Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 807 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Απόπειρα, Ηθική αυτουργία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία και απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Το συμβούλιο εφετών επιτρεπτώς παραπέμπει εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση. Στην πρωτόδικη όμως μόνο συμπληρωματικά και όχι εξ ολοκλήρου. Άλλως παραβίαση άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η ψυχική συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του. Προϋποθέσεις. Απορρίπτει αναίρεση ως προς τον ηθικό αυτουργό, και δέχεται ως προς τον απλό συνεργό.





ΑΡΙΘΜΟΣ 807/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ



Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ3 και 2. Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Ιουλίου 2007 και 4 Ιουλίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1523/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμούς α) 431/1-11-2007 και β) 431α/18-1-2008 (συμπληρωματική), οι οποίες έχουν ως εξής: Α. Η με αριθμό 431/1-11-2007 εισαγγελική πρόταση Ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 903/2007 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τους τις υπ'αριθμ. 74/2007 και 556/2006 εφέσεις των Χ1 και Χ2 - αλλά και των φερομένων αυτουργών Χ3 και Χ4 τις αντίστοιχες- και επεκύρωσε το υπ'αριθμ. 3448/2006 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο οι εκκαλούντες πρώτοι είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως απλής συνέργειας και ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, με αυτουργούς τους Χ3 και Χ4, σε βάρος του Ψ1 - 47 παρ. 1, 46 παρ. 1 εδ. α, 42 παρ. 1, 299 παρ. 1, 45 ΠοινΚ.
Κατά του άνω βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών, το οποίο επιδόθηκε στους δύο πρώτους εκκαλούντες (=Χ1, Χ2) στις 30-8-2007 και 9-7-2007 αντίστοιχα (βλ. τα οικεία αποδεικτικά κατ' άρθρο 155 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠοινΔ), άσκησαν αυτοί και δη ο μεν Χ1 στις 6-7-2007 δια της πληρεξουσίου του ......., - με βάση την από 5-7-2007 εξουσιοδότησή του, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής του βεβαιούται από δικηγόρο - ο δε Χ2 ο ίδιος στις 4-7-2007 ενώπιον του γραμματέα Εφετών Αθηνών τις 145 και 144/2007 αναιρέσεις- αντίστοιχα- προβάλλοντες ως λόγους αναιρέσεως:
Α) Ο μεν πρώτος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικώτερα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα με αυτά που δέχθηκε α) δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το δόλο του, ούτε αιτιολογεί την συνδρομή του και δη τη γνώση και τέλεση της πράξης από τους αυτουργούς και την βούλησή του να συμβάλλει στην πραγμάτωσή της? β) δεν αιτιολογεί πώς κατέληξε στο συμπέρασμα περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του, ότι δεν εκτίμησε και δη ορθά όλες τις καταθέσεις, ένορκες και ανωμοτί, του παθόντος, όπως επίσης τις καταθέσεις των ........., ......, ........ και ........, επίσης τη βεβαίωση της εργοδότριας του (=αναιρεσείοντος) εταιρείας? γ) δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την συνέργεια.
Β) Ο δεύτερος α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αναφέρεται αποκλειστικά στις σκέψεις της Εισαγγελικής προτάσεως? β) εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι η αναφορά ότι ενήργησε με πειθώ και φορτικότητα, με προτροπές και παραινέσεις δεν συγκροτούν την έννοια της ηθικής αυτουργίας, ως αόριστες? γ) αντιφατική αιτιολογία, διότι ενώ δέχεται ότι προκάλεσε την απόφαση στους αυτουργούς να τελέσουν την πράξη, στη συνέχεια δέχεται ότι οι εν λόγω αυτουργοί είχαν ήδη αποφασίσει να τελέσουν αυτή? δ) ενδοιαστική αιτιολογία σε σχέση με τους αυτουργούς για τους οποίους δεν έχει σταθερή-ασφαλή τοποθέτηση.
Ενόψει των ανωτέρω, και των άρθρων 462, 463, 465, 473 παρ. 1, 474, 482, 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ και 18,19,46 παρ. 1 εδ. α, 47 παρ. 1, 299 παρ. 1 ΠοινΚ, οι αναιρέσεις αυτές είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν στην ουσία τους.

ΙΙ) Επειδή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (299 παρ. 1 ΠοινΚ) απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης από το νόμο ενέργειας (οσάκις ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του εν λόγω εγκληματικού αποτελέσματος), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου - βλ. ΑΠ 1537/2007, ΑΠ 1471/2006, ΑΠ 326/2006, ΑΠ 540/2006 κ.α.
Για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, ή απόπειρας αυτής (βλ. ΑΠ 1997/2001, ΑΠ 1039/90, ΑΠ 221/96 κ.α.), κατά την παρ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ απαιτείται όπως αυτός (δράστης) βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία και δη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση (βλ. ΑΠ 362/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1239/2005, ΑΠ 182/2004 κ.α.).
Η διαπιστούμενη στο βούλευμα (ή απόφαση) ψυχραιμία, προμελέτη ή άλλη παρεμφερή έκφραση αποδεικνύει την άνω κατάσταση (πρβλ. ΑΠ 109/99), ΑΠ 1549/2000, ΑΠ 1935/2001, ΑΠ 219/2002 κ.α.).
Ο ανθρωποκτόνος σκοπός μπορεί να συναχθεί από τον επιδιωκόμενο σκοπό, από το μέσο ή όργανο που χρησιμοποιήθηκε, από το μέρος του σώματος του παθόντα και γενικά την κατεύθυνση του πυροβολισμού, από τον αριθμό των πυροβολισμών κλπ (βλ. ΑΠ 1997/2001, ΑΠ 870/2002, ΑΠ 795/2003, ΑΠ 1206/2000 κ.α.).
Η ανθρωποκτονία από πρόθεση είναι τετελεσμένη όταν επέλθει ο θάνατος του άλλου. Απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση έχουμε όταν ο δράστης αποφάσισε να θανατώσει άλλον και επεχείρησε πράξη που συνιστά αρχήν εκτελέσεως αυτής, πλην το αποτέλεσμα δεν επήλθε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του π.χ. διότι ο παθών απέφυγε τους πυροβολισμούς ή διότι δεν πέτυχαν οι βολές ευπαθή σημεία του σώματός του κλπ - βλ. ΑΠ 795/2003, ΑΠ 995/81, ΑΠ 623/2006, ΑΠ 1343/2001, ΑΠ 1443/99, ΑΠ 1632/99 κ.α. - όπου και ότι τέτοια πράξη συνιστά κατεξοχήν ο πυροβολισμός και δη ο πολλάκις πυροβολισμός από μικρή απόσταση εναντίον - κατ'ευθείαν - του προσώπου.
Επειδή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ? β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή απόπειρα τελέσεως αυτής (βλ. ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1469/2003, ΑΠ 471/2006) και δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλ. ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως - βλ. ΑΠ 1544/2007, ΑΠ 1469/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 1477/2005 κ.α. - 'Ετσι, του νόμου μη ορίζοντος τον τρόπον και τα μέσα προκλήσεως της αποφάσεως αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε πρόσφορο προς τούτο τρόπο, τον οποίο και ωφείλει να προσδιορίσει το συμβούλιο, το οποίο έκρινε ότι πράγματι αυτός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό. Τέτοιος λόγος μπορεί να συνίσταται σε πειθώ, φορτικότητα - βλ. ΑΠ 1544/2007, ΑΠ 1568/2007, ΑΠ 867/2006, ΑΠ 1983/2005, ΑΠ 1585/2005, ΑΠ 687/2001, ΑΠ 1910/2001, ΑΠ 369/2005, ΑΠ 162/2006 κ.ά.
Εφόσον, βεβαίως, αναφέρονται και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά την απόφαση αυτή στον αυτουργό - βλ. ΑΠ 811/2001, ΑΠ 1407/2001, ΑΠ 422/2003, ΑΠ 64/2003, ΑΠ 740/2004 κ.-ά.-Ηθική αυτουργία είναι δυνατή και σε έγκλημα που παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας - βλ. περιπτώσεις ΑΠ 540/2006, ΑΠ 815/2006, ΑΠ 90/94 κ.ά. - 'Ετσι και η συνέργεια - βλ. ΑΠ 1533/99, ΑΠ 417/79, ΑΠ 1326/80 κ.ά. -Σε σχέση με το δόλο του ηθικού αυτουργού πρέπει αυτός να αναφέρεται στο βούλευμα (ή την απόφαση), πλην όμως δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία αυτού γιατί αυτός εξυπακούεται από την πραγμάτωση των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος - τετελεσμένου ή σε απόπειρα (βλ. ΑΠ 471/2006), ούτε απαιτείται όπως ο ηθικός αυτουργός έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον (βλ. Χωραφά - Ποινικό Δίκαιο (1966) σελ. 363, Μπουρόπουλο ΠΚ τομ. Α' σελ. 141).
Εξ άλλου απλή συνέργεια - κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ - συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, παρεχομένη στον αυτουργό, η οποία δεν είναι άμεση, εν γνώσει του παρέχοντος αυτή ότι ο αυτουργός τελεί ορισμένο έγκλημα - βλ. ΑΠ 385/2000, ΑΠ 543/2000 κ.α. - και θέληση να συμβάλει με αυτή στην πραγμάτωση του εγκλήματος - βλ. ΑΠ 385/2000, ΑΠ 540/2006 κ.α.
Ψυχική συνδρομή συνιστά και η παρουσία του συνεργού στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος η οποία ενισχύει ή ενθαρρύνει τον αυτουργό στην τέλεση αυτού το οποίο έχει αποφασίσει να τελέσει ο αυτουργός, και παρέχεται εν γνώσει αυτού -βλ. ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1676/2005, ΑΠ 1174/2003, ΑΠ 1401/2003, ΑΠ 1687/2002, ΑΠ 373/2003 κ.ά. - Σχετ. βλ. και Βαθιώτη Ποιν. Δ. 2005 σελ. 944 επ. 'Όπως π.χ. με την υπόσχεση να βοηθήσει αυτόν στη διαφυγή μετά την τέλεση του εγκλήματος -ΑΠ1433/84 ΠΧρ ΛΕ 411 πρβλ ΑΠ 1568/2007.
Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ωρισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση αυτού -βλ. ΑΠ 1465/2005, ΑΠ 1676/2005, ΑΠ 101/2002 κ.ά.- τα οποία και πρέπει να εκτίθενται στο βούλευμα, πλην μπορεί να συναχθούν και από το σύνολο των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών -πρβλ ΑΠ 1465/2005. Επειδή τόσο η ηθική αυτουργία όσο και η συνέργεια προϋποθέτουν άδικη κυρία πράξη, πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτή (=κύρια πράξη) -βλ. ΑΠ 690/96, ΑΠ 683/99, ΑΠ 2185/2003, ΑΠ 1853/2001 κ.ά.
Τέλος, εάν ο αυτουργός τέλεσε πράξη ολιγώτερη της προκληθείσης, όπως απόπειρα της τετελεσμένης, ευθύνεται ο ηθικός αυτουργός και συνεργός για την τελεσθείσα, δηλ. για απόπειρα (βλ. ΑΠ 1241/93 Π.Χρ. ΜΓ 998, Μπουρόπουλο υπό 46 σελ. 143 σημ.14, Χωραφά (1978) 351 σημ. 6). Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκτίθεται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007 κ.ά.-Για την ύπαρξη και την πληρότητα τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 347/2006, ΑΠ 540/2006 κ.ά.-Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική τους παράθεση και μνεία του τί προέκυψε ή προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η παράλειψη ή η θετική αναφορά από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή.
-βλ. τα αμέσως πιο πάνω βούλευμα του Αρείου Πάγου και ΑΠ 2/2003 Ολ.-Επίσης δεν απαιτείται να διευκρινίζεται ποιό αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1331/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1762/2006 κ.α. και για ποιό λόγο δεν έγινε πιστευτό ένα συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο -βλ. ΑΠ 111/2004 ή γιατί έγινε περισσότερο πιστευτό ένα αποδεικτικό μέσο -πρ.βλ. ΑΠ 890/2002, ΑΠ 591/2001, ΑΠ 51/99 κ.ά. διότι όλα τα παραπάνω ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Αρκεί να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, πράγμα που συμβαίνει όταν γίνεται η ανωτέρω κατ'είδος αναφορά αυτών.
Η μη ειδική αναφορά ενός αποδεικτικού μέσου δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθη υπόψη, όπως επίσης όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα ή γιατί δεν εξαίρονται και αυτά. 'Ετσι λόγοι αναίρεσης που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων είναι απαράδεκτοι (βλ. ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007 κ.ά.). Κρίση περί πράγματος αποτελεί και ο ισχυρισμός περί "άλλοθι" -βλ. και ΑΠ 1466/2006, ΑΠ 373/2000, ΑΠ 1357/2005-. Η απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος μπορεί να περιέχεται αυτοτελώς, ήτοι εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, στην οποία και τούτο (συμβούλιο) αναφέρεται, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του ίδιου του βουλεύματος, το οποίο κατέληξε στην αυτή κρίση με αυτή, η δε επανάληψη από αυτό των αυτών περιστατικών, συλλογισμών κλπ είναι παντελώς ανώφελη, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη και της ιδιότητας του Εισαγγελέα ως δικαστικού λειτουργού (87 Συντ.).
Τ'ανωτέρω αποτελούν πάγια νομολογία βλ. ΑΠ 501/2006, ΑΠ 658/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 67/2006, κ.ά.
Και ναι μεν υποστηρίχθηκε και η άποψη ότι το συμβούλιο σε περίπτωση εφέσεως δεν μπορεί να αναφέρεται καθ'ολοκληρία, στην εισαγγελική πρόταση, αλλά αυτό συμβαίνει όταν και ο Εισαγγελέας αναφέρεται καθ'ολοκληρία στην πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση ή πρωτόδικο βούλευμα (βλ. ΑΠ 2168/2005, ΑΠ 1335/2005, ΑΠ 151/2006 κ.ά.).
Τέλος, η απαιτουμένη αιτιολογία του βουλεύματος (ή της αποφάσεως) συμπληρώνεται ως προς τις ελλείψεις που τυχόν υπάρχουν, από το διατακτικό στο οποίο περιέχεται η αξιόποινη πράξη, ειδικώτερα δε προκειμένου περί βουλεύματος όχι μόνο για το πρωτοβάθμιο αλλά και για το δευτεροβάθμιο όταν με αυτό επικυρώνεται το πρώτο -ΑΠ 429/86-Επειδή εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει και όταν η διάταξη που εφαρμόστηκε παραβιάστηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση -ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007, ή άλλως όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου -ΑΠ 1698/2007.
Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθ'ολοκληρίαν αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε: "Από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση καθώς και την προηγηθείσα αυτής αυτεπάγγελτη προανάκριση (άρθρ. 243 παρ.2 ΚΠΔ) αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα κάτωθι εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά: Περί ώρα 04.25' της 16-12-2003 ο Ψ1, ο οποίος εκμεταλλευόταν μαζί με τον Χ2 το επί της ..... αριθμ. .... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο ".....", εισήλθε με αυτοκίνητο όχημα που οδηγούσε, στην πυλωτή της επί της οδού .... αριθμ. ..... πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα της οποίας κατοικούσε. Αμέσως μόλις εξήλθε του οχήματος του δύο άτομα, τα οποία τον ανέμεναν κρυμμένα πίσω από πικροδάφνες που βρίσκονταν στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του και τον έπληξαν στο δεξιό βραχίονα. Ο Ψ1 δεν έχασε την ψυχραιμία του και κινήθηκε αρχικά πέριξ του αυτοκινήτου του προκειμένου να προστατευθεί και εν συνεχεία τράπηκε σε φυγή προς την αντίθετη εν σχέσει με τη θέση των δραστών κατεύθυνση, προς την οδό ....... Οι δράστες όμως τον κατεδίωξαν πυροβολώντας συνεχώς εναντίον του, προκαλώντας του και άλλα τραύματα μέχρις ότου τελείωσαν τα φυσίγγια των όπλων τους και εν τέλει, όταν ο παθών έπεσε στο οδόστρωμα, τον πλησίασαν και τον έπληξαν με τις λαβές των όπλων τους στην κεφαλή. Ακολούθως δε ετράπησαν σε φυγή, διότι ο παθών φώναζε και καλούσε σε βοήθεια, φοβούμενοι ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από τους περιοίκους. Από τους πυροβολισμούς και τα πλήγματα με τις λαβές των όπλων ο ως άνω αναφερόμενος υπέστη πολλαπλά τραύματα, ειδικότερα δε διαμπερές τραύμα δεξιού βραχίονα από πυροβόλο όπλο, διαμπερές τραύμα δεξιάς γλουτιαίας χώρας από πυροβόλο όπλο, τραύμα στη δεξιά κροταφική χώρα συμβατό με δίοδο βολίδας κατά την εφαπτομένη, θλαστικά τραύματα στην βρεγματική χώρα, στο άνω χείλος του στόματος και στο κάτω βλέφαρο του δεξιού οφθαλμού.(βλ. σχετ. την ..... Ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστού ...... και το από ...... ιατρικό σημείωμα του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών). Ο παθών μεταφέρθηκε αρχικά με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας, όπου του παρασχέθηκαν οι. πρώτες βοήθειες και εν συνεχεία στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Κατά την διενεργηθείσα αυτοψία στο χώρο όπου έλαβε χώρα η παραπάνω αξιόποινη πράξη βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά κάλυκες πυροβόλου όπλου με ένδειξη πυθμένα 10-15, και έξι θραύσματα βολίδων Επί του σταθμευμένου στην πυλωτή της πολυκατοικίας ..... αυτοκινήτου οχήματος της ενοίκου Γ1, βρέθηκε μία βολίδα πυροβόλου όπλου. Ο παθών στα πλαίσια της διενεργηθείσης αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως από τους ανακριτικούς υπαλλήλους του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της ΔΑΑ, εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυς την 06.30' ώρα της 16ης-12ου -2003, την 11.30' ώρα της 16ης -12ου- 2003 και την 13.00' ώρα της 17ης -12ου - 2003. Στην πρώτη από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις περιγράφει λεπτομερώς την τελεσθείσα σε βάρος του πράξη και εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών αναφέρει τα εξής: "Νομίζω ότι ξέρω για ποια άτομα πρόκειται και θα μιλήσω στο Εκβιαστών γιατί έχουμε να πούμε πολλά". Στη δεύτερη κατάθεση του, και αφού του επεδείχθησαν φωτογραφίες αρχείου της ΔΕΕ, διαφόρων υπόπτων, κατέθεσε τα εξής: " Από τις φωτογραφίες που μου δείξατε αναγνωρίζω τους δύο δράστες που με πυροβόλησαν και με χτύπησαν και είμαι απόλυτα σίγουρος γι αυτό, καθ' όσον τα άτομα αυτά τα έχω δει και ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί τους", αναγνώρισε δε από τις επιδειχθείσες φωτογραφίες ως δράστες της κατ' αυτού αξιοποίνου ως άνω περιγραφόμενης πράξεως τους Χ3 και Χ. Ειδικά δε για τον Χ3 κατέθεσε ότι τον είχε δει σε προγενέστερο χρόνο εντός του κέντρου διασκεδάσεως "....". Στην Τρίτη από τις ως άνω αναφερόμενες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις ο παθών Ψ1 κατέθεσε εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών τα εξής: "Θέλω να διευκρινίσω ότι χθες 16-12-2006 λόγω του σοκ που με διακατείχε εξ αιτίας των τραυμάτων κατέθεσα σε σας ότι ο δεύτερος δράστης της σε βάρος μου επίθεσης ήτο κάποιος ονόματι Χ όπως αναγνώρισα από φωτογραφίες του αρχείου σας που μου είχατε υποδείξει. Τώρα όμως ευρισκόμενος πλέον σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και νηφαλιότητα, παρατηρώντας εκ νέου τις φωτογραφίες από το αρχείο σας, αναγνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα ως δεύτερο δράστη της σε βάρος μου επίθεσης τον Χ4, γεν. 1970 στην Αθήνα, όπως μου γνωρίσατε ότι ονομάζεται το άτομο που απεικονίζεται στη φωτογραφία. Όσον αφορά τον πρώτο δράστη εμμένω στην αρχική μου κατάθεση ότι δηλαδή πρόκειται για τον Χ3 και είμαι απολύτως βέβαιος γι αυτό. Τον Χ4 τον είχα δει μερικές φορές στο κατάστημα μου καθότι διατηρούσε επαφές με τον συνέταιρο μου Χ2 και παραπλανήθηκα από το τζόκεϋ που φορούσε κατά τη στιγμή της σε βάρος μου επίθεσης..... πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και η παλαιότητα της χθεσινής φωτογραφίας καθ' ότι σήμερα μου υποδείξατε πιο πρόσφατες αλλά και η κατάσταση μου ήταν ο κύριος λόγος να προβώ σε λάθος αναγνώριση...", "...ο χώρος που διαδραματίστηκε το συμβάν είχε επαρκή φωτισμό και αυτό με βοήθησε να παρατηρήσω ότι ο Χ3 φορούσε μπλε σκούρο μπουφάν, σκούρο τζόκεϋ πιθανόν μπλε βαθύ ή μαύρο, μπλούζα χακί, παντελόνι τζιν και μποτάκια πιθανόν σκούρα καφέ, ο δε Χ4 φορούσε καφέ τζιν σακάκι ή μπουφάν μακρύ, παντελόνι τζιν, μπλούζα δεν θυμάμαι και σκούρο τζόκεϋ. Εδώ θέλω να σας αναφέρω ότι μερικές ημέρες πάνω από δεκαπέντε όμως, ο Χ4 είχε υποβληθεί σε πλαστική εγχείριση στην μύτη για διαφοροποίηση της και αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που με παραπλάνησε όπως και το τζόκεϋ που όπως προανέφερα φορούσε στο κεφάλι του και το είχε περισσότερο κατεβασμένο στο πρόσωπο του από το κανονικό" "...προ δεκαπενθημέρου περίπου και ενώ ευρισκόμουν εντός του καταστήματος μου μαζί με τον συνέταιρο μου Χ2 μας επισκέφθηκε στο τραπέζι που καθόμασταν ένας άνδρας άγνωστος σε μένα, χαιρετήθηκαν οι δυο τους και ανέβηκαν στο γραφείο όπου και παρέμειναν οι δυο τους για μια ώρα περίπου. Φεύγοντας ο ανωτέρω άνδρας, μου είπε ο συνέταιρος μου χωρίς να τον ρωτήσω ότι αυτός ήταν ο Χ3 που "καθάρισε" τον Β1. Εγώ του απάντησα ότι δεν ξέρω από αυτά και δεν με ενδιαφέρουν. Στο πρόσωπο του ατόμου αυτού αναγνώρισα τον έναν εκ των δραστών της σε βάρος μου επίθεσης.... δεν το κατέθεσα αμέσως αν και γνώριζα ότι είναι αυτός γιατί θα ενέπλεκα τότε τον συνέταιρο μου για τον οποίο το διάστημα αυτό δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι αυτός κρύβεται πίσω από την σε βάρος μου επίθεση...". Στην ίδια αυτή μαρτυρική κατάθεση ο παθών αναφέρει ότι κατά την μεταφορά του στο νοσοκομείο Ασκληπιείο και προ της εξετάσεως του από τους αστυνομικούς, ανέφερε στην Δ1, η οποία τον συνόδευε και μετά της οποίας συζούσε στην ως άνω κατοικία του, ότι ένας εκ των δραστών της σε βάρος του ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως ήτο ο Χ3 και ότι οι δράστες ενήργησαν με εντολή του συνεταίρου του Χ2. Από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα τους δράστες και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Αλλά και κατά την εξέτασή του ανωμοτί ως διαδίκου, πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτού του 22ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 22-12-2003, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο έξι ημερών από της τελέσεως της πράξεως, ο ανωτέρω κατέθεσε: "...είμαι σίγουρος ότι είναι ο Χ4 και ο Χ3. Για το Χ4 είμαι 100% αλλά για τον Χ3 επιθυμώ κατ' αντιπαράσταση εξέταση". Κατά δε την κατ' αντιπαράσταση εξέταση ο παθών κατέθεσε: " Δεν μπορώ να πω με σιγουριά 100% τα 100%. Το πρόσωπο ήταν πιο γυαλιστερό και η φαβορίτα δεν υπήρχε, αλά δεν ξέρω αν είναι δημιούργημα των ημερών. Το ύψος κάνει". Ακολούθως και δη μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004, ο παθών προσήλθε ενώπιον του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: " Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3 είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες".
Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του Χ3 στις 16-12-2003 βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ενδύματα (ένα μπουφάν χρώματος μαύρου, ένα παντελόνι μπλου-τζιν και μία μπλούζα χρώματος χακί), ομοιάζοντα με την περιγραφή των ενδυμάτων του ενός εκ των δραστών στην οποία σύμφωνα με τα προεκτεθέντα προέβη ο παθών. Σύμφωνα με την περιεχόμενη στη δικογραφία ...... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών(Τμήμα Χημικών & Φυσικών Εξετάσεων Εργ/ριο Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας) στις 17-12-2003 ελήφθησαν με ειδικές αυτοκόλλητες διαφανείς ταινίες Filmolux, που χρησιμοποιούνται για την παραλαβή καταλοίπων πυροβολισμού από δέρμα ανθρώπου και από ενδύματα, υπάρχοντα συστατικά από τις επιφάνειες του δέρματος των χεριών και του προσώπου του Χ3 καθώς και από τα κατασχεθέντα, ομοιάζοντα προς την περιγραφή ενδύματα αυτού και κατά την ανάλυση επί των πειστηρίων ανιχνεύθηκε μόλυβδος (Pb) στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή του προσώπου του ανωτέρω καθώς και στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του μπουφάν και από τις περιοχές της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του παντελονιού. Η ανίχνευση μολύβδου ( Pb) επί των ζελατινών-σύμφωνα με την έκθεση, υποδεικνύει την ύπαρξη επί αυτών καταλοίπων πυροβολισμού, αφού αποκλεισθεί κάθε άλλη πηγή προέλευσης αυτού του στοιχείου.
Οι κατηγορούμενοι Χ3 και Χ4 αρνούνται στις απολογίες των ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Στις δε εφέσεις των προσκομίζουν και επικαλούνται στοιχεία από άλλη δικογραφία η οποία σχηματίσθηκε από το 3° Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ και υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στις 29-9-2006, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του παθόντος Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως. Προσκομίζουν ειδικότερα: α. Αντίγραφο της ...... υποβλητικής αναφοράς, στην οποία εν σχέσει με την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1 αναφέρεται ότι η πράξη αυτή φέρεται τελεσθείσα υπό των Ζ1, Ζ2, Ζ3 καθώς και ατόμου αλβανικής υπηκοότητας ονόματι Ζ4, οι οποίοι ενήργησαν κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2 και ότι τα άτομα αυτά είχαν συστήσει οργανωμένη εγκληματική ομάδα, η δράση της οποίας συνίστατο στη διάπραξη ανθρωποκτονιών επ' αμοιβή(συμβόλαια θανάτου) καθώς και στην κατ' επάγγελμα εκβίαση ιδιοκτητών καταστημάτων και οίκων ανοχής, στην τέλεση ληστειών με τη χρήση όπλων και στην κατ' επάγγελμα γενετήσια εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, β. Αντίγραφο της από ...... ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως του παθόντος Ψ1, ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ, την ληφθείσα στα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως για την δικογραφία επί της οποίας η ως άνω ..... υποβλητική αναφορά. Από την κατάθεση αυτή προκύπτει ότι στον ανωτέρω υπεδείχθη ο Ζ1, ο οποίος προσήχθη ενώπιον του καθώς επίσης και φωτογραφία του Ζ2, στις 28-9-2006, στα πρόσωπα των οποίων ούτος ανεγνώρισε τους δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως με απόλυτη βεβαιότητα, ισχυρίστηκε δε ότι αρχικώς είχε υποδείξει τους Χ3 και Χ4 λόγω συγχύσεως και σωματοτυπικής ομοιότητος με τους ανωτέρω. Τα ίδια επαναλαμβάνει δε ο παθών και στην από 14-11-2006 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2. γ. Αντίγραφο της από ... ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως μάρτυρος με στοιχεία Ε1(στοιχεία μη αληθή κατόπιν διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών εκδοθείσης κατά το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 2928/2001), όστις καταθέτει ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ περί των αξιοποίνων πράξεων της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας του Ζ1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνει και την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1, στην οποία, σύμφωνα με την κατάθεση του έλαβε μέρος και ο ίδιος. δ. Αντίγραφο της από 14-11-2006 ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως του Χ3, ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2 στην οποία ούτος καταθέτει ότι κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού για άλλη αιτία, ο συγκρατούμενός του Ζ2 (Ζ2), του αποκάλυψε ότι δράστες της ανωτέρω πράξεως σε βάρος του Ψ1 ήσαν οι παραπάνω αναφερόμενοι, και ότι και ο ίδιος ο Ζ2 συμμετείχε, νομίζοντας ότι επρόκειτο να προκαλέσουν στον παθόντα μόνο σωματικές κακώσεις και όχι να τον σκοτώσουν, η ομάδα τους δε έδρασε κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2. Εν σχέσει με τους ισχυρισμούς αυτούς των εκκαλούντων και τα στοιχεία τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται λεκτέα τα ακόλουθα: Από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα ως δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως τους Χ3 και Χ4 και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα η μεταστροφή του εν σχέσει με τον Χ3 έλαβε χώρα μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004, οπότε ο παθών προσήλθε ενώπιον του του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3 είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Η μεταστροφή αυτή δεν δύναται να ληφθεί σοβαρώς υπ'όψιν δεδομένου ότι ο ανωτέρω δεν ανεγνώρισε απλώς τον Χ3 αλλά περιέγραψε με λεπτομέρεια και τα ενδύματα που ούτος φορούσε κατά το χρόνο της τελέσεως της σε βάρος του πράξεως, βρέθηκαν δε και κατασχέθηκαν στην οικία του κατηγορουμένου ενδύματα, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ομοιάζοντα με εκείνα της περιγραφής στην οποία προέβη ο παθών. Το κυριότερο δε είναι το γεγονός ότι στα ενδύματα αυτά αλλά και σε σημεία του σώματος του Χ3 ανιχνεύτηκαν κατάλοιπα πυροβολισμού, τα οποία ούτος δεν δικαιολογεί. Εξ'άλλου δεν δύνανται να εκτιμηθούν ως ουσιαστικά βάσιμες οι μαρτυρικές καταθέσεις του παθόντος οι ληφθείσες το έτος 2006, μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως, στις οποίες αναγνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα άτομα τα οποία είδε για πρώτη φορά στις 16-12-2003. Τοιαύτη αναγνώριση, μετά παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο φυσικό είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων να υφίστανται λόγω της παρόδου του χρόνου φυσιολογική τουλάχιστον μεταβολή, είναι δυσχερής ή και ανέφικτη και πάντως δεν θα λάβει χώρα με απόλυτη βεβαιότητα.
Κατά συνέπεια φρονώ ότι από την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων του παθόντος και των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν σε βάρος των Χ3 και Χ4 αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την ως άνω αξιόποινο πράξη.
Εν σχέσει δε με την συμμέτοχή του εκκαλούντος Χ1 στην ως άνω αναφερομένη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εγ λόγω κατηγορούμενος εργαζόταν τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2ϋ03 ως σερβιτόρος στο κέντρο διασκεδάσεως ".....", το οποίο βρίσκεται στη λεωφόρο ..., δίπλα από κέντρο διασκεδάσεως "...." των Ψ1 και Χ2. Σύμφωνα με πληροφορία η οποία περιήλθε στις 16-12-2003, -δηλ. την ίδια ημέρα της τελέσεως της σε βάρος του Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως-στους ανακριτικούς υπαλλήλους που διενεργούσαν την αυτεπάγγελτη προανάκριση, ούτος συμμετείχε στην πράξη, αυτή. To γεγονός της συμμετοχής του ανωτέρω επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα η σύζυγός του Ν, όπως προκύπτει από την περιεχόμενη στη δικογραφία ένορκη μαρτυρική της κατάθεση, η οποία καταθέτει ότι ο σύζυγος της στις 16-12-2003 της εκμυστηρεύτηκε ότι ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως και της είπε χαρακτηριστικά: "Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον άνθρωπο να πέφτει πεθαμένος πάνω στο παπούτσι σου;", ενώ από τη συζήτηση που είχε μαζί του διαπίστωσε ότι ούτος γνώριζε τις ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόπειρα και γνώριζε τους δράστες. Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του κατηγορουμένου αυτού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου των 0.38 spesial, μία περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και ένα φιαλίδιο με συγκολητική κόλλα. Από δε τις καταθέσεις του Ψ1 προκύπτει ότι το πρωί της 16-12-2003, κατά τη διαδρομή που έκανε με το αυτοκίνητο του από το επί της Λεωφόρου ..... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως " .....", μέχρι την οδό ..... στην ...., παρατήρησε ότι τον ακολουθούσε και τον παρενοχλούσε ένα αυτοκίνητο μάρκας ....., στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα. Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι ο ανωτέρω Χ1 ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως αυτής και ο ρόλος του συνίστατο εις το να ενθαρρύνει τους δράστες με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφαση τους, να σκοτώσουν τον Ψ1. Εν σχέσει εν τέλει με την συμμετοχή του εκκαλούντος Χ2, λεκτέα τα εξής: Ούτος γνώριζε καλά τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ο δε παθών τόσο στην προανάκριση όσο και στην κυρία ανάκριση κατέθεσε ότι αυτός ήτο ο ηθικός αυτουργός της απόπειρας. Ο παθών τις ημέρες που προηγήθηκαν της σε βάρος του πράξεως απαιτούσε από τον Χ2 χρήματα για να ρυθμίσουν οικονομικές εκκρεμότητες που υπήρχαν μεταξύ τους, τον αναζητούσε επισταμένως αλλά ούτος δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις και είχε από τις 9-12-2006 κλειστό το κινητό του τηλέφωνο. Ο παθών απαιτούσε την καταβολή 20.000 ευρώ, προκειμένου να καλύψει προσωπικές του επιταγές τις οποίες είχε εκδώσει για την κάλυψη δαπανών για την ανακαίνιση του ως άνω κέντρου διασκεδάσεως. Η πίεση που ασκούσε ο παθών στον συνέταιρο του ήτο η αιτία που ο τελευταίος προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Ο κατηγορούμενος Χ2 προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα από ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του Ψ1 ως και έγγραφο δήλωση αυτού, από άλλη ποινική δικογραφία και δη εκείνης που εκκρεμεί ενώπιον ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2, όπου ο παθών Ψ1 καταθέτει και δηλώνει ότι ο Χ2 δεν είναι ο ηθικός αυτουργός της σε βάρος του τελεσθείσης απόπειρας ανθρωποκτονίας. Η κατάθεση αυτή του παθόντος τελεί σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχικές του καταθέσεις, τις ληφθείσες εις τα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως και της κυρίας ανακρίσεως, σύμφωνα δε με τα προλεχθέντα, η γνωριμία του Χ2 με τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, κατά των οποίων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, καθώς και η πίεση την οποία ασκούσε ο παθών σε βάρος του για την άμεση καταβολή του χρηματικού ποσού των 20.000 ευρώ, ήτο η αιτία που ο Χ2 προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1.
Κατά συνέπεια κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Ο ανθρωποκτόνος δόλος των εκκαλούντων Χ3 και Χ4, συνάγεται από τα ζωτικά και ευπαθή μέρη του σώματος του παθόντος που στόχευσαν και έπληξαν επανειλημμένα με τα πυροβόλα όπλα, πυροβολώντας κατ' αυτού από μικρή απόσταση και επί πλέον πλήττοντας αυτόν στην κεφαλή με τις λαβές των όπλων, ενέργειες με τις οποίες άρχισε να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και οι οποίες σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης θα οδηγούσαν στον θάνατο του παθόντος, δηλαδή στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, λαμβανομένου υπ' όψιν και μέσων που χρησιμοποίησαν, της εγγυτάτης αποστάσεως η οποία υπήρχε μεταξύ αυτών και του παθόντος, της κατευθύνσεως των χτυπημάτων και της εντάσεως της πράξεως των (Ε. Συμεωνίδου-Καστανΐδου, "Εγκλήματα κατά της ζωής" σελ. 362, ΑΠ 861/2004 ΠΧ ΝΕ/408 ΑΠ 795/2003 ΠΧ ΝΔ/154, ΑΠ 219/2002 ΠΧ ΝΒ/904, ΑΠ 933/1999 ΠΧ Ν/450, Εφ. Θεσσαλονίκης 735/2004 ΠΧ ΝΕ/2005).' Ενόψει των προεκτεθέντων φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις ως άνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και οι εφέσεις των πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους να επικυρωθεί δε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του.
Ενόψει των ανωτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και τους λόγους που υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τα στοιχεία των οποίων πλήρως αντιστοιχούν σ'αυτά (πραγματικά περιστατικά) και ορθά εφηρμόσθησαν.
Ειδικώτερα το προσβαλλόμενο βούλευμα -μάλιστα σε συνδυασμό με το πρωτόδικο, το οποίο επικυρώνει- σαφώς δέχεται ότι η συμμετοχή του πρώτου αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι "ήταν παρών κατά την τέλεση της πράξεως (=κυρίας πράξεως, δηλ. της απόπειρας ανθρωποκτονίας) και ο ρόλος του συνίστατο εις το να ενθαρρύνει τους δράστες (=αυτουργούς) με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφασή τους να σκοτώσουν τον Ψ1", και "με πρόθεση.... παρέχοντας σε αυτούς αυξημένο αίσθημα ασφαλείας υποστηρίζοντας τον τρόπο διαφυγής τους" - και εκθέτει μάλιστα από πού προκύπτει η άνω συμμετοχή του ειδικώτερα.
Με τα ανωτέρω, που συνιστούν πραγματική ψυχική συνέργεια κατά το άρθρο 47 § 1 Π.Κ., περιέχεται και πλήρης αιτιολογία του δόλου αυτού.
Εξ'άλλου, ναι μεν στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων -ενώ εξετάστηκε ανωμοτί ο παθών- πλην στη συνέχεια (βλ. 4ο φύλλο στο τέλος περίπου αυτού) γίνεται σαφής μνεία ότι ελήφθη υπόψη η ανώμοτη κατάθεση του άνω παθόντος.
Οι φερόμενες καταθέσεις αυτού από άλλη δικογραφία δεν είναι μαρτυρικές καταθέσεις αλλά απλά έγγραφα.
Επομένως στην έννοια "των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων" περιλαμβάνονται, περιέχονται όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και αυτά που αναφέρει ο ανωτέρω ότι δεν ελήφθησαν υπόψη, στην έννοια δε των "ενόρκων καταθέσεων" περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει ο ίδιος ο αναιρεσείων ότι δεν ελήφθησαν υπόψη. Η ιδιαίτερη μνεία αυτών δεν απαιτείται, η δε υπό το πρόσχημα της μη λήψεως υπόψη αυτών -με αποτέλεσμα αφ' ενός μεν να μην προκύπτουν αυτά που δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα αφετέρου να προκύπτουν τα ακριβώς αντίθετα- φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ανάγεται στον ουσιαστικόν έλεγχο, κρίση περί πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επίσης σαφής είναι η κρίση του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι αυτουργοί είναι οι Χ3 και Χ4 (βλ. 4ο φύλλο περί το τέλος, 5ο-6ο φύλλο αυτού), η δε φερομένη αντίφαση είναι αβάσιμη αφού η μνεία αυτής αναφέρεται ειδικά για την στοιχειοθέτηση της συνέργειας του εδώ πρώτου αναιρεσείοντος, η οποία όντως προϋποθέτει ότι οι αυτουργοί είχαν αποφασίσει να τελέσουν την κυρία πράξη στην οποία γνώριζε και ήθελε να βοηθήσει ο συνεργός στην πραγματοποίησή της, και όχι ότι την τέλεση αυτής είχαν αποφασίσει μόνοι τους, χωρίς δηλ. την ηθική αυτουργία αυτού.
Σαφώς το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι ο δεύτερος αναιρεσείων (=Χ2) γνώριζε καλά τους φυσικούς αυτουργούς και ότι ένεκα των αμέσων οικονομικών απαιτήσεων του παθόντος από αυτόν αυτός με πρόθεση προκάλεσε και προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, αυτούς να τελέσουν την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του παθόντος. Η άνω αποδοχή συνιστά σαφώς την έννοια της ηθικής αυτουργίας -κατά τα ανωτέρω. Τέλος, ο σχετικός λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται αποκλειστικά στην εισαγγελική πρόταση είναι αβάσιμος, όπως ελέχθη.
Επομένως πρέπει οι υπό κρίση αναιρέσεις να απορριφθούν. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 145/2007, 144/2007 αναιρέσεις των Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος αυτών.
Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κονταξής Β. Η με αριθμό 431α/.18-1-2008 συμπληρωματική εισαγγελική πρόταση.
Ι) Με την υπ' αριθμ. 431/1-11-2007 έγγραφη πρότασή μας προς το συμβούλιο του Αρείου Πάγου εισαγάγαμε τις υπ'αριθμ. 145 και 144/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και προτείναμε την απόρριψη αυτών. Ο από αυτούς Χ2 -μετά από γνώση της άνω προτάσεώς μας- υπέβαλε την συνημμένη από 15-1-2008 αίτησή του με την οποία ζητάει "την αυτοπρόσωπη παράσταση και μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο συμβούλιό σας προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του με την παροχή διευκρινήσεων τόσο ως προς τα ανωτέρω σημειούμενα ζητήματα, όσο και ως προς την εν γένει κατηγορία εναντίον του". Σε σχέση με τα σημειούμενα ζητήματα αναφέρει τις αντιφάσεις στις καταθέσεις του θύματος Ψ1 και ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να δικαστεί δύο φορές με το ίδιο αδίκημα, μετά την αμετάκλητη παραπομπή του με το υπ'αριθμ. 2104/2007 αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 Κ.Π.Δ. η διάταξη του άρθρου 309 § 2 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται αναλόγως και επί του Αρείου Πάγου, όταν τούτο επιλαμβάνεται της συζητήσεως της αναίρεσης κατά βουλεύματος.
Με τη διάταξη του άρθρου 309 § 2 Κ.Π.Δ. καθιερούται η κατ'εξαίρεση παράσταση (αυτοπρόσωπη ή και με συνήγορο) των διαδίκων στο συμβούλιο, η οποία λαμβάνει χώραν μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης και πρόκειται να κριθεί το ζήτημα της παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου, δηλ. η ουσία της υπόθεσης. Επομένως, κατ'αναλογία, με την αίτηση εμφανίσεως ενώπιον του συμβουλίου Αρείου Πάγου πρέπει ο αιτών να σκοπεί την παροχή διευκρινίσεως -επεξηγήσεων επί των λόγων αναιρέσεως την οποία έχει ασκήσει (Πρβλ ΑΠ 1664/84, ΑΠ 1638/83 κ.α.), αφού αντικείμενο της ενώπιον του συμβουλίου του Αρείου Πάγου διαδικασίας είναι μόνον οι λόγοι αναίρεσης, ενώ δεν προβλέπονται πρόσθετοι τοιούτοι λόγοι -485 § 2 Κ.Π.Δ.- ενώ δεν νοείται λόγος που ανάγεται στην ουσία της υπόθεσης αφού ο 'Αρειος Πάγος δεν ερευνά αυτή (βλ. ΑΠ 2251/2002 και ΑΠ 307/2004).
Εξ'άλλου η υποβολή υπομνήματος λεπτομερούς στο οποίο αναπτύσσει τις απόψεις του αιτών αναιρεσείων, καθιστά μη απαραίτητη την εμφάνιση αυτού στο συμβούλιο (-βλ. ΑΠ 544/2003, ΑΠ 795/2003, ΑΠ 456/2001 κ.α.). Το αυτό η δυνατότητα υποβολής τέτοιου υπομνήματος και γιατί δεν αρκεί τούτο- βλ. ΑΠ 816/98.
Τέλος η ανάγκη της παροχής διευκρινίσεων κρίνεται από αυτό τούτο το συμβούλιο αφού αυτό αποφασίζει. 'Άλλο το δικαίωμα υπερασπίσεως και άλλο το δικαίωμα εμφανίσεως προς παροχή διευκρινίσεων.
Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η αίτηση, καθό μέρος αναφέρεται στην παροχή διευκρινίσεων είναι αβάσιμη -αφού ήδη τα σημειούμενα ζητήματα έχουν ήδη αναπτυχθεί διεξοδικώς με την αίτηση αναίρεσης, άλλωστε το πρώτο από αυτά αναφέρεται κυρίως στην ουσία της υπόθεσης -καθό δε μέρος αναφέρεται στην υπεράσπισή του -"την εν γένει κατηγορία" - είναι και απαράδεκτη. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω όπως απορριφθεί η από 15-1-2008 αίτηση του Χ2 περί αυτοπροσώπου παραστάσεώς του στο συμβούλιο Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση της υπ'αριθμ. 144/2007 αναίρεσης αυτού κατά του υπ'αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου πάγουΑθανάσιος Κονταξής

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 15-1-2008 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις και να αναπτύξει τις απόψεις του επί της εναντίον του κατηγορίας, όπως αναφέρεται στην αίτηση, είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη, αφού κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του αναιρεσείοντος αίτημα (άρ. 385 παρ.1 και 2 ΚΠΔ), υποβάλλεται προς παροχή εξηγήσεων και διευκρινίσεων που αφορούν μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως και όχι προς υποστήριξη της αθωότητάς του. Ανεξαρτήτως αυτού, η εξεταζόμενη αίτηση, εκτιμώμενη και ως αίτηση προς διασάφηση των λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού με αυτή, αλλά και με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και με το υπόμνημα που κατέθεσε ο αιτών - αναιρεσείων , εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτά.

ΙΙ. Οι κρινόμενες 144/4-7-2007 και 145/ 6-7- 20-07 αιτήσεις των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων 1) Χ2 και 2) Χ1, αντίστοιχα, κατά του 903/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τις 556/2006 και 74/2007 εφέσεις αυτών - αλλά και των φερομένων αυτουργών Χ3 και Χ4 - και επικύρωσε 3448/2006 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο οι εκκαλούντες είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι, ο μεν πρώτος, ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, με αυτουργούς τους Χ3 και Χ4, σε βάρος του Ψ1, ο δε δεύτερος, απλής συνέργειας στην πράξη αυτή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.

ΙΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α Π, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τετελεσμένη ή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως είναι όποιος, με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση, παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του.
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Περί ώρα 04.25' της 16-12-2003 ο Ψ1, ο οποίος εκμεταλλευόταν μαζί με τον Χ2 το επί της Λεωφόρου ....... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο ".....", εισήλθε με αυτοκίνητο όχημα που οδηγούσε, στην πυλωτή της επί της οδού .... αριθμ..... πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα της οποίας κατοικούσε. Αμέσως μόλις εξήλθε του οχήματος του, δύο άτομα, τα οποία τον ανέμεναν κρυμμένα πίσω από πικροδάφνες που βρίσκονταν στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του και τον έπληξαν στο δεξιό βραχίονα. Ο Ψ1 δεν έχασε την ψυχραιμία του και κινήθηκε αρχικά πέριξ του αυτοκινήτου του, προκειμένου να προστατευθεί και εν συνεχεία τράπηκε σε φυγή προς την αντίθετη εν σχέσει με τη θέση των δραστών κατεύθυνση, προς την οδό ....... Οι δράστες όμως τον κατεδίωξαν πυροβολώντας συνεχώς εναντίον του, προκαλώντας του και άλλα τραύματα μέχρις ότου τελείωσαν τα φυσίγγια των όπλων τους και εν τέλει, όταν ο παθών έπεσε στο οδόστρωμα, τον πλησίασαν και τον έπληξαν με τις λαβές των όπλων τους στην κεφαλή. Ακολούθως δε ετράπησαν σε φυγή, διότι ο παθών φώναζε και καλούσε σε βοήθεια, φοβούμενοι ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από τους περιοίκους. Από τους πυροβολισμούς και τα πλήγματα με τις λαβές των όπλων, ο ως άνω αναφερόμενος υπέστη πολλαπλά τραύματα, ειδικότερα δε διαμπερές τραύμα δεξιού βραχίονα από πυροβόλο όπλο, διαμπερές τραύμα δεξιάς γλουτιαίας χώρας από πυροβόλο όπλο, τραύμα στη δεξιά κροταφική χώρα συμβατό με δίοδο βολίδας κατά την εφαπτομένη, θλαστικά τραύματα στην βρεγματική χώρα, στο άνω χείλος του στόματος και στο κάτω βλέφαρο του δεξιού οφθαλμού (βλ.σχετ. την ...... Ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστού ...... και το από ...... ιατρικό σημείωμα του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών). Ο παθών μεταφέρθηκε αρχικά με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και εν συνεχεία στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Κατά την διενεργηθείσα αυτοψία στο χώρο όπου έλαβε χώρα η παραπάνω αξιόποινη πράξη, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά κάλυκες πυροβόλου όπλου με ένδειξη πυθμένα 10-15, και έξι θραύσματα βολίδων Επί του σταθμευμένου στην πυλωτή της πολυκατοικίας ...... αυτοκινήτου οχήματος της ενοίκου Γ1, βρέθηκε μία βολίδα πυροβόλου όπλου. Ο παθών, στα πλαίσια της διενεργηθείσης αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως από τους ανακριτικούς υπαλλήλους του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της ΔΑΑ, εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυς την 06.30' ώρα της 16ης-12ου -2003, την 11.30' ώρα της 16ης -12ου- 2003 και την 13.00' ώρα της 17ης -12ου - 2003. Στην πρώτη από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις περιγράφει λεπτομερώς την τελεσθείσα σε βάρος του πράξη και, εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών, αναφέρει τα εξής: "Νομίζω ότι ξέρω για ποια άτομα πρόκειται και θα μιλήσω στο Εκβιαστών γιατί έχουμε να πούμε πολλά". Στη δεύτερη κατάθεσή του, και αφού του επεδείχθησαν φωτογραφίες αρχείου της ΔΕΕ, διαφόρων υπόπτων, κατέθεσε τα εξής: " Από τις φωτογραφίες που μου δείξατε, αναγνωρίζω τους δύο δράστες που με πυροβόλησαν και με χτύπησαν και είμαι απόλυτα σίγουρος γι αυτό, καθ' όσον τα άτομα αυτά τα έχω δει και ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί τους", αναγνώρισε δε από τις επιδειχθείσες φωτογραφίες, ως δράστες της κατ' αυτού αξιοποίνου ως άνω περιγραφόμενης πράξεως, τους Χ3 και Χ. Ειδικά δε για τον Χ3 κατέθεσε ότι τον είχε δει σε προγενέστερο χρόνο εντός του κέντρου διασκεδάσεως ".......". Στην τρίτη από τις ως άνω αναφερόμενες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, ο παθών Ψ1 κατέθεσε εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών τα εξής: "Θέλω να διευκρινίσω ότι χθες, 16-12-2006 λόγω του σοκ που με διακατείχε εξ αιτίας των τραυμάτων, κατέθεσα σε σας ότι ο δεύτερος δράστης της σε βάρος μου επίθεσης ήτο κάποιος ονόματι Χ, όπως αναγνώρισα από φωτογραφίες του 11 αρχείου σας που μου είχατε υποδείξει. Τώρα όμως, ευρισκόμενος πλέον σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και νηφαλιότητα, παρατηρώντας εκ νέου τις φωτογραφίες από το αρχείο σας, αναγνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα ως δεύτερο δράστη της σε βάρος μου επίθεσης τον Χ4, γεν. 1970 στην Αθήνα, όπως μου γνωρίσατε ότι ονομάζεται το άτομο που απεικονίζεται στη φωτογραφία. Όσον αφορά τον πρώτο δράστη, εμμένω στην αρχική μου κατάθεση ότι, δηλαδή πρόκειται για τον Χ3 και είμαι απολύτως βέβαιος γι αυτό. Τον Χ4 τον είχα δει μερικές φορές στο κατάστημα μου καθότι διατηρούσε επαφές με τον συνέταιρο μου Χ2 και παραπλανήθηκα από το τζόκεϋ που φορούσε κατά τη στιγμή της σε βάρος μου επίθεσης... πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και η παλαιότητα της χθεσινής φωτογραφίας, καθ' ότι σήμερα μου υποδείξατε πιο πρόσφατες, αλλά και η κατάσταση μου ήταν ο κύριος λόγος να προβώ σε λάθος αναγνώριση...", "...ο χώρος που διαδραματίστηκε το συμβάν είχε επαρκή φωτισμό και αυτό με βοήθησε να παρατηρήσω ότι ο Χ3 φορούσε μπλε σκούρο μπουφάν, σκούρο τζόκεϋ πιθανόν μπλε βαθύ ή μαύρο, μπλούζα χακί, παντελόνι τζιν και μποτάκια πιθανόν σκούρα καφέ, ο δε Χ4 φορούσε καφέ τζιν σακάκι ή μπουφάν μακρύ, παντελόνι τζιν, μπλούζα δεν θυμάμαι και σκούρο τζόκεϋ. Εδώ θέλω να σας αναφέρω ότι, μερικές ημέρες, πάνω από δεκαπέντε όμως, ο Χ4 είχε υποβληθεί σε πλαστική εγχείριση στην μύτη για διαφοροποίησή της και αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που με παραπλάνησε όπως και το τζόκεϋ που όπως προανέφερα φορούσε στο κεφάλι του και το είχε περισσότερο κατεβασμένο στο πρόσωπο του από το κανονικό", "...προ δεκαπενθημέρου περίπου και ενώ ευρισκόμουν εντός του καταστήματος μου μαζί με τον συνέταιρο μου Χ2 μας επισκέφθηκε στο τραπέζι που καθόμασταν ένας άνδρας άγνωστος σε μένα, χαιρετήθηκαν οι δυο τους και ανέβηκαν στο γραφείο όπου και παρέμειναν οι δυο τους για μια ώρα περίπου. Φεύγοντας ο ανωτέρω άνδρας, μου είπε ο συνέταιρος μου χωρίς να τον ρωτήσω ότι αυτός ήταν ο Χ3 που "καθάρισε" τον Β1. Εγώ του απάντησα ότι δεν ξέρω από αυτά και δεν με ενδιαφέρουν. Στο πρόσωπο του ατόμου αυτού αναγνώρισα τον έναν εκ των δραστών της σε βάρος μου επίθεσης.... δεν το κατέθεσα αμέσως αν και γνώριζα ότι είναι αυτός γιατί θα ενέπλεκα τότε τον συνέταιρο μου για τον οποίο το διάστημα αυτό δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι αυτός κρύβεται πίσω από την σε βάρος μου επίθεση...". Στην ίδια αυτή μαρτυρική κατάθεση ο παθών αναφέρει ότι, κατά την μεταφορά του στο νοσοκομείο Ασκληπιείο και προ της εξετάσεως του από τους αστυνομικούς, ανέφερε στην Δ1, η οποία τον συνόδευε και μετά της οποίας συζούσε στην ως άνω κατοικία του, ότι ένας εκ των δραστών της σε βάρος του ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως ήτο ο Χ3 και ότι οι δράστες ενήργησαν με εντολή του συνεταίρου του Χ2. Από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως, σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα τους δράστες και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Αλλά και κατά την εξέταση του ανωμοτί ως διαδίκου, πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτού του 22ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 22-12-2003, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο έξι ημερών από της τελέσεως της πράξεως, ο ανωτέρω κατέθεσε: "...είμαι σίγουρος ότι είναι ο Χ4 και ο Χ3. Για το Χ4 είμαι 100% αλλά για τον Χ3 επιθυμώ κατ' αναπαράσταση εξέταση". Κατά δε την κατ' αναπαράσταση εξέταση, ο παθών κατέθεσε: "Δεν μπορώ να πω με σιγουριά 100% Το πρόσωπο ήταν πιο γυαλιστερό και η φαβορίτα δεν υπήρχε, αλλά δεν ξέρω αν είναι δημιούργημα των ημερών. Το ύψος κάνει". Ακολούθως και δη μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004, ο παθών προσήλθε ενώπιον του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: "Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3, είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του Χ3, στις 16-12-2003, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ενδύματα (ένα μπουφάν χρώματος μαύρου, ένα παντελόνι μπλου-τζιν και μία μπλούζα χρώματος χακί), ομοιάζοντα με την περιγραφή των ενδυμάτων του ενός εκ των δραστών στην οποία σύμφωνα με τα προεκτεθέντα προέβη ο παθών. Σύμφωνα με την περιεχόμενη στη δικογραφία ....... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών (Τμήμα Χημικών & Φυσικών Εξετάσεων Εργαστήριο Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας) στις 17-12-2003 ελήφθησαν με ειδικές αυτοκόλλητες διαφανείς ταινίες Filmolux που χρησιμοποιούνται για την παραλαβή καταλοίπων πυροβολισμού από δέρμα ανθρώπου και από ενδύματα, υπάρχοντα συστατικά από τις επιφάνειες του δέρματος των χεριών και του προσώπου του Χ3 καθώς και από τα κατασχεθέντα, ομοιάζοντα προς την περιγραφή ενδύματα αυτού και κατά την ανάλυση επί των πειστηρίων, ανιχνεύθηκε μόλυβδος (Ρb) στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή του προσώπου του ανωτέρω καθώς και στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του μπουφάν και από τις περιοχές της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του παντελονιού. Η ανίχνευση μολύβδου ( Ρb) επί των ζελατινών-σύμφωνα με την έκθεση, υποδεικνύει την ύπαρξη επί αυτών καταλοίπων πυροβολισμού, αφού αποκλεισθεί κάθε άλλη πηγή προέλευσης αυτού του στοιχείου. Οι κατηγορούμενοι Χ3 και Χ4 αρνούνται στις απολογίες των ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Στις δε εφέσεις των προσκομίζουν και επικαλούνται στοιχεία από άλλη δικογραφία η οποία σχηματίσθηκε από το 3° Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ και υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στις 29-9-2006, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του παθόντος Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως. Προσκομίζουν ειδικότερα: α. Αντίγραφο της ...... υποβλητικής αναφοράς, στην οποία, εν σχέσει με την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1 , αναφέρεται ότι η πράξη αυτή φέρεται τελεσθείσα υπό των Ζ1, Ζ2, Ζ3 καθώς και ατόμου αλβανικής υπηκοότητας ονόματι Ζ4, οι οποίοι ενήργησαν κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2 και ότι τα άτομα αυτά είχαν συστήσει οργανωμένη εγκληματική ομάδα, η δράση της οποίας συνίστατο στη διάπραξη ανθρωποκτονιών επ' αμοιβή(συμβόλαια θανάτου) καθώς και στην κατ' επάγγελμα εκβίαση ιδιοκτητών καταστημάτων και οίκων ανοχής, στην τέλεση ληστειών με τη χρήση όπλων και στην κατ' επάγγελμα γενετήσια εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, β.Αντίγραφο της από .... ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως του παθόντος Ψ1, ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ, την ληφθείσα στα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως για την δικογραφία επί της οποίας η ως άνω ...... υποβλητική αναφορά. Από την κατάθεση αυτή, προκύπτει ότι στον ανωτέρω υπεδείχθη ο Ζ1, ο οποίος προσήχθη ενώπιόν του καθώς επίσης και φωτογραφία του Ζ2 στις 28-9-2006, στα πρόσωπα των οποίων ούτος ανεγνώρισε τους δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως με απόλυτη βεβαιότητα, ισχυρίστηκε δε ότι αρχικώς είχε υποδείξει τους Χ3 και Χ4 λόγω συγχύσεως και σωματοτυπικής ομοιότητος με τους ανωτέρω. Τα ίδια επαναλαμβάνει δε ο παθών και στην από .... ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2 γ. Αντίγραφο της από .... ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως μάρτυρος με στοιχεία Ε1 (στοιχεία μη αληθή κατόπιν διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών εκδοθείσης κατά το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 2928/2001), όστις καταθέτει ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ περί των αξιοποίνων πράξεων της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας του Ζ1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνει και την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1, στην οποία, σύμφωνα με την κατάθεση του έλαβε μέρος και ο ίδιος. δ. Αντίγραφο της από .... ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως του Χ3, ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2, στην οποία ούτος καταθέτει ότι, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού για άλλη αιτία, ο συγκρατούμένος του Ζ2(Ζ2), του αποκάλυψε ότι δράστες της ανωτέρω πράξεως σε βάρος του Ψ1 ήσαν οι παραπάνω αναφερόμενοι, και ότι και ο ίδιος ο Ζ2 συμμετείχε, νομίζοντας ότι επρόκειτο να προκαλέσουν στον παθόντα μόνο σωματικές κακώσεις και όχι να τον σκοτώσουν, η ομάδα τους δε έδρασε κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2. Εν σχέσει με τους ισχυρισμούς αυτούς των εκκαλούντων και τα στοιχεία τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται λεκτέα τα ακόλουθα: Από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως, σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα ως δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως τους Χ3 και Χ4 και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα η μεταστροφή του εν σχέσει με τον Χ3 έλαβε χώρα μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004,οπότε ο παθών προσήλθε ενώπιον του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: "Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3 είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Η μεταστροφή αυτή δεν δύναται να ληφθεί σοβαρώς υπ' όψιν, δεδομένου ότι ο ανωτέρω δεν ανεγνώρισε απλώς τον Χ3, αλλά περιέγραψε με λεπτομέρεια και τα ενδύματα που ούτος φορούσε κατά το χρόνο της τελέσεως της σε βάρος του πράξεως, βρέθηκαν δε και κατασχέθηκαν στην οικία του κατηγορουμένου ενδύματα, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ομοιάζοντα με εκείνα της περιγραφής στην οποία προέβη ο παθών. Το κυριότερο δε είναι το γεγονός ότι στα ενδύματα, αυτά αλλά και σε σημεία του σώματος του Χ3 ανιχνεύτηκαν κατάλοιπα πυροβολισμού, τα οποία ούτος δεν δικαιολογεί. Εξ άλλου δεν δύνανται να εκτιμηθούν ως ουσιαστικά βάσιμες οι μαρτυρικές καταθέσεις του παθόντος οι ληφθείσες το έτος 2006, μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως, στις οποίες αναγνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα, άτομα τα οποία είδε για πρώτη φορά στις 16-12-2003. Τοιαύτη αναγνώριση, μετά παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο φυσικό είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων να υφίστανται λόγω της παρόδου του χρόνου φυσιολογική τουλάχιστον μεταβολή, είναι δυσχερής ή και ανέφικτη και πάντως δεν θα λάβει χώρα με απόλυτη βεβαιότητα. Κατά συνέπεια ......από την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων του παθόντος και των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν σε βάρος των Χ3 και Χ4 αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την ως άνω αξιόποινο πράξη. Εν σχέσει δε με την συμμετοχή του εκκαλούντος Χ1 στην ως άνω αναφερομένη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εν λόγω κατηγορούμενος εργαζόταν τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2003 ως σερβιτόρος στο κέντρο διασκεδάσεως "......", το οποίο βρίσκεται στη λεωφόρο ....., δίπλα από το κέντρο διασκεδάσεως " ...." των Ψ1 και Χ2. Σύμφωνα με πληροφορία, η οποία περιήλθε στις 16-12-2003, -δηλ. την ίδια ημέρα της τελέσεως της σε βάρος του Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως-στους ανακριτικούς υπαλλήλους που διενεργούσαν την αυτεπάγγελτη προανάκριση, ούτος συμμετείχε στην πράξη αυτή. Το γεγονός της συμμετοχής του ανωτέρω επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα η σύζυγός του Ν όπως προκύπτει από την περιεχόμενη στη δικογραφία ένορκη μαρτυρική της κατάθεση, η οποία καταθέτει ότι ο σύζυγος της στις 16-12-2003 της εκμυστηρεύτηκε ότι ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως και της είπε χαρακτηριστικά: "Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον άνθρωπο να πέφτει πεθαμένος πάνω στο παπούτσι σου;", ενώ από τη συζήτηση που είχε μαζί του διαπίστωσε ότι ούτος γνώριζε τις ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόπειρα και γνώριζε τους δράστες. Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα, στην οικία του κατηγορουμένου αυτού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου των 0.38 special, μία περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και ένα φιαλίδιο με συγκολλητική κόλλα. Από δε τις καταθέσεις του Ψ1, προκύπτει ότι το πρωί της 16-12-2003, κατά τη διαδρομή που έκανε με το αυτοκίνητο του από το επί της ..... αριθμ. .... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως ".....", μέχρι την οδό .... στην ...., παρατήρησε ότι τον ακολουθούσε και τον παρενοχλούσε ένα αυτοκίνητο μάρκας ......, στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα. Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι ο ανωτέρω Χ1 ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως αυτής και ο ρόλος του συνίστατο εις το να ενθαρρύνει τους δράστες με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφαση τους, να σκοτώσουν τον Ψ1.
Εν σχέσει, εν τέλει, με την συμμετοχή του εκκαλούντος Χ2, λεκτέα τα εξής: Ούτος γνώριζε καλά τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ο δε παθών τόσο στην προανάκριση όσο και στην κυρία ανάκριση κατέθεσε ότι αυτός ήτο ο ηθικός αυτουργός της απόπειρας. Ο παθών, τις ημέρες που προηγήθηκαν της σε βάρος του πράξεως, απαιτούσε από τον Χ2 χρήματα για να ρυθμίσουν οικονομικές εκκρεμότητες που υπήρχαν μεταξύ τους, τον αναζητούσε επισταμένως, αλλά ούτος δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις και είχε από τις 9-12-2006 κλειστό το κινητό του τηλέφωνο. Ο παθών απαιτούσε την καταβολή 20.000 ευρώ, προκειμένου να καλύψει προσωπικές του επιταγές, τις οποίες είχε εκδώσει για την κάλυψη δαπανών για την ανακαίνιση του ως άνω κέντρου διασκεδάσεως. Η πίεση που ασκούσε ο παθών στον συνέταιρο του ήτο η αιτία που ο τελευταίος προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορου μένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Ο κατηγορούμενος Χ2 προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα από ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του Ψ1 ως και έγγραφο δήλωση αυτού, από άλλη ποινική δικογραφία και δη εκείνης που εκκρεμεί ενώπιον ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2, όπου ο παθών Ψ1 καταθέτει και δηλώνει ότι ο Χ2 δεν είναι ο ηθικός αυτουργός της σε βάρος του τελεσθείσης απόπειρας ανθρωποκτονίας. Η κατάθεση αυτή του παθόντος τελεί σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχικές του καταθέσεις, τις ληφθείσες εις τα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως και της κυρίας ανακρίσεως, σύμφωνα δε με τα προλεχθέντα, η γνωριμία του Χ2 με τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, κατά των οποίων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, καθώς και η πίεση, την οποία ασκούσε ο παθών σε βάρος του για την άμεση καταβολή του χρηματικού ποσού των 20.000 ευρώ, ήτο η αιτία που ο Χ2 προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Κατά συνέπεια κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες διώκονται. Ο ανθρωποκτόνος δόλος των εκκαλούντων Χ3 και Χ4, συνάγεται από τα ζωτικά και ευπαθή μέρη του σώματος του παθόντος που στόχευσαν και έπληξαν επανειλημμένα με τα πυροβόλα όπλα, πυροβολώντας κατ' αυτού από μικρή απόσταση και επί πλέον πλήττοντας αυτόν στην κεφαλή με τις λαβές των όπλων, ενέργειες με τις οποίες άρχισε να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και οι οποίες, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης, θα οδηγούσαν στον θάνατο του παθόντος, δηλαδή στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, λαμβανομένου υπ' όψιν και μέσων που χρησιμοποίησαν, της εγγυτάτης αποστάσεως η οποία υπήρχε μεταξύ αυτών και του παθόντος, της κατευθύνσεως των χτυπημάτων και της εντάσεως της πράξεώς των........." V. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι αυτά στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη, στον μεν κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ2, την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, στον δε κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ1, την πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση και ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις ως άνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις κατά τα διαλαμβανόμενα στο 3448/2006 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου 2448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών . VI. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ2 και την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1β, 46 παρ. 1 εδ. α, , 42 παρ. 1, 299 παρ. 1, ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο.
V.Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα Χ2 αιτιάσεις, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει τη δυνατότητα, για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα. Δεν συγχωρείται, όμως, το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνει τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ' αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Μόνο στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του συμβουλίου εφετών να στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και παραβιάζονται επιπλέον οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ 53/1973) και 2 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, (ν.1705/1987), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος που άσκησε έφεση κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος στερείται της ουσιαστικής κρίσεως του συμβουλίου του δεύτερου βαθμού. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 903/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και των συγκατηγορουμένων τους κατά του 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το τελευταίο, με το οποίο παραπέμπονται αυτοί στο ακροατήριο για τις πιο πάνω πράξεις με καθολική αναφορά στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Στην εν λόγω όμως ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση δεν γίνεται καθολική αναφορά στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή της πρωτοβάθμιας εισαγγελικής προτάσεως. Αντιθέτως, γίνεται πλήρης έκθεση των κρίσιμων γεγονότων και διαλαμβάνονται οι σκέψεις, οι οποίες στηρίζουν τη δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, όπως αυτές πιο πάνω έχουν εκτεθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών, με τις παραδοχές του, ότι κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2 γνώριζε καλά τους Χ3 και Χ4, αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1 και ότι, εξαιτίας των αναφερομένων στο σκεπτικό οικονομικών απαιτήσεων του παθόντος, αυτός με πρόθεση προκάλεσε την απόφαση να τελέσουν, υπό τις περιγραφόμενες στο σκεπτικό συνθήκες, το αδίκημα αυτό σε βάρος του παθόντος, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων Χ2 προκάλεσε στην συγκεκριμένη περίπτωση στους πιο πάνω φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να τελέσουν την εν λόγω άδικη πράξη και ουδόλως το Συμβούλιο Εφετών εφάρμοσε εσφαλμένα την διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 του ΠΚ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε το ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης είναι αβάσιμες και οι διαλαμβανόμενες στον τρίτο λόγο της ίδιας αιτήσεως αναιρέσεως αιτιάσεις, κατά τις οποίες το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, επιπλέον, στερείται και νόμιμης βάσης, διότι, ενώ αναφέρεται ότι αυτός προκάλεσε στους Χ3 και Χ4 την απόφαση να εκτελέσουν την πράξη της ανθρωποκτονίας, στην ίδια πρόταση αναφέρεται (φυλ. 2β) ότι οι εν λόγω φερόμενοι ως αυτουργοί είχαν ήδη αποφασίσει να εκτελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, γεγονός το οποίο, όπως ισχυρίζεται, αποκλείει την ηθική του αυτουργία. Όμως, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, εκείνο το οποίο αναφέρεται και γίνεται δεκτό είναι ότι ο αναιρεσείων Χ2 προκάλεσε την (μη ειλημμένη) απόφαση στους αυτουργούς να τελέσουν το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ενώ η παραδοχή στο ίδιο βούλευμα, ότι οι αυτουργοί της πράξεως είχαν ήδη ειλημμένη απόφαση να εκτελέσουν την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, αναφέρεται κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο Χ1, συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος, παρέσχε την περιγραφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση συνδρομή του στην πράξη των αυτουργών. Είναι δε αυτονόητο ότι, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η συνδρομή του Χ1, οι αυτουργοί είχαν ήδη ειλημμένη την απόφασή τους να τελέσουν την πιο πάνω πράξη, αφού είχαν ήδη πεισθεί περί αυτού από τον αναιρεσείοντα σε προγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο, βέβαια, δεν είχαν πάρει την εν λόγω απόφαση. Ουδεμία δε αντίφαση ή ασάφεια υφίσταται εξ αυτού και, επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, τρίτος λόγος της εξεταζόμενης αίτησης αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο από τις ίδιες διατάξεις του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης , με τις αιτιάσεις ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχουν ενδοιαστικές αιτιολογίες, όσον αφορά τα πρόσωπα των αυτουργών και έτσι η παραδοχή, ότι αυτός υπήρξε ηθικός αυτουργός στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, διότι δεν προκύπτει, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Χ2, τελικά ποίων αυτουργών αυτός προκάλεσε την απόφαση, αφού αναφέρονται, εναλλακτικά, ως αυτουργοί, ο Χ3 και ο Χ4, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρεται ως αυτουργός ο Χ και σε άλλο σημείο αναφέρονται ως αυτουργοί ο Ζ1 και ο Ζ2. Οι αιτιάσεις αυτές είναι παντελώς αβάσιμες, αφού το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, κατά τρόπο απολύτως σαφή, δέχεται ότι φυσικοί αυτουργοί της πιο πάνω πράξεως ήταν οι Χ3 και ο Χ4, ενώ τα ονόματα των λοιπών αναφέρθηκαν κατά την γενόμενη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, κατά την οποία το Συμβούλιο κατέληξε στην προαναφερόμενη κρίση του. Επομένως, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης της αιτήσεως του Χ2, πρέπει η συνεκδικαζόμενη αίτηση αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). VII. Σε σχέση με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε, στο προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα για την πράξη της απλής συνέργειας στην απόπειρα ανθρωποκτονίας, που διέπραξαν οι φυσικοί αυτουργοί Χ3 και Χ4, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον δεν εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 47 παρ.1α ΠΚ. Ειδικότερα, ενώ, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος αυτού για την από τους αυτουργούς τέλεση του εγκλήματος που αυτοί διέπραξαν, δηλαδή δεν προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος περί της ανθρωποκτόνου επιδιώξεως των αυτουργών, καθώς και η βούλησή του να συμβάλει με την συμπεριφορά του στην τέλεση της πράξεως αυτής. Επίσης, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η "παρουσία" του αναιρεσείοντος κατά τη διάπραξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, η οποία αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ως μοναδική πράξη συνδρομής του, ήταν ενεργός, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει με πιο τρόπο η παρουσία αυτού ενίσχυσε η διευκόλυνε αντικειμενικά την τέλεση της πιο πάνω πράξεως από τους αυτουργούς. Τα αναφερόμενα στο σκεπτικό του βουλεύματος περιστατικά, ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι που διενεργούσαν την αυτεπάγγελτη προανάκριση, είχαν την πληροφορία ότι αυτός "συμμετείχε στην πράξη αυτή" και ότι το γεγονός της συμμετοχής του επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα και η σύζυγος του, κατά τον εκτιθέμενο στην απόφαση τρόπο, αιτιολογεί μόνο την παρουσία αυτού κατά την διάπραξη του εγκλήματος. Τα λοιπά δε αναφερόμενα στην αιτιολογία του βουλεύματος περιστατικά, δηλαδή, ότι ο κατηγορούμενος Χ1 εργαζόταν ως σερβιτόρος σε κέντρο διασκεδάσεως ,το οποίο βρίσκεται, δίπλα από το κέντρο διασκεδάσεως του Ψ1 και του Χ2, ότι, σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν φυσίγγια πυροβόλου όπλου, μία περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και ένα φιαλίδιο με συγκολλητική κόλλα και ότι το πρωί της 16-12-2003, κατά τη διαδρομή, που έκανε με το αυτοκίνητό του ο Ψ1 από το κέντρο διασκεδάσεως "..... ", μέχρι την οδό .... στην ......, ο παθών παρατήρησε ότι τον ακολουθούσε και τον παρενοχλούσε ένα αυτοκίνητο μάρκας ......, στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα, εκτίθενται στο βούλευμα κατά τρόπον αφηγηματικό, χωρίς να συνδέονται αιτιωδώς με το αποδιδόμενο στον αναιρεσείοντα Χ1 αδίκημα. Η αναφορά δε, ότι ο ρόλος του εν λόγω αναιρεσείοντος συνίστατο "εις το να ενθαρρύνει τους δράστες με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφαση τους, να σκοτώσουν τον Ψ1", διατυπώνεται ως συμπέρασμα των πιο πάνω περιστατικών, δηλαδή της παρουσίας του και μόνο, κατά την διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος. Κατά συνέπεια, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο, από το άρθρο 484 παρ.1 περ.δ' ΚΠΔ, σχετικός λόγος της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1, με τον οποίο προσβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα μόνο, ως προς την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα αυτόν διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο (άρθ.485, 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έλαβαν μέρος προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 144/4-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ2, κατά του 903/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών .

Καταδικάζει τον πιο πάνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει το 903/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μόνο ως προς την παραπεμπτική του διάταξη για τον αναιρεσείοντα Χ1.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που συμμετείχαν προηγουμένως .

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή