Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών το οποίο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση. Απορρίπτεται, ως κατ' ουσία αβάσιμος, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας.
Αριθμός 1042/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1471/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1356/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα, με αριθμό 99/11-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμ. 172/21-9-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ και της Ευρωπίας, κατοίκου ..., την οποία άσκησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αντώνιος Ι. Χονδρογιάννης δυνάμει της από 15-9-2009 εξουσιοδοτήσεως, κατά του υπ' αριθμ. 1471/20-8-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 569/14-11-2008 έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθμ. 2256/7-8-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το εμπιστεύθηκαν στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας και η οποία τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση (άρθρα 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 98 και 375 παρ. 1-2 α Π.Κ.). Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος το οποίο υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473, παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ., με δήλωση στην Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ..., για την οποία έχει συνταχθεί η προαναφερόμενη έκθεση, το δε προσβαλλόμενο βούλευμα έχει επιδοθεί στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 9-9-2009 και στον αντίκλητό του πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Ι. Χονδρογιάννη στις 18-9-2009. Είναι ως εκ τούτου τυπικά δεκτή. Με την κρινομένη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1(δ) σε συνδ. με το άρθρο 139 Κ.Π.Δ.). Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και κατά το άρθρο 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναιρέσεως ως προς τον λόγο της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου γενικά απόκειται στην αναιρετικώς ενέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000, Α.Π. 591/2001 Ποιν. Χρον. ΝΑ/537 και ΝΒ 131).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στη ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο κατηγορούμενος Χ, που εργαζόταν ως υπάλληλος στο επί της οδού ... υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εγκαλούντα Β, βορειοηπειρώτη, τη θυγατέρα του οποίου είχε βαπτίσει. Την 1.11.1999 ο παραπάνω εγκαλών ανέλαβε από τον υπ' αρ. ... κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα, το ποσό των 3.000.000 δρχ. (=8.804,10 ευρώ) και το παρέδωσε στον κατηγορούμενο, με την εντολή να του το φυλάξει για λογαριασμό του και να του το αποδώσει την 30.4.2000. Παρόμοια, ο εγκαλών Λ, πεθερός του Β, γνώρισε μέσω του τελευταίου τον κατηγορούμενο και την 4.1.2000 παρέδωσε σ' αυτόν το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δρχ. (=29.347,02 ευρώ) με την εντολή να του το φυλάξει για λογαριασμό του και να του το αποδώσει την 4.1.2001. Σύμφωνα δε με τις καταθέσεις του εγκαλούντος Β και των προταθέντων μαρτύρων ... και ..., οι εγκαλούντες, ως βορειοηπειρώτες, ωθήθηκαν σ' αυτήν την πράξη, επειδή είχαν ακούσει φήμες περί του ότι το ελληνικό κράτος θα προέβαινε σε έλεγχο της προέλευσης των χρημάτων όλων των θεωρούμενων στην Ελλάδα ως αλλοδαπών, που δεν είχαν ακόμα νομιμοποιηθεί και σε δέσμευση-κατάσχεση των περιουσιών τους, ενώ αρνούνται κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι τα παραπάνω χρήματα εδόθηκαν σ' αυτόν, προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό των εγκαλούντων στο Χρηματιστήριο. Κατά την εκπνοή των παραπάνω προθεσμιών ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε αντίστοιχα τα παραπάνω χρηματικά ποσά στους εγκαλούντες και μετά από συμφωνία παράτασης του χρόνου απόδοσης των χρημάτων, που είχε μ' αυτούς, απέδωσε περί τον Ιούνιο του 2001 στον εγκαλούντα Β το ποσό των 1.500.000 δρχ. (βλ. σχετ. την από 11.5.2006 κατάθεση του: "...στις αρχές του 2001. ... Μετά έξι μήνες επέστρεψε σε μένα, έναντι των χρημάτων που του είχα δώσει, 1.500.000 δρχ., ...") και την 3.12.2002 απέδωσε στον εγκαλούντα Λ το ποσό των 4.500 ευρώ. Την 12.9.2003, και ενώ τα ιπόλοιπα οφειλόμενα ποσά, που δεν είχαν αποδοθεί αντίστοιχα στους εγκαλούντες, ανέρχοντο σε 4.402,05 ευρώ και 24.847,02 ευρώ, ήτοι συνολικά 29.249,07 ευρώ, οι τελευταίοι επέδωσαν με δικαστικό επιμελητή στον κατηγορούμενο την από 1.9.2003 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση και διαμαρτυρία τους, που απηυθύνετο προς αυτόν, με την οποία τον καλούσαν να καταβάλει εντός τριών ημερών από την επίδοση της τα οφειλόμενα στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Ο κατηγορούμενος δεν προέβη στην απόδοση των παραπάνω ποσών στους εγκαλούντες εντός της ταχθείσας ημερομηνίας, αλλά τα παρακράτησε παράνομα και τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία σαν δικά του αγαθά, το αντικείμενο δε της υπεξαίρεσης των παραπάνω ποσών, τα οποία του τα είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του παραδέχθηκε ότι έλαβε τα παραπάνω ποσά των 3.000.000 δρχ. και 10.000.000 δρχ. την 1.11.1999 και την 4.1.2000 αντίστοιχα, και προέβαλε τον ισχυρισμό, όπως προαναφέρθηκε, ότι τα παραπάνω ποσά του παραδόθηκαν από τους εγκαλούντες, που επιδίωκαν γρήγορα και πολλά κέρδη, όχι για φύλαξη, αλλά για να τα επενδύσει στο Χρηματιστήριο με τον δικό του κωδικό, ότι, επειδή οι σχετικές επενδύσεις δεν απέδωσαν, οι εγκαλούντες απέκρουσαν τις μετοχές, που τους προσέφερε και του ζήτησαν την επιστροφή του κεφαλαίου τους και ότι, επειδή και ο ίδιος επένδυσε δικά του χρήματα χωρίς να τύχουν της ανάλογης απόδοσης, βρέθηκε σε σημαντική οικονομική δυσχέρεια να τους επιστρέψει τα οφειλόμενα. Πλην όμως, ουδέν σχετικό έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει, ούτε κανένας μάρτυρας επαληθεύει τους ισχυρισμούς του. Συμπληρωματικά πρέπει να λεχθούν και τα εξής: α) Η παράδοση στον κατηγορούμενο του ποσού των 10.000.000 δραχμών από τον πρώτο από τους εγκαλούντες Λ και η υποχρέωση του κατηγορουμένου να του το αποδώσει στις 4-1-2001 προκύπτει και από την από 5-1-2000 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1559/1989, που φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του κατηγορούμενου, την οποία (υπεύθυνη δήλωση) ο τελευταίος παρέδωσε στον άνω εγκαλούντα, β) Ο όλως αόριστος ισχυρισμός που ο κατηγορούμενος προέβαλε κατά την προκαταρκτική εξέταση, την κύρια ανάκριση, αλλά και με τους λόγους της έφεσής του, ότι δηλαδή τα ανωτέρω ποσά του παραδόθηκαν από τους εγκαλούντες προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό τους στο χρηματιστήριο με το δικό του κωδικό, επειδή όμως οι σχετικές επενδύσεις δεν απέδωσαν αρνήθηκαν να παραλάβουν τις μετοχές που είχε αγοράσει για λογαριασμό τους, αποδυναμώνεται πλήρως αφού, ουδείς μάρτυρας επαλήθευσε τον ισχυρισμό αυτό, ούτε προσκομίστηκε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, αν ο ισχυρισμός του ήταν αληθινός θα είχε προσκομίσει τη σύμβαση που είχε υπογράψει με τη χρηματιστηριακή εταιρία, τον κωδικό του, κυρίως όμως τα αντίγραφα των πινακιδίων εκτέλεσης χρηματιστηριακών εντολών, από τα οποία θα προέκυπτε η αγορά των μετοχών ισόποσης αξίας με τα ανωτέρω ποσά, μετά το χρόνο της παράδοσης των χρημάτων από τους εγκαλούντες. Με τις παροδές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσο εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και ως εκ τούτου οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 δ είναι αβάσιμες. Ε Ι Δ Ι Κ Ο Τ Ε Ρ Α Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1,2 Π.Κ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 παρ.9 του επιεικέστερου Ν.2408/1996 και συμπλ. με το άρθρο 14 παρ.3 εδ. α',β' του Ν.2721/1999: "1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την τέλεση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται τα εξής στοιχεία : α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται κατά το αστικό δίκαιο, β) το κινητό αυτό πράγμα να έχει περιέλθει κατά οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη και να είναι στην κατοχή του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία συντελείται χωρίς τη συναίνεση του κυρίου του πράγματος και δ) δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο το κατεχόμενο από αυτόν ξένο κινητό πράγμα. Θεωρείται το αδίκημα τετελεσμένο αφότου ο υπαίτιος επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας με την οποία εκδηλώνεται και εξωτερικεύεται ο σκοπός της ιδιοποίησης (Α.Π. 1062/99 Ποιν.Χρον.Ν/520, Α.Π.1115/99 Ποιν.Χρον.Ν/536, Α.Π.924/99 Ποιν.Χρον.Ν/429, Α.Π.162/1999 Ποιν.Χρον. ΜΘ/992, A.Π. 1685/1998 ΠοινΧρον.ΜΘ/941, Α.Π.13011998 Ποιν. Χρον. ΜΘ/1303, Α.Π.1258/1998 Ποιν.Χρον. ΜΘ/691. Α.Π.1241/1998 Ποιν.Χρον.ΜΘ/684, Α.Π. 979/1998 Ποιν. Χρον.ΜΘ/554. Α.Π.732/1998 Ποιν.Χρον.ΜΘ/325, Α.Π. 851/1998 Ποιν.Χρον.ΜΘ/452, Α.Π. 621/1998 Ποιν.Χρον. ΜΘ/63. Α.Π. 606/1998 Ποιν.Χρον.ΜΘ/57, Α.Π. 109/1998 Ποιν.Χρον. ΜΗ/758, ΑΠ 29/1998 Ποιν.Χρον. ΜΗ/667. Α.Π. 1786/1997 Ποιν.Χρον. ΜΗ/594, Α.Π. 1466/1997 Ποιν.Χρον. ΜΗ/967). Για τη θεμελίωση της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται είτε να αφορά αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας τα 25.000.000 δραχμές, είτε να αφορά αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και να συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 375 του Π.Κ. (όπως αντικ. από το άρθρο 1παρ.9 Ν.2408/1996) καταστάσεις ή ιδιότητες του υπαιτίου. Έτσι υπεξαίρεση με αντικείμενο αξίας άνω των 25 εκατομμυρίων δραχμών είναι πάντοτε κακούργημα, χωρίς να απαιτείται να συντρέχει και κάποια περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 375 Π.Κ., εάν δε συντρέχει κάποια από τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 375 Π.Κ. τότε συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Με άλλες λέξεις ενώ με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.9 Ν.2408/96 απαλείφεται η γενική ρήτρα της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης η ενδεικτική απαρίθμηση τέτοιων περιπτώσεων γίνεται αποκλειστική και προστίθεται δεύτερη προϋπόθεση: η ιδιαιτέρως μεγάλη αξία του υπεξαιρεθέντος, με τα άρθρα 14 παρ.3 και 3β του Ν.2721/99 διατηρούνται οι παραπάνω ρυθμίσεις και γίνεται επιπλέον κακουργηματική η υπεξαίρεση αντικειμένων αξίας μεγαλύτερης των 25 εκατομμυρίων δραχμών, χωρίς άλλο όρο, και προστίθεται στο υπάρχον κακούργημα και επιβαρυντική περίπτωση, όταν το αντικείμενο της υπερβαίνει τα 25 εκατομμύρια δραχμές (βλ. Α.Π.666/2000, ΑΘ. Κονταξής, Ποινικός Κώδικας, έκδ. Γ', τόμος Β., σελ.3332επ.). Κατά το άρθρο 719 Α.Κ. ο εντολοδόχος υποχρεούται να αποδώσει στον εντολέα παν ότι απέκτησε εκ της εκτελέσεως της εντολής, αλλά και μη δαπανηθέν ποσό, όπερ έλαβε παρά του εντολέως σε εκτέλεση της εντολής και κατά συνέπεια καθίσταται ένοχος υπεξαιρέσεως εάν το υπ' αυτού εισπραχθέν χρηματικό ποσό παρά του εντολέως δεν διέθεσε για την εκτέλεση της εντολής, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα, ή το δοθέν προς εκτέλεση της εντολής (βλ. ΑΘ. Κονταξής, ό.π., σελ: 3290 με τις εκεί παραπομπές). Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής δηλ. να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα του (Α.Π.924/99 Ποιν.Χρον. Ν/429, Α.Π.1115/99 Ποιν.Χρον. Ν/536, Α.Π. 46/98, Α.Π. 109/98, Α.Π. 134/98, Α.Π. 1336/96, Α.Π. 1832/93, Α.Π. 1063/93, Α.Π. 1666/98, Α.Π. 1786/97) με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού, η οποία εξουσία του στηρίζεται είτε στο νόμο είτε στη σύμβαση και το ιδιοποιούμενο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας αυτής (Α.Π. 1832/93 Ποιν.Χρον. ΜΑ/181, Α.Π.648/98 Ελ.Δνση 1998/1461, ΑΘ. Κονταξής, ό.π. σελ.3340).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αλλά και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το παραπεμπτικό βούλευμα, διέλαβε την εκ του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ είναι αβάσιμες. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα να απορριφθεί ως αβάσιμη η προαναφερομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
1)Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 172/21-9-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ και της Ευρωπίας, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 1471/20-8-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2)Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 3/12/2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως η παρ. ν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα που περιείλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου, ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η κακούργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικές και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστεύσεως, όπως είναι εκείνη του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Πρέπει δηλαδή το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητας του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ως διαχειριστής ξένης περιουσίας θεωρείται ο ενεργών διαχειριστικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων τρίτου και με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του τελευταίου, που πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση ή από εντολή προς ενέργεια διαχειριστικών πράξεων με διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση τους σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως, που φέρεται ότι τελέσθηκε εξακολουθητικώς ( άρθρο 98 του ΠΚ), η κρίση σχετικώς με την αξία του ιδιοποιούμενου πράγματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης, από την οποία εξαρτάται και ο κακούργηματικός χαρακτήρας του αδικήματος, εκτιμάται ανελέγκτως, με βάση τις συνθήκες της αγοράς, εφόσον δε οι μερικότερες πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν μετά την ισχύ του Ν. 2721/3/6/1999, η κρίση αυτή χωρεί εν όψει της συνολικής αξίας του αντικειμένου όλων των μερικότερων πράξεων και εφόσον ο υπαίτιος απέβλεπε με τις μερικότερες τελεσθείσες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό.
Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση , με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1471/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε η υπ' αριθμ. 569/2008 έφεση του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 2256/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου ναι δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το εμπιστεύθηκαν στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, η οποία τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση. Το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και με δικές του σκέψεις, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε, κατά την κυρία ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος Χ, που εργαζόταν ως υπάλληλος στο επί της οδού ...υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εγκαλούντα Β, βορειοηπειρώτη, τη θυγατέρα του οποίου είχε βαπτίσει. Την 1.11.1999 ο παραπάνω εγκαλών ανέλαβε από τον υπ' αρ. ... κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα, το ποσό των 3.000.000 δρχ. (=8.804,10 ευρώ) και το παρέδωσε στον κατηγορούμενο, με την εντολή να του το φυλάξει για λογαριασμό του και να του το αποδώσει την 30.4.2000. Παρόμοια, ο εγκαλών Λ, πεθερός του Β, γνώρισε μέσω του τελευταίου τον κατηγορούμενο και την 4.1.2000 παρέδωσε σ' αυτόν το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δρχ. (=29.347,02 ευρώ) με την εντολή να του το φυλάξει για λογαριασμό του και να του το αποδώσει την 4.1.2001. Σύμφωνα δε με τις καταθέσεις του εγκαλούντος Β και των προταθέντων μαρτύρων ..., οι εγκαλούντες, ως βορειοηπειρώτες, ωθήθηκαν σ' αυτήν την πράξη, επειδή είχαν ακούσει φήμες περί του ότι το ελληνικό κράτος θα προέβαινε σε έλεγχο της προέλευσης των χρημάτων όλων των θεωρούμενων στην Ελλάδα ως αλλοδαπών, που δεν είχαν ακόμα νομιμοποιηθεί και σε δέσμευση-κατάσχεση των περιουσιών τους, ενώ αρνούνται κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι τα παραπάνω χρήματα εδόθηκαν σ' αυτόν, προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό των εγκαλούντων στο Χρηματιστήριο. Κατά την εκπνοή των παραπάνω προθεσμιών ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε αντίστοιχα τα παραπάνω χρηματικά ποσά στους εγκαλούντες και μετά από συμφωνία παράτασης του χρόνου απόδοσης των χρημάτων, που είχε μ' αυτούς, απέδωσε περί τον Ιούνιο του 2001 στον εγκαλούντα Β το ποσό των 1.500.000 δρχ. (βλ. σχετ. την από 11.5.2006 κατάθεση του: "...στις αρχές του 2001. ... Μετά έξι μήνες επέστρεψε σε μένα, έναντι των χρημάτων που του είχα δώσει, 1.500.000 δρχ., ...") και την 3.12.2002 απέδωσε στον εγκαλούντα Λ το ποσό των 4.500 ευρώ. Την 12.9.2003, και ενώ τα ιττόλοιπα οφειλόμενα ποσά, που δεν είχαν αποδοθεί αντίστοιχα στους εγκαλούντες, ανέρχοντο σε 4.402,05 ευρώ και 24.847,02 ευρώ, ήτοι συνολικά 29.249,07 ευρώ, οι τελευταίοι επέδωσαν με δικαστικό επιμελητή στον κατηγορούμενο την από 1.9.2003 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση και διαμαρτυρία τους, που απηυθύνετο προς αυτόν, με την οποία τον καλούσαν να καταβάλει εντός τριών ημερών από την επίδοση της τα οφειλόμενα στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Ο κατηγορούμενος δεν προέβη στην απόδοση των παραπάνω ποσών στους εγκαλούντες εντός της ταχθείσας ημερομηνίας, αλλά τα παρακράτησε παράνομα και τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία σαν δικά του αγαθά, το αντικείμενο δε της υπεξαίρεσης των παραπάνω ποσών, τα οποία του τα είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του παραδέχθηκε ότι έλαβε τα παραπάνω ποσά των 3.000.000 δρχ. και 10.000.000 δρχ. την 1.11.1999 και την 4.1.2000 αντίστοιχα, και προέβαλε τον ισχυρισμό, όπως προαναφέρθηκε, ότι τα παραπάνω ποσά του παραδόθηκαν από τους εγκαλούντες, που επιδίωκαν γρήγορα και πολλά κέρδη, όχι για φύλαξη, αλλά για να τα επενδύσει στο Χρηματιστήριο με τον δικό του κωδικό, ότι, επειδή οι σχετικές επενδύσεις δεν απέδωσαν, οι εγκαλούντες απέκρουσαν τις μετοχές, που τους προσέφερε και του ζήτησαν την επιστροφή του κεφαλαίου τους και ότι, επειδή και ο ίδιος επένδυσε δικά του χρήματα χωρίς να τύχουν της ανάλογης απόδοσης, βρέθηκε σε σημαντική οικονομική δυσχέρεια να τους επιστρέψει τα οφειλόμενα. Πλην όμως, ουδέν σχετικό έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει, ούτε κανένας μάρτυρας επαληθεύει τους ισχυρισμούς του.
Συμπληρωματικά πρέπει να λεχθούν και τα εξής: α) Η παράδοση στον κατηγορούμενο του ποσού των 10.000.000 δραχμών από τον πρώτο από τους εγκαλούντες Λ και η υποχρέωση του κατηγορουμένου να του το αποδώσει στις 4-1-2001 προκύπτει και από την από 5-1-2000 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1559/1989, που φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του κατηγορούμενου, την οποία (υπεύθυνη δήλωση) ο τελευταίος παρέδωσε στον άνω εγκαλούντα, β) Ο όλως αόριστος ισχυρισμός που ο κατηγορούμενος προέβαλε κατά την προκαταρκτική εξέταση, την κύρια ανάκριση, αλλά και με τους λόγους της έφεσης του, ότι δηλαδή τα ανωτέρω ποσά του παραδόθηκαν από τους εγκαλούντες προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό τους στο χρηματιστήριο με το δικό του κωδικό, επειδή όμως οι σχετικές επενδύσεις δεν απέδωσαν αρνήθηκαν να παραλάβουν τις μετοχές που είχε αγοράσει για λογαριασμό τους, αποδυναμώνεται πλήρως αφού, ουδείς μάρτυρας επαλήθευσε τον ισχυρισμό αυτό, ούτε προσκομίστηκε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, αν ο ισχυρισμός του ήταν αληθινός θα είχε προσκομίσει τη σύμβαση που είχε υπογράψει με τη χρηματιστηριακή εταιρία, τον κωδικό του, κυρίως όμως τα αντίγραφα των πινακιδίων εκτέλεσης χρηματιστηριακών εντολών, από τα οποία θα προέκυπτε η αγορά των μετοχών ισόποσης αξίας με τα ανωτέρω ποσά, μετά το χρόνο της παράδοσης των χρημάτων από τους εγκαλούντες.
Με τις πάροδες αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσο εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 το ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Πλήρως δε το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογεί την απόρριψη του ισχυρισμού του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ότι τα ανωτέρω ποσά του παραδόθηκαν από τους εγκαλούντες προκειμένου να τα επενδύσει για λογαριασμό τους στο χρηματιστήριο με δικό του κωδικό, δεχόμενο ότι κανένας μάρτυρας δεν επαλήθευσε τον ισχυρισμό του αυτό, ούτε προσκομίστηκε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, όπως η σύμβαση που είχε υπογράψει με την χρηματιστηριακή εταιρία και τα πινακίδια εκτέλεσης χρηματιστηριακών εντολών. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας , είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21/9/2009 αίτηση του Χ , κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1471/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ