Θέμα
Έννομο συμφέρον , Τριτανακοπή .
Περίληψη:
Τριτανακοπή 714,612. Έννομο συμφέρον. Πότε υφίσταται. Λειτουργεί ως αυτοτελής διαδικαστική προϋπόθεση για την έρευνα του παραδεκτού της τριτανακοπής, και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Πρέπει να είναι έννομο ατομικό και άμεσο. Η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος, μπορεί να είναι άμεση έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το δικαίωμα που βλάπτεται ή τίθεται σε κίνδυνο πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό. Κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως και η ανάγκη δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα.
Αριθμός 1372/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ-ΠΕΝΤΕΛΗΣ", που εδρεύει στην Παλαιά Πεντέλη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Μπότη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ Των αναιρεσίβλητων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην…, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., 3) Α. Π. του Γ., ως μοναδική κληρονόμου του Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Τράκη, 4)Δήμου Βριλησσίων που εδρεύει στα Βριλήσσια και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Νόταρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-1995 αγωγή των 2ου και 3ης ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2841/1996 μη οριστική, 3535/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1101/2002 μη οριστική και 4705/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την τριτανακοπή της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 3-3-2012 τριτανακοπή του.
Εκδόθηκε επ’ αυτής, η απόφαση 303/2014 του Εφετείου Αθηνών Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-3-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 21-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των παρόντων αναιρεσίβλητων ζήτησαν να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 586, 587 και 588 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αυτός που δεν συμμετείχε ούτε προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε δίκη που διεξήχθει μεταξύ άλλων προσώπων, δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που εκδόθηκε σ’ αυτή τη δίκη, αλλά μπορεί να ασκήσει κατ’ αυτής και στο δικαστήριο που την εξέδωσε τριτανακοπή, που απευθύνεται κατά όλων των διαδίκων που μετείχαν στη δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι η εκδοθείσα απόφαση φέρει σ’ αυτόν βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του, είτε με τις διατάξεις της, είτε με τις στηρίζουσες το διατακτικό αιτιολογίες της. Η ύπαρξη του θιγόμενου ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί στοιχείο του εννόμου συμφέροντος και της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του τριτανακόπτοντος, για την άσκηση της τριτανακοπής. Αφορμή προς άσκηση τριτανακοπής παρέχει ιδίως η ύπαρξη σχέσης δικονομικής εγγυήσεως η οποία υφίσταται μεταξύ πωλητού υποχρεουμένου, να μεταβιβάσει το πωληθέν ελεύθερο παντός δικαιώματος τρίτου, όπως ορίζει το άρθρο 514 του ΑΚ, και αγοραστού, έναντι του οποίου ευθύνεται ο πωλητής για τα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 516, 382 και 383 επ του ίδιου κώδικα. Επομένως ο πωλητής, εφόσον δεν μετείχε στην οικεία δίκη, νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει τριτανακοπή, ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε εις βάρος του αγοραστή απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η εγερθείσα από τρίτο αγωγή, περί διεκδικήσεως του πωληθέντος, αρκεί να προκύπτει από τις αιτιολογίες ή τις διατάξεις της απόφασης αυτής η ταυτότητα του πωληθέντος και του διεκδικηθέντος ακινήτου, με βάση την οποία ο αγοραστής θα έχει τη δυνατότητα αποδείξεως, έναντι του δικαιοπαρόχου του, της υπάρξεως νομικού ελαττώματος (ΑΚ517), για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του, ενώ αν από την τριτανακοπτόμενη απόφαση προκύπτει ότι το διεκδικηθέν ακίνητο δεν πουλήθηκε από τον τριτανακόπτοντα στον καθού αυτή "διεκδίκηση" στρέφεται, ο πρώτος δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί κατά του δεύτερου, με τριτανακοπή. Εξάλλου για να καταστεί κάποιος δικονομικώς εγγυητής προσώπου που ενάγει ή ενάγεται σε δίκη, πρέπει να συνδέεται με αυτόν με έννομη σχέση δυνάμει νόμιμου συμβάσεως ή αδικοπραξίας, η οποία σε περίπτωση ήττας του τελευταίου "ενάγοντα ή εναγομένου" του παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης από το δικονομικό εγγυητή. Επί μεταπώλησης ελαττωματικού πράγματος, δικονομικός εγγυητής του τελευταίου πωλητή, όταν αυτός ενάγεται από τον αγοραστή για το παραπάνω ελάττωμα καθίσταται ο αρχικός πωλητής ως άμεσος δικαιοπάροχος του τελευταίου πωλητή, όχι μόνο με βάση την έννομη σχέση που τους συνδέει από τη σύμβαση της πώλησης, αλλά και από το γεγονός ότι κατά το χρόνο κατάρτισης της αρχικής πώλησης και μεταθέσεως του κινδύνου υφίστατο το ελάττωμα. Το έννομο συμφέρον λειτουργεί ως αυτοτελής διαδικαστική προϋπόθεση για την έρευνα του παραδεκτού της τριτανακοπής και εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Ο τρίτος πρέπει να επικαλείται το έννομο συμφέρον του και να το εκθέτει με τρόπο σαφή, δικαιολογώντας την προσβολή της απόφασης, δεδομένου ότι τούτο αναφέρεται ρητά στο άρθρο 583 του ΚΠολΔικ. Στην τριτανακοπή (όπως και στην αναγνωριστική αγωγή) το συμφέρον απαιτείται να είναι έννομο, ατομικό και άμεσο. Η πηγή του εννόμου συμφέροντος εμφανίζεται, κατά κύριο λόγο, στις συνέπειες της δικαστικής απόφασης, που είναι ικανές να προξενήσουν βλάβη, δίχως βέβαια να προβλέπεται η ειδική (κατά περιεχόμενο) δικαιολόγηση της συνδρομής του εννόμου συμφέροντος στις άλλες περιπτώσεις. Η τριτανακοπή δικαιολογείται και όταν η βλάβη επέρχεται από τις αιτιολογίες της δικαστικής απόφασης, εφόσον σ’ αυτές περιλαμβάνονται διατάξεις με αποφασιστικό χαρακτήρα. Το στοιχείο του εννόμου συμφέροντος του τριτανακόπτοντος απαιτείται να στηρίζεται στο θετικό δίκαιο και να συμπορεύεται με τους γενικούς σκοπούς που επιδιώκει η πολιτική δίκη. Δεν θεωρείται έννομο το συμφέρον που δεν είναι άξιο δικαστικής προστασίας, είτε επειδή δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό που επιδιώκει η πολιτική δίκη, είτε επειδή η διαδικαστική πράξη προβάλλεται για σκοπούς ξένους με τους σκοπούς που η ίδια μπορεί να επιφέρει ή όταν ασκείται κακόβουλα ή καταχρηστικά. Επίσης το συμφέρον δεν είναι έννομο, όταν δεν υπάρχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί τη δικαστική προστασία, όταν δηλαδή η πράξη δεν είναι αντικειμενικά πρόσφορη ώστε να επιφέρει τη συγκεκριμένη συνέπεια που επιδιώκεται. Η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του, μπορεί να είναι άμεση, έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το δικαίωμα που βλάπτεται ή τίθεται σε κίνδυνο πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως και η ανάγκη δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα. Εξάλλου η μορφή της βλάβης που απορρέει από τις έννομες συνέπειες της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται ως δικονομική βλάβη(η οποία είναι νομική βλάβη) και προκύπτει από τη σύγκριση της δικονομικής θέσης του τρίτου, πριν και μετά από την έκδοση της απόφασης. Κατά συνέπεια, ως προς την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κατά το χρόνο άσκησης της τριτανακοπής, το έννομο συμφέρον δεν υφίσταται, στην περίπτωση που δεν υφίσταται η έννομη σχέση, κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης, αλλά υφίστατο σε παρελθόντα χρόνο. Δηλαδή πρέπει τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την έννοια του συμφέροντος, να μην έχουν ολοκληρωθεί στον παρελθόντα χρόνο, έτσι ώστε και η αιτούμενη και επιδιωκόμενη έννομη προστασία να μην καθίσταται πλέον χωρίς αντικείμενο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 12/2000). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την από 3-3-2012 και με αριθμό πράξεως καταθ. 679/748/11-10-2012 τριτανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του εκδώσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Εφετείου Αθηνών ζήτησε την αναγνώριση έναντι αυτού της ακυρότητας της υπ’ αριθμ.4705/2007 αποφάσεως, που εκδόθηκε επί αγωγής του δευτέρου αναιρεσίβλητου και του δικαιοπαρόχου της τρίτης των αναιρεσιβλήτων Γ. Π. κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, υπέρ του οποίου παρενέβη ο τέταρτος αναιρεσίβλητος Δήμος Βριλησσίων.
Ειδικότερα στην τριτανακοπή εξετίθετο, ότι επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας με διαδίκους τους καθών η τριτανακοπή, στην οποία το τριτανακόπτον ΝΠΔΔ δεν έλαβε μέρος, ούτε προσκλήθηκε προς τούτο, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.4705/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση του δευτέρου και της τρίτης των καθών η τριτανακοπή - της τρίτης υπεισελθούσας ως εκ διαθήκης κληρονόμου στη θέση του αρχικού συνενάγοντος Γ. Π. - κατά της υπ’ αριθμ 3537/2001αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 19-7-1995 και με αριθμ. πραξ. Καταθ. 6937/1995 αγωγή του δευτέρου και του αρχικού συνενάγοντος Γ. Π., με την οποία εζητείτο να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι κατά το ποσοστό 172/1000 εξ αδιαιρέτου, ο καθένας, εκτάσεως 1300 τμ που απέκτησαν με παράγωγο τρόπο ως τμήματος μείζονος οικοπέδου εκτάσεως 7565 τμ. Ότι το τριτανακόπτον ήταν κτίριο μείζονος εκτάσεως, επιφανείας 88542 τμ, στην οποία περιλαμβανόταν η επίδικη έκταση των 1300 τμ (ως τμήμα οικοδομικού τετραγώνου έκτασης 7565 τμ), η οποία αποτελούσε τμήμα του ευρύτερου κτήματος με την ονομασία ‘ ‘ ...’ ‘ , του οποίου η κυριότητα ανήκε στο τριτανακόπτον. Ότι το τριτανακόπτον την έκταση των 88542 τμ την πούλησε στον οικοδομικό συνεταιρισμό ‘ ‘ ... ‘ , με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../1965 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Χαρίλαου Βλαβιανού, τμήμα δε του ακινήτου αυτού, επιφανείας 1300 τμ (ως τμήμα έκτασης 7565 τ.μ που αποτελεί το οικοδομικό τετράγωνο 7) πούλησε ο Συνεταιρισμός σε άλλο πρόσωπο από το οποίο αγόρασαν ο δεύτερος και ο δικαιοπάροχος της τρίτης των τριτανακοπτόντων (και αρχικώς συνενάγων). Ότι το τριτανακόπτον έχει αποκτήσει την κυριότητα του ευρύτερου κτήματος με παράγωγο, άλλως πρωτότυπο τρόπο και δη χρησικτησία που είχε συμπληρωθεί στις 11-9-1915 και ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι τούτο (τριτανακόπτον) δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του ευρύτερου τούτου κτήματος, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο με χρησικτησία, καθώς και ότι η υπ’ αριθμ 211583/2843/1965 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας αφορά σε διακατοχή από το ίδιο και όχι σε κυριότητα, ενώ το επίδικο εσφαλμένα εμφανίζεται καταχωρημένο στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Αμαρουσίου ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό και αφού εκτίθεται ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας του κτήματος ..., που περιλαμβάνει και το επίδικο. Ζητείται να ακυρωθεί ως προς το τριτανακόπτον η τριτανακοπτόμενη απόφαση και να αναγνωρισθεί ότι το ένδικο, ως τμήμα της εκτάσεως των 7565 τ.μ που εντάσσεται στη μείζονα έκταση των 88542 τμ, που εμπεριέχεται στο κτήμα ‘ ‘ ...’ ‘ ανήκε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του τριτανακόπτοντος και μεταβιβάστηκε νομότυπα μετά της μείζονος ως άνω εκτάσεως προς το Συνεταιρισμό "...". Ότι το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος συνίσταται εις το ότι: α) με την τριτανακοπτόμενη απόφαση προσβάλλονται εμπράγματα δικαιώματα του επί του όλου κτήματος "...", τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, καθόσον με την παραδοχή της τριτανακοπτομένης ότι το τριτανακόπτον δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου αμφισβητείται η κυριότητά του στο ευρύτερο κτήμα, ενώ έχει ήδη μετβιβάσει εκτάσεις του σε τρίτους και β) ως δικονομικώς εγγυητής των δικαιοδόχων του δευτέρου και τρίτης των καθών, για τους οποίους η τριτανακοπτόμενη δέχθηκε ότι δεν απέκτησαν παραγώγως ως μη αγοράσαντες από κύριο, καθόσον το επίδικο ανήκει στο Δημόσιο, ως τμήμα του μείζονος ακινήτου των 88542 τμ, το οποίο αποτελεί τμήμα δασικής ενότητας μεγαλύτερης έκτασης. Επί της τριτανακοπής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία ως προς το αποτελούν αντικείμενο της αναιρέσεως ζήτημα του εννόμου συμφέροντος του τριτανακόπτοντος αναιρεσείοντος δέχθηκε τα ακόλουθα: "Περαιτέρω κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της τριτανακοπής, το τριτανακόπτον στηρίζει το έννομο συμφέρον του α) στο ότι είναι δικονομικός εγγυητής των ηττηθέντων εναγόντων στην δίκη περί αναγνώρισης της κυριότητας τους έναντι του Δημοσίου, επικαλούμενο ότι οι τελευταίοι απέκτησαν τη κυριότητα του ακινήτου μετά από μεταβίβαση από άλλο πρόσωπο, το οποίο το αγόρασε από τον οικοδομικό συνεταιρισμό "...", Ο οποίος το αγόρασε από το τριτανακόπτον. Η τριτανακοπή όσον αφορά το λόγο αυτό, είναι απορριπτέα ως απαραδέκτως ασκηθείσα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος εξαιτίας της οποίας ελλείπει η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης του τριτανακόπτοντος. Τούτο δε διότι το τριτανακόπτον, όπως εκθέτει στο δικόγραφο της τριτανακοπής, δεν συνεβλήθη το ίδιο με τους δεύτερο και τρίτο των καθών η τριτανακοπή (και εναγόντων στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτομένη απόφαση) για την πώληση του ακινήτου αλλά τη σύμβαση πώλησης συνήψε με τον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό. Με το ιστορικό αυτό δεν επικαλείται ότι με τους δεύτερο και τρίτο των καθ ων η τριτανακοπή, το συνδέει έννομη σχέση που να πηγάζει από νόμο, από σύμβαση ή από αδικοπραξία. Αντίθετα επικαλείται ειδικότερα ότι το επίδικο ακίνητο στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτομένη απόφαση, έκτασης 1.300 τμ., αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης που πώλησε το τριτανακόπτον, στον οικοδομικό συνεταιρισμό "...", ο οποίος το πώλησε σε άλλο πρόσωπο (που δεν αναφέρεται ονομαστικά στην τριτανακοπή) και αυτός στους β’ και γ’ των καθ ων η τριτανακοπή. Έτσι οι τελευταίοι, κατά τους ισχυρισμούς του τριτανακόπτοντος, απέκτησαν το δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις και όχι από το τριτανακόπτον το οποίο είναι μόνο ο απώτατος δικαιοπάροχος των δευτέρου και τρίτου των καθ ων η τριτανακοπή. Μόνη δε η ιδιότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει κατ αυτού δικαίωμα αποζημίωσης των δευτέρου και τρίτου των καθ ων η τριτανακοπή, σε περίπτωση ήττας τους στη δίκη για την αναγνώριση της κυριότητας του ακινήτου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το τριτανακοπτον δεν απέκτησε την ιδιότητα του δικονομικού εγγυητή των τελευταίων και δεν έχει έννομο συμφέρον, για την άσκηση της υπό κρίση τριτανακοπής, β) στο ότι (κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου) αμφισβητούνται, από τις αιτιολογίες της τριτανακοπτομένης αποφάσεως, τα εμπράγματα δικαιώματα του επί του ευρύτερου κτήματος με την ονομασία .... Και με βάση το λόγο αυτό, η τριτανακοπή είναι απορριπτέα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος διότι το τριτανακοπτον στηρίζει το έννομο συμφέρον του, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της τριτανακοπής, σε δικαίωμα που είχε κατά το παρελθόν επί του επιδίκου ακινήτου και όχι κατά την έκδοση της τριτανακοπτομένης αποφάσεως ούτε δε κατά τη συζήτηση της υπό κρίση τριτανακοπής. Όπως ισχυρίζεται το τριτανακοπτον, το 1965 πώλησε την έκταση των 88.542 τμ., μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη στην αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή μεταξύ των καθών η τριτανακοπή, στον οικοδομικό συνεταιρισμό "...". Οι έννομες συνέπειες που παράγει η τριτανακοπτομένη απόφαση ως προς την κυριότητα των ειδικών διαδόχων που απέκτησαν με παράγωγο τρόπο το ακίνητο μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, δεν είναι ικανές να στηρίξουν έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος για την άσκηση της κρινόμενης τριτανακοπής, διότι αυτές δεν καταλαμβάνουν το τριτανακοπτον. Εξάλλου ούτε οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης καταλαμβάνουν το τριτανακοπτον, ώστε να γεννάται αξίωση του για την αναγνώριση της ανενέργειας της τριτανακοπτομένης απόφασης ως προς αυτό αφού ήδη από το 1965 δεν είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου και στους δεύτερο και τρίτο των καθ ων η τριτανακοπή περιήλθε το εν λόγω ακίνητο μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις και όχι απευθείας από το τριτανακοπτον και δεν είχε δικαίωμα κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτομένης απόφασης ούτε απέκτησε τέτοιο δικαίωμα μετά την έκδοση αυτής. Επομένως το τριτανακοπτον δεν είναι δικονομικός εγγυητής των δευτέρου και τρίτου των καθ ων η τριτανακοπή ούτε βλάπτεται από τις αιτιολογίες της τριτανακοπτομένης αποφάσεως και ελλείπει .η διαδικαστική προϋπόθεση ύπαρξης εννόμου συμφέροντος με αποτέλεσμα να καθίσταται απαράδεκτη η άσκηση της τριτανακοπής, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη ... και κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η τριτανακοπή λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε την επικαλούμενη και αναλυόμενη στη νομική σκέψη, δικονομικού δικαίου, διάταξη, του άρθρου 583 ΚΠολΔικ, δεχθέν ότι εφόσον το τριτανακόπτον δεν επικαλείται έννομη σχέση πηγάζουσα από το νόμο, από σύμβαση ή από αδικοπραξία, που να το συνδέει άμεσα με τους δεύτερο και την Τρίτη των καθών η τριτανακοπή (της τρίτης υπεισελθούσας ως εκ διαθήκης κληρονόμου στη θέση του αρχικού τρίτου συνενάγοντος) δεν είναι δικονομικός εγγυητής των εν λόγω διαδίκων και συνακόλουθα, ως μη δικαιολογούν άμεσο έννομο συμφέρον, δε νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της τριτανακοπής, δεδομένου του ότι μόνη η ιδιότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει κατ’ αυτού δικαίωμα αποζημιώσεως, από την ήττα των εν λόγω καθών η ανακοπή, στην περί αναγνωρίσεως της κυριότητας του επιδίκου, δίκης. Επίσης ως προς την αμφισβήτηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του τριτανακόπτοντος επί του ευρυτέρου ακινήτου, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την άσκηση της τριτανακοπής, αφού το επικαλούμενο δικαίωμα υπήρχε κατά το παρελθόν και ότι κατά την έκδοση της τριτανακοπτομένης ή κατά τη συζήτηση της τριτανακοπής, καθώς και ότι ούτε οι αντανακλαστικές συνέπειες καταλαμβάνουν το τριτανακόπτον, ως μη έχον κεκτημένο και απαιτητό δικαίωμα επί του επιδίκου κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτομένης, αφού ήδη από το 1965 δεν είναι κύριο του επιδίκου, το οποίο περιήλθε στους δεύτερο και τρίτη των καθών, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις και όχι απευθείας από το τριτανακόπτον. Ενόψει τούτων το Εφετείο νόμιμα απέρριψε ως απαράδεκτη, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, την τριτανακοπή και ο από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον ως ηττώμενος διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των εχόντων ξεχωριστή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων, τα οποία ως προς τους αναιρεσιβλήτους Δημόσιο και Δήμο Βριλησσίων πρέπει να καταλογισθούν μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 και 3 του Ν.3693/1957 (που κατά το άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 εφαρμόζεται και επί Δήμων), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ ΚΠολΔικ, και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β’ 11/20-1-1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987. Ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή, καθόσον δεν προέκυψε ότι η νομική υποστήριξη του αναιρεσείοντος, ΝΠΔΔ, έγινε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-3-2015 αίτηση του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία ‘ ‘ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΕΝΤΕΛΗΣ’ ‘ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, του Α. Π. του Ι., της Α. Π. του Γ. και του Δήμου Βριλησσίων, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 303/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ για το πρώτο αναιρεσίβλητο, των χιλίων οκτακοσίων (1800) Ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων και των εξακοσίων (600) Ευρώ ως προς τον τέταρτο των αναιρεσιβλήτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ