Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Αγορά, αποθήκευση ναρκωτικών ουσιών, κατοχή και απόπειρα πωλήσεως αυτών από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια αυτές. Καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου. Αναιρείται κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατά συνήθεια τελέσεως των άνω πράξεων από τη μη παράθεση πραγματικών περιστατικών που να υποδηλώνουν ότι ο δράστης απέκτησε από την επανειλημμένη τέλεση τέτοιων πράξεων σταθερή ροπή προς διάπραξη των και ως προς την ποινή που του επιβλήθηκε. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι: α) ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα από το ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο υπεράσπισης του για να υποβάλει μετά το τέλος της απολογίας του ερωτήσεις στον ίδιο τον αναιρεσείοντα και στον συγκατηγορούμενο του, τον οποίο υπερασπιζόταν άλλος συνήγορος, β) ο λόγος για εσφαλμένη αιτιολογία και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το ότι έγινε δεκτό ότι τέλεσε κατ' επάγγελμα τις άνω πράξεις ενώ του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό από το άρθρο 84 παρ 2α ΠΚ καθώς και για απόδοση κατασχεθέντος χρηματικού ποσού που βρέθηκε στην κατοχή του αναιρεσείοντος όχι ελλείψει συνδρομής των προϋποθέσεων για δήμευση των πραγμάτων που βρέθηκαν ως προερχομένων από παράβαση της περί ναρκωτικών νομοθεσίας αλλά ως μη αποτελούντος προϊόντος κλοπής. Απορρίπτεται ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου για αναγνώριση ελαφρυντικού από το άρθρο 84 παρ.2 εδ.ε΄ ΠΚ διότι δεν θεμελιωνόταν τέτοια ελαφρυντική περίσταση στα περιστατικά που επικαλέσθηκε ο κατηγορούμενος και αφορούν σε διάστημα που ήταν κρατούμενος στη φυλακή και δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει αιτιολογημένα για να τον απορρίψει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1998/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και τον Γραμματέα Χρήστο Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου P. B. του L., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο Αλιγιζάκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 56/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, με συγκατηγορούμενο τον N. T. του R..
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Απριλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 625/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτη-ση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ' του Κ.Ποιν.Δ. επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα, η παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων αυτού. Κατά το άρθρο 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του Κ.Ποιν.Δ. αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους επιτρέπεται να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Όπως συνάγεται από αυτές τις διατάξεις ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που έχουν δικαίωμα να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν μετά το πέρας της απολογίας του, είτε απ' ευθείας είτε δια του διευθύνοντος τη συζήτηση. Ο δε κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενό του μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να υποβληθεί εκ μέρους των σχετικό αίτημα. Εάν, παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού, δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογουμένου ή στον συνήγορό του να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβιάσεως των διατάξεων που καθορίζουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της ενδίκου αιτήσεώς του, προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο διότι, μετά το τέλος της απολογίας του ιδίου και του μη ασκήσαντος αναίρεση συγκατηγορουμένου του με τον οποίο δεν είχε τον ίδιο αλλά διαφορετικό συνήγορο υπερασπίσεως και διαφορετικές απόψεις ως προς την υπεράσπισή του, δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο υπερασπίσεώς του (του αναιρεσείοντος) προς υποβολή ερωτήσεων σ' αυτόν και στον συγκατηγορούμενό του και έτσι παραβιάστηκαν υπερασπιστικά του δικαιώματα. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον ο συνήγορός του δεν είναι μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αίτημα προς τον διευθύνοντα τη συζήτηση για να υποβάλουν ερωτήσεις προς τον συγκατηγορούμενό του N. T..
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. β' και ζ' και παρ. 2 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 ν. 2161/1993 και ίσχυε κατά τον κατωτέρω χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές καθείρξεως και χρηματική, τιμωρείται, όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει, πωλεί, κατέχει, αποθηκεύει ναρκωτικά, ενώ αν η πράξη έχει τελεσθεί με περισσότερους τρόπους από τους προβλεπόμενους στην προηγούμενη παράγραφο, αφορά όμως την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του. Μεταξύ των ναρκωτικών κατά την έννοια του νόμου αυτού περιλαμβάνεται και η ινδική κάνναβη (άρθρ. 4 παρ. 3 πιν. Α' αριθμ. 6 του ν. 1729/1987 και ήδη άρθρ. 1 παρ. 2 πιν. Α' αριθμ. 6 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3459/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη. Ως αγορά και πώληση ναρκωτικών κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεων του άρθρου 5 ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 ν. 3459/2006) θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 Α.Κ. μεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοσή τους, αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Η κατοχή των ναρκωτικών πραγματώνεται με τη φυσική επί των ουσιών αυτών εξουσίαση του δράση, ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του. Την δε αποθήκευση των ναρκωτικών τελεί εκείνος που φυλάσσει με κάποιους όρους ασφαλείας σε κάποιο χώρο τα ναρκωτικά, έστω και αν δεν ασκεί ευθέως επ' αυτών κατοχή, αλλά έχει τη δυνατότητα να τα αναλάβει οποτεδήποτε θελήσει. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων αγοράς και πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός του τιμήματος ούτε της ταυτότητας του προσώπου με το οποίο συνεβλήθη ο δράστης, διότι ο νομικός όρος αγορά είναι τόσο εύχρηστος στην πρακτική των συναλλαγών και έχει γνωστό περιεχόμενο και έννοια ώστε υποδηλώνει οπωσδήποτε και συνομολόγηση τιμήματος, άνευ του οποίου δεν μπορεί να νοηθεί αγορά και ύπαρξη ετέρου προσώπου ως αντισυμβαλλομένου σ' αυτήν, με τον οποίο συνεβλήθη ο δράστης. Αρκεί δε για τη συντέλεση της αγοράς ή πωλήσεως των ναρκωτικών να αλλάξει κατοχή το ναρκωτικό και να περιέλθει στον αγοραστή, ενώ αρχή τελέσεως της πωλήσεως ναρκωτικών και συνεπώς αξιόποινη απόπειρα του ανωτέρω εγκλήματος συντρέχει όταν υπάρχει ενοχική συμφωνία περί πωλήσεως, ακόμη και με εμφανιζόμενο ως ενδιαφερόμενο αγοραστή μυστικό αστυνομικό, χωρίς να ολοκληρωθεί η πράξη παραδόσεως του ναρκωτικού. Περαιτέρω κατά το άρθρο 8 του ν. 1729/1987, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 ν. 3189/2003 και προηγουμένως είχε το άρθρο αυτό αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 13 ν. 2163/1993 και μετά με το άρθρο 2 παρ. 15 εδαφ. β' ν. 2479/1997 με ισόβια κάθειρξη ή με χρηματική ποινή 29.412 ευρώ μέχρι 588.235 ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του νόμου αυτού αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ... Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 περ. στ Π.Κ., που προσετέθη με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2408/1996 "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Για την κατ' επάγγελμα τέλεση απαιτείται να συντρέχει είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, από την οποία προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος είτε υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως με σκοπό πορισμού εισοδήματος, έστω και αν ο δράστης τελεί άπαξ την πράξη, η οποία έτσι εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της υποδομής, δηλαδή της οργανωμένης ετοιμότητας και της μεθοδευμένης δραστηριότητας του δράστη προς τέλεση του οικείου εγκλήματος, χωρίς να απαιτείται όπως αυτή έχει εκδηλωθεί με προγενέστερες καταδίκες. Εξ άλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στην παραδοχή επιβαρυντικών περιστατικών, όπως είναι και οι προαναφερθείσες των άρθρων 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. Στ Π.Κ. και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους, καθώς και στους προβαλλομένους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι αυτοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμον απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών που προβάλλονται αορίστως με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο προβαλλόμενος από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα. Τέλος, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα: "Αρχές Σεπτεμβρίου 2005 στο Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών Βόλου περιήλθαν πληροφορίες ότι άτομο Αλβανικής υπηκοότητος με το όνομα "Μ." διακινεί μεγάλες ποσότητες ινδικής κάνναβης στην περιοχή της Λάρισας και χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές του κινητό τηλέφωνο με αριθμό κλήσεως ... . Κατ' εντολή της υπηρεσίας του ο αστυνομικός Σ. Κ. ήλθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αλβανό υπήκοο, που όπως αργότερα διαπιστώθηκε ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος (P. B.) και συμφώνησε πώληση των δύο κιλών χασίς έναντι 1.200 ευρώ και έκλεισαν ραντεβού στις 27-9-2005 και ώρα 23.30 στο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων του πολυκαταστήματος CARREFOUR στη … . Στο ραντεβού ήλθαν οι κατηγορούμενοι επιβαίνοντες ΙΧΕ αυτοκινήτου που οδηγούσε ο δεύτερος (N. T.) με συνοδό τον πρώτο, ο οποίος κατήλθε του αυτοκινήτου και συναντήθηκε με τον ανωτέρω αστυνομικό, από τον οποίο ζήτησε να του επιδείξει τα χρήματα. Ο αστυνομικός τα επέδειξε και τότε ο πρώτος ζήτησε από αυτόν να τον ακολουθήσει σε ερημική τοποθεσία για να του παραδώσει τα ναρκωτικά. Ο αστυνομικός αρνήθηκε να τον ακολουθήσει και συμφώνησαν να επανέλθει ο πρώτος με τα ναρκωτικά στο ίδιο σημείο. Πράγματι ο πρώτος κατηγορούμενος επιβιβάστηκε του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο δεύτερος και κατευθύνθηκαν σε ερημική τοποθεσία στις όχθες του Πηνειού ποταμού, απ' όπου οι παρακολουθούντες αστυνομικοί είδαν τον πρώτο να κατέρχεται του αυτοκινήτου και από κάποιο παρόχθιο σημείο να παίρνει μία σακούλα. στη συνέχεια επέστρεψαν στο χώρο στάθμευσης του CARREFOUR και ο πρώτος αφού κατήλθε του αυτοκινήτου πλησίασε τον αστυνομικό και μόλις του παρέδωσε τη σακούλα, που περιείχε 1.995 γραμμάρια χασίς, συνελήφθη όπως και ο δεύτερος. Σε έρευνα που έγινε αμέσως στο σημείο από το οποίο ο πρώτος πήρε τα ναρκωτικά βρέθηκαν αρχικά οι 21 ποσότητες ακατέργαστης κάνναβης, κατάλληλα συσκευασμένες, 21.462 γρ. ηρωίνης (το ορθό είναι κάνναβης) και την επομένη το πρωί άλλες 27 ποσότητες με την ίδια συσκευασία 27.305 γραμ. ακατέργαστης κάνναβης, ενώ πάνω στον πρώτο βρέθηκαν άλλα 20 γραμμάρια χασίς. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι τα ναρκωτικά ανήκαν σε κάποιο φίλο του Μ., αγνώστων λοιπών στοιχείων, και ότι ενήργησε κατόπιν τηλεφωνικής συνομιλίας μαζί του δύο ώρες πριν συλληφθεί με αντάλλαγμα τα 20 γραμ. χασίς που βρέθηκαν πάνω του και ότι το σημείο που βρέθηκαν τα ναρκωτικά του υπεδείχθη από αυτόν στην τηλεφωνική τους συνομιλία, δεν ευσταθεί, καθόσον αν δεν γνώριζε πού ακριβώς ήταν κρυμμένα σε δύσβατη περιοχή μέσα σε θάμνους και δένδρα τα ναρκωτικά δεν θα μπορούσε νυκτερινές ώρες να τα βρει με ευκολία, όπως διαπιστώθηκε από τους αστυνομικούς που τον παρακολουθούσαν αλλά και ο δεύτερος κατηγορούμενος προανακριτικά και στην ανάκριση κατέθεσε ότι, όταν ο πρώτος κατήλθε του αυτοκινήτου για να πάει να πάρει τα ναρκωτικά δεν γνώριζε ότι ο πρώτος επιχείρησε πώληση ναρκωτικών, δεν είναι πειστικός, αφού η συναλλαγή έγινε νυκτερινές ώρες και είναι γνωστό ότι στις όχθες του ποταμού Πηνειού αποκρύπτονται ναρκωτικά, οι συνθήκες δε που έγινε η ανωτέρω απόπειρα πώλησης καταμαρτυρούν ότι ο μέσος συνετός άνθρωπος μπορούσε να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για μια συναλλαγή με ναρκωτικά. Αν λοιπόν ο δεύτερος δεν είχε συμμετοχή έπρεπε μόλις αντελήφθη τη συναλλαγή να εγκαταλείψει τον πρώτο. Περαιτέρω ως προς τον ισχυρισμό της τοξικομανίας του πρώτου, από την 24-10-2005 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του νόμιμα διορισθέντος ιατρού Α. Δ. με βάση την αφήγηση του κατηγορουμένου ότι έκανε χρήση χασίς 3 χρόνια με 2-3 τσιγάρα την ημέρα, δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος απέκτησε την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Η από 14-4-2006 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη στηριζόμενη κι αυτή στις αφηγήσεις του κατηγορουμένου έγινε προς αντίκρουση της πρώτης και δεν περιέχει εχέγγυα ασφαλούς κρίσης. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αποδιδόμενες πράξεις και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α, που δόθηκε πρωτόδικα. Περαιτέρω, ως προς την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο πρώτος κατηγορούμενος (απόκρυψη σε δύσβατο παρόχθιο χώρο ποταμού, κατανομή σε πακέτα μέσα σε βαλίτσες, λήψη μέτρων ασφαλείας κατά τις διαπραγματεύσεις κ.λ.π.) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, που προκύπτει από τις καταθέσεις των αστυνομικών ότι έκανε διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, συντρέχει επομένως η κατ' επάγγελμα τέλεση των εγκλημάτων που τέλεσε ο πρώτος". Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα από τους κατηγορουμένους του ότι χωρίς να είναι τοξικομανής τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τις πράξεις αγοράς και αποθήκευσης ακατέργαστης ινδικής κάνναβης συνολικού μικτού βάρους 50782 γραμμαρίων κατά τον αμέσως προ της συλλήψεως του στις 28-9-2005 χρόνο στη Λάρισα και σε αγροτική περιοχή πλησίον της όχθης του Πηνειού ποταμού αντιστοίχως και ακόμη των πράξεων της κατοχής και απόπειρας πωλήσεως επί μέρους από την άνω ποσότητα ινδικής κάνναβης ποσοτήτων αυτής της ναρκωτικής ουσίας σε νάϊλον συσκευασίες συνολικού μικτού βάρους 1995 γραμμαρίων αντί τιμήματος 1200 ευρώ, στην …, στις 27/9/2005, επέβαλε δε στον ήδη αναιρεσείοντα αφού αναγνώρισε υπέρ αυτού το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου μια ποινή καθείρξεως δέκα έξι (16) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για όλες τις άνω πράξεις.
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη κατά τα προαναφερθέντα από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. αιτιολογία αφού εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυπταν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 περ.β', ζ'και παρ.2 του ν.1729/1987 που ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Από τα προαναφερόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως για τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Πενταμελές Εφετείο και συνεκτίμησε για να καταλήξει στην κρίση του και για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε χωρίς να καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ως προς τούτο και όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης ότι αναγνώσθηκαν και δεν προκύπτει το αντίθετο από όσα ισχυρίζεται ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος ότι δεν έγινε συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και καθενός από αυτά στο σύνολό του και ότι δεν προκύπτει ότι προέβη σε αξιολογική συσχέτισή τους αλλά μόνον ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς ή κατά ορισμένο μέρος των καθόσον δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο να προέλθει σε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους κάθε εγγράφου και καθενός από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και να αναφέρει κάτι τέτοιο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του. Επομένως, είναι απορριπτέες οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για ελλείψεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη επί των οποίων δεν θεμελιούται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για εσφαλμένη εφαρμογή από το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο του άρθρου 5 παρ.2 ν.1729/1987, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, αφού το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος τέλεσε περισσότερες αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην αυτή ποσότητα απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας και ορθώς έκρινε ότι έπρεπε να επιβάλλει μια μόνο ποινή για όλες. Περαιτέρω είναι απορριπτέες και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως λόγω των παραδοχών της, οι οποίες κατά τις απόψεις του ιδίου είναι αντιφατικές. Δεν δημιουργείται αντίφαση από το ότι το δικαστήριο ενώ δέχεται στο περί ενοχής κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο ήδη αναιρεσείων αγόρασε τις ποσότητες ινδικής κάνναβης από άγνωστο άτομο, τις οποίες αποθήκευσε στην πλησίον της όχθης του ποταμού Πηνειού θέση συσκευασμένες και μέσα σε αποσκευή ταξιδίου, καθώς και ότι επιχείρησε να πωλήσει μέρος της ναρκωτικής αυτής ουσίας σε αστυνομικό που κατ' εντολή της υπηρεσίας του εμφανίσθηκε ως αγοραστής και συνελήφθει από τους άλλους αστυνομικούς που επενέβησαν πριν ολοκληρωθεί η πώληση και βρήκαν να έχει επάνω του και άλλα 20 γραμμάρια εκτός από την υπό πώληση ποσότητα 1995 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης, στη συνέχεια διατάσσεται με την προσβαλλόμενη απόφαση από το ίδιο δικαστήριο απόδοση στον αναιρεσείοντα του ποσού των 600 ευρώ που είχε κατασχεθεί από τους αστυνομικούς κατά την σωματική έρευνα που του έκαναν στις 27/9/2005 και είχε κατατεθεί στη συνέχεια στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στις 29/9/2005. Δεν στερείται η απόφαση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ούτε περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, από την εσφαλμένη από το δικαστήριο αιτιολόγηση της διαταχθείσης αποδόσεως του κατασχεθέντος ως άνω χρηματικού ποσού στον ήδη αναιρεσείοντα ως μη αποτελούντος του ποσού αυτού προϊόντος κλοπής αντί να στηρίξει την αιτιολογία αυτή, της κρίσεως του, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου για παραβάσεις του άρθρου 5 ν.1729/1987, στη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων που ορίζονται για τη δήμευση πραγμάτων που προήλθαν από τέτοιες πράξεις στο άρθρο 19 ν.1729/1987, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 17 ν.2161/1993. Ούτε περαιτέρω υποδηλώνει αντίφαση προς την παραδοχή της καταδικαστικής αποφάσεως ότι ο υπαίτιος πράξεων από αυτές που προβλέπει το άρθρο 5 παρ.1 του νόμου 1729/1987 διέπραξε αυτές με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως των, για την οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που υποδηλώνουν ότι βαρυνόταν ο δράστης με αυτήν η διαταχθείσα απόδοση του άνω χρηματικού ποσού ως μη σχετιζομένου με αξιόποινη πράξη από αυτές που έγινε δεκτό ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος. Επομένως, είναι αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ.ε'Π.Κ. θεωρείται ως ελαφρυντική περίσταση εκτός των λοιπών αναφερομένων στα προηγούμενα εδάφια αυτής και το ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως πρέπει τα προσβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς να αναφέρονται επί μακρόν χρόνον μετά την τέλεση της πράξεως υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική στάση του και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του κατηγορουμένου που καταδικάστηκε ενώ ο ευρισκόμενος στη φυλακή ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους εάν παραβιάσει υπόκειται σε πειθαρχική ποινή, δεν συμπεριφέρεται ελεύθερα στην κοινωνία και δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης για την χορήγηση του προβλεπομένου από την διάταξη αυτή ελαφρυντικού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με αυτοτελή ισχυρισμό που κατέθεσε ο συνήγορος υπεράσπισής του και ανέπτυξε προφορικώς, ζήτησε να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του, εκτός την ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ.2α Π.Κ. που όπως προαναφέρθηκε έγινε δεκτός, και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ.ε' και σχετικά εξέθεσε τα παρακάτω "ο κατηγορούμενος (και νυν έγκλειστος στη Φυλακή ...) συμπεριφέρεται από την ημερομηνία της προσωρινής κράτησης αυτού δηλαδή από την 3η Οκτωβρίου 2005 έως και σήμερα ευπρεπώς, καλά χωρίς να προκαλεί με τη συμπεριφορά του ούτε τους συγκρατουμένους του στο ... Κρατουμένων ... (...-Κατάστημα Κράτησης ...) όπου κρατήθηκε προσωρινά ούτε τους συγκρατουμένους του στη Φυλακή ... όπου κρατείται σήμερα και παραμένει έγκλειστος μέχρι και σήμερα. Προσκομίζω σχετικά: α.αντίγραφο της με αριθμό πρωτοκόλλου 11550/2006 Υπηρεσιακής βεβαιώσεως της Διευθύντριας του ... Κρατουμένων ... όπου κρατείται με ημερομηνία εκδόσεως αυτής την 16 Αυγούστου 2006 όπου πιστοποιείται εκ της διεύθυνσης του συγκεκριμένου σωφρονιστικού καταστήματος πως η διαγωγή του κρατουμένου B. P. του L. είναι καλή. β.αντίγραφο της με αριθμό πρωτοκόλλου 1007/22-1-2010 βεβαίωσης του Γενικού Καταστήματος Κράτησης ... που πιστοποιείται εκ της διευθύνσεως του συγκεκριμένου σωφρονιστικού καταστήματος πως η διαγωγή του κρατουμένου B. P. του L. είναι καλή, με ημερομηνία έκδοσης την 22α Ιανουαρίου 2010, γ.αντίγραφο της με αριθμό πρωτοκόλλου 1004/25-1-2010 βεβαίωσης του Διευθυντή των Φυλακών ... όπου πιστοποιείται εκ της διεύθυνσης του συγκεκριμένου σωφρονιστικού καταστήματος πως ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δείχνει συνεχώς και ευσυνειδήτως (και όχι ως αποτέλεσμα φόβου και καταναγκασμού) φίλεργη διάθεση και εργατική πρακτική αφού έχει ήδη συμπληρώσει 276 ημερομίσθια εκεί, δηλαδή στη Φυλακή ... και 53 και 3/4 ημερομίσθια στο Κατάστημα Κράτησης ... (... ...) στα πλαίσια της νόμιμης δραστηριότητας στους κόλπους του προγράμματος εργασίας των εγκλείστων, συνολικά δε έχει συμπληρώσει 329 και 2/4 ημερομίσθια και δ.την με ημερομηνία έκδοσης 25/10/2010 έκθεση κοινωνικής έρευνας για τον κρατούμενο B. P. του L. που συνέταξε και υπέγραψε η εξειδικευμένη κοινωνική λειτουργός κα Μ. Κ. όπου αναφέρει πως η διαγωγή του είναι η δέουσα καθώς δεν έχει δημιουργήσει κανένα πρόβλημα είτε με τους συγκατηγορουμένους του είτε με το υπαλληλικό προσωπικό και επομένως δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά (με την εξαίρεση μίας 6μηνης στέρησης εργασίας, πειθαρχικής ποινής που του επιβλήθηκε στις 29/5/2008 για κατοχή κινητού τηλεφώνου, ποινή που ήδη έχει παραγραφεί), δεν έχει παρουσιάσει ανάρμοστη συμπεριφορά και εμφανίζεται υπάκουος και προσαρμοσμένος στους κανόνες της φυλακής. Επίσης, τονίζει είναι συνεργάσιμος και ευγενικός σε κάθε περίπτωση επικοινωνίας με την Κοινωνική Υπηρεσία. Συμπερασματικά, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η εν γένει στάση και συμπεριφορά του δείχνουν άτομο συγκροτημένο, μεταμελημένο και ώριμο πλέον που έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση ζωής στην οποία έχει περιέλθει ο ίδιος (και εξ αιτίας του και η οικογένειά του) και έχει πλέον ως μοναδικό στόχο την ανασυγκρότηση της προσωπικότητάς του μέσα από την ανάπτυξη των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες ώστε να τον βοηθήσουν μελλοντικά στη διαδικασία επανένταξής του με παράλληλη πρόταση εκ μέρους της κοινωνικής Υπηρεσίας του Καταστήματος Κράτησης ... να του δοθούν οι ανάλογες ευκαιρίες προκειμένου να στηριχθεί η όλη προσπάθειά του προς επίτευξη του στόχου αυτού". Ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για αναγνώριση συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως από το άρθρο 84 παρ.2 εδαφ.ε Π.Κ. δεν θεμελιώνεται στα επικληθέντα από αυτόν ανωτέρω περιστατικά καθόσον η ήσυχη πειθήνια και πλήν μίας πειθαρχικής παραβάσεως διαβίωση και εργασία αυτού καθ'όλο το διάστημα εγκλεισμού του στις φυλακές από της συλλήψεως του μέχρι τη δίκη στο Πενταμελές Εφετείο Λάρισας δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνον εκείνη που εκδηλώνεται υπό απεριόριστη προσωπική ελευθερία του υπαιτίου. Επομένως το Πενταμελές Εφετείο που δεν απήντησε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ειδικώς στον απορριφθέντα ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για αναγνώριση ελαφρυντικού καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της αναιτιολόγητης απορρίψεως αυτού αφού δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει σε τέτοιον ισχυρισμό και να αιτιολογήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση την επ' αυτού απορριπτική κρίση του. Κατά συνέπεια είναι απορριπτέες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε την επιβαλλόμενη αιτιολογία ως προς την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος διέπραξε τις ανωτέρω πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτών. Εξειδικεύονται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων είχε διαμορφώσει την υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων αγοράς, αποθηκεύσεως, κατοχής και απόπειρας πωλήσεως απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών και με σκοπό πορισμού εισοδήματος με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών στο σκεπτικό όπως η κατοχή κα απόκρυψη σε δύσβατη περιοχή μεγάλων ποσοτήτων ινδικής κάνναβης η κατανομή των ποσοτήτων αυτής σε πακέτα, η λήψη εκ μέρους μέτρων ασφαλείας κατά τις διαπραγματεύσεις και τη διάθεση ναρκωτικών και όσα ανέφεραν οι αστυνομικοί που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες για διακίνηση από αυτόν ναρκωτικών που υποδηλώνουν ότι ενεργούσε όχι ευκαιριακώς αλλά βάσει σχεδίου με οργανωμένη ετοιμότητα και ότι προέκυπτε από την πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Δεν ήταν απαραίτητο να είχε προηγηθεί καταδίκη του αναιρεσείοντος για άλλες αξιόποινες παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών προκειμένου να δεχθεί το δικαστήριο ότι τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις ο αναιρεσείων κατ' επάγγελμα. Ούτε, περαιτέρω, αντιφάσκει η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως για κατ' επάγγελμα τέλεση προς την αναγνώριση από το δικαστήριο της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου εντίμου βίου. Τα πραγματικά περιστατικά που έγινε δεκτό ότι δικαιολογούσαν την παραδοχή ότι τέλεσε κατ' επάγγελμα τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο ως άνω αναιρεσείων δεν ταυτίζονται με τα περιστατικά που θεμελιώνουν την υπέρ αυτού αναγνωρισθείσα ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ.2α ΠΚ. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ. για έλλειψη νομίμου βάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ως προς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα τελέσεως από τον ήδη αναιρεσείοντα των άνω κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω οι επιβαρυντικές περιπτώσεις που επαυξάνουν την ποινή και για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 8 του ν.1729/1987, αφορούν στην τέλεση οποιασδήποτε από τις πράξεις των άρθρων 5 έως 7, αρκεί δε να συντρέχει μία ή περισσότερες από αυτές τις επιβαρυντικές περιπτώσεις σε μία ή περισσότερες από τις οριζόμενες στο άρθρο 5 παρ.1 πράξεις που αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών για να επιβληθεί ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή. Η συνδρομή περισσοτέρων ή όλων αυτών των περιπτώσεων, δεν μεταβάλλει μεν τον χαρακτηρισμό της πράξεως, ασκεί όμως, επιρροή στην βαρύτητα αυτής και στην επιμέτρηση της ποινής του κατηγορουμένου. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος και της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατά συνήθεια τελέσεως των κακουργηματικών πράξεων της αγοράς, αποθηκεύσεως, κατοχής και απόπειρας πωλήσεως απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας, που δέχθηκε ότι τέλεσε αυτός. Ειδικότερα ενώ στο διατακτικό της αποφάσεως του αναφέρει το Πενταμελές Εφετείο ότι τέλεσε τις παραπάνω πράξεις για τις οποίες τον κήρυξε ένοχο και κατά συνήθεια από την εκδηλωθείσα επανειλημμένη τέλεση των παραπάνω αδικημάτων και ότι αναδύεται ως στοιχείο της προσωπικότητάς του η σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτών, στο σκεπτικό της αποφάσεως δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά που να μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της κατά συνήθεια τελέσεως των πράξεων αυτών και τα οποία να προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και να υποδηλώνουν ότι ο αναιρεσείων από την επανειλημμένη τέλεση παρομοίων αξιόποινων πράξεων απέκτησε σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτών, κατά τον αντίστοιχο ορισμό του άρθρου 13 εδαφ.στ' Π.Κ. Έτσι είναι βάσιμος ο ίδιος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος της ένδικης αιτήσεως ως προς την αντίστοιχη αιτίαση για ελλείψεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με την αιτιολόγηση της συνδρομής της επιβαρυντικής περιπτώσεως της κατά συνήθεια τελέσεως των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς την επιβαρυντική αυτή περίσταση της κατά συνήθειαν τελέσεως των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και ως προς την ποινή που του επιβλήθηκε. Ακολούθως, πρέπει, η υπόθεση να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι και της επιβαρυντικής περιστάσεως για την οποία εχώρησε η αναίρεση, και, αναλόγως προς την επ' αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα ποινή, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 56/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, μόνον α) ως προς την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου B. P. του L. της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατά συνήθεια τελέσεως των πράξεων της αγοράς, αποθηκεύσεως, κατοχής και απόπειρας πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών (κάνναβης) και β) ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για τις εν λόγω πράξεις.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, κατά το μέρος αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 28-4-2010 αίτηση του ανωτέρω B. P. του L. περί αναιρέσεως της ίδιας (56/2010) αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ