Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παίγνια τυχερά.
Περίληψη:
Απαγόρευση παιγνίων μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δύο ξεχωριστές αιτήσεις αναιρέσεως από την ιδιοκτήτρια καφετέριας και από τη διευθύντρια του εν λόγω καταστήματος στο οποίο εγκαταστάθηκαν τα μηχανήματα με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέσω των οποίων διενεργούνταν τα τυχερά παίγνια. Απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως. Γίνεται σαφής έκθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την πράξη για την οποία καταδικάστηκαν και δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για τον δόλο των κατηγορουμένων και υπό την ισχύ του Ν. 3037/2002 ποινικές κυρώσεις επιβάλλονται και κατά των διευθυνόντων καταστήματα στα οποία έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν με λογισμικό προγράμματα για ηλεκτρονικώς διεξαγόμενα τυχερά παίγνια. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και υπέρβαση εξουσίας διότι από παραδρομή δεν απάλειψε το δικαστήριο της ουσίας από το περί ποινής μέρος της καταδικαστικής αποφάσεως τις διατάξεις του ΒΔ 29/1971 και του άρθρου 11 § 10 Ν. 2307/1995 και αφορούσαν πράξεις για τις οποίες το πρωτοδίκως δικάσαν δικαστήριο είχε παύσει υφ' όρο την ποινική δίωξη. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας διότι τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν αναφέρονται ως αναγνωσθέντα και στην πρωτόδικη δίκη και αρκεί ότι στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης αναφέρονται ως αναγνωσθέντα και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης για να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο και να μπορούν οι αναιρεσείοντες να ασκήσουν υπερασπιστικά των δικαιώματα σε σχέση με αυτά και στην κατ' έφεση δίκη.
Αριθμός 1448/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων: 1)Χ, κατοίκου ..., και 2)Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Παπαγερμανό, περί αναιρέσεως της 4974/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Μαΐου 2010 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 667/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπ' αριθμό 26/10.5.2010 και 27/10.5.2010 αιτήσεις των αναιρεσειουσών Χ και Χ2 στρεφόμενες κατά της ίδιας υπ' αριθμό 4974/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης είναι συναφείς και συνεκδικάζονται.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364, 369 Κ.ΠοινΔ., σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, που είναι σχετικές με αυτό το αποδεικτικό μέσο. Το έγγραφο που έχει αναγνωσθεί στο Δικαστήριο είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα αναγνωσθέντος και ληφθέντος υπόψη εγγράφου και να προκύπτει σε ποιο έγγραφο στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Εφετείο για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής, του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης ως αναγνωσθέντα κατά την ακροαματική διαδικασία έγγραφα ήτοι: α) την έκθεση συλλήψεως, β) την έκθεση κατασχέσεως και μεσεγγυήσεως και γ) την έκθεση κατασχέσεως. Σε σχέση με τα παραπάνω ληφθέντα υπόψη και αναγνωσθέντα έγγραφα επικαλούνται αμφότερες οι αναιρεσείουσες ότι δεν διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική μνεία των αναγκαίων στοιχείων για τον καθορισμό της ταυτότητας, του περιεχομένου και του σκοπού των ανωτέρω εγγράφων (ημερομηνία εκδόσεως των, ονόματα αυτών που τα έχουν συντάξει ούτε το πρόσωπο που αφορά η έκθεση συλλήψεως, εν όψει του ότι ήταν δύο οι κατηγορούμενες με συνέπεια να παραβιάζοντα τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα δικαιώματα των ως άνω κατηγορούμενων και να συντρέχει λόγω παραβιάσεως διατάξεως που αφορά στην υπεράσπισή των απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως από το μέρος αυτής που αφορά στην επικύρωση και δήμευση των κατασχεθέντων προκύπτει ότι προσδιορίζονται οι αναγνωσθείσες εκθέσεις κατασχέσεως από τις οποίες η μία έκθεση κατασχέσεως συντάχθηκε στις 14/11/2002 (ημέρα τελέσεως της πράξεως για την οποία το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχες τις κατηγορούμενες) από αστυνομικό του Αστυνομικού Τμήματος ... και αφορούσε την κατάσχεση ενός τηλεχειριστηρίου, μιάς ημερολογιακής ατζέντας, ενός τηλεφωνικού ευρετηρίου και δύο τετραδίων σπιράλ, καθώς και χρηματικού ποσού εκατόν δέκα (110) ευρώ και ή άλλη έκθεση κατασχέσεως και αποδόσεως υπό μεσεγγύηση συντάχθηκε επίσης στις 14/11/2002 από αστυνομικούς του ιδίου άνω Αστυνομικού Τμήματος ... και αφορούσε την κατάσχεση επτά (7) ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι οποίοι αποτελούνταν από κεντρική μονάδα, οθόνη, πληκτρολόγιο και ποντίκι με αριθμούς ... SIEMBRES FYJITSA και 40Α 2029-689-9Α - ΝΑ τύπου VIBRANT. Με την αναφορά αυτή των πιο πάνω εκθέσεων κατασχέσεως των αστυνομικών του Α/Τ ... Υπαστυνόμου ... και Αρχιφύλακα ... και δοθέντος ότι δεν προκύπτει ότι στη δικογραφία υπήρχαν και άλλα έγγραφα που να έφεραν τον ίδιο τίτλο και ημερομηνία με τα ανωτέρω ούτε άλλη έκθεση συλλήψεως με διαφορετικό περιεχόμενο, καθώς και ότι τα ίδια έγγραφα εκτός από την κατ' έφεση δίκη είχαν αναγνωσθεί και στη δίκη στον πρώτο βαθμό κατά τα επίσης αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση ως αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης επί της οποίας, εκδόθηκε η 6724/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ήταν δυνατό να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκαν τα συγκεκριμένα έγγραφα και οι ήδη αναιρεσείουσες γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα αυτών των εγγράφων είχαν την ευχέρεια να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. παρεχόμενα σ' αυτές υπερασπιστικά δικαιώματά των στη δίκη στον δεύτερο βαθμό, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση των άνω δικαιωμάτων τους να αναγράφονται στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης τα έγγραφα αυτά που αναγνώσθηκαν με περισσότερα προσδιοριστικά στοιχεία ούτε είναι απαραίτητο περαιτέρω να αναγράφεται για κάθε έγγραφο που αναγιγνώσκεται στα πρακτικά της δίκης και το περιεχόμενό του. Είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις που προβάλλονται από τις αναιρεσείουσες για το ότι δεν προσδιορίζονταν επακριβώς, ώστε να καθορίζεται η ταυτότητά των τα άνω αναγνωσθέντα έγγραφα και ότι θίγονταν έτσι αυτές ως προς την άσκηση υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων και έτσι ο σχετικός λόγος αναιρέσεως και των δύο αιτήσεων για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 εδάφ. δ' Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 1 περ. δ' του ν. 3037/2002 "απαγόρευση παιγνίων", ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και άλλων μηχανισμών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισμικού (προγράμματος). Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του αυτού νόμου απαγορεύεται η διεξαγωγή, εκτός άλλων, και των ανωτέρω ηλεκτρονικά διεξαγόμενων παιγνίων, καθώς και η εγκατάσταση των παιγνίων αυτών, σε δημόσια γενικά κέντρα (όπως ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισμένων σωματείων κάθε φύσεως), και σε κάθε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλά-χιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 5000 ευρώ όσοι εκμεταλλεύονται ή διευθύνουν κέντρα ή άλλους χώρους της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, στα οποία διενεργούνται ή εγκαθίστανται παίγνια απαγορευμένα κατά τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστα-τωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης η επιβαλλομένη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου, ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως εκτός αν ο ισχυρισμός αυτός δεν προβάλλεται κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ιδιαίτερα και αιτιολογημένα σε απαράδεκτο ή αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που συνιστούν λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. υπάρχουν η πρώτη όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε και η δεύτερη όταν το δικαστήριο αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις κατά την ακροαματική διαδικασία αντίστοιχα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης δέχθηκε αυτό, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη Χ διατηρούσε κατά το μήνα Νοέμβριο 2002 κατάστημα καφετέριας στη Θεσσαλονίκη. Την 14η Νοεμβρίου 2002, η ίδια ως ιδιοκτήτρια και η κατηγορούμενη Χ2 ως διευθύντρια και υπεύθυνη του καταστήματος, τοποθέτησαν στο κατάστημα και έθεσαν σε λειτουργία οκτώ ηλεκτρονικούς υπολογιστές οι οποίοι αποτελούνταν από μία κεντρική μονάδα, οθόνη, πληκτρολόγιο και ποντίκι που ήταν σε λειτουργία, στις οθόνες των οποίων εμφανίζονταν "πεταλούδες" και μονάδες πονταρίσματος, στα οποία έπαιζαν θαμώνες του καταστήματος απαγορευμένα τυχηρά παίγνια. Ειδικότερα ο καθένας παίκτης κατέβαλε στην υπεύθυνη του καταστήματος ένα χρηματικό ποσό και η τελευταία του διέθετε αντίστοιχα με τα καταβληθέντα χρήματα μονάδες καταχωρημένες στον υπολογιστή για να παίξει το παιγνίδι. Ο παίκτης έπαιζε το παιγνίδι πατώντας ένα κουμπί του υπολογιστή και με κάθε πάτημα εμφανίζονταν στην οθόνη, φρουτάκια-ζωάκια ανά τρία στη σειρά. Στόχος του παίκτη ήταν να επιτευχθεί τρίλιζα, δηλαδή να εμφανισθούν στην οθόνη του υπολογιστή τρία όμοια ζωάκια ή φρουτάκια στην ίδια σειρά. Τότε ο παίκτης κέρδιζε τα συμφωνημένα χρήματα. Αν μετά από κάθε κτύπημα δεν εμφανιζόταν τρίλιζα μειωνόταν ο αριθμός των μονάδων με τις οποίες είχε πιστωθεί ο παίκτης καταβάλλοντας τα χρήματα και όταν οι μονάδες μηδενίζονταν ο παίκτης είχε χάσει τα χρήματα που διέθεσε. Το αποτέλεσμα του παιγνίου, το οποίο διεξάγεται στους υπολογιστές που διαθέτουν ανάλογο λογισμικό, όπως οι ως άνω που είχαν εγκαταστήσει οι κατηγορούμενες στο κατάστημα εξαρτάται αποκλειστικά από την τύχη, χωρίς ο παίκτης να μπορεί να επιτύχει με τη δική του ικανότητα το αποτέλεσμα που θα ήθελε. Κατά την ως άνω ημέρα αστυνομικοί που επισκέφθηκαν για έλεγχο το κατάστημα του κατηγορουμένου βρήκαν σε λειτουργία 4 υπολογιστές στους οποίους ισάριθμοι θαμώνες διενεργούσαν το ανωτέρω τυχερό παίγνιο χωρίς άδεια της αρχής, ενώ η προσωρινά υπεύθυνη του καταστήματος, κατ' εντολή και εν γνώσει της κατηγορουμένης ιδιοκτήτριας, είχε επιτρέψει τη διεξαγωγή του παιγνίου και έλεγχε μέσω του κεντρικού υπολογιστή τους εν λειτουργία υπολογιστές, και όταν αντελήφθη τους αστυνομικούς άλλαξε το πρόγραμμα των υπολογιστών, ώστε να μη μπορούν οι αστυνομικοί να επιβεβαιώσουν τη διεξαγωγή του παράνομου παιχνιδιού, με την κατάσχεσή τους κατά το χρόνο που με το ανάλογο λογισμικό διεξαγόταν το ως άνω τυχηρό παίγνιο. Επομένως, οι κατηγορούμενες τέλεσαν την πράξη για την οποία κατηγορούνται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχες και ν' απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που προέβαλαν με τους οποίους υποστηρίζουν τ' αντίθετα....". Με τις σκέψεις αυτές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους τις κατηγορούμενες του ότι: "Στη ... στις 14.11.2002 και περί ώρα 12.00 στην οδό ... η μεν Χ ως ιδιοκτήτης, η δε Χ2 ως διευθύντρια καταλήφθηκαν να εκμεταλλεύονται και λειτουργούν κατάστημα "καφετέρια" και έχουν εγκαταστήσει εντός αυτού και θέσει σε λειτουργία 8 ηλεκτρονικούς υπολογιστές οι οποίοι αποτελούνταν από μία κεντρική μονάδα, οθόνη, πληκτρολόγιο και ποντίκι που ήταν σε λειτουργία, στις οθόνες των οποίων εμφανίζονταν "πεταλούδες" και μονάδες πονταρίσματος, στα οποία έπαιζαν θαμώνες του καταστήματος απαγορευμένα τυχερά παίγνια, των οποίων Η/Υ απαγορεύεται απολύτως τόσον η εγκατάσταση όσον και η διεξαγωγή παιγνίων μέσω αυτών κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3037/2002, σε δημόσια γενικά κέντρα". Στη συνέχεια το άνω Εφετείο, αφού αναγνώρισε υπέρ της κατηγορουμένης Χ2 συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. α' Π.Κ. καταδίκασε την άνω κατηγορουμένη σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών ανασταλείσα επί τριετία και την κατηγορουμένη Χ σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική και σε χρηματική ποινή 5000 ευρώ για την άνω πράξη για την οποία κήρυξε αυτές ένοχες και η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1 περ. δ., 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 ν. 3037/2002 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 12, 14, 26, 27, 51, 53, 94 Π.Κ. Με αυτές τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Εφετείο διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενες αναιρεσείουσες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των ανωτέρω άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 του ν. 3037/2002. Ως προς τις αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών παρατηρούνται τα εξής: Δεν υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την παραδοχή που έγινε δεκτό ότι προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με την ιδιότητα της αναιρεσείουσας Χ ως ιδιοκτήτριας της επιχείρησης καφετέριας και της αναιρεσείουσας Χ2 ως διευθύντριας της ίδιας επιχείρησης στην οδό ..., στην οποία είχε γίνει η εγκατάσταση των άνω ηλεκτρονικών υπολογιστών με το λογισμικό πρόγραμμα από αυτές και ότι έτσι ήταν δυνατή η διενέργεια του περιγραφόμενου τυχηρού παιγνίου που δεν εξαρτάτο όσον αφορά την επίτευξη του αποτελέσματος εμφανίσεως τριών ιδίων σχημάτων σε σειρά από τη δυνατότητα κάθε παίκτη να πετύχει με δική του ικανότητα το αποτέλεσμα που ήθελε αλλά μόνον από την τύχη και περιγράφονται και οι συνέπειες που θα είχε η εμφάνιση στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή των ίδιων από τα απεικονιζόμενα σχήματα και τα ποσά που θα έχανε ο κάθε παίκτης σε περίπτωση αποτυχίας επίτευξης τέτοιου αποτελέσματος. Ακόμη αναφέρεται στην απόφαση ότι ο έλεγχος της διεξαγωγής αυτών των τυχηρών παιγνίων επιτυγχάνονταν μέσω της κεντρικής μονάδος του ηλεκτρονικού υπολογιστή που είχε εγκατασταθεί στο άνω κατάστημα καφετέριας και διευκρινίζεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι αμφότερες οι αναιρεσείουσες εκμεταλλεύονταν υπό τις αναφερόμενες ιδιότητές των το άνω κατάστημα στο οποίο είχαν εγκαταστήσει αυτούς τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές με το λογισμικό πρόγραμμα που επέτρεπε τη διεξαγωγή του άνω τυχηρού παιγνίου και είναι αβάσιμα αυτά που από την πλευρά των αναιρεσειουσών προβάλλονται ότι δεν παρατίθενται στην απόφαση οι κατά το νόμο ιδιότητές των υπό τις οποίες να δικαιολογείται η καταδίκη των για την πράξη που αποδίδεται σε κάθε μία. Εξ άλλου όσον αφορά τον δόλο των αναιρεσειουσών κατηγορουμένων που ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν απαιτείτο ιδιαίτερη αιτιολογία υπό τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ότι κατελήφθησαν έχουν προέλθει σε εγκατάσταση και λειτουργία στο κατάστημα που εκμεταλλεύονταν στην οδό ... των αναφερομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και των με τα επί μέρους στοιχεία από τα οποία αποτελούνταν και τις μονάδες πονταρίσματος στα οποία έπαιζαν θαμώνες απαγορευμένα τυχερά παίγνια, των οποίων η διεξαγωγή μέσα ηλεκτρονικών υπολογιστών σε δημόσια κέντρα απαγορεύονταν και εμπεριέχετο αιτιολογία για το άνω υποκειμενικό στοιχείο στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή των και τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή δεν επρόκειτο δε η αποδιδόμενη στις αναιρεσείουσες αξιόποινη πράξη για αδίκημα που να τελείται με ενδεχόμενο δόλο ή για το αξιόποινο της πράξεως να απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία είτε σκοπός επελεύσεως ορισμένου προσθέτου αποτελέσματος οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος και της αποδοχής του επί ενδεχομένου δόλου και στην γνώση των συγκεκριμένων γεγονότων και του πρόσθετου σκοπού στην περίπτωση του άμεσου δόλου ή των εγκλημάτων με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, στα οποία δεν ανήκει η παράβαση των άνω διατάξεων του ν. 3037/2002 για την οποία κηρύχθηκαν ένοχες οι αναιρεσείουσες. Είναι αβάσιμοι οι λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς ουσιώδη στοιχεία της αποδιδόμενης αξιοποίνου πράξεως και επιπροσθέτως όσον αφορά την αναιρεσείουσα Χ την γνώση και συμμετοχή αυτής και ιδιοκτήτριας στην τέλεση της αξιοποίνου πράξεως μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών εγκατεστημένων στην άνω επιχείρησή της. Ό
σον αφορά τον έτερο ισχυρισμό των αναιρεσειουσών που προβλήθηκε και αναπτύχθηκε και προφορικά από τον συνήγορο που τις εκπροσώπησε στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης "ότι η πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από τις κατηγορούμενες και τιμωρείται από τα παραπάνω άρθρα δεν δύναται να στοιχειοθετήσουν πλέον ποινικό αδίκημα βάσει της Εθνικής Νομοθεσίας (ν. 3037/2002) η δε ασκηθείσα βάσει αυτών εναντίον τους ποινική δίωξη να κηρυχθεί από το παρόν Δικαστήριο απαράδεκτη άλλως να παύσει αυτή" ήταν απορριπτέος ως αόριστος και δεν υπεχρεούτο το Δικαστήριο να απαντήσει ιδιαίτερα και αιτιολογημένα σε τέτοιο απαράδεκτο ισχυρισμό. Εκ περισσού δε διέλαβε το Δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό του αιτιολογία ότι ήταν απορριπτέοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που προεβλήθησαν από την πλευρά των ήδη αναιρεσειουσών και με τους οποίους υποστήριζαν τα αντίθετα από αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορούνται. Δεν διελάμβανε ο άνω προβληθείς ισχυρισμός γιατί οι νομοθετικές ρυθμίσεις του ν.3037/2002 απέκλειαν την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος των διευθυνόντων και εκμεταλλευομένων τα κέντρα ή τους άλλους χώρους εγκαταστάσεως και λειτουργίας απαγορευμένων ηλεκτ-ρονικών παιγνίων διεξαγόμενων με εκτέλεση υπάρχοντος λογισμικού προγράμματος η απαγόρευση εγκαταστάσεως και διενέργειας των όποιων προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρον 1 στοιχ. δ', 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, από τις οποίες κατά τα προαναφερθέντα έγινε από το Δικαστήριο της ουσίας δεκτό ότι προβλέπεται και τιμωρείται η άνω αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχες και καταδικάσθηκαν οι ήδη αναιρεσείουσες. Ούτε επικαλέσθηκαν εξ άλλου αυτές δια του συνηγόρου που τις εκπροσώπησε άλλη έλλειψη του Ν. 3037/2002 ή αντίθεσή του σε άλλο υπερισχύον νομοθέτημα που να καθιστά αυτόν ανενεργό ως προς την ποινική ευθύνη των διευθύνοντων και εκμεταλλευομένων τα κέντρα και τους χώρους των περί ων πρόκειται. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως με την αιτίαση για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την απόρριψη του άνω αναφερόμενου ότι υπεβλήθη αυτοτελούς ισχυρισμού των. Περαιτέρω όσον αφορά τις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών ότι το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου άλλως καθ' υπέρβαση της εξουσίας του ότι η πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχες προβλέπεται και τιμωρείται εκτός από τις άνω αναφερόμενες διατάξεις του ν. 3037/2002 και από εκείνες του άρθρου 10 ΒΔ 29/1971 55 της ΑΒ/8577/83 Υγειονομικής Διατάξεως και άρθρου 11 παρ. 10 ν. 2307/1995, ενώ από την απόφαση 6724/2006 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης που ανεγνώσθη προέκυπτε ότι στην δίκη για την ίδια υπόθεση στον πρώτο βαθμό είχε παύσει κατ' άρθρο 31 ν. 3346/2005 η ποινική δίωξη για τις παραβάσεις του άρθρου 10 ΒΔ 29/1971, 55 της Α,Β/8577/83 ΥΔ και άρθρου 11 παρ. 10 ν. 2307/95 παρατηρούνται τα εξής: Το δικάσαν Εφετείο έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες υπό τα πραγματικά περιστατικά που έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκαν τέλεσαν την πράξη της εγκαταστάσεως και λειτουργίας σε δημόσια κέντρο (καφετέρια) που εκμεταλλεύονταν και οι δύο, ηλεκτρονικών υπολογιστών με λογισμικό πρόγραμμα για την διεξαγωγή μέσω τέτοιου προγράμματος που ελεγχόταν μέσω τηλεχειριστηρίου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή από τον υπεύθυνο του καταστήματος που ενεργούσε εν γνώσει και κατ' εντολή της ιδιοκτήτριας, τυχηρών παιγνίων μη επιτρεπόμενων, δηλαδή πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. δ', 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ν. 3037/2002 που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη ως εφαρμοσθείσες προκειμένου να κρίνει περί της ενοχής των ήδη αναιρεσειουσών. Δεν έγινε δεκτό από το Εφετείο με την άνω απόφασή του ότι οι αναιρεσείουσες τέλεσαν πράξη που να είναι αξιόποινη κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 ΒΔ 29/1971, 55 της αναφερόμενης υγειονομικής διατάξεως και του άρθρου 11 παρ. 10 του ν. 2307/1995. Προφανώς από παραδρομή το δικάσαν Εφετείο δεν απάλειψε από την απόφαση αυτός τις διατάξεις των άνω ένδικων ποινικών νόμων, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' ΠΚ που αναφέρονταν στο κατηγορητήριο και αφορούσαν σε άλλες πράξεις για τις οποίες το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τα αναφερόμενα στην αναγνωσθείσα 6724/2006 απόφασή του είχε παύσει υφ'όρο την ποινική δίωξη κατά των βαρυνομένων με αυτές σύμφωνα με το άρθρο 31 ν. 3346/2005 κατά τη δίκη στον πρώτο βαθμό. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι λόγοι αναιρέσεως αμφοτέρων των κρινόμενων αιτήσεων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Η του Κ.Ποιν.Δ. για εσφαλμένη από το Δικαστήριο της ουσίας εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν και για υπέρβαση εξουσίας από εφαρμογή τέτοιων ποινικών διατάξεων ή βάσει των οποίων ποινική δίωξη είχε παύσει. Μετά τα ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί κάθε μία από τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Μαίου 2010 υπ' αριθμό 26 αίτηση της Χ και την από 10 Μαίου 2010 υπ' αριθμό 27 αίτηση της Χ2 για αναίρεση της 4974/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει κάθε μία από τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ