Θέμα
Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Απάτη - έννοια. Η περιουσιακή βλάβη θα πρέπει ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προηγήθηκε από αυτή ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία θα πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Έννοια ηθικής αυτουργίας. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 868/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 1489/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Οκτωβρίου 2009 και 29 Οκτωβρίου 2009, αντίστοιχα, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1556/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 403/16.12.2009 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ., τις υπ' αριθ. 200/27-10-2009 και 201/29-10-2009 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ1, κατοίκου ... και Χ2, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθ. 1489/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα :
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το υπ' αριθ. 1/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους αναιρεσείοντες, για να δικασθούν, ο μεν πρώτος εξ αυτών για τις αξιόποινες πράξεις : α) της απάτης με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας με σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ, ο δε δεύτερος για τις αξιόποινες πράξεις : α) της ηθικής αυτουργίας σε απάτη με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από απάτη με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ και β) της χρήσης πλαστού εγγράφου με σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία
άνω των 73.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών άσκησαν οι αναιρεσείοντες τις υπ' αριθ. 4/29-1-2009 και 9/27-1-2009 αντίστοιχες εφέσεις τους επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1489/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά τις εφέσεις αυτές και τις απέρριψε κατ' ουσία. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, άσκησαν οι αναιρεσείοντες νομοτύπως και εμπροθέσμως τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες είναι και παραδεκτές, αφού αναφέρονται σε συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της απόλυτης ακυρότητας, της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής, άλλως της εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόσθηκε (άρθρο 484§1α', β' και δ' Κ.Π.Δ.). Πρέπει λοιπόν να εξετασθούν αυτές περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386§1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται : α) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω κι' αν δεν επιτεύχθηκε τούτο, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, από την οποία ως παραγωγική αιτία επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου το οποίο δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με το βλαπτόμενο, αλλ' αρκεί να μπορεί να προβεί στην επιζήμια για το τελευταίο πράξη ή παράλειψη και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, με την έννοια της μειώσεως της υφισταμένης περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη (ΑΠ 675/2000 Π.Χρ. ΝΑ, σελ. 41, ΑΠ 79/2001 Π.Χρ. ΝΑ, σελ. 89, ΑΠ 380/2001 Π.Χρ. ΝΑ, σελ. 1096). Το έγκλημα της απάτης ως υπαλλακτικώς μικτό δύναται να τελεσθεί με τους άνω τρεις τρόπους, από αυτούς δε οι δύο πρώτοι δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών συνιστούν περίπτωση θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών πραγματώνεται με την εκ προθέσεως παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα των αληθινών γεγονότων, τα οποία έχει υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια αυτού (ΑΠ 505/2000 Π.Χρ. Ν, σελ. 975, ΑΠ 587/2006, Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 57). Έτσι η σωρευτική αποδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση γι' αυτό πρέπει να εξειδικεύεται τόσο στο βούλευμα όσο και στην απόφαση ο ακριβής τρόπος τελέσεως της απάτης (ΑΠ 1034/2000 Π.Χρ. ΝΑ, σελ. 253, ΑΠ 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ, σελ. 232). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 Π.Κ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως ή δυνατότητας του δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 299/1998 Π.Χρ. ΜΗ, σελ. 907, ΑΠ 691/1997 Π.Χρ. ΜΗ, σελ.176, ΑΠ 2203/2006 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 209, ΑΠ 1636/2006 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 734). Περαιτέρω, ως προς τον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, πρέπει να αιτιολογείται ότι υπάρχει, αφενός μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη και της πλάνης του άλλου και αφετέρου μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς που ενέχει περιουσιακή διάθεση, αφού αν αυτός (αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) ελλείπει σε κάποια από τις ως άνω περιπτώσεις δεν υφίσταται απάτη (ΑΠ 625/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ, σελ. 21). Κατά την παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) εάν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000,00 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000,00 ευρώ ή 25.000.000 δρχ. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και 2 του Π.Κ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη, δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216 Π.Κ. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του αυτού άρθρου, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 73.000,00 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι (ΑΠ 195/2007 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 1006, Α.Π 156/2007 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 1002). Πρόκειται για έγκλημα σωρευτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεως του, που αναφέρονται στο νόμο, ήτοι α) η κατάρτιση πλαστού και β) η νόθευση γνησίου δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξης, σε περίπτωση δε συνδρομής επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση και των δύο τρόπων υπόκεινται δύο εγκλήματα που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά (Α.Π 587/2006 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 57, Α.Π 1884/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ, σελ. 519). Εξάλλου, από τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τον συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνης της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου προκύπτει ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, ότι η χρήση του πλαστού εγγράφου όταν τελείται από τον πλαστογράφο παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας από το οποίο και απορροφάται και ότι αυτοτέλεια υπάρχει όταν είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο, όταν όμως η πλαστογραφία για οποιονδήποτε λόγο μένει ατιμώρητη. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικώς χρήση του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, να έχει ο δράστης πλήρη - εντελή γνώση ότι το χρησιμοποιούμενο απ' αυτόν έγγραφο είναι πλαστό ή νοθευμένο και περαιτέρω να επιδιώκει να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση του για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ενώ για τη θεμελίωση της προβλεπομένης στην παρ. 3 εδ. α του ως άνω άρθρου βαρύτερης μορφής της πράξης που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον. Ως χρήση δε νοείται, η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, σύμφωνα με τον προορισμό του ή τον επιδιωκόμενο σκοπό που τείνει στην παραπλάνηση κάποιου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Απαιτείται δηλαδή, να καθίσταται το έγγραφο προσιτό στον άλλο (που μέλλει να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο του) και δυνατότητα αυτού να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι αυτός τέτοια γνώση ή να παραπλανηθεί (Α.Π. 1034/2007 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 693, ΑΠ 1984/2004 Π.Χρ. ΝΕ, σελ. 728). Νόθευση εγγράφου υπάρχει και όταν προκειμένου περί τραπεζικής επιταγής, ατελούς κατά την έκδοση ως προς κάποιο τυπικό στοιχείο της αυτή συμπληρώνεται από το λήπτη αντίθετα με τα συμφωνηθέντα με τον εκδότη αυτής (ΑΠ 1491/2006 Π.Χρ. ΝΖ, σελ. 640, ΑΠ 1224/2001 Π.Χρ. ΝΒ, σελ. 426). Από τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 του Π.Κ συνάγεται ότι ως "συρροή εγκλημάτων" εννοούμε τις περιπτώσεις τέλεσης πλειόνων αυτοτελών και ανεξαρτήτων αλλήλων εγκλημάτων δια μιας ή πλειόνων πράξεων υπό του αυτού υποκειμένου, είτε συγχρόνως είτε διαδοχικώς. Περαιτέρω, τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης συρρέουν αληθώς, δεδομένου ότι το καθένα στρέφεται κατά διαφόρου εννόμου αγαθού, είναι αυτοτελές και στοιχειοθετείται από διάφορα περιστατικά, αφού η επίτευξη της παραπλάνησης και της συνεπακόλουθης βλάβης, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πλαστογραφίας ή της χρήσης πλαστού (ΑΠ 1753/2003 Π.Χρ. ΝΔ, σελ. 635, 1855/2001 Π.Χρ. ΝΒ, σελ. 647, ΑΠ 1300/1997 Π.Χρ. ΜΗ, σελ. 468, ΑΠ 329/1998 Π.Χρ. ΜΗ, σελ. 975). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του Π.Κ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός, εκείνος δηλαδή ο οποίος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία πρόκληση μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με την υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, με την πειθώ ή με απειλή κ.λπ., β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού (ΑΠ 2193/2007 Π.Χρ. ΝΗ, σελ. 803). (Από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2§5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ.ΝΣΤ/627, ΑΠ 1687/2002 Ποιν. Χρ.ΝΓ/638), ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39). Εξάλλου κατά το άρθρο 484§1β' του Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Κατά δε τη διάταξη του στοιχείου α' της παραγράφου 1 της ιδίας παραπάνω διατάξεως (άρθρου 484 Κ.Π.Δ.), απόλυτη ακυρότητα υπάρχει (άρθρο 171§1) : "Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α).... .β)...γ)... δ).... την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος".
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις και παραδεκτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμά του πρόταση της παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας που συγκεντρώθηκε από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε και την κυρία ανάκριση που επακολούθησε και περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα από το περιεχόμενο της μηνύσεως, τις καταθέσεις του εγκαλούντος και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας (συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων εφέσεων, της από ... έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου ..., της από 16-3-2008 έκθεσης γραφολογικών παρατηρήσεων - κριτικής και αξιολόγησης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου ..., τεχνικού συμβούλου του κατηγορουμένου Χ2 επί της εκθέσεως της άνω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης) σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά τους και εν γένει υπομνήματα, που υπέβαλαν, προέκυψαν, κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων. Δέχθηκε δε ειδικότερα το Συμβούλιο με καθολική αναφορά στην πρόταση της παρ' αυτώ εισαγγελέως, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ζ ησχολείτο επαγγελματικά με την εμπορία καφέ, ζαχαρωδών και παγωτών, διατηρώντας προς τούτο πρατήριο πωλήσεως των πιο πάνω εμπορευμάτων στη .... Τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2001, η εταιρία με την επωνυμία ... ΕΠΕ", που μεταξύ άλλων είχε ως αντικείμενο εργασίας και την εμπορία ειδών σοκολατοποιΐας, ζαχαροπλαστικής, πρώτων υλών και εποχιακών ειδών αυτών και στην οποία αργαζόταν ως υπεύθυνος για την διαφήμιση και την διάθεση των προϊόντων και υποπροϊόντων καφέ που θα παρήγαγε η ως άνω εταιρία, ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1, αμειβόμενος με μηνιαία αποζημίωση και ποσοστά επί των κερδών της διακίνησης και εμπορίας των προϊόντων καφέ, απέκτησε την πλειοψηφία .των μετοχών της εταιρίας με την επωνυμία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο εκκαλών-κατηγορούμενος Χ2, ο οποίος διατηρούσε την θέση του αυτή και μετά αυτή την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της προαναφερομένης εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" (βλ. σχετ. Φ.Ε.Κ.). Ο εγκαλών, λόγω της συνάφειας της επιχειρήσεως του με το αντικείμενο εργασιών της ανωτέρω εταιρίας συνεργάσθηκε για πρώτη φορά μαζί της τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001. Ο εκκαλών- κατηγορούμενος Χ2 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εν λόγω εταιρίας και ως άτομο που διαχειριζόταν τα οικονομικά, που καθόριζε τις επιχειρηματικές της κινήσεις και είχε εν γένει τον έλεγχο αυτής (εταιρίας), εκμεταλλευόμενος την συνεργασία του με την επιχείρηση του εγκαλούντος και με σκοπό η εταιρία του να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας συγχρόνως την περιουσία αυτού (εγκαλούντος), με υποδείξεις, συμβουλές, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Χ1, τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2002, να επισκεφθεί τον εγκαλούντα και προβάλλοντας του ως πρόφαση το δήθεν ενδιαφέρον της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" να συνεργαστεί στενότερα μαζί του προκειμένου να προωθήσει τα προϊόντα της στην περιοχή της ..., να του παραστήσει ψευδώς ότι η παραπάνω εταιρία, προκειμένου να τον βοηθήσει να αυξήσει τις πωλήσεις του και κατ' επέκταση και τις πωλήσεις και των δικών της προϊόντων, επροτίθετο να συστήσει μαζί του μία εταιρία με εταίρους αυτόν (εγκαλούντα) και την εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" με ποσοστά συμμετοχής ο μεν πρώτος (εγκαλών) 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου η δε δεύτερη (εταιρία) 51% έναντι αυτού. Σύμφωνα δε με τις ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου Χ1, η εν λόγω εταιρία θα είχε έδρα τη ..., εταιρικό κεφάλαιο 370.000,00 ευρώ και σκοπό την εμπορία και τη διανομή των εμπορευμάτων της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." (καφέδες, ζάχαρη, τσάι). Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, συνεχίζοντας την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προς τον εγκαλούντα, δήλωσε προς αυτόν ότι με την σύσταση της νέας εταιρίας επρόκειτο να τον προμηθεύσει με δύο φορτηγά καθώς και οδηγούς - πωλητές, οι οποίοι επρόκειτο να προωθήσουν τα εμπορεύματα της στην αγορά της ... και της ..., η δε κυρία μέτοχος της υπό ίδρυση εταιρίας με την επωνυμία "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." επρόκειτο να καταβάλει αφενός μεν το απαιτούμενο κεφάλαιο για την αγορά των φορτηγών και αφετέρου δε να πλήρωνε τους πωλητές που επρόκειτο να χρειασθεί η υπό ίδρυση εταιρία για την ... και τη ..., ενώ ο εγκαλών επρόκειτο να προσφέρει μόνο στην εταιρία την εμπορική πελατεία που είχε αποκτήσει στην ... και στη .... Προκειμένου δε να πεισθεί ο εγκαλών για την δήθεν συνεργασία τους, του παρέστησε ψευδώς, ότι η εταιρία τους "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.", ήταν δήθεν μία ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχείρηση, με μεγάλο κύκλο εργασιών και κέρδη εκατομμυρίων ευρώ, δηλώνοντας του ότι οι ίδιοι ήταν ιδιαίτερα φερέγγυα άτομα, με κύρος και ιδιαίτερα ευκατάστατοι. Επιπλέον, του δήλωσε ότι ενόψει του καλοκαιριού έπρεπε να οργανωθούν άμεσα για την σύσταση της δήθεν "εταιρίας τους" δηλώνοντας του, ότι μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2002 έπρεπε έστω και "ανεπίσημα" να λειτουργήσουν στην ... την "εταιρία διανομών" και να έχει άμεσα στη διάθεση του δύο φορτηγά αυτοκίνητα και δύο οδηγούς - πωλητές της εταιρίας τους "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.", οι οποίοι επρόκειτο να πληρωθούν από αυτή. Και αυτό, διότι, όπως του δήλωσε, η σύσταση της εταιρίας τους επρόκειτο να αργήσει λίγο αφού για να συμμετάσχει η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΝTΙΠAN A.E." σε άλλη εταιρία με ομοειδή σκοπό έπρεπε να έχει τη σύμφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της. Όμως, για να άρχιζε όλη αυτή η διαδικασία ήτοι να έρχονταν τα φορτηγά της νέας εταιρίας, να προσλαμβάνονταν οι καινούργιοι υπάλληλοι και να γέμιζαν τις αποθήκες τους με εμπορεύματα, τα οποία θα διακινούσαν αρχικά στο όνομα του εγκαλούντος και εν συνεχεία στο όνομα της δήθεν συσταθείσας εταιρίας τους, έπρεπε οι κατηγορούμενοι να "κατοχυρώνονταν" για την πιστή τήρηση των υποχρεώσεων του απέναντι της εταιρίας τους, αφού αυτοί θα έβαζαν τα κεφάλαια για τη λειτουργία της μεταξύ τους εταιρίας. Η κατοχύρωση λοιπόν της εταιρίας και των κατηγορουμένων θα γινόταν με την παράδοση επιταγών, ως εγγύηση, εκδόσεως του εγκαλούντος, συνολικής αξίας 180.500,00 ευρώ, για τις οποίες ο κατηγορούμενος Χ1, κατόπιν συμβουλών και υποδείξεων του συγκατηγορουμένου του Χ2, του παρέστησε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας ότι δεν επρόκειτο να τις κυκλοφορήσουν και ότι δήθεν δίνονταν μόνο προς "διασφάλιση" αυτών και της εταιρίας τους "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.", για την μεταξύ τους συνεργασία μέχρι τη σύσταση της εταιρίας τους, και στη συνέχεια επρόκειτο να τις επιστρέψουν σ' αυτόν στην κατάσταση που τις είχε παραδώσει. Εν όψει της ανωτέρω συμφωνίας τους, η οποία επικυρώθηκε με τη σύναψη του μεταξύ τους από 5-2-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού και πεισθείς από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, ο εγκαλών εξέδωσε σε διαταγή της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." στον προαναφερόμενο κατηγορούμενο είκοσι (20) επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, πληρωτέες από τον με αριθμό ... λογαριασμό του στην εν λόγω τράπεζα, και συγκεκριμένα τις κάτωθι επιταγές : 1) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-4-2002, ποσού 12.590,00 ευρώ, 2) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 24-4-2002, ποσού 3.521,64 ευρώ, 3) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 24-4-2002, ποσού 3.521,64 ευρώ, 4) την υπ' αριθμ. ...με ημερομηνία έκδοσης την 30-4-2002, ποσού 3.522,00 ευρώ, 5) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 25-5-2002, ποσού 2.010,00 ευρώ, 6) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-5-2002, ποσού 20.200,00 ευρώ, 7) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης 20-6-2002, ποσού 10.100,00 ευρώ, 8) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-7-2002, ποσού 10.100,00 ευρώ, 9) την υπ' αριθμ. 10217300-1 με ημερομηνία έκδοσης την 20-7-2002, ποσού 24.650,00 ευρώ, 10) την υπ' αριθμ. ...με ημερομηνία έκδοσης την 15-8-2002, ποσού 13.685,00 ευρώ, 11) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 15-8-2002, ποσού 14.171,00 ευρώ, 12) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 10-10-2002, ποσού 20.200,00 ευρώ, 13) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 30-9-2002, ποσού 10.100,00 ευρώ, 14) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 10-9-2002, ποσού 15.080,00 ευρώ, 15) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 30-10-2002, ποσού 24.650,00 ευρώ, 16) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 26-5-2002, ποσού 2.500,00 ευρώ, 17) τις υπ' αριθμ...., αγνώστων λοιπών "αριθμητικών στοιχείων λευκές επιταγές που παραδόθηκαν στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, μόνο με την υπογραφή και τη σφραγίδα του εγκαλούντος και 18) την υπ' αριθμ. ..., λευκή επιταγή, που παραδόθηκε στον ανωτέρω κατηγορούμενο, μόνο με την υπογραφή και τη σφραγίδα του εγκαλούντος. Όταν παρελήφθησαν οι παραπάνω επιταγές από τον κατηγορούμενο Χ1, ο εγκαλών έλαβε από μέρους του την ψευδή διαβεβαίωση ότι επρόκειτο να ξεκινήσει άμεσα έστω και ατύπως η συνεργασία τους, αποστέλλοντας του αμέσως μετά το Πάσχα του έτους 2002 δύο φορτηγά αυτοκίνητα που επρόκειτο να κάνουν τη διανομή των εμπορευμάτων τους καθώς και δύο οδηγούς- πωλητές, οι οποίοι επρόκειτο να προωθήσουν τα εμπορεύματα της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." στην αγορά της ... και της ... στους πελάτες που ούτος (εγκαλών) θα τους υπεδείκνυε. Όμως, η συνεργασία αυτή δεν ξεκίνησε ποτέ και η εταιρία αυτή δεν συστάθηκε ποτέ, ενώ τις πιο πάνω επιταγές που παρέλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος από τον εγκαλούντα ως εγγύηση, τις παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό του Χ2, ο οποίος παρά τα μεταξύ του εγκαλούντος και πρώτου κατηγορουμένου ως άνω συμφωνηθέντα, τις κυκλοφόρησε σε τρίτους, καλύπτοντας με αυτές άλλες οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας με την επωνυμία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ". Επιπλέον, η ανωτέρω υπ' αριθμ. ... λευκή επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία ... έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικού γραφολόγου ..., συμπληρώθηκε καθ' όλα τα λοιπά στοιχεία της από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, χωρίς ο εγκαλών να έχει γνώση για την συμπλήρωση των στοιχείων αυτής ούτε καν του ποσού και χωρίς καμία προηγουμένη συμφωνία. Ειδικότερα, ανέγραψε σ' αυτήν ημερομηνία έκδοσης 30-12-2002, ποσό 128.456,00-ευρώ, σε διαταγή "DIPAN ΑΕΒΕ" και την παρέδωσε και αυτή στον συγκατηγορούμενό του Χ2, ο οποίος γνωρίζοντας ότι είχε συμπληρωθεί από τον παραπάνω κατηγορούμενο, χωρίς προηγουμένως να ερωτηθεί ή να συναινέσει προς τούτο ο εγκαλών, διά οπισθογραφήσεως την μεταβίβασε στην ALPHA δορυφορική, τηλεόραση Α.Ε., ως αμοιβή για τις διαφημίσεις που έκανε η εταιρία ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.Β.Ε. στο πιο πάνω τηλεοπτικό δορυφορικό κανάλι, η οποία όμως δεν την αποδέχθηκε, θέλοντας προφανώς επιταγή εκδόσεως της ως άνω εταιρίας, με αποτέλεσμα η επιταγή αυτή να επιστραφεί στον εγκαλούντα από τον κατηγορούμενο Χ1. Όπως αποδείχθηκε λοιπόν, όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα ήταν ψευδή, εν γνώσει δε της αναληθείας τους τα παρέστησε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εγκαλούντα, μετά από προτροπές, παραινέσεις, υποδείξεις, πειθώ και φορτικότητα του δευτέρου κατηγορουμένου, καθώς ούτε οικονομικά ευκατάστατοι και φερέγγυοι ήταν, ούτε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "NTlΠAN A.E.", ήταν φερέγγυα και ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχείρηση με μεγάλο κύκλο εργασιών και κέρδη εκατομμυρίων ευρώ, δοθέντος μάλιστα ότι η παραπάνω εταιρία την21-12-2002 έπαυσε τις πληρωμές της και κατόπιν κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την υπ' αριθμ. 872/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ούτε η ως άνω εταιρία ενδιαφερόταν να συστήσει με τον εγκαλούντα άλλη εταιρία, με αντικείμενο εργασιών την εμπορία και τη διανομή των εμπορευμάτων της "NTlΠAN A.E.", με έδρα τη ... και εταιρικό κεφάλαιο 370.000,00 ευρώ, στην οποία εταιρία το 49% του εταιρικού κεφαλαίου θα κατείχε ο εγκαλών και το 51% η εταιρία "NTlΠAN A.E.", καταβάλλοντος το απαιτούμενο κεφάλαιο της προς ίδρυση εταιρίας η προαναφερομένη εταιρία, ενώ ο εγκαλών δεν επρόκειτο να καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό, αλλά να εισφέρει μόνο την εργασία του και την εμπορική του πελατεία στην ... και τη ... ενόψει της θερινής περιόδου του έτους 2002 και εκ του λόγου ότι έπρεπε να αρχίσει άμεσα η σύσταση και η οργάνωση της υπό ίδρυση εταιρίας και μάλιστα μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2002, η εταιρία "NTlΠAN A.E." επρόκειτο να διαθέσει άμεσα στον εγκαλούντα με δικά της έξοδα, δύο φορτηγά αυτοκίνητα, δύο οδηγούς-πωλητές και εμπορεύματα, προκειμένου να αρχίσει η εμπορική δραστηριότητα της υπό ίδρυση εταιρίας στο .... Με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, εκ των οποίων όσες ανάγονταν στο μέλλον συνοδεύονταν από ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις αναφερομένων στο παρελθόν και παρόν γεγονότων (περί της ιδιαίτερα κερδοφόρας επιχείρησης με μεγάλο κύκλο εργασιών και κέρδη εκατομμυρίων ευρώ), ενώ και η ψευδής διαβεβαίωση περί του μελλοντικού γεγονότος της συστάσεως μεταξύ του εγκαλούντος και της εταιρίας που εκπροσωπούσαν οι κατηγορούμενοι νέας εταιρίας στην οποία αποκλειστικά η εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" θα κάλυπτε το κεφάλαιο και θα προσέφερε όλη την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, όπως εκτίθεται πιο πάνω, θα πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρείται, εξετάζεται και αξιολογείται σε συνάρτηση με το αντικειμενικό γεγονός της ύπαρξης της οικονομικής δυνατότητας της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" να καταβάλει το απαιτούμενο κεφάλαιο καθώς και της κατάλληλης προετοιμασίας και υποδομής εντός αυτής προκειμένου να αναλάβει τις υπεσχημένες από τον πρώτο κατηγορούμενο προς τον εγκαλούντα υποχρεώσεις, παρέπεισε ο εν λόγω κατηγορούμενος τον εγκαλούντα, ο οποίος του κατέβαλε τις παραπάνω επιταγές, που ενσωμάτωναν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά, αποκομίζοντας έτσι η εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ AEBE" παράνομο περιουσιακό όφελος, στο οποίο εξαρχής αποσκοπούσαν, με αντίστοιχη ζημία αυτού, η οποία προκλήθηκε κατά άμεσο τρόπο στην περιουσία του και ανέρχεται συνολικά στο χρηματικό ποσό των 190.601,28 ευρώ, ενώ αν ούτος γνώριζε την αληθή των πραγμάτων κατάσταση δεν θα προέβαινε στην καταβολή των ανωτέρω ποσών. Εξ όλων των προαναφερομένων συνάγεται, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, εκτελώντας ένα καλά οργανωμένο σχέδιο από τον συγκατηγορούμενό του Χ2 και κατόπιν των υποδείξεων, συμβουλών, προτροπών και παραινέσεων αυτού, ήταν αυτός που μόνος, με ψευδείς παραστάσεις έπεισε τον εγκαλούντα να του καταβάλει τις πιο πάνω επιταγές που ενσωμάτωναν τα παραπάνω ποσά και τα οποία καρπώθηκε η εταιρία "NTlΠAN AEBE", αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη του εγκαλούντος, ως εξαρχής σκόπευαν. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υφίσταται συναυτουργική δράση του δευτέρου κατηγορούμενου στην εγκληματική δραστηριότητα του πρώτου εξ αυτών, καθόσον ούτος δεν προέβη ο ίδιος σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προς τον εγκαλούντα, όπως έπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος, καθώς επίσης από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ήρθε σε επικοινωνία με τον εγκαλούντα. Ειδικότερα, αυτό προκύπτει τόσο από την με ημερομηνία 5-2-2008 ένορκη κατάθεση του εγκαλούντος ενώπιον του 2ου Ανακριτή Χαλκίδας, που δήλωσε ότι τον κατηγορούμενο Χ2 τον είδε για πρώτη φορά πριν ενάμιση μήνα, ήτοι αρχές του έτους 2008 στα Δικαστήρια των Αθηνών, όσο και από την έγκληση του, στην οποία αναφέρει ότι τις ψευδείς παραστάσεις τις δέχτηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο στον οποίο αναφέρει ότι παρέδωσε και τις επιταγές που εξέδωσε, ενώ στο σημείο που χρησιμοποιεί τρίτο πληθυντικό αναφερόμενος και στους δύο κατηγορούμενους είναι προφανές ότι αναφέρεται στον κοινό τους δόλο και στο σκοπό τους να αποκτήσει η εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία του, στοιχείο όμως που δεν αρκεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω για την ύπαρξη συναυτουργικής δράσης. Ενισχυτική προς τούτο, είναι και η από 22-6-2008 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Φ ενώπιον του 2ου Ανακριτή Χαλκίδας, η οποία καταθέτει ότι όλες οι παραπάνω ψευδείς παραστάσεις, μερικές εκ των οποίων πραγματοποιήθηκαν και ενώπιον της, έγιναν από τον κατηγορούμενο Χ1 προς τον εγκαλούντα (βλ. σχετ. κατάθεση). Όμως, είναι εναργής και ο ρόλος του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 ως του ατόμου που είχε σχεδιάσει το προαναφερόμενο εγκληματικό σχέδιο και στο οποίο ενέπλεξε και τον πρώτο κατηγορούμενο, καθώς ούτος ήταν το πρόσωπο που διαχειριζόταν τα οικονομικά θέματα της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ", ενέκρινε όλες τις συναλλαγές αυτής και καθόριζε την οικονομική της πορεία, και στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και το άτομο, στο οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε τις επιταγές που έλαβε από τον εγκαλούντα και αυτός ο οποίος έθεσε την υπογραφή του για την περαιτέρω κυκλοφορία των επιταγών αυτών. Επίσης, ήταν αυτός που υπέγραψε και το από 20-6-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό εκ μέρους της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" και το οποίο αφορούσε στην επιστροφή μέρους των ανωτέρω επιταγών στον εγκαλούντα από την εταιρία αυτή και στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι οι επιταγές αυτές είχαν δοθεί από τον εγκαλούντα στην ως άνω εταιρία ως εγγύηση για τη σύσταση της μεταξύ τους εταιρίας. Εξάλλου, και ο πρώτος κατηγορούμενος στο από 14-2-2008 απολογητικό του υπόμνημα στον ανωτέρω Ανακριτή Χαλκίδας αναφέρει "... και αφού διαβάστηκε στον Χ2 αυτός το υπέγραψε και στη συνέχεια μου ζήτησε να συναντηθώ με τον μηνυτή και να το υπογράψει και αυτός. Πράγματι αυτή η συνάντηση έγινε και ο μηνυτής υπέγραψε. Κθ' υπόδειξη μάλιστα του Χ2στην συνάντηση αυτή συμπλήρωσα το χειρόγραφο κείμενο το οποίο μου είχε υποδείξει ο Χ2, όπως ακριβώς μου το είχε υποδείξει. Λίγους μήνες αργότερα ο Χ2 λακωνικά μου ανέφερε ότι η ιστορία με τον Ζ κατηγορούμενος Χ2 ήταν το πρόσωπο εκείνο που είχε τον πρώτο λόγο στις υποθέσεις της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" και διαχειριζόταν τα οικονομικά αυτής, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος ακολουθούσε τις εντολές και υποδείξεις του και ενεργούσε σύμφωνα πάντα με αυτές. Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι ενώπιον του ανωτέρω Ανακριτή Χαλκίδας αρνήθηκαν γενικά τις σε βάρος τους κατηγορίες και ισχυρίσθηκαν ότι ουδεμία αξιόποινη πράξη διέπραξαν. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ισχυρίσθηκε αφενός μεν ότι δεν είχε την καταστατική εκπροσώπηση και διαχείριση των εταιριών "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" και "ΝΤΟΛΤΣΕ ΕΠΕ" και ως εκ του γεγονότος αυτού δεν είχε και τη δυνατότητα να έρχεται σε διαπραγματεύσεις με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για επιχειρηματικές- εταιρικές συμφωνίες, αφετέρου δε ότι οι επιταγές που εκδόθηκαν από τον εγκαλούντα προς την εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ", αφορούσαν σε εμπορεύματα που είχε προμηθευθεί πράγματι απ' αυτή και σε καμία περίπτωση δεν δόθηκαν ως εγγύηση για μελλοντική τους συνεργασία. Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, καθώς το γεγονός ότι ο πρώτος ο κατηγορούμενος δεν είχε την καταστατική εκπροσώπηση και διαχείριση των ανωτέρω εταιριών, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται άνευ ετέρου, όπως και εν προκειμένω συνέβη, η πιθανότητα να εμφανίζεται ενώπιον κάποιου προσώπου και να του παρουσιάζει ψευδή γεγονότα ως αληθινά με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ούτε φυσικά αποκλείει τη δυνατότητα αυτού να νοθεύσει κάποιο έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και να αποκτήσει ο ίδιος ή άλλος περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ενώ και ο ισχυρισμός περί πραγματικής οφειλής του εγκαλούντος και ανυπαρξίας συμφωνίας περί παραδόσεως των ανωτέρω επιταγών ως εγγύηση, δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο ικανό να αντικρούσει και ανατρέψει τα πιο πάνω αναφερθέντα. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 ισχυρίσθηκε ότι και αυτός εξαπατήθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος είχε, κατά τους ισχυρισμούς του πάντα, την αποκλειστική διαχείριση και εκπροσώπηση των παραπάνω εταιριών και έκλεινε όλες τις συμφωνίες αυτών των εταιριών με άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα, χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή ανάμιξη και χωρίς φυσικά να γνωρίζει την παραβατική αυτή συμπεριφορά του. Όμως, δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό μέσο ικανό να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του, ενώ δεν παρέχει και καμία ικανοποιητική εξήγηση που να ανατρέπει τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, καθιστώντας έτσι τους ισχυρισμούς του ανεπαρκείς και αβάσιμους. Επίσης, ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος στην έκθεση εφέσεώς του ισχυρίζεται ότι ο τεχνικός του σύμβουλος-ειδικός δικαστικός γραφολόγος ..., έχει αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο η υπογραφή στη φερομένη ως πλαστή υπ' αριθμ. ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας, να έχει τεθεί από αυτόν (κατηγορούμενο). Όμως, ο παραπάνω τεχνικός σύμβουλος, ο οποίος διορίσθηκε από τον κατηγορούμενο, με την από 16-3-2008 έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων- κριτικής και αξιολόγησης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, εκφράζει απλώς την γνώμη του σχετικά με την από 27-2-2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου ..., που διορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 7/2008 Διάταξη του 2ου Ανακριτή Χαλκίδας, χωρίς φυσικά να επικαλείται κάποιο ικανοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο που να μπορεί να ανατρέψει όσα η ως άνω γραφολόγος επικαλείται στην πιο πάνω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι διορισμός ετέρου πραγματογνώμονος δεν είναι αναγκαίος, καθόσον η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της παραπάνω δικαστικής γραφολόγου κρίνεται επαρκής και αιτιολογημένη, χωρίς να αφήνει κενά που να χρειάζονται συμπληρώσεως. Επιπλέον, ο ίδιος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας συνήλθε για να αποφανθεί σχετικά με το εκκαλούμενο βούλευμα παρουσία του Αντεισαγγελέα Κων/νου Σπυρόπουλου, χωρίς φυσικά να αποχωρήσει, ως όφειλε, με αποτέλεσμα η παραμονή του κατά τη λήψη της απόφασης να συνιστά απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1α του Κ.Π.Δ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν επικαλείται κάποιο περιστατικό ή αποδεικτικό στοιχείο που να προκύπτει ότι ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών δεν αποχώρησε από το Δικαστικό Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης ή και σε περίπτωση που είχε παραμείνει για λίγο διάστημα ότι εγένετο λόγος για την εν λόγω υπόθεση, και επομένως ο_ισχυρισμός του είναι έωλος και παντελώς αβάσιμος. Ακόμη, ο πιο πάνω κατηγορούμενος με την έκθεση έφεσης του ζητεί να απαλλαγεί από τις εις βάρος του κατηγορίες και κατ' επέκταση να αρθεί ο σε βάρος του επιβληθείς περιοριστικός όρος της εμφάνισης του άπαξ κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του, πλην όμως, παρέλκει η αναφορά στην άρση του εν λόγω περιοριστικού όρου. καθόσον τούτο αναφέρεται σε συνάρτηση με την απαλλαγή του. Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε και την κυρία ανάκριση που ακολούθησε, σχετικά με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες αξιόποινες πράξεις και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε ακόμη τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 386§§3β'και 1, 216§ 3α, 2 και 1, 46§1α και 94§1 Π.Κ. που προβλέπουν και τιμωρούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες παραπέμπονται να δικασθούν οι αναιρεσείοντες, αφού αναφέρονται στο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στις ουσιαστικές αυτές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Ακόμη με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το Συμβούλιο το αίτημα που υπέβαλε ο αναιρεσείων Χ1 με την υπ' αριθ. 4/2009 έφεσή του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του. Επίσης αιτιολογημένα απέρριψε το Συμβούλιο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Χ2 για απόλυτη ακυρότητα που εχώρησε κατά την ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, συνισταμένη στο γεγονός ότι στο βούλευμα του Συμβουλίου αυτού δεν αναφέρεται ότι απεχώρησε κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου, αμέσως μετά την πρότασή του ο προτείνας εισαγγελέας, δεχθέν ότι ο αναιρεσείων αυτός "δεν επικαλείται κάποιο περιστατικό ή αποδεικτικό στοιχείο που να προκύπτει ότι ο ανωτέρω εισαγγελέας Πρωτοδικών δεν αποχώρησε από το Δικαστικό Συμβούλιο κατά την λήψη της απόφασης ή σε περίπτωση που είχε παραμείνει για λίγο διάστημα ότι εγένετο λόγος για την εν λόγω υπόθεση...". Είναι δε εμφανές εν προκειμένω ότι η μη μνεία στο βούλευμα της αποχώρησης του προτείνοντος εισαγγελέως οφείλεται σε προφανή παραδρομή, αφού ουδέν αναφέρεται στο βούλευμα πέραν του περιεχομένου της προτάσεως του Εισαγγελέως αυτού. Ακόμη αβάσιμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Χ2 ότι η παραπομπή του να δικασθεί για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις στηρίχθηκε μόνο στην απολογία του συγκατηγορουμένου του, αφού στο προσβαλλόμενο βούλευμα μνημονεύονται και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα στα οποία το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στήριξε την παραπομπή του. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων, είναι αβάσιμες στην ουσία τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583§1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω : Να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν κατ' ουσία οι υπ' αριθ. 200/27-10-2009 και 201/29-10-2009 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, κατά του υπ' αριθ. 1489/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 10-12-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΥΡΟΣ".
Αφού άκουσε την ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι υπ' αριθ. 200/ 27-10-2009 και 201/ 29-10-2009 αιτήσεις των κατηγορουμένων Χ1, κατοίκου ... και Χ2, κατοίκου ... για αναίρεση του 1489/ 2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρου άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν.2408/1996 που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και ακολούθως από το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/2999 που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α)
ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άνω άρθρου νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Εξάλλου περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος. Περαιτέρω, η περιουσιακή βλάβη που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει αν είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημοσίας ή ιδιωτικής φύσης. Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (αρθρ. 216 παρ. 3 εδ. α' ΠΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός, εκείνος δηλαδή ο οποίος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που αυτός διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία πρόκληση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με την πειθώ, φορτικότητα, απειλή, υπόσχεση αμοιβής κλπ, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το 1/ 2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για τα κακουργήματα, ο πρώτος α) της απάτης με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας με σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ, ο δε δεύτερος α) της ηθικής αυτουργίας σε απάτη με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της χρήσης πλαστού εγγράφου με σκοπούμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ. Μετά από εφέσεις των αναιρεσειόντων, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1489/ 2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε τις εφέσεις τους κατ' ουσίαν και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα κατά τις παραπεμπτικές διατάξεις του. Με το βούλευμα αυτό, το Συμβούλιο Εφετών με δικές τους σκέψεις και επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, αφού αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος προσδιορίζονται, δέχθηκε ανελέγκτως ότι "ο εγκαλών Ζ ασχολείτο επαγγελματικά με την εμπορία καφέ, ζαχαρωδών και παγωτών, διατηρώντας προς τούτο πρατήριο πωλήσεως των πιο πάνω εμπορευμάτων στη .... Τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2001, η εταιρία με την επωνυμία ... ΕΠΕ", που μεταξύ άλλων είχε ως αντικείμενο εργασίας και την εμπορία ειδών σοκολατοποιΐας, ζαχαροπλαστικής, πρώτων υλών και εποχιακών ειδών αυτών και στην οποία αργαζόταν ως υπεύθυνος για την διαφήμιση και την διάθεση των προϊόντων και υποπροϊόντων καφέ που θα παρήγαγε η ως άνω εταιρία, ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1, αμειβόμενος με μηνιαία αποζημίωση και ποσοστά επί των κερδών της διακίνησης και εμπορίας των προϊόντων καφέ, απέκτησε την πλειοψηφία .των μετοχών της εταιρίας με την επωνυμία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο εκκαλών-κατηγορούμενος Χ2, ο οποίος διατηρούσε την θέση του αυτή και μετά αυτή την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της προαναφερομένης εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" (βλ. σχετ. Φ.Ε.Κ.). Ο εγκαλών, λόγω της συνάφειας της επιχειρήσεως του με το αντικείμενο εργασιών της ανωτέρω εταιρίας συνεργάσθηκε για πρώτη φορά μαζί της τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001. Ο εκκαλών- κατηγορούμενος Χ2 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εν λόγω εταιρίας και ως άτομο που διαχειριζόταν τα οικονομικά, που καθόριζε τις επιχειρηματικές της κινήσεις και είχε εν γένει τον έλεγχο αυτής (εταιρίας), εκμεταλλευόμενος την συνεργασία του με την επιχείρηση του εγκαλούντος και με σκοπό η εταιρία του να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας συγχρόνως την περιουσία αυτού (εγκαλούντος), με υποδείξεις, συμβουλές, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Χ1, τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2002, να επισκεφθεί τον εγκαλούντα και προβάλλοντας του ως πρόφαση το δήθεν ενδιαφέρον της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" να συνεργαστεί στενότερα μαζί του προκειμένου να προωθήσει τα προϊόντα της στην περιοχή της ..., να του παραστήσει ψευδώς ότι η παραπάνω εταιρία, προκειμένου να τον βοηθήσει να αυξήσει τις πωλήσεις του και κατ' επέκταση και τις πωλήσεις και των δικών της προϊόντων, επροτίθετο να συστήσει μαζί του μία εταιρία με εταίρους αυτόν (εγκαλούντα) και την εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" με ποσοστά συμμετοχής ο μεν πρώτος (εγκαλών) 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου η δε δεύτερη (εταιρία) 51% έναντι αυτού. Σύμφωνα δε με τις ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου Χ1, η εν λόγω εταιρία θα είχε έδρα τη ..., εταιρικό κεφάλαιο 370.000,00 ευρώ και σκοπό την εμπορία και τη διανομή των εμπορευμάτων της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." (καφέδες, ζάχαρη, τσάι). Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, συνεχίζοντας την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προς τον εγκαλούντα, δήλωσε προς αυτόν ότι με την σύσταση της νέας εταιρίας επρόκειτο να τον προμηθεύσει με δύο φορτηγά καθώς και οδηγούς - πωλητές, οι οποίοι επρόκειτο να προωθήσουν τα εμπορεύματα της στην αγορά της ... και της ..., η δε κυρία μέτοχος της υπό ίδρυση εταιρίας με την επωνυμία "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." επρόκειτο να καταβάλει αφενός μεν το απαιτούμενο κεφάλαιο για την αγορά των φορτηγών και αφετέρου δε να πλήρωνε τους πωλητές που επρόκειτο να χρειασθεί η υπό ίδρυση εταιρία για την... και τη ..., ενώ ο εγκαλών επρόκειτο να προσφέρει μόνο στην εταιρία την εμπορική πελατεία που είχε αποκτήσει στην ... και στη .... Προκειμένου δε να πεισθεί ο εγκαλών για την δήθεν συνεργασία τους, του παρέστησε ψευδώς, ότι η εταιρία τους "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.", ήταν δήθεν μία ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχείρηση, με μεγάλο κύκλο εργασιών και κέρδη εκατομμυρίων ευρώ, δηλώνοντας του ότι οι ίδιοι ήταν ιδιαίτερα φερέγγυα άτομα, με κύρος και ιδιαίτερα ευκατάστατοι. Επιπλέον, του δήλωσε ότι ενόψει του καλοκαιριού έπρεπε να οργανωθούν άμεσα για την σύσταση της δήθεν "εταιρίας τους" δηλώνοντας του, ότι μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2002 έπρεπε έστω και "ανεπίσημα" να λειτουργήσουν στην ... την "εταιρία διανομών" και να έχει άμεσα στη διάθεση του δύο φορτηγά αυτοκίνητα και δύο οδηγούς - πωλητές της εταιρίας τους "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.", οι οποίοι επρόκειτο να πληρωθούν από αυτή. Και αυτό, διότι, όπως του δήλωσε, η σύσταση της εταιρίας τους επρόκειτο να αργήσει λίγο αφού για να συμμετάσχει η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΝTΙΠAN A.E." σε άλλη εταιρία με ομοειδή σκοπό έπρεπε να έχει τη σύμφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της. Όμως, για να άρχιζε όλη αυτή η διαδικασία ήτοι να έρχονταν τα φορτηγά της νέας εταιρίας, να προσλαμβάνονταν οι καινούργιοι υπάλληλοι και να γέμιζαν τις αποθήκες τους με εμπορεύματα, τα οποία θα διακινούσαν αρχικά στο όνομα του εγκαλούντος και εν συνεχεία στο όνομα της δήθεν συσταθείσας εταιρίας τους, έπρεπε οι κατηγορούμενοι να "κατοχυρώνονταν" για την πιστή τήρηση των υποχρεώσεων του απέναντι της εταιρίας τους, αφού αυτοί θα έβαζαν τα κεφάλαια για τη λειτουργία της μεταξύ τους εταιρίας. Η κατοχύρωση λοιπόν της εταιρίας και των κατηγορουμένων θα γινόταν με την παράδοση επιταγών, ως εγγύηση, εκδόσεως του εγκαλούντος, συνολικής αξίας 180.500,00 ευρώ, για τις οποίες ο κατηγορούμενος Χ1, κατόπιν συμβουλών και υποδείξεων του συγκατηγορουμένου του Χ2, του παρέστησε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας ότι δεν επρόκειτο να τις κυκλοφορήσουν και ότι δήθεν δίνονταν μόνο προς "διασφάλιση" αυτών και της εταιρίας τους "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.", για την μεταξύ τους συνεργασία μέχρι τη σύσταση της εταιρίας τους, και στη συνέχεια επρόκειτο να τις επιστρέψουν σ' αυτόν στην κατάσταση που τις είχε παραδώσει. Εν όψει της ανωτέρω συμφωνίας τους, η οποία επικυρώθηκε με τη σύναψη του μεταξύ τους από 5-2-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού και πεισθείς από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, ο εγκαλών εξέδωσε σε διαταγή της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." στον προαναφερόμενο κατηγορούμενο είκοσι (20) επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, πληρωτέες από τον με αριθμό ... λογαριασμό του στην εν λόγω τράπεζα, και συγκεκριμένα τις κάτωθι επιταγές : 1) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-4-2002, ποσού 12.590,00 ευρώ, 2) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 24-4-2002, ποσού 3.521,64 ευρώ, 3) την υπ' αριθμ. .... με ημερομηνία έκδοσης την 24-4-2002, ποσού 3.521,64 ευρώ, 4) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 30-4-2002, ποσού 3.522,00 ευρώ, 5) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 25-5-2002, ποσού 2.010,00 ευρώ, 6) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-5-2002, ποσού 20.200,00 ευρώ, 7) την υπ' αριθμ.... με ημερομηνία έκδοσης 20-6-2002, ποσού 10.100,00 ευρώ, 8) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-7-2002, ποσού 10.100,00 ευρώ, 9) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 20-7-2002, ποσού 24.650,00 ευρώ, 10) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 15-8-2002, ποσού 13.685,00 ευρώ, 11) την υπ' αριθμ. ...με ημερομηνία έκδοσης την 15-8-2002, ποσού 14.171,00 ευρώ, 12) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 10-10-2002, ποσού 20.200,00 ευρώ, 13) την υπ' αριθμ.... με ημερομηνία έκδοσης την 30-9-2002, ποσού 10.100,00 ευρώ, 14) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 10-9-2002, ποσού 15.080,00 ευρώ, 15) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 30-10-2002, ποσού 24.650,00 ευρώ, 16) την υπ' αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης την 26-5-2002, ποσού 2.500,00 ευρώ, 17) τις υπ' αριθμ. ..., αγνώστων λοιπών "αριθμητικών στοιχείων λευκές επιταγές που παραδόθηκαν στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, μόνο με την υπογραφή και τη σφραγίδα του εγκαλούντος και 18) την υπ' αριθμ. ..., λευκή επιταγή, που παραδόθηκε στον ανωτέρω κατηγορούμενο, μόνο με την υπογραφή και τη σφραγίδα του εγκαλούντος. Όταν παρελήφθησαν οι παραπάνω επιταγές από τον κατηγορούμενο Χ1, ο εγκαλών έλαβε από μέρους του την ψευδή διαβεβαίωση ότι επρόκειτο να ξεκινήσει άμεσα έστω και ατύπως η συνεργασία τους, αποστέλλοντας του αμέσως μετά το Πάσχα του έτους 2002 δύο φορτηγά αυτοκίνητα που επρόκειτο να κάνουν τη διανομή των εμπορευμάτων τους καθώς και δύο οδηγούς - πωλητές, οι οποίοι επρόκειτο να προωθήσουν τα εμπορεύματα της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε." στην αγορά της ... στους πελάτες που ούτος (εγκαλών) θα τους υπεδείκνυε. Όμως, η συνεργασία αυτή δεν ξεκίνησε ποτέ και η εταιρία αυτή δεν συστάθηκε ποτέ, ενώ τις πιο πάνω επιταγές που παρέλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος από τον εγκαλούντα ως εγγύηση, τις παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό του Χ2, ο οποίος παρά τα μεταξύ του εγκαλούντος και πρώτου κατηγορουμένου ως άνω συμφωνηθέντα, τις κυκλοφόρησε σε τρίτους, καλύπτοντας με αυτές άλλες οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας με την επωνυμία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ". Επιπλέον, η ανωτέρω υπ' αριθμ. ... λευκή επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία ... έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικού γραφολόγου ..., συμπληρώθηκε καθ' όλα τα λοιπά στοιχεία της από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, χωρίς ο εγκαλών να έχει γνώση για την συμπλήρωση των στοιχείων αυτής ούτε καν του ποσού και χωρίς καμία προηγουμένη συμφωνία. Ειδικότερα, ανέγραψε σ' αυτήν ημερομηνία έκδοσης 30-12-2002, ποσό 128.456,00-ευρώ, σε διαταγή "DIPAN ΑΕΒΕ" και την παρέδωσε και αυτή στον συγκατηγορούμενό του Χ2, ο οποίος γνωρίζοντας ότι είχε συμπληρωθεί από τον παραπάνω κατηγορούμενο, χωρίς προηγουμένως να ερωτηθεί ή να συναινέσει προς τούτο ο εγκαλών, διά οπισθογραφήσεως την μεταβίβασε στην ALPHA δορυφορική, τηλεόραση Α.Ε., ως αμοιβή για τις διαφημίσεις που έκανε η εταιρία ΝΤΙΠΑΝ Α.Ε.Β.Ε. στο πιο πάνω τηλεοπτικό δορυφορικό κανάλι, η οποία όμως δεν την αποδέχθηκε, θέλοντας προφανώς επιταγή εκδόσεως της ως άνω εταιρίας, με αποτέλεσμα η επιταγή αυτή να επιστραφεί στον εγκαλούντα από τον κατηγορούμενο Χ1.
Όπως αποδείχθηκε λοιπόν, όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα ήταν ψευδή, εν γνώσει δε της αναληθείας τους τα παρέστησε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εγκαλούντα, μετά από προτροπές, παραινέσεις, υποδείξεις, πειθώ και φορτικότητα του δευτέρου κατηγορουμένου, καθώς ούτε οικονομικά ευκατάστατοι και φερέγγυοι ήταν, ούτε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "NTlΠAN A.E.", ήταν φερέγγυα και ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχείρηση με μεγάλο κύκλο εργασιών και κέρδη εκατομμυρίων ευρώ, δοθέντος μάλιστα ότι η παραπάνω εταιρία την21-12-2002 έπαυσε τις πληρωμές της και κατόπιν κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την υπ' αριθμ. 872/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ούτε η ως άνω εταιρία ενδιαφερόταν να συστήσει με τον εγκαλούντα άλλη εταιρία, με αντικείμενο εργασιών την εμπορία και τη διανομή των εμπορευμάτων της "NTlΠAN A.E.", με έδρα τη ... και εταιρικό κεφάλαιο 370.000,00 ευρώ, στην οποία εταιρία το 49% του εταιρικού κεφαλαίου θα κατείχε ο εγκαλών και το 51% η εταιρία "NTlΠAN A.E.", καταβάλλοντος το απαιτούμενο κεφάλαιο της προς ίδρυση εταιρίας η προαναφερομένη εταιρία, ενώ ο εγκαλών δεν επρόκειτο να καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό, αλλά να εισφέρει μόνο την εργασία του και την εμπορική του πελατεία στην ... και τη ..., ούτε ενόψει της θερινής περιόδου του έτους 2002 και εκ του λόγου ότι έπρεπε να αρχίσει άμεσα η σύσταση και η οργάνωση της υπό ίδρυση εταιρίας και μάλιστα μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2002, η εταιρία "NTlΠAN A.E." επρόκειτο να διαθέσει άμεσα στον εγκαλούντα με δικά της έξοδα, δύο φορτηγά αυτοκίνητα, δύο οδηγούς-πωλητές και εμπορεύματα, προκειμένου να αρχίσει η εμπορική δραστηριότητα της υπό ίδρυση εταιρίας στο .... Με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, εκ των οποίων όσες ανάγονταν στο μέλλον συνοδεύονταν από ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις αναφερομένων στο παρελθόν και παρόν γεγονότων (περί της ιδιαίτερα κερδοφόρας επιχείρησης με μεγάλο κύκλο εργασιών και κέρδη εκατομμυρίων ευρώ), ενώ και η ψευδής διαβεβαίωση περί του μελλοντικού γεγονότος της συστάσεως μεταξύ του εγκαλούντος και της εταιρίας που εκπροσωπούσαν οι κατηγορούμενοι νέας εταιρίας στην οποία αποκλειστικά η εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" θα κάλυπτε το κεφάλαιο και θα προσέφερε όλη την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, όπως εκτίθεται πιο πάνω, θα πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρείται, εξετάζεται και αξιολογείται σε συνάρτηση με το αντικειμενικό γεγονός της ύπαρξης της οικονομικής δυνατότητας της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" να καταβάλει το απαιτούμενο κεφάλαιο καθώς και της κατάλληλης προετοιμασίας και υποδομής εντός αυτής προκειμένου να αναλάβει τις υπεσχημένες από τον πρώτο κατηγορούμενο προς τον εγκαλούντα υποχρεώσεις, παρέπεισε ο εν λόγω κατηγορούμενος τον εγκαλούντα, ο οποίος του κατέβαλε τις παραπάνω επιταγές, που ενσωμάτωναν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά, αποκομίζοντας έτσι η εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ AEBE" παράνομο περιουσιακό όφελος, στο οποίο εξαρχής αποσκοπούσαν, με αντίστοιχη ζημία αυτού, η οποία προκλήθηκε κατά άμεσο τρόπο στην περιουσία του και ανέρχεται συνολικά στο χρηματικό ποσό των 190.601,28 ευρώ, ενώ αν ούτος γνώριζε την αληθή των πραγμάτων κατάσταση δεν θα προέβαινε στην καταβολή των ανωτέρω ποσών.
Εξ όλων των προαναφερομένων συνάγεται, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, εκτελώντας ένα καλά οργανωμένο σχέδιο από τον συγκατηγορούμενό του Χ2 και κατόπιν των υποδείξεων, συμβουλών, προτροπών και παραινέσεων αυτού, ήταν αυτός που μόνος, με ψευδείς παραστάσεις έπεισε τον εγκαλούντα να του καταβάλει τις πιο πάνω επιταγές που ενσωμάτωναν τα παραπάνω ποσά και τα οποία καρπώθηκε η εταιρία "NTlΠAN AEBE", αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη του εγκαλούντος, ως εξαρχής σκόπευαν. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υφίσταται συναυτουργική δράση του δευτέρου κατηγορούμενου στην εγκληματική δραστηριότητα του πρώτου εξ αυτών, καθόσον ούτος δεν προέβη ο ίδιος σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προς τον εγκαλούντα, όπως έπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος, καθώς επίσης από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ήρθε σε επικοινωνία με τον εγκαλούντα. Ειδικότερα, αυτό προκύπτει τόσο από την με ημερομηνία 5-2-2008 ένορκη κατάθεση του εγκαλούντος ενώπιον του 2ου Ανακριτή Χαλκίδας, που δήλωσε ότι τον κατηγορούμενο Χ2 τον είδε για πρώτη φορά πριν ενάμιση μήνα, ήτοι αρχές του έτους 2008 στα Δικαστήρια των Αθηνών, όσο και από την έγκληση του, στην οποία αναφέρει ότι τις ψευδείς παραστάσεις τις δέχτηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο στον οποίο αναφέρει ότι παρέδωσε και τις επιταγές που εξέδωσε, ενώ στο σημείο που χρησιμοποιεί τρίτο πληθυντικό αναφερόμενος και στους δύο κατηγορούμενους είναι προφανές ότι αναφέρεται στον κοινό τους δόλο και στο σκοπό τους να αποκτήσει η εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας την περιουσία του, στοιχείο όμως που δεν αρκεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω για την ύπαρξη συναυτουργικής δράσης. Ενισχυτική προς τούτο, είναι και η από 22-6-2008 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Φ ενώπιον του 2ου Ανακριτή Χαλκίδας, η οποία καταθέτει ότι όλες οι παραπάνω ψευδείς παραστάσεις, μερικές εκ των οποίων πραγματοποιήθηκαν και ενώπιον της, έγιναν από τον κατηγορούμενο Χ1 προς τον εγκαλούντα (βλ. σχετ. κατάθεση). Όμως, είναι εναργής και ο ρόλος του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 ως του ατόμου που είχε σχεδιάσει το προαναφερόμενο εγκληματικό σχέδιο και στο οποίο ενέπλεξε και τον πρώτο κατηγορούμενο, καθώς ούτος ήταν το πρόσωπο που διαχειριζόταν τα οικονομικά θέματα της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ", ενέκρινε όλες τις συναλλαγές αυτής και καθόριζε την οικονομική της πορεία, και στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και το άτομο, στο οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε τις επιταγές που έλαβε από τον εγκαλούντα και αυτός ο οποίος έθεσε την υπογραφή του για την περαιτέρω κυκλοφορία των επιταγών αυτών. Επίσης, ήταν αυτός που υπέγραψε και το από 20-6-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό εκ μέρους της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" και το οποίο αφορούσε στην επιστροφή μέρους των ανωτέρω επιταγών στον εγκαλούντα από την εταιρία αυτή και στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι οι επιταγές αυτές είχαν δοθεί από τον εγκαλούντα στην ως άνω εταιρία ως εγγύηση για τη σύσταση της μεταξύ τους εταιρίας. Εξάλλου, και ο πρώτος κατηγορούμενος στο από 14-2-2008 απολογητικό του υπόμνημα στον ανωτέρω Ανακριτή Χαλκίδας αναφέρει "... και αφού διαβάστηκε στον Χ2 αυτός το υπέγραψε και στη συνέχεια μου ζήτησε να συναντηθώ με τον μηνυτή και να το υπογράψει και αυτός. Πράγματι αυτή η συνάντηση έγινε και ο μηνυτής υπέγραψε. Καθ' υπόδειξη μάλιστα του Χ2 στην συνάντηση αυτή συμπλήρωσα το χειρόγραφο κείμενο το οποίο μου είχε υποδείξει ο Χ2, όπως ακριβώς μου το είχε υποδείξει. Λίγους μήνες αργότερα ο Χ2 λακωνικά μου ανέφερε ότι η ιστορία με τον Ζ έληξε. Πήρε πίσω όλες τις επιταγές". Από τις παραδοχές αυτές του πρώτου κατηγορουμένου προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος Χ2 ήταν το πρόσωπο εκείνο που είχε τον πρώτο λόγο στις υποθέσεις της εταιρίας "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕ" και διαχειριζόταν τα οικονομικά αυτής, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος ακολουθούσε τις εντολές και υποδείξεις του και ενεργούσε σύμφωνα πάντα με αυτές.
Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι ενώπιον του ανωτέρω Ανακριτή Χαλκίδας αρνήθηκαν γενικά τις σε βάρος τους κατηγορίες και ισχυρίσθηκαν ότι ουδεμία αξιόποινη πράξη διέπραξαν. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ισχυρίσθηκε αφενός μεν ότι δεν είχε την καταστατική εκπροσώπηση και διαχείριση των εταιριών "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ" και "ΝΤΟΛΤΣΕ ΕΠΕ" και ως εκ του γεγονότος αυτού δεν είχε και τη δυνατότητα να έρχεται σε διαπραγματεύσεις με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για επιχειρηματικές- εταιρικές συμφωνίες, αφετέρου δε ότι οι επιταγές που εκδόθηκαν από τον εγκαλούντα προς την εταιρία "ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ", αφορούσαν σε εμπορεύματα που είχε προμηθευθεί πράγματι απ' αυτή και σε καμία περίπτωση δεν δόθηκαν ως εγγύηση για μελλοντική τους συνεργασία. Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, καθώς το γεγονός ότι ο πρώτος ο κατηγορούμενος δεν είχε την καταστατική εκπροσώπηση και διαχείριση των ανωτέρω εταιριών, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται άνευ ετέρου, όπως και εν προκειμένω συνέβη, η πιθανότητα να εμφανίζεται ενώπιον κάποιου προσώπου και να του παρουσιάζει ψευδή γεγονότα ως αληθινά με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ούτε φυσικά αποκλείει τη δυνατότητα αυτού να νοθεύσει κάποιο έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και να αποκτήσει ο ίδιος ή άλλος περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ενώ και ο ισχυρισμός περί πραγματικής οφειλής του εγκαλούντος και ανυπαρξίας συμφωνίας περί παραδόσεως των ανωτέρω επιταγών ως εγγύηση, δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο ικανό να αντικρούσει και ανατρέψει τα πιο πάνω αναφερθέντα. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 ισχυρίσθηκε ότι και αυτός εξαπατήθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος είχε, κατά τους ισχυρισμούς του πάντα, την αποκλειστική διαχείριση και εκπροσώπηση των παραπάνω εταιριών και έκλεινε όλες τις συμφωνίες αυτών των εταιριών με άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα, χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή ανάμιξη και χωρίς φυσικά να γνωρίζει την παραβατική αυτή συμπεριφορά του. Όμως, δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό μέσο ικανό να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του, ενώ δεν παρέχει και καμία ικανοποιητική εξήγηση που να ανατρέπει τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, καθιστώντας έτσι τους ισχυρισμούς του ανεπαρκείς και αβάσιμους. Επίσης, ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος στην έκθεση εφέσεώς του ισχυρίζεται ότι ο τεχνικός του σύμβουλος-ειδικός δικαστικός γραφολόγος ..., έχει αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο η υπογραφή στη φερομένη ως πλαστή υπ' αριθμ.... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας, να έχει τεθεί από αυτόν (κατηγορούμενο). Όμως, ο παραπάνω τεχνικός σύμβουλος, ο οποίος διορίσθηκε από τον κατηγορούμενο, με την από 16-3-2008 έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων- κριτικής και αξιολόγησης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, εκφράζει απλώς την γνώμη του σχετικά με την από 27-2-2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου ..., που διορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 7/2008 Διάταξη του 2ου Ανακριτή Χαλκίδας, χωρίς φυσικά να επικαλείται κάποιο ικανοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο που να μπορεί να ανατρέψει όσα η ως άνω γραφολόγος επικαλείται στην πιο πάνω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι διορισμός ετέρου πραγματογνώμονος δεν είναι αναγκαίος, καθόσον η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της παραπάνω δικαστικής γραφολόγου κρίνεται επαρκής και αιτιολογημένη, χωρίς να αφήνει κενά που να χρειάζονται συμπληρώσεως. Επιπλέον, ο ίδιος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας συνήλθε για να αποφανθεί σχετικά με το εκκαλούμενο βούλευμα παρουσία του Αντεισαγγελέα Κων/νου Σπυρόπουλου, χωρίς φυσικά να αποχωρήσει, ως όφειλε, με αποτέλεσμα η παραμονή του κατά τη λήψη της απόφασης να συνιστά απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1α του Κ.Π.Δ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν επικαλείται κάποιο περιστατικό ή αποδεικτικό στοιχείο που να προκύπτει ότι ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών δεν αποχώρησε από το Δικαστικό Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης ή και σε περίπτωση που είχε παραμείνει για λίγο διάστημα ότι εγένετο λόγος για την εν λόγω υπόθεση, και επομένως ο ισχυρισμός του είναι έωλος και παντελώς αβάσιμος. Ακόμη, ο πιο πάνω κατηγορούμενος με την έκθεση έφεσης του ζητεί να απαλλαγεί από τις εις βάρος του κατηγορίες και κατ' επέκταση να αρθεί ο σε βάρος του επιβληθείς περιοριστικός όρος της εμφάνισης του άπαξ κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του, πλην όμως, παρέλκει η αναφορά στην άρση του εν λόγω περιοριστικού όρου. καθόσον τούτο αναφέρεται σε συνάρτηση με την απαλλαγή του. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άνω άρθρων που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και ορθά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται αναφορά του τρόπου τελέσεως παρά των αναιρεσειόντων των εγκλημάτων που δι' αυτού τους αποδίδονται διαλαμβάνοντας τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αμφοτέρων των εγκλημάτων τούτων υπό την άνω κακουργηματική τους μορφή κατά επαρκή αιτιολογία. Περαιτέρω, υπό τα άνω γεγονότα εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής ενέργειας του πρώτου αναιρεσείοντος και της πλάνης του παθόντος εγκαλούντος ως και η μεταξύ της πλάνης του εγκαλούντος και της συμπεριφοράς του δια της μεταβιβάσεως των άνω επιταγών η οποία επέφερε σε αυτόν την αναφερόμενη περιουσιακή βλάβη ελεγχόμενης έτσι της περί τούτου αιτιάσεως του πρώτου αναιρεσείοντος ως αβασίμου. Περαιτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα με επαρκή αιτιολογία απέρριψε το αίτημα που υπέβαλε ο πρώτος ανατρεσείων με την έφεση του προς αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, διαλαμβάνοντας ότι "εφόσον οι ισχυρισμοί του με σαφήνεια εκτέθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και αναλυτικά αναπτύσσονται στην έφεση και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων αφού δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος της βαρύνουσας αυτόν κατηγορίας". Εξάλλου, το Συμβούλιο Εφετών αιτιολογημένα απέρριψε τον ισχυρισμό του δευτέρου αναιρεσείοντος περί απόλυτης ακυρότητας κατά την ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, διαδικασία συνισταμένη στο ότι στο πρωτόδικο βούλευμα δεν αναφέρεται ότι κατά τη συνεδρίαση του αμέσως μετά την πρόταση του απεχώρησε ο Εισαγγελέας που έκανε την πρόταση αφού δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο αναιρεσείων αυτός "δεν επικαλείται κάποιο περιστατικό ή αποδεικτικό στοιχείο που να προκύπτει ότι ο ανωτέρω Εισαγγελέας Πρωτοδικών δεν αποχώρησε από το δικαστικό Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης ή σε περίπτωση που είχε παραμείνει για λίγο διάστημα ότι εγένετο λόγος για την εν λόγω υπόθεση ... Είναι δε εμφανές εν προκειμένω ότι η μη αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα της αποχώρησης του προτείναντος Εισαγγελέως οφείλεται σε προφανή παραδρομή αφού μάλιστα ουδέν αναφέρεται στο βούλευμα πέραν του περιεχομένου της προτάσεως του Εισαγγελέως τούτου. Τέλος, ο ισχυρισμός του δευτέρου αναιρεσείοντος ότι η παραπομπή του για να δικαστεί για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις στηρίχτηκε μόνο στην απολογία του συγκατηγορουμένου του πρώτου αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος καθόσον από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα στα οποία το Συμβούλιο Εφετών στήριξε την παραπομπή τούτου. Όθεν οι λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων περί απόλυτης ακυρότητας, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής άλλως εσφαλμένης ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων (άρθρο 484 παρ. 1 α, β, δ ΚΠΔ) είναι αβάσιμοι.
Συνεπώς, αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και επιβληθούν εις έκαστο αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθ. 200/27-10-2009 και 201/ 29-10-2009 αιτήσεις των Χ1, και Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του 1489/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Επιβάλλει σε κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ