Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ψευδής καταμήνυση. Πλήρης και σαφής αιτιολογία του άμεσου δόλου. Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος. Δεν είναι απαραίτητη η παράθεση των διατάξεων που προβλέπουν παρεπόμενη ποινή. Ανάγνωση εγγράφων που ιστορικώς αναφέρονται, "ανάγνωση"- επισκόπηση φωτογραφιών.
Αριθμός 19/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού- Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπύρο Φυτράκη, περί αναιρέσεως της 1432/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τρίγκα. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Απριλίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 536/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 229 παρ.1 και 224 παρ.2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι, στην πρώτη περίπτωση, εκείνος που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι'αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει ψέματα ή αρνείται ή απομακρύνει την αλήθεια. 'Ετσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ.1 ΠΚ και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ.2 ΠΚ. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώμη αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στη προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1432/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έγιναν δεκτά ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτή αποδεικτικών μέσων, τα εξής: "αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη α) εν γνώσει της καταμήνυσε τον μηνυτή ψευδώς ότι τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και απειλής σε βάρος της και β) επιβεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Πατρών την πιο πάνω μήνυσή της η οποία ήταν ψευδής, καθόσον προέκυψε ότι ο μηνυτής ουδέποτε την απείλησε, την εξύβρισε ή γενικά της συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο ανάρμοστο ή παράνομο..., όπως διευκρινίζεται παρακάτω στο διατακτικό της απόφασης". Περαιτέρω στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: "Ειδικότερα, κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πατρών την από 20-5-2002 μήνυσή της στρεφομένη κατά του νυν εγκαλούντος Αστυφύλακα Ψ, ότι δήθεν την 23 Μαρτίου 2002, κατά τη διάρκεια διατεταγμένης υπηρεσίας του, και ενώ μετέβη στην οδό..., στην πλατεία ... στην ..., προκειμένου να επιληφθεί περιστατικού τροχαίου ατυχήματος εκεί, την απείλησε και την εξύβρισε απευθύνοντάς της τις κάτωθι μειωτικές για το πρόσωπό της εκφράσεις και συγκεκριμένα: "Φύγε από εδώ μωρή, όπως γουστάρω εγώ θα σου μιλάω, συλλαμβάνεσαι κλπ". Πάντα τα ανωτέρω είναι ψευδή, γεγονός το οποίο γνώριζε άριστα η κατηγορουμένη, καθ'όσον ουδέποτε ο μηνυτής την απείλησε, την εξύβρισε ή γενικά της συμπεριφέρθη κατά τρόπο ανάρμοστο ή παράνομο. Αυτός κατά την 23 Μαρτίου 2002 εκτελούσε υπηρεσία δικυκλιστή από 13.00 έως ώρα 19.00 στον Α" τομέα της πόλεως των .... Περί ώρα 15.30 διετάχθη, μαζί με τον συνάδελφο ... να επιληφθούν κάποιου περιστατικού και συγκεκριμένα προσκρούσεως οχήματος, που είχε λάβει χώρα λίγο πριν στην οδό ... στην πλατεία ... στην .... Πράγματι μετέβησαν επί τόπου και επεδόθη κλήση στο υπ'αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας ..., το οποίο ήταν παράνομα σταθμευμένο και παρεμπόδιζε την ελεύθερη κυκλοφορία των οχημάτων. Ο ιδιοκτήτης του ως άνω αυτοκινήτου ήταν πελάτης του καταστήματος που διατηρεί η κατηγορουμένη σε εκείνο το σημείο. Κατά την στιγμή επιδόσεως από μέρους του της κλήσεως στον άνω ιδιοκτήτη του παρανόμως αυτοκινήτου του, η κατηγορουμένη εξήλθε του καταστήματος που διατηρεί και του επετέθη λεκτικώς, απευθύνοντάς του την εξής έκφραση: "Είσαι καουμπόης και Λούκυ Λουκ και δεν ξέρεις τη δουλειά σου, 'Αντε ρούφα το αυγό σου", εκφράσεις που συνιστούν το αδίκημα της αντιστάσεως και της απείθειας. Για τις ως άνω πράξεις της η κατηγορουμένη συνελήφθη κατά την αυτόφωρη διαδικασίας και, κατόπιν διενέργειας προανακρίσεως, παρεπέμφθη στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημ/κών Πατρών, ο οποίος άσκησε σε βάρος της ποινική δίωξη και όρισε ρητή δικάσιμο για την εκδίκαση της υποθέσεως. Η ανωτέρω μήνυση υπεβλήθη εν γνώσει της αθωότητας του καταγγελομένου προσώπου, δηλαδή του μηνυτού και εκ δολίας προαιρέσεως, με την έννοια ότι αυτή γνώριζε πολύ καλά ότι οι αξιόποινες πράξεις οι οποίες καταγγέλθησαν ήταν ψευδείς, η δε πραγματικότητα ήταν αυτή η οποία προεξετέθη. Εις την καταγγελία δε αυτή προέβη απλώς και μόνο με το σκοπό της προκλήσεως της ποινικής διώξεως σε βάρος του προσώπου το οποίο κατήγγειλε, δηλαδή του μηνυτού, πράγμα και το οποίο εν μέρει πέτυχε, καθόσον διετάχθη από τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Πατρών η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς διεύρυνση των καταγγελιών της. Στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυς, ενώπιον αρμοδίας αρχής να ενεργεί ένορκο εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδή και συγκεκριμένα, επιβεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Πατρών την άνω μήνυση, το περιεχόμενο δε αυτής γνώριζε η κατηγορουμένη ότι ήταν ψευδές, ενώ τα αληθή ήσαν τα προαναφερθέντα". Με τις παραδοχές αυτές, με την αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελεί ενιαίο όλο περιέχονται εκτός από τα τυπικά στοιχεία, πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως αυτών στο σκεπτικό, το δικαστήριο επέβαλε στην κατηγορουμένη την συνολική ποινή των τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της αναιρεσείουσας, τόσο ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, όσο και της ψευδορκίας μάρτυρα, της γνώσης δηλαδή της αναιρεσείουσας ότι η από 20-5-2002 μήνυση την οποία υπέβαλε εναντίον του αστυνομικού Ψ, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωσε ενόρκως εξεταζόμενη ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, ήταν εντελώς ψευδής και ότι την υπέβαλε με σκοπό να επιτύχει την ποινική καταδίωξη του ως άνω αστυνομικού, παραθέτοντας τα περιστατικά που δικαιολογούν τη γνώση της αυτή. Επομένως ο πρώτος και δεύτερος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και ιδίως σε σχέση με το στοιχείο του δόλου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Στο κλητήριο θέσπισμα δεν είναι αναγκαίο να περιέχονται, με ποινή ακυρότητας αυτού, διατάξεις που προβλέπουν την παρεπόμενη ποινή της αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρ. 61 και 63 ΠΚ) επί καταδίκης σε φυλάκιση, αφού οι διατάξεις αυτές δεν προσδιορίζουν την πράξη. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' και Δ' ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το δικαστήριο απέρριψε την νομοτύπως προβληθείσα ένστασή της περί ακυρότητας του επιδοθέντος σ'αυτήν κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω μη παράθεσης σ'αυτό του άρθρου του ΠΚ που προέβλεπε την παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών της δικαιωμάτων, που προβλεπόταν για το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί το δικαστήριο, με βάση τα παραπάνω ορθά και αιτιολογημένα απέρριψε την ένσταση αυτή της κατηγορουμένης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ.2, 333, 364 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφου και, προκειμένου περί φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων κλπ. η μη επίδειξη και επισκόπηση τούτων, δημιουργεί τον εκ του λόγου 510 παρ.1 στοιχ. α' και γ' λόγο αναιρέσεως, όταν τα έγγραφα αυτά η οι φωτογραφίες κλπ, λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της κρίσης περί ενοχής ή της αθωότητας ή της επιβλητέας ποινής στον κατηγορούμενο, γιατί έτσι, αφενός δεν δίδεται η δυνατότητα σ'αυτόν να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ως άνω Κώδικα, αφετέρου δε παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και της κατ'αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης. Τούτο δεν ισχύει, όταν το έγγραφο αυτό ιστορικώς και μόνο αναφέρεται στην απόφαση, και δεν άσκησε επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου ή όταν το περιεχόμενο του προκύπτει από άλλα στοιχεία που το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, για να σχηματίσει την περί ενοχής κρίση του. Περαιτέρω οι φωτογραφίες "δεν αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, ύστερα από επίδειξη τους για τον σκοπό αυτό, από τον διευθύνοντα την διαδικασία.
Συνεπώς, όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι αναγιγνώσκονται, είναι προφανές ότι η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά με την έννοια της επισκόπησης αυτών, μετά από προηγούμενη επίδειξή τους, από τους παράγοντες της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελίδα 8) "επιδείχθηκαν" από τον διευθύνοντα τη διαδικασία ¨και τρεις φωτογραφίες". Ανεξάρτητα από το ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό που το συμπληρώνει οι φωτογραφίες αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη για την κήρυξε της ενοχής της αναιρεσείουσας, η γενόμενη μνεία στα πρακτικά "ότι επιδείχθηκαν", με την έννοια ότι επισκοπήθηκαν, ήταν αρκετή, για να υποδηλώσει ότι επιδείχθηκαν σε όλους τους παράγοντες της δίκης, επομένως και στην αναιρεσείουσα. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.α' και γ' ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως ότι για την κήρυξη της ενοχής της αναιρεσείουσας το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τρεις φωτογραφίες, χωρίς να προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά ότι ο διευθύνων τη συζήτηση τις επέδειξε και σ'αυτήν, προκειμένου να επιφέρει τις παρατηρήσεις της, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ'ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-4-2009 αίτηση της Χ για αναίρεση της 1432/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ