Θέμα
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
Περίληψη:
Βάσιμος ο εκ του 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, λόγω ασαφειών και δη διότι το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά υπάρχει ασάφεια και δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν αν τα υπ'αυτού ψευδή κατατεθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ήτοι σε πολιτικό δικαστήριο, εκδίκασης αιτήσεως ανάκλησης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, για προσβολή προσωπικότητας, μεταξύ διαδίκων που δεν περιλαμβανόταν ο νυν εγκαλών- πολιτικώς ενάγων, εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα ή σχετίζονται και πώς, ουσιαστικά ή διαδικαστικά, με την εκκρεμή δικαζόμενη αυτή υπόθεση και ότι αυτά μπορούσαν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 387/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Λ. Χ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημητρούκα, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.1236/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ν. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1137/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως και στο έγκλημα της ψευδορκίας, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής κρίσεως για ψευδορκία μάρτυρα, πρέπει εκτός από άλλα στοιχεία να αναφέρονται όχι μόνο τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο μάρτυρας, αλλά και ποία ήταν τα αληθινά γεγονότα τα οποία αυτός γνώριζε και να αιτιολογείται ειδικά η ύπαρξη αμέσου δόλου, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσεως και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη σε τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταθέσεως ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η ψευδής κατάθεση πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία, ανεξαρτήτως αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, πρέπει να έχουν σχέση με την υπόθεση και να αναφέρεται προκειμένου μεν για αστική διαφορά στο αποδεικτέο θέμα, ή σε άλλα περιστατικά που συνδέονται αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά. Μπορεί δε τα περιστατικά που κατατέθηκαν να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με εκκρεμή υπόθεση, αλλά πρέπει και να μπορούν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση, άσχετα αν πράγματι άσκησαν η όχι. Ειδικότερα, πρέπει τα περιστατικά αυτά, αν πρόκειται για πολιτική δίκη, είτε να εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα, είτε να συνδέονται αναπόσπαστα με περιστατικά που εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα (ΑΠ 696/2015, 106/2014).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τη με αρ. 1236/2015 προσβαλλόμενη απόφαση του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους, ανασταλείσα επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Ν.. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το άνω δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει και συγκεκριμένα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της Π. Σ., η οποία είναι δικηγόρος Αθηνών και συγκατηγορουμένη στον πρώτο βαθμό και της Λ. Χ., οι οποίες είναι συγγενείς εξ αγχιστείας, υπάρχει σφοδρή αντιδικία για περιουσιακές διαφορές. Ενόψει των διαφορών αυτών στις 12-6-2007 συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Λ. Χ. κατά της Π. Σ. με την οποία η πρώτη ζητούσε να υποχρεωθεί η δεύτερη να πάψει να προσβάλει την προσωπικότητά της. Επί της αίτησης αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας η Λ. Χ. παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της και τώρα εγκαλούντος Γ. Ν., εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5459/2007 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση. Μετά την εκδίκαση της αίτησης στον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων οι διάδικοι διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους και απάλλαξαν υβριστικές φράσεις. Στο επεισόδιο ήταν παρόντες ο σύζυγος της Π. Σ. Α. Χ., ο γιός της Λ. Χ. (κατηγορούμενος) και ο εγκαλών Γ. Ν., στον οποίο η Π. Σ. απηύθυνε τη φράση "εσύ τί είσαι, ο γκόμενός της". Ο εγκαλών της ανταπάντησε φραστικά και η Π. Σ. του επιτέθηκε και τον χαστούκισε στο πρόσωπο. Ασκήθηκαν εκατέρωθεν μηνύσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 6257/2010 και 6264/2010 αποφάσεις του Τριμ. Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, με την πρώτη των οποίων η Π. Σ. κηρύχθηκε ένοχη για την πράξη της εξύβρισης και με τη δεύτερη ο εγκαλών Γ. Ν. κηρύχθηκε αθώος για τις κατηγορίες της απλής σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της απειλής. Ο κατηγορούμενος, ενώ ήταν παρών κατά το επεισόδιο της 12-6-2007 και είχε ιδία αντίληψη των γεγονότων, εν τούτοις κατά την εξέτασή του ενόρκως ως μάρτυρας στις 24-3-2008 κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης της προαναφερόμενης 5459/2007 απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κατέθεσε ότι ο εγκαλών χειροδίκησε (χαστούκισε) τη μητέρα του Π. Σ. και της απηύθυνε την απειλητική φράση "θα σου δείξω εγώ τι θα πάθεις", γεγονός το οποίο προέκυψε ότι ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθειά του. Πρέπει, επομένως, για την αποδιδόμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, να κηρυχθεί ένοχος κατά ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό". Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: " Στην Αθήνα, στις 24-03-2008 ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα, κατά την συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της από 3-8-2007 αιτήσεως ανακλήσεως της με αρ. 5459/2007 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε υποβάλει η Π. Σ. (μητέρα του) κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς εις βάρος του εγκαλούντος Ν. Γ. ότι αυτός εξύβρισε με έργο και απείλησε την μητέρα του, ήτοι την χαστούκισε και της απηύθυνε την απειλητική φράση "θα σου δείξω εγώ τι θα πάθεις".
Η ανωτέρω, όμως, αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συνδυαζόμενη και με το διατακτικό της, που δεν περιλαμβάνει τίποτε περισσότερο, δεν είναι η επιβαλλόμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα το δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά, εκ μέρους του κατηγορουμένου, κατάθεσης ψευδών γεγονότων και απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν ότι τα υπ’ αυτού ψευδή κατατεθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ήτοι σε πολιτικό δικαστήριο, εκδίκασης αιτήσεως ανάκλησης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, για προσβολή προσωπικότητας, μεταξύ διαδίκων, αιτούσας Π. Σ., θυγ. Α. Χ. και καθής η αίτηση Λ. θυγ. Λ. Χ., που δεν περιλαμβανόταν ο νυν εγκαλών- πολιτικώς ενάγων Γ. Ν. και ο οποίος ήταν απλός πληρεξούσιος δικηγόρος της καθής η αίτηση ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων, και συγκεκριμένα δεν διευκρινίζεται αν αυτά που ο κατηγορούμενος Λ. Χ. κατέθεσεν ως μάρτυρας της αιτούσας ψευδώς σε βάρος του εγκαλούντος Γ. Ν. και δη " ότι αυτός ο εγκαλών Γ. Ν. (μη διάδικος στην ανωτέρω δίκη) εξύβρισε με έργο και απείλησε τη μητέρα του κατηγορουμένου (την αιτούσα), ήτοι την χαστούκισε και της απηύθυνε την απειλητική φράση θα σου δείξω εγώ τι θα πάθεις", εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα ή σχετίζονται και πώς, ουσιαστικά ή διαδικαστικά, με την εκκρεμή δικαζόμενη αυτή υπόθεση και το αποδεικτέο θέμα και αν αυτά μπορούσαν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση. Ήτοι, από τις παραπάνω παραδοχές προκύπτει ασάφεια αν τα ψευδώς κατατεθέντα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφορούσαν μόνο τον εγκαλούντα δικηγόρο, νυν πολιτικώς ενάγοντα δικηγόρο της καθής στην πολιτική δίκη ή αφορούσαν και τις διαδίκους και τη μεταξύ τους αστική διαφορά και πώς τα κατατεθέντα ψευδή γεγονότα σχετίζονταν με το αποδεικτέο θέμα της δίκης εκείνης ασφαλιστικών μέτρων.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος.
Μετά από αυτά και ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθ. 1236/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ