ακροατηρίου εξέταση των ως άνω αστυνομικών υπαλλήλων δεν θα ήταν πρόσφορη για την απόδειξη των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο με επαρκή αιτιολογία κατέληξε στο πόρισμα ότι δεν έπρεπε να διατάξει την κλήτευση των προσώπων που ζητούσε ο αναιρεσείων και ότι δεν είχε εμφιλοχωρήσει ακυρότητα της προανακριτικής απολογίας αυτού. Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι του αναιρετηρίου και ο δέκατος έβδομος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X5, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας και ακυρότητα της διαδικασίας λόγω χρήσεως παρανόμου αποδεικτικού μέσου και στέρησης του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων και προσάπτονται στις παρεμπίπτουσες 415/23-2-2006, 2151/21-9-2006, 2373/17-10-2006 και 2795/4-12-2006 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών οι πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
16.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω αρ.7), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και οι εγγυήσεις των άρθρων 100 επ. ΚΠοινΔ, ήτοι η δυνατότητα του κατηγορουμένου να παρασταθεί με συνήγορο με τον οποίο μπορεί να επικοινωνεί, να μελετήσει τα έγγραφα της ανάκρισης είτε αυτοπροσώπως είτε δια του συνηγόρου του, να λάβει αντίγραφα αυτών και να ζητήσει προθεσμία για να προετοιμάσει την απολογία του. Με το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α' του ν. 2408/1996, που αντικατέστησε το άρθρο 105 ΚΠοινΔ, οι εγγυήσεις αυτές επεκτάθηκαν και στην προανάκριση. Ειδικότερα, ορίσθηκε ότι "Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα, εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Η άκυρη εξέταση δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί αποδεικτικώς σε βάρος του κατηγορουμένου, εκτός εάν ισχυροποιηθεί με την επιβεβαίωση ή την επανάληψή της σε μεταγενέστερη απολογία, που θα ληφθεί με δυνατότητα άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων (ΑΠ 645/2004, 710/2003). Για το παραδεκτό του ως άνω αναιρετικού λόγου, πέραν του ότι η ως άκυρη αποκρουόμενη εξέταση του κατηγορουμένου αναγνώσθηκε στο ακροατήριο παρά την εναντίωσή του, πρέπει να εκτίθενται επαρκώς σ' αυτόν αφ' ενός οι περιστάσεις που οδήγησαν στην ακυρότητα (δηλαδή, οι συγκεκριμένες, μία ή περισσότερες παραβιάσεις των υπερασπιστικών δικαιωμάτων), ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της βασιμότητας του ισχυρισμού και της ενδεχόμενης αποκατάστασης των ελλείψεων της προσβαλλόμενης πράξης σε μεταγενέστερη εξέταση και αφ' ετέρου τα σημεία του περιεχομένου της εξέτασης που αξιοποιήθηκαν αποδεικτικώς και έβλαψαν τον αναιρεσείοντα, ώστε να καθίσταται εφικτή η στάθμιση της έντασης (δηλαδή, της αποκλειστικότητας, του καθοριστικού βαθμού ή του συνδυασμού με άλλα, ισοδύναμα αποδεικτικά στοιχεία), με την οποία η άκυρη εξέταση αξιοποιήθηκε σε βάρος του. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του κατηγορουμένου να προτείνει ως λόγο αναίρεσης την παραπάνω ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενώ, διαφορετικά, ο περί αυτής λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και, ως εκ τούτου, απαράδεκτος (ΑΠ 1824/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ2 παραπονείται με το αναιρετήριο (δεύτερος λόγος, υπό στοιχείο Γ2) και με το δικόγραφο των προσθέτων (πρώτος λόγος, υπό στοιχείο Β2) για ακυρότητα λόγω παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, επελθούσης από την σε βάρος του αποδεικτική χρησιμοποίηση της από 17-7-2002 προανακριτικής και της από 21-7-2002 ανακριτικής απολογίας του ιδίου, οι οποίες, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, ήσαν άκυρες, λόγω της κατά τη λήψη τους στέρησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων αυτού, ως κατηγορουμένου. Ουδέν προσδιορίζει, όμως, τόσο στο αναιρετήριο όσο και στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ούτε ως προς το λόγο της επικαλούμενης ακυρότητας των απολογιών αυτών (ποιο δικαίωμα παραβιάσθηκε και με ποιο τρόπο) ούτε ως προς τα σημεία του περιεχομένου τους, που κατά την άποψή του ήσαν αναληθή και τον έχουν επιβαρύνει. Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι του αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων του αναιρεσείοντος Χ2 είναι αόριστοι και, ως εκ τούτου, προεχόντως απαράδεκτοι. Παρά ταύτα, από την επισκόπηση των πρακτικών των προσβαλλόμενων αποφάσεων, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο ερεύνησε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και δέχθηκε ότι "Ο κατηγορούμενος Χ2 εξετάσθηκε ενώπιον της προανακρίνουσας Αστυνομικής Αρχής στις 17-7-2002. Την επομένη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου ζήτησε και έλαβε προθεσμία για την 21-7-2002. Κατά την ημέρα αυτή εμφανίσθηκε ενώπιον της εν λόγω Ανακρίτριας και αφού αναφέρθηκε στην προανακριτική του απολογία, της οποίας επιβεβαίωσε το περιεχόμενο, απολογήθηκε χωρίς δικηγόρο. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι κατά τη λήψη των εν λόγω απολογιών ο κατηγορούμενος στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων εκ των άρθρων 100, 101, 102, 103, 104 επ. ΚΠοινΔ. Αντιθέτως, μάλιστα, όπως προκύπτει και από τα κείμενα των απολογιών του, τα δικαιώματα αυτά του γνωστοποιήθηκαν, πλην επέλεξε να συνεργαστεί με τις Αρχές και ζήτησε την προστασία της σωματικής ακεραιότητας του ίδιου και των μελών της οικογενείας του. Επίσης, δήλωσε, ότι μετανοεί για τις αξιόποινες πράξεις που έκανε και ζήτησε γι' αυτές συγγνώμη, καθώς και την υπαγωγή του στην ευνοϊκή ρύθμιση του νόμου για την εξάρθρωση της ΕΟ 17Ν. Ακόμη, προκύπτει ότι ο προανακρίνων και η Ανακρίτρια, με απόλυτη πληρότητα και σαφήνεια, εξέθεσαν στον κατηγορούμενο τις πράξεις για τις οποίες του απήγγειλαν την κατηγορία, όλα δε όσα κατέθεσε αυτός και καταχωρήθηκαν στις εκθέσεις των απολογιών του σχετίζονται με τις εν λόγω κατηγορίες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω απολογίες του ήσαν αυθεντικές και αυθόρμητες και δεν ήσαν αποτέλεσμα ούτε προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνεπεία λ.χ. σωματικής κάκωσης, βλάβης της υγείας, άσκησης παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας, ούτε βασανιστηρίων, εξαιτίας π.χ. μεθοδευμένης πρόκλησης έντονου σωματικού πόνου ή εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, αϋπνίας, ταλαιπωρίας, ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, απομόνωσης, απειλών σε βάρος του ίδιου ότι θα ξαναγυρίσει στην Αντιτρομοκρατική και μελών της οικογενείας του, καθώς και χρησιμοποίησης χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούλησή του". Και ακόμη, το Πενταμελές Εφετείο, για να ενισχύσει την κρίση του, περί του ότι και οι δύο απολογίες υπήρξαν ελεύθερες και ειλικρινείς, προέβη σε συγκριτική στάθμιση του περιεχομένου αυτών προς τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας και κατέληξε στο ότι "Τούτο ενισχύεται και εκ του ότι στις προσβαλλόμενες απολογίες περιλαμβάνονται λεπτομέρειες προσωπικών δεδομένων και χρησιμοποιούνται εκφράσεις που δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν σε τρίτα πρόσωπα και ιδίως στους ανακρίνοντες. Έτσι λ.χ. ως προς το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, καταθέτει ότι η επιλογή του αφέθηκε στον ίδιο και αυτός επέλεξε ως τέτοιο το Παναής, δίνει δε την εξήγηση ότι το προτίμησε σκεφτόμενος τη γνωστή φράση μην τον είδατε [τον Παναή]. Προσδιορίζει ως τόπο συναντήσεώς του με τα κατονομαζόμενα απ' αυτόν μέλη της Οργάνωσης, τις αναφερόμενες απ' αυτόν καφετέριες του ..., ...και .... Αναφορικά με την ανθρωποκτονία Θ13 καταθέτει ότι, πριν από την ενέργεια, αυτός, ο Χ3 και ο Φ2 είχαν συναντηθεί στον ..., στην πλατεία που είναι απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο και ότι εκεί είδε το "Λουκά" να κοιτάζει επίμονα έναν άντρα, προς τον οποίο και κατευθύνθηκε, δίνοντάς του την εντύπωση ότι τον γνωρίζει. Στην συνέχεια κάνει την περιγραφή του αγνώστου και λέει ότι έκτοτε δεν τον ξαναείδε ούτε έμαθε ποτέ αν είχε οποιαδήποτε σχέση με την Οργάνωση. Επίσης, καταθέτει για κάποιο κρησφύγετο της ΕΟ 17Ν στον ...(που δεν αποκαλύφθηκε), το οποίο βρισκόταν στο σημείο όπου, μετά τη δολοφονία Θ13, εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο διαφυγής. Ειδικότερα, καταθέτει ότι το σπίτι αυτό πιθανότατα το είχε νοικιάσει ο Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), χωρίς, όμως, να γνωρίζει με ποιο όνομα. Το συγκεκριμένο σπίτι είχε επισκεφθεί μαζί με το Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ πριν από την ενέργεια εναντίον του Θ13, μια ή δυο φορές, δε θυμάται, όμως, την ακριβή διεύθυνση, αλλά θυμάται αρκετά προσδιοριστικά στοιχεία, τα οποία και καταθέτει, όπως ότι μάλλον ήταν στον 1ο όροφο τετραώροφης πολυκατοικίας που βρισκόταν σε παράλληλη οδό προς αυτήν που άφησαν το αυτοκίνητο KADETT, κοντά σε ένα παλιό νεοκλασικό κτίριο με κάγκελα και με μεγάλο κήπο, με λουλούδια, δέντρα και πρασινάδα, που μπορεί να το υποδείξει. Ακολούθως, καταθέτει ότι στο παραπάνω κρησφύγετο κρύβονταν όπλα, ρουκέτες, εκρηκτικά και άλλα αντικείμενα και υλικά της Οργάνωσης και ότι σε σχέση με αυτό έχει να δηλώσει ότι το φθινόπωρο του 99, μετά από εντολή του Λουκά που του μετέφερε ο Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), άρχισε να ψάχνει για καινούργιο σπίτι στην περιοχή ...και κατέληξε σ' εκείνο της ... όπου και μεταφέρθηκαν τα αντικείμενα από το σπίτι του .... Πρόσθεσε δε ότι η μετακόμιση αυτή έγινε, διότι θα παντρευόταν ο γιός του εκμισθωτή και χρειαζόταν το σπίτι. Επίσης, καταθέτει για τη γνωριμία του με μία βοηθό της Ζ1, συντρόφου του Χ3, της οποίας προσδιορίζει το όνομα, καταγωγή και την απασχόληση των γονέων της. Αναφέρει ότι μετά τη ληστεία συγκεκριμένης Τράπεζας, κατά τη διαφυγή τους με μηχανάκι, ο Χ3 κρατούσε το τσουβάλι με τα λεφτά σαν τον Άγιο Βασίλη. Ομιλεί για το θάνατο της φίλης του ..., προσδιορίζει την αιτία του θανάτου της και συνδέει το γεγονός αυτό με την απόφασή του να φύγει από την Αθήνα. Πέραν, όμως, τούτων, στις προσβαλλόμενες απολογίες περιέχονται και περιστατικά με τα οποία επιχειρείται απομείωση της ποινικής ευθύνης συγκατηγορουμένων του, όπως π.χ. του αδερφού του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), για τον οποίο καταθέτει ότι πυροβολούσε πάντα χαμηλά και προσεκτικά για να μην σκοτώσει κάποιον άνθρωπο". Και αφού το Πενταμελές Εφετείο δέχεται ότι οι εξιστορήσεις αυτές δεν μπορεί να είναι υποβολιμαίες, διότι μόνο κάποιος που είχε ζήσει τα συμβάντα θα μπορούσε να τις κάνει, απαντά και στους λοιπούς ισχυρισμούς για ακυρότητες εκθέτοντας ότι "Η προβληθείσα από τον κατηγορούμενο Χ2 αιτίαση, κατά την οποία το κατασκευασμένο και ως εκ τούτου άκυρο και πλαστό της προανακριτικής απολογίας του προκύπτει και από το ότι είναι αντιγραφή, άλλως φωτοτυπία, προηγουμένης καταθέσεώς του ως υπόπτου, είναι αβάσιμη, πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιβεβαιώθηκε από τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα ότι η οποιαδήποτε αντιγραφή από την ένορκη αυτή κατάθεση που επικαλείται έγινε χωρίς τη θέλησή του. Συνακολούθως, αβάσιμη είναι και η αιτίαση αυτού κατά την οποία η ανακριτική απολογία του, με την οποία αναφέρθηκε στην από 17-7-2002 προανακριτική απολογία, και επιβεβαίωσε το περιεχόμενό της είναι άκυρη, ως εξαρτωμένη από τις -κατ' αυτόν- άκυρες και πλαστές πράξεις της προανάκρισης, αφού -κατά τα προεκτεθέντα- δεν αποδείχθηκε ακυρότητα τούτων. Επί πλέον, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την απολογία του ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας, αστυνομικά όργανα, εντεταλμένα για τη φύλαξη αυτής, του Εισαγγελέα, της Γραμματέως και του ίδιου, τον στόχευαν με τα όπλα τους, ούτε ότι, η παρουσία τους επηρέασε καθ' οιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη έκφραση αυτού και την εν γένει άσκηση των δικαιωμάτων του. Τέλος, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κρατήθηκε παρανόμως, κατά παραβίαση του άρθρου 279 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αφού από την 16-7-2002, οπότε συνελήφθη στη ..., μεταφέρθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα στην Αθήνα την επομένη". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ελευθέρως παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να χρησιμοποιήσει συνήγορο υπερασπίσεως στην προδικασία, διότι τότε είχε επιλέξει την οδό της συνεργασίας με τις Αρχές, προκειμένου να έχει τα σχετικά ωφελήματα. Και ότι οι αιτιάσεις περί παραβίασης του δικαιώματος αυτού, περί ψυχολογικής βίας και περί ακυροτήτων επινοήθηκαν εκ των υστέρων, όταν ο αναιρεσείων δέχθηκε εντός της φυλακής τον έλεγχο των συγκρατουμένων του, τους οποίους είχε καταδώσει ως μέλη της ίδιας οργάνωσης και υποχρεώθηκε να μεταβάλει την υπερασπιστική του γραμμή. Επομένως, και αν ακόμη ήθελαν θεωρηθεί επαρκώς ορισμένοι, ο δεύτερος λόγος (με στοιχείο Γ2) του αναιρετηρίου και ο πρώτος λόγος (με στοιχείο Β2) του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ2, με τους οποίους προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας λόγω της αποδεικτικής αξιοποίησης των εν λόγω απολογιών και η έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραδοχή του κύρους τους (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ'), θα είχαν κριθεί αβάσιμοι.
17.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω αρ.7 και 14), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που καταλύεται όταν ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της εξέτασής του, καθίσταται αντικείμενο σωματικής ή ψυχολογικής βίας (άρθρα 7 παρ.2 του Συντάγματος και 3 της ΕΣΔΑ). Το δικαίωμα αυτό παραβιάζεται και όταν το περιεχόμενο της εξέτασης είναι αποτέλεσμα εκμετάλλευσης του "ελλειπτικού επιπέδου συνείδησης" του κατηγορουμένου, το οποίο είτε προϋπήρχε, οφειλόμενο σε λόγους άσχετους προς την εξέταση είτε δημιουργήθηκε εν όψει αυτής. Η έκθεση μιας τέτοιας εξέτασης, που γίνεται με στόχο την αθέμιτη λήψη είτε ομολογιών σε βάρος του κατηγορουμένου είτε δηλώσεων αυτού σε βάρος άλλων κατηγορουμένων, δεν μπορεί να έχει αποδεικτική ισχύ και αποκλείεται απολύτως από τη χρησιμοποίησή της ως μέσου αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου (ΑΠ 611/2006). Επίσης, μεταξύ των ως άνω δικαιωμάτων συγκαταλέγονται και οι εγγυήσεις των άρθρων 100 επ. ΚΠοινΔ, ήτοι η δυνατότητα του κατηγορουμένου να παρασταθεί με συνήγορο με τον οποίο μπορεί να επικοινωνεί, να μελετήσει τα έγγραφα της ανάκρισης είτε αυτοπροσώπως είτε δια του συνηγόρου του, να λάβει αντίγραφα αυτών και να ζητήσει προθεσμία για να προετοιμάσει την απολογία του. Όλα αυτά αποτελούν εκδηλώσεις της αξίωσης για χρηστή απονομή της δικαιοσύνης (άρθρο 6 παρ.1 και 3 της ΕΣΔΑ). Με το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α' του ν. 2408/1996, που αντικατέστησε το άρθρο 105 ΚΠοινΔ, οι εγγυήσεις αυτές επεκτάθηκαν και στην προανάκριση. Ειδικότερα, ορίσθηκε ότι "Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα, εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Η κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή ή την ανυπαρξία λόγου που επηρεάζει το κύρος της εξέτασης, κατά τα προαναφερθέντα και την καταλληλότητα αυτής να τύχει αποδεικτικής αξιοποίησης πρέπει να αιτιολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ. Η παράλειψη ή η ανεπάρκεια της αιτιολόγησης ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ4 παραπονείται με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και για έλλειψη αιτιολογίας κατά την εκ μέρους του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών απόρριψη των ισχυρισμών του περί ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, επελθούσης από την σε βάρος του αποδεικτική χρησιμοποίηση της από 17-7-2002 προανακριτικής και της από 21-7-2002 ανακριτικής απολογίας του ιδίου, οι οποίες, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, είχαν ληφθεί κατόπιν ασκήσεως σωματικής και ψυχολογικής βίας, χρήσεως ψυχοτρόπων ουσιών που κατέστησαν ελλειπτικό το επίπεδο της συνείδησής του και στέρησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων αυτού, ως κατηγορουμένου. Από την επισκόπηση των πρακτικών των προσβαλλόμενων αποφάσεων, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο ερεύνησε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και με την 2795/4-12-2006 παρεμπίπτουσα απόφασή του δέχθηκε ότι κατά την αστυνομική προανάκριση είχαν γνωστοποιηθεί τα εν λόγω δικαιώματα, αλλά αυτός, δηλώνοντας μετανοημένος και προτιθέμενος να συνεργαστεί με τις ανακριτικές αρχές, παραιτήθηκε ρητά από την άσκησή τους. Και κατόπιν, απολογούμενος ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ύστερα από προθεσμία την οποία ζήτησε και έλαβε για να ενημερωθεί επί της κατηγορίας και της δικογραφίας, εκουσίως δεν χρησιμοποίησε συνήγορο υπεράσπισης, διότι ζήτησε να υπαχθεί στις ευνοϊκές γι' αυτόν διατάξεις του ν. 2928/2001. Περαιτέρω, διερευνώντας τον ισχυρισμό περί βασανιστηρίων, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι, παρά τα αντίθετα που είχε υποστηρίξει ο αναιρεσείων ενώπιόν του, οι ως άνω απολογίες είχαν δοθεί ελευθέρως, χωρίς να ασκηθεί σε βάρος του σωματική ή ψυχολογική βία. Ειδικότερα, για το στάδιο της προανάκρισης στην αστυνομία, δέχθηκε ότι δεν ασκήθηκε σε βάρος του άμεση σωματική βία (ούτε αυτός, άλλωστε, ισχυρίσθηκε κάτι τέτοιο) και ότι η σωματική ταλαιπωρία, την οποία υπέστη κατά την πολύωρη διάρκειά της, ήταν ανάλογη προς τις διαστάσεις της υποθέσεως και, ως εκ τούτου, δικαιολογημένη, αφού η προανακριτική του απολογία φέρει ως χρόνο έναρξης την 05:50' ώρα της 17-7-2002 και η μεταγωγή του στον τακτικό ανακριτή, όπου ζήτησε και έλαβε προθεσμία, έγινε την 16:20' ώρα της 18-7-2002. Ακόμη, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η προανακριτική απολογία δεν ήταν "αποτέλεσμα μεθοδευμένης πρόκλησης έντονου ψυχικού ή σωματικού πόνου (ιδίως λόγω στέρησης ύπνου, φαγητού, επικοινωνίας με τους οικείους του και τους συνηγόρους του και απειλών σχετικών με τη ζωή του αδελφού του Χ3 ή άλλων μελών της οικογενείας (Χ2-Χ3-Χ4) ή συνεπεία συνεχών φωνασκιών...) ικανού να επιφέρει εξάντληση επικίνδυνη για την υγεία του ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη αυτού, ούτε αποδείχτηκε παράνομη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου προκειμένου να καμφθεί η βούλησή του (ιδίως με τη χορήγηση υπόπτων χημικών ουσιών σε πορτοκαλάδες που ισχυρίζεται ότι του προσφέρθηκαν...) ούτε κάποιας μορφής προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας". Για το στάδιο της ανακριτικής απολογίας, η οποία μετά την προθεσμία δόθηκε την 21-7-2002, το δικαστήριο δέχθηκε ότι "πλησίον της θύρας και των παραθύρων του γραφείου της [Ανακρίτριας] παρίσταντο αστυνομικά όργανα εντεταλμένα για τη φύλαξη αυτής, του Εισαγγελέα, της Γραμματέως και του ίδιου του κατηγορουμένου, δεν αποδείχτηκε όμως ότι οι εν λόγω αστυνομικοί στόχευαν με τα όπλα τους (με ακτίνες LASER) τον κατηγορούμενο ή ότι η παρουσία τους επηρέασε καθ' οιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη έκφραση αυτού και την εν γένει άσκηση των δικαιωμάτων του". Και με προηγούμενη απόφασή του (βλ. παραπάνω αρ.7) είχε κρίνει ότι η λήψη έκτακτων μέτρων ασφαλείας σε εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν απολύτως δικαιολογημένη, είχε εφαρμοσθεί για όλους κατηγορούμενους στην ίδια υπόθεση και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως προσπάθεια εξαναγκασμού του αναιρεσείοντος να επιβεβαιώσει τις προανακριτικές απολογίες του. Τέλος, το Πενταμελές Εφετείο, για να ενισχύσει την κρίση του, περί του ότι και οι δύο απολογίες υπήρξαν ελεύθερες και ειλικρινείς, προέβη και σε συγκριτική στάθμιση του περιεχομένου αυτών προς τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας και κατέληξε στο ότι ο [τότε] απολογούμενος "αναφέρει πραγματικά περιστατικά τα οποία, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ή μη βασιμότητάς τους, δεν ήταν μέχρι τότε γνωστά στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία (π.χ. τη διεύθυνση κατοικίας του στην οδό ..., περιοχής ..., τον τρόπο διαφυγής των δραστών στην ενέργεια κατά Θ10-Θ4, [όπου] αναφέρει χρήση μοτοσυκλετών, μιας μάρκας HONDA και μιας άλλης τύπου ΒΕΣΠΑ, ενώ από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι δράστες διέφυγαν με κλεμμένο αυτοκίνητο, τις εξηγήσεις για τη μη συμμετοχή του στην ενέργεια κατά Θ11, γιατί είχε πρόβλημα με τη μέση του), καθώς και ενέργειες τις οποίες μέχρι τότε κανείς εκ των συγκατηγορουμένων του δεν είχε αναφέρει (π.χ. υποθέσεις Θ20, Θ19, Θ10, ληστεία ...), αλλά και θετικά για την υπεράσπισή του περιστατικά (διακοπή δραστηριότητάς του στην Οργάνωση εδώ και δέκα χρόνια από την, κατά τη 17/7/2002 προανακριτική απολογία του), ενώ παράλληλα στις εν λόγω απολογίες του υπάρχουν κενά μνήμης και εκφράζονται αμφιβολίες αναφορικά με τη συμμετοχή και το ρόλο των λοιπών μελών της Οργάνωσης στις επιμέρους ενέργειες (βλ. ενέργεια κατά Θ20, ΜΑΤ Καισαριανής, Θ2, Θ9, ΜΑΤ Εξαρχείων, Σεπολίων και Θ3). Ειδικότερα, στην υπόθεση Θ18 εκφράζεται αμφιβολία και κενό μνήμης, αν είχε ανατεθεί ρόλος ειδοποίησης στον Λάμπρο ή το Νικήτα. Στην υπόθεση ΜΑΤ Καισαριανής εκφράζεται, επίσης, αμφιβολία και κενό μνήμης για το ποιος πυροδότησε το καλώδιο και για τη συμμετοχή ενός ατόμου που δεν θυμάται. Επίσης, στην υπόθεση Θ2 εκφράζονται αμφιβολίες και κενό μνήμης για το ποιος τοποθέτησε τα εκρηκτικά εντός του αυτοκινήτου. Στην υπόθεση Θ9, επίσης, εκφράζεται αμφιβολία και παρουσιάζεται κενό μνήμης ως προς το εάν το μπουτόν το πάτησε ο Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ)ή ο Λουκάς. Στην υπόθεση ΜΑΤ Εξαρχείων ότι υπήρχε τοιχίο 2,5 μ. αντί 3,5 μ.. Στην υπόθεση ΣΕΠΟΛΙΩΝ, ότι ή ο Άρης ή ο Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ)έριξε χειροβομβίδα προς το περιπολικό και στην υπόθεση Θ3-Θ15 εκφράζεται επίσης αμφιβολία και κενό μνήμης ως το ποιος πάτησε το μπουτόν. Ούτε, άλλωστε, αποδεικνύεται κάτι το αντίθετο από το ύφος, τον τρόπο έκφρασης και την επικαλούμενη έλλειψη πολιτικού λόγου σ' αυτές, αφού έχουν αποτυπωθεί όχι καθ' υπαγόρευση αυτή καθ' αυτή του κατηγορουμένου και έχουν συνταχθεί μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια που επέβαλε η τήρηση συνταγματικά προβλεπόμενων προθεσμιών αναφορικά με τη διάρκεια της προανάκρισης. Επί πλέον και παρά την ύπαρξη των προαναφερθέντων στενών χρονικά πλαισίων, στο τέλος της εν λόγω προανακριτικής υπάρχει επίκληση και πολιτικού λόγου, αφού σ' αυτήν αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι όλο αυτό το διάστημα, που δραστηριοποιείτο πολιτικά σ' αυτήν την Οργάνωση, πίστευε ότι έκανε το σωστό και ότι θα ωθούσε τον κόσμο σε μια αλλαγή. Επίσης, από τη δήλωση του ίδιου του Χ4 ότι, στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, είπε στο συνήγορό του Παπαδάκη, που έφθασε εκεί, φύγε συνεργάζομαι, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του περί στερήσεως του δικαιώματος επικοινωνίας με το συνήγορό του". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ελευθέρως απολογήθηκε και παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να χρησιμοποιήσει συνήγορο υπερασπίσεως στην προδικασία, διότι τότε είχε επιλέξει την οδό της συνεργασίας με τις Αρχές, προκειμένου να έχει τα σχετικά ωφελήματα. Και ότι οι αιτιάσεις περί παραβίασης του δικαιώματος αυτού, περί ψυχολογικής βίας και περί ακυροτήτων επινοήθηκαν εκ των υστέρων, όταν ο αναιρεσείων δέχθηκε εντός της φυλακής τον έλεγχο των συγκρατουμένων του, τους οποίους είχε καταδώσει ως μέλη της ίδιας οργάνωσης και υποχρεώθηκε να μεταβάλει την υπερασπιστική του γραμμή. Επομένως, ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ4, με τον οποίο προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας λόγω της αποδεικτικής αξιοποίησης των εν λόγω απολογιών και η έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραδοχή του κύρους τους (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ'), είναι αβάσιμος.
18.Όπως προαναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.14 και 15), η έκθεση εξέτασης συγκατηγορουμένου, κατά την οποία αυτός δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα υπερασπιστικά δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στις διατάξεις των άρθρων 100 επ. ΚΠοινΔ, δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί αποδεικτικώς τόσο σε βάρος αυτού του ιδίου όσο και σε βάρος άλλου κατηγορουμένου, διότι η αποστέρηση του πρώτου από την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων καθιστά την εξέταση αμφίβολη ως προς την αξιοπιστία και ανεπιτήδεια να στηρίξει αποκλειστικά ή σε καθοριστικό βαθμό την καταδίκη του δευτέρου, που αντιλέγει στην ανάγνωσή της. Άλλως, δημιουργείται ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' ΚΠοινΔ, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ. Για το παραδεκτό, όμως, του αναιρετικού λόγου, πέραν του ότι η ως άκυρη αποκρουόμενη εξέταση του συγκατηγορουμένου αναγνώσθηκε στο ακροατήριο παρά την εναντίωση του αναιρεσείοντος, πρέπει να εκτίθενται επαρκώς σ' αυτόν αφ' ενός οι περιστάσεις που οδήγησαν στην ακυρότητα (δηλαδή, οι συγκεκριμένες, μία ή περισσότερες παραβιάσεις των υπερασπιστικών δικαιωμάτων), ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της βασιμότητας του ισχυρισμού και της ενδεχόμενης αποκατάστασης των ελλείψεων της προσβαλλόμενης πράξης σε μεταγενέστερη εξέταση και αφ' ετέρου τα σημεία του περιεχομένου της εξέτασης που αξιοποιήθηκαν αποδεικτικώς και έβλαψαν τον αναιρεσείοντα, ώστε να καθίσταται εφικτή η στάθμιση της έντασης (δηλαδή, της αποκλειστικότητας, του καθοριστικού βαθμού ή του συνδυασμού με άλλα, ισοδύναμα αποδεικτικά στοιχεία), με την οποία η άκυρη εξέταση αξιοποιήθηκε σε βάρος του. Εξειδίκευση των περιστάσεων αυτών με γενική παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα δεν συγχωρείται. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του κατηγορουμένου να προτείνει ως λόγο αναίρεσης την παραπάνω ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενώ, διαφορετικά, ο περί αυτής λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και, ως εκ τούτου, απαράδεκτος (ΑΠ 1824/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ6 παραπονείται με το αναιρετήριο (δεύτερος λόγος, υπό στοιχείο 2Α) για ακυρότητα λόγω παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, επελθούσης από την σε βάρος του αποδεικτική χρησιμοποίηση των απολογιών των συγκατηγορουμένων Χ3, Χ4, X5, Φ4 και Φ7, οι οποίες, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, ήσαν άκυρες, λόγω της κατά τη λήψη τους στέρησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων αυτών, ως κατηγορουμένων. Στη συνέχεια, στο δικόγραφο των προσθέτων (πρώτος λόγος), αφού επισημαίνει 20 απολογίες της προδικασίας, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθείσες, των οποίων αμφισβητεί το κύρος για τον ίδιο λόγο, παραπονείται για έλλειψη ακροάσεως, συνιστάμενη στο ότι, παρά την υποβολή σχετικής ενστάσεως εκ μέρους του τόσο στην κυρία ανάκριση όσο και στο ακροατήριο, αυτές δεν αφαιρέθηκαν από τη δικογραφία, αλλά αναγνώσθηκαν και στήριξαν αποδεικτικά την καταδίκη του. Ουδέν προσδιορίζει, όμως, ούτε ως προς το λόγο της επικαλούμενης ακυρότητας των απολογιών αυτών (ποιο δικαίωμα παραβιάσθηκε και με ποιο τρόπο) ούτε ως προς τα σημεία του περιεχομένου τους, που κατά την άποψή του τον επιβαρύνουν. Παρομοίως, ο αναιρεσείων Χ2 παραπονείται στο δικόγραφο των προσθέτων (πρώτος λόγος, με στοιχείο Β3), για ακυρότητα λόγω παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, επελθούσης από την σε βάρος του αποδεικτική χρησιμοποίηση των απολογιών των συγκατηγορουμένων Χ4 και Φ7, οι οποίες, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, ήσαν άκυρες, λόγω της κατά τη λήψη τους στέρησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων αυτών, ως κατηγορουμένων. Ούτε αυτός, όμως, συγκεκριμενοποιεί το λόγο της επικαλούμενης ακυρότητας των απολογιών αυτών και τα σημεία του περιεχομένου τους, που κατά την άποψή του τον επιβαρύνουν. Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι του αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων των αναιρεσειόντων Χ6 και Χ2 είναι αόριστοι και, ως εκ τούτου, απαράδεκτοι.
19.Όπως αναφέρθηκε ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.13), απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, επέρχεται [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος. Μεταξύ των διατάξεων αυτών συγκαταλέγονται και όσες κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρ.3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα [μεταξύ άλλων] δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας ή επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας". Σε αρμονία προς τη διάταξη αυτή βρίσκεται η διάταξη του άρθρου 327 παρ.2 ΚΠοινΔ, η οποία ορίζει ότι "Ο κατηγορούμενος, εκτός από τους μάρτυρες που προσκαλούνται από τον ίδιο με δικές του δαπάνες, έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά" τουλάχιστον δύο μάρτυρες της εκλογής του "αν κατηγορείται για κακούργημα" (όπως στην προκειμένη περίπτωση). Και περαιτέρω, στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι "Η αίτηση είναι απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει την ακριβή διεύθυνση των μαρτύρων που προτείνονται, καθώς και το θέμα για το οποίο κυρίως θα γίνει η εξέταση". Για την κατάφαση της παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη επισκοπείται το σύνολο της διαδικασίας, στην οποία φέρεται ότι έλαβε χώρα η παραβίαση. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα εξιστορούμενα στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Χ1 και από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 2151/21-9-2006 παρεμπίπτουσας απόφασης και των συνημμένων σε αυτήν πρακτικών των δημοσίων συνεδριάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτουν τα εξής: Κατά την 143η συνεδρίαση της 19-9-2006, εν όψει της ενώπιον του δικαστηρίου εξετάσεως των μαρτύρων υπερασπίσεως των κατηγορουμένων, οι παριστάμενοι συνήγοροι του Χ1 υπέβαλαν κατάλογο 26 προσώπων, των οποίων ζήτησαν να διαταχθεί η κλήτευση προκειμένου να καταθέσουν ως μάρτυρες υπερασπίσεως αυτού. Ο κατάλογος αυτός περιελάμβανε μόνο ονόματα, πολλά από τα οποία παρέπεμπαν σε αλλοδαπούς. Δεν περιελάμβανε τα στοιχεία της κατοικίας ή διαμονής των ανθρώπων αυτών ούτε προσδιόριζε τα θέματα, επί των οποίων θα ήσαν επιτήδειοι να καταθέσουν. Και ακόμη, δεν προσδιόριζε τα δύο πρόσωπα, στα οποία περιοριζόταν η υποχρέωση του δικαστηρίου να διατάξει την κλήτευση υπηρεσιακώς. Η παράλειψη αυτή οφειλόταν, προδήλως, στο γεγονός ότι, κατά το χρόνο υποβολής του καταλόγου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο Χ1δεν συμμ ετείχε στη διαδικασία και αρνιόταν να έχει επικοινωνία με τους αυτεπαγγέλτως διορισμένους συνηγόρους του.
Συνεπώς, η παράλειψη δεν ήταν εφικτό να συμπληρωθεί από τους υπερασπιστές του, οι οποίοι περιορίσθηκαν να χρησιμοποιήσουν κατάλογο που υπήρχε στη δικογραφία από την εκδίκαση στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Για το ενδεχόμενο που το δικαστήριο δεν θα δεχόταν το ως άνω, κύριο αίτημα, οι συνήγοροι διατύπωσαν το επικουρικό αίτημα να αναγνωσθούν από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης οι καταθέσεις όσων από τα πρόσωπα αυτά είχαν εξετασθεί τότε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε το κύριο αίτημα, με την αιτιολογία ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι της διάταξης του άρθρου 327 παρ.2 ΚΠοινΔ, που προαναφέρθηκαν. Έκανε δεκτό, όμως, το επικουρικό αίτημα και ανέγνωσε τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως από τα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως. Με τον τρόπο αυτό δεν στέρησε τον αναιρεσείοντα από το δικαίωμα να εξετάσει μάρτυρες υπερασπίσεως, αφού το δικαίωμα αυτό είχε ασκηθεί από τον ίδιο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, όπου παρίστατο και το αποτέλεσμα της εξέτασης εκείνης έγινε γνωστό στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης αποφάσεως, σε χρόνο που αυτός δεν παρίστατο, διότι είχε αποχωρήσει εκουσίως από τη διαδικασία και δεν συνεργαζόταν με τους δικηγόρους που είχαν διορισθεί αυτεπαγγέλτως. Επομένως, ο δέκατος τρίτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ1με τον οποίο προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας λόγω στέρησης του δικαιώματος εξετάσεως μαρτύρων υπερασπίσεως και προσάπτεται στην παρεμπίπτουσα 2151/21-9-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
20.Στο άρθρο 170 παρ.2 ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται, επίσης, και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση". Η ακυρότητα αυτή ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ, ως έλλειψη ακροάσεως. Εξ άλλου, κατά την ερμηνεία που έχει δοθεί από το ΕΔΔΑ στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, η αρχή της προστασίας του δικαιώματος στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης δημιουργεί σε κάθε δικαστήριο την υποχρέωση να προβαίνει σε ουσιαστικό και αποτελεσματικό έλεγχο όλων των αποδεικτικών μέσων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΕΔΔΑ: Perez κατά Γαλλίας της 12-2-2004). Η επίκληση, όμως, των αποδεικτικών μέσων εκ μέρους των διαδίκων και η αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να τα ερευνήσει αποτελεσματικά προκαθορίζεται από τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες. Σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ.1 ΚΠοινΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται [μεταξύ άλλων] τα έγγραφα που υποβάλλονται στο δικαστήριο από τους διαδίκους, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 368 ΚΠοινΔ, η αποδεικτική διαδικασία περατώνεται με την απολογία του κατηγορουμένου και την ενδεχόμενη συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση εφ' όλων των αποδεικτικών μέσων που ήδη έχουν χρησιμοποιηθεί. Κατόπιν, ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση κηρύσσει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και, σύμφωνα με το άρθρο 369 παρ.1 ΚΠοινΔ, δίνει το λόγο στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, προκειμένου να αγορεύσουν. Κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων δεν είναι, κατ' αρχήν, επιτρεπτή η υποβολή νέων αποδεικτικών μέσων, διότι θα οδηγούσε σε παρέλκυση της διαδικασίας. Παρά ταύτα, κατ' εξαίρεση, με το άρθρο 335 παρ.1 ΚΠοινΔ, δίδεται η ευχέρεια στο δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση "αν το κρίνει δικαιολογημένο, να επιτρέψει σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επανορθωθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας κάποια παράλειψη, στην οποία υπέπεσε ο εισαγγελέας... ή ένας από τους διαδίκους". Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων Χ1 αποχώρησε από την ακροαματική διαδικασία κατά τη 10η συνεδρίαση της 20-12-2005 και επανήλθε σ' αυτήν κατά την 175η συνεδρίαση της 27-11-2006 (βλ. παραπάνω, αρ.11), όταν είχε αρχίσει η φάση των απολογιών των κατηγορουμένων. Ο Χ1 απολογήθηκε στη 203η συνεδρίαση της 6-2-2007. Είπε ότι αμφισβητεί την ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, αρνήθηκε γενικώς την κατηγορία, διακήρυξε ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να αποδεικνύει τη συμμετοχή του στις πράξεις του κατηγορητηρίου και αρνήθηκε να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του υποβλήθηκαν. Ειδικότερα, όταν του ζητήθηκε να τοποθετηθεί επί των συμπερασμάτων που αναφέρονταν στις εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, που είχε συνταχθεί επί πειστηρίων, στα οποία ο γραφικός χαρακτήρας αποδιδόταν σ' αυτόν, αρνήθηκε και πάλι να απαντήσει. Δεν έκανε ουδεμία αναφορά σε γραφολογική έκθεση, η οποία είχε συνταχθεί με δική του εντολή και, τυχόν επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ίδιο, θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί με αυτές που είχαν συνταχθεί με φροντίδα των ανακριτικών αρχών και αναγνωσθεί στο ακροατήριο. Ούτε ο παριστάμενος συνήγορος της επιλογής του, Ιπποκράτης Μυλωνάς, ο οποίος παρενέβη και ζήτησε την ανάγνωση της απολογίας που ο πελάτης του είχε δώσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, επικαλέσθηκε ιδιωτική γραφολογική έκθεση. Αργότερα, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, στην 229η συνεδρίαση της 22-3-2007, ο γάλλος συνήγορος του αναιρεσείοντος, Antoine Comte, επικαλέσθηκε την από 12-5-2006 γραφολογική έκθεση της γαλλίδας γραφολόγου .... Ισχυρίσθηκε ότι η έκθεση αυτή είχε περιέλθει στην κατοχή του σε χρόνο που ο πελάτης του δεν συμμετείχε στη διαδικασία, με συνέπεια να λησμονήσει ο ίδιος την ύπαρξή της και να μην ενημερώσει σχετικώς ούτε τον συμπαριστάμενο συνάδελφό του, Ιπποκράτη Μυλωνά. Και ότι τώρα, που θυμήθηκε την ύπαρξη της έκθεσης αυτής με αφορμή κάποια αναφορά περί του γραφικού χαρακτήρα του Χ1 επιφυλασσόταν να τη θέσει υπ' όψη του δικαστηρίου μόλις μεταφραζόταν στα ελληνικά. Παρά ταύτα, στο πλαίσιο της αγόρευσής του αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της εν λόγω γραφολογικής έκθεσης και είπε ότι η γαλλίδα γραφολόγος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι "Οι διαφορές μεταξύ του πειστηρίου και του κειμένου του κ. Χ1 που φαίνεται να μην έχουν μεγάλες διαφορές, παρόλα αυτά αφήνουν περιθώριο αμφιβολιών, αμφιβολίες κατά πόσον μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές, σίγουρο πόρισμα". Το γαλλικό πρωτότυπο της έκθεσης αυτής, με μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, προσκομίσθηκε στο δικαστήριο κατά την 241η συνεδρίαση της 18-4-2007 από το συνήγορο Ιπποκράτη Μυλωνά, που ζήτησε την ανάγνωσή της. Το δικαστήριο, κατά την επόμενη συνεδρίαση, με την 1016/19-4-2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι, αν και το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο είχε παραχθεί με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου πολύ ενωρίτερα, εν τούτοις δεν είχε προσκομισθεί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και γι' αυτό δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποδεικτικώς σε εκείνη τη χρονική στιγμή. Άλλωστε, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, ούτε η παράλειψη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη ούτε οι κατ' ιδίαν περιστάσεις συνιστούσαν εξαιρετική περίπτωση, για να επιτραπεί κατά παρέκκλιση η συμπλήρωσή της. Η αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε παρέλκυση της δίκης, αφού θα επανέφερε τη διαδικασία στο στάδιο των αποδείξεων με συνέπεια την υποχρέωση νέας τοποθετήσεως του εισαγγελέα και νέας απαντήσεως των διαδίκων επί της προτάσεως αυτού. Με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως το Πενταμελές Εφετείο απάντησε επί του προβληθέντος αιτήματος. Η άρνησή του να ικανοποιήσει το αίτημα δεν αποτέλεσε έλλειψη ακροάσεως, διότι υπήρξε σύμφωνη προς τους δικονομικούς κανόνες που προαναφέρθηκαν και δεν συνιστούσε απροθυμία του δικαστηρίου ως προς την αποτελεσματική διερεύνηση των αποδεικτικών μέσων. Αντίθετα, η όψιμη επίκληση της γραφολογικής εκθέσεως οφειλόταν σε αμέλεια του κατηγορουμένου, που είχε επιστρέψει στη δίκη προ πενταμήνου χωρίς να αναφερθεί σ' αυτήν. Και σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο της εκθέσεως αυτής είχε εκτεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στο πλαίσιο της αγορεύσεως του συνηγόρου υπερασπίσεως. Επομένως, ο έκτος λόγος του αναιρετηρίου του αναιρεσείοντος Χ1με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην παρεμπίπτουσα 1016/19-4-2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφ ετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
21.Στο άρθρο 93 παρ.3 εδ. α' του Συντάγματος ορίζεται ότι "Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση". Σε δημόσια απαγγελία των αποφάσεων αναφέρεται και η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ. β' της ΕΣΔΑ. Στο κοινό δίκαιο, εξειδικεύεται η μεν υποχρέωση αιτιολόγησης των ποινικών αποφάσεων στο άρθρο 139 παρ.1 ΚΠοινΔ, η δε υποχρέωση της δημόσιας απαγγελίας αυτών στο άρθρο 371 παρ.1 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, όμως, στο άρθρο 144 παρ.1 ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Η απόφαση και οι διατάξεις, που εκδίδονται κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, συντάσσονται γραπτώς και υπογράφονται μέσα σε οκτώ ημέρες σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.2". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς ότι γίνεται διάκριση ως προς τη μορφή αφ' ενός της αποφάσεως που εκδίδεται και απαγγέλλεται προφορικώς κατά τη διάρκεια της δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου και αφ' ετέρου εκείνης που εκ των υστέρων συντάσσεται γραπτώς και υπογράφεται προσηκόντως. Μετά την υπογραφή, η απόφαση (και τα πρακτικά που τη συνοδεύουν) προσλαμβάνει την οριστική της μορφή, καταχωρείται στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ για την κίνηση της προθεσμίας αιτήσεως αναιρέσεως και αποκτά τη δυνατότητα της κυκλοφορίας της σε αντίγραφα, πρωτίστως μεταξύ των διαδίκων και των εχόντων έννομο συμφέρον (ΚΠοινΔ 147), αλλά δια μέσου αυτών και προς κάθε τρίτο. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης αναφέρεται στη γραπτή μορφή της αποφάσεως, που οριστικοποιείται εκ των υστέρων και όχι στην προφορική μορφή που απαγγέλλεται στο ακροατήριο (ΑΠ 542/1988). Κατά την απαγγελία της αποφάσεως στο ακροατήριο, ο όρος της δημοσιότητας πληρούται με τη συνοπτική αναφορά στα πορίσματα της διασκέψεως του δικαστηρίου (στο διατακτικό της αποφάσεως, πρβλ. ΑΠ 1606/2003). Η απαγγελία πλήρους προφορικής ή γραπτής αιτιολογίας στο ακροατήριο, προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες ή μακρά προετοιμασία, η συνδρομή των οποίων δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τα εξής: Κατά τη 243η συνεδρίαση της 3-5-2007, οι τακτικοί δικαστές, ύστερα από πολυήμερη διάσκεψη, κατάρτισαν την επί της ουσίας απόφασή τους, την οποία ο πρόεδρος του δικαστηρίου απάγγειλε σε δημόσια συνεδρίαση. Κατά τη διάρκεια της απαγγελίας δηλώθηκε ότι αναλυτική μνεία [των όσων απαγγέλλονται προφορικά και συνοπτικά] θα γίνει στο σκεπτικό και στο διατακτικό της [γραπτής μορφής της] αποφάσεως. Όπως και, πράγματι, έγινε εκ των υστέρων (με καθυστέρηση περίπου ενός έτους, λόγω του ότι η συνολική έκταση των πρακτικών και της πληθώρας των κυρίων και παρεμπιπτουσών αποφάσεων ξεπέρασε τις 8.200 σελίδες), οπότε συντάχθηκαν γραπτές αιτιολογίες εκτάσεως περίπου 740 σελίδων. Κατά την προφορική απαγγελία της αποφάσεως, ο πρόεδρος αναφέρθηκε μόνο στις πράξεις (που ξεπερνούσαν τις 70) και στα πρόσωπα των κατηγορουμένων (που ήσαν 17), οι οποίοι για κάθε μια από αυτές κηρύσσονταν αθώοι ή ένοχοι, προσδιορίζοντας συνοπτικά την αιτία της απαλλαγής τους (π.χ. λόγω αμφιβολιών) ή τη μορφή της συμμετοχής τους (π.χ. ηθική αυτουργία ή απλή συνέργεια). Το ότι η απαγγελία της αποφάσεως έγινε με τον τρόπο αυτό, συνάγεται από τα πρακτικά του δικαστηρίου, όπου, πριν από την παράθεση των αιτιολογιών, αναφέρεται η φράση "με τη μνεία ότι το επ' αυτής αναλυτικό σκεπτικό θα συνταχθεί εγγράφως". Κατά συνέπεια, ζήτημα πλαστότητας των πρακτικών δεν μπορεί να τεθεί βασίμως, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων Χ1 . Περαιτέρω, όμως, και πραγματικό ζήτημα ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν υφίσταται εκ μόνου του γεγονότος ότι το αναλυτικό σκεπτικό συντάχθηκε εγγράφως και κατέστη προσιτό στους ενδιαφερόμενους εκ των υστέρων (το ενδεχόμενο της ελλείψεως αιτιολογίας στα επί μέρους θέματα εξετάζεται στη συνέχεια, κατά την έρευνα των σχετικών λόγων αναιρέσεως). Όσον δε αφορά στη μεγάλη χρονική διάρκεια, που απαιτήθηκε για τη σύνταξη του εν λόγω σκεπτικού, αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται εύλογη, εκ του όγκου της όλης υποθέσεως. Επομένως, ο δωδέκατος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ1με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην επί της ενοχής 1149/3-5-2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφ ετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
22.Από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει να αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που για το σκοπό αυτό θεωρείται ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, στο άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ, όπως ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 2928/2001, ορίζεται ότι "Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται [μεταξύ άλλων και] στα άρθρα 270 (έκρηξη), 272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική βλάβη), 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 380 (ληστεία), όπως, επίσης, στη νομοθεσία περί όπλων, εκρηκτικών υλών [κλπ]". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται : Α) Η εξ αρχής δημιουργία [για την εγκληματική μορφή της "συγκρότησης"] ή η προηγούμενη ύπαρξη [για την εγκληματική μορφή της "ένταξης"] ομάδας με δράση διαρκή, ήτοι ενός συνόλου προσώπων που έχει ως σκοπό την ανάπτυξη δραστηριότητας σε βάθος χρόνου και όχι με τρόπο ευκαιριακό ή παροδικό. Β) Η συμμετοχή κάποιου στην ίδρυση της ομάδας ή η εκ των υστέρων ένταξή του σ' αυτή, ως μέλους. Γ) Τα μέλη της ομάδας να είναι τουλάχιστον τρία. Δ) Η ομάδα να έχει εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, με την έννοια ότι τα νεότερα ή κατώτερα μέλη υποτάσσουν τη βούλησή τους στα παλιότερα ή ανώτερα και όλοι μαζί, αδιαφόρως αν αυτό επιτυγχάνεται ελεύθερα ή με την καλλιέργεια σχέσεων επιβολής - υποταγής, διαμορφώνουν μια νέα, ενιαία βούληση, αυτήν της οργάνωσης, που κατευθύνεται στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Ε) Ο κοινός σκοπός, που μπορεί να έχει οποιοδήποτε κίνητρο (όχι μόνο οικονομικό, αλλά και ιδεολογικό ή άλλο), να αναφέρεται στην τέλεση κάποιου ή κάποιων από τα κακουργήματα που απαριθμούνται περιοριστικά στην ΠΚ 187 παρ.1 και Στ) Τα κακουργήματα αυτά, που δεν χρειάζεται να είναι εκ των προτέρων καθορισμένα ως προς το είδος ή τις λεπτομέρειες και, κυρίως, ως προς το αντικείμενο εκάστης πράξεως, να προβλέπονται με τρόπο που η αφηρημένη επιδίωξή τους αφ' ενός χαρακτηρίζει τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της ομάδας και αφ' ετέρου εμπίπτει στη γνώση και στη θέληση ενός εκάστου από αυτούς που τη συγκροτούν ή εντάσσονται σ' αυτήν. Ακόμη, από την ίδια διάταξη συνάγεται ερμηνευτικώς ότι για να γίνει ή να παραμείνει κάποιος μέλος της ομάδας απαιτείται και αρκεί η εκ μέρους αυτού αποδοχή του σκοπού της, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού. Και ότι για την αποχώρησή του από την ομάδα απαιτείται η εξωτερίκευση βούλησης αντίθετης, από εκείνη που είχε εκδηλωθεί κατά τη συγκρότησή της ή την ένταξη σ' αυτήν. Διότι, με δεδομένο το ότι πρόκειται για έγκλημα διαρκές (βλ. παραπάνω, αρ.9), η αξιόποινη συμπεριφορά παρατείνεται από την αρχική εκδήλωσή της, κατά τη συγκρότηση της ομάδας ή την ένταξη σ' αυτήν, μέχρι την εξάρθρωση της ομάδας ή τη με κάποιον εμφανή τρόπο προηγούμενη διάλυσή της ή αποχώρηση μέλους από αυτήν. Ως εκ τούτου, η μη συμμετοχή ενός μέλους, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, στην τέλεση συγκεκριμένων εγκληματικών ενεργειών, στις οποίες προέβη η οργάνωση και για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη, δεν υποδηλώνει άνευ ετέρου και αποχώρηση του μέλους από αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ύστερα από την αναιρετικώς ανέλεγκτη αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπό την κρίση του και προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ. 12) δέχθηκε επί της κατηγορίας για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, που αποδόθηκε στον αναιρεσείοντα Χ1, ότι μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος στην Ελλάδα, κατά το έτος 1974, ακολούθησε μια σειρά από τρομοκρατικές ενέργειες για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη, με αντίστοιχες προκηρύξεις, μια άγνωστη, μέχρι τότε, ομάδα με την ονομασία "Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη" (ή ΕΟ 17Ν). Ότι η παράνομη δραστηριότητα της ομάδας αυτής συνεχίστηκε έκτοτε για πολλά χρόνια, με τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, εκρήξεων, ληστειών, κλοπών και άλλων εγκλημάτων, χωρίς οι διωκτικές αρχές να μπορέσουν να την εξαρθρώσουν ή έστω να συγκεντρώσουν σημαντικά ενοχοποιητικά στοιχεία για κάποιο από τα μέλη της, ώστε να προβούν στη σύλληψή του. Ότι πολύ αργότερα, μετά τη δολοφονία του βρετανού ταξίαρχου Θ1(7-6-2000), οι ελληνικές διωκτικές υπηρεσίες συνεργάσθηκαν στενότερα με τις αντίστοιχες βρετανικές και, έπειτα από συνδυαστική αξιοποίηση των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί μέχρι εκείνη την εποχή για όλες τις τρομοκρατικές ενέργειες της εν λόγω οργάνωσης, μπόρεσαν να καταλήξουν σε κάποιες πιο συγκεκριμένες διαπιστώσεις. Ότι η διαλεκτική, η γλωσσική διατύπωση και γενικά το ύφος των προκηρύξεων, που είχε κυκλοφορήσει η οργάνωση, παρέπεμπαν σε πρόσωπα του χώρου της επαναστατικής αριστεράς, τα οποία κατά το Μάη του 1968 και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια είχαν πολιτική δραστηριότητα στο Παρίσι. Ότι όταν άρχισε η συλλογή πληροφοριών για πρόσωπα με την ιδιότητα αυτή, σε συνεργασία και με τις γαλλικές αστυνομικές αρχές, αφού για πολλούς αποκλείσθηκαν οι υπόνοιες, διότι ήδη είχαν γνωστή κατοικία και εμφανείς δραστηριότητες, διαπιστώθηκε ότι για κάποιον Χ1, πρώην δραστήριο και ταλαντούχο μέλος της ένωσης ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι, υπήρχε παντελής απουσία στοιχείων για την μετά το 1974 ζωή και δράση του. Ότι οι διωκτικές αρχές ενέτειναν τις έρευνες ως προς την ύπαρξη και τις τυχόν παράνομες δραστηριότητες του προσώπου αυτού, μέχρις ότου συνέβη κάποιο τυχαίο γεγονός, που αποδείχθηκε καταλυτικό. Στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο δέχεται κατά λέξη ότι "Η ΕΟ 17Ν... είχε σχεδιάσει την ενέργεια έκρηξης στα εκδοτήρια εισιτηρίων της εταιρίας HELLAS FLYING DOLPHINS στην προβλήτα Αργοσαρωνικού του Λιμένα Πειραιώς. Το βράδυ του Σαββάτου της 29-6-2002 και ώρα 22:30', από κακό υπολογισμό, ο αυτόματος ωρολογιακός εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε πλαστική τσάντα, που ο Χ3 επιχειρούσε να τοποθετήσει στον άνω χώρο, εξερράγη με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του... Επειδή από τις συνθήκες του τραυματισμού του προέκυψαν εμφανείς ενδείξεις ότι επρόκειτο για αποτυχούσα τρομοκρατική ενέργεια, επιλήφθηκε αμέσως της υπόθεσης η αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Στις τσέπες του πολυτραυματία βρέθηκαν διάφορα κλειδιά... Η φωτογραφία του Χ3 προβλήθηκε στα ΜΜΕ και αμέσως οι ένοικοι της πολυκατοικίας της οδού ... αναγνώρισαν σ' αυτήν το πρόσωπο του νεαρού ατόμου που επισκεπτόταν τακτικά διαμέρισμα της πολυκατοικίας τους. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομική Αρχή και όταν με τα κλειδιά του Χ3 άνοιξε το διαμέρισμα, οι αστυνομικοί βρέθηκαν έκπληκτοι προ πληθώρας όπλων και πυρομαχικών, εγγράφων και λοιπών στοιχείων, που από την πρώτη ματιά μαρτυρούσαν ότι στα χέρια τους είχαν την ΕΟ 17Ν. Το εν λόγω διαμέρισμα της οδού ... το είχε νοικιάσει ο ίδιος ο Χ3 πριν από 10 χρόνια, με το ψευδές όνομα Γρηγόρης Πουφτσής... Όπως ανέφερε ο Χ3 στην από 22-7-02 προανακριτική του απολογία, που ανεγνώσθη, λίγες ημέρες πριν από την προαναφερθείσα έκρηξη στον Πειραιά ο Χ1, ενόψει αναχώρησής του στους ..., μετέφερε στο κρησφύγετο της οδού ... μια τσάντα με χειρόγραφα χαρτιά. Αργότερα εντοπίσθηκε και ένα δεύτερο κρησφύγετο στην οδό ....". Όπως προκύπτει από την επισκόπηση άλλου σημείου της αποφάσεως, ο Χ3, που δεν γνώριζε το πραγματικό όνομα του Χ1 αναφέρθηκε σ' αυτόν ως "Λάμπρο". Από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρονται στη συνέχεια, συνδέθηκε το ψευδώνυμο με το όνομα. Τα όσα είπε, όμως, ο Χ3, συνδυαζόμενα και με τα όσα είπαν άλλοι κατηγορούμενοι, όπως, επίσης, αναφέρονται στη συνέχεια, οδήγησαν το Πενταμελές Εφετείο στην παραδοχή ότι ο Χ1 υπήρξε εκ των ιδρυτικών στελεχών της οργάνωσης, μαζί με τον Φ6, μια γυναίκα με το όνομα ή ψευδώνυμο "Άννα" και κάποιους ακόμη, των οποίων τα στοιχεία δεν αποκαλύφθηκαν. Για το ζήτημα της δομής της οργάνωσης, το Πενταμελές Εφετείο, αξιοποιώντας αποδεικτικά ένα έγγραφο που βρέθηκε στο κρησφύγετο της οδού ... και είχε τη μορφή του καταστατικού της οργάνωσης, αντιγράφοντας διάφορες περικοπές από αυτό, δέχθηκε ότι "Το οργανωτικό σχήμα της Οργάνωσης βασίζεται στην αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και ειδικότερα σε μια δημοκρατική παραλλαγή του, όπως λειτούργησε στο μπολσεβίκικο κόμμα μέχρι το 1920. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σημαίνει κατ' αρχή πλατειά και πλήρη δημοκρατική συζήτηση σ' όλη την Οργάνωση για τις βασικές πολιτικό- ιδεολογικές κατευθύνσεις της. Αυτή η πλατειά συζήτηση... θεμελιώνει το συγκεντρωτισμό... Η Οργάνωση δεν είναι όμιλος συζητήσεων, αλλά μαχητική Οργάνωση επαναστατικής πάλης και σαν τέτοια είναι απαραίτητο να υπάρχει, για λόγους στοιχειώδους αποτελεσματικότητας αυτής της πάλης, ένα Κέντρο Εξουσίας της Οργάνωσης, όπου θα υπάρχει μια στοιχειώδης συγκέντρωση πληροφοριών για τα αδύνατα και τα δυνατά σημεία της Οργάνωσης, τους καμένους, αυτούς που γνωρίζονται μεταξύ τους, τα υλικά, τις ανάγκες, για να γίνει ένας στοιχειώδης καταμερισμός των δυνάμεων και των δουλειών, μια αποτελεσματική στεγανοποίηση, κάποιο κράτημα εφεδρειών, περισσότερα μέτρα ασφαλείας για ορισμένους, γενικά μια τακτική πάλης. Αυτό το κέντρο χρειάζεται να είναι παρόν στην καθημερινή δουλειά, να' ναι ευέλικτο, δηλαδή ολιγομελές, ώστε να μπορεί ν' αποφασίζει γρήγορα. Χωρίς αυτό το κέντρο δεν μπορεί να γίνει καμιά σοβαρή ένοπλη δράση, με τους κανόνες του λαϊκού αντάρτικου και η πείρα δείχνει [ότι] όταν δεν υπάρχει δημιουργείται από μόνο του, στα κρυφά, απ' τις ίδιες τις ανάγκες της συνωμοτικότητας". Συνεχίζοντας την άντληση στοιχείων από το καταστατικό έγγραφο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως προς τις σχέσεις των μελών με την οργάνωση, δέχθηκε ότι "Μία από τις βασικότερες αρχές της Οργάνωσης είναι ότι δεν δέχεται μέλη που θέλουν να δουλέψουν μόνο σ' ένα τομέα ή σε μια δραστηριότητα π.χ. πολιτική και όχι στρατιωτική. Τα μέλη δέχονται στην αρχή ότι μπορούν να δουλέψουν οπουδήποτε χρειαστεί. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τομείς δραστηριοτήτων για ορισμένα χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένες υπευθυνότητες. Ούτε ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι αδυναμίες, η απειρία, τα προσόντα και οι προτιμήσεις του κάθε συντρόφου. Κάθε μέλος οφείλει να βρίσκει τρόπους για να συνδυάζει σωστά την επαγγελματική, προσωπική, οικογενειακή του ζωή με την επαναστατική του δραστηριότητα στην Οργάνωση, έτσι ώστε από τη μια να μη δημιουργεί υπόνοιες στο περιβάλλον του, αλλά και στους "μπάτσους", για τις απουσίες του και από την άλλη να μην παραμελεί τη δουλειά του στην Οργάνωση. Πρέπει να παρουσιάζεται προς τα έξω με καθαρή και αθώα δραστηριότητα που να' χει μια λογική εξήγηση για τους έξω και ακόμη να βρίσκει διάφορες λεζάντες - ιστορίες λογικές, που μερικές φορές να διαδίδει για να καλύψει μερικώς αυτήν την εικόνα". Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι στην ως άνω φράση του καταστατικού η χρήση της λέξεως "λεζάντα" γίνεται με την προέχουσα σημασία που αυτή έχει στη γαλλική γλώσσα (=μύθος) και όχι με αυτήν που συνήθως χρησιμοποιείται στην ελληνική (=επεξήγηση). Ακόμη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι "Τα μέλη της Οργάνωσης δουλεύουν σε πυρήνες των 3-5 συντρόφων. Ο πυρήνας εκλέγει έναν υπεύθυνο [του] πυρήνα. Οι επαφές ανάμεσα στους πυρήνες γίνονται μέσω των υπευθύνων. Στις διάφορες δουλειές μέσα στους πυρήνες υποχρεώνονται να τηρούν με σχολαστικότητα και αυστηρότητα τα μέτρα ασφάλειας που απορρέουν από την αναγκαιότητα της παρανομίας και της συνωμοτικότητας. Ειδικότερα το μέλος δεν αναφέρει τίποτα για την επαναστατική του δραστηριότητα σε κανένα απολύτως κι ούτε αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο, ακόμη και στα πιο στενά και αγαπημένα του πρόσωπα. Τα μέλη του πυρήνα συζητάνε για τη γενική πολιτική κατάσταση, την πολιτική γραμμή της Οργάνωσης και την εν γένει δραστηριότητά της και κάνουν συγκεκριμένες προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές για να μετατραπούν σε αποφάσεις, εκτός από τις δευτερεύουσες βοηθητικές ενέργειες, πρέπει ή να αποφασιστούν σε συνδιάσκεψη ή να ακολουθηθεί η περιγραφόμενη σ' αυτό διαδικασία μεταφοράς στην Εκτελεστική Γραμματεία. Αυτή κατεβάζει την πρόταση στους πυρήνες για να υπάρξει ένας συλλογικός προβληματισμός και η άποψη του κάθε πυρήνα, κατά τα διαλαμβανόμενα σ' αυτό, ξαναγυρίζει στην Εκτελεστική Γραμματεία που αποφασίζει, λαβαίνοντας υπόψη τις μερικές απόψεις και τον προβληματισμό, αλλά χωρίς αυτές να αποτελούν επιτακτική εντολή". Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις παραδοχές τις προσβαλλόμενης απόφασης, στο ίδιο το καταστατικό της οργάνωσης γίνεται λόγος άλλοτε για "κέντρο εξουσίας" και άλλοτε για "εκτελεστική γραμματεία", ως όργανο ιεραρχικώς προϊστάμενο, σε αντιδιαστολή προς τους "πυρήνες" αυτής, που λειτουργούν ως υφιστάμενες ομάδες δράσης. Στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο, αντιγράφοντας το καταστατικό, αποσαφηνίζει ότι "Η Εκτελεστική Γραμματεία είναι το όργανο που εκπροσωπεί την Οργάνωση τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις συνδιασκέψεις. Είναι πολιτικό όργανο με εκτελεστικές αρμοδιότητες. Ακόμα είναι το κέντρο εξουσίας που αποφασίζει για οποιοδήποτε σοβαρό ζήτημα δημιουργηθεί". Το δικαστήριο, δηλαδή, δέχεται ότι η εκτελεστική γραμματεία δεν είναι διαφορετικό όργανο από το κέντρο εξουσίας. Και περαιτέρω, ως προς το ότι όσοι είχαν εντοπισθεί από τις αρχές, αποσύρονταν μεν από την ενεργό δράση, δεν έπαυαν, όμως, να είναι μέλη της οργάνωσης, δέχεται ότι "Οι καμένοι (οι σύντροφοι που έχουν εντοπισθεί κατά οποιοδήποτε τρόπο) πρέπει να δουλεύουν όσο το δυνατόν λιγότερο, στις δευτερεύουσες βοηθητικές ενέργειες. Συμμετέχουν σαν κανονικά μέλη, αλλά οι επαφές δεν πρέπει να γίνονται απευθείας με τους καθαρούς, αλλά ή μέσω τρίτων ενδιαμέσων ή μέσω γραπτών κειμένων που μεταφέρονται από τρίτους ή αφήνονται σε σημείο. Οι επαφές αυτές πρέπει να' ναι όσο το δυνατό πιο αραιές και προσεγμένες ανάλογα με το βαθμό καψίματος". Σχετικά με την εφαρμογή των ως άνω καταστατικών αρχών στην πράξη, το δικαστήριο δέχθηκε ότι "ναι μεν... γίνεται λόγος για δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, πλην όμως τούτο δεν αποδείχθηκε ότι ήταν δυνατό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού οι δύο αυτές έννοιες προδήλως δεν συνάδουν και όπου υπάρχει συγκεντρωτισμός, απουσιάζει η δημοκρατία. Επίσης, είναι μεν αλήθεια ότι με το εν λόγω Καταστατικό, κατά την κατάρτιση του, αντιμετωπίσθηκαν και ρυθμίσθηκαν μεγαλεπήβολες προσδοκίες, ιδίως ως προς το οργανωτικό σχήμα της Οργάνωσης και συγκεκριμένα τη δημιουργία περισσότερων Τομέων, αποτελουμένων από 3 - 5 πυρήνες, την περιγραφείσα λειτουργία της Συνδιάσκεψης, συγκροτούμενης από 1 - 2 αντιπροσώπους από κάθε πυρήνα (ανάλογα αν ήταν 3μελής ή 5μελής), οι οποίες δεν αποδείχθηκε ότι ανταποκρίθηκαν στην πραγματικότητα, στην έκταση που προβλέφθηκε και ρυθμίσθηκε αρχικά με το ως άνω Καταστατικό της Οργάνωσης. Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, όπως με σαφήνεια δήλωσε ο Φ2 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τη συνεδρίαση της 27-5-2003, το πνεύμα και οι βασικές αρχές του κειμένου αυτού, χαρακτηρισθέντος από τον ίδιο ως "ιστορικού", ίσχυσαν στην Οργάνωση... Με βάση τα προεκτεθέντα και την ως άνω δήλωση του Φ2, καθίσταται σαφές ότι αρχές και ρυθμίσεις του ως άνω Καταστατικού ίσχυσαν, με αποκλίσεις βεβαίως, ως προς εκείνα τα οποία αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Στα πλαίσια αυτά, αποδείχθηκε, επίσης, ότι η πρόβλεψη με το Καταστατικό ενός Κέντρου Εξουσίας και οι σχετικές με αυτό ρυθμίσεις, βρήκαν πράγματι πεδίο εφαρμογής. Και τούτο διότι, όπως αναφέρεται και στο Καταστατικό, η Οργάνωση, ως μαχητική οργάνωση επαναστατικής πάλης, ήταν απαραίτητο να έχει για λόγους στοιχειώδους αποτελεσματικότητας ένα τέτοιο Κέντρο Εξουσίας που να είναι παρόν στην καθημερινή δουλειά και να είναι ευέλικτο, δηλαδή ολιγομελές, ώστε να μπορεί να αποφασίζει γρήγορα... Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, και πρέπει να αναφερθεί ότι ο Χ8, κατά την απολογία του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δήλωσε ότι στην πράξη, πέραν από τις πολύ ωραίες θεωρίες που δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ, κέντρο εξουσίας ήταν ο Χ1 και ο Φ2, ενώ, κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δέχθηκε, μεταξύ άλλων ότι μεταξύ του Φ2 και εκείνου, υπήρχε ο Χ1 πιο ψηλά στην ιεραρχία". Ως προς τη σχέση των ως άνω δύο μελών του κέντρου εξουσίας προς τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι "Τα στρατολογούμενα μέλη ήσαν... ευεπίφορα σε χειραγώγηση από τις πιο ισχυρές φυσιογνωμίες της οργάνωσης, που, όπως εκτέθηκε, αποτελούσαν το Κέντρο Εξουσίας... μεταξύ των οποίων κυρίαρχη ηγετική θέση κατείχε ο Χ1 ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε το ιδεολογικό υπόβαθρο, αλλά επιπλέον και την πνευματική υπεροχή, την ανωτερότητα, που του παρείχε η εκπαίδευση στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Παρισιού, η αλλοδαπή κουλτούρα και η άριστη γνώση δύο ξένων γλωσσών, το χάρισμα του λόγου, τη δυνατότητα διείσδυσης σε διάφορους κύκλους και κοινωνικές ομάδες, την ικανότητα μελέτης και αποκωδικοποίησης των τεκταινομένων στην ελληνική κοινωνία και εντεύθεν την ικανότητα στην εξατομίκευση των στόχων της οργάνωσης. Η ατομική κρίση και συμπεριφορά των λοιπών μελών, μόλις εντάσσονταν και άρχιζαν να λειτουργούν στο σύνολο της οργάνωσης, επηρεάζονταν σοβαρά από το ήδη, κατά τα άνω, διαμορφωμένο πνεύμα της ομάδας. Αποκτούσαν ευκολότερα την ψευδαίσθηση του απρόσβλητου, που οδηγούσε σε υπερβολική αισιοδοξία και ανάληψη υπερβολικού κινδύνου και πίστευαν ότι ο επιλεγείς στόχος είναι η υπόσταση του κακού... Η οργάνωση 17Ν κατά την 27ετή δράση της διέπραξε σωρεία εγκλημάτων βίας για να δικαιώνει την ύπαρξή της και για να την καθιστά διαρκώς παρούσα στα πράγματα της ελληνικής κοινωνίας. Το Κέντρο Εξουσίας... αισθανόμενο την ανάγκη αυτή, σχεδίαζε συνεχώς πράξεις, ώστε τα μέλη της να μπορούν να επιβεβαιώνουν, σε δεδομένη στιγμή, την ταυτότητά τους και να αποδεσμεύουν την επιθετική τους ενέργεια... Στη συνέχεια, μυήθηκαν και εντάχθηκαν στην οργάνωση, με τον αυτό ως άνω σκοπό, οι κατηγορούμενοι: 1) Φ8 το έτος 1979, 2) Φ2 από το έτος 1983, 3) Χ8 από το έτος 1983 έως το έτος 1988, 4) Χ4 από το τέλος του έτους 1983, 5) X5 από τις αρχές του έτους 1985, 6) Χ3 από το έτος 1986 έως το 2002, 7) Χ6 από το τέλος του έτους 1987, 8) Φ7 από Μάϊο του έτους 1988, 9) Χ7 από το έτος 1988 έως το 1992, 10) Φ4 από το έτος 1989, μέχρι 1-9-1994, 11) Φ9 από το έτος 1990 έως το Φεβρουάριο του 1996, 12) Χ2 από το έτος 1996 και 13) Φ3 από το φθινόπωρο του έτους 1997. Η ΕΟ 17Ν λειτούργησε, κατά τα προεκτεθέντα, με ιεραρχική δομή, με κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών της κατά την προετοιμασία και επιχείρηση των κατ' ιδίαν τρομοκρατικών ενεργειών, με σταθερή υποδομή και διατήρηση κρησφύγετων και χώρων αποθήκευσης όπλων, εκρηκτικών υλών και μηχανημάτων και άλλων πολεμικών υλικών και με τη θέσπιση εσωτερικών, συνωμοτικών κανόνων λειτουργίας της, που υπαγόρευαν στα μέλη την αποδοχή των αποφάσεων του Κέντρου Εξουσίας και των προσκλήσεών του για να συνδράμουν την οργάνωση στην πραγματοποίηση των σκοπών της... Στα πλαίσια των κανόνων αυτών λειτουργίας της οργάνωσης, τα μέλη διέθεταν διάφορα ψευδώνυμα. Έτσι, οι κατηγορούμενοι ήσαν γνωστοί και αποκαλούνταν μεταξύ τους με το ακόλουθο ο καθένας ψευδώνυμο : α) ο Χ1 αρχικά ως "Πέτρος" και στη συνέχεια "Λάμπρος", β) ο Φ8 ως "Νικήτας", γ) ο Φ6 ως "Βαγγέλης"" και μετέπειτα "Νικήτας", δ) ο Φ2 αρχικά ως "Τάκης" και στη συνέχεια ως "Λουκάς", ε) ο Χ4 ως "Μανόλης", στ) ο Χ3 ως "Μιχάλης" και ως "Σπύρος", ζ) ο X5 ως "Σταμάτης", η) ο Χ8 ως "Αλέκος", θ) ο Χ6 ως "Χάρης", ι) ο Χ7 ως "Μάρκος", ια) ο Φ7 ως "Στέλιος", ιβ) ο Φ4 ως "Στάθης", ιγ) ο Φ9 ως "Άρης", ιδ) ο Χ2 ως "Παναής" και ιε) ο Φ3 ως "Αλέξης". Όλοι... παρέμειναν στην Οργάνωση και ο κάθε ένας από αυτούς διατήρησε τη σταθερή βούλησή του συμμετοχής σ' αυτή μέχρι τη χρονολογία που αναφέρεται κατωτέρω για τον καθένα, ανεξάρτητα αν μετείχε ή όχι και σε συγκεκριμένες πράξεις της οργάνωσης". Μετά τις ως άνω γενικές παραδοχές σχετικά με τη σύσταση, τη δομή και τη λειτουργία της οργάνωσης και τη συμμετοχή των κατηγορουμένων σ' αυτήν, το Πενταμελές Εφετείο αξιολόγησε, ειδικότερα, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε για τον καθένα από τους κατηγορουμένους, προκειμένου να καταλήξει με ασφάλεια στις επί μέρους παραδοχές του. Για την κατάφαση του ρόλου του αναιρεσείοντος Χ1 στην οργάνωση, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι "Η κήρυξη της δικτατορίας του 1967 τον βρήκε στο Παρίσι, όπου σπούδαζε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο. Αναμείχθηκε αμέσως στην ανθούσα στο Παρίσι φοιτητική ένωση των εκεί Ελλήνων, ως γενικός γραμματέας και απέκτησε δημοφιλές προφίλ μεταξύ των μελών της φοιτητικής κοινότητας, αφού άλλωστε πολλά παλαιά μέλη της προσήλθαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισής του, ανεγνώσθησαν δε οι καταθέσεις τους στο παρόν Δικαστήριο, και όπως βεβαίωσαν, είχαν χάσει την επαφή μαζί του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Ο Χ1 στο στάδιο αυτό της ζωής του έλαβε την απόφαση να δράσει κατά της δικτατορίας, ήλθε κρυφά στην Ελλάδα και μετέσχε στην αντιστασιακή οργάνωση ΛΕΑ, στην οποία αποδίδεται και η τοποθέτηση κροτίδας... στο υπόγειο του κτιρίου της Αμερικανικής Πρεσβείας των Αθηνών. Την πατρότητα της ενέργειας διεκδικεί προσωπικώς ο Χ1 χωρίς όμως να ενθυμείται και τον ακριβή χρόνο που την τοποθέτησε. Επακολούθησε σύλληψη ορισμένων από τα μέλη της ΛΕΑ και καταδίκη τους από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε μακροχρόνιες ποινές στερητικές της ελευθερίας. Μεταξύ των καταδικασθέντων περιλαμβάνεται στην απόφαση του στρατοδικείου και το όνομα Υ1, το οποίο ο Χ1 ισχυρίζεται ότι ανήκε στον ίδιο και ο οποίος καταδικάσθηκε για παράβαση πλημμεληματικού χαρακτήρα". Είναι χαρακτηριστικό το ότι σε προηγούμενο σημείο του σκεπτικού του, το δικαστήριο είχε δεχθεί ότι "Επίσης, στο κρησφύγετο της οδού ..., βρέθηκε και κατασχέθηκε και το με αριθμ. Π 277-α2 πειστήριο, που αφορά κείμενο εσωτερικού Κανονισμού της ΛΕΑ - αντιστασιακής Οργάνωσης που έδρασε στα χρόνια της δικτατορίας, μέλος της οποίας δέχθηκε, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι υπήρξε ο Χ1"Και η προηγούμενη σκέψη ολοκληρώνεται ως εξής "Μετά τη μεταπολίτευση ο Χ1, αφού ίδρυσε, όπως προεκτέθηκε, μαζί με τα λοιπά ως άνω πρόσωπα την ΕΟ 17Ν, αποφάσισε να ζήσει στη σκιά, υπό το ψευδές όνομα Μιχαήλ Οικονόμου. Ο Χ1 είναι γιος του ...επιφανούς μέλους της Δ' Διεθνούς. Έχει πολύ καλή εμφάνιση και παράσταση, γνωρίζει άπταιστα τη γαλλική και αγγλική γλώσσα, ασκεί επιρροή στους γύρω του και διαθέτει, επίσης, μια βαθιά μαρξιστική - λενινιστική συγκρότηση, αλλά και γενικότερη κλασική λογοτεχνική παιδεία". Στη συνέχεια, πέραν των όσων είχαν αναφερθεί γι' αυτόν από άλλα πρόσωπα, μάρτυρες ή συγκατηγορουμένους, το δικαστήριο αξιολόγησε πειστήρια, επί των οποίων ο γραφικός χαρακτήρας ή τα ανευρεθέντα δακτυλικά αποτυπώματα ταυτοποιήθηκαν με τα αντίστοιχα δικά του. Ως προς τα δακτυλικά αποτυπώματα, το δικαστήριο δέχθηκε μεταξύ άλλων και ότι "Στο διαμέρισμα - κρησφύγετο της οδού ...ταυτοποιήθηκαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα σε διάφορα έγγραφα, τα οποία βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στο διαμέρισμα αυτό και συγκεκριμένα: Σε φύλλο οδηγιών κινητής τηλεφωνίας (πειστήριο με αριθμό 33) βρέθηκαν δύο τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων και ένα τμήμα παλαμικού αποτυπώματος, τα οποία ταυτίζονται με τα αποτυπώματα αριστερού μεσαίου - παράμεσου και δεξιάς παλάμης αυτού. Στην 20η σελίδα εντύπου οδηγιών χρήσης κινητού τηλεφώνου GF768 μάρκας ERICSON (πειστήριο με αριθμό 35) βρέθηκε ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα αριστερού αντίχειρα αυτού. Στο πίσω εξώφυλλο εγχειριδίου οδηγιών συσκευής ασυρμάτου επικοινωνίας με τις ενδείξεις "SONY ICF - PRO 70/ICF -PRO 80 PLL - SYNTHESIZED RECEIVER" (πειστήριο με αριθμό 157) βρέθηκε ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα αριστερού αντίχειρα αυτού. Στη 16η σελίδα και στην 93η σελίδα βιβλίου με τίτλο "SPECIAL FORCES" (πειστήριο με αριθμό 190-β) βρέθηκαν δύο τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων, τα οποία ταυτίζονται με τα αποτυπώματα δεξιού αντίχειρα και δεξιού δείκτη αυτού. Στην 94η σελίδα βιβλίου με τίτλο "WHO'S WHO της αλλαγής" (πειστήριο με αριθμό 190-η) βρέθηκε ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίσθηκε με το αποτύπωμα δεξιού δείκτη αυτού. Σε βιβλίο διαστάσεων 24Χ17 εκ. με τίτλο "ΟΔΗΓΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ και ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ και ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ" (πειστήριο με αριθμό 190-ιγ), βρέθηκαν α) τέσσερα τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων του στις σελίδες 22η, 23η, 34η, 128η αυτού, τα οποία ταυτίσθηκαν με αποτυπώματα αριστερού αντίχειρα, δεξιού αντίχειρα, αριστερού αντίχειρα, αριστερού παράμεσου, αντίστοιχα, αυτού και β) ένα τμήμα παλαμικού αποτυπώματος στην 25η σελίδα του ίδιου βιβλίου, το οποίο ταυτίσθηκε με αποτύπωμα δεξιάς παλάμης αυτού. Σε δύο φύλλα χάρτου με χειρόγραφο κείμενο (που αναφέρεται σε μεθόδους και οδηγίες κατασκευής και τοποθέτησης εκρηκτικών μηχανισμών) με μαύρα γράμματα, τα οποία αριθμούνται στην πάνω αριστερή γωνία τους με λατινική γραφή (Ι) και (ΙΙ) (πειστήριο με αριθμό 277-β) βρέθηκαν α) στο φύλλο με την ένδειξη Ι του οποίου η πρώτη σελίδα αρχίζει με τη φράση "ΑΝΤΙΑΡΜΑΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ Παίρνουμε 2 κουτιά από κονσέρβες διαμέτρου 73 χιλ." και τελειώνει "στα 80 χιλ.", η δε δεύτερη αρχίζει με τη φράση "περνάμε τώρα στην κατασκευή του πυροκροτητή" και τελειώνει με τη φράση "ρίχνουμε τη χειρ." βρέθηκε ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα αριστερού μεσαίου του ανωτέρω και β) στο φύλλο με την ένδειξη ΙΙ που αρχίζει με τη φράση "βομβίδα πάνω στο τανκ" και τελειώνει με τη φράση "και άσφαλτο βλ. χώμα" δύο τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων, τα οποία ταυτίζονται με τα αποτυπώματα αριστερού αντίχειρα και αριστερού μεσαίου αυτού. Σε τέσσερα φύλλα χάρτου αριθμημένα από 1 έως 8 με το χειρόγραφο κείμενο που προεκτέθηκε και το οποίο αναφέρεται σε "Μέτρα ασφαλείας" (πειστήριο με αριθμό 277-ι) βρέθηκαν α) τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος στην υπ' αριθμ. 8 σελίδα, η οποία αρχίζει με τη φράση "κάθε σύντροφος πρέπει να έχει τρία σημεία" και τελειώνει με τη φράση "που δε γνωρίζει το προηγούμενο το παίρνει στις 10" το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα του αριστερού δείκτη αυτού και β) τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος στην υπ' αριθμ. 7 σελίδα, η οποία αρχίζει με τη φράση "Β στο επίπεδο του πυρήνα. Κάθε σύντροφος πρέπει να' χει 3 σημεία επαφής για συναντήσεις με" και τελειώνει με τη φράση "μόλις του χρειαστεί", το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα αριστερού αντίχειρα αυτού. Στην πρώτη σελίδα φύλλου χάρτου (πειστήριο 277-ια), με χειρόγραφο κείμενο και στις δύο πλευρές του (το οποίο έχει ως περιεχόμενο πληροφορίες του συντάκτη αντλούμενες από δημοσιεύματα εφημερίδων ..., ..., .... περιόδου 1981 για τα αναφερόμενα σ' αυτό πρόσωπα με πολιτική, στρατιωτική, δικαστική, αστυνομική ιδιότητα, με περιγραφή, επισημάνσεις προσώπων, αυτοκινήτων, διευθύνσεις), το οποίο αρχίζει στην πρώτη σελίδα με τη φράση ".... 18-11-1981 ...: Οδηγός του αυτοκινήτου του Θ11 Υφ/γού Εθν. Αμ. ....." και τελειώνει στη δεύτερη σελίδα με τη φράση "Πιο κάτω έψαχνε ο μουστάκιας, με άσπρα κατσαρά, λίγο καράφλας 40άρης μ' ένα παλιό μπεζ κοντό παλτό ή μακρύ μπουφάν", βρέθηκε ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα του αριστερού αντίχειρα αυτού. Σε φύλλο χάρτη εκτυπωτή (πειστήριο 365) με εκτυπωμένο κείμενο προκήρυξης και πρόσθετες χειρόγραφες διορθώσεις, το οποίο αρχίζει με τη φράση "Μέσης Ανατολής τοποθετώντας σαν χωροφύλακα σου τον υπερεξοπλισμένο από εσένα Τούρκο" και τελειώνει με τη φράση "για το μείζον, οι πατριώτες αυτοί θάπρεπε να καλέσουν σήμερα" βρέθηκε τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα δεξιού αντίχειρα αυτού. Σε φύλλο εκτυπωτή (πειστήριο με αριθμό 368), στο οποίο έχει εκτυπωθεί κείμενο προκήρυξης 51 σειρών, που αρχίζει με τη φράση "τον ελληνικό λαό σε μποϋκοτάζ" και τελειώνει με τη φράση "η Τουρκία καταλαμβάνει στρατιωτικά αυτό το" βρέθηκε τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο ταυτίζεται με το αποτύπωμα δεξιού αντίχειρα αυτού. Σε τέσσερις σελίδες χάρτου εκτυπωτή μη αποκολλημένες μεταξύ τους (πειστήριο με αριθμό 160) με περιεχόμενο πανομοιότυπο κατά το πλείστο, με το περιεχόμενο της προκήρυξης που στάλθηκε 29/5/1997 μετά τη δολοφονία του εφοπλιστή Θ13, στο οποίο περιλαμβάνονται χειρόγραφες σημειώσεις καθώς και ορθογραφικές - συντακτικές διορθώσεις και πρόσθετες χειρόγραφες φράσεις, μέρος από τις οποίες αυτούσιες επισημάνθηκαν στην προκήρυξη αυτή, βρέθηκαν πέντε τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων, τα οποία ταυτίζονται με τα αποτυπώματα του αριστερού δείκτη, αριστερού μεσαίου (δύο φορές), αριστερού αντίχειρα και δεξιού αντίχειρα. Επί του πειστηρίου με αριθμό 277-ιγ, που αφορά μία χειρόγραφη σελίδα, η οποία αρχίζει με τη φράση "Όταν λέμε αυθορμητισμό, δεν εννοούμε" και τελειώνει με τη φράση "να τον εμβαθύνουμε για να... του αγώνα", βρέθηκε ένα αποτύπωμα του δεξιού αντίχειρα". Λόγω του ότι ο κατηγορούμενος είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητα των αποτυπωμάτων που αποδόθηκαν σ' αυτόν, το δικαστήριο αξιολόγησε την κατάθεση ειδικού μάρτυρα και δέχθηκε ότι "Τα ανωτέρω συνολικά δακτυλικά αποτυπώματα, που ανήκουν στην κατηγορία των ιδρωτικών αποτυπωμάτων, παραμένουν στο χαρτί για πολλά χρόνια, [πράγμα] το οποίο αγνοούσαν όλοι οι κατηγορούμενοι και γι' αυτό δεν έλαβαν καμία σχετική προφύλαξη (γάντια, αποφυγή να αγγίσουν), όπως συνέβη κατά κανόνα επί των λοιπών κινητών και των συστατικών των ακινήτων, λ.χ. των τοίχων, θυρών κλπ. των διαμερισμάτων. Η ταυτοποίηση των αποτυπωμάτων αυτών έγινε στο Τμήμα Εξερευνήσεων της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, από δείγματα δακτυλικών αποτυπωμάτων που λήφθηκαν από το Χ1 νόμιμα, αμέσως μετά τη σύλληψή του και την προσαγωγή του στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία τις πρώτες πρωινές ώρες της 18-7-2002. Ο εμφανισθείς και ενόρκως εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας Μ8 βεβαίωσε με λόγο γνώσης και απόλυτη πειστικότητα το Δικαστήριο ότι ο Χ1 προσήχθη από τους ...στις 17-7-2002 το βράδυ, δακτυλοσκοπήθηκε τις πρώτες ώρες, δηλαδή 17/7 προς 18/7 στις 3-4 ώρα το πρωί και διαπιστώθηκε ότι η ταυτότητα που έφερε μαζί του ήταν πλαστή και ήδη [με τη χρήση της] είχε καταστεί δράστης αξιόποινης πράξης. Δεν υπήρχε πριν δελτίο στο όνομά του, αλλά υπήρχε φάκελος στο όνομα Υ1. Κατέθεσε, επίσης, ότι έγινε και άλλη δακτυλοσκόπηση του εν λόγω κατηγορουμένου στις 19-7-2002, από το Γραφείο Συνοδειών του Τμήματος Δακτυλοσκοπίας, καθώς και ότι τα αποτυπώματα κάθε ανθρώπου, όποτε τα πάρεις, μένουν ίδια, δεν αλλάζουν. Κατ' ακολουθία, η εκ μέρους του αυτεπαγγέλτως διορισθέντος συνηγόρου του εν λόγω κατηγορουμένου Γ. Κάβουρα, υποβληθείσα ένσταση, σύμφωνα με την οποία ο Χ1 δακτυλοσκοπήθηκε στις 19-7-2002 και η προσβαλλομένη από αυτόν Έκθεση ... που ταυτίζει τα δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου αυτού έγινε το βράδυ της 18-7-2002 και επομένως είναι αναληθής κατά περιεχόμενο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, αφού κατά τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε πλήρως ότι ο Χ1 δακτυλοσκοπήθηκε το πρώτον τις πρωινές ώρες της 18-7-2002. Επίσης, περί της ορθότητας των μεθόδων ταυτοποίησης και της ακεραιότητας της διερεύνησης στη συγκεκριμένη περίπτωση, με σαφήνεια και έχοντας ιδία αντίληψη, κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ο προαναφερθείς μάρτυρας Μ8. Ο ίδιος μεταξύ άλλων σαφώς κατέθεσε ότι δεν είναι δυνατή η πλαστότητα αποτυπώματος, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποτυπώματα είναι πρωτογενή, το χαρτί έχει απορροφήσει τα συστατικά της κινητικότητας των δακτύλων και δεν υπάρχει τεχνικός τρόπος που να μπορεί κάποιος να τοποθετήσει, ειδικά πάνω σε χαρτί, λανθάνοντα αποτυπώματα. Κατέθεσε, επίσης, ότι στο Πειστήριο Π-160 υπάρχουν αποτυπώματα μόνο του Χ1 και των δύο χεριών... Τα αποτυπώματα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πρωτογενή. Το λανθάνον αποτύπωμα (που γίνεται ορατό) παράγεται κατά την διαδικασία επαφής των χεριών του ανθρώπου από τον ιδρώτα που εκβάλλεται από τις απολήξεις των ιδρωτοποιών αδένων, ανάλογα με τους καρδιακούς παλμούς και την έκκριση αδρεναλίνης. Η πλαστογράφηση ή η μεταφορά δακτυλικών αποτυπωμάτων, δεν είναι δυνατή, ιδίως μάλιστα πάνω στα συγκεκριμένα πειστήρια. Τεχνικά είναι αδύνατο κάτι τέτοιο, όπως με σαφήνεια κατέθεσε. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν μπορούσε να γίνει, θα διαπιστώνετο αμέσως στο συντριπτικό ποσοστό των 99,99%. Και τούτο, διότι το δακτυλικό αποτύπωμα σχηματίζεται από την επαφή του ιδρώτα με μια επιφάνεια και όταν εξετάζεται το δακτυλικό αποτύπωμα στο μικροσκόπιο, φαίνονται οι πόροι του δέρματος. Εάν υπήρχε περίπτωση μεταφοράς δακτυλικού αποτυπώματος τούτο θα γινόταν αμέσως αντιληπτό, διότι δεν θα εμφανίζονταν οι εν λόγω πόροι. Είναι αδύνατο να προσδοθεί η κινητικότητα του πόρου... Ο κατηγορούμενος Χ1 δεν δικαιολογεί τα αποτυπώματα αυτά επί των άνω ευρημάτων και πώς βρέθηκαν στο ως άνω κρησφύγετο της οργάνωσης. Αρκείται στην καθολική άρνηση της ταυτότητας των αποτυπωμάτων που βρέθηκαν με τα δικά του και επί πλέον ισχυρίζεται ότι αποτελεί σε βάρος του σκευωρία η "κατασκευή" των εκθέσεων, δια της μεταφοράς αποτυπωμάτων του με κατάρτιση "σφραγίδων" από τα γνήσια αποτυπώματά του, μετά τη δακτυλοσκόπησή του από τις Αρχές. Πέραν του ότι ο εξετασθείς μάρτυρας με απόλυτη βεβαιότητα απέκλεισε κατά τα προεκτεθέντα την πραγματική δυνατότητα μεταφοράς ιδρωτικών αποτυπωμάτων, και μάλιστα πάνω στα πειστήρια αυτά, μια διωκτική αρχή που (κατά παράβαση καθήκοντος) θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο, δεν υπήρχε λόγος να "μεταφέρει" αποτυπώματα σε βιβλία και άλλα έγγραφα, αφού είχε ήδη στα χέρια της το βαρύτατο οπλισμό της ΕΟ 17Ν όπου, από την άποψη εντυπώσεων τουλάχιστον, θα ήταν πιο επιβαρυντικό για τον κατηγορούμενο, να έχει "μεταφέρει" αποτυπώματα. Αλλά και ακόμη περισσότερο θα μπορούσαν να έχουν "μεταφέρει" αποτυπώματα πάνω σε συστατικά του ακινήτου του κρησφύγετου, λ.χ. τοίχους, πόρτες κλπ. Ο ίδιος ο Χ1 αποφεύγει εξάλλου να τοποθετηθεί στο θέμα της ύπαρξης κοινών αποτυπωμάτων στα πειστήρια υπ' αριθ. 277-ι (με Χ8), 190-ιγ (με Φ8 και Χ3), 190-η (με X5 και Χ3). Ως προς την αμφισβήτηση της ταυτοποίησης των αποτυπωμάτων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο Χ1, παρά τη σοβαρότητα των διαπιστώσεων που προκύπτουν από τα εν λόγω πειστήρια, ουδόλως κατέφυγε κατά το μακρύ χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από της διαπιστώσεως των ανωτέρω και περιελεύσεως σε γνώση του, αλλά και καθ' όλη τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης και μέχρι πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου σε κάποιον ειδικό... [για] να ζητήσει μια δική του έκθεση, την οποία να προσκομίσει μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας προς συνεκτίμηση στο Δικαστήριο, αλλά περιορίσθηκε στον ισχυρισμό περί κατασκευασμένων στοιχείων και στη στείρα άρνησή του". Στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο αξιολόγησε γραφολογικά ευρήματα και δέχθηκε ότι "Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω μνημονευόμενες εκθέσεις κατ' οίκον έρευνας των δύο διαμερισμάτων (κρησφύγετων), που ανεγνώσθησαν, βρέθηκαν προκηρύξεις της ΕΟ 17Ν με χειρόγραφη γραφή επ' αυτών. Μάλιστα, εντοπίσθηκε η προαναφερθείσα προκήρυξη, που είχε συνταχθεί μετά τη δολοφονία του Θ13 (πειστήριο με αριθμό Π160), στην οποία ταυτοποιήθηκαν τα πέντε δακτυλικά αποτυπώματα που προαναφέρθηκαν και από τα δύο χέρια του, τυπωμένη, με χειρόγραφες διορθώσεις στην πρόσθια σελίδα και συμπληρώσεις. Επίσης, χειρόγραφες προσθήκες και σημειώσεις του ίδιου εντοπίσθηκαν στην οπίσθια σελίδα, μέρος από τις οποίες σε νέα εκτύπωση της προκήρυξης περιλήφθηκαν σ' αυτή, δηλ. σε εκείνη που τελικά στάλθηκε στην εφημερίδα ...(βλ. κατωτ. ανάπτυξη επί της υποθέσεως δολοφονίας Θ13). Διατάχθηκε από τον ανακριτή η διενέργεια γραφολογικής γνωμοδότησης. Ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος... στην από ... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης αποφαίνεται ότι η χειρόγραφη γραφή στα έγγραφα αυτά έχει χαραχθεί από τον Χ1 και είναι γνήσια γραφή του, φυσιολογικής εξέτασης. Ομοίως, οι γραφολόγοι Μ4 και Μ9 με την από 27-9-2002 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης αποφαίνονται ότι οι χειρόγραφες συμπληρώσεις επί του δακτυλογραφημένου εγγράφου (προκήρυξη τεσσάρων σελίδων) συμπεριλαμβανομένης και της μικρής έκτασης αμιγούς γραφής στην πίσω όψη του δευτέρου και τρίτου φύλλου του ιδίου εγγράφου και η συνεχόμενη γραφή μιας και μισής σελίδας του εγγράφου που αρχίζει με τη φράση ".... 18.11.91" και τελειώνει με τη φράση "κοντό παλτό ή μακρύ μπουφάν" (πειστήριο 277-ια) (στο οποίο κατά τα προεκτεθέντα ταυτοποιήθηκε και αποτύπωμα του αριστερού αντίχειρα του Χ1) έχουν γραφεί από το ίδιο πρόσωπο, που είναι ο Χ1. Η διορισθείσα τεχνική σύμβουλος των πολιτικώς εναγόντων, ..., στην από 7-10-2002 έκθεσή της αναφέρει ότι η από 27-9-2002 πραγματογνωμοσύνη των Μ4 και Μ9 είναι απόλυτα επιστημονικά τεκμηριωμένη και συμφωνεί ότι η γραφή προέρχεται από τον Χ1. Επίσης, η γραφή του Χ1 ταυτοποιήθηκε και στα ακόλουθα χειρόγραφα κείμενα - πειστήρια, που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια κατ' οίκον έρευνας στο διαμέρισμα - κρησφύγετο της οδού .... Συγκεκριμένα, στο πειστήριο με αριθμό Π 277 Α4, που αφορά δακτυλογραφημένο κείμενο με χειρόγραφες διορθώσεις και τίτλο "Η αλλαγή της 24ης Ιούλη", στο πειστήριο με αριθμό Π 277-β που αφορά χειρόγραφο κείμενο με τίτλο "ΑΝΤΙΑΡΜΑΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ (ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ)", στο πειστήριο με αριθμό Π 277-ι που αφορά χειρόγραφο κείμενο για τα "Μέτρα Ασφάλειας", στο πειστήριο με αριθμό Π 277-ια που αφορά χειρόγραφο κείμενο με πληροφορίες, κατά τα προεκτεθέντα, για διάφορα πρόσωπα από τις εφημερίδες..., στο πειστήριο με αριθμ. Π 277-ιγ που είναι χειρόγραφο κείμενο με επαναλαμβανόμενες θέσεις της ΕΟ 17Ν, στο πειστήριο με αριθμ. Π 279 που αφορά χειρόγραφο κείμενο, στο πειστήριο με αριθμό Π 364 που αφορά απόσπασμα προκήρυξης από εκτυπωτή με χειρόγραφες σημειώσεις, στο πειστήριο με αριθμ. Π 365 και Π 367 που αφορούν αποσπάσματα προκηρύξεων με χειρόγραφες, επίσης, διορθώσεις. Στα πειστήρια με αριθμ. Π 438-α και Π 438-β που αφορούν χειρόγραφες σημειώσεις και σ' αυτά περιέχονται διευθύνσεις και πληροφορίες για διάφορα πρόσωπα, κυρίως για εφοπλιστές, τις κατοικίες τους, τις επιχειρήσεις τους, για πλοία τους, περιγραφή των αυτοκινήτων τους και εκεί περιέχεται και το όνομα του εφοπλιστή Θ13". Για την ενίσχυση της ως άνω κρίσεως, το δικαστήριο επικαλείται και την κατάθεση του μάρτυρα Μ5, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτει στην αιτιολογία του, για να καταλήξει στο ότι "Κατόπιν αυτών, ο ισχυρισμός του Χ1, (ο οποίος επίσης επί μακρό χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου δεν προσκόμισε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από πραγματογνώμονα της επιλογής του), σύμφωνα με τον οποίον οι διωκτικές αρχές σκευώρησαν σε βάρος του σε σχέση με τα ανωτέρω πειστήρια είναι αβάσιμος και απορριπτέος". Ακόμη, το δικαστήριο δέχεται ότι "Στο κρησφύγετο της οδού ... βρέθηκε και κατασχέθηκε μια κάσα μεταξοτυπίας που φέρει εντυπώματα του υδατογραφήματος και των σφραγίδων της πλαστής ταυτότητας του Χ1 με το όνομα Μιχαήλ Οικονόμου. Την εν λόγω ταυτότητα κατασκεύασε ο Χ3, όπως ο ίδιος δήλωσε στη συνέντευξη που έδωσε στο δημοσιογράφο Δ1. Επίσης, στην ίδια κάσα μεταξοτυπίας υπάρχουν εντυπώματα των σφραγίδων του υπ' αριθ. ... πλαστού γαλλικού διεθνούς διπλώματος οδήγησης που είχε ο Χ1, με το γαλλικό όνομα Hοns Christian και το οποίο κατασχέθηκε σε διενεργεθείσα σωματική έρευνα αυτού, ενώ τα στοιχεία (Hοns Christian, 2/1/1940, VICHY 03, 26 rue de Meru...Paris, 7/2/64 Police) είχαν δακτυλογραφεί στη γραφομηχανή που κατασχέθηκε από την οικία της συντρόφου του ..., στην οδό ....". Και ακόμη ότι στο εν λόγω διαμέρισμα "βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τρία κλειδιά, τα οποία είχαν σχέση με τρία από τα 17 κλειδιά που βρέθηκαν πάνω στο Χ3, στην έκρηξη στον Πειραιά και τα οποία άνοιγαν την είσοδο της πολυκατοικίας της οδού ..., όπου το κρησφύγετο, καθώς και την είσοδο του τελευταίου. Ο μάρτυρας ...που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με σαφήνεια, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι η πιθανότητα να έτυχε να έχει ο Χ1 ίδιου τύπου κλειδιά που ν' ανοίγουν την είσοδο και το διαμέρισμα - κρησφύγετο της οδού ... είναι 1: 432 δηλαδή 0,23%. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο επαναλαμβανόμενος εκ μέρους του Χ1 ισχυρισμός, περί σκευωρίας των διωκτικών Αρχών σε βάρος του, καθόσον αφορά όλα τα ανωτέρω, παρουσιάζεται ενόψει των πολλών και συντριπτικών σε βάρος αυτού ως άνω πειστηρίων, εκθέσεων που ανεγνώσθησαν και μαρτυρικών καταθέσεων αβάσιμος και απορριπτέος". Και τέλος, το Πενταμελές Εφετείο, για την κατάφαση της παραμονής του Χ1 στην εγκληματική οργάνωση μέχρι την εξάρθρωσή της, τον Ιούλιου 2002, δέχθηκε ότι "Από το έτος 1974 και μετέπειτα εξαφανίσθηκε ως Χ1 Κυκλοφορούσε με πλαστά προσωπικά έγγραφα, δηλαδή με πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ως Μιχάλης Οικονόμου και με πλαστή άδεια οδηγήσεως ως Hοns Christian, κατά τα προεκτεθέντα..., δεν είχε καμιά επαφή με την εδώ κατοικούσα αδελφή του (πράγμα εντελώς ασύμβατο με τα κρατούντα στην ελληνική οικογένεια και κοινωνία, πολύ περισσότερο αφού δεν προέκυψε οποιαδήποτε διαφορά ή διένεξη μεταξύ αυτών), αλλά ούτε και με τους πρώην στενούς φίλους από το Παρίσι και τα φοιτητικά του χρόνια..., αλλά συναναστρεφόταν με ανθρώπους που γνώρισε μεταγενέστερα, κυρίως του επαγγελματικού περιβάλλοντος της συντρόφου του. Ο ισχυρισμός του ότι κυκλοφορούσε με άλλο όνομα τόσα χρόνια, προστατεύοντας τον εαυτό του από τους Αμερικανούς, εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης που είχε αναπτύξει ως μέλος της ΛΕΑ και της ενέργειας σε βάρος της Αμερικανικής Πρεσβείας το έτος 1972..., δεν παρουσιάζεται πειστικός, ενόψει των συντριπτικών σε βάρος αυτού, ως άνω αποδεικτικών μέσων, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι, μετά την πτώση της δικτατορίας και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, θα ήταν προς έπαινο και τιμή η επίκληση και απόδειξη αντιστασιακής δράσης. Ομοίως, ο ισχυρισμός του ότι κυκλοφορούσε με πλαστά προσωπικά έγγραφα διότι δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, δεν είναι πειστικός και πρέπει να απορριφθεί, αφού λόγω της ηλικίας του προδήλως κανένα κίνδυνο δεν διέτρεχε να στρατευθεί ως ανυπότακτος". Σύμφωνα με όλα, όσα έχουν παρατεθεί στην παρούσα σκέψη, το Πενταμελές Εφετείο παρέθεσε με περισσή επάρκεια τα αποδεικτικά μέσα, τα εξ αυτών προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς, δια των οποίων κατέληξε στην παραδοχή ότι η ΕΟ 17Ν ήταν δομημένη οργάνωση με διαρκή δράση, ότι συνεστήθη το 1975 από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο Χ1 ότι είχε ως σκοπό την τέλεση κακουργημάτων από αυτά που αναφέρονται στην ΠΚ 187 παρ.1, τα οποία, πράγματι, τελέσθηκαν και για τα οποία η ίδια η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη με προκηρύξεις, στα σχέδια των οποίων εντοπίσθηκε ο γραφικός χαρακτήρας του Χ1 ότι η δραστηριότητα της οργάνωσης έφθασε μέχρι την απόπειρα του Ιουνίου 2002 και το εξ αυτής ατύχημα και ότι λίγες μέρες πριν από αυτό ο Χ1 είχε παρακαταθέσει στο κρησφύγετο της οδού ... ένα χαρτοφύλακα με έγγραφα της οργάνωσης, εν όψει της αναχώρησής του για διακοπές. Επομένως, διέλαβε επαρκή αιτιολογία ως προς την κατάφαση της εκ μέρους του αναιρεσείοντος Χ1 συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης κατά το έτος 1974 και μετά ταύτα συμμετοχής σε αυτήν μέχρι τη σύλληψή του κατά τον Ιούλιο 2002 και ο τέταρτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του ιδίου, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο (υπό το έννομο συμφέρον να χαρακτηρισθεί η πράξη ως πλημμέλημα, λόγω εφαρμογής του προ του νόμου 2928/2001 νομικού καθεστώτος, με τις εντεύθεν υπέρ αυτού συνέπειες είτε της παραγραφής είτε του επιεικέστερου ποινικού κολασμού) και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια της ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος.
23.Σε συνέχεια των όσων αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.22), το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης αυτού σε συνδυασμό με το διατακτικό του, σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής του αναιρεσείοντος X5 στην εγκληματική οργάνωση από το 1985 μέχρι το 2002, δέχθηκε κατά λέξη ότι "Ο X5 γεννήθηκε το 1955 στο ..., όπου διέμεινε μέχρι την ηλικία των 17 ετών και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με την πατρική του οικογένεια, διαδοχικά, σε άλλες περιοχές... Στα πλαίσια [πολιτικών] κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων, σε συναντήσεις που πήγαινε και ο ίδιος, μέσω του κοινού φίλου ..., γνώρισε τον Χ4. Αφού έκαναν παρέα, μετά από [κάποιο] χρονικό διάστημα, [περί τις] αρχές του 1985 ο Χ4 του πρότεινε να κάνουν κάτι με βόμβες, η κουβέντα σταμάτησε εκεί, αλλά μετά από κάποιες ημέρες του πρότεινε να γίνει μέλος της ΕΟ 17Ν, το οποίο και αποδέχτηκε αυτός. Ο Χ4 του γνώρισε άλλο μέλος, το οποίο του σύστησε ως "Λουκά". Τον ίδιο δε (X5) συνέστησε σε εκείνον ως "Σταμάτη". Τα ανωτέρω με σαφήνεια προκύπτουν από την αναγνωσθείσα από 18-7-2002 προανακριτική απολογία του X5, στην οποία με λεπτομέρεια αναφέρεται στην προαναφερθείσα στρατολόγησή του στην οργάνωση, καθώς και στη συμμετοχή του σε σωρεία εγκληματικών ενεργειών της οργάνωσης... Αναφέρει ότι από την ημέρα που δραστηριοποιήθηκε, μέχρι την ημέρα της εν λόγω απολογίας του (18-7-2002) είναι μέλος της ΕΟ 17Ν, αλλά από το έτος 1992 δεν είχε πάρει μέρος σε καμία ενέργεια και παρέμενε ανενεργό μέλος, γιατί είχε προσαχθεί στην αστυνομία. Κατά την απολογία του στην 4η τακτική ανακρίτρια Θεώνη Μπούρη, στις 23-7-2002 (που ανεγνώσθη), όπου παρίστατο με δύο δικηγόρους, αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της από 18-7-2002 προανακριτικής απολογίας του και επιβεβαίωσε αυτό, δήλωσε ότι έχει αποκηρύξει αυτή την ιδεολογία και ζήτησε να υπαχθεί στην ευνοϊκή μεταχείριση του νόμου 2928/2001. Κατά την απολογία του στον εφέτη επίκουρο ειδικό ανακριτή Πάνο Πετρόπουλο, στις 23-10-2003 μεταθέτει το χρόνο ένταξής του στην Οργάνωση, τον οποίο τοποθετεί από 1985-1986, ενώ στην προανακριτική του είχε ειδικά αναφερθεί στις αρχές του έτους 1985. Αναφέρει ότι ο Χ4 τον γνώρισε στον Φ2 και στον Χ3, ενώ δεν είχε κάνει τέτοια αναφορά περί γνωριμίας στο αρχικό στάδιο της ένταξής του, στην προανακριτική απολογία του. Αναφέρει ότι ο ρόλος του ήταν βοηθητικός και περιοριζόταν στην κλοπή 2-3 αυτοκινήτων και 3-4 πινακίδων και τη μετακίνηση αυτοκινήτων και ότι συμμετείχε στην οργάνωση μέχρι το έτος 1992, διότι δημιούργησε οικογένεια. Ανακάλεσε δε τις ομολογίες της προανακριτικής του απολογίας, ως προϊόν βασανισμού και άσκησης ψυχολογικής βίας. Ο X5 αναφέρεται στην απολογία του αυτή σε γνωριμία με τον Χ3 από την αρχή της ένταξής του, προκειμένου να ισχυροποιήσει το νεότερο ισχυρισμό του περί ένταξής του το 1985-1986 και τούτο γιατί όπως έχει κριθεί ο Χ3 έχει χρόνο ένταξής του στην οργάνωση το τέλος του έτους 1986. Τούτο δε έγινε από αυτόν, προφανώς, για να υποστηρίξει το αβάσιμο κατηγοριών σε βάρος του, που αναφέρονται στο προηγούμενο αυτό χρονικό διάστημα. Ο X5, γνωρίζοντας ότι ένα καμένο μέλος δεν μπορεί μεν να λαμβάνει μέρος, με πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ενέργειες της οργάνωσης, αλλά το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει κάποιον να εξακολουθεί να είναι μέλος, ενώ στην προανακριτική του κατάθεση είχε ισχυριστεί ότι από το έτος 1992 δεν έλαβε μέρος σε ενέργεια, λόγω προσαγωγής του στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία (ας σημειωθεί ότι αυτός προσήχθη το 1993 [και] προφανώς από παραδρομή ανέφερε το έτος 1992), είναι όμως μέλος της και από της ως άνω προσαγωγής του παρέμεινε ενεργό μέλος, στην ενώπιον του εφέτη επίκουρου ειδικού ανακριτή απολογία του δεν κάνει καμία αναφορά σ' αυτό, επικαλούμενος οικογενειακούς λόγους και μη συμφωνίας του πλέον με τις ενέργειες της Οργάνωσης. Τούτο έγινε από αυτόν, προκειμένου να στηρίξει στη συνέχεια ισχυρισμό ότι ήταν μέλος μέχρι το 1992, αφού δεν υπάρχουν ενέργειες αποδιδόμενες σε αυτόν μετά το έτος αυτό. Πράγματι, ο X5 στις 15-5-1993 προσήχθη στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία, επειδή καταγγέλθηκε από άγνωστο ότι [βρισκόταν] ύποπτα έξω από το σπίτι αμερικάνου διπλωμάτη στην ..., κινούμενος με δίκυκλη μοτοσικλέτα, στην οποία επέβαινε και άλλο άτομο. Ο X5 κατάφερε τότε να παραπλανήσει τους αστυνομικούς ότι δεν έχει καμία σχέση με την ΕΟ 17Ν και αφέθηκε ελεύθερος. Μετά από αυτό το γεγονός, ο X5 δεν μπορούσε να λαμβάνει μέρος σε ενέργειες, αφού ήταν καμένο μέλος της οργάνωσης. Όμως, αυτό δεν τον εμπόδισε και να λαμβάνει γνώση των ενεργειών της οργάνωσης και να συναντιέται με μέλη της, αλλά και να λαμβάνει από το ταμείο της οργάνωσης μεγάλα ποσά. Μέχρι τον Μάιο του 1997, που εμφανίζουν τα τετράδια αυτά έξοδα, έχουν γίνει πάρα πολλές καταχωρήσεις, με τη σημείωση "Στα" που, κατά την περιεχόμενη στην από 20-7-2002 απολογία του Χ3 [επεξήγηση], η ένδειξη "Στα" σημαίνει "Σταμάτης", που ήταν το κωδικό όνομα του X5. Περί του τελευταίου κατέθεσε, επί πλέον, απολογούμενος και ο Χ8. Η συμμετοχή του X5 στην Οργάνωση, τεκμηριώνεται και από τις καταθέσεις των συγκατηγορούμενών του, Χ4, Φ4, Φ7, που περιέχονται στις αναγνωσθείσες απολογίες τους, αλλά και των συγκατηγορουμένων του Χ7 και Χ8 στο ακροατήριο του παρόντος και του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίοι, κατά την απολογία τους, βεβαιώνουν την συμμετοχική δράση του X5, όπως στην υπόθεση Θ8, Θ16, Θ3. Επίσης, στο κρησφύγετο της Οργάνωσης της οδού ... βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματά του στο βιβλίο "Who is Who της αλλαγής" (Π 190-η) και συγκεκριμένα δύο τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων που βρέθηκαν στην 100η σελίδα του βιβλίου αυτού και ταυτίζονται με τα αποτυπώματα του αριστερού παράμεσου του εν λόγω κατηγορουμένου. [Επίσης], σε πηλίκιο θερινής αστυνομικής στολής Ανθυπαστυνόμου, φέροντος και χειρόγραφη ένδειξη στην εσωτερική του πλευρά, τα αρχικά "ΓΣ", (Πειστήριο 572-δ), που είχε αφαιρεθεί κατά τη ληστεία στο ΙΘ' Α/Τ ..., βρέθηκε ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος που ταυτίζεται με αποτύπωμα δεξιού αντίχειρα του X5. Επί πλέον, στο ως άνω πειστήριο Π 190-η, επισημάνθηκαν ταυτιζόμενα από κοινού αποτυπώματα των Χ1, X5, Χ3, όπως τα ανωτέρω προκύπτουν από το αναγνωσθέν με αριθμό πρωτ. ...από 21-10-2002 απόρρητο έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών -Τμήμα Εξερευνήσεων της ΕΛΑΣ, με θέμα "Εξερεύνηση Χώρων-Πειστήρια και παραβολή λανθανόντων αποτυπωμάτων" και την ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ένορκη εξέταση του μάρτυρα Μ8, που επιβεβαίωσε την ορθότητα, το παραδεδεγμένο, την ακρίβεια των μεθόδων που ακολουθήθηκαν και το περιεχόμενο, στο σύνολό του, του εν λόγω εγγράφου, παρέχοντας προς τούτο, τις απαιτούμενες εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Δείγμα γραφής του X5 συσχετίσθηκε επίσης γραφολογικά με γραφή χειρόγραφων σημειώσεών του, σχετικά με συνδεσμολογία ηλεκτρολογικών κυκλωμάτων που βρέθηκαν σε δύο φύλλα χάρτου (Πειστήριο Π 57) στο κρησφύγετο της οδού .... Τα ανωτέρω με σαφήνεια προκύπτουν, από την αναγνωσθείσα με αριθμό πρωτ. ..... της 16/5/2003 Έκθεσης Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης του Αστυνόμου Μ5, δικαστικού γραφολόγου, Υπαστυνόμου Α' ..., δικαστικού γραφολόγου και Υπαστυνόμου Α' ..., δικαστικού γραφολόγου του Εργαστηρίου Γραφολογίας, Τμήματος Εργαστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της ΕΛΑΣ, το περιεχόμενο της οποίας με σαφήνεια επιβεβαίωσε και ο εξετασθείς ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, μάρτυρας Μ5. Ο X5 δεν αποχώρησε από την Οργάνωση ούτε κατά το έτος 1992, ούτε κατά το έτος 1993, που εντοπίστηκε από τις αρχές ως ύποπτος, αλλά ούτε και μεταγενέστερα. Λάμβανε, μετά τον εντοπισμό του, γνώση από τους συντρόφους του για τις ενέργειες. Πριν από την τέλεση των πράξεων, συναντάτο με αυτούς, απολάμβανε των οικονομικών παροχών από τις ληστείες της Οργάνωσης και ουδέποτε απέκοψε το δεσμό του με την Οργάνωση, [αλλά] εξακολουθούσε να ανήκει σ' αυτή, όπως άλλωστε είχε συνομολογήσει ο ίδιος ευθέως και σαφώς με την προανακριτική απολογία του. Επίσης, όπως κατέθεσε απολογούμενος ο Χ8, δεν γνώρισε περιφερειακά μέλη ή βοηθητικά στην ΕΟ 17Ν. Αλλά κατά το προαναφερθέν Καταστατικό, μια από τις βασικότερες αρχές της Οργάνωσης ήταν ότι δεν δεχόταν μέλη που ήθελαν να δουλέψουν μόνο σε ένα τομέα, απορριπτομένου εντεύθεν ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του κατηγορουμένου X5". Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, στην παρούσα σκέψη, αλλά και στην προηγηθείσα με αρ.22, το Πενταμελές Εφετείο παρέθεσε με επάρκεια τα αποδεικτικά μέσα, τα εξ αυτών προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς, δια των οποίων κατέληξε στην παραδοχή ότι η ΕΟ 17Ν ήταν δομημένη οργάνωση με διαρκή δράση, ότι αποτελείτο από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, ότι είχε ως σκοπό την τέλεση κακουργημάτων από αυτά που αναφέρονται στην ΠΚ 187 παρ.1, τα οποία, πράγματι, τελέσθηκαν και για τα οποία η ίδια η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη με προκηρύξεις, ότι ο X5, εν γνώσει του ως άνω σκοπού και με τη θέληση να συμβάλει στην επιδίωξή του, είχε ενταχθεί σ' αυτήν περί τις αρχές του 1985 και ότι η παραμονή του σ' αυτήν, παρά την εκ των πραγμάτων έλλειψη συμμετοχής σε στρατιωτική δραστηριότητα της οργάνωσης μετά το έτος 1993, λόγω της επισήμανσής του από την αστυνομική αρχή, παρατάθηκε μέχρι τη σύλληψή του τον Ιούλιο 2002, διότι διατηρούσε την επαφή με τα υπόλοιπα ενεργά μέλη και επιδοκίμαζε τις ενέργειές τους, χωρίς ποτέ να εκδηλώσει πρόθεση αποχώρησης. Επομένως, διέλαβε επαρκή αιτιολογία ως προς την κατάφαση της, εκ μέρους του αναιρεσείοντος X5, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα και ο έκτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του ιδίου, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο (υπό το έννομο συμφέρον να χαρακτηρισθεί η πράξη ως πλημμέλημα, λόγω εφαρμογής του προ του νόμου 2928/2001 νομικού καθεστώτος, με τις εντεύθεν υπέρ αυτού συνέπειες είτε της παραγραφής είτε του επιεικέστερου ποινικού κολασμού) και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια της ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος.
24.Σε συνέχεια των όσων έχουν ήδη αναφερθεί (βλ. παραπάνω, αρ.22), το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης αυτού σε συνδυασμό με το διατακτικό του, σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής του αναιρεσείοντος Χ2 στην εγκληματική οργάνωση για το μετά το έτος 1996 και μέχρι το έτος 2002 χρονικό διάστημα, δέχθηκε κατά λέξη ότι "Ο Χ2 γεννήθηκε στην ...το έτος 1972. Το έτος 1996 ήλθε στην ...και φιλοξενήθηκε από τον αδελφό του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), αρχικά για λίγες ημέρες, στη μονοκατοικία που αυτός διατηρούσε στο .... Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν η κατοικία του και επανήλθε μετά εξάμηνο περίπου στην Αθήνα, όπου φιλοξενήθηκε και πάλι από τον αδελφό του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), σε μονοκατοικία που διατηρούσε στο .... Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο σπίτι του αδελφού του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), το έτος 1996, ο Χ2 μυήθηκε από τον αδελφό του στην Οργάνωση 17Ν. Ο Χ3 του γνώρισε τον Φ2 και έλαβε αυτός το κωδικό όνομα "Παναής", το οποίο επέλεξε ο ίδιος. Στην από 17-7-2002 προανακριτική απολογία του, ο Χ2 δέχεται ότι ήταν μέλος της Οργάνωσης και ότι συμμετείχε σε πολλές ενέργειες, τις οποίες περιγράφει. Δήλωσε μετάνοια για τις πράξεις που διέπραξε και ζήτησε από την Πολιτεία την προστασία της σωματικής ακεραιότητας αυτού και της οικογενείας του, καθώς, επίσης, συγγνώμη από όποιον έχει βλάψει όλη αυτή την περίοδο και αυτούς που ξέρει και αυτούς που δεν ξέρει. Στην από 21-7-2002 ανακριτική απολογία του, ενώπιον της 4ης τακτικής ανακρίτριας, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της προανακριτικής απολογίας του. Δήλωσε και πάλι μετάνοια για τις πράξεις του και ζήτησε την εφαρμογή των ευνοϊκών διατάξεων του νόμου 2928/2001, για τη συμβολή του στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης. Μετά, όμως, την εμφάνιση και παράδοση στις Αρχές του Φ2, ο Χ2 κατά την απολογία του ενώπιον του εφέτη ειδικού ανακριτή στις 23-10-2002 ανακάλεσε και αυτός, όπως και οι άλλοι, τόσο την προανακριτική, όσο και την ανακριτική απολογία του, ισχυριζόμενος ότι έχουν κατασκευασθεί από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και αποτελούν προϊόν άσκησης ψυχολογικής βίας. Οι ισχυρισμοί του, όμως, αυτοί, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, για τους λόγους που έχουν λεπτομερώς εκτεθεί στην προαναφερθείσα με αριθμό 2795/2006 παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, στην οποία και πάλι το Δικαστήριο εξ ολοκλήρου αναφέρεται καθ' όσον αφορά στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο και ενσωματώνει στην παρούσα, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι ο Χ2, παρά την ως άνω γενομένη απ' αυτόν ανάκληση των εν λόγω απολογιών της προδικασίας, κατά την απολογία του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δέχθηκε ότι είχε κάποια σχέση με την Οργάνωση 17Ν, χωρίς να δώσει άλλες διευκρινίσεις. Ο Χ2, μετά τη φιλοξενία από τον αδελφό του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), που όπως προεκτέθηκε δεν είχε μονιμότητα, γιατί πηγαινοερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, το Φεβρουάριο 1997 ήλθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου παρέμεινε ορισμένα χρόνια. Το ότι η εγκατάσταση του στην Αθήνα έγινε το έτος 1997 και όχι το 1998, όπως τώρα υποστηρίζει, προκύπτει από την από 17-7-2002 προανακριτική απολογία του και την από 23-10-2002 απολογία του, ενώπιον του εφέτη ειδικού ανακριτή, στις οποίες αναφέρει σχετικά με τον συγκατηγορούμενό του Φ3 ότι συγκατοικούσαν στην ...για δύο περίπου χρόνια, σε σπίτι που είχαν νοικιάσει μαζί και ότι αυτό έγινε από τα μέσα του 1997 μέχρι τα τέλη του 1999. Επίσης, στην από 17-7-2002 προανακριτική απολογία του, ο Χ2 αναφέρει ότι μετά την ενέργεια κατά του Θ13, η οποία σημειωτέον έγινε 28-5-1997, ενοικίασε σπίτι στο ... στην οδό ..., στο οποίο μετά από δύο-τρεις μήνες, ήλθε και συγκατοίκησε μαζί του ο Φ3. Ο Φ3 στην από 22-10-2002 απολογία του, ενώπιον του εφέτη ειδικού ανακριτή, αναφέρει ότι ο Χ2 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ) έφυγε για την Αθήνα όταν αυτός απολύθηκε από το στρατό. Ο Φ3 απολύθηκε από το στρατό τον Ιανουάριο 1997. Ο μάρτυρας υπεράσπισης του Χ2, ..., κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου: "Κάποια στιγμή, ίσως τέλος 97, ξέρω ότι δούλεψε με ένα συνάδελφο και φίλο μου, τον ..., ο οποίος είναι τεχνικός κινηματογράφου". Κατέθεσε, επίσης "Ο Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ)την εποχή εκείνη, αρχές του 97, νοίκιασε την αποθήκη στην ...και θυμάμαι ότι ο Χ2 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ)μόλις είχε έλθει". Επίσης, ο Χ2, στην προανακριτική του απολογία αναφέρει "Μετά τη ληστεία του Ταχυδρομείου του ...και την επιστροφή μου στην Θεσσαλονίκη, ξαναγύρισα στην Αθήνα, περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1997, προκειμένου να εγκατασταθώ για κάποια χρόνια". Ας σημειωθεί ότι η ληστεία στα ΕΛΤΑ ...έγινε 27-1-97. Η συμμετοχή του Χ2 στην Οργάνωση επιβεβαιώνεται και από την από 20-7-2002 κατάθεση του Φ7, που περιλαμβάνεται στην προανακριτική απολογία του, με την οποία αναφέρεται σε συμμετοχή αυτού σε συγκεκριμένη ενέργεια (ληστεία ΟΤΕ ..., περί της οποίας κατωτέρω) υπό τον κωδικό "Παναής". Αναφέρει δε ότι το πρόσωπο με το κωδικό όνομα "Παναής", το οποίο έχει γνωρίσει αυτός στην Οργάνωση, είναι ο Χ2. Επίσης, η συμμετοχή του στην Οργάνωση επιβεβαιώνεται από την αναγνωσθείσα με αριθ. πρωτ. ... από 15-10-2002 Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης των Αστυνόμων Α', Δρ ... - Βιολόγου και ... - Βιολόγου του Τμήματος Χημείου της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών, από το οποίο προκύπτει ότι από την εργαστηριακή εξέταση των δειγμάτων αίματος των κατηγορουμένων προέκυψε ότι ο γενικός τύπος τρίχας, που βρέθηκε στο κρησφύγετο της οδού ...ταυτίζεται με αυτόν του Χ2. Σημειώνεται ότι ο Χ2, στην προανακριτική απολογία του, έχει αναφέρει ότι είχε πολλές φορές επισκεφθεί το κρησφύγετο της οδού ..., μαζί με τον αδελφό του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ). Περί τα μέσα του έτους 2001 επέστρεψε αυτός στη Θεσσαλονίκη, όμως, με εντολή του αδελφού του Χ3 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ)και του Φ2 [επανερχόταν] στην Αθήνα και λάμβανε μέρος σε ενέργειες, σύμφωνα με όσα θα εκτεθούν στις κατ' ιδίαν πράξεις". Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, στην παρούσα σκέψη, αλλά και στην προηγηθείσα με αρ.22, το Πενταμελές Εφετείο παρέθεσε με επάρκεια τα αποδεικτικά μέσα, τα εξ αυτών προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς, δια των οποίων κατέληξε στην παραδοχή ότι η ΕΟ 17Ν ήταν δομημένη οργάνωση με διαρκή δράση, ότι αποτελείτο από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, ότι είχε ως σκοπό την τέλεση κακουργημάτων από αυτά που αναφέρονται στην ΠΚ 187 παρ.1, τα οποία, πράγματι, τελέσθηκαν και για τα οποία η ίδια η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη με προκηρύξεις, ότι ο Χ2, εν γνώσει του ως άνω σκοπού και με τη θέληση να συμβάλει στην επιδίωξή του, είχε ενταχθεί σ' αυτήν κατά το έτος 1996 και ότι η παραμονή του σ' αυτήν, παρά το ότι από το έτος 2001 κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη, παρατάθηκε μέχρι τη σύλληψή του τον Ιούλιο 2002, διότι διατηρούσε την επαφή με τα υπόλοιπα μέλη και επανερχόταν στην Αθήνα, όποτε τον καλούσαν, για να παίρνει μέρος στις συναντήσεις ή τις ενέργειές τους, χωρίς ποτέ να εκδηλώσει πρόθεση αποχώρησης. Επομένως, διέλαβε επαρκή αιτιολογία ως προς την κατάφαση της, εκ μέρους του αναιρεσείοντος Χ2, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα και ο τέταρτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του ιδίου, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο (υπό το έννομο συμφέρον να χαρακτηρισθεί η πράξη ως πλημμέλημα, λόγω εφαρμογής του προ του νόμου 2928/2001 νομικού καθεστώτος, με τις εντεύθεν υπέρ αυτού συνέπειες είτε της παραγραφής είτε του επιεικέστερου ποινικού κολασμού) και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια της ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος.
25.Σε συνέχεια των όσων έχουν ήδη αναφερθεί (βλ. παραπάνω, αρ.22), το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης αυτού σε συνδυασμό με το διατακτικό του, σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής του αναιρεσείοντος Χ6 στην εγκληματική οργάνωση για το μετά το έτος 1991 ή, έστω, 1996 χρονικό διάστημα και μέχρι το έτος 2002, δέχθηκε κατά λέξη ότι "Ο Χ6 γεννήθηκε στην ...στις 29-4-1966. Αρνείται από την αρχή ότι έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στην Οργάνωση 17Ν. Ενώπιον της Δ' ανακρίτριας πλημ/κών Αθηνών, περιορίσθηκε αρνηθείς τις αποδιδόμενες σ' αυτόν κατηγορίες, αναφέρθηκε στο με ημερομηνία 21-7-2002 Υπόμνημά του με δικονομικές ενστάσεις, διετύπωσε επιφύλαξη ότι θα απολογηθεί ενώπιον του εφέτου ειδικού ανακριτού, καθώς και ότι δεν έχει να δηλώσει τίποτε, σχετικά με τις προανακριτικές απολογίες συγκατηγορουμένων του, που τον ενοχοποιούν. Τόσο δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και του πρωτοβαθμίου, αρνήθηκε κάθε συμμετοχή στην Οργάνωση αυτή. Όπως, όμως, αποδείχθηκε ο Χ6 εντάχθηκε στην ΕΟ 17Ν περί τα τέλη 1987 και παρέμεινε μέλος της μέχρι τη σύλληψή του, με το κωδικό όνομα "Χάρης". Οι συγκατηγορούμενοί του Φ7, Φ4, Χ4 και Χ3, αναφέρουν αυτόν ως μέλος της Οργάνωσης με το κωδικό όνομα "Χάρης". Ο Φ7, στην αναγνωσθείσα από 20-7-2002 προανακριτική απολογία του, καταθέτει ότι ο Χ6, ο οποίος ήταν φίλος του από τα μαθητικά τους χρόνια και κουμπάρος του... είναι αυτός που τον στρατολόγησε στην Οργάνωση. Ειδικότερα, περιγράφει με λεπτομέρειες τον τρόπο, με τον οποίο του γνώρισε ο Χ6 τον "Λουκά" και τον "Μιχάλη", δηλαδή τους Φ2 και Χ3 κατά τα ως άνω αποδειχθέντα και λεπτομερώς στο οικείο κεφάλαιο αναφερθέντα, τους οποίους άκουσε να αποκαλούν τον Χ6 "Χάρη" και όταν τον ρώτησε αργότερα, γιατί τον αποκαλούν "Χάρη", του απάντησε ότι "θα κάνουμε κάποιους αγώνες και γι' αυτό πρέπει να παίρνουμε κάποιες προφυλάξεις". Επίσης, κατέθεσε ότι σε μεταγενέστερη συνάντησή τους οι τρεις αυτοί του αποκάλυψαν ότι είναι μέλη της 17Ν και ότι είχαν σχεδιάσει να εισβάλουν στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα για να πάρουν όπλα για την Οργάνωση. Καταθέτει σαφώς ότι και ο Χ6 μετείχε στην προηγηθείσα παρακολούθηση του χώρου και εξακρίβωση των μέτρων φύλαξης αυτού, τη συγκεκριμένη θέση του, κατά την εισβολή και κατά την αποχώρησή τους. Ο ίδιος περιγράφει συναντήσεις που ακολούθησαν, στις οποίες μετείχε και ο Χ6 στις οποίες είχαν πει "ότι θα κάνουμε ένα βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και για το ....". Στο τέλος δε, της εν λόγω προανακριτικής κατάθεσης, επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, σαφώς, ότι ο "Χάρης" είναι ο κουμπάρος μου Χ6, τον οποίο γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό και πρέπει ν' αναφερθεί ότι, παρόλα αυτά, οι δύο αυτοί συγκατηγορούμενοι, διατηρούν τις σχέσεις τους και μέσα στη φυλακή. Ο Φ4, επίσης, πατριώτης και σύνοικος για ένα διάστημα με τον Χ6 στις περιεχόμενες στην προανακριτική του απολογία από 22-7-2002 και στην ανακριτική του απολογία από 22-7-2002, αναγνωσθείσες περικοπές των καταθέσεών του που δεν ανακάλεσε, ανέφερε ότι τον στρατολόγησε στην Οργάνωση ο Χ6. Επίσης, στην προανακριτική του απολογία κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι ο Χ6 τον ρώτησε, εάν ήθελε να συμμετάσχει μαζί με αυτόν, τον Φ7) και άλλους στον αγώνα που κάνουνε για την καλυτέρευση της κοινωνίας και ο ίδιος συμφώνησε. Ότι σε συνάντηση που ακολούθησε, τον Χ6 τον αποκαλούσαν "Χάρη" και ο Χ6 του είπε ότι εκείνον (Φ4) θα τον αποκαλούν "Στάθη" για λόγους ασφάλειας, καθώς επίσης πληροφορήθηκε από τον Χ6, ότι τον Φ7 τον αποκαλούσαν στην ομάδα "Στέλιο". Ως "Χάρη" αναφέρει και ο ίδιος στην προανακριτική του απολογία καθόσον αφορά την αφαίρεση όπλων από το ..., τον Χ6 αναφερόμενος σε εκεί συμμετοχή του. Ο δε Χ4, στην περιεχόμενη στην αναγνωσθείσα από 17-7-2002 προανακριτική του απολογία - κατάθεση, αναφέρεται σε συμμετοχή και του "Χάρη" στην ενέργεια στο Α.Τ. .... Στην δε υπόθεση "ανθρωποκτονία Θ6", αναφέρει ότι πληροφορήθηκε ότι συμμετείχε σ' αυτήν και ο "Χάρης". Επίσης, στην αναγνωσθείσα από 21-7-2002 ανακριτική απολογία του, με την οποία αναφέρθηκε στην από 17-7-2002 ως άνω προανακριτική του απολογία και επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της, κατέθεσε με σαφήνεια ότι: έχω αναφέρει ήδη ότι γνώριζα άτομο με το ψευδώνυμο "Χάρης", το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Χ6 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ) και κατάγεται από την Ήπειρο. Ισχυρίσθηκε ο Χ6, αλλά και ο Χ4 ότι είχαν προσαχθεί μαζί στην ανακρίτρια και αφού ο Χ6 ήταν έξω από τον χώρο όταν κατέθετε ο Χ4 γιατί δεν τον επέδειξε. Όμως, ο Χ4 οπωσδήποτε δεν θα ήθελε να γίνει εκείνη τη στιγμή αντιληπτό από τον Χ6 ότι τον καταδίδει. Ο X5 στην περιεχόμενη στην αναγνωσθείσα από 18-7-2002 προανακριτική του απολογία, κατάθεση ταυτίζει τον "Χάρη" που αναφέρει ότι συμμετείχε σε ενέργειες όπως στην υπόθεση Θ6, με τον εικονιζόμενο στην επιδειχθείσα φωτογραφία, Χ6. Επί πλέον, αποδεικνύεται η συμμετοχή του Χ6 στην Οργάνωση από τις απολήψεις, που γίνονταν από το ταμείο της Οργάνωσης. Στα πρόχειρα τετράδια εσόδων - εξόδων της Οργάνωσης που τηρούσε ο Φ2 υπάρχουν επανειλημμένες καταχωρήσεις με τη σημείωση "Χα", που σημαίνει "Χάρης". Υπάρχουν, επίσης, καταχωρήσεις για απολήψεις, μαζί με τους συμπατριώτες του Φ7, Φ4, Φ6 με τις σημειώσεις "Στε", "Σταθ", "Βαγγ", που αντιστοιχούν σύμφωνα με τα αποδειχθέντα και λεπτομερώς προαναφερθέντα στα κωδικά ονόματα εκείνων "Στέλιος", "Στάθης", "Βαγγέλης", όπως τα ανωτέρω πλήρως αποδείχθηκαν, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και για τα οποία (ψευδώνυμα- αντιστοιχίες με τους κατηγορουμένους και συντμήσεις των εν λόγω ψευδωνύμων) έγινε λεπτομερής αναφορά στο προηγούμενο οικείο κεφάλαιο περί ένταξης και συμμετοχής, στα οποία και πάλι το Δικαστήριο αναφέρεται, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (βλ. ιδίως την αναγνωσθείσα από 22-7-2002 προανακριτική απολογία του Χ3). Ας σημειωθεί, ότι υπάρχει εγγραφή για απόληψη ποσού 50.000 δραχμών για έπιπλα, κατά το χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την έναρξη συγκατοίκησής του με τη νυν σύζυγό του. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο Χ6 είχε κατά την, ως κατωτέρω χρονική διάρκεια, ως μέλος της ΕΟ 17Ν, προσωπική συμμετοχή στη δράση της Οργάνωσης, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί κατωτέρω, όπου γίνεται λόγος για τις κατ' ιδίαν πράξεις. Ο Χ6, επομένως, αποδείχθηκε ότι ήταν μέλος της Οργάνωσης ΕΟ 17Ν από το τέλος του 1987 μέχρι 20-7-2002 που συνελήφθη είχε δε στην Οργάνωση αυτή το κωδικό όνομα "Χάρης"". Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, στην παρούσα σκέψη, αλλά και στην προηγηθείσα με αρ.22, το Πενταμελές Εφετείο παρέθεσε με επάρκεια τα αποδεικτικά μέσα, τα εξ αυτών προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς, δια των οποίων κατέληξε στην παραδοχή ότι η ΕΟ 17Ν ήταν δομημένη οργάνωση με διαρκή δράση, ότι αποτελείτο από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, ότι είχε ως σκοπό την τέλεση κακουργημάτων από αυτά που αναφέρονται στην ΠΚ 187 παρ.1, τα οποία, πράγματι, τελέσθηκαν και για τα οποία η ίδια η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη με προκηρύξεις, ότι ο Χ6 είχε ενταχθεί σ' αυτήν κατά το έτος 1987 και ότι η παραμονή του σ' αυτήν παρατάθηκε μέχρι τη σύλληψή του τον Ιούλιο 2002, διότι διατηρούσε την επαφή με τα υπόλοιπα μέλη και συμφωνούσε με τις ενέργειές τους, χωρίς ποτέ να εκδηλώσει πρόθεση αποχώρησης. Επομένως, διέλαβε επαρκή αιτιολογία ως προς την κατάφαση της, εκ μέρους του αναιρεσείοντος Χ6, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα και ο πρώτος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του ιδίου, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο (υπό το έννομο συμφέρον να χαρακτηρισθεί η πράξη ως πλημμέλημα, λόγω εφαρμογής του προ του νόμου 2928/2001 νομικού καθεστώτος, με τις εντεύθεν υπέρ αυτού συνέπειες είτε της παραγραφής είτε του επιεικέστερου ποινικού κολασμού) και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια της ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος.
26.Στη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α' ΠΚ ορίζεται ότι "Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, επίσης, όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τον εν λόγω, γενικό ορισμό συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέξουν α) η εκ μέρους του ηθικού αυτουργού πρόκληση σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, β) η διάπραξη της πράξεως αυτής από τον άλλο, ακόμη και σε απόπειρα και γ) ο δόλος του ηθικού αυτουργού, άμεσος ή ενδεχόμενος. Ο "άλλος" θα είναι κατά κανόνα ο φυσικός αυτουργός, αλλά όχι οπωσδήποτε μόνο αυτός. Ενδέχεται να είναι και κάποιος που θα έχει διαφορετικής μορφής συμμετοχή στην άδικη πράξη, στην τέλεση της οποίας αποβλέπει η ηθική αυτουργία, όπως ο άμεσος ή ο απλός συνεργός ή και κάποιος ενδιάμεσος ηθικός αυτουργός, ο οποίος μεσολαβεί μεταξύ του πρώτου και του άλλου, που δεν είναι πάντοτε αναγκαίο (ιδίως σε εξελιγμένες μορφές οργανωμένης εγκληματικής δράσης) να έχουν προσωπική επαφή. Εν όψει του ότι ο νόμος δεν προκαθορίζει τον τρόπο, με τον οποίο θα πρέπει να προκληθεί η απόφαση στον άλλο για να τελέσει συγκεκριμένη άδικη πράξη, έπεται ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά, πρόσφορη στο να οδηγήσει άλλον στην απόφαση να εκτελέσει την πράξη αυτή, μπορεί να αποτελέσει ηθική αυτουργία, με την προϋπόθεση ότι συμβάλλει καθοριστικά στη λήψη της αποφάσεως. Ως εκ τούτου, δεν είναι πάντοτε αναγκαίο το να είχε ο ηθικός αυτουργός άμεση επικοινωνία με το φυσικό αυτουργό και να επενέργησε στην απόφασή του με συνεχείς ή φορτικές προτροπές και παραινέσεις, όπως πολλές φορές συμβαίνει. Η καθοριστική συμβολή του ηθικού αυτουργού στη διαμόρφωση της αποφάσεως του φυσικού μπορεί να πραγματοποιηθεί και με απλή συμβουλή ή απειλή, με υπόσχεση αμοιβής ή ετέρου ανταλλάγματος, με εκμετάλλευση της ψυχικής ορμής, της ανάγκης ή της πλάνης του άλλου, με χρησιμοποίηση της πάσης φύσεως υπεροχής του ηθικού αυτουργού κλπ. Ακόμη, σε περιπτώσεις που η άδικη πράξη, για την τέλεση της οποίας διερευνάται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, εντάσσεται στις δραστηριότητες εγκληματικής οργάνωσης, στην οποία η συμμετοχή προϋποθέτει την αποδοχή της τέλεσης ενός αορίστου αριθμού αδίκων πράξεων, από αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 187 παρ.1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2928/2001 (βλ. παραπάνω, αρ.22), είναι νοητή η ηθική αυτουργία και με τη μορφή της υπόδειξης του στόχου κάποιας εγκληματικής ενέργειας. Διότι έκαστο μέλος της οργάνωσης, παρά το γεγονός ότι με την είσοδό του σ' αυτήν έχει διαμορφώσει εσωτερικά και εκφράσει εξωτερικά τη βούληση της διάπραξης περισσοτέρων κακουργημάτων, στην πραγματικότητα δεν έχει λάβει, ακόμη, καμιά απόφαση σχετικώς, μέχρις ότου εκείνοι, που έχουν τη σχετική εξουσία στην ιεραρχική δομή της οργάνωσης, καθορίσουν το συγκεκριμένο στόχο και δώσουν το έναυσμα της πραγματοποίησης συγκεκριμένης ενέργειας. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ρόλος και ο δόλος του ηγετικού στελέχους ως ηθικού αυτουργού εξατομικεύεται στη γνώση και επιδίωξη της συγκεκριμένης εγκληματικής δράσης και στη συνειδητοποίηση ότι τα λοιπά μέλη της οργάνωσης περιμένουν την εκ μέρους του υπόδειξη του στόχου της δράσης αυτής, για να αποφασίσουν τη διάπραξη και να επιχειρήσουν την εκτέλεσή της. Η αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία επί προσώπων προαποφασισμένων να τελέσουν αόριστο αριθμό εγκλημάτων δεν χωρεί ηθική αυτουργία, θα άφηνε ατιμώρητη τη συμπεριφορά εκείνων, οι οποίοι, χωρίς ποτέ να έχουν εμφανή συμμετοχή, δίδουν εκ του ασφαλούς εντολές για τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, προϋπόθεση της κατάφασης της ηθικής αυτουργίας είναι η διαπίστωση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του φερομένου ως ηθικού αυτουργού και της άδικης πράξης, που φέρεται ότι τέλεσε ο φυσικός αυτουργός ή κάποιος άλλος συμμέτοχος.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ύστερα από την αναιρετικώς ανέλεγκτη αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπό την κρίση του και επί πλέον των παραδοχών που ήδη αναφέρθηκαν σχετικά με τη δομή και λειτουργία της ΕΟ 17Ν (βλ. παραπάνω, αρ. 22), δέχθηκε επί του ζητήματος της ηθικής αυτουργίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Χ1 και τα εξής ουσιώδη: Ότι στη δομή της οργάνωσης υπήρξε ένα "κέντρο εξουσίας" (ή, κατ' άλλη διατύπωση, "εκτελεστική γραμματεία"), στο οποίο κυρίαρχη θέση είχε ο Χ1 και στο οποίο μετείχε, επίσης, ο Φ2. Ότι προκειμένου να αποφασισθεί κάποια δραστηριότητα, η οποία εξυπηρετούσε τους σκοπούς της οργάνωσης, το κέντρο εξουσίας μετέφερε τις απόψεις του στα κατώτερα μέλη και ζητούσε να ακούσει τη γνώμη εκείνων. Ότι η διαδικασία αυτή γινόταν κατά τη διάρκεια συναντήσεων, οι οποίες, συνήθως, εμφάνιζαν εξωτερικώς τη μορφή συνεστίασης (π.χ. σε "ρεμπετάδικα", όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά) και στις οποίες μετείχαν μόνο μέλη της οργάνωσης (όχι κατ' ανάγκη όλα, αλλά οπωσδήποτε ουδείς "άσχετος"). Ότι στις συναντήσεις αυτές κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο Χ1 τον οποίο τα άλλα μέλη γνώριζαν με το ψευδώνυμο "Λάμπρος" ή, όταν αυτός δεν μετείχε, ο Φ2, που ήταν ο στενότερος συνεργάτης του. Ότι οι προτάσεις των μελών δεν ήσαν δεσμευτικές για το κέντρο εξουσίας. Ότι ο Χ1 όταν άκουγε μια πρόταση, έλεγε ότι θα σκεφθεί σχετικώς, αλλά στη συνέχεια, εάν είχε διαφορετική άποψη, αποσιωπούσε το ζήτημα. Ότι, τελικώς, το είδος της εκάστοτε ενέργειας, που επρόκειτο να γίνει και ο στόχος, που επρόκειτο να πληγεί με αυτήν, ως απόφαση του κέντρου εξουσίας, υποδεικνυόταν πάντοτε στα υπόλοιπα μέλη είτε απ' ευθείας από τον Χ1, όταν αυτός μετείχε προσωπικώς στις συναντήσεις είτε από το Φ2, ο οποίος μετέφερε στα κατώτερα μέλη την περί αυτής υπόδειξη του Χ1. Ότι η προέλευση της υπόδειξης προέκυπτε από το εκάστοτε περιεχόμενο, το ύφος και το γραφικό χαρακτήρα της προκήρυξης, που επρόκειτο να δοθεί στη δημοσιότητα, διότι όλα αυτά παρέπεμπαν στο "Λάμπρο". Ότι με την εν λόγω υπόδειξη, η οποία συνδυαζόταν με την πνευματική υπεροχή και την πειθώ, που διέθετε ο X1 με την ιδεολογική θεμελίωση της εκάστοτε ενέργειας και με τη σταθερή παροχή χρημάτων από το κοινό ταμείο προς αντιμετώπιση των οικονομικών τους αναγκών, τα μέλη της οργάνωσης πείθονταν ως προς την αναγκαιότητα αυτής και την ορθότητα επιλογής του στόχου. Ότι μόνο μετά τη δημιουργία της πεποίθησης αυτής, τα μέλη έπαιρναν την τελική απόφαση να εκτελέσουν συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Και, τέλος, ότι η υπόδειξη αυτή λειτουργούσε και έναντι του Φ2, ο οποίος είχε μεν καθοριστικό ρόλο στην εκτέλεση των επιχειρήσεων, αλλά, αν και συμμέτοχος στο κέντρο εξουσίας, δεν αποφάσιζε αυτόνομα ως προς το είδος και το στόχο αυτών. Ύστερα από τις παραδοχές αυτές, οι οποίες με πολύ εκτενέστερο τρόπο και με επίκληση και σχολιασμό των κατ' ιδίαν αποδεικτικών στοιχείων παρατίθενται σε όλες τις επί μέρους πράξεις, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο ηθικής αυτουργίας σε 55 περιπτώσεις, υπό την έννοια ότι σε άλλες από αυτές ο ίδιος υπέδειξε το στόχο της εγκληματικής ενέργειας στους φυσικούς αυτουργούς ή τους συνεργούς τους και σε άλλες προέβη στην υπόδειξη αυτή δια μέσου του Φ2, τον οποίο, επίσης, έπεισε περί του πράγματος αυτού. Με τον τρόπο αυτό, το Πενταμελές Εφετείο αφ' ενός ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις ουσιαστικές διατάξεις περί ηθικής αυτουργίας στο πλαίσιο της λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης και αφ' ετέρου διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την πράξη αυτή. Επομένως, οι έβδομος και όγδοος λόγοι της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X1 και οι δέκατος τέταρτος και δέκατος πέμπτος λόγοι του προσθέτου δικογράφου του ιδίου, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών οι πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
27.Στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ ορίζεται ότι ως λόγος αναιρέσεως μπορεί να προταθεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' ΚΠοινΔ ορίζεται ότι, σε περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, το δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου ούτε να ανακαλέσει τα ευεργετήματα, που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η χειροτέρευση είναι δυνατό να επέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, είτε άμεσα είτε και έμμεσα. Για τη διαπίστωσή της γίνεται, κατ' αρχήν, σύγκριση του περιεχομένου του διατακτικού αφ' ενός της αποφάσεως, που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφ' ετέρου αυτής, που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου. Οπότε, η χειροτέρευση ενδέχεται να είναι είτε πραγματική, όπως όταν κατά την εκδίκαση του ενδίκου μέσου επαυξάνονται οι ποινικές κυρώσεις σε βάρος του κατηγορουμένου είτε νομική, όπως όταν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή αυτού από εκείνη που είχε γίνει αποδεκτή πρωτοδίκως (ΑΠ 1408/2007). Είναι δυνατό να προκύψει και από τη σύγκριση των αιτιολογιών των δύο αποφάσεων, όταν με αυτήν που εκδίδεται κατά την εκδίκαση του ενδίκου μέσου προσδίδεται στην πράξη μείζων αντικειμενική απαξία, η οποία επηρεάζει δυσμενώς την κρίση του δικαστηρίου ως προς το ύψος της ποινής, που πρέπει να επιβληθεί κατ' άρθρο 79 παρ. 1 ΚΠοινΔ (ΑΠ 180/2008). Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για χειροτέρευση, όταν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου προβαίνει σε απλή συμπλήρωση ή διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την πράξη, χωρίς να προκύπτει ότι με τον τρόπο αυτό επέρχεται κάποια βλαπτική συνέπεια για τον κατηγορούμενο (ΑΠ 517/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εκκαλουμένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την οποία ο αναιρεσείων X1επικαλείται, ο εν λόγω καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία σε 55 εγκλη ματικές πράξεις, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας είχαν γίνει δεκτά [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι ο X1 μετείχε στην ιδρυτική ομάδα της εγκληματικής οργάνωσης ΕΟ 17Ν, στη δομή της οποίας λειτουργούσε μια "εκτελεστική γραμματεία". Ότι η συγκεκριμενοποίηση των επί μέρους δραστηριοτήτων της οργάνωσης γινόταν από την εκτελεστική γραμματεία, στην οποία, επίσης, συμμετείχε ο X1 και τις αποφάσεις της οποίας μετέφερε αυτός προς τους πυρήνες και τα μέλη της οργάνωσης. Ότι τα κατώτερα μέλη ήσαν ευεπίφορα σε χειραγώγηση από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατείχε ο X1. Ότι ο ίδιος, μέχρι τη σύλληψή του, ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιδεολογική καθοδήγηση, τη σχεδίαση, την πρόκληση των αποφάσεων τέλεσης και την παρακολούθηση της εκτέλεσης όλων των παρανόμων πράξεων της οργάνωσης. Και ότι αυτός ήταν το πρόσωπο που μετέφερε προσωπικώς στους επικεφαλής των πυρήνων, στα λοιπά μέλη της οργάνωσης και, κυρίως, στο Φ2 τις εντολές, με τις οποίες καθοριζόταν κάθε φορά ο στόχος συγκεκριμένης ενέργειας και που έπειθε τους εν λόγω για την εκτέλεση όσων είχε αποφασίσει η εκτελεστική γραμματεία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ύστερα από την αναιρετικώς ανέλεγκτη αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπό την κρίση του και επί πλέον των παραδοχών που ήδη αναφέρθηκαν σχετικά με τη δομή και λειτουργία της ΕΟ 17Ν (βλ. παραπάνω, αρ. 22), δέχθηκε επί του ζητήματος της ηθικής αυτουργίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων X1 [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι από το καταστατικό της εγκληματικής οργάνωσης ΕΟ 17Ν, που αξιολογήθηκε από το δικαστήριο, προέκυπτε η λειτουργία ενός οργάνου λήψεως αποφάσεων, το οποίο αναφερόταν άλλοτε ως "εκτελεστική γραμματεία" και άλλοτε ως "κέντρο εξουσίας". Ότι ο X1 είχε εξέχουσα θέση στο όργανο αυτό, του οποίου έτερο, γνωστό μέλος μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν ο Φ2. Ότι προκειμένου να αποφασισθεί κάποια δραστηριότητα, η οποία εξυπηρετούσε τους σκοπούς της οργάνωσης, το κέντρο εξουσίας μετέφερε τις απόψεις του στα κατώτερα μέλη και ζητούσε να ακούσει τη γνώμη εκείνων (για τη σχετική διαδικασία, βλ. περισσότερα παραπάνω, αρ.26). Ότι, τελικώς, το είδος της εκάστοτε ενέργειας, που επρόκειτο να γίνει και ο στόχος, που επρόκειτο να πληγεί με αυτήν, ως απόφαση του κέντρου εξουσίας, υποδεικνυόταν πάντοτε στα υπόλοιπα μέλη είτε απ' ευθείας από τον X1, όταν αυτός μετείχε προσωπικώς στις σχετικές συναντήσεις είτε, εν απουσία του, από το Φ2, ο οποίος μετέφερε στα κατώτερα μέλη τη συναφή υπόδειξη του X1. Ότι η προέλευση της υπόδειξης προέκυπτε από το εκάστοτε περιεχόμενο, το ύφος και το γραφικό χαρακτήρα της προκήρυξης, που επρόκειτο να δοθεί στη δημοσιότητα, διότι όλα αυτά παρέπεμπαν στον X1. Ότι με την εν λόγω υπόδειξη, η οποία συνδυαζόταν με την πνευματική υπεροχή και την πειθώ, που διέθετε ο X1 με την ιδεολογική θεμελίωση της εκάστοτε ενέργειας και με τη σταθερή παροχή χρημάτων, τα μέλη της οργάνωσης πείθονταν ως προς την αναγκαιότητα αυτής και την ορθότητα επιλογής του στόχου. Ότι μόνο μετά τη δημιουργία της πεποίθησης αυτής τα μέλη έπαιρναν την τελική απόφαση να εκτελέσουν συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Και, τέλος, ότι η υπόδειξη αυτή λειτουργούσε και έναντι του Φ2, ο οποίος, συμμετέχοντας στο κέντρο εξουσίας, δεν αποφάσιζε αυτόνομα ως προς το είδος και το στόχο εκάστης ενέργειας, αλλά συνέπραττε στη διαμόρφωση των επιλογών επηρεασμένος από το κύρος του X1. Από τη σύγκριση των παραδοχών αυτών συνάγεται ότι τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκαν κυρίαρχο ρόλο του αναιρεσείοντος στην επιλογή του στόχου των εκάστοτε ενεργειών της οργάνωσης και στην επί τη βάσει της επιλογής αυτής διαμόρφωση της απόφασης των κατώτερων μελών να προβούν στην τέλεση των αδίκων πράξεων, για τις οποίες κατηγορήθηκαν και καταδικάσθηκαν. Κατά συνέπεια, το Πενταμελές Εφετείο ουδόλως μετέβαλε την κατηγορία, δεν απέδωσε στον αναιρεσείοντα δυσμενέστερη συμπεριφορά, από εκείνη που του είχε αποδοθεί πρωτοδίκως και οι όποιες διαφοροποιήσεις στην αιτιολογία του αποτέλεσαν απλές διευκρινίσεις, χωρίς αρνητική επίπτωση ούτε στην υπεράσπισή του ούτε στην ποινική του μεταχείριση. Επομένως, οι δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος λόγοι του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X1, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
28.Όπως αναφέρεται στην κατάληξη της προηγούμενης νομικής σκέψης (βλ. παραπάνω, αρ.27), δεν μπορεί να γίνει λόγος για χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου και, εντεύθεν, για υπέρβαση της εξουσίας του δικαστηρίου που δικάζει το ένδικο μέσο (ΚΠοινΔ 470 εδ. α', 510 παρ.1 στοιχ. Η'), όταν αυτό προβαίνει σε απλή συμπλήρωση ή διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την πράξη, για την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάζεται, χωρίς να προκύπτει ότι με τον τρόπο αυτό επέρχεται κάποια βλαπτική συνέπεια για τον ίδιο. Στην προκειμένη περίπτωση και σε αναφορά προς τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος X1, από την επισκόπηση της εκκαλουμένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την οποία αυτός επικαλείται, προκύπτει ότι ο εν λόγω καταδικάσθηκε [μεταξύ άλλων και] για προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών (ΠΚ 272 παρ.1), προς στοιχειοθέτηση της οποίας είχαν γίνει δεκτά [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι οι κατηγορούμενοι Φ2, Χ3, Χ4, X5, Φ7, Χ6 και Φ4, ενεργώντας από κοινού κατά το από 25-12-1989 μέχρι του μηνός Ιουλίου του έτους 2002 χρονικό διάστημα, με πρόθεση είχαν προμηθευτεί εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικές βόμβες (κατά την εκεί ειδικότερη περιγραφή), με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο σε άνθρωπο. Ότι αντικείμενο της πράξεως αυτής ήταν αφ' ενός ό,τι είχε βρεθεί και κατασχεθεί στα δύο κρησφύγετα της εγκληματικής οργάνωσης ΕΟ 17Ν, σε διαμερίσματα επί των οδών ... και .... και αφ' ετέρου ό,τι είχε αναλωθεί στις κατ' ιδίαν εγκληματικές ενέργειες, στις οποίες η οργάνωση είχε προβεί εντός του αυτού χρονικού διαστήματος. Ότι οι κατηγορούμενοι Φ2, Χ3 και X1, ενεργούντες από κοινού και με πρόθεση, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στα ίδια κρησφύγετα της οργάνωσης, κατείχαν αφ' ενός τις ανωτέρω ποσότητες των εκρηκτικών υλών και βομβών και αφ' ετέρου πολεμικά τυφέκια, αυτόματα, πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά και λοιπά είδη πολεμικού υλικού, με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό της οργάνωσης. Ότι οι ίδιοι κατηγορούμενοι Φ2, Χ3 και X1, με πρόθεση και για τον ίδιο σκοπό, μαζί με τα προαναφερόμενα όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες, κατείχαν και τις εκρηκτικές ύλες, βόμβες κλπ, που τις νυχτερινές ώρες της 24 προς 25-12-1989 είχαν κλέψει στο ...., από τις αποθήκες στρατιωτικής μονάδας. Ότι το μεγαλύτερο μέρος του ως άνω οπλισμού της ΕΟ 17Ν προερχόταν από την εν λόγω κλοπή (μεγάλος αριθμός ρουκετών 2,36'' και 3,5'', φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων, πυροκροτητές και άλλα πυρομαχικά). Και, τέλος, ότι ο ηθικός αυτουργός της πράξης της προμήθειας των εκρηκτικών υλών ήταν ο X1. Ύστερα από τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, οι οποίες πολύ αναλυτικότερα παρατίθενται στο σκεπτικό του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι για τις πράξεις της προμήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών θα πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι ως εξής: α) οι Χ4, X5, Φ7, Χ6 και Φ4, μόνο για προμήθεια, β) οι Φ2 και Χ3 τόσο για προμήθεια όσο και για κατοχή και γ) ο X1 αφ' ενός για ηθική αυτουργία σε προμήθεια και αφ' ετέρου για φυσική αυτουργία σε κατοχή. Ως αντικείμενο των πράξεων αυτών θεωρήθηκαν όλα τα πράγματα (όπλα, πυρομαχικά ή εκρηκτικές ύλες και πάσης φύσεως παρελκόμενα), τα οποία είτε είχαν αναφερθεί ως κλαπέντα από την παθούσα στρατιωτική υπηρεσία είτε είχαν ανευρεθεί στα ανακαλυφθέντα κρησφύγετα της οργάνωσης. Κατά τη διατύπωση του διατακτικού του, όμως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον X1 για προμήθεια εκρηκτικών υλών από κοινού με όλους τους ως άνω κατηγορουμένους και για κατοχή εκρηκτικών υλών από κοινού με τους κατηγορουμένους Φ2 και Χ3, πράξεις τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από 25-12-1989 μέχρι του μηνός Ιουλίου του έτους 2002. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς τις αιτιολογίες του, παρέλειψε να διευκρινίσει ως προς τον X1 ότι η συμμετοχή στην πράξη της προμήθειας εκρηκτικών υλών ήταν αυτή του ηθικού αυτουργού. Εκτός από την πράξη της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών, τον κήρυξε ένοχο και για την πράξη της παράνομης και διακεκριμένης οπλοκατοχής, που αναφερόταν σε διαφορετικά αντικείμενα. Κατά την επιμέτρηση των ποινών επέβαλε στον καταδικασθέντα X1 ποινές κάθειρξης 15 ετών για την πράξη της προμήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών και 15 ετών για την πράξη της διακεκριμένης οπλοκατοχής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ύστερα από την αναιρετικώς ανέλεγκτη αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπό την κρίση του, δέχθηκε επί του ζητήματος της προμήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων X1 [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι οι κατηγορούμενοι Φ2, Χ4, X5, Χ6 και Φ4, ενεργώντας από κοινού (μαζί με τον ήδη καταδικασθέντα με την πρωτόδικη απόφαση και μη εκκαλούντα Χ3), τις νυκτερινές ώρες της 24/25-12-1989, με πρόθεση προμηθεύτηκαν εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικές βόμβες με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο. Ότι, ειδικότερα, στο ... μετά από προηγηθείσα συστηματική παρακολούθηση του εκεί στρατοπέδου του Ελληνικού Στρατού (....Προχωρημένη Αποθήκη Πυρομαχικών), εισήλθαν κρυφά και διέρρηξαν αποθήκες στρατιωτικού υλικού, επιτυγχάνοντας να προμηθευτούν εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικές βόμβες (όπως ειδικότερα περιγράφονται), με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τα αντικείμενα αυτά, μέρος από τα οποία βρέθηκε και κατασχέθηκε στα ανακαλυφθέντα κρησφύγετα της οργάνωσης, για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο. Και ότι η τελική απόφαση για την ενέργεια αυτή προκλήθηκε στους ως άνω αυτουργούς από τον X1 με τον τρόπο που προαναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.26) και, ειδικότερα, αρχικά στον Φ2 και δι' αυτού στα κατώτερα μέλη της οργάνωσης. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, προς αποκατάσταση της αντίφασης που είχε παρατηρηθεί μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου, έκρινε ότι ο X1 έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ως ηθικός αυτουργός της προμήθειας μόνο των εκρηκτικών υλών και βομβών που βρέθηκαν στα ως άνω κρησφύγετα και προέρχονταν από την κλοπή που είχε διαπραχθεί σε βάρος της 651 ΠΑΠ. Και ακόμη, έκρινε ότι για όλα τα λοιπά αντικείμενα (εκρηκτικές ύλες, βόμβες κλπ), που περιλαμβάνονταν στο καταδικαστικό σκέλος του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως ως συνιστώντα το έγκλημα της παράνομης προμήθειας εκρηκτικών υλών, ο X1 έπρεπε να κηρυχθεί αθώος, όπως και οι λοιποί κατηγορούμενοι, αφ' ενός διότι πολλά από αυτά δεν ενέπιπταν στην έννοια των εκρηκτικών υλών, οπότε η προμήθειά τους δεν συνιστούσε άδικη πράξη και αφ' ετέρου διότι ως προς την προμήθεια των λοιπών αντικειμένων (που ενέπιπταν στην έννοια των εκρηκτικών υλών, αλλά δεν είχαν προέλθει από την κλοπή σε βάρος της στρατιωτικής αποθήκης στο ...) υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με τις περιστάσεις τέλεσης και τον τρόπο συμμετοχής οιουδήποτε εκ των κατηγορουμένων. Περαιτέρω, ως προς την εκ μέρους του X1 συμμετοχή στην κατοχή των εκρηκτικών υλών και του λοιπού πολεμικού υλικού, που βρέθηκε στα δύο κρησφύγετα, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής: Ότι η δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας επ' αυτών αποδεικνύεται από την ανεύρεση στην οικία του κλειδιών, τα οποία άνοιγαν την κεντρική είσοδο της οικοδομής και την εξώπορτα του διαμερίσματος στην οδό .... Ότι για την ανεύρεση και τη συσχέτιση των κλειδιών αυτών υπήρξε έκθεση της αστυνομικής αρχής, που διαβάστηκε στο ακροατήριο και επιβεβαιώθηκε από την κατάθεση μάρτυρα αστυνομικού. Ότι περί του ιδίου θέματος έγινε αναφορά από το Χ3, σε συνέντευξη που αυτός είχε παραχωρήσει προς δημοσιογράφο, όπου ανέφερε ότι ο ίδιος είχε βγάλει αντίγραφα των κλειδιών και τα έδωσε στον X1. Και τέλος, ότι η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας της οδού ... αναγνώρισε τον X1 μετά τη σύλληψή του, ως το πρόσωπο που είχε δει να επισκέπτεται το κρησφύγετο της οργάνωσης στην οικοδομή αυτή, μαζί με το Χ3. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον X1 για ηθική αυτουργία σε παράνομη προμήθεια εκρηκτικών υλών με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο, με αντικείμενο μόνο τα πράγματα που είχαν αφαιρεθεί από τη στρατιωτική μονάδα στο ....και για κατοχή εκρηκτικών υλών με τον ίδιο σκοπό, με αντικείμενο μόνο τα πράγματα που είχαν ανευρεθεί στα δύο κρησφύγετα της οργάνωσης. Για τις ίδιες πράξεις, με αντικείμενο όλα τα υπόλοιπα πράγματα που συμπεριλαμβάνονταν σ' αυτές σύμφωνα με το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης, τον κήρυξε αθώο. Επί πλέον, τον κήρυξε ένοχο και για την πράξη της παράνομης και διακεκριμένης οπλοκατοχής, που αναφερόταν σε διαφορετικά πράγματα. Κατά την επιμέτρηση των ποινών επέβαλε στον καταδικασθέντα X1 ποινές κάθειρξης 12 ετών για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε προμήθεια και της κατοχής εκρηκτικών υλών και 12 ετών για την πράξη της διακεκριμένης οπλοκατοχής. Από τη σύγκριση των αιτιολογιών, των διατακτικών και της επιμέτρησης των ποινών των δύο αποφάσεων, συνάγεται ότι το Πενταμελές Εφετείο διευκρίνισε ότι η συμμετοχή του αναιρεσείοντος X1 στην αξιόποινη πράξη της προμήθειας εκρηκτικών υλών ήταν αυτή του ηθικού αυτουργού, όπως είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο σκεπτικό του και όχι αυτή του από κοινού ενεργούντος, όπως με γενικό τρόπο και φαινομενική αντίφαση είχε διαλάβει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο διατακτικό του. Ακόμη, συνάγεται ότι το Πενταμελές Εφετείο περιόρισε την εν λόγω πράξη ως προς το αντικείμενο αυτής και επέβαλε στον κατηγορούμενο μικρότερη ποινή, από εκείνη που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως. Ως εκ τούτου, ούτε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας ούτε χειροτέρευση της θέσεώς του επήλθε. Και ως προς την παράνομη κατοχή των εκρηκτικών υλών, που προέκυπτε από τη διατήρηση της δυνατότητας ελέγχου και εξουσίασης των χώρων, στους οποίους αυτές αποκρύπτονταν, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με παράθεση των αποδεικτικών μέσων (πέραν της καταθέσεως του συγκατηγορουμένου Χ3, ΚΠοινΔ 211Α) επί των οποίων στήριξε την κρίση του. Επομένως, οι δέκατος όγδοος και δέκατος ένατος λόγοι του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X1 με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών οι πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Η' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
29.Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.2, 486 παρ. 3 και 498 ΚΠΔ συνάγεται ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης πρέπει, κατ' αρχήν, να περιέχει ένα ορισμένο λόγο. Εάν ο λόγος αυτός αναφέρεται σε παράπονο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αρκεί να διατυπώνεται γενικώς. Όταν, όμως, πρόκειται για έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η άσκησή της πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η αιτιολόγηση, στην περίπτωση αυτή, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και πρέπει να περιλαμβάνει με σαφήνεια και πληρότητα τις πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται εκ μέρους του εισαγγελέως στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Εάν, παρά την έλλειψη της αιτιολογίας αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί τυπικά την έφεση, υπερβαίνει την εξουσία του και δημιουργεί το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ.Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της επί της ουσίας 3244/8-12-2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και της προσβαλλόμενης 2453/7-12-2005 παρεμπίπτουσας απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων Χ8 είχε αθωωθεί πρωτοδίκως για την πράξη της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του αμερικανού πολίτη Θ18, τελεσθείσα την 3-4-1984. Κατά της εν λόγω αθωωτικής αποφάσεως, ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε έφεση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε τυπικά δεκτή την έφεση, ερεύνησε εκ νέου την υπόθεση, αλλά, τελικώς, έπαυσε οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω της εν τω μεταξύ συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε δυσμενής για τον κατηγορούμενο και θεμελίωσε το έννομο συμφέρον αυτού για την υποβολή της δηλώσεως αναιρέσεως. Στην έκθεση εφέσεως του εισαγγελέως, σύμφωνα με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ως προς τον Χ8 (και ως προς το Φ8, παραλλήλως, για τον οποίο συνέτρεχε η αυτή νομική αιτία), διαλαμβάνονται κατά λέξη, τα εξής: "Και οι δύο υπήρξαν ενεργά μέλη της ΕΟ 17Ν γι' αυτό, άλλωστε, με άλλη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης καταδικάσθηκαν για την ένταξή τους σ' αυτή. Τη δράση και συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη [υπονοεί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, σε βάρος του Θ18] περιγράφει λεπτομερώς ο συγκατηγορούμενός τους Χ4 που καταδικάσθηκε ως άμεσος συνεργός στην απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού το [πρωτοβάθμιο] δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν ο οδηγός της μοτοσυκλέτας που πλησίασε το όχημα του παθόντος και, έτσι, βρήκε την ευκαιρία ο επιβάτης της να πυροβολήσει το θύμα χωρίς επιτυχία, λόγω της έγκαιρης αντίδρασής του. Ο Χ4 περιγράφει ότι πλησίον τους υπήρχε και δεύτερη μοτοσικλέτα με οδηγό τον Χ8 και συνεπιβάτη τον Φ2, ενώ ο Φ8 ειδοποίησε τηλεφωνικώς τους υπόλοιπους για την ώρα εκκίνησης του παθόντος από τον τόπο της εργασίας του. Με βάση αυτή την περιγραφή της δράσης των μελών της οργάνωσης που έλαβαν μέρος στο σχεδιασμό της ενέργειας και την εκτέλεσή της, προκύπτει σαφέστατα ότι οι Φ8 και Χ8 υπήρξαν απλοί συνεργοί στην απόπειρα ανθρωποκτονίας. Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι με βάση την περιγραφή του Χ4 κηρύχθηκε ένοχος με άλλη διάταξη της εκκαλουμένης για απλή συνέργεια ο Φ2, επιβάτης της δεύτερης μοτοσικλέτας, που μένει χωρίς οδηγό με την αθώωση του Χ8". Τα ως άνω περιστατικά και οι συλλογισμοί που τα συνδέουν και τα αξιολογούν συνιστούν πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εφέσεως του εισαγγελέως, αφού περιγράφουν τον τρόπο συμμετοχής του Χ8, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτή προκύπτει και το λόγο για τον οποίο η αθωωτική κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Το γεγονός ότι η αναφορά σε καταδίκη του αναιρεσείοντος εκ μέρους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση ήταν ανακριβής, ενώ το αληθές ήταν ότι ως προς αυτόν το Τριμελές Εφετείο είχε δεχθεί, κατά πλειοψηφία, συμμετοχή μόνο μέχρι το έτος 1988, με αποτέλεσμα να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη [τιμωρούμενη τότε σε βαθμό πλημμελήματος] λόγω παραγραφής, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού ούτως ή άλλως, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως σε βάρος του Θ18 [3-4-1984], αυτός μετείχε στην οργάνωση. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο κατά την έρευνα του τύποις παραδεκτού της εφέσεως αυτής δέχθηκε ότι με τις ως άνω αναφορές ήταν ειδικώς αιτιολογημένη η εισαγγελική έφεση, επαρκώς αιτιολόγησε και τη δική του, παρεμπίπτουσα 2453/7-12-2005 απόφαση και ορθώς δεν απάγγειλε απαράδεκτο της εφέσεως. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ8, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ'), είναι αβάσιμος.
30.Στο άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2172/1993, με το οποίο καταργήθηκε η ποινή του θανάτου, ορίζεται ότι "Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με... ισόβια κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 ΠΚ, εάν υπήρξε αρχή εκτέλεσης, αλλά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δεν επήλθε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του δράστη, πρόκειται για απόπειρα, η οποία τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη. Περαιτέρω, στο άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ και υπό τον τίτλο "απλός συνεργός", ορίζεται ότι "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που [ο άλλος] διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, την απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό με γνώση της εκ μέρους του τέλεσης ορισμένης άδικης πράξης και με θέληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Ψυχική συνδρομή αποτελεί και η ενίσχυση της αποφάσεως του αυτουργού για τέλεση της πράξεως και η ενθάρρυνση αυτού, η οποία μπορεί να παρασχεθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα και με την απλή παρουσία του συνεργού στον τόπο της πράξεως. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι η καταδικαστική απόφαση πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ (βλ. παραπάνω, αρ.22).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων Χ8 καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατά συρροή, στις παρακάτω περιπτώσεις. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Α) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ανθρωποκτονία του αστυνομικού υπαλλήλου Θ19. Ότι προκειμένου η ΕΟ 17Ν να εξεύρει οικονομικά μέσα για την προώθηση των σκοπών της, αποφάσισε την πραγματοποίηση ληστείας, την 24-12-1984, στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα .... Ότι στην απόφαση αυτή περιλαμβανόταν και η θέληση της θανάτωσης του ένοπλου αστυνομικού - φύλακα της τράπεζας Θ19, την παρουσία του οποίου (ακόμη και το μικρό του όνομα) γνώριζαν οι δράστες από την προηγηθείσα παρακολούθηση, σε περίπτωση που αυτός αντιστεκόταν κατά τη διάπραξη της ληστείας. Ότι στην ενέργεια αυτή, σύμφωνα με το σχεδιασμό της, έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, οι Φ2, Χ4 και Χ8. Ότι στην Τράπεζα εισήλθε πρώτος ο Φ2, ντυμένος με στολή αστυνομικού, κρατώντας στα χέρια ένα κουτί γλυκά (για να τα προσφέρει στο Θ19, εν όψει της γιορτής του και να τον αιφνιδιάσει), συνοδευόμενος από το Χ4. Ότι ο Χ8, οπλισμένος, παρέμεινε στην κυρία είσοδο της Τράπεζας, εντός αυτής, για να παρακολουθεί την κίνηση των πελατών. Ότι ο Φ2, όταν δεν κατόρθωσε να πείσει τον αστυνομικό, με την απειλή των όπλων που κρατούσαν αυτός και ο Χ4 και με τη σωματική βία που άσκησαν επάνω του, ώστε να καθίσει ήσυχος για να διαπραχθεί ακωλύτως η ληστεία, τον πυροβόλησε εξ επαφής στην αριστερή κροταφική χώρα και επέφερε αμέσως το θάνατό του. Ότι ο Χ8, απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου, επιβεβαίωσε με σαφήνεια όλα τα ανωτέρω και, μάλιστα, την προηγηθείσα παρακολούθηση των συνθηκών λειτουργίας και των μέτρων ασφαλείας της τράπεζας, την επισήμανση της παρουσίας του συγκεκριμένου ένοπλου αστυνομικού, για την οποία ο ίδιος ενημέρωσε το Φ2 και τη συμμετοχή του στην πραγματοποίηση του εκπονηθέντος σχεδίου. Ότι ο Χ8, γνωρίζοντας ότι ο Φ2 επρόκειτο να θανατώσει τον ένοπλο αστυφύλακα -φρουρό Θ19, σε περίπτωση αντιστάσεώς του, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρέσχε στο Φ2, κατά την εκτέλεση της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, θέλοντας να συμβάλει και στην εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, ως ενέργεια προαπαιτούμενη της επιτυχούς ολοκλήρωσης της ληστείας. Και τέλος, ότι η συνδρομή αυτή συνίσταται στο ότι συνόδευσε ένοπλος το φυσικό αυτουργό στην τράπεζα, παρέμεινε στην είσοδό της για να ελέγχει τους προσερχόμενους πελάτες και να αποκλείει την έξοδο των εντός αυτής ευρισκομένων, ενθάρρυνε με την παρουσία του τον ως άνω δράστη και ήταν έτοιμος για να παράσχει όποια βοήθεια χρειαζόταν και να εξασφαλίσει την αποχώρηση όλων, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό και ψυχική συνδρομή. Β) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ανθρωποκτονία των Θ10 και Θ4. Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να θανατώσει τον εκδότη της εφημερίδας "...", Θ10 και τον οδηγό του αυτοκινήτου του, Θ4. Ότι η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα την 21-2-1985. Ότι σ' αυτή πήραν μέρος οι Φ2, Χ4, Χ8 και X5. Ότι λίγες ημέρες νωρίτερα έγινε συνάντηση των προαναφερθέντων με τον X1, ο οποίος τους διάβασε χειρόγραφο κείμενο προκήρυξης με τα επιχειρήματα, που δικαιολογούσαν, κατά την άποψή του, την εν λόγω ενέργεια. Ότι κατά των ως άνω στόχων της οργάνωσης, που βρίσκονταν μέσα σε αυτοκίνητο, τύπου Mercedes, του οποίου την κίνηση ανέκοψε σκοπίμως η αιφνίδια παρεμβολή ετέρου αυτοκινήτου, τύπου Fiat, που οδηγούσε ο X5, πυροβόλησαν κατ' επανάληψη οι αυτουργοί Φ2 και Χ4, ευρισκόμενοι στο αριστερό μέρος της Mercedes (υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Ότι ο Χ8, που εν τω μεταξύ είχε μεταβεί στο δεξιό μέρος της Mercedes, από όπου κατόπτευε το χώρο, μόλις αντιλήφθηκε τον Θ4 να γέρνει, μετά τα πρώτα πλήγματα, προς τα δεξιά, υπολαμβάνοντας ότι αυτός προσπαθεί να πάρει κάποιο όπλο από το ντουλαπάκι του συνοδηγού του αυτοκινήτου, για να τον αποτρέψει από τούτο, πυροβόλησε μία φορά προς εκφοβισμό του με το πιστόλι που κρατούσε, χωρίς η σφαίρα να χτυπήσει τον παθόντα. Ότι τα τραύματα, που προκάλεσαν οι πυροβολισμοί των φυσικών αυτουργών, είχαν ως αποτέλεσμα να αποβιώσουν ο μεν Θ10 την ίδια ημέρα (21-2-1985), ο δε Θ4 την 3-3-1985. Ότι η συμμετοχή των δραστών επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό των απολογιών τινών εκ των κατηγορουμένων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία), μεταξύ των οποίων και αυτή του Χ8. Ότι ο Χ8, γνωρίζοντας ότι ο Φ2 και ο Χ4 επρόκειτο να θανατώσουν τους ανωτέρω, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρέσχε σ' αυτούς, κατά την εκτέλεση των δύο εκ προθέσεως ανθρωποκτονιών, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, θέλοντας να συμβάλει στην πραγματοποίησή τους. Και τέλος, ότι η συνδρομή αυτή συνίσταται στο ότι τους συνόδευσε ένοπλος στον προκαθορισμένο τόπο του εγκλήματος, παρέμεινε στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου των θυμάτων για να ενθαρρύνει τους δράστες με την παρουσία του, πυροβόλησε κατά του Θ4 όταν θεώρησε επικίνδυνη την προς τα δεξιά κίνησή του εντός του αυτοκινήτου και ήταν έτοιμος για να παράσχει όποια βοήθεια χρειαζόταν και να εξασφαλίσει την αποχώρηση όλων, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό και ψυχική συνδρομή. Γ) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ανθρωποκτονία του Θ7. Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να θανατώσει το Θ7, που κατοικούσε στο ... και ήταν κύριος μέτοχος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της "ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ". Ότι η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα την 8-4-1986. Ότι σ' αυτή πήραν μέρος οι Χ4, Χ8, Φ2 και X5. Ότι ο Χ4, τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και θέλοντας να θανατώσει το Θ7, σε χρόνο που θα μετέβαινε πεζός από το σπίτι στο γραφείο του, τον ανέμενε ένοπλος στην οδό ..., όπου είχε φθάσει με δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία οδηγούσε ο Χ8. Ότι όταν ο στόχος πλησίασε, ο δράστης τον πυροβόλησε και με τα τραύματα που του προξένησε, επέφερε το θάνατό του (υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Ότι η συμμετοχή των δραστών επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό των απολογιών τινών εκ των κατηγορουμένων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία), μεταξύ των οποίων και αυτή του Χ8. Ότι ο Χ8, γνωρίζοντας ότι ο Χ4 επρόκειτο να θανατώσει τον ανωτέρω, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρέσχε σ' αυτόν, κατά την εκτέλεση της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, θέλοντας να συμβάλει στην πραγματοποίησή της. Και τέλος, ότι η συνδρομή αυτή συνίσταται στο ότι τον μετέφερε, ένοπλος, με μοτοσικλέτα, στον προκαθορισμένο τόπο του εγκλήματος, παρέμεινε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, σε σχέση με την πορεία του θύματος και τη θέση του φυσικού αυτουργού, προκειμένου να δώσει σήμα στον τελευταίο για την προσέγγιση του πρώτου και να ενθαρρύνει το δράστη με την παρουσία του και, γενικά, ήταν έτοιμος για να παράσχει όποια βοήθεια χρειαζόταν και να εξασφαλίσει την αποχώρηση του Χ4 με την ίδια μοτοσικλέτα, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό, εκτός της υλικής και ψυχική συνδρομή. Δ) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στις 22 απόπειρες ανθρωποκτονίας με άμεσο δόλο, κατά των επιβατών στρατιωτικού λεωφορείου στην περιοχή ..... Ότι τον Απρίλιο του 1987, η ΕΟ 17Ν αποφάσισε να προκαλέσει έκρηξη και να κτυπήσει στρατιωτικό λεωφορείο, που μετέφερε αλλοδαπούς και ημεδαπούς υπαλλήλους από τη Στρατιωτική Βάση της ...στη Βάση του .., με σκοπό να θανατωθούν όλοι οι επιβαίνοντες σ' αυτό, ως "δύναμη κατοχής" (κατά την ορολογία της σχετικής προκήρυξης της οργάνωσης). Ότι μέλη της οργάνωσης παρακολούθησαν την κίνηση του λεωφορείου, μελέτησαν τα δρομολόγιά του και κατάρτισαν σχέδιο δράσης, το οποίο εκτελέσθηκε το απόγευμα της 24-4-1987. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι Χ3, Φ2, Χ4, X5 και Χ8. Ότι από την έκρηξη, παρά την προσπάθεια των δραστών, δεν επήλθε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά τραυματίσθηκαν οι περισσότεροι από τους 22 επιβάτες του λεωφορείου (υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) και ο ..., που ήταν οδηγός διερχόμενου ΙΧΕ αυτοκινήτου. Ότι η συμμετοχή των δραστών επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό των απολογιών τινών εκ των κατηγορουμένων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία), μεταξύ των οποίων και αυτή του Χ8. Ότι ο Χ8, γνωρίζοντας ότι ο Χ4 πρόκειται να προκαλέσει την έκρηξη, με την εξ αποστάσεως πυροδότηση της εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιήθηκε και με το σκοπό που προαναφέρθηκε, παρέσχε σ' αυτόν, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά την εκτέλεση της εκ προθέσεως πολλαπλής ανθρωποκτονίας που παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, θέλοντας να συμβάλει στην πραγματοποίησή της. Και τέλος, ότι η συνδρομή αυτή συνίσταται στο ότι τον μετέφερε, ένοπλος, με κλειστό ΙΧΦ αυτοκίνητο, στον προκαθορισμένο τόπο του εγκλήματος, παρέμεινε σ' αυτόν προκειμένου να ενθαρρύνει το δράστη με την παρουσία του και, γενικά, ήταν έτοιμος για να παράσχει όποια βοήθεια χρειαζόταν και να εξασφαλίσει την αποχώρηση του Χ4 (όπως και των υπολοίπων δραστών), με το ίδιο αυτοκίνητο, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό, εκτός της υλικής και ψυχική συνδρομή. Και Ε) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ανθρωποκτονία του Θ2. Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να θανατώσει το ναυτικό ακόλουθο της αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, Θ2, την 28-6-1988, με την πρόκληση ισχυρής έκρηξης. Ότι στην ενέργεια έλαβαν μέρος οι Χ3, Χ8, X5, Χ4 και Φ2. Ότι η έκρηξη προκλήθηκε με παγιδευμένο, κλεμμένο αυτοκίνητο, που προετοίμασαν με τα εκρηκτικά και τα λοιπά αναγκαία πράγματα οι Χ3 και X5. Ότι ο Χ8 οδήγησε το παγιδευμένο αυτοκίνητο στον προεπιλεγέντα τόπο, απ' όπου ο στόχος θα περνούσε με το αυτοκίνητό του, επί της οδού .... Ότι τα εκρηκτικά πυροδότησε από απόσταση ο Χ4, τον οποίο κάλυπτε ο Φ2. Ότι από την έκρηξη που προκλήθηκε, διαλύθηκε το αυτοκίνητο του στόχου και ο ίδιος θανατώθηκε. Ότι η συμμετοχή των δραστών επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό των απολογιών τινών εκ των κατηγορουμένων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία), μεταξύ των οποίων και αυτή του Χ8. Ότι ο Χ8, γνωρίζοντας ότι ο Χ4 πρόκειται να προκαλέσει την έκρηξη, με την εξ αποστάσεως [από την απέναντι ακατοίκητη οικία] πυροδότηση της εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιήθηκε και με το σκοπό που προαναφέρθηκε, παρέσχε σ' αυτόν, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πριν από την εκτέλεση της έκρηξης και της ανθρωποκτονίας, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, συνιστάμενη στο ότι οδήγησε το παγιδευμένο αυτοκίνητο στον προκαθορισμένο τόπο του εγκλήματος. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ως απλό συνεργό, στις μεν περιπτώσεις με στοιχείο Α, Β, Γ και Δ υπό την έννοια της παροχής τόσο υλικής όσο και ηθικής συνδρομής, στη δε περίπτωση με στοιχείο Ε υπό την έννοια της παροχής μόνο υλικής συνδρομής. Με τα όσα δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αναφορά στα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα και με συσχέτιση αυτών, επί πλέον δε και με παράθεση συλλογισμών ως προς την αξιολόγησή τους, για τη συμμετοχή του Χ8 στις πράξεις που αναφέρθηκαν. Επομένως, οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ8, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμοι.
31.Σε συνέχεια των όσων αναφέρονται παραπάνω (βλ. αρ.22) ως προς την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, παρατηρείται ότι οι απλές ασυνταξίες του κειμένου ή οι προφανείς παραδρομές στη χρήση όρων ή ονομάτων δεν αξιολογούνται ως λογικά κενά ή αντιφάσεις, όταν από την επισκόπηση του συνόλου και το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως δεν προκαλείται αμφιβολία ως προς το αληθινό περιεχόμενο αυτής και το ηθελημένο πόρισμα του δικαστηρίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων Χ8 καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε ληστεία και σε απόπειρα ανθρωποκτονίας και για συναυτουργία σε ληστεία, στις παρακάτω δύο περιπτώσεις. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Α) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στη ληστεία και την απόπειρα ανθρωποκτονίας που έγινε στα ΕΛΤΑ .... Ότι η πράξη αυτή [ανεξαρτήτως του ότι στην παρατιθέμενη επικεφαλίδα προσδιορίζεται με τις λέξεις "ΕΛΤΑ ...- Θ17", στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει χωρίς αμφιβολία από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας] αναφέρεται ως τελεσθείσα αφ' ενός ως ληστεία σε βάρος του καταστήματος του Ταχυδρομικού Ταμιευτήριου στον ..., που στεγάζεται στο ισόγειο πολυώροφης οικοδομής επί της οδού ... και αφ' ετέρου ως απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του αστυνομικού Θ17, που κατά το χρόνο της ληστείας εκτελούσε υπηρεσία φρούρησης του καταστήματος αυτού. Και Β) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στη ληστεία που έγινε σε βάρος του Αστυνομικού Τμήματος .... Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να αφαιρέσει με βία και να ιδιοποιηθεί όπλα και εφόδια από το...' Αστυνομικό Τμήμα ...και το αντίστοιχο Τμήμα Ασφάλειας, που στεγάζονταν σε γωνιακό διώροφο κτίριο, στη συμβολή των οδών ...και .... Ότι μέλη της οργάνωσης παρακολούθησαν επί μακρόν τη λειτουργία και τους όρους ασφάλειας του εν λόγω αστυνομικού τμήματος. Ότι αποφασίσθηκε η ενέργεια να γίνει την 14-8-1988 (παραμονή του Δεκαπενταύγουστου) και κατά τις μεσημβρινές ώρες, που τα μέτρα ασφάλειας θα ήσαν χαλαρά και η κίνηση των πολιτών περιορισμένη, πράγμα που θα διευκόλυνε τους δράστες. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι Φ2, Χ3, Χ4, X5, Χ8, Φ7 και Χ6, ενώ ο X1 τους κάλυπτε, φορώντας κουκούλα και περιμένοντας οπλισμένος σε αυτοκίνητο. Ότι η ληστεία, με σωματική βία και απειλές σε βάρος των αστυνομικών υπαλλήλων που βρίσκονταν εντός του καταστήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο, εκτελέσθηκε με επιτυχία (υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Ότι η συμμετοχή των δραστών επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό των απολογιών τινών εκ των κατηγορουμένων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία), μεταξύ των οποίων και αυτή του Χ8, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, αστυνομικών υπαλλήλων. Ότι ο Χ8, γνωρίζοντας το σκοπό της οργάνωσης να διαπράξει τη ληστεία και θέλοντας να συμβάλει σ' αυτόν, συμμετείχε στην επιχείρηση, ένοπλος, από κοινού με όλους τους άλλους, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, στη μεν περίπτωση με στοιχείο Α ως απλό συνεργό, στη δε περίπτωση με στοιχείο Β ως συναυτουργό. Με τα όσα δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αναφορά στα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα και με συσχέτιση αυτών, επί πλέον δε και με παράθεση συλλογισμών ως προς την αξιολόγησή τους, για τη συμμετοχή του Χ8 στις πράξεις που αναφέρθηκαν. Στην περίπτωση με στοιχείο Α δεν υπάρχει ουσιαστική ασάφεια ως προς την ταυτότητα του στόχου της ενέργειας. Και στην περίπτωση με στοιχείο Β δεν ήταν απαραίτητη η περαιτέρω εξειδίκευση του ρόλου του στην από κοινού επιχείρηση της πράξεως, αφού προέκυπτε σαφώς ότι επρόκειτο για βίαιη ενέργεια που έγινε από περισσότερους ένοπλους, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, οι οποίοι ενήργησαν ταυτόχρονα και αιφνιδιαστικά εναντίον πλειόνων προσώπων. Επομένως, οι όγδοος και ένατος λόγοι της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ8, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμοι.
32.Στο άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με... ισόβια κάθειρξη" (βλ. πλείονα παραπάνω, αρ.30). Περαιτέρω, στο άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' ΠΚ και υπό τον τίτλο "άμεσος συνεργός", ορίζεται ότι "Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, επίσης:... β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, άμεση συνέργεια συνιστά η κατά τη διάρκεια τέλεσης της κύριας πράξης παροχή στο φυσικό αυτουργό υλικής βοήθειας τόσο απαραίτητης, ώστε να συνάγεται με βεβαιότητα ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η διάπραξη του εγκλήματος δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συμβολή του άμεσου συνεργού. Για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος, που συνίσταται στην εκ μέρους του άμεσου συνεργού γνώση του ότι η βοήθεια παρέχεται κατά την εκτέλεση άδικης πράξης και θέληση του ότι με την παροχή αυτή επιδιώκεται η ολοκλήρωση του εγκλήματος που τελεί ο φυσικός αυτουργός. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι η καταδικαστική απόφαση πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ (βλ. παραπάνω, αρ.22). Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 211Α ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2408/1996 ορίζεται ότι "Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από αυτήν προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να θεμελιώσει καταδικαστική κρίση αποκλειστικά και μόνο σε μαρτυρία συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, εκτός εάν η μαρτυρία αυτή συνδυάζεται με πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία. Άλλως, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 1545/2006, βλ. πλείονα παρακάτω, αρ.34).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων X5 καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά συρροή, στην περίπτωση των Θ10 και Θ4. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να θανατώσει τον εκδότη της εφημερίδας "..", Θ10 και τον οδηγό του αυτοκινήτου του, Θ4. Ότι η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα την 21-2-1985. Ότι σ' αυτή πήραν μέρος οι Φ2, Χ4, Χ8 και X5. Ότι λίγες ημέρες νωρίτερα έγινε συνάντηση των προαναφερθέντων με τον X1, ο οποίος τους διάβασε χειρόγραφο κείμενο προκήρυξης με τα επιχειρήματα, που δικαιολογούσαν, κατά την άποψή του, την εν λόγω ενέργεια. Ότι κατά των ως άνω στόχων της οργάνωσης, που βρίσκονταν μέσα σε αυτοκίνητο, τύπου Mercedes, του οποίου την κίνηση ανέκοψε σκοπίμως η αιφνίδια παρεμβολή ετέρου, κλεμμένου αυτοκινήτου, τύπου Fiat, χρώματος μπλε, με κλεμμένες πινακίδες, που οδηγούσε ο X5, πυροβόλησαν κατ' επανάληψη οι αυτουργοί Φ2 και Χ4, ευρισκόμενοι στο αριστερό μέρος της Mercedes (υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Ότι τα τραύματα, που προκάλεσαν οι πυροβολισμοί, είχαν ως αποτέλεσμα να αποβιώσουν ο μεν Θ10 την ίδια ημέρα (21-2-1985), ο δε Θ4 την 3-3-1985. Ότι μετά την επιτυχία του σκοπού τους, οι τρεις δράστες επιβιβάστηκαν στο ως άνω μπλε αυτοκίνητο, που τους ανέμενε με οδηγό το X5, ένοπλο και αυτόν και κινούμενοι δια των οδών ...και ..., όπου το εγκατέλειψαν, εξαφανίστηκαν. Ότι η συμμετοχή των ως άνω δραστών στην ενέργεια επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό των απολογιών των τριών εξ αυτών, πλην του Φ2, σε συνδυασμό με την έκθεση αυτοψίας και τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων. Ότι, ειδικότερα, τη δράση του καθενός περιγράφει ο Χ8, στις απολογίες του τόσο στην προδικασία όσο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατόπιν αυτών, λόγω του ότι ο αναιρεσείων αντέτεινε ότι ο Χ8 δεν ήταν βέβαιος για τα όσα κατέθεσε σε βάρος του, ενώ ο ίδιος ισχυρίσθηκε ότι δεν ήταν οδηγός του παρεμβληθέντος αυτοκινήτου, αλλ' ότι η συμμετοχή του συνίστατο, απλώς, στο να δώσει στους φυσικούς αυτουργούς το σήμα της αναχώρησης του αυτοκινήτου των θυμάτων από την κατοικία του Θ10 προς το σημείο της ενέδρας, περιστατικό που θα μπορούσε να διαφοροποιήσει το νομικό χαρακτηρισμό των πράξεών του, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε κατά λέξη τα εξής : "Ο Χ8, κατά την απολογία του στο παρόν Δικαστήριο διατήρησε ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με το αν ο X5 ήταν ο οδηγός του Fiat, ισχυριζόμενος ότι, αν δεν ήταν ο οδηγός, θα μπορούσε να είναι το ευρισκόμενο πιο κοντά στο σημείο της ενέργειας άτομο, που έδωσε το σήμα στους δράστες για την άφιξη του αυτοκινήτου και ότι, ίσως, οδηγός να ήταν ο ..., τον οποίο όμως κανείς εκ των συγκατηγορουμένων του δεν αναφέρει. Ο ίδιος, όμως, ο Χ8 δήλωσε περαιτέρω ότι σίγουρα δεν ήταν αυτός, ο Φ2 ή ο Χ4 οδηγός του Fiat, καθώς και ότι είναι βέβαιος ότι είδε τον X5 στον τόπο της ενέργειας και, μάλιστα, να οδηγεί το ίδιο αυτοκίνητο κατά τη διαφυγή τους, ενώ δεν είδε ποιός έδωσε το σήμα για την άφιξη του αυτοκινήτου των θυμάτων, δήλωση που αναιρεί τους παραπάνω ενδοιασμούς του, διότι, αν πράγματι ο X5 ήταν αυτός που έδωσε το σήμα, δεν θα έπρεπε να τον έχει δει (ενώ κατηγορηματικά καταθέτει ότι τον είδε), με αποτέλεσμα να ενισχύεται έτσι σε μεγάλο βαθμό η εντύπωσή του ότι οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο X5 και το δικαστήριο να οδηγείται στην κρίση ότι ανταποκρινόμενη προς την αλήθεια είναι η, σύμφωνη και με την προανακριτική, περιεχόμενη στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατάθεση, κατά την οποία "εκτός από εμάς τους τέσσερεις, εμένα, τον X5, Φ2και Χ4 (ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ), στην ομάδα δεν ήταν άλλος παρών... δεν ήταν κανένας άλλος... είμαι βέβαιος ότι οδηγούσε ο X5, θυμάμαι ότι αυτός ήταν στη θέση του οδηγού, αλλά καμιά φορά, άνθρωπος είμαι, μπορεί να κάνω κάποιο λάθος, αλλά σχεδόν είμαι βέβαιος ότι ήταν αυτός, οπωσδήποτε εγώ δεν οδηγούσα, ούτε ο Φ2, ούτε ο Χ4, ο δε X1 δεν ήταν καθόλου στη φάση αυτή". Ο ίδιος ο X5 στην αναγνωσθείσα από 18-7-2002 προανακριτική του απολογία δέχεται την παρουσία του στον ανωτέρω τόπο του εγκλήματος καθώς και ότι, απλώς, έδωσε σήμα με το χέρι του μόλις είδε να έρχεται το αυτοκίνητο των θυμάτων, ομολογία, όμως, η οποία, με βάση όλα όσα ήδη αναφέρθηκαν, δεν κρίνεται ειλικρινής, αλλά ως γενομένη προς ελάφρυνση της θέσεώς του. Την προαναφερθείσα κατάθεση του Χ8 αναφορικά με την παρεμβολή του Fiat στην πορεία του αυτοκινήτου των θυμάτων ενισχύει η αναγνωσθείσα από ... έκθεση αυτοψίας, δεχόμενη τον αυτό τρόπο εξέλιξης του συμβάντος, ο οποίος είναι σύμφωνος και με τη λογική, αφού, διαφορετικά, η επιτυχία της ενέργειας θα αφηνόταν στην τύχη, πράγμα το οποίο ουδέποτε αποδέχτηκαν τα μέλη της ΕΟ 17Ν. Και ναι μεν οι περισσότεροι μάρτυρες τοποθετούν το μπλε Fiat στο μέσο περίπου της διασταυρώσεως των οδών ...και ..., τούτο, όμως, οφείλεται στο γεγονός ότι αντιλαμβάνονται και αρχίζουν να παρακολουθούν την εξέλιξη του συμβάντος μετά τη ρίψη των πυροβολισμών, οπότε και το Fiat έχει, ως ελέχθη, μετακινηθεί για να εξασφαλίσει την ασφαλή διαφυγή των δραστών. Η προπεριγραφείσα συμμετοχική δράση του X5 φέρει τον χαρακτήρα της άμεσης και όχι της απλής, ως ούτος αβάσιμα ισχυρίζεται, συνέργειας, αφού η τελευταία παρασχέθηκε αφ' ενός μεν κατά την εκτέλεση της πράξης των αυτουργών (ταυτόχρονος αποκλεισμός της πορείας του αυτοκινήτου των θυμάτων και ρίψη πυροβολισμών κατ' αυτών), αφ' ετέρου δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς τη βοήθεια αυτού, με βεβαιότητα δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη του εγκλήματος των αυτουργών κάτω από τις προαναφερθείσες περιστάσεις". Πέραν αυτών, σε άλλο σημείο της αιτιολογίας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Χ4 ανέφερε στη δική του απολογία ότι το ρόλο για την ειδοποίηση της ομάδας ότι ο στόχος ξεκίνησε από το σπίτι του είχε αναλάβει ο X1 περιστατικό που αποκλείει το να είχε τον ίδιο ρόλο και ο X5. Και τέλος, σε άλλο σημείο της αιτιολογίας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο συνήθης ρόλος του αναιρεσείοντος, κατά τη συμμετοχή του στην οργάνωση και σύμφωνα με τη δική του ομολογία, ήταν το να οδηγεί και να μετακινεί οχήματα. Με τα όσα δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αναφορά στα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα και με συσχέτιση αυτών, επί πλέον δε και με παράθεση συλλογισμών ως προς την αξιολόγησή τους, για τη συμμετοχή του X5 στις ανθρωποκτονίες των θυμάτων που αναφέρθηκαν. Και δεν στήριξε την κρίση του μόνο στα όσα κατέθεσε ο συγκατηγορούμενος για την ίδια πράξη, Χ8, αλλά στο συνδυασμό αυτών με τα όσα προέκυπταν από τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο έβδομος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X5, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος.
33.Στο άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με... ισόβια κάθειρξη" (βλ. πλείονα παραπάνω, αρ.30). Περαιτέρω, στο άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' ΠΚ ορίζεται ότι "Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, επίσης:... β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης" (βλ. πλείονα παραπάνω, αρ.32). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχεται ως αποδειχθέντα, στη διάταξη που εφαρμόζει. Συντρέχει, όμως, και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και διατακτικού αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων X5 καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, σε βάρος του Θ5. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να θανατώσει το βιομήχανο Θ5, που κατοικούσε στην ...και, καθημερινώς, μετέβαινε με δικό του αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ίδιος, στα γραφεία της επιχείρησης που εκπροσωπούσε, στο κέντρο της Αθήνας, ακολουθώντας σταθερή διαδρομή μέσω της Λεωφόρου Κηφισίας. Ότι η ενέργεια έγινε την 1-3-1988 και σ' αυτήν έλαβαν μέρος, ένοπλοι, οι Φ2 και X5. Ότι αυτοί, με κλεμμένη δίκυκλη μοτοσικλέτα που έφερε, επίσης, κλεμμένες πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας, την οποία οδηγούσε ο X5 με συνεπιβάτη το Φ2, ακολούθησαν το αυτοκίνητο του στόχου. Ότι περί ώρα 07:55, όταν ο Θ5 είχε διακόψει την πορεία του οχήματός του σε σηματοδότη, ο X5 οδήγησε τη μοτοσικλέτα στο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου και την ακινητοποίησε με τέτοιο τρόπο, ώστε ο επιβάτης αυτής να βρίσκεται δίπλα στο δεξιό, μπροστινό παράθυρο του αυτοκινήτου. Ότι ο Φ2, τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με πρόθεση να σκοτώσει τον Θ5, πυροβόλησε πέντε φορές εναντίον του, από μικρή απόσταση, με αποτέλεσμα να τον πλήξει σε καίρια σημεία του σώματός του και να επιφέρει εκ της αιτίας αυτής το θάνατό του. Ότι αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, η μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο X5, ξεκίνησε πάλι και, αφού προ του φωτεινού σηματοδότη ο Φ2 έριξε στο οδόστρωμα αντίτυπα της σχετικής προκήρυξης, ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίσθηκε. Ότι η συμμετοχή των ως άνω δραστών στην ενέργεια επιβεβαιώθηκε από το συνδυασμό της απολογίας του X5 με τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία). Ότι ο X5, που δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή του, αλλά μόνο το νομικό χαρακτηρισμό αυτής, γνώριζε το σχεδιασμό της ενέργειας και την πρόθεση του Φ2 να σκοτώσει τον Θ5. Ότι τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση θέλησε να προσφέρει βοήθεια στο φυσικό αυτουργό προκειμένου να επιτευχθεί η ανθρωποκτονία. Και ότι η βοήθεια αυτή συνίστατο, προεχόντως, στο να μεταφέρει, με τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε, το φυσικό αυτουργό ακριβώς δίπλα στο αυτοκίνητο του στόχου, προκειμένου να του δώσει τη δυνατότητα να πυροβολήσει με επιτυχία και, δευτερευόντως, στο να τον απομακρύνει, αμέσως, με το ίδιο μέσο, από τον τόπο του εγκλήματος, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαφυγή του. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος φέρει το νομικό χαρακτηρισμό της άμεσης συνέργειας [και όχι της απλής, όπως αυτός διατείνεται], διότι, χωρίς την προσφερθείσα βοήθεια, ο φυσικός αυτουργός δεν θα ήταν σε θέση να διαπράξει με βεβαιότητα την ανθρωποκτονία, κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες. Με τα όσα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1 περ. β' και 299 παρ.1 ΠΚ και, με πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο δέκατος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X5, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε', είναι αβάσιμος.
34.Στο άρθρο 380 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο [ολικά ή εν μέρει] κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη". Περαιτέρω, στο άρθρο 45 ΠΚ ορίζεται ότι "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός αυτής". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, κοινός δόλος υπάρχει όταν ο κάθε δράστης θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι υπόλοιποι ενεργούν με τον ίδιο δόλο (ΑΠ 103/2006). Για την αιτιολόγηση του κοινού δόλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ (βλ. παραπάνω, αρ.22), είναι αρκετή η αναφορά των περιστατικών εκτέλεσης της πράξεως κατά συναυτουργία, χωρίς να απαιτείται και η εξειδίκευση της δράσεως ενός εκάστου των αυτουργών που ενεργούν από κοινού (ΟλΑΠ 50/1990), εκτός εάν υπάρχει ισχυρισμός για διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό της συμμετοχής κάποιου από αυτούς. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 211Α ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2408/1996 ορίζεται ότι "Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από αυτήν, με την οποία τίθεται κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1331/2004), προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να θεμελιώσει καταδικαστική κρίση αποκλειστικά και μόνο σε μαρτυρία προσώπου, που κατηγορείται για την ίδια πράξη. Εάν το κάνει, στηρίζεται σε κατά νόμο μη επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και ιδρύει λόγο αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 1545/2006, 1368/2002). Αντιθέτως, εφ' όσον η περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου στηρίζεται και σε άλλες αποδείξεις, η απλή συνεκτίμηση της μαρτυρικής κατάθεσης ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη [του οποίου, μάλιστα, την εξέταση με υποβολή ερωτήσεων ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει ή, αν δεν την είχε, αυτό δεν οφειλόταν σε ολιγωρία των αρμοδίων αρχών, βλ. περισσότερα παραπάνω, αρ.13] δεν δημιουργεί έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως. Ως άλλη απόδειξη, πλην των λοιπών επωνύμων αποδεικτικών μέσων, νοείται και η απολογία του κατηγορουμένου που επικαλείται την εφαρμογή της ΚΠοινΔ 211Α. Εάν οι άλλες αποδείξεις είναι και αυτές μαρτυρίες ετέρων προσώπων που κατηγορούνται για την ίδια πράξη, η εφαρμογή του εν λόγω κανόνα αξιολόγησης εξαρτάται από την ποιότητά τους. Από το αν, δηλαδή, περιέχουν στοιχεία αντικειμενικότητας ή, αντιθέτως, αποβλέπουν στο να μετακυλήσουν την ποινική ευθύνη από το συγκατηγορούμενο που μαρτυρεί, προς τον κατηγορούμενο που ενοχοποιείται. Στην πρώτη περίπτωση, ο συνδυασμός τους οδηγεί στην υπέρβαση του περιορισμού που θέτει η ΚΠοινΔ 211Α, χάριν της ουσιαστικής αναζήτησης της αλήθειας. Στη δεύτερη, πρέπει να θεωρηθούν διαβλητές και να αγνοηθούν στο σύνολό τους, με εμμονή στην εφαρμογή του κανόνα.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων X5 καταδικάσθηκε για συναυτουργία σε ληστεία, στις παρακάτω δύο περιπτώσεις. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Α) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στη ληστεία σε βάρος του καταστήματος της Τράπεζας Εργασίας .... Ότι προκειμένου η ΕΟ 17Ν να εξεύρει οικονομικά μέσα για την προώθηση των σκοπών της, αποφάσισε την πραγματοποίηση ληστείας, την 29-6-1989, στην τράπεζα αυτή. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι Φ2, Χ3, Χ4, X5 και Χ7. Ότι οι ανωτέρω, πλην του τελευταίου που υπαναχώρησε, εισέβαλαν ένοπλοι και ελαφρώς μεταμφιεσμένοι (με ψεύτικα μουστάκια, γυαλιά) στο κατάστημα της τράπεζας, απείλησαν με τα όπλα τους (πιστόλια και περίστροφα) τους εκεί ευρισκόμενους υπαλλήλους και πελάτες και αφαίρεσαν από την κατοχή των υπαλλήλων το χρηματικό ποσό των 23.570.014 δραχμών, συνάλλαγμα αξίας 1.860.249 δραχμών και ταξιδιωτικές επιταγές, που ανήκαν στην κυριότητα της τράπεζας, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα (όπως με λεπτομέρειες αναφέρεται στην αιτιολογία, χωρίς η σχετική περιγραφή να έχει εν προκειμένω σημασία). Ότι οι δράστες ενήργησαν με κοινό δόλο, διότι ο καθένας από αυτούς ήθελε και αποδεχόταν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως της ληστείας, γνωρίζοντας ότι και οι υπόλοιποι ενεργούν με την ίδια θέληση και τον ίδιο σκοπό. Ότι ως προς το X5, που αμφισβητεί την παρουσία του, η συμμετοχή αποδεικνύεται από τις εις βάρος αυτού μαρτυρίες των συγκατηγορουμένων Χ3 και Χ4, οι οποίες περιέχονται στις απολογίες της προδικασίας που είχαν αναγνωσθεί στο ακροατήριο (βλ. παραπάνω, αρ.13, 14 και 17). Ότι με τις μαρτυρίες αυτές, οι απολογούμενοι επιβαρύνουν, πρωτίστως, τον εαυτό τους και, χωρίς να μετακυλύουν το βάρος της δικής τους ευθύνης στον αναιρεσείοντα, καταθέτουν, απλά, ότι και αυτός είχε λάβει μέρος μαζί τους στην εν λόγω ληστεία. Ότι για τη συμμετοχή του X5 κατέθεσε, επίσης και ο Χ7. Και ότι έτσι, οι εν λόγω επιβαρυντικές καταθέσεις, διασταυρούμενες μεταξύ τους και επιβεβαιούμενες, κατέστησαν αξιόπιστες. Β) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στη ληστεία σε βάρος του καταστήματος της Τράπεζας Εργασίας .... Ότι προκειμένου η ΕΟ 17Ν να εξεύρει οικονομικά μέσα για την προώθηση των σκοπών της, αποφάσισε την πραγματοποίηση ληστείας, την 18-7-1990, στην τράπεζα αυτή. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι Φ2, Χ3, Χ4, X5 και Φ4. Ότι όλοι οι ανωτέρω, εισέβαλαν ένοπλοι και μεταμφιεσμένοι στο κατάστημα της τράπεζας και, απειλώντας ότι θα σκοτώσουν τους εκεί ευρισκόμενους υπαλλήλους και πελάτες, αφαίρεσαν από την κατοχή των υπαλλήλων το χρηματικό ποσό των 46.752.913 δραχμών, το οποίο ανήκε στην κυριότητα της τράπεζας, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα (όπως με λεπτομέρειες αναφέρεται στην αιτιολογία, χωρίς η σχετική περιγραφή να έχει εν προκειμένω σημασία). Ότι οι δράστες ενήργησαν με κοινό δόλο, διότι ο καθένας από αυτούς ήθελε και αποδεχόταν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως της ληστείας, γνωρίζοντας ότι και οι υπόλοιποι ενεργούν με την ίδια θέληση και τον ίδιο σκοπό. Ότι ως προς το X5, που αμφισβητεί την παρουσία του, η συμμετοχή αποδεικνύεται από τις εις βάρος αυτού μαρτυρίες των συγκατηγορουμένων Χ3 και Φ4, οι οποίες περιέχονται στις απολογίες της προδικασίας που είχαν αναγνωσθεί στο ακροατήριο. Ότι με τις μαρτυρίες αυτές, οι απολογούμενοι επιβαρύνουν, πρωτίστως, τον εαυτό τους και, χωρίς να μετακυλύουν το βάρος της δικής τους ευθύνης στον αναιρεσείοντα, καταθέτουν, απλά, ότι και αυτός είχε λάβει μέρος μαζί τους στην εν λόγω ληστεία. Ότι οι μαρτυρίες αυτές ενισχύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και περιγράφουν τη συγκεκριμένη ληστεία και τον τρόπο που ενήργησαν οι δράστες. Και ότι έτσι, οι εν λόγω επιβαρυντικές καταθέσεις των συγκατηγορουμένων, διασταυρούμενες μεταξύ τους και με τις καταθέσεις των μαρτύρων, κατέστησαν αξιόπιστες. Με τα όσα δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αναφορά στα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα και με συσχέτιση αυτών, επί πλέον δε και με παράθεση συλλογισμών ως προς την αξιολόγησή τους, για τη συμμετοχή του X5 στις πράξεις που αναφέρθηκαν. Και δεν στήριξε την κρίση του μόνο στα όσα κατέθεσε ένας συγκατηγορούμενος για την ίδια πράξη, αλλά στο συνδυασμό αυτών με τα όσα κατέθεσαν και άλλοι, τα οποία αιτιολογημένα χαρακτήρισε ως αντικειμενικά και αξιόπιστα. Επομένως, οι όγδοος και ένατος λόγοι της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X5, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμοι.
35.Στο άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με... ισόβια κάθειρξη". Περαιτέρω, στο άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ και υπό τον τίτλο "απλός συνεργός", ορίζεται ότι "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που [ο άλλος] διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη" (βλ. πλείονα παραπάνω, αρ.30). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι η καταδικαστική απόφαση πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ (βλ. παραπάνω, αρ.22).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων Χ2 καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά συρροή, στις παρακάτω δύο περιπτώσεις. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Α) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ανθρωποκτονία του Θ13. Ότι η ΕΟ 17 Ν είχε επιλέξει ως ανθρώπινο στόχο τον επιχειρηματία - εφοπλιστή Θ13, τον οποίο αποφάσισε να θανατώσει με πυροβόλο όπλο. Ότι στην ενέργεια έλαβαν μέρος ο Χ3, ως φυσικός αυτουργός και οι Φ2 και Χ2, ως απλοί συνεργοί. Ότι πριν από την ενέργεια, που έγινε την 28-5-1997, στον ..., παρακολουθήθηκαν οι κινήσεις του στόχου και διαπιστώθηκε ότι κυκλοφορούσε αφύλακτος. Ότι κατά την εκτέλεση, ενώ ο Θ13 βάδιζε πεζός από τα γραφεία της εταιρείας του προς το χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου του, ο Χ3, τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με πρόθεση να τον σκοτώσει, τον πλησίασε και πυροβόλησε εναντίον του τέσσερεις φορές, με αποτέλεσμα να τον πλήξει σοβαρά και να επιφέρει το θάνατό του, λόγω των τραυμάτων που του προκάλεσε ως μόνης ενεργού αιτίας. Ότι ο δράστης, μετά την πράξη του, κινούμενος πεζή, συναντήθηκε με το συνεργό Φ2 και μαζί βάδισαν προς ένα κλειστό, φορτηγό αυτοκίνητο Mitsubishi L 300, τύπου VΑΝ, όπου στη θέση του οδηγού τους ανέμενε ο άλλος συνεργός, Χ2. Ότι όταν τους αντιλήφθηκε ο αστυνομικός .... ο οποίος με προτεταμένο το υπηρεσιακό του περίστροφο τους κάλεσε να παραδοθούν, ο Χ2 πυροβόλησε προς εκφοβισμό και όλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν (υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Ότι η συμμετοχή του Χ2 επιβεβαιώθηκε από τη μαρτυρία του συγκατηγορουμένου Χ3, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις πολλών αυτοπτών μαρτύρων (αναφέρονται και σχολιάζονται ειδικώς στην αιτιολογία) και την απολογία του αναιρεσείοντος. Ότι ο Χ2, γνωρίζοντας ότι ο Χ3 επρόκειτο να θανατώσει τον ανωτέρω, ως εκ των συζητήσεων και του σχεδιασμού που είχε προηγηθεί, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρέσχε σ' αυτόν, πριν και κατά την εκτέλεση της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, θέλοντας να συμβάλει στην πραγματοποίησή της. Και, τέλος, ότι η συνδρομή αυτή συνίσταται στο ότι πριν από την πράξη μετέφερε με το ως άνω VΑΝ το Χ3 και το Φ2 στον προκαθορισμένο τόπο του εγκλήματος και κατά τη διάρκεια της πράξης παρέμεινε ένοπλος εντός του αυτοκινήτου και ήταν έτοιμος για να παράσχει όποια βοήθεια χρειαζόταν, ώστε να αισθάνονται ήσυχοι οι άλλοι δύο και να έχουν εξασφαλισμένη τη διαφυγή τους, προσφέροντας με τον τρόπο αυτό τόσο υλική όσο και ψυχική συνδρομή. Β) Ως προς τη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ανθρωποκτονία του Θ1. Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να θανατώσει τον εν λόγω αλλοδαπό, που ήταν στρατιωτικός ακόλουθος της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και κατοικούσε στη .... Ότι η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα την 8-6-2000, κατά τη μετάβαση του στόχου από την κατοικία του προς την Πρεσβεία. Ότι σ' αυτή πήραν μέρος οι Χ3, Φ2 και Χ2. Ότι οι δύο πρώτοι, ως συναυτουργοί, διέπραξαν την ανθρωποκτονία, πλησιάζοντας με μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο Χ3, το αυτοκίνητο του στόχου, ενώ αυτό έβαινε επί της λεωφόρου Κηφισίας και πυροβολώντας αμφότεροι κατ' αυτού, από μικρή απόσταση (υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται ειδικότερα στην αιτιολογία και δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω). Ότι η συμμετοχή του Χ2 επιβεβαιώθηκε από τη μαρτυρία του συγκατηγορουμένου Χ3, σε συνδυασμό με την απολογία του αναιρεσείοντος. Ότι ο Χ2, γνωρίζοντας ότι οι άλλοι δύο επρόκειτο να θανατώσουν τον ανωτέρω, διότι είχε προηγηθεί μακροχρόνια παρακολούθηση και κατάστρωση λεπτομερούς σχεδίου, στην οποία και ο ίδιος μετείχε, με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρέσχε σ' αυτούς, κατά την εκτέλεση της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, οποιαδήποτε [απλή] συνδρομή, θέλοντας να συμβάλει στην πραγματοποίησή της. Και, τέλος, ότι η συνδρομή αυτή συνίσταται στο ότι τους μετέφερε, ένοπλος, κοντά στον προκαθορισμένο τόπο του εγκλήματος, με κλειστό φορτηγό αυτοκίνητο, με το οποίο μετέφερε ταυτόχρονα τα όπλα και τη μοτοσικλέτα που χρησιμοποίησαν οι δράστες κατά τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ως απλό συνεργό και στις δύο περιπτώσεις, υπό την έννοια της παροχής τόσο υλικής όσο και ηθικής συνδρομής στην πρώτη και μόνο υλικής συνδρομής στη δεύτερη. Με τα όσα δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αναφορά στα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα και με συσχέτιση αυτών, επί πλέον δε και με παράθεση συλλογισμών ως προς την αξιολόγησή τους, για τη συμμετοχή του Χ2 στις πράξεις που αναφέρθηκαν. Επομένως, οι πέμπτος και έβδομος (υπό στοιχεία Γ5 και Γ7) λόγοι της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμοι.
36.Στη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 ΠΚ ορίζεται ότι "Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί με σκοπό την επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς, πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου και της εμφάνισης των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως, όπως αυτά επαναλαμβάνονται από τον ίδιο δράστη. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στον ένοχο πλείονες ποινές και, κατά τον καθορισμό συνολικής ποινής, να επαυξήσει τη βαρύτερη από αυτές με μέρος κάθε μιας από τις συντρέχουσες, να επιβάλει εξ αρχής μία, ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπ' όψη το περιεχόμενο όλων των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια ποινής του οικείου εγκλήματος. Η επιλογή του ενός ή του άλλου συστήματος καθορισμού της ποινής στην περίπτωση της εν λόγω ομοειδούς, πραγματικής συρροής, το αν δηλαδή θα εφαρμοσθεί η ΠΚ 98 παρ.1 για το κατ' εξακολούθηση έγκλημα ή η ΠΚ 94 παρ.1 για την πραγματική συρροή, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1534/2008, 2295/2007).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, ο αναιρεσείων Χ2 καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε έκρηξη κατά συρροή. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απαντώντας στον ισχυρισμό του ότι έπρεπε να καταδικασθεί για το ίδιο έγκλημα, με το νομικό χαρακτηρισμό ότι οι πλείονες πράξεις είχαν τελεσθεί κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε τα εξής : "...οι συνήγοροι του κατηγορουμένου Χ2 αιτούνται όπως, ως προς αυτόν, οι εκρήξεις κατά των στόχων Mac Donald's (3-2-1998), Detroit Motors (19-2-1988), Chrysler Opel (12-3-1998), Citibank (7-4-1998), ΠΑΣΟΚ (31-3-1999), Chase Manhattan Midland Bank National De Paris (5-5-1999) και οικία του γερμανού πρέσβη (16-5-1999) θεωρηθούν ως ένα κατ' εξακολούθηση έγκλημα ούτως ώστε να του επιβληθεί μια και μόνο ποινή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 98 παρ.1 ΠΚ. Ενόψει, όμως, του ότι οι εν λόγω ενέργειες ήσαν πρωτίστως ενέργειες της ΕΟ 17Ν, με την ιδιότητα του μέλους της οποίας και έλαβε μέρος σ' αυτές ο εν λόγω κατηγορούμενος, το γεγονός της μη ύπαρξης τοπικής εγγύτητας μεταξύ αυτών, της χρονικής μεταξύ τους απόστασης και της μεσολάβησης άλλων ομοειδών και μη πράξεων της ίδιας Οργάνωσης (όπως η ληστεία στην ΕΤΕ ...(17-12-1998), η έκρηξη στην οικία του ολλανδού πρέσβη (7-5-1999), στην πρώτη από τις οποίες συμμετείχε, μάλιστα, ο ως άνω κατηγορούμενος, διασπά, εν προκειμένω, την αναγκαία για την ύπαρξη κατ' εξακολούθηση εγκλήματος ενότητα του δόλου και αποδομεί την ταυτότητα της απόφασης του δράστη, που εξ αρχής πρέπει να καταλαμβάνει το σύνολο των επί μέρους πράξεων αυτού, ούτως ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην μπορεί να γίνει λόγος περί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος". Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο κατά συρροή. Με τα όσα δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε σωστά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 ΠΚ και διέλαβε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του επαρκή αιτιολογία, ως προς την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί του ότι οι πλείονες πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, δεν είχαν τελεσθεί κατ' εξακολούθηση. Επομένως, ο τρίτος (υπό στοιχείο Γ3) λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος.
37.Στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι "Η ποινή μειώνεται, επίσης, κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις". Στη συνέχεια, στην παρ.2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι "Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως [μεταξύ άλλων]: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να συντρέξει η ως άνω ελαφρυντική περίσταση πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να ανάγεται σ' όλες τις αναφερόμενες σ' αυτή μορφές συμπεριφοράς (ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και, γενικά, κοινωνική ζωή) και να αποδεικνύεται από θετικές ενέργειες. Έτσι, όπως δεν είναι αρκετή για τον αποκλεισμό της εντιμότητας μια καταδίκη για πράξη που έγινε περιστασιακά και δεν είχε σοβαρή κοινωνική απαξία, δεν είναι εξ ίσου αρκετή για την κατάφασή της η εκ συμπτώσεως έλλειψη προηγουμένων ποινικών καταδικών. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (βλ. πλείονα παραπάνω, αρ.33).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1199/7-5-2007 επί των ελαφρυντικών απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, στον αναιρεσείοντα X5 δεν αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό του προηγούμενου έντιμου βίου κατά την επιμέτρηση της ποινής που, τελικώς, του επιβλήθηκε. Για την απόρριψη του σχετικού αιτήματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [πέραν των όσων είχε δεχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια των αιτιολογιών του επί της ενοχής και] τα εξής : "... από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, το δικαστήριο δεν πείστηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο αυτού η ως άνω ελαφρυντική περίσταση. Και τούτο, διότι, μόνον από το προσκομιζόμενο αντίγραφο ποινικού μητρώου, όπου απεικονίζεται το λευκό ποινικό παρελθόν του, δεν αποδεικνύεται, χωρίς τη συνεπικουρία άλλων αποδεικτικών μέσων, πρότερος έντιμος βίος του, που να καλύπτει όλες τις προμνημονευθείσες μορφές συμπεριφοράς. Ειδικότερα και μόνον η ένταξη και συμμετοχή του κατηγορουμένου σε οργάνωση που τελούσε εγκληματικές πράξεις επί σειρά ετών, πέραν των όσων τελέσθηκαν με την προσωπική του συμμετοχή, όπως ανωτέρω λεπτομερώς αναφέρθηκαν, αποκλείει στην προκειμένη περίπτωση την παραδοχή συνδρομής στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου. Η επικαλούμενη έντιμη οικογενειακή διαβίωσή του, ως εγγάμου και γονέως ανηλίκου τέκνου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα πριν την ένταξή του στην ΕΟ 17Ν, αλλά, αντιθέτως, μετά απ' αυτήν ή παράλληλα με αυτήν. Ομοίως, η επικαλούμενη έντιμη επαγγελματική ενασχόλησή του δεν προσεπιβεβαιώθηκε με πειστικότητα ότι έλαβε χώρα πριν την ένταξή του στην ΕΟ 17Ν, εν όψει και του ότι κατά το χρόνο εντάξεώς του βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, πράγμα το οποίο δεν είχε επιτρέψει την προηγούμενη ανάπτυξη επαγγελματικού βίου. Σε κάθε περίπτωση, όπως λεπτομερώς ανωτέρω αναφέρθηκε, για την παραδοχή της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να εκδηλώνεται με θετική συμπεριφορά, η οποία να ανάγεται σε όλες τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ μορφές και η οποία... στην προκειμένη περίπτωση, για το προ του έτους 1985 χρονικό διάστημα, δεν αποδείχθηκε... Τα ανωτέρω, άλλωστε, δεν είναι δυνατό να μεταβληθούν από την επικαλουμένη μονιμότητα της διαμονής του". Πέραν των ανωτέρω, τα οποία περιλαμβάνονται στο τμήμα της απόφασης, όπου αιτιολογείται η απόρριψη του αιτήματος για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου υπέρ του αναιρεσείοντος και των συγκατηγορουμένων αυτού Χ8, Χ2 και Φ7, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε άλλο σημείο των αιτιολογιών του δέχεται ότι ο X5 [σύμφωνα και με τα όσα είχε εκθέσει στην απολογία του, την οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορός του για τη θεμελίωση της προηγούμενης έντιμης οικογενειακής και εν γένει κοινωνικής ζωής], πριν από την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, συμμετείχε ενεργά σε δραστηριότητες του ακραίου αριστερού χώρου και ήταν τόσο έντονα αντίθετος προς το ισχύον κοινωνικό σύστημα, ώστε, όταν ο Χ4, τον οποίο μέσω κοινού φίλου γνώρισε στο πλαίσιο των εν λόγω δραστηριοτήτων, του πρότεινε "να κάνουν κάτι με βόμβες", αυτός χωρίς πολλές συζητήσεις δέχθηκε να ενταχθεί στην ΕΟ 17Ν. Οι εν λόγω παραδοχές του Πενταμελούς Εφετείου αποτελούν αφ' ενός ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ΠΚ 84 παρ.2 στοιχ. α' και αφ' ετέρου πλήρη αιτιολογία της απόρριψης του υποβληθέντος αιτήματος αναγνώρισης ελαφρυντικού προτέρου εντίμου βίου, αφού η σχετική κρίση δεν στηρίχθηκε στις περιστάσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς, για την οποία επήλθε η καταδίκη, αλλά, αντιθέτως, στην έλλειψη θετικών και στην ύπαρξη αρνητικών μορφών άλλης, προηγούμενης συμπεριφοράς, όπως η έντονα εχθρική στάση του κατηγορουμένου προς το κοινωνικό σύστημα εντός του οποίου ζούσε και το οποίο, πριν από την ένταξή του στην ΕΟ 17Ν, ήταν έτοιμος να πολεμήσει με όπλα και αιματοχυσία. Επομένως, ο ενδέκατος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X5, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε', είναι αβάσιμος.
38.Στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 4 ΠΚ ορίζεται ότι "Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή υπονοεί τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με τα οποία "Κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπ' όψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως τα περί αυτών δεδομένα προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προηγηθείσα απόφαση για την ενοχή του (ΑΠ 1155/2000). Υποχρέωση επανάληψης των περιστατικών αυτών στην περί της ποινής απόφαση δεν υφίσταται. Η τελευταία αποκτά την κατά νόμο αιτιολογία με την απλή επανάληψη του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 79 ΠΚ και τη δια μέσου αυτών, σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με την απόφαση επί της ενοχής. Επομένως, ο ένατος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X1,ο δωδέκατος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος X5 και ο δεύτερος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ7, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της 1265/9-5-2007 περί ποινής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τον ισχυρισμό ότι αρκέσθηκε σε απλή παράθεση του περιεχομένου του άρθρου 79 ΠΚ και δεν προέβη σε πρόσθετες παραδοχές και με τους οποίους προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', είναι αβάσιμος, διότι οι περί της προσωπικότητας των κατηγορουμένων και της βαρύτητας των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκαν, σκέψεις του δικαστηρίου διαλαμβάνονται στις αιτιολογίες της 1149/3-5-2007 επί της ενοχής αποφάσεώς του.
39.Στο άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται ότι "Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης [και] επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Στη διάταξη αυτή διακρίνονται δύο μορφές δόλου, ο "άμεσος" και ο "ενδεχόμενος". Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος, ο οποίος είτε θέλει (με την έννοια του "επιδιώκει"), την παραγωγή ενός εγκληματικού αποτελέσματος είτε δεν το επιδιώκει μεν, αλλά το προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της ενέργειάς του και δεν απέχει από αυτήν (ΑΠ 1269/2006). Με ενδεχόμενο δόλο ενεργεί εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως πιθανό (με την έννοια όχι της αναγκαίας, αλλά της "ενδεχόμενης" συνέπειας) ένα εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται (ΑΠ 1999/2006). Ως αποδοχή δεν νοείται ούτε η επιδίωξη του ενδεχόμενου αποτελέσματος ούτε η πρόβλεψη της αναγκαιότητάς του (διότι, τότε, ο δόλος θα ήταν άμεσος), αλλά ο εσωτερικός συμβιβασμός με την πιθανότητα της επέλευσής του (ή, κατ' άλλη διατύπωση, η "επιδοκιμασία" του). Η έννοια του δόλου, γενικώς, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του εγκληματικού αποτελέσματος. Τα στοιχεία αυτά είναι στενώς συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους. Για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου δεν αρκεί μόνον η εκ μέρους του δράστη διάγνωση του κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος (γνωστικό στοιχείο). Επί πλέον, απαιτείται η διαπίστωση ότι ο δράστης, κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την επέλευση του αποτελέσματος, αλλά το επιδοκίμασε (βουλητικό στοιχείο). Εάν απώθησε από τη συνείδησή του το αποτέλεσμα (αν πίστεψε ότι αυτό δεν θα επερχόταν), δεν υπάρχει ενδεχόμενος δόλος, αλλά ενσυνείδητη αμέλεια (ΠΚ 28 περ. β'). Η κατάφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών είναι ζήτημα αποδείξεως. Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος δεν τεκμαίρεται ούτε από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία αυτό είχε προβλεφθεί ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι το προείδε ως δυνατό, προχώρησε στην ενέργειά του, χωρίς να λάβει υπ' όψη το ενδεχόμενο της επέλευσής του (ΑΠ 1335/2007, ΑΠ 1880/2005). Τα δεδομένα αυτά συνεκτιμώνται (ΑΠ 1530/2008), αλλά για την κατάφαση ή μη του βουλητικού στοιχείου αναζητούνται και αξιολογούνται, επιπροσθέτως (ως θετικοί ή αρνητικοί "ενδείκτες", δεδομένου του ότι η ουσιαστική διάγνωση της βουλήσεως, που δεν έχει εξωτερικευθεί ρητώς, παραμένει δυσχερής), τα αίτια, τα οποία ώθησαν το δράστη και ο σκοπός, τον οποίο αυτός επιδίωξε, σε συνδυασμό με τις επί μέρους περιστάσεις, υπό τις οποίες ενήργησε (όπως το αντικείμενο της επιθυμητής και της μη επιθυμητής πράξης, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε, ο τρόπος της ενέργειας, η αυτοπροστασία ή αυτοδιακινδύνευση του δράστη, η τυχόν προσπάθεια αποτροπής του μη επιθυμητού αποτελέσματος κλπ). Από τη στάθμιση όλων αυτών, θα κριθεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν υπήρξε ή όχι εσωτερικός ("ψυχολογικός") συμβιβασμός του δράστη με την επέλευση ενός εγκληματικού αποτελέσματος, που βρίσκεται έξω από τον άμεσο δόλο του. Περαιτέρω, στο άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, υπό τον τίτλο "έννοια και ποινή της απόπειρας", ορίζεται ότι "Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (ΠΚ 83)". Ως αρχή εκτελέσεως ενός εγκλήματος θεωρείται οποιαδήποτε ενέργεια του δράστη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού ή η οποία τελεί σε τόσο άμεση και οργανική σχέση με την εγκληματική πράξη, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως μέρος αυτής και να οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην ολοκλήρωσή της, αν δεν ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 1449/2007). Η απόπειρα είναι δυνατό να τελεσθεί όχι μόνο με άμεσο, αλλά και με ενδεχόμενο δόλο, όταν συντρέξουν οι προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Σε ακολουθία προς τα ανωτέρω, εάν σε συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι ο δράστης επιχείρησε αρχή εκτελέσεως ενός εγκλήματος με άμεσο δόλο, ενώ συγχρόνως γνώριζε ότι από την ενέργειά του, εν όψει των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτή τελείται, είναι ενδεχόμενο να επέλθει αποτέλεσμα διαφορετικό σε σχέση με το επιδιωκόμενο (ικανό είτε να προσδώσει στην πράξη βαρύτερο νομικό χαρακτηρισμό είτε να στοιχειοθετήσει πρόσθετο, αληθώς συρρέον έγκλημα) και συμβιβάσθηκε με την επέλευσή του, τότε πρέπει να αποδοθεί σ' αυτόν η εγκληματική πράξη της οποίας στοιχείο αποτελεί το εν λόγω διαφορετικό αποτέλεσμα (ή και αυτή, εφ' όσον συρρέει αληθώς με την πράξη της οποίας στοιχείο αποτελεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα). Και αν μεν το διαφορετικό αποτέλεσμα επήλθε πράγματι, η πράξη θα χαρακτηρισθεί ως τετελεσμένη με ενδεχόμενο δόλο. Εάν δε το διαφορετικό αποτέλεσμα δεν επήλθε, η πράξη θα χαρακτηρισθεί ως τελεσθείσα σε απόπειρα με ενδεχόμενο δόλο, ανεξάρτητα από το ποια υπήρξε η ηθελημένη πράξη ή το πράγματι επελθόν αποτέλεσμα.
40.Σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω αρ. 39), από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες X5 και Χ7 καταδικάσθηκαν, αντιστοίχως, για αυτουργία και απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, σε βάρος του Θ8. Για την κατάφαση της ενοχής τους, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να τραυματίσει στα πόδια το εν λόγω πρόσωπο, που ήταν εισαγγελέας πρωτοδικών, διότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κέντρου εξουσίας της οργάνωσης, είχε υποβάλει, μεροληπτικά, ευνοϊκή πρόταση προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών, σε σοβαρή υπόθεση με κοινωνικές προεκτάσεις. Ότι η ενέργεια αυτή, ύστερα από συστηματική παρακολούθηση των κινήσεων του Θ8, αποφασίσθηκε να γίνει το πρωί της 10-1-1989, κοντά στο σπίτι, όπου κατοικούσε, στην περιοχή ... Αττικής, την ώρα που αυτός θα επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητό του για να μεταβεί στην εργασία του. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι X5, Φ2 και Χ7. Ότι μόλις ο Θ8 κάθισε στη θέση του οδηγού, πριν ακόμη προλάβει να κλείσει την πόρτα, οι δύο πρώτοι, μεταμφιεσμένοι με περούκες και φορώντας γάντια, πλησίασαν στο αυτοκίνητο, ο Φ2 κράτησε ανοικτή την πόρτα και ο X5, με το 38άρι περίστροφο που κατείχε, πυροβόλησε τον εισαγγελέα έξι φορές στα πόδια, έχοντας αποφασίσει και θέλοντας να τον τραυματίσει. Ότι την ίδια στιγμή, ο Χ7, μεταμφιεσμένος με μεγάλο, ψεύτικο μουστάκι, βρισκόταν στο πεζοδρόμιο, σχεδόν απέναντι από το αυτοκίνητο του θύματος και επόπτευε το χώρο μέχρι να ολοκληρωθεί η ενέργεια, για να παράσχει βοήθεια στους άλλους, αν χρειαζόταν και για να εξασφαλίσει τη διαφυγή τους. Ότι αμέσως μετά, αφού ο Φ2 βεβαιώθηκε για την επιτυχία της ενέργειας, απομακρύνθηκαν και οι τρεις μαζί, με αργό ρυθμό, επιβιβάσθηκαν σε κλεμμένο αυτοκίνητο που είχαν σταθμεύσει σε απόσταση περίπου 100 μέτρων και εξαφανίσθηκαν. Ότι παρά τις χειρουργικές επεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε και τη νοσηλεία, την οποία δέχθηκε, ο Θ8 αποβίωσε την 10-2-1989, λόγω του βαρύτατου τραυματισμού του (υπήρξε τρώση της ιγνυακής αρτηρίας) και των εξ αυτού επιπλοκών, ως μόνης ενεργού αιτίας. Ότι σύμφωνα με τις προκηρύξεις, τις οποίες κυκλοφόρησε η ΕΟ 17Ν και με τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη της ενέργειας, επιδίωξη των δραστών ήταν να τραυματίσουν σοβαρά τον εισαγγελέα, πυροβολώντας τον στα πόδια. Ότι οι δράστες, που είχαν εμπειρία από τη χρήση όπλων σε προηγούμενες τρομοκρατικές ενέργειες, είχαν προβλέψει ότι ήταν ενδεχόμενο, από το βαρύ τραυματισμό που θα προκαλούσαν με τους επανειλημμένους πυροβολισμούς στα πόδια, όπου διέρχονται όχι μόνο ασήμαντα, αλλά και μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, να επέλθει ο θάνατος του στόχου της ενέργειας. Ότι, παρά την πρόβλεψη, οι δράστες συμβιβάσθηκαν με την επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος, έστω και αν δεν το επιδίωκαν, διότι είχε γι' αυτούς μεγαλύτερη σημασία η επιτυχία της ενέργειας από τη ζωή του θύματος. Ότι αυτό προέκυπτε αφ' ενός από το ότι σε προηγούμενες ενέργειες της οργάνωσης οι δράστες είχαν επιδιώξει άμεσα και επιτύχει τη θανάτωση προσώπων (πράγμα που σημαίνει ότι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, γενικώς, δεν ήταν πράξη απόβλητη από τη βούλησή τους) και αφ' ετέρου από το ότι, σε μεταγενέστερη προκήρυξη, η οργάνωση είχε διευκρινίσει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση σκοπός της ήταν ο τραυματισμός του Θ8, "προς παραδειγματισμό" και όχι ο θάνατός του "όχι γιατί δεν το άξιζε, αλλά για άλλους λόγους" (πράγμα που σημαίνει ότι ως ενδεχόμενο ο θάνατος δεν είχε απωθηθεί). Ότι η συμμετοχή του X5 ως φυσικού αυτουργού αποδεικνύεται από την κατάθεση του Χ7 στο ακροατήριο και ενισχύεται από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων ..., ... και ..., που περιέγραψαν τον τύπο του σώματος και τις κινήσεις των δραστών, καθώς και από την προανακριτική απολογία του συγκατηγορούμενου (για άλλες πράξεις) Χ4. Ότι η συμμετοχή του Χ7 ως απλού συνεργού, με την έννοια ότι παρείχε ψυχική συνδρομή στον φυσικό αυτουργό κατά την τέλεση της πράξης, αποδεικνύεται αφ' ενός από την ομολογία του ιδίου, που δεν αμφισβητεί την παρουσία του στον τόπο του εγκλήματος, εν γνώσει του σκοπού και του τρόπου της ενέργειας (αλλά την υποβαθμίζει, ισχυριζόμενος αβάσιμα ότι βρισκόταν εκεί χωρίς τη θέλησή του, ως απλός θεατής) και αφ' ετέρου από τις καταθέσεις των ως άνω αυτοπτών μαρτύρων και του Χ3. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων φέρει το νομικό χαρακτηρισμό της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο και της απλής συνέργειας σε αυτήν, διότι οι δράστες, παρά το γεγονός ότι δεν επιδίωκαν το επελθόν αποτέλεσμα, γνώριζαν το ενδεχόμενο της επέλευσής του και είχαν συμβιβασθεί με αυτό. Για την κατάφαση του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, το δικαστήριο της ουσίας, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του, αξιολόγησε τα αίτια των δραστών (αντίδραση προς το δικαστικό σύστημα), το σκοπό τους (εντυπωσιασμός της κοινής γνώμης), τον τρόπο τέλεσης της πράξης (επανειλημμένοι πυροβολισμοί σχεδόν εξ επαφής, ενώ θα αρκούσε μόνο ένας), την έλλειψη προσπάθειας αποφυγής του μη επιθυμητού αποτελέσματος (οι πυροβολισμοί ρίχθηκαν μεν στα κάτω άκρα, χωρίς, όμως, προσπάθεια περιορισμού της βλάβης που θα προκαλούσαν) και τη φροντίδα αυτοπροστασίας των δραστών (με τη μεταμφίεση δεν εκτέθηκαν σε αναγνώριση και με το κλεμμένο αυτοκίνητο είχαν έτοιμη τη διαφυγή τους). Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τα όσα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 47 παρ.1 και 299 παρ.1 ΠΚ και, με πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο δέκατος έκτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X5 και ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ7, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην εν λόγω απόφαση οι πλημμέλειες των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε', είναι αβάσιμοι.
41.Σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως (βλ. παραπάνω αρ. 39), από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2 καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε έκρηξη με άμεσο δόλο και σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, σε βάρος του πρέσβη της Γερμανίας στην Ελλάδα ... και της συζύγου του ..... Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι η ΕΟ 17Ν είχε επιλέξει να διαπράξει τρομοκρατική ενέργεια σε βάρος της κατοικίας του πρέσβη της Γερμανίας στην Ελλάδα, που τότε βρισκόταν εντός οικοπέδου, εκτάσεως περίπου έξι (6) στρεμμάτων, επί της οδού ... και φυλασσόταν από ένοπλο αστυνομικό, σε 24ωρη βάση. Ότι, ύστερα από λεπτομερή σχεδιασμό, αποφασίσθηκε η ενέργεια να γίνει κατά τις βραδινές ώρες της 16-5-1999, με την εκτόξευση αντιαρματικού βλήματος (ρουκέτας) κατά του κτιρίου της πρεσβευτικής κατοικίας. Ότι η εκτόξευση του βλήματος έγινε με τη χρήση αυτοσχέδιου εκτοξευτήρα, κατασκευασμένου από πλαστικό σωλήνα αποχέτευσης. Ότι στην ενέργεια έλαβαν μέρος ο Χ3, ως φυσικός αυτουργός και οι Φ2 και Χ2, ως απλοί συνεργοί. Ότι στον τόπο του εγκλήματος οι δράστες μετέβησαν με κλεμμένο από αυτούς αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Φ2. Ότι ο Χ3, από το χώρο έμπροσθεν πολυκατοικίας επί της οδού ..., που βρίσκεται σε απόσταση 128 μέτρων διαγωνίως της άνω πρεσβευτικής κατοικίας, εκτόξευσε τη ρουκέτα κατ' αυτής και με πρόθεση προκάλεσε έκρηξη, από την οποία καταστράφηκε τμήμα της μετώπης και της στέγης του πρώτου ορόφου της οικοδομής. Ότι, με τον τρόπο αυτό, δημιούργησε κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και δη στην εν λόγω οικία, σε παρακείμενα κτίρια και σε διερχόμενα ή σταθμευμένα αυτοκίνητα, καθώς και κίνδυνο σε ανθρώπους, όπως ο πρέσβης, η σύζυγός του και οι λοιποί, εντός της οικίας ευρισκόμενοι. Ότι, παράλληλα, αν και από την προηγηθείσα παρακολούθηση γνώριζε ότι στην κατοικία αυτή είχε εγκατασταθεί και ζούσε με τη σύζυγο του ο ως άνω πρέσβης της Γερμανίας και ότι κατά το χρόνο της ενέργειας τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν στο σπίτι (υπήρχε φωτισμός σε κάποιο δωμάτιο) και ως εκ τούτου ήταν πολύ πιθανό να πληγούν από τα θραύσματα της ρουκέτας, με ενδεχόμενο να θανατωθούν, πράγμα που μπορούσε να προβλέψει από τη συμμετοχή του σε προηγούμενες δραστηριότητες της οργάνωσης, εν τούτοις αποδέχθηκε το θανατηφόρο αυτό αποτέλεσμα επί των εν λόγω ανθρώπων, συμβιβάστηκε με αυτό προκειμένου να έχει επιτυχία η συγκεκριμένη τρομοκρατική ενέργεια και προκάλεσε την έκρηξη που προαναφέρθηκε, πλην, όμως, δεν επήλθε το θανατηφόρο αποτέλεσμα ούτε και κάποιος τραυματισμός, για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέλησή του και, ειδικότερα, διότι υπήρξε μικρή απόκλιση της φοράς του βλήματος προς τα επάνω (λόγω διαρραγής του αυτοσχέδιου εκτοξευτήρα), με συνέπεια αυτό να μην εισέλθει στο σπίτι. Ότι ο Χ3, με την αναγνωσθείσα από 20-7-2002 προανακριτική απολογία του (το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωσε ενώπιον του εφέτη ανακριτή, την 11-8-2002, παρουσία του συνηγόρου του), αφού πρώτα επιβάρυνε τον εαυτό του και μάλιστα ως αυτουργό της εν λόγω ενέργειας, χωρίς να μετακυλήσει το βάρος της ευθύνης του σε άλλους, πρόσθεσε ότι στην επιχείρηση αυτή πήραν μέρος, εκτός από τον ίδιο, ο αδελφός του Χ2 και ο "Λουκάς", για τον οποίο πλήρως αποδείχθηκε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ότι ήταν ο Φ2. Ότι ο Φ2, κατά το χρόνο εκτόξευσης της ρουκέτας, βρισκόταν δίπλα στον Χ3 και επέβλεπε τους γύρω χώρους. Ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, ο Χ2 είχε παραμείνει δίπλα στο κλεμμένο αυτοκίνητο, με το οποίο είχαν μεταβεί στον τόπο της ενέργειας και με το οποίο επρόκειτο να διαφύγουν και κρατούσε "τσίλιες". Ότι η συμμετοχή του Χ2 στην ενέργεια επιβεβαιώθηκε από την απολογία του ιδίου. Ότι ο τρόπος της δράσης του αυτουργού, τα αποτελέσματα της έκρηξης και η έκταση της διακινδύνευσης επιβεβαιώθηκαν από την έκθεση αυτοψίας και τα ευρήματα που περιγράφονται σ' αυτήν, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα ..., που ήταν οδηγός του πρεσβευτικού αυτοκινήτου και διέμενε σε οικίσκο εντός του ιδίου οικοπέδου. Ότι οι Φ2 και Χ2 με πρόθεση πρόσφεραν στο Χ3 πριν από την εκτέλεση και κατά την εκτέλεση από αυτόν της άδικης πράξης της έκρηξης και των δι' αυτής δύο αποπειρών ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, οποιαδήποτε (απλή) συνδρομή, η οποία συνίσταται στο ότι, γνωρίζοντας την από αυτόν επιχείρηση της έκρηξης με το ως άνω ενδεχόμενο και θέλοντας να συμβάλουν στην εκτέλεσή της από τον αυτουργό, μετέβησαν μαζί του ένοπλοι με πιστόλια στον τόπο του εγκλήματος και τον ενθάρρυναν, παραμένοντας πλησίον του μέχρι την αποπεράτωση της ενέργειας και επιτηρώντας το γύρω χώρο, για να του παράσχουν βοήθεια, αν χρειαζόταν, για να αποτρέψουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο παρεμπόδισής του και για να εξασφαλίσουν την ασφαλή απομάκρυνσή του, παρέχοντας σ' αυτόν ψυχική συνδρομή. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η αξιόποινη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ενέργεια αυτή φέρει το νομικό χαρακτηρισμό της απλής συνέργειας α) σε έκρηξη, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος για άνθρωπο, με άμεσο δόλο και β) σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή, με ενδεχόμενο δόλο, διότι οι δράστες, ως προς την απόπειρα ανθρωποκτονίας ειδικά, παρά το γεγονός ότι δεν την επιδίωκαν, γνώριζαν το ενδεχόμενο της επέλευσής της και είχαν συμβιβασθεί με αυτό, προκειμένου να επιτύχει η τρομοκρατική ενέργεια σε βάρος της κατοικίας του πρέσβη. Για την κατάφαση του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, το δικαστήριο της ουσίας, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του, αξιολόγησε τα αίτια των δραστών (αντίδραση προς την εξωτερική πολιτική της συγκεκριμένης ξένης Χώρας), το σκοπό τους (εντυπωσιασμός της κοινής γνώμης), τον τρόπο τέλεσης της πράξης (ρίψη βλήματος μεγάλης ισχύος), την έλλειψη προσπάθειας αποφυγής του μη επιθυμητού αποτελέσματος (στόχευση επί κατοικίας, με παρουσία των ενοίκων της) και τη φροντίδα αυτοπροστασίας των δραστών (ενήργησαν σε συνθήκες φυσικού σκότους και με το κλεμμένο αυτοκίνητο είχαν έτοιμη τη διαφυγή τους). Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.39), το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τα όσα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 42 παρ.1, 47 παρ.1, 270 και 299 παρ.1 ΠΚ και, με πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο έκτος λόγος (με στοιχείο Γ6) της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην εν λόγω απόφαση οι πλημμέλειες των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε', είναι αβάσιμος.
42. Μεταβολή της κατηγορίας στην προδικασία, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' και δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, ώστε κατ' αντικείμενο να αποτελεί διαφορετικό έγκλημα. Αντιθέτως, δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το παραπεμπτικό βούλευμα είτε προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, είτε προσδίδεται σ' αυτά διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός, χωρίς να επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξεως ως ιστορικού γεγονότος (ΑΠ 1340/2005). Στην πρώτη περίπτωση, η εξουσία του δικαστικού συμβουλίου να καθορίσει διαφορετικό χρόνο τέλεσης της πράξεως, περιορίζεται μόνο από την τυχόν υπάρχουσα παραγραφή, την οποία δεν δικαιούται να αποκλείσει (ΑΠ 492/2003). Στη δεύτερη περίπτωση, προβαίνοντας το συμβούλιο στον, κατά την κρίση του, ορθό νομικό χαρακτηρισμό και παραπέμποντας τον κατηγορούμενο για βαρύτερο έγκλημα, χωρίς να μεταβάλλει κατ' αντικείμενο τα πραγματικά περιστατικά (ΚΠοινΔ 313), δεν δεσμεύεται ούτε από την τυχόν επελθούσα παραγραφή του ηπιότερου εγκλήματος, για το οποίο είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη (ΚΠοινΔ 36, 43 παρ.1) και απαγγελθεί η κατηγορία (ΚΠοινΔ 270 παρ.1), εάν για το βαρύτερο έγκλημα, για το οποίο χωρεί η παραπομπή, δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής (πρβλ. ΑΠ 831/1982). Και τούτο, διότι αυτό που μεταβάλλεται είναι μόνο η νομική υπαγωγή και όχι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ο κατηγορούμενος εξ αρχής είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί και για τα οποία κλήθηκε να απολογηθεί, χωρίς βλάβη των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων (εκ της ορθής νομικής υπαγωγής και μόνο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επήλθε παραβίαση αυτών από άλλη αιτία).
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση του 2869/2002 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και σε σχέση με τους αναιρεσείοντες Χ7 και X5, προκύπτουν τα εξής: Α) Στον πρώτο από αυτούς και στους Φ2, Χ4, Χ3 και X5 αποδόθηκε η τρομοκρατική ενέργεια της ΕΟ 17Ν σε βάρος του υπουργού Θ3, η οποία έλαβε χώρα την 14-7-1992 (βλ. για τις επί μέρους περιστάσεις παρακάτω, αρ.43) και κατά την οποία τραυματίσθηκαν τέσσερις διερχόμενοι πεζοί. Για την πράξη αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη για σωματική βλάβη σε πλημμεληματική μορφή, η οποία υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (ΠΚ 111 παρ.3) και Β) Στο δεύτερο από αυτούς και στους συνεργούς του Φ2 και Χ8 αποδόθηκε η τρομοκρατική ενέργεια της ΕΟ 17Ν σε βάρος του ιατρού Θ16, η οποία έλαβε χώρα την 4-2-1987 (βλ. για τις επί μέρους περιστάσεις παρακάτω, αρ.44). Για την πράξη αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη (ΠΚ 310 παρ.3), η οποία, ως κακούργημα που επισύρει ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών, υπόκειται σε δεκαπενταετή παραγραφή (ΠΚ 111 παρ.2 περ. β'). Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2869/2002 παραπεμπτικό βούλευμα (ημερομηνία έκδοσης 30-12-2002), χωρίς να προβεί σε μεταβολή των πραγματικών περιστατικών με βάση τα οποία είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη, χαρακτήρισε τις ίδιες πράξεις ως απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο (ΠΚ 27 παρ.1, 42 παρ.1, 299 παρ.1), η οποία, ως κακούργημα που επισύρει ποινή ισόβιας κάθειρξης (χωρίς να υπολογίζεται η, λόγω της απόπειρας, κατ' άρθρο 83 περ. α' ΠΚ ελάττωση της ποινής που απειλείται για το τετελεσμένο έγκλημα, ΟλΑΠ 18/2001), υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή (ΠΚ 111 παρ.2 περ. α'). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το γεγονός ότι κατά την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής του ηπιότερου εγκλήματος, για το οποίο είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη, δεν εμπόδιζε το Συμβούλιο Εφετών να προσδώσει στις ως άνω πράξεις τον κατά την κρίση του ορθό νομικό χαρακτηρισμό (σε συμφωνία προς αυτόν που είχε δοθεί σε άλλες πράξεις, τελεσθείσες υπό παρόμοιες περιστάσεις), αφού για τα ίδια περιστατικά είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και είχαν απολογηθεί οι κατηγορούμενοι. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και δεν απάγγειλε ακυρότητα για ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, εφάρμοσε σωστά τις ως άνω διατάξεις και δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, ο πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ7 και ο εικοστός δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X5, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η', είναι αβάσιμοι.
43. Σε συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ. 39), από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ7 καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε έκρηξη με άμεσο δόλο, σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με άμεσο δόλο κατά συρροή, σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο και σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, σε βάρος των προσώπων που κατέστησαν παθόντες στην ενέργεια κατά του Θ3. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι, κατά το έτος 1992, η ΕΟ 17Ν είχε επιλέξει ως στόχο τον τότε Υπουργό Οικονομικών Θ3, τον οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κέντρου εξουσίας της οργάνωσης, θεωρούσε υπεύθυνο του ισχύοντος, άδικου, φορολογικού συστήματος. Ότι η ενέργεια αποφασίσθηκε να γίνει κατά τρόπο εντυπωσιακό, στο κέντρο της Αθήνας, με την εκτόξευση αντιαρματικού βλήματος κατά του θωρακισμένου αυτοκινήτου του υπουργού. Ότι ύστερα από λεπτομερή παρακολούθηση και σχεδιασμό, η ενέργεια πραγματοποιήθηκε την 14-7-1992, περί ώρα 16:00, όταν ο υπουργός έφευγε από το γραφείο του για να επιστρέψει στην κατοικία του. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος ο Φ2, ως αυτουργός, διότι με τηλεχειρισμό ενεργοποίησε το μηχανισμό εκτόξευσης της ρουκέτας και οι Χ4, Χ3, X5 και Χ7, ως απλοί συνεργοί. Ότι η ρουκέτα είχε τοποθετηθεί σε ακατοίκητο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού ... αρ. 14, από όπου, με τη χρήση αυτοσχέδιου εκτοξευτήρα, μπορούσε να πλήξει το αυτοκίνητο του υπουργού κατά τη στιγμή που αυτό θα έστριβε στη διασταύρωση των οδών ... και .... Ότι από λανθασμένο υπολογισμό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά την ημέρα εκείνη οδήγησε το αυτοκίνητο ο ίδιος ο υπουργός, που πήρε λίγο πιο ανοικτά τη στροφή και όχι ο αστυνομικός συνοδός του, η ρουκέτα εξερράγη στο έδαφος, λίγο μπροστά από το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου, όπου δημιούργησε κρατήρα διαστάσεων 0,30 Χ 0,40 μ και βάθους 0,10 μ. Ότι, λόγω της αστοχίας, οι επιβάτες του αυτοκινήτου, ήτοι ο υπουργός Θ3, ο αρχιφύλακας Ψ50, η σύζυγος του υπουργού Σ1 και η ..., δεν θανατώθηκαν. Ότι από τα θραύσματα της ρουκέτας θανατώθηκε ο πεζός Θ15 και τραυματίσθηκαν σε διάφορα σημεία του σώματός τους οι διερχόμενοι Μ6, Ψ59, Ψ13 και Μ7. Ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, στοιχειοθετήθηκαν οι αξιόποινες πράξεις α) της έκρηξης, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και συγκεκριμένα στο αυτοκίνητο του υπουργού και σε άλλα παρακείμενα οχήματα (προσδιορίζονται), καθώς και κίνδυνος σε ανθρώπους, όπως όλοι οι προαναφερθέντες και ο Ψ55, που τραυματίσθηκε σοβαρά στο αριστερό μάτι, η οποία τελέσθηκε με άμεσο δόλο, β) της απόπειρας ανθρωποκτονίας με άμεσο δόλο, κατά συρροή, σε βάρος του υπουργού και των λοιπών προσώπων που βρίσκονταν μέσα στο υπουργικό αυτοκίνητο, των οποίων ο θάνατος επιδιωκόταν αφ' ενός ευθέως (για τον υπουργό) και αφ' ετέρου ως αναγκαία συνέπεια της έκρηξης της ρουκέτας επί του αυτοκινήτου (για τους λοιπούς επιβαίνοντες, των οποίων η παρουσία ήταν εμφανής, λόγω του ότι το αυτοκίνητο είχε διαφανείς υαλοπίνακες), που επιχειρήθηκε, αλλά δεν επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, λόγω της μικρής απόκλισης της βολής (4 πράξεις), γ) της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο σε βάρος του Θ15, υπό την έννοια ότι αν και οι δράστες γνώριζαν ότι, από τα θραύσματα της ρουκέτας, τα εκλυόμενα αέρια και τα λοιπά αδρανή υλικά που τυχόν θα εκτοξευθούν, είναι ενδεχόμενο να πληγούν διερχόμενοι πεζοί, ενόψει του ότι η ενέργεια έλαβε χώρα στις παρυφές της Πλατείας Συντάγματος, δηλαδή στο πολυσύχναστο κέντρο της Αθήνας, με εμφανή παρουσία και κίνηση πολλών τρίτων κατά την ώρα της έκρηξης και να τραυματιστούν σε καίρια μέρη του σώματος με πιθανή συνέπεια το θάνατό τους (που επήλθε στην περίπτωση του Θ15), εν τούτοις αποδέχθηκαν το θανατηφόρο αποτέλεσμα επί των εν λόγω ανθρώπων και αδιαφόρησαν για την επέλευσή του, έστω και αν δεν την επιθυμούσαν, προκειμένου να επιτύχει η προσχεδιασθείσα τρομοκρατική ενέργεια και δ) της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, σε βάρος των πεζών Μ6, Ψ59, Ψ13 και Μ7, υπό τις αυτές περιστάσεις, χωρίς, όμως, να επέλθει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα, διότι αυτοί δεν τραυματίστηκαν σε καίρια μέρη του σώματός τους και έτυχαν αμέσου ιατρικής περιθάλψεως (4 πράξεις). Ότι η απλή συνέργεια του αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι αυτός, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, μετέβη, ένοπλος, μαζί με τον αυτουργό και τους λοιπούς συμμετόχους, αρχικά στο διαμέρισμα όπου είχε τοποθετηθεί ο αυτοσχέδιος εκτοξευτήρας με τη ρουκέτα, συμβάλλοντας στην προετοιμασία και στη συνέχεια στον τόπο, όπου ο Φ2 περίμενε το σήμα για να κάνει την πυροδότηση. Ότι με την παρουσία του αυτή ενθάρρυνε τον αυτουργό στην εκτέλεση της πράξης του, παραμένοντας πλησίον του μέχρι την αποπεράτωσή της και επιτηρώντας το γύρω χώρο, για να του παράσχει βοήθεια, αν χρειαζόταν, για να αποτρέψει οποιοδήποτε ενδεχόμενο παρεμπόδισής του και για να του εξασφαλίσει την απομάκρυνση, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνο υλική, αλλά και ψυχική συνδρομή. Ότι ο Χ7 γνώριζε το αντικείμενο της ενέργειας και τον τρόπο της εκτέλεσης, περιστατικό που συνάγεται από το ότι είχε προβάλει αντιρρήσεις λόγω της επικινδυνότητας του εγχειρήματος, ως εκ της συχνής διελεύσεως περαστικών, οι οποίες κάμφθηκαν με τη διαβεβαίωση ότι όλα έχουν σχεδιασθεί καλά. Ότι η επί των περιστατικών αυτών κρίση του δικαστηρίου στηρίχθηκε στα όσα ανέφεραν απολογούμενοι στην προδικασία οι Χ3, Χ4 και X5, σε συνδυασμό με τα όσα κατέθεσαν οι αυτόπτες μάρτυρες ή παθόντες μεταξύ των οποίων οι Θ3, Ψ50 και Ψ51, καθώς και ο ίδιος ο Χ7. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η αξιόποινη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην ενέργεια αυτή φέρει το νομικό χαρακτηρισμό της απλής συνέργειας α) σε έκρηξη με άμεσο δόλο, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος ανθρώπου, β) σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με άμεσο δόλο κατά συρροή, γ) σε τετελεσμένη ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο και δ) σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, σε βάρος των προσώπων που προαναφέρθηκαν. Για την κατάφαση του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου ως προς την απόπειρα ανθρωποκτονίας, το δικαστήριο της ουσίας, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του, αξιολόγησε τα αίτια των δραστών (αντίδραση προς την οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης), το σκοπό τους (εντυπωσιασμός της κοινής γνώμης), τον τρόπο τέλεσης της πράξης (ρίψη βλήματος μεγάλης ισχύος επί θωρακισμένου αυτοκινήτου), την έλλειψη προσπάθειας αποφυγής του μη επιθυμητού αποτελέσματος (επιλογή τόπου και χρόνου με μεγάλη κυκλοφορία τρίτων) και τη φροντίδα αυτοπροστασίας των δραστών (ενήργησαν με διασπορά εντός πλήθους και με μεγάλο καταμερισμό ρόλων). Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.39), το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τα όσα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 42 παρ.1, 47 παρ.1, 270 και 299 παρ.1 ΠΚ και, με πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος Χ7, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην εν λόγω απόφαση οι πλημμέλειες των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε', είναι αβάσιμος.
44.Σε συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ. 39), από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες X5 και Χ8 καταδικάσθηκαν, αντιστοίχως, για αυτουργία και απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, σε βάρος του Θ16. Για την κατάφαση της ενοχής τους, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να τραυματίσει στα πόδια το εν λόγω πρόσωπο, που ήταν ιατρός, επιστημονικός διευθυντής και κύριος μέτοχος μεγάλου διαγνωστικού κέντρου στο ..., διότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κέντρου εξουσίας της οργάνωσης, ήταν υπεύθυνος για την υποβαθμισμένη παροχή υγειονομικών υπηρεσιών και τη στυγνή εκμετάλλευση του έλληνα ασφαλισμένου. Ότι η ενέργεια αυτή, ύστερα από συστηματική παρακολούθηση των κινήσεων του Θ16, αποφασίσθηκε να γίνει το βράδυ της 4-2-1987, έξω από το ιατρείο του, την ώρα που αυτός θα επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητό του για να επιστρέψει στην οικία του. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι X5, ως αυτουργός και οι Φ2 και Χ8, ως απλοί συνεργοί, οι οποίοι έφθασαν στον τόπο του εγκλήματος με κλεμμένο αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο τελευταίος. Ότι μόλις ο Θ16 κατέβηκε από το ιατρείο, μαζί με τη σύζυγό του Μ2 και κατευθύνθηκαν προς το δικό τους αυτοκίνητο, πλησίασε ο X5, ακολουθούμενος από τον Φ2 και, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με το 38άρι περίστροφο που κρατούσε πυροβόλησε πέντε φορές εναντίον του ιατρού, από απόσταση περίπου 1 μέτρου, στοχεύοντας τα πόδια του, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει σοβαρά. Ότι ο Φ2 ένοπλος, τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο του θύματος και στάθηκε λίγο πίσω από αυτόν, μέχρι την ολοκλήρωση της εγκληματικής πράξης. Ότι, την ίδια στιγμή, ο Χ8, ένοπλος, παρέμενε στη θέση του οδηγού του κλεμμένου αυτοκινήτου, επιτηρώντας το γύρω χώρο και αναμένοντας τους άλλους δύο, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαφυγή τους. Ότι, σύμφωνα με την προκήρυξη, την οποία κυκλοφόρησε η ΕΟ 17Ν και με την οποία ανέλαβε την ευθύνη της ενέργειας, επιδίωξη των δραστών ήταν να τραυματίσουν σοβαρά τον ιατρό, πυροβολώντας τον στα πόδια. Ότι οι δράστες, που είχαν εμπειρία από τη χρήση όπλων σε τρομοκρατικές ενέργειες, είχαν προβλέψει ότι ήταν ενδεχόμενο, από το βαρύ τραυματισμό που θα προκαλούσαν με τους επανειλημμένους πυροβολισμούς στα πόδια, όπου διέρχονται όχι μόνο ασήμαντα, αλλά και μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, να επέλθει ο θάνατος του στόχου της ενέργειας. Ότι, παρά την πρόβλεψη, οι δράστες συμβιβάσθηκαν με την επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος, έστω και αν δεν το επιδίωκαν, διότι είχε γι' αυτούς μεγαλύτερη σημασία η επιτυχία της ενέργειας από τη ζωή του θύματος. Ότι, τελικά, δεν επήλθε ο θάνατος του Θ16, διότι, συμπτωματικά, δεν πλήχθηκε η ιγνυακή αρτηρία και χορηγήθηκε έγκαιρη και αποτελεσματική ιατρική βοήθεια στον τραυματία. Ότι η συμμετοχή του X5, που δεν αμφισβητεί την παρουσία του στην ενέργεια, αλλά την υποβαθμίζει με τον αβάσιμο ισχυρισμό ότι δεν πυροβόλησε ο ίδιος, αποδεικνύεται από τα όσα κατάθεσε σχετικώς ο συγκατηγορούμενος (για άλλες πράξεις) Χ4, στην προδικασία και ο Χ8, στο ακροατήριο, καθώς και από τις περιγραφές της μάρτυρα Μ2, που αναφέρθηκε στα γενικά χαρακτηριστικά και στη συμπεριφορά των δραστών, στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι αυτός ήταν ο φυσικός αυτουργός (η εν λόγω μάρτυρας αναγνώρισε το Φ2 ως το συμμέτοχο που δεν πυροβόλησε, οπότε, με δεδομένο το ότι ο Χ8 είχε παραμείνει στο αυτοκίνητο και το ότι ο X5 συμμετείχε στην ενέργεια, συνάγεται ότι ο δράστης που πυροβόλησε ήταν ο τελευταίος). Ότι η συμμετοχή του Χ8 ως απλού συνεργού, με την έννοια ότι παρείχε ψυχική συνδρομή στον φυσικό αυτουργό κατά την τέλεση της πράξης, αποδεικνύεται αφ' ενός από την ομολογία του ιδίου και αφ' ετέρου από την προανακριτική απολογία του X5. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων φέρει το νομικό χαρακτηρισμό της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο και της απλής συνέργειας σε αυτήν. Για την κατάφαση του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου ως προς την απόπειρα ανθρωποκτονίας, το δικαστήριο της ουσίας, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του, αξιολόγησε τα αίτια των δραστών (αντίδραση προς το ισχύον σύστημα υγειονομικής περίθαλψης), το σκοπό τους (εντυπωσιασμός της κοινής γνώμης), τον τρόπο τέλεσης της πράξης (ρίψη πέντε πυροβολισμών, ενώ θα αρκούσε μόνο ένας), την έλλειψη προσπάθειας αποφυγής του μη επιθυμητού αποτελέσματος (επιλογή των κάτω άκρων, χωρίς προσπάθεια περιορισμού της βλάβης, αφού μια βολίδα έπληξε τη λαγόνια περιοχή) και τη φροντίδα αυτοπροστασίας των δραστών (ο αυτουργός ενήργησε με κάλυψη δύο συνεργών και με εξασφαλισμένη την οδό διαφυγής). Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.39), το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τα όσα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 42 παρ.1, 47 παρ.1 και 299 παρ.1 ΠΚ και, με πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο δέκατος πέμπτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X5 και ο δέκατος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ8, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην εν λόγω απόφαση οι πλημμέλειες των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε', είναι αβάσιμοι.
45. Σε συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ. 39), από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων X5 καταδικάσθηκε για συναυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, σε βάρος του Θ12. Για την κατάφαση της ενοχής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε [μεταξύ άλλων και] τα εξής ουσιώδη: Ότι η ΕΟ 17Ν είχε αποφασίσει να τραυματίσει στα πόδια το εν λόγω πρόσωπο, που ήταν βουλευτής, διότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κέντρου εξουσίας της οργάνωσης, είχε εξέχουσα θέση στην κοινοβουλευτική ομάδα του τότε κυβερνώντος κόμματος και, ως εκ τούτου, προσωπική ευθύνη για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που εφαρμοζόταν εκείνη την εποχή. Ότι η ενέργεια αυτή, ύστερα από συστηματική παρακολούθηση των κινήσεων του Θ12, αποφασίσθηκε να γίνει το πρωί της 21-12-1992, ημέρα κατά την οποία συζητείτο ο προϋπολογισμός του Κράτους, σε ώρα που αυτός θα οδηγούσε το αυτοκίνητό του για να μεταβεί από την κατοικία του στη Βουλή. Ότι στην ενέργεια πήραν μέρος οι X5 και Χ3, ως συναυτουργοί και ο Φ2, ως άμεσος συνεργός, οι οποίοι έφθασαν στον τόπο του εγκλήματος με κλεμμένο, κλειστό φορτηγό αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο τελευταίος. Ότι ενώ ο Θ12 διερχόταν με το αυτοκίνητο την οδό ..., ο Φ2 παρενέβαλε το φορτηγό αυτοκίνητο στην πορεία του και τον υποχρέωσε να σταματήσει. Ότι, τότε, βγήκαν από το φορτηγό αυτοκίνητο οι δύο συναυτουργοί και πλησίασαν πεζοί στο αυτοκίνητο του στόχου, ο X5 από την αριστερή και ο Χ3 από τη δεξιά πλευρά αυτού, οπότε πυροβόλησαν τρεις φορές ο πρώτος με 38άρι περίστροφο και μια φορά ο δεύτερος με 45άρι πιστόλι εναντίον του βουλευτή, από μικρή απόσταση, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσουν σοβαρά, στα πόδια (υπέστη δύο διαμπερή τραύματα στο αριστερό γόνατο και δύο διαμπερή τραύματα στο δεξιό γόνατο, ένα από τα οποία απείχε μόνο μισό εκατοστό από την ιγνυακή αρτηρία). Ότι ο Φ2 παρέμεινε στο φορτηγό αυτοκίνητο, στο οποίο, μετά την ολοκλήρωση της εγκληματικής πράξης, επιβιβάσθηκαν οι δύο συναυτουργοί και όλοι μαζί διέφυγαν. Ότι, σύμφωνα με την προκήρυξη, την οποία κυκλοφόρησε η ΕΟ 17Ν και με την οποία ανέλαβε την ευθύνη της ενέργειας, επιδίωξη των δραστών ήταν να τραυματίσουν σοβαρά τον βουλευτή, πυροβολώντας τον στα πόδια. Ότι οι δράστες, που είχαν εμπειρία από τη χρήση όπλων σε τρομοκρατικές ενέργειες, είχαν προβλέψει ότι ήταν ενδεχόμενο, από το βαρύ τραυματισμό που θα προκαλούσαν με τους επανειλημμένους πυροβολισμούς στα πόδια, όπου διέρχονται όχι μόνο ασήμαντα, αλλά και μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, να επέλθει ο θάνατος του στόχου της ενέργειας (όπως είχε ήδη συμβεί στην περίπτωση του Θ8, βλ. παραπάνω, αρ.40). Ότι, παρά την πρόβλεψη, οι δράστες συμβιβάσθηκαν με την επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος, έστω και αν δεν το επιδίωκαν, διότι είχε γι' αυτούς μεγαλύτερη σημασία η επιτυχία της ενέργειας από τη ζωή του θύματος. Ότι, τελικά, δεν επήλθε ο θάνατος του Θ12, διότι, συμπτωματικά, δεν επλήγη η ιγνυακή αρτηρία και χορηγήθηκε έγκαιρη και αποτελεσματική ιατρική βοήθεια στον τραυματία. Ότι η συμμετοχή του X5 ως συναυτουργού αποδεικνύεται από την προανακριτική και πρώτη ανακριτική απολογία του ιδίου σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες του συγκατηγορούμενου Χ3, καθώς και από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων ... και ..., ο οποίος, μάλιστα, αναγνώρισε τον αναιρεσείοντα και κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία. Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος φέρει το νομικό χαρακτηρισμό της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Για την κατάφαση του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου ως προς την απόπειρα ανθρωποκτονίας, το δικαστήριο της ουσίας, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του, αξιολόγησε τα αίτια των δραστών (αντίδραση προς την εκ μέρους της Βουλής νομοθετική επικύρωση συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής), το σκοπό τους (εντυπωσιασμός της κοινής γνώμης), τον τρόπο τέλεσης της πράξης (ρίψη τεσσάρων πυροβολισμών, από δύο πλευρές, ενώ θα αρκούσε μόνο ένας), την έλλειψη προσπάθειας αποφυγής του μη επιθυμητού αποτελέσματος (επιλογή των κάτω άκρων, χωρίς προσπάθεια περιορισμού της βλάβης) και τη φροντίδα αυτοπροστασίας των δραστών (οι συναυτουργοί ενήργησαν με εξασφαλισμένο τον τρόπο διαφυγής). Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.39), το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τα όσα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη 1149/3-5-2007 επί της ενοχής απόφασή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 42 παρ.1, 45 και 299 παρ.1 ΠΚ και, με πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο εικοστός πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου του αναιρεσείοντος X5, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην εν λόγω απόφαση οι πλημμέλειες των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε', είναι αβάσιμος.
46.Κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τα ζητήματα της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης ή της ένταξης σε τέτοια οργάνωση ή της τέλεσης εγκληματικών πράξεων που χαρακτηρίζονται στο νόμο ως τρομοκρατικές, ρυθμίζονταν από τις διατάξεις του άρθρου 187Α ΠΚ, με τον τίτλο "τρομοκρατικές πράξεις", όπως προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ.1 του ν. 3251/2004. Με την ίδια διάταξη, το μέχρι τότε άρθρο 187Α ΠΚ, με τον τίτλο "μέτρα επιείκειας", όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2928/2001, έλαβε τον αριθμό 187Β, ενώ, παραλλήλως, συμπληρώθηκε με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 3251/2004, προκειμένου συμπεριλάβει στις ρυθμίσεις του (που δεν μεταβλήθηκαν) και τους παραβάτες του νέου άρθρου 187Α ΠΚ για τις τρομοκρατικές πράξεις. Το νέο άρθρο 187Α ΠΚ δεν εφαρμόσθηκε εν προκειμένω, γιατί η ποινική δίωξη για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή για συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση είχε ασκηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 187 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2928/2001, που ήσαν ηπιότερες. Εφαρμόσθηκε, όμως, όπως και πρωτόδικα, το άρθρο 187Β ΠΚ (τότε, ως άρθρο 187Α) για τα μέτρα επιείκειας, στο οποίο [μεταξύ άλλων] ορίζεται ότι: "Αν κάποιος από τους υπαίτιους των πράξεων της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 187 ή της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σε αυτήν κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 187Α καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, απαλλάσσεται από την ποινή για τις πράξεις αυτές" (παρ.1 εδ.α'). Και, ακόμη, ορίζεται ότι "Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος έχει τελέσει κάποιο από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 187 ή έχει τελέσει κάποιο από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 187Α, το δικαστήριο επιβάλλει σε αυτόν ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις και ιδίως την επικινδυνότητα της εγκληματικής οργάνωσης, της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σε αυτήν και το βαθμό της συμβολής του στην εξάρθρωσή της, μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των άρθρων 99 έως 104" (παρ.2). Κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών, τα μέτρα επιείκειας αποτελούν προσωπικό λόγο μείωσης της ποινής και ενίοτε απαλλαγής από αυτή ή αναστολής αυτής, η νομοθετική πρόβλεψη του οποίου αποσκοπεί, προεχόντως, στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος προς καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Ως προϋποθέσεις για την εφαρμογή των μέτρων αυτών υπέρ συγκεκριμένου προσώπου, το οποίο φέρεται ως υπαίτιος πράξεων από τις αναφερόμενες στα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ, τίθενται, διαζευκτικώς, είτε η πρόληψη της διάπραξης ενός από τα εγκλήματα που σχεδίαζε να τελέσει η εγκληματική οργάνωση, είτε η εξάρθρωση αυτής. Τόσο η πρόληψη όσο και η εξάρθρωση πρέπει να έχουν επιτευχθεί με αναγγελία, η οποία έγινε από τον υπαίτιο προς την αρχή. Ως αναγγελία πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε παροχή πληροφορίας ή άλλης μορφής συνεργασία προς ή με οποιαδήποτε αρχή, άρα και την εισαγγελική ή δικαστική. Για την, κατά την ανωτέρω αναγγελία δεν τίθεται χρονικός περιορισμός, πράγμα, που σημαίνει ότι αυτή αξιολογείται ακόμη και αν γίνει ενώπιον του δικαστηρίου, μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υποθέσεως. Για να επιφέρει την εφαρμογή μέτρων επιείκειας, όμως, η αναγγελία πρέπει να είναι αποτελεσματική, δηλαδή, είτε να οδηγήσει στην πρόληψη της τέλεσης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα, είτε να συμβάλει στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης. Η συμβολή στην εξάρθρωση δεν αρκεί να είναι οποιαδήποτε, αλλά απαιτείται να είναι ουσιώδης. Ουσιώδης θεωρείται η συμβολή όταν η παρεχόμενη πληροφορία ή η συνεργασία προσθέτει νέα στοιχεία, σ' αυτά που μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή είχε στη διάθεσή της η αρχή ή ενδυναμώνει σε αποφασιστικό βαθμό τα ήδη υπάρχοντα, τα οποία μόνα δεν αρκούν για την εξάρθρωση. Όταν οι πληροφορίες είναι περισσότερες της μιας και προέρχονται από διαφορετικά πρόσωπα, αξιόλογη είναι πάντοτε η πληροφορία που προηγείται και έχει προσθετική αξία, έναντι εκείνης που έπεται και δεν έχει τέτοια αξία. Το πότε η συμβολή είναι ουσιώδης δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων και θα πρέπει να κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστήριο της ουσίας. Ως εξάρθρωση δεν πρέπει να νοηθεί μόνο ο εντοπισμός και η σύλληψη όλων των μελών ή τόσων μελών της εγκληματικής οργάνωσης ώστε να εξουδετερώνεται η επιχειρησιακή ικανότητα προς επιδίωξη των σκοπών της, αλλά και η εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων επαρκών για να θεμελιωθεί η παραπομπή τους σε δίκη και αποφασιστικών για να επιτευχθεί η καταδίκη τους, έτσι, ώστε να εκλείψει η δυνατότητα της περαιτέρω δράσεως αυτής.
Συνεπώς μπορούν οι ως άνω ευεργετικές διατάξεις να τύχουν εφαρμογής και στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν θα ήταν δυνατή η στοιχειοθέτηση των κατηγοριών σε βάρος των συλληφθέντων μελών της Ε.Ο. και η καταδικαστική γι αυτά κρίση, χωρίς την συμβολή του συγκεκριμένου κατηγορουμένου με την παροχή ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων, είτε κατά την ανάκριση, είτε κατά την αποδεικτική διαδικασία και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Η εφαρμογή των μέτρων επιείκειας, ως εκ της νομικής φύσεως αυτών, είναι δυνατό να αποφασισθεί και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφ' όσον, από την ενώπιον αυτού διαδικασία, έχει προκύψει η συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων. Ως προς την εφαρμογή μέτρων επιείκειας είχε ισχύσει στο παρελθόν το άρθρο 17 του ν. 1916/1990 "για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα", το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 35 παρ.1 του ν. 2172/1993. Στις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 οριζόταν ότι: "Όποιος διέπραξε εγκλήματα που αναφέρονται στον παρόντα νόμο ή άλλα συναφή προς αυτά απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν πριν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του αποχωρήσει από την ομάδα ή την οργάνωση και δώσει πληροφορίες για τα πρόσωπα, την οργανωτική δομή και τη δραστηριότητά τους και κατ' αυτόν τον τρόπο συντελέσει στην εξάρθρωσή τους. Σε περίπτωση που δεν συντελεσθεί η εξάρθρωση της ομάδας ή της οργάνωσης ή οι πληροφορίες συντέλεσαν μόνο στη ματαίωση σχεδιαζόμενης εγκληματικής πράξης, το προβλεπόμενο στο νόμο ανώτατο όριο ποινής μειώνεται στο ήμισυ, επί δε ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται ποινή κάθειρξης μέχρι 15 ετών, μη αποκλειόμενης της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα. Μπορεί, όμως, το δικαστήριο, εκτιμώντας τη μεταμέλεια, τις ειδικές περιστάσεις και την προσωπικότητα του δράστη να τον κρίνει ατιμώρητο" (παρ.1). Και, ακόμη, οριζόταν ότι "Οι διατάξεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως και μέχρι να καταδικασθεί αμετακλήτως, έδωσε τις ανωτέρω πληροφορίες" (παρ.2). Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, τόσο η τελευταία διάταξη του καταργηθέντος ν. 1916/1990, όσον και εκείνη του άρθρου 187Α (ήδη 187Β ΠΚ), όπως προστέθηκε και τροποποιήθηκε, κατά τα ανωτέρω, απαιτούν για την, κατ εφαρμογή τους, ως άνω σημαντική επιεική ποινική μεταχείριση αυτού που συνέβαλε στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης, κατά την ανωτέρω έννοια, θετική συμπεριφορά (παροχή πληροφοριών, στον ως άνω χρόνο, που συνέβαλε ουσιωδώς στην εξάρθρωση της), η οποία, εφόσον δεν εκδηλώθηκε, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της διατάξεως. Συνακόλουθα, η θετική αυτή συμπεριφορά και οι έννομες συνέπειες της θα κριθούν με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε, την ενεργοποίηση των οποίων και προκαλεί. Όταν δε η διάταξη αυτή ίσχυσε για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη, στην περίπτωση του άρθρου 17 του ν. 1916/1990, αν η θετική αυτή συμπεριφορά δεν έλαβε χώρα κατά το χρόνο ισχύος της και ο κατηγορούμενος, που μπορούσε, με την παροχή των κατά τα ανωτέρω πληροφοριών, να συμβάλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, δεν επωφελήθηκε από το κίνητρο που του παρέσχε ο νομοθέτης, δεν είναι νοητή η, σε μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο εκδηλώθηκε η θετική, κατά την ανωτέρω έννοια, συμπεριφορά, επίκληση της εν λόγω διατάξεως, η οποία ουδέποτε μέχρι τότε ενεργοποιήθηκε από τον ενδιαφερόμενο, λόγω μη πληρώσεως της προϋποθέσεως που τάσσει για την εφαρμογή της, αλλά, αν και ποιας ευνοϊκής ποινικής μεταχείρισης θα τύχει, θα κριθεί με βάση τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν κατά τον χρόνο που εκδηλώθηκε η θετική αυτή συμπεριφορά, η οποία και τις ενεργοποιεί και βεβαίως δεν μπορεί να γίνει προσφυγή στην προγενέστερη ουδέποτε ενεργοποιηθείσα και καταργηθείσα διάταξη, έστω και αν αυτή προβλέπει ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση του ενεργήσαντος κατά τον τρόπο αυτό. Τούτο καθίσταται πλέον σαφές σε περίπτωση που, όταν εκδηλώθηκε η θετική αυτή συμπεριφορά, δεν υφίστατο σχετική νομοθετική πρόβλεψη εφαρμογής μέτρων επιείκειας, οπότε στο άτομο αυτό δεν θα εφαρμοσθούν τέτοια μέτρα, αλλά οι γενικές διατάξεις του ΠΚ περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων (ελαφρυντικές περιστάσεις τα χαρακτηρίζει και η διάταξη του άρθρου 17 Ν. 1916/1990) και δεν θα γίνει αναδρομή στο παρελθόν και αναζήτηση τυχόν ισχύσασας σχετικής διάταξης, περιέχουσας ευνοϊκότερες σε σχέση με άλλη ισχύσασα από την τέλεση της πράξεως που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όπως και αυτή του άρθρου 17 ν. 1916/1990, και η ενεργοποίησή της, με βάση την εκδηλωθείσα στο χρονικό αυτό σημείο εν λόγω θετική συμπεριφορά, η οποία όμως ουδέποτε έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της, με αποτέλεσμα να παραμείνει ανεφάρμοστη. Η περίπτωση αυτή, όπως είναι ευνόητο, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων νόμων για πράξη αξιόποινη. Συνεπής προς τον σκοπό θεσπίσεως των μέτρων επιείκειας, ενόψει των ειδικών συνθηκών που ίσχυαν κατά τον χρόνο που έγινε τούτο και της πολιτικής, που παγίως ακολουθείται, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της εξαρθρώσεως των τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίες και ισχυρή υλικοτεχνική υποδομή στο πλείστον των περιπτώσεων διαθέτουν και ειδικούς αυστηρούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία τους (κλειστή ομάδα περιορισμένου αριθμού προσώπων, εναλλαγή ρόλων, ανανέωση μελών, κώδικας σιωπής) εφαρμόζουν, είναι η άποψη ότι η με το ανωτέρω περιεχόμενο θετική συμπεριφορά θα κριθεί με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδηλώσεως της. Τούτο δε διότι ο υπαίτιος των εγκληματικών πράξεων που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 187 ή 187Α ΠΚ, ο οποίος δεν προέβη σε αναγγελία κατά τη διάρκεια της ισχύος του παλαιότερου νόμου και δεν συνέβαλε τότε στην προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα ή την τρομοκρατία, δεν δικαιούται, μετά την ισχύ αυτού, να επικαλεσθεί τις διατάξεις του, που συμβαίνει να είναι ευμενέστερες από αυτές που ισχύουν κατά το χρόνο εκδήλωσης της διάθεσης για συνεργασία του με την αρχή. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, όπως ήδη λέχθηκε, δεν μπορεί να γίνει λόγος για προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ και εφαρμογή του επιεικέστερου μεταξύ των περισσοτέρων νόμων που τυχόν ίσχυσαν από την τέλεση της πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της. Κατ ακολουθία των ανωτέρω κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, κρίσιμος για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, προκειμένου να διαγνωσθεί εάν συντρέχει ή όχι νόμιμη περίπτωση προς αναγνώριση μέτρων επιείκειας υπέρ συγκεκριμένου προσώπου, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το πρόσωπο αυτό προέβη στην αναγγελία προς την αρχή και επέδειξε την απαιτούμενη θετική συμπεριφορά συνεργασίας προς το σκοπό που αναφέρθηκε. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του δικαστηρίου, οι διατάξεις περί μέτρων επιείκειας είναι ουσιαστικές, διότι η εφαρμογή τους άγει είτε στην πλήρη απαλλαγή του κατηγορουμένου, είτε στη μείωση της επιβλητέας ποινής, είτε στην αναστολή αυτής, δηλαδή ασκεί καθοριστικό ρόλο στην επί της ουσίας δικαιοδοτική κρίση ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και τα ποινικά επακόλουθα αυτής, για συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις. Ως εκ τούτου, ο γενικός κανόνας του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ πρέπει να ισχύσει και στην περίπτωση της αναγνώρισης μέτρων επιείκειας, με συνέπεια, αν από την τέλεση της πράξεως που αποδίδεται στον κατηγορούμενο μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, που ρυθμίζουν το ζήτημα των μέτρων επιείκειας, να πρέπει να εφαρμοσθεί εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκ μέρους των αναιρεσειόντων Χ8 και Χ7 προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι αυτοί αποχώρησαν από την εγκληματική οργάνωση κατά τα έτη 1988 και 1992, αντιστοίχως και έδωσαν πληροφορίες για τη δραστηριότητα και τα μέλη της κατά μήνα Ιούλιο 2002, όταν παραδόθηκαν στην αστυνομική αρχή και έκτοτε επανέλαβαν σταθερά τις πληροφορίες αυτές τόσο στην προδικασία όσο και στην επ' ακροατηρίου διαδικασία και με τον τρόπο αυτό συνέβαλαν στην εξάρθρωση της ΕΟ 17Ν. Κατόπιν, υπέβαλαν διαδοχικά τα εξής αιτήματα: α) να απαλλαγούν από κάθε ποινή ή άλλως να επιβληθεί σ' αυτούς ποινή ελαττωμένη για συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις, οι οποίες είχαν τελεσθεί από μέλη της εγκληματικής οργάνωσης κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1984 - 1988, ως προς τον πρώτο και 1989 - 1992, ως προς τον δεύτερο και για τις οποίες αποδίδονταν σ' αυτούς απλή συνέργεια, κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 ή άλλως του άρθρου 187Β ΠΚ και (μετά την απόρριψη του ως άνω αιτήματος) β) να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής που είχε επιβληθεί στους ίδιους για τις εν λόγω πράξεις, κατ' εφαρμογή του άρθρου 187Β ΠΚ. Επί των αιτημάτων αυτών εκδόθηκαν, αντιστοίχως, οι προσβαλλόμενες 1199/7-5-2007 (επί των ελαφρυντικών και των μέτρων επιείκειας) και 1301/14-5-2007 (επί της αναστολής της ποινής) αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες οι προαναφερθείσες διατάξεις εφαρμόσθηκαν ως αλληλοσυμπληρούμενες και τα εν λόγω αιτήματα απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ειδικότερα, με την 1199/7-5-2007 απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι: "...παρότι μετά την αποχώρηση [των αιτούντων την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας] από την οργάνωση, τα μέλη της εξακολουθούσαν να διαπράττουν αποτρόπαια εγκλήματα, αυτοί παρέμειναν αδρανείς, χωρίς να κάνουν κάποια ενέργεια που θα ανέστειλε τη δράση της. Ούτε, άλλωστε, ...οι εν λόγω κατηγορούμενοι με πληροφορίες που τυχόν έδωσαν στα καταδιωκτικά όργανα, συντέλεσαν στην εξάρθρωση της ως άνω οργάνωσης ή στην πρόληψη ή ματαίωση σχεδιαζόμενης εγκληματικής πράξης αυτής. Επίσης, ...δεν προέκυψε ότι η συμβολή τους υπήρξε ουσιώδης στην εξάρθρωση της ΕΟ 17Ν, αφού, όσα κατέθεσαν αυτοί, τα κατέθεσαν όταν πλέον η οργάνωση είχε στην ουσία εξαρθρωθεί, καθ' όσον είχαν συλληφθεί και ομολογήσει οι πλείστοι των λοιπών κατηγορουμένων. Αμφότεροι δε συμμετείχαν στην τέλεση βαρύτατων αξιόποινων πράξεων". Και με την 1301/14-5-2007 απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι "δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες Χ8 και Χ7 προέβησαν σε κάποια θετική ενέργεια, που ανέστειλε την δράση της εγκληματικής οργάνωσης ΕΟ 17Ν. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι οι ίδιοι, με οποιαδήποτε πληροφόρηση προς τα διωκτικά όργανα, συντέλεσαν στην εξάρθρωση της οργάνωσης ή στην πρόληψη ή ματαίωση κάποιας εγκληματικής πράξης που σχεδιάσθηκε από αυτήν, αλλά, αντιθέτως, παρέμειναν αδρανείς, παρότι η εν λόγω οργάνωση εξακολουθούσε να διαπράττει τα εγκλήματα που λεπτομερώς αναφέρθηκαν σε άλλα σημεία της παρούσας. Κατ' ακολουθία και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την προηγηθείσα υπ' αριθ. 1199/7-5-2007 ...απόφαση, στις σκέψεις και αιτιολογίες της οποίας το δικαστήριο και πάλι αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων και ενσωματώνει στην παρούσα, δεν συντρέχουν οι όροι ...περί αναστολής της εκτέλεσης της ποινής που τους επιβλήθηκε". Σύμφωνα, λοιπόν, με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο και με δεδομένο το ότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως του Εφετείου, οι αναιρεσείοντες Χ8 και Χ7 παραδόθηκαν στην αστυνομική αρχή και επέδειξαν διάθεση συνεργασίας με αυτήν κατά μήνα Ιούλιο 2002, για την αναγνώριση μέτρων επιείκειας σ' αυτούς ήσαν εφαρμοστέες, ως εκ του χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αναγγελία προς την αρχή και εκδηλώθηκε η απαιτούμενη από τις τότε και νυν ισχύουσες ως άνω διατάξεις θετική συμπεριφορά οι διατάξεις του άρθρου 187Β ΠΚ. Και για την κατάφαση ή τον αποκλεισμό της αναγνώρισης των μέτρων αυτών το δικαστήριο της ουσίας έπρεπε να διαγνώσει και να αιτιολογήσει με σαφήνεια εάν οι αναιρεσείοντες είχαν συμβάλει ή όχι ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, με τον τρόπο και υπό την έννοια που προαναφέρθηκαν στην αρχή της σκέψης αυτής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όμως, εφάρμοσε εσφαλμένως τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και διέλαβε ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, διότι α) εφάρμοσε παραλλήλως τόσο τις διατάξεις του άρθρου 187Β ΠΚ, όσο και εκείνες του προϊσχύσαντος άρθρου 17 του ν. 1916/1990, ενώ εφαρμοστέες ήσαν μόνο αυτές του άρθρου 187Β ΠΚ, β) απαίτησε για την αναγνώριση των μέτρων επιείκειας και τη συμβολή στην πρόληψη της τελέσεως εγκληματικών πράξεων, ενώ το αίτημα των αναιρεσειόντων στηριζόταν μόνο σε συμβολή στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης και γ) ενώ σε πλείστα όσα σημεία του σκεπτικού του και της κρίσεως περί της ενοχής ή της αθωότητας των λοιπών κατηγορουμένων επικαλέσθηκε τις καταθέσεις των αναιρεσειόντων Χ8 και Χ7, χωρίς την αξιοποίηση των οποίων δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές αποδεικτικό πόρισμα (βλ. την 1149/3-5-2007 απόφασή του και παραπάνω στις οικείες θέσεις), δεν απάντησε με σαφήνεια εάν δέχθηκε ως αποφασιστικές τις σχετικές πληροφορίες και γιατί η με τον τρόπο αυτό εκδηλωθείσα συμβολή δεν υπήρξε ουσιώδης στην εξάρθρωση της Ε.Ο, η οποία (εξάρθρωση) κατά τις ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές της, έλαβε χώρα. Περαιτέρω το Δικαστήριο δέχθηκε μη συμβολή στην εξάρθρωση της Ε.Ο., χωρίς να αιτιολογεί γιατί, παρά τα ανωτέρω, δεν υπήρξε τέτοια συμβολή και στη συνέχεια εντελώς αντιφατικά δέχεται ότι υπήρξε μεν συμβολή, πλην όμως αυτή δεν τύγχανε ουσιώδης. Ούτε περαιτέρω το Δικαστήριο εκθέτει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, ποιοι άλλοι εκ των συγκατηγορουμένων και πότε, για να κριθεί, αν πριν ή μετά, έδωσαν ομοίας με αυτές των αναιρεσειόντων βαρύτητας και δυνατότητας αξιολόγησης αποδεικτικώς, ως και αποτελεσματικής συμβολής, κατά την ανωτέρω έννοια, στην εξάρθρωση της Ε.Ο., πληροφορίες, και κατ ακολουθία αν η συμβολή τους υπήρξε ή όχι ουσιώδης. Επομένως, σύμφωνα, με την πλειοψηφούσα γνώμη, ο πρώτος, από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, λόγος των δηλώσεων αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ8 και Χ7, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, πλήττονται οι προσβαλλόμενες ως άνω αποφάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 187Β ΠΚ και 17 ν. 1916/1990, αλλά και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κρίνεται βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτού, πρέπει να αναιρεθούν μόνο οι προσβαλλόμενες 1199/7-5-2007 και 1301/14-5-2007 επί των ελαφρυντικών και της αναστολής της ποινής, αντιστοίχως, αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και μόνο ως προς τους εν λόγω αναιρεσείοντες, ως προς τους οποίους ερευνήθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των μέτρων επιεικείας και το δικαστήριο κατέληξε σε αποφατική κρίση. Λόγω της αναίρεσης της 1199/7-5-2007 αποφάσεως ως προς τους Χ8 και Χ7 πρέπει να αναιρεθούν μόνο ως προς τους ίδιους και οι 1265/9-5-2007 και 1299/14-5-2007 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για την επιμέτρηση της ποινής και τον καθορισμό συνολικώς εκτιτέας ποινής. Στη συνέχεια, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, μόνο ως προς τα αναιρούμενα κεφάλαια και ως προς τους εν λόγω κατηγορουμένους, στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠοινΔ 519), προκειμένου να εφαρμοσθεί η αρμόζουσα ως άνω διάταξη και κριθεί, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις, εάν οι εν λόγω κατηγορούμενοι, με τις πληροφορίες που έδωσαν στην προδικασία και με τη στάση που κράτησαν κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας συνέβαλαν ουσιωδώς ή όχι στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε. Σύμφωνα, όμως, με τη γνώμη της μειοψηφίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ, από τη συσχέτιση των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 και του άρθρου 187Β ΠΚ, συνάγεται ότι οι πρώτες από αυτές ήσαν για τον κατηγορούμενο ευμενέστερες από τις δεύτερες. Πράγματι, για την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας κατά την ΠΚ 187Β απαιτείται ο συνεργαζόμενος με την αρχή να έχει συμβάλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 αρκούσε το να έχει συντελέσει [απλώς] στην εξάρθρωση. Και ακόμη, κατά την ΠΚ 187Β έννομη συνέπεια της εφαρμογής των μέτρων επιείκειας είναι η πλήρης απαλλαγή από την ποινή μόνο για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σ' αυτήν, που αποδίδονται στον συνεργαζόμενο με την αρχή. Για τις τυχόν από τον ίδιο τελεσθείσες εγκληματικές πράξεις που επιδίωκε η οργάνωση, η εφαρμογή των μέτρων επιείκειας δεν έχει ως συνέπεια την απαλλαγή από κάθε ποινή, αλλά, κατά κανόνα, την επιβολή ελαττωμένης ποινής (ΠΚ 83) και, κατ' εξαίρεση, την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής (ΠΚ 99 ως 104). Ενώ, κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 έννομη συνέπεια της εφαρμογής των μέτρων επιείκειας ήταν πάντοτε η πλήρης απαλλαγή του συνεργαζόμενου από κάθε ποινή, είτε επρόκειτο για τη συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης ή τη συμμετοχή σ' αυτήν, είτε για άλλη πράξη, που προβλεπόταν στο νόμο ως επιδιωκόμενος σκοπός της οργάνωσης και είχε τελεσθεί από τον κατηγορούμενο στο πλαίσιο της συμμετοχής του σ' αυτήν. Με δεδομένο, λοιπόν, το ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 ήσαν ευμενέστερες και ίσχυσαν από το χρόνο τέλεσης των πράξεων που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση αυτών, θα έπρεπε να εφαρμοσθούν αυτές κατ' αποκλεισμό των διατάξεων του νέου άρθρου 187Β ΠΚ. Το Πενταμελές Εφετείο, όμως, τις εφάρμοσε παραλλήλως, ως αλληλοσυμπληρούμενες. Έτσι, δέχθηκε ότι βασική προϋπόθεση εφαρμογής των μέτρων επιείκειας είναι, διαζευκτικώς, είτε η με χρησιμοποίηση των πληροφοριών του κατηγορουμένου πρόληψη της τέλεσης κάποιου από τα εγκλήματα που επιδίωκε η εγκληματική οργάνωση είτε η ουσιώδης συμβολή αυτού στην εξάρθρωσή της, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι προϋποθέσεις εφαρμογής ήσαν η προηγούμενη αποχώρηση του κατηγορουμένου και η απλή συμβολή αυτού στην εξάρθρωση της οργάνωσης. Και στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο, παρά το γεγονός ότι δέχθηκε α) ότι οι αναιρεσείοντες είχαν αποχωρήσει από την εγκληματική οργάνωση πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον τους, β) ότι οι αναιρεσείοντες είχαν δώσει πληροφορίες τόσο στην προδικασία όσο και στην επ' ακροατηρίου διαδικασία στις οποίες το δικαστήριο αναφέρθηκε κατ' επανάληψη για τη θεμελίωση των ουσιαστικών του παραδοχών (βλ. την 1149/3-5-2007 απόφαση) και γ) ότι η εγκληματική οργάνωση είχε εξαρθρωθεί, κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης μέτρων επιείκειας με την αιτιολογία ότι η δια των πληροφοριών των αναιρεσειόντων συμβολή στην εξάρθρωση, με την έννοια που προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε ουσιώδης, ενώ ήταν αρκετή η κατάφαση απλής συμβολής. Με τα όσα δέχθηκε, όμως, το Πενταμελές Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις ως άνω διατάξεις περί μέτρων επιείκειας, διότι τις θεώρησε αλληλοσυμπληρούμενες, ενώ έπρεπε να αποκλείσει την εφαρμογή της δυσμενέστερης από αυτές (του άρθρου 187Β ΠΚ) και να διερευνήσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της ευμενέστερης (του άρθρου 17 του ν. 1916/1990), ήτοι μόνο το αν οι εν λόγω κατηγορούμενοι είχαν αποχωρήσει από την εγκληματική οργάνωση πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και το αν είχαν συντελέσει με οποιοδήποτε τρόπο (ήτοι, όχι οπωσδήποτε ουσιωδώς) στην εξάρθρωσή της. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, θα έπρεπε να αναιρεθούν μεν οι ίδιες αποφάσεις (αυτές που πρέπει να αναιρεθούν και κατά την πλειοψηφία του δικαστηρίου), αλλά μόνο για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1 ΠΚ και 17 του ν. 1916/1990, κατά παραδοχή του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'. Και μετά ταύτα, αφού από το σύνολο των παραδοχών του Πενταμελούς Εφετείου προέκυπτε ότι αυτό είχε αναγνωρίσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των μέτρων επιείκειας [αμέσως ανωτέρω, υπό (α), (β) και (γ)], θα έπρεπε ο Άρειος Πάγος, κατ' άρθρο 518 παρ.1 ΚΠοινΔ, να κρατήσει την υπόθεση, να εφαρμόσει την προσήκουσα διάταξη του άρθρου 17 του ν. 1916/1990 και να κηρύξει τους αναιρεσείοντες Χ8 και Χ7 αθώους των εγκληματικών πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν.
47.Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 469 ΚΠοινΔ, για να υπάρξει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε κάποιος κατηγορούμενος, υπέρ συγκατηγορουμένου ο οποίος δεν έχει ζητήσει την αναίρεση ή τη ζήτησε μεν, αλλά δεν συμπεριέλαβε το λόγο που ευδοκίμησε κατά την έρευνα της αιτήσεως του πρώτου, πρέπει να υφίσταται απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, δυσμενής για τον δυνάμενο να ωφεληθεί από την ευδοκίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου, με συνδρομή, βέβαια, και των λοιπών προϋποθέσεων της ωφέλειας αυτής.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των 1199/7-5-2007 και 1301/14-5-2007 επί των ελαφρυντικών και της αναστολής της ποινής αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, αυτές, ως προς το ζήτημα της εφαρμογής των μέτρων επιείκειας (βλ. παραπάνω, αρ. 46), υφίστανται μόνο έναντι των αναιρεσειόντων Χ8 και Χ7, οι οποίοι είχαν προβάλει σχετικό αίτημα και έτυχαν αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας. Η ευδοκίμηση των δηλώσεων των εν λόγω αναιρεσειόντων και η συνεπεία ταύτης αναίρεση των ως άνω αποφάσεων ως προς αυτούς θα μπορούσε να ωφελήσει και τους λοιπούς κατηγορουμένους, μόνον εφ' όσον οι αναιρούμενες αποφάσεις (ή τυχόν κάποιες άλλες, εκδοθείσες για την ίδια πραγματική και νομική αιτία) θα υφίσταντο και θα είχαν έννομες συνέπειες έναντι των λοιπών κατηγορουμένων ως προς το ζήτημα της εφαρμογής των μέτρων επιείκειας. Η προϋπόθεση αυτή, όμως, δεν υφίσταται, διότι κανένας από τους λοιπούς κατηγορουμένους και, μάλιστα, τους καταδικασθέντες Χ2, X5, Χ3 και Χ4 (υπέρ των οποίων ο εισαγγελέας πρότεινε την κατάφαση του επεκτατικού αποτελέσματος) δεν είχε υποβάλει αίτημα εφαρμογής των μέτρων επιείκειας και δεν είχε λάβει εκ μέρους του Πενταμελούς Εφετείου απόφαση επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, έδαφος αυτεπάγγελτης εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος της ευδοκίμησης των δηλώσεων των αναιρεσειόντων Χ8 και Χ7, ως προς αυτούς, δεν υφίσταται. Τέλος, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο έχει ευχέρεια αυτεπάγγελτης ενέργειας, όπως εν προκειμένω για την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας, η οποία αποβλέπει πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, εάν παραλείψει την άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Διότι η δημιουργία του αναιρετικού λόγου του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ (που είναι δυνατό να ερευνηθεί και αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 511 ΚΠοινΔ, όπως και πάλι, επικουρικώς, πρότεινε ο εισαγγελέας) προϋποθέτει υποχρέωση του δικαστηρίου να ενεργήσει, όπως όταν αυτό επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή ζητείται από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου της ουσίας ή από κάποιο διάδικο και όχι διακριτική ευχέρεια αυτού. Επομένως, ούτε εκ του λόγου τούτου τίθεται βασίμως ζήτημα αναιρέσεως των 1265/9-5-2007 και 1299/14-5-2007 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για την επιμέτρηση της ποινής και τον καθορισμό συνολικώς εκτιτέας ποινής, αντιστοίχως, ως προς τους καταδικασθέντες Χ2, X5, Χ3 και Χ4, οι οποίοι κατά την έναρξη της προδικασίας είχαν εκδηλώσει επιθυμία συνεργασίας με την αρχή και είχαν ζητήσει την εφαρμογή μέτρων επιείκειας υπέρ αυτών, αλλά στη συνέχεια και, μάλιστα, στο ακροατήριο, τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, είτε ρητώς είτε με την όλη στάση και συμπεριφορά τους, αποκήρυξαν την ιδιότητα του συνεργαζόμενου και ανακάλεσαν το αίτημα εφαρμογής των μέτρων επιείκειας υπέρ αυτών.
48.Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει α) να γίνουν δεκτές οι δηλώσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ8 και Χ7, σην έκταση που αναφέρεται στο διατακτικό, β) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι δηλώσεις αναιρέσεως των ιδίων, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι του Χ7 και γ) να απορριφθούν στο σύνολό τους οι δηλώσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων X1, Χ2, X5, Χ6 και Χ4, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι των τεσσάρων πρώτων από αυτούς. Πέραν του Χ3 (βλ. παραπάνω, αρ.2), οι αναιρεσείοντες X1, Χ2, X5, Χ6, και Χ4, ως ηττώμενοι, πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή των εξόδων και τελών της αναιρετικής διαδικασίας (ΚΠοινΔ 373, 583 παρ.1), καθώς και στην εις ολόκληρο (ΚΠολΔ 180 παρ.3) πληρωμή της δικαστικής δαπάνης όσων από τους πολιτικώς ενάγοντες παραστάθηκαν στην αναιρετική δίκη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 19-6-2008 δήλωση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως αβάσιμες τις από 19-6-2008 δηλώσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων X1, Χ2, X5, Χ6 και Χ4, καθώς και τους πρόσθετους λόγους των τεσσάρων πρώτων από αυτούς.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τις από 19-6-2008 δηλώσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ7 και Χ8 ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί μέτρων επιείκειας.
ΑΝΑΙΡΕΙ τις 1199/7-5-2007 και 1301/14-5-2007 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, επί των ελαφρυντικών και της αναστολής της ποινής, αντιστοίχως, μόνο ως προς τους αναιρεσείοντες Χ7 και Χ8 και μόνο ως προς το κεφάλαιο περί της εφαρμογής του νόμου και της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής υπέρ αυτών μέτρων επιείκειας, καθώς και τις 1265/9-5-2007 και 1299/14-5-2007 αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου, επί της επιμετρήσεως της ποινής και του καθορισμού συνολικώς εκτιτέας ποινής, αντιστοίχως, και πάλι ως προς μόνο τους αναιρεσείοντες Χ7 και Χ8.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, μόνο ως προς το αναιρεθέν μέρος και ως προς τους αναιρεσείοντες Χ7 και Χ8, στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως, είναι εφικτή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως αβάσιμες κατά τα λοιπά τις από 19-6-2008 δηλώσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ7 και Χ8, καθώς και τους πρόσθετους λόγους του πρώτου από αυτούς.-Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες X1, Χ2, X5, Χ6, Χ3 και Χ4 να πληρώσουν διακόσια είκοσι (220) ευρώ έκαστος για τα έξοδα και τέλη της αναιρετικής διαδικασίας, καθώς και πεντακόσια (500) ευρώ εις ολόκληρο για τη δικαστική δαπάνη ενός εκάστου από τους πολιτικώς ενάγοντες που παραστάθηκαν στην αναιρετική δίκη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 26η Ιανουαρίου, 17η Φεβρουαρίου, 2α Μαρτίου, 15η και 20η Απριλίου, 3η, 9η, 10η και 29η Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Ιουλίου 2010, από τους ως άνω δικαστές και τη γραμματέα, πλην του αρεοπαγίτη Γεωργίου Μπατζαλέξη, ο οποίος αποχώρησε από την υπηρεσία την 30-6-2010 λόγω ορίου ηλικίας και αντικαταστάθηκε από την αρεοπαγίτη Κυριακούλα Γεροστάθη. Τον κωλυόμενο εισαγγελέα της έδρας αντικατέστησε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ