Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 67 / 2016    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Κλοπή.




Περίληψη:
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη.
Κακοργημ. Διακεκρ. Κλοπή - 374 περ. δ ΠΚ .
1.Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων νόμου.




Αριθμός 67/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Σ. του Σ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Θαλασσινό, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 112/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 580/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ. "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής, απαιτείται αφαίρεση, με θετική ενέργεια του δράστη, από την κατοχή άλλου, ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος, με σκοπό την παράνομη, δηλαδή χωρίς δικαίωμα, ιδιοποίησή του. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής και τη θεμελίωση νέας στο πράγμα κατοχής από το δράστη, προς το σκοπό της παράνομης ιδιοποίησης αυτού, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος όσο και η θέληση για εξουσίαση αυτού, δηλαδή να το έχει δικό του και να το χρησιμοποιεί. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 374 εδάφ. δ' και ε' του ΠΚ, "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες .. ". Η παρούσα περίπτωση πληρούται, όταν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους ανθρώπους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες, μεμονωμένα, περιοδικά ή και κατ'εξακολούθηση. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 374 Α' παρ. 1 του ΠΚ, "Όποιος αφαιρεί από την κατοχή άλλου ξένο μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο με αποκλειστικό σκοπό να το χρησιμοποιήσει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Ο δόλος του δράστη της τελευταίας κλοπής χρήσης μεταφορικού μέσου, περιλαμβάνει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα είναι ξένο ολικά και δεν υπάρχει συναίνεση του ιδιοκτήτη για χρήση αυτού. Σκοπός του δράστη εδώ δεν είναι η παράνομη ιδιοποίηση του αφαιρούμενου πράγματος, αλλά η για βραχύτατο χρονικό διάστημα χρήση αυτού σύμφωνα με τον προορισμό του μεταφορικού μέσου, λ.χ. για μετακίνηση. Όταν ο δράστης εγκαταλείπει το κλαπέν μεταφορικό μέσο σε άγνωστο ή ερημικό μέρος έκθετο σε κλέπτες ή καταστροφείς ή μετά τη χρήση του, το ρίχνει στη θάλασσα ή το καταστρέφει ή το καίει, διαπράττει απλή κλοπή και όχι κλοπή χρήσης.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, εκείνους, δηλαδή, που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή αποκλείουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Αν υποβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για το ότι δεν πρόκειται για διακεκριμένη κακουργηματική κλοπή, αλλά για απλή κλοπή πράγματος ή ότι πρόκειται για κλοπή χρήσης μεταφορικού μέσου, που οδηγούν, σύμφωνα με το άρθρο 372 παρ.1 α και 374 Α' παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική πλημμεληματική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι απλή ή διακεκριμένη ή αν πρόκειται για κλοπή μεταφορικού μέσου ή όχι, αντίστοιχα.
Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ., υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα αναγόμενα στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' του ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και έξι μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, υπό όρους, για διακεκριμένη κλοπή, που τέλεσε ενωμένος με άλλα άγνωστα άτομα για τη διάπραξη τέτοιων πράξεων κλοπών. Δέχθηκε, δηλαδή, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη για πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος αναφερόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στη ... στις 9.9.2002 ο κατηγορούμενος ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού με άλλα άγνωστα άτομα, τα οποία διέφυγαν την σύλληψη, με τους οποίους είχε ενωθεί αυτός για να διαπράττει κλοπές, αφού παραβίασε παράθυρο του καταστήματος της εταιρίας εμπορίας αυτοκινήτων με την επωνυμία "..." επί της ... αριθ. .., εισήλθε στον χώρο του λογιστηρίου από όπου αφαίρεσε 3 πρωτότυπες άδειες αυτοκινήτου, 3 άρσεις παρακράτησης κυριότητος ΙΧΕ αυτοκινήτων μαζί με όλα τα έγγραφα αυτών, 14 ζεύγη πινακίδων ΙΧΕ αυτοκινήτων, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μάρκας SONY, 70 κλειδιά ΙΧΕ. Ακολούθως με τα ως άνω κλειδιά αφαίρεσε από τον χώρο έξω του καταστήματος τρία αυτοκίνητα που ήταν εκεί σταθμευμένα, ήτοι το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... CITROEN XSARA ο ίδιος, προκειμένου να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ AUDI AG 1800cc και το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ ALFA ROMEO 1600 cc, τα οποία αφαίρεσαν οι άγνωστοι συνεργοί του προκειμένου να το ιδιοποιηθούν παρανόμως. Με βάση τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πλήρως ότι ο κατηγορούμενος είχε ενωθεί με τους άγνωστους συνεργούς του για να διαπράττουν κλοπές και έχοντας αυτό το σκοπό, αφαίρεσαν από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος με άλλα άγνωστα άτομα τέλεσε την αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού που τελέστηκε από δράστες που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, απορριπτομένων των υπερασπιστικών αυτοτελών ισχυρισμών περί πλημμεληματικού χαρακτήρος της πράξεώς ίου εν όψει του ότι αυτός δεν έδρασε μόνος του αλλά μαζί με άλλα άγνωστα άτομα τα οποία ταυτόχρονα με τον κατηγορούμενο, με σκοπό να διαπράττουν αόριστο αριθμό κλοπών εν γνώσει τους, αφήρεσαν από την κατοχή άλλων τα μνημονευόμενα ξένα εν όλω κινητά πράγματα, ήτοι και άλλα αυτοκίνητα από το κατάστημα "..." με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συντρέχουν επομένως εν προκειμένω οι ως άνω επιβαρυντικές περιστάσεις υπό την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη έννοια τούτων και δη: α) Ότι ο κατηγορούμενος ενώθηκε με τους άγνωστους συνεργούς του με σκοπό τη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών και η γνώση καθενός από αυτούς και επομένως και του κατηγορουμένου εν προκειμένω ότι είναι ενωμένοι για τον ανωτέρω σκοπό, αφού κατά τα προμνημονευόμενα, αποδείχθηκε ότι η από κοινού διάπραξη της απόπειρας κλοπής δεν ήταν περιστασιακή και δεν αποσκοπούσε μόνο στην κλοπή του καταστήματος της προμνησθείσης εταιρίας εμπορίας αυτοκινήτων, αλλά στη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών. Επίσης το Δικαστήριο απορρίπτει και τον έτερο ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι επρόκειτο για κλοπή χρήσης του αυτοκινήτου μάρκας Citroen Xsara (372 Α ΠΚ), αφού ο κατηγορούμενος εκδήλωσε πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής του και όχι απλής χρήσης τούτου για μικρό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι όταν αντελήφθη τους αστυνομικούς υπαλλήλους που τον καταδίωκαν και έφθασε σε αδιέξοδο και δεν είχε τρόπο διαφυγής με το άνω όχημα, δεν το ακινητοποίησε αλλά προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει πεζός. Ακολούθως όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της με το κατηγορητήριο σε αυτόν αποδιδομένης πράξεως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης αποφάσεως, αναγνωριζομένων όμως, ως και πρωτοδίκως, ότι έζησε μέχρι τον χρόνο που διέπραξε το αδίκημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως διακεκριμένης κλοπής, για την οποία κακουργηματική πράξη καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 372, 374 περ. δ. του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, από το άνω αιτιολογικό προκύπτει ότι επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε τη διακεκριμένη πράξη κλοπής του άνω άρθρου 374 περ. δ. του ΠΚ, και δεν πρόκειται για απλή πλημμεληματική κλοπή, ούτε για κλοπή μεταφορικού μέσου, ήτοι απορρίπτονται επαρκώς αιτιολογημένα οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί του ότι πρόκειται για απλή κλοπή και όχι διακεκριμένη, και ότι πρόκειται για κλοπή χρήσεως μεταφορικού μέσου, με τις παραδοχές, ότι ο κατηγορούμενος ενώθηκε με άγνωστους άλλους συνεργούς του με σκοπό τη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών, σε γνώση καθενός από αυτούς ότι είναι ενωμένοι για τον ανωτέρω σκοπό και στη συνέχεια προέβησαν στην παραπάνω περιγραφόμενη, όχι περιστασιακή κλοπή, και δη προέβη ο ίδιος ο κατηγορούμενος σε διάρρηξη καταστήματος εμπορίας αυτοκινήτων και σε αφαίρεση 3 αδειών, 14 πινακίδων, 70 κλειδιών αυτοκινήτων κ.λπ. πραγμάτων και στη συνέχεια με τα κλειδιά αυτά αφαίρεσαν, και οι τρεις ταυτόχρονα από το χώρο έξωθι του καταστήματος αυτού που ήταν σταθμευμένα ΙΧΕ αυτοκίνητα προς πώληση, ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο ο ίδιος και έτερα δύο αυτοκίνητα οι άλλοι άγνωστοι στην ανάκριση συνεργοί του, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους, ότι δεν αποσκοπούσαν μόνο στην κλοπή του άνω καταστήματος, αλλά στη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών και ότι η κλοπή των αυτοκινήτων και ιδία του με αρ. κυκλ. ... που έγινε από τον ίδιο έγινε με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του όχι την απλή χρήση του για μικρό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι όταν αντελήφθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τους αστυνομικούς υπαλλήλους που τον καταδίωκαν και έφθασε σε αδιέξοδο και δεν είχε τρόπο διαφυγής με το άνω κλαπέν όχημα, δεν το ακινητοποίησε, αλλά προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει πεζός. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-5-2015 αίτηση - δήλωση του Β. Σ. του Σ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 112/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή