Θέμα
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Κακουργηματική πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση. Κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του αρ. 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 περί Καταχραστών Δημοσίου και για τις δύο πράξεις Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των ως άνω εγκλημάτων. Αληθής πραγματική συρροή μεταξύ των εγκλημάτων αυτών, ακόμη και όταν η πλαστογραφία διαπράττεται προς συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως λόγω της διαφορετικότητας του πληττόμενου έννομου αγαθού. Πραγματικά περιστατικά. Υπάλληλος του ΙΚΑ, υπεύθυνη στο τμήμα απονομής συντάξεων και παράλληλα υπεύθυνη για την πληρωμή επιδομάτων και λοιπών παροχών, εξέδωσε παραστατικά ταμείου, θέτοντας σ' αυτά κατ' απομίμηση υπογραφές δήθεν προερχόμενες από δικαιούχους των ως άνω επιδομάτων και εν συνεχεία εισέπραξε τα αναγραφόμενα σε αυτά ποσά Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη ακυρότητα, εκ του ότι προ της κηρύξεως του πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν ρωτήθηκαν οι εκπροσωπούντες την κατηγορουμένη πληρεξούσιοι της δικηγόροι. Απόλυτη ακυρότητα εκ του λόγου ότι δεν δόθηκε ο λόγος στους παραπάνω συνηγόρους για να προβούν σε δηλώσεις σχετικά με την κατάθεση κάθε μάρτυρα κατ' άρθρο 358 Κ.Π.Δ. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 497/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π. Λ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τζούμα, περί αναιρέσεως της 86/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγον ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρινέττα Γούναρη.
Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Απριλίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 566/12.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§5 β του ν. 2721/1999, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους, υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική τους μεταφορά στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη ή καθ' υπόδειξη του τελευταίου σε λογαριασμό τρίτου σε τράπεζα, οπότε γίνεται δικαιούχος αυτός (δράστης ή τρίτος) και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους κατά τις διατάξεις που διέπουν το τραπεζικό σύστημα. β) Ιδιότητα του δράστη, ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ' αυτόν ως υπάλληλο. Για τη στοιχειοθέτηση δε του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ή ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, ή το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας λαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ.3 του αυτού άρθρου του ΠΚ, μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάθεται στον νόμο, ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΑΠ Ολ 3/2008).
Κατά τη διάταξη του άρθρο 98 παρ. 2 Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επί προσβολής περιουσιακών αγαθών, ο χαρακτηρισμός της αξίας του αντικειμένου της πράξεως, της περιουσιακής βλάβης και οφέλους γίνεται με βάση το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπε συνολικά ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στις περιπτώσεις της πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης, εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ.2 του άρθρου 98 του Π.Κ, για το άθροισμα του ποσού. Τα παραπάνω εγκλήματα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της πλαστογραφίας, είναι αυτοτελή και διαφέρουν μεταξύ τους, λόγω της διαφορετικότητας του πληττόμενου με καθένα από αυτά εννόμου αγαθού, που είναι επί μεν της πλαστογραφίας η δημόσια πίστη περί τα υπομνήματα, δηλαδή η ασφάλεια και η ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών επί δε υπεξαίρεσης η ξένη ιδιοκτησία. Ενόψει τούτου, αλλά και γιατί το καθένα από αυτά δεν αποτελεί μέσο τελέσεως ή αναγκαία συνέπεια του άλλου, τελούν μεταξύ τους σε σχέση αληθούς πραγματικής συρροής και όταν ακόμη η πλαστογραφία διαπράττεται προς συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως (Α.Π. 670/2009, Α.Π. 680/1995).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 1608/1950 "για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λπ.", "στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται και στα άρθρα 216 και 258 ΠΚ, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (όπως εν προκειμένω, το ΙΚΑ) ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του ΠΚ, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρύ χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, που το όφελος ή η ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 150.000 ευρώ, αρκεί επιδίωξη οφέλους ή απειλή ζημίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή τους, και ο υπαίτιος τιμωρείται με (πρόσκαιρη) κάθειρξη, το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη, με τη συνδρομή δε επιβαρυντικής περιστάσεως, όπως όταν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με ισόβια κάθειρξη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 86/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη για τις αξιόποινες πράξεις α) της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, το αντικείμενο της οποίας ήταν ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, ήτοι συνολικού ύψους, 187.526 ευρώ, και β) της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία ανέρχεται σε 151.108,60 ευρώ, σε βάρος του ΙΚΑ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις (για αμφότερες τις πράξεις), του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, περί καταχραστών δημοσίου, το δε όφελος που επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε, στο ως άνω, νομικό πρόσωπο, υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, και το αντικείμενό του ως άνω εγκλήματος ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (για την τέλεση των πράξεων με την ως άνω, επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, καταδικάσθηκε, κατά πλειοψηφία). Τις ως άνω πράξεις, το δικαστήριο δέχθηκε ότι τις τέλεσε με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α' και ε' του Π.Κ. (το τελευταίο ελαφρυντικό, του άρθρου 84 παρ.2 ε' του Π.Κ, δόθηκε κατά πλειοψηφία) και την καταδίκασε, σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Στο σκεπτικό πλειοψηφίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης τα έγγραφα και την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης δέχθηκε, μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψεως, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: Κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1998-2004, η κατηγορουμένη ήταν υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 263 Α του Π.Κ., υπηρετούσα στο περιφερειακό υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. Ιωαννίνων και ειδικότερα στο τμήμα απονομής συντάξεων, παρείχε δε, επιπρόσθετα και με προφορική εντολή του Προϊσταμένου της ως άνω υπηρεσίας, τη συνδρομή της στο Κέντρο Πληρωμής Συντάξεων. Αντικείμενο εργασίας του συγκεκριμένου τμήματος ήταν η πληρωμή στους δικαιούχους των επιδομάτων και λοιπών παροχών, όπως επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, αναπηρίας, θέρμανσης, Γερμανικού φορέα κλπ αλλά και της προκαταβολής της συντάξεως, καθώς η καταβολή της βασικής σύνταξης γινόταν, μόνον, μέσω τραπέζης, σύμφωνα με το σύστημα 'ΔΙΑΣ'. Συγκεκριμένα, η διαδικασία καταβολής των ανωτέρω παροχών από το ως άνω τμήμα είχε ως ακολούθως: οι συνταξιοδοτικές αποφάσεις διαβιβάζονταν από το Τμήμα Απονομής Συντάξεων μαζί με την πινακίδα πληρωμής, συμπληρωμένη με τα στοιχεία του αναφερομένου στη συνταξιοδοτική απόφαση συνταξιούχου, την έναρξη της συνταξιοδότησης και το ποσό της σύνταξης, μαζί με το δελτίο αναγγελίας συνταξιούχου. Συνήθως, όλα τα παραπάνω έγγραφα συνοδεύονταν και με το συνταξιοδοτικό φάκελο. Οι υπάλληλοι του τμήματος πληρωμών καταχωρούσαν τις (συνταξιοδοτικές) αποφάσεις σε ευρετήριο. Στη συνέχεια, υπολόγιζαν το ποσό της προκαταβολής των ως άνω παροχών, σύμφωνα με το ποσό της σύνταξης, που είχε οριστεί στη συνταξιοδοτική απόφαση, το οποίο αναγραφόταν στο πίσω μέρος της πινακίδας. Ο εκάστοτε υπάλληλος του ως άνω τμήματος συνέτασσε την απόδειξη πληρωμής του (δικαιούχου) για κάθε παροχή, που έπρεπε να του καταβληθεί, στην οποία, εκτός των άλλων, ανέγραφε τα στοιχεία του, το αριθμό μητρώου και το καταβαλλόμενο ποσό. Η απόδειξη αυτή καταχωρείτο επίσης στο πίσω μέρος της πινακίδας του ασφαλισμένου, ενώ όλες οι αποδείξεις φυλάσσονταν σε ξεχωριστό ντοσιέ. Εξάλλου, η απόδειξη πληρωμής καταχωρείτο και στην κατάσταση πληρωμών, που συντασσόταν σχετικά και στην οποία αναγράφονταν όλα τα σχετικά με την οικεία πληρωμή στοιχεία. Σύμφωνα με επανειλημμένες ρητές έγγραφες οδηγίες των εκάστοτε Διοικητών του Ι.Κ.Α, αλλά και των Διευθυντών Οικονομικών Υπηρεσιών, στις οποίες επισημαίνονταν τα φαινόμενα ατασθαλιών εκ μέρους υπαλλήλων, η εκ μέρους των ταμιών καταβολή των παραπάνω ποσών στους δικαιούχους έπρεπε να γίνεται στους ίδιους, αυτοπροσώπως, με την επίδειξη της αστυνομικής τους ταυτότητας. Η καταβολή χρημάτων σε τρίτο, μη δικαιούχο, μπορούσε να γίνει μόνον, εφόσον ο τελευταίος είχε ειδικά εξουσιοδοτηθεί απ' αυτόν (δικαιούχο), με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή απλή εξουσιοδότηση, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Σε περίπτωση, μάλιστα, που η εξουσιοδότηση δεν ήταν θεωρημένη από το αστυνομικό τμήμα, ο τρίτος έπρεπε να προσκομίζει, εκτός από τη δική του και την αστυνομική ταυτότητα του δικαιούχου. Με το πέρας των πληρωμών της ημέρας, η κατάσταση πληρωμών διαβιβαζόταν στο ταμείο, για τον έλεγχο των πληρωμών και επιβεβαίωση του συνολικού ποσού που είχε πληρωθεί. Ο δικαιούχος ή ο εξουσιοδοτηθείς απ' αυτόν τρίτος, προκειμένου να εισπράξει από το ταμείο το αναγραφόμενο στην απόδειξη πληρωμής ποσό, έπρεπε να προσκομίσει και να επιδείξει προς έλεγχο στον ταμία τα παραπάνω έγγραφα, ήτοι αστυνομική ταυτότητα, εξουσιοδότηση κ.λ.π., αλλά και τη σχετική απόδειξη πληρωμής και να υπογράψει κάτω από την ένδειξη "ο λαβών", ενώ, παραπλεύρως της υπογραφής, ο ταμίας όφειλε να καταχωρήσει τα στοιχεία της ταυτότητας τούτου (λαβόντος). Παρά τις παραπάνω ρητές εντολές και τις σχετικές επισημάνσεις για το αντίθετο, ήταν σύνηθες, υπάλληλοι του εν λόγω υποκαταστήματος να εισπράττουν χρηματικά ποσά για λογαριασμό δικαιούχων, συγγενών ή φίλων τους, χωρίς, όμως, να είναι εφοδιασμένοι με την έγγραφη εξουσιοδότηση, που απαιτείτο, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι τούτο ρητά απαγόρευες Επιπρόσθετα, οι ταμίες του ως άνω υποκαταστήματος, επικαλούμενοι φόρτο εργασίας, κατά πάγια πρακτική, δεν έλεγχαν, κατά την πληρωμή, τις αστυνομικές ταυτότητες των συνταξιούχων, που προσέρχονταν προς είσπραξη ούτε καταχωρούσαν οι ίδιοι τα σχετικά στοιχεία στις αποδείξεις πληρωμής, αλλά οι υπάλληλοι του Κέντρου Πληρωμής, με αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε, οι σχετικές αποδείξεις να καταλήγουν συμπληρωμένες και υπογεγραμμένες στο Ταμείο. Πολύ δε περισσότερο οι ταμίες δεν έλεγχαν αν οι συνάδελφοι τους, που εισέπρατταν για λογαριασμό συνταξιούχων, διέθεταν τη σχετική εξουσιοδότηση. Το καθεστώς αυτό της συστηματικής παρατυπίας εκ μέρους των υπαλλήλων του εν λόγω υποκαταστήματος, το οποίο μπορούσε να ευνοήσει κάθε μορφής παράνομη συμπεριφορά, γινόταν σιωπηρά ανεκτό από τον υπεύθυνο διευθυντή και τους προϊσταμένους των οικείων τμημάτων, παρά τις επανειλημμένες, ρητές εντολές των αρμοδίων οργάνων του Ι.Κ.Α., με την πρόφαση της διευκόλυνσης των συνταξιούχων και του φόρτου εργασίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι υπάλληλοι του ανωτέρω τμήματος όφειλαν να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους σχετικά με τα επιδόματα, που δικαιούντο, λαμβανομένου υπόψη ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς ήσαν ηλικιωμένοι ή ασθενείς, ενώ, μετά πάροδο ενός έτους η σχετική αξίωση παραγράφονταν. Πλην όμως, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και, παρά τις αντίθετες εντολές του διευθυντή του υποκαταστήματος, οι υπάλληλοι συχνά παρέλειπαν να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους, επικαλούμενοι φόρτο εργασίας. Έτσι, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, η κατηγορουμένη, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητα της, εκμεταλλευόμενη την έλλειψη ελέγχου, την πλημμελή λειτουργία και αταξία του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, το ότι μέχρι τότε απολάμβανε, αναμφίβολα, της εμπιστοσύνης των συναδέλφων της, καθώς και το γεγονός ότι οι ασφαλισμένοι-δικαιούχοι των παραπάνω παροχών δεν είχαν σαφή γνώση - τις περισσότερες φορές δε δεν είχαν καν γνώση αυτών (παροχών) - καθώς επίσης ότι η ίδια, ως εκ του αντικειμένου της εργασίας της, γνώριζε τους ασφαλισμένους, ανέπτυξε την εγκληματική της δραστηριότητα. Ειδικότερα, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, αυτή (κατηγορουμένη), με την πρόφαση της δήθεν διευκόλυνσης γνωστών της συνταξιούχων, οι οποίοι αδυνατούσαν να προσέλθουν στο υποκατάστημα για την είσπραξη των ανωτέρω παροχών, ή ατόμων, οι οποίοι αδυνατούσαν να αναμείνουν στο ταμείο ή συγγενών των συνταξιούχων, οι οποίοι προσήρχοντο για είσπραξη, χωρίς να έχουν εφοδιαστεί με εξουσιοδότηση, χωρίς, όμως, να συντρέχει οποιαδήποτε των ανωτέρω περιπτώσεων, συνέτασσε αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής, που αναφέρονται κατωτέρω, στις οποίες (αποδείξεις) ανέγραφε τα ποσά, τα οποία οι συνταξιούχοι δικαιούνταν ή εφέροντο ότι δικαιούνται. Εξάλλου, έχοντας τον έλεγχο των δελτίων αναγγελίας των συνταξιούχων, έδινε εντολή κυρίως στους νέους και άπειρους συναδέλφους της και δη αυτούς, που είχαν προσληφθεί με πρόγραμμα stage, να εκδίδουν αυτοί τις αποδείξεις πληρωμής, που, στη συνέχεια, έλεγχε και διόρθωνε η ίδια, χωρίς να λαμβάνουν γνώση οι λοιποί συνάδελφοι της. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη, αφού καταχωρούσε τις αποδείξεις πληρωμής -που αναφέρονται κατωτέρω- στην οικεία κατάσταση πληρωμών και υπέγραφε κάτω από την ένδειξη "ο λαβών", θέτοντας κατ' απομίμηση υπογραφές, δήθεν προερχόμενες από τους δικαιούχους των παροχών ή από "γνωστό" τούτων, χωρίς αυτός να κατονομάζεται, χωρίς την έγκριση ή τη συγκατάθεση των προσώπων αυτών. Στη συνέχεια, προσκόμιζε τα παραστατικά αυτά (αποδείξεις πληρωμής), συμπληρωμένα και υπογεγραμμένα στο ταμείο, όπου και εισέπραττε, ανενόχλητα και ανέλεγκτα, κάθε φορά, το αντίστοιχο χρηματικό ποσό, που αντιστοιχούσε σε κάθε πλαστό έγγραφο, όπως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω. Η κατηγορουμένη, ενεργώντας με δόλια προαίρεση, προέβαινε, εξακολουθητικά, στις πλαστογραφίες των παραστατικών, που αναφέρονται κατωτέρω, σκοπεύοντας με τη χρήση τους να παραπλανήσει -και εν τέλει παραπλανούσε- τους αρμοδίους υπαλλήλους (ταμίες) του πολιτικώς ενάγοντος σχετικά με το ότι οι εν λόγω αποδείξεις πληρωμής έφεραν πράγματι την υπογραφή των σ' αυτές αναφερομένων προσώπων (δικαιούχων), ώστε, με τον τρόπο αυτό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, που αντιστοιχούσε στα στις επίδικες αποδείξεις πληρωμής χρηματικά ποσά, με αντίστοιχη βλάβη του πολιτικώς ενάγοντος. Στη συνέχεια, η ίδια, κάνοντας χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, δηλαδή προσκομίζοντας τα στο ταμείο, εισέπραττε τα σ' αυτά χρηματικά ποσά, που, με τον τρόπο αυτό, περιήρχοντο στην κατοχή της, λόγω της προαναφερθείσας ιδιότητας της, προκειμένου δήθεν να τα αποδώσει στους δικαιούχους, πλην όμως τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ενσωματώνοντας τα στην περιουσία της και εξουσιάζοντας τα σαν να ήταν κυρία τούτων. Η ενέργεια της ήταν παράνομη, για το λόγο ότι τα χρήματα αυτά ανήκαν στο πολιτικώς ενάγον, το οποίο και δεν συναινούσε στην ιδιοποίηση αυτή, γεγονός, το οποίο γνώριζε η κατηγορουμένη. Η αφορμή για την αποκάλυψη της επί μακρόν εγκληματικής δραστηριότητας της κατηγορουμένης δόθηκε στις 14-10-2004, όταν προσήλθε, μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση, στην ως άνω υπηρεσία ο υιός της ασφαλισμένης Ε. Γ., προκειμένου να εισπράξει ανεξόφλητες αποδείξεις πληρωμής. Τότε διαπιστώθηκε ότι η σχετική απόδειξη είχε ήδη εξοφληθεί και μάλιστα την ίδια ως άνω ημερομηνία και είχε καταχωρηθεί στην κατάσταση πληρωμής από την κατηγορουμένη. Ευθύς ως η υπάλληλος Π. Λ. εντόπισε την καταχώρηση, η κατηγορουμένη επέστρεψε το ποσό των 1.445,34 ευρώ στο ταμείο, που η ίδια είχε εισπράξει προηγουμένως απ' αυτό, παρέλαβε τη σχετική απόδειξη πληρωμής και έσβησε με διορθωτικό τις εγγραφές που είχε κάνει η ίδια. Σε διευκρινίσεις που της ζητήθηκαν, η τελευταία προσπάθησε, ανεπιτυχώς να παραπλανήσει τους συναδέλφους της, ισχυρισθείσα αρχικά ότι κατέβαλε το χρηματικό ποσό στη θυγατέρα της ως ασφαλισμένης, Ε. Γ. -η οποία, όμως, δεν έχει θυγατέρα, αλλά δύο υιούς- και, στη συνέχεια, ότι εκ παραδρομής, εισέπραξε τα χρήματα της Ε. Γ., αντί άλλης, ονόματι Β., η οποία, όμως, είναι ανύπαρκτη ασφαλισμένη. Μετά το περιστατικό αυτό αποκαλύφθηκε ότι, στις 19-8-2004, η κατηγορουμένη είχε εκδώσει και καταχωρήσει στη σχετική κατάσταση την 005313 απόδειξη πληρωμής με δικαιούχο την ασφαλισμένη ’. Κ. και εισέπραξε το σ' αυτήν (απόδειξη) ποσό, προκειμένου δήθεν να το αποδώσει στην ως άνω ασφαλισμένη, η οποία διέμενε στο νησί (...), γεγονός, όμως, το οποίο δεν ήταν αληθές, όπως αποδείχθηκε καταθέσεις των μαρτύρων. Μετά ταύτα και, ενόψει του ότι η κατηγορουμένη αρνήθηκε να δώσει, περαιτέρω, οποιαδήποτε εξήγηση, διενεργήθηκε εσωτερικός έλεγχος με εντολή του διευθυντή του υποκαταστήματος και, στη συνέχεια, έκτακτος έλεγχος από τις Επιθεωρήτριες της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Υπηρεσιών Ασφάλισης Ι.Κ.Α., Κ. Κ.-Λ., Α. Γ. και Μ. Μ., οι οποίες συνέταξαν την από 9-6-2005 έκθεση ελέγχου αλλά και ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ). Από τους-παραπάνω ελέγχους προέκυψε ότι, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα 1998-2004, που ερευνήθηκε, η κατηγορουμένη τέλεσε τα παραπάνω εγκλήματα. Η μόνη διαφορά μεταξύ των πορισμάτων του έκτακτου ελέγχου και της Ε.Δ.Ε., αφορούσε μόνον στο ύψος του υπό της κατηγορουμένης υπεξαιρεθέντος ποσού. Εξάλλου, η κατηγορουμένη προέβη στις παραπάνω ενέργειες με δόλια προαίρεση. Και τούτο διότι, αυτή πλαστογραφούσε εν γνώσει της και με τον τρόπο, που προεκτέθηκε, τις κατωτέρω αναφερόμενες αποδείξεις πληρωμής, ώστε να επιτύχει τη διάπραξη της υπεξαιρέσεως υπό την ιδιότητα της ως υπαλλήλου του πολιτικώς ενάγοντος. Με τον τρόπο αυτό, παρέπειθε, εξακολουθητικά, τον αρμόδιο υπάλληλο (ταμία) να της καταβάλει τα χρηματικά ποσά που αναγράφονταν στις επίδικες αποδείξεις πληρωμής, προκειμένου αυτή, στη συνέχεια, να τα αποδώσει δήθεν στους δικαιούχους. Πλην όμως, η κατηγορουμένη, ενεργώντας με δόλια προαίρεση, αφού παραλάμβανε με τον τρόπο αυτό τα χρηματικά αυτά ποσά, τα οποία γνώριζε ότι δεν ήταν δικά της και τα κατείχε και, στη συνέχεια, τα ιδιοποιείτο παράνομα, για το λόγο ότι δεν είχε το προς τούτο δικαίωμα, αφού τα χρήματα αυτά ανήκαν στο πολιτικώς ενάγον, γεγονός το οποίο αυτή γνώριζε. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου τούτου, ότι η κατηγορουμένη, ενεργώντας με δόλια προαίρεση: Α) εισέπραξε από το ταμείο, για λογαριασμό των παρακάτω συνταξιούχων του πολιτικώς ενάγοντος, τα στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, πλαστογραφώντας την υπογραφή των δικαιούχων επί των εν λόγω παραστατικών, ποσά τα οποία δεν απέδωσε σ' αυτούς, αλλά τα υπεξήρεσε παρανόμως, ήτοι: 1) στις 9-7-1998, 180.000 δρχ. (528,25 ευρώ) για λογαριασμό του Σ. Α., με την 94612/9-7-1998 απόδειξη πληρωμής, 2) στις 18-12-2002, 650 ευρώ για λογαριασμό του Ι. Α., με την 35481/12-7-2002 απόδειξη πληρωμής, 3) στις 5-6-2003, 2.600 ευρώ για λογαριασμό του Β. Β., με την 4279/19-2-2002 απόδειξη πληρωμής, 4) στις 20-9-2001, 134.000 δρχ. (393,25 ευρώ) και 67.000 δρχ. (196,63 ευρώ), για λογαριασμό του Δ. Β., με τις 034266/18-12-2000 και 424184/27-11-2000 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 5) στις 6-11-2003, 730 ευρώ για λογαριασμό του Ε. Β., με την 35068/11-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 6) στις 12-8-2004, 488,88 ευρώ για λογαριασμό του Χ. Β., με την 0587474/17-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 7)στις 24-11-2003, 1029,71 ευρώ, για λογαριασμό του Ε. Β., με την 107870/12-5-2003 απόδειξη πληρωμής, 8) στις 21-6-2002, 131.550 δρχ. (386,06 ευρώ), για λογαριασμό του Ι. Γ., με την 0299/10-7-2001 απόδειξη πληρωμής, 9) στις 16-1-2003, 93.000 δρχ. (272,93 λογαριασμό της Α. Γ., με την 3405/20-12-2001 απόδειξη πληρωμής, 10) στις 20-2-2004, 1.238,81 ευρώ για λογαριασμό της Π. Γ., με την 767731/2-6-2003 απόδειξη πληρωμής, 11) στις 22-3-2002, 342.390 δρχ. (1.004,81 ευρώ), για λογαριασμό της Β. Γ., με την 315942/30-8-2000 απόδειξη πληρωμής, 12) την 1-11-2001, 150.000 δρχ. (440,21 ευρώ) για λογαριασμό του Γ. Γ., με την 315942/30-8-2000 απόδειξη πληρωμής, 13) στις 15-1-2004, 387 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Γ., με την 21589/16-4-2003 απόδειξη πληρωμής, 14) στις 22-2-2002, 248.408 δρχ. (729 ευρώ), για λογαριασμό της Λ. Γ., με την 405693/11-6-2001 απόδειξη πληρωμής, 15) στις 22-9-2004, 1.556,52 ευρώ για λογαριασμό της Α. Γ., με την 057008/2-12-2003 απόδειξη πληρωμής, 16) στις 2-10-2003, 525 ευρώ για λογαριασμό του Κ. Γ., με την 21633/25-2-2003 απόδειξη πληρωμής, 17) στις 30-8-2001, 165.000 δρχ. (484,23 ευρώ), για λογαριασμό της Κ. Γ., με την 034180/27-11-2000 απόδειξη πληρωμής, 18) στις 22-9-2002, 300.620 δρχ. (882,23 ευρώ) για λογαριασμό του Χ. Γ., με την 462055/11-6-2001 απόδειξη πληρωμής, 19) στις 6-4-2000, 203.883 δρχ. (598,34 ευρώ) για λογαριασμό της Α. Δ., με την 1406672/1-7-1999 απόδειξη πληρωμής, 20) στις 20-5-2004, 675 ευρώ για λογαριασμό του Κ. Δ., με την 107807/14-5-2003 απόδειξη πληρωμής, 21) στις 8-5-2003, 420 ευρώ για λογαριασμό του Β. Έ., με την 73782/14-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 22) στις 15-3-2001, 372.296 δρχ. (1.092,58 ευρώ), για λογαριασμό του Ι. Ζ., με την 144987/16-3-2000 απόδειξη πληρωμής, 23) στις 25-5-1998, 105.793 δρχ. (310,47 ευρώ), για λογαριασμό του Κ. Ζ., με την 1037660/25-7-1997 απόδειξη πληρωμής, 24)την 1-6-2000, 100.000 δρχ. (293,47 ευρώ) για λογαριασμό του Π. Ζ., με την 115205/17-4-2000 απόδειξη πληρωμής, 25) στις 10-5-2001, 324.572 δρχ. (952,52 ευρώ) για λογαριασμό του Γ. Ζ., με την 004473/8-6-2000 απόδειξη πληρωμής, 26) στις 15-1-2001, 30.000 δρχ. (88,04 ευρώ), για λογαριασμό του Ι. Ζ., με την 424406/25-1-2001 απόδειξη πληρωμής, 27) στις 25-10-2001, 244.922 δρχ. (718,77 ευρώ), για λογαριασμό του Χ. Ζ., με την 405525/7-6-2001 απόδειξη πληρωμής, 28) στις 22-5-2002, 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ) για λογαριασμό της Φ. Ζ., με την 1544/22-8-2001 απόδειξη πληρωμής, 29) στις 27-3-1998, 27-3-1998 και 30-3-1998, 92.227 δρχ. (270,66 ευρώ), 20.660 δρχ. (60,63 ευρώ) και 42.640 δρχ. (125,14 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό του Β. Ζ., με τις 558389/5-2-1998, 558390/25-2-1998 και 558391/25-2-1998 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 30) στις 8-7-2004,1.600,06 και 373,44 ευρώ, για λογαριασμό του Ν. Ζ., με τις 767799/25-6-2003 και 107838/25-6-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 31) στις 4-3-1998, 68.708 δρχ. (201,64 ευρώ), για λογαριασμό του Δ. Ζ., με την 500606/26-2-1998 απόδειξη πληρωμής, 32) στις 28-1-2003, 169,68 ευρώ για λογαριασμό της Β. Ζ., με την 30118/23-5-2002 απόδειξη πληρωμής, 33) στις 30-1-2003, 1.228,55 ευρώ για λογαριασμό του Β. Ζ., με την 84358/30-8-2002 απόδειξη πληρωμής, 34) στις 25-4-2002, 12-4-2002 και 4-4-2002, 217.076 δρχ. (637,05 ευρώ), 140.000 δρχ. (410,86 ευρώ) και 400.000 δρχ. (1.173,88 ευρώ), για λογαριασμό του Μ. Ζ. ή Κ., με τις 405348/1-6-2001, 1410/28-8-2001 και 1486/28-8-2001 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 35) στις 15-5-2003, 1.269,30 ευρώ για λογαριασμό της Δ. Ζ., με την 84263/20-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 36) στις 13-2-2003, 1.000 ευρώ για λογαριασμό του Α. Θ., με την 84616/20-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 37) στις 22-8-2001, 170.000 δρχ. (498,90 ευρώ), για λογαριασμό του Λ. Θ., με την 034250/15-12-2000 απόδειξη, πληρωμής, 38) στις 12-3-1998, 82.905 δρχ. (243,30 ευρώ) για λογαριασμό του Α. Κ., με την 1044418/4-6-1997 απόδειξη πληρωμής, 39) στις 10-4-2003, 1.560 ευρώ για λογαριασμό της Ι. Κ., με την 4280/19-2-2002 απόδειξη πληρωμής, 40) στις 30-5-2002, 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ), για λογαριασμό του Κ. Κ., με την 115498/25-5-2001 απόδειξη πληρωμής, 41) στις 13-3-2003, 968,45 ευρώ για λογαριασμό της Α. Κ., με την 3416/16-1-2002 απόδειξη πληρωμής, 42) στις 9-4-2001 και 27-2-2001, 373.407 δρχ. (1.095,84 ευρώ) και 108.182 δρχ. (317,48 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό του Κ. Κ., με τις 460446/6-9-1999 και 144977/6-3-2000 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 43) στις 8-6-2000, 141.440 δρχ. (415,08 ευρώ) και 21.760 δρχ. (63,86 ευρώ), για λογαριασμό της Σ. Κ., με τις 169658/6-4-1999 και 169660/25-5-1999 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 44) 8-5-2003, 383,25 ευρώ για λογαριασμό της Α. Κ., με την 4412/13-2-2002 απόδειξη πληρωμής, 45) στις 5-8-1998, 140.000 δρχ. (410,86 ευρώ) για λογαριασμό του 1, με την 558824/26-3-1998 απόδειξη πληρωμής, 46) στις 25-1-2001, 25-1-2001, 6-5-2004 και 29-7-2004, 328.000 δρχ. (962,58 ευρώ), 82.000 δρχ. (240,65 ευρώ), 1.820 ευρώ και 650 ευρώ, αντίστοιχα, για λογαριασμό του Α. Κ., με τις 024660/17-1-2001, 024661/25-1-2001, 21435/6-2-2003 και 21328/6-2-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 47) στις 19-8-2004, 394,10 ευρώ, για λογαριασμό της ’. Κ., με την 005313/7-7-2003 απόδειξη πληρωμής, 48) στις 23-4-1998, 279.393 δρχ. (819,94 ευρώ), για λογαριασμό του Κ. Κ., με την 527983/8-4-1998 απόδειξη πληρωμής, 49) στις 9-5-2002, 375.000 δρχ. (1.100,51 ευρώ), για λογαριασμό του ’. Κ., με την 0579/14-9-2001 απόδειξη πληρωμής, 50) στις 14-8-2002, 244.922 δρχ. (718,77 ευρώ) για λογαριασμό του Κ. Κ., με την 405524/7-6-2001 απόδειξη πληρωμής, 51) στις 4-9-2003, 1.145,62 ευρώ για λογαριασμό του Μ. Κ., με την 84288/6-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 52) στις 26-4-2004, 450 και 260 ευρώ, για λογαριασμό του Α. Κ., με τις 005886/27-3-2003 και 0571651/14-11-2004 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 53) στις 18-3-2004, 1.392,32 ευρώ για λογαριασμό της Β. Κ., με την 291441/14-5-2003 απόδειξη πληρωμής, 54) στις 26-8-2004, 342,08 ευρώ για λογαριασμό της Α. Κ., με την 0570006/2-12-2003 απόδειξη πληρωμής, 55) την 1-4-2004, 1.304,82 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Κ., με την 0587473/15-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 56) στις 9-4-1998, 455.505 δρχ. (1.336,77 ευρώ), για λογαριασμό του Α. Κ., με την 993844/2-4-1998 απόδειξη πληρωμής, 57) στις 27-4-1998, 139.842 δρχ. (410,39 ευρώ), για λογαριασμό Φ. Κ., με την 700561/11-9-1997 απόδειξη πληρωμής, 58) στις 22-3-2004, 668,46 ευρώ για λογαριασμό της Μ. Κ., με την 005341/29-7-2003 απόδειξη πληρωμής, 59) στις 22-5-2001, 298.986 δρχ. (877,44 ευρώ), για λογαριασμό του Χ. Λ. (AM ...), με την 1115497/18-5-2000 απόδειξη πληρωμής, 60) στις 14-8-2002, 191.130 δρχ. (560,91 ευρώ), για λογαριασμό του Α. Λ., με την 2499/19-12-2001 απόδειξη πληρωμής, 61) στις 28-11-2002, 88.000 δρχ. (258,25 ευρώ) για λογαριασμό της Σ. Λ., με την 3815/25-10-2001 απόδειξη πληρωμής, 62) στις 13-11-2003, 820 ευρώ για λογαριασμό της Ε. Μ., με την 73231/14-1-2003 απόδειξη πληρωμής, 63) στις 4-3-2004, 720 και 260 ευρώ για λογαριασμό του Λ. Μ., με τις 005207/20-6-2003 και 617441/24-6-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 64) στις 15-6-2000, 25.000 δρχ. (73,37 ευρώ) και 115.000 δρχ. (337,49 ευρώ) για λογαριασμό του Β. Μ., με τις 169540/25-5-1999 και 004396/9-6-2000 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 65) στις 19-6-2003, 337,82 ευρώ για λογαριασμό του Α. Μ., με την 73435/4-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 66) στις 27-2-2001, 249.900 δρχ. (733,38 ευρώ) για λογαριασμό της Λ. Μ., με την 904777/2-12-1999 απόδειξη πληρωμής, 67) στις 19-2-2004, 380 και 520 ευρώ, για λογαριασμό της Π. Μ., με τις 21958/21-3-2003 και 21947/21-5-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 68) στις 5-2-2004, 900,76 ευρώ για λογαριασμό του Θ. Μ., με την 291445/14-5-2003 απόδειξη πληρωμής, 69) στις 29-10-1998, 95.000 δρχ. (278,80 ευρώ) για λογαριασμό του Π. Μ., με την 1025985/26-10-1998 απόδειξη πληρωμής, 70) στις 22-6-2004, 945,03 ευρώ για λογαριασμό της Ε. Μ., με την 0587959/30-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 71) στις 17-12-2002, 763,84 ευρώ για λογαριασμό της Α. Μ., με την 35608/2-7-2002 απόδειξη πληρωμής, 72) στις 30-9-2004, 741,04 ευρώ για λογαριασμό του Θ. Μ., με την 73266/14-3-2003 απόδειξη πληρωμής, 73) στις 12-7-2001, 110.000 δρχ. (322,82 ευρώ) για λογαριασμό της Μ. Μ., με την 1113099/25-7-2000 απόδειξη πληρωμής, 74) στις 6-4-2004, 1.123,38 ευρώ για λογαριασμό της Α. Μ., με την 767970/6-5-2003 απόδειξη πληρωμής, 75) στις 3-7-2003, 780 ευρώ για λογαριασμό του Φ. Μ., με τη 240983/23-5-2002 απόδειξη πληρωμής, 76) στις 2-6-1998, 75.000 δρχ. (220,10 ευρώ) για λογαριασμό της Α. Μ., με την 704990/25-5-1998 απόδειξη πληρωμής, 77) στις 4-10-2001, 296.505 δρχ. (870,15 ευρώ), για λογαριασμό του Β. Μ., με την 334140/6-2-2001 απόδειξη πληρωμής, 78) στις 27-4-1998, 83.740 δρχ. (245,75 ευρώ) για λογαριασμό της Β. Μ., με την 704049/27-4-1998 απόδειξη πληρωμής, 79) στις 26-6-2003, 260 ευρώ για λογαριασμό του Κ. Μ., με την 84902/23-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 80) στις 26-6-2003, 660 ευρώ για λογαριασμό του Χ. Μ., με την 84950/22-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 81) στις 12-2-2004, 820,34 ευρώ για λογαριασμό του Α. Ν., με την 147001/5-2-2003 απόδειξη πληρωμής, 82) στις 24-5-2004, 2.89,14 ευρώ για λογαριασμό του Ν. Ν., με τη 84337/6-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 83) στις 22-5-2003, 719,72 ευρώ για λογαριασμό του Ε. Ν., με 35823/2-7-2002 απόδειξη πληρωμής, 84) στις 16-9-1999, 85.000 δρχ. (249,45 ευρώ) και 24.000 δρχ. (70,43 ευρώ), για λογαριασμό της Α. Ν., με τις 460513/25-8-1999 και 460606/25-8-1999 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 85) στις 11-7-2002, 400.000 δρχ. (1.173,88 ευρώ) για λογαριασμό της Γ. Ο., με την 3771/25-10-2001 απόδειξη πληρωμής, 86) στις 4-7-2002, 230.000 δρχ. (674,98 ευρώ) για λογαριασμό της Β. Κ., με την 1714/4-9-2001 απόδειξη πληρωμής, 87) στις 11-12-2003, 2.226,41 ευρώ για λογαριασμό του Ι. Π., με την 147403/19-3-2003 απόδειξη πληρωμής, 88) στις 22-4-2004, 570 ευρώ για λογαριασμό της Φ. Π., με την 147173/25-6-2003 απόδειξη πληρωμής, 89) στις 29-8-2002, 50.000 δρχ. (146,74 ευρώ) για λογαριασμό της Α. Π., με την 334175/26-3-2001 απόδειξη πληρωμής, 90) στις 29-8-2002, 45.000 δρχ. (132,06 ευρώ) για λογαριασμό της Β. Π., με την 424350/25-1-2001 απόδειξη πληρωμής, 91) την 1-7-2004, 754,75 ευρώ για λογαριασμό της Ε. Π., με την 291433/9-5-2003 απόδειξη πληρωμής, 92) στις 19-7-2001, 187.530 δρχ. (550,34 ευρώ) για λογαριασμό της Π. Π., με την 1113256/29-6-2000 απόδειξη πληρωμής, 93) στις 31-7-2003, 736,56 ευρώ για λογαριασμό του Π. Π., με την 240951/14-5-2002 απόδειξη πληρωμής, 94) στις 2-4-2004, 780 ευρώ για λογαριασμό του Π. Π., με την 0587753/19-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 95) στις 31-7-2003 και 21-8-2003, 640 και 2.530 ευρώ για λογαριασμό του Γ. Π., με τις 35588/29-8-2002 και 35543/18-9-2002 αποδείξεις πληρωμής, 96) στις 11-6-1998, 90.000 δρχ. (264,12 ευρώ) για λογαριασμό της Μ. Π., με την 595630/26-1-1998 απόδειξη πληρωμής, 97) στις 23-9-2004, 700 ευρώ για λογαριασμό της Χ. Π., με την 0565402/25-2-2004 απόδειξη πληρωμής, 98) στις 14-4-1998, 630.000 δρχ. (1.848,86 ευρώ) για λογαριασμό της Α. Π., με την 704965/14-4-1998 απόδειξη πληρωμής, 99) 520 στις 10-8-2004, 520 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Ρ., με την 0587757/22-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 100) στις 14-12-2000, 240.000 δρχ. (704,33 ευρώ) και 35.000 δρχ. (102,71 ευρώ) για λογαριασμό της Λ. Σ., με τις 144826/17-3-2000 και 049257/17-4-2000 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 101) στις 10-6-2004, 1.190 ευρώ για λογαριασμό του Ε. Σ., με την 147164/17-6-2003 απόδειξη πληρωμής, 102) στις 3-2-2000, 70.000 δρχ. (205,43 ευρώ) για λογαριασμό του Χ. Σ., με την 646918/7-1-1999 απόδειξη πληρωμής, 103) στις 21-9-2001, 180.000 δρχ. (528,25 ευρώ) για λογαριασμό του Φ. Σ., με την 803099/15-12-1999 απόδειξη πληρωμής, 104) στις 15-4-1998, 385.000 δρχ. (1.129,86 ευρώ) για λογαριασμό του Σ. Σ., με την 704958/8-4-1998 απόδειξη πληρωμής, 105) στις 11-10-2001, 292.390 δρχ. (858,08 ευρώ) για λογαριασμό του Γ. Σ., με την 462422/13-3-2001 απόδειξη πληρωμής, 106) στις 31-1-2002, 190.000 δρχ. (557,59 ευρώ) και 130.000 δρχ. (381,51 ευρώ), για λογαριασμό του Ι. Τ., με τις 320399/20-7-2001 και 320398/22-4-2001 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 107) στις 14-11-2002, 497,81 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Τ., με την 240399/22-4-2002 απόδειξη πληρωμής, 108) στις 23-4-22003, 274,39 και 274,39 για λογαριασμό του Π. Τ., με τις 240399/22-4-2001 3195/15-2-2002 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 109) στις 13-9-2001, 167.076 δρχ. (490,32 ευρώ) για λογαριασμό του Ι. Τ., με την 424779/3-11-2000 απόδειξη πληρωμής, 110) στις 30-3-3004, 627,32 ευρώ για λογαριασμό του Β. Τ.-Μ., με την 147002/5-2-2003 απόδειξη πληρωμής, 111) στις 14-4-2002, 279.375 δρχ. (819,88 ευρώ) για λογαριασμό του Χ. Τ., με την 462061/13-6-2001 απόδειξη πληρωμής, 112) 95.000 δρχ. (278,80 ευρώ) για λογαριασμό του Κ. Τ., με την 144492/17-4-2000 απόδειξη πληρωμής, 113) στις 2-9-2004, 1.00,62 ευρώ για λογαριασμό της Ε. Τ., με την 0587877/25-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 114) στις 11-9-2003, 840 και 450 ευρώ για λογαριασμό του Φ. Τ., με τις 4534/12-4-2002 και 4886/26-6-2002 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 115) στις 20-6-2004, 270.000 δρχ. (792,37 ευρώ) για λογαριασμό του Θ. Τ., με την 21443/7-2-2003 απόδειξη πληρωμής, 116) στις 12-8-2004, 480 και 120 ευρώ για λογαριασμό του Σ. Φ., με τις 21443/7-2-2003 και 21331/7-2-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 117) στις 25-7-2002, 90.000 δρχ. (264,12 ευρώ), 65.000 δρχ. (190,76 ευρώ), 45.000 δρχ. (132,06 ευρώ) και 45.000 δρχ. (132,06 ευρώ) για λογαριασμό του Γ. Φ., με τις 190883/5-7-2000, 190884/25-7-2000, 190885/25-8-2000 και 1093187/25-9-2000 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 118) στις 6-3-2003, 490 ευρώ για λογαριασμό του Α. Χ., με την 35008/29-7-2002 απόδειξη πληρωμής, 119) στις 12-12-2002, 777,39 ευρώ για λογαριασμό του Κ. Π., με την 30173/31-5-2002 απόδειξη πληρωμής, 120) στις 24-4-2000, 33.000 δρχ. (96,85 ευρώ) και 22.000 δρχ. (64,56 ευρώ) για λογαριασμό της Γ. Π., με τις 1406490/26-5-1999 και 1406491/25-8-1999 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 121) στις 10-10-2002, 385.653 δρχ. (1.131,78 ευρώ) για λογαριασμό της Φ. Π., με την 004871/25-5-2000 απόδειξη πληρωμής, 122) στις 8-2-2001, 166.600 δρχ. (488,92 ευρώ) για λογαριασμό του Λ. Μ., με την 190506/31-5-2000 απόδειξη πληρωμής, 123) στις 23-9-2002, 57.000 δρχ. (167,28 ευρώ) για λογαριασμό του Ι. Α., με την 410260/20-7-2002 απόδειξη πληρωμής, 124) στις 22-1-2004, 400 και 260 ευρώ για λογαριασμό του Π. Β., με τις 214557/17-12-2002 και 21551/18-2-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 125) στις 21-3-2002, 48.000 δρχ. (140,87 ευρώ) για λογαριασμό του Κ. Β., με την 410261/20-7-2001 απόδειξη πληρωμής, 126) στις 24-10-2002, 49.000 δρχ. (143,80 ευρώ), 35.020 δρχ. (102,77 ευρώ), 33.000 δρχ. (96,85 ευρώ), και 99.000 δρχ. (290,54 ευρώ), για λογαριασμό του Ν. Β., με τις 265/20-7-2001, 2461/8-10-2001, 266/22-8-2001 και 264/22-6-2001 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 127) στις 20-8-2004, 320 ευρώ για λογαριασμό της Σ. Γ., με την 570013/3-12-2003 απόδειξη πληρωμής, 128) στις 30-8-2001, 100.000 δρχ. (293,47 ευρώ) για λογαριασμό της Μ. Γ., με την 462221/22-5-2001 απόδειξη πληρωμής, 129) στις 16-5-2002, 125.000 δρχ. (366,84 ευρώ) για λογαριασμό του Β. Γ., με την 1406/27-8-2001 απόδειξη πληρωμής, 130) στις 22-1-2002, 7.882 δρχ. (23,13 ευρώ), 62.139 δρχ. (182,36 ευρώ) και 7.882 δρχ. (23,13 ευρώ), για λογαριασμό του Β. Δ., με τις 410727/22-5-2001, 410726/15-5-2001 και 410728/22-6-2001 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα, 131) στις 22-7-2003, 300 ευρώ, για λογαριασμό του Γ. Δ., με την 35093/20-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 132) στις 5-12-2002, 437,60 ευρώ για λογαριασμό της Α. Δ.-Γ., με την 4320/15-2-2002 απόδειξη πληρωμής,133) στις 9-11-2000, 84.000 δρχ. (246,52 ευρώ) για λογαριασμό της Θ. Ε., με την 49128/25-4-2000 απόδειξη πληρωμής, 134) στις 18-4-2002, 357,44 ευρώ για λογαριασμό του Χ. Ζ., με την 24650/25-2-2001 απόδειξη πληρωμής, 135) στις 22-5-2003, 385 ευρώ, για λογαριασμό του Μ. Η., με την 30077/25-6-2002-απόδειξη πληρωμής, 136) στις 13-12-2001, 195.000 δρχ. (572,27 ευρώ) για λογαριασμό της Μ. Κ., με την 334353/26-3-2001 απόδειξη πληρωμής, 137) στις 29-1-2004, 210 ευρώ για λογαριασμό της Π. Κ., με την 21544/18-2-2003 απόδειξη πληρωμής, 138) στις 13-7-2000, 101.820 δρχ. (298,81 ευρώ) για λογαριασμό των κληρονόμων Ν. Κ., με την 1113284/7-7-2000 απόδειξη πληρωμής, 139) την 1-3-2001, 460.000 δρχ. (1.394,96 ευρώ) για λογαριασμό του Χ. Κ., με την 462302/28-2-2001 απόδειξη πληρωμής, 140) την 1-3-2001, 193,20 ευρώ για λογαριασμό της Π. Κ., με την 21369/27-1-2003 απόδειξη πληρωμής, 141) στις 29-5-2003, 206,24 και 179,22 ευρώ, για λογαριασμό του Π. Κ., με τις 35990/27-6-2002 και 240265/5-4-2002 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 142) στις 8-7-1999, 41.000 δρχ. (120,32 ευρώ) και 60.000 δρχ. (176,08 ευρώ), για λογαριασμό της Π. Λ., με τις 94859/25-6-1998 και 94860/27-7-1998 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 143) στις 18-9-2003, 390 ευρώ για λογαριασμό του Η. Μ., με την 214353/17-12-2002 απόδειξη πληρωμής, 144) στις 13-3-2003, 155,62 ευρώ για λογαριασμό της Μ. Μ., με την 4075/5-2-2002 απόδειξη πληρωμής, 145) στις 14-11-2002, 124.290 δρχ. (364,75 ευρώ) για λογαριασμό του Κ. Μ., με την 1405/27-8-2001 απόδειξη πληρωμής, 146) στις 13-12-2002, 36.990 δρχ. (108,55 ευρώ) και 55485 δρχ. (162,83 ευρώ), για λογαριασμό του Σ. Μ., με τις 410280/22-6-2001 και 410281/20-7-2001 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 147) στις 30-12-2002, 350 ευρώ, για λογαριασμό του Ε. Ν., με την 35813/17-6-2002 απόδειξη πληρωμής, 148) στις 10-1-2002, 120.000 δρχ. (352,16 ευρώ) για λογαριασμό του Π. Π. , με την 760/22-8-2001 απόδειξη πληρωμής, 149) στις 6-12-2001, 29-10-1998, 6-9-2001, 8-6-2000 και 25-4-2002, 163.256 δρχ. (479,11 ευρώ), 20.400 δρχ. (59,87 ευρώ), 165.727 δρχ. (486,36 ευρώ), 22.050 δρχ. (64,71 ευρώ) και 331,67 ευρώ, αντίστοιχα, για λογαριασμό του Π. Π., με τις 2638/6-12-2001, 025575/26-10-1999, 462420/13-3-2001, 004829/25-5-2000 και 4502/26-2-2002 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 150) στις 2-6-1998, 177.603 δρχ. (521,21 ευρώ) για λογαριασμό της Ε. Σ., με την 704364/1-6-1998 απόδειξη πληρωμής, 151) στις 17-6-2004, 240 ευρώ, για λογαριασμό του Ν. Σ., με την 5780/23-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 152) στις 17-7-2003, 640 και 150 ευρώ, για λογαριασμό της Α. Σ., με τις 84859/25-9-2002 και 84960/25-9-2002 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 153) την 1-8-2002, 1.139.277 δρχ. (3.343,44 ευρώ), για λογαριασμό του Ι. Τ., με την 817/6-7-2001 απόδειξη πληρωμής, 154) στις 7-4-2004, 514,88 ευρώ, για λογαριασμό του Θ. Τ., με την 73438/12-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 155) στις 23-6-2004, 560.32 ευρώ για λογαριασμό του Σ. Χ., με την 005346/30-7-2003 απόδειξη πληρωμής, 156) στις 7-11-2002, 203,37 ευρώ για λογαριασμό του Κ. Δ., με την 3994/31-1-2002 απόδειξη πληρωμής, 157) στις 7-3-2002, 342.735 δρχ. (1.005,90 ευρώ) για λογαριασμό του Δ. Τ., με την 462059/13-6-2001 απόδειξη πληρωμής, 158) στις 30-12-2002, 350 ευρώ για λογαριασμό του .Ε. Ν., με την 35813/27-6-2002 απόδειξη πληρωμής, 159)-στις 22-10-2002, 1.546,03 ευρώ για λογαριασμό του Π. Μ., με την 73951/22-10-2002 απόδειξη πληρωμής και 160) στις 16-10-2003, 3.900 ευρώ για λογαριασμό του Χ.-Α. Α., με την 240919/20-5-2002 απόδειξη πληρωμής. Β) στις κατωτέρω περιπτώσεις, η κατηγορουμένη, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα της, εισέπραξε, για λογαριασμό και των παρακάτω συνταξιούχων του πολιτικώς ενάγοντος, τα στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, πλαστογραφώντας την υπογραφή των δικαιούχων επί των εν λόγω παραστατικών, αναγράφοντας, επιπλέον, εσφαλμένο αριθμό αστυνομικής ταυτότητας και στη συνέχεια, ιδιοποιήθηκε τα ποσά αυτά, τα οποία ενσωμάτωσε στην περιουσία της, ήτοι: 1) στις 17-6-2004, 839,16 ευρώ για λογαριασμό της Α. Γ., με την 21129/7-3-2003 απόδειξη πληρωμής, 28.470 δρχ. (83,55 ευρώ) για λογαριασμό του Β. Γ., με την 700726/25-11-1997 απόδειξη πληρωμής, 2) στις 18-12-2000, 64.000 δρχ. (187,82 ευρώ) και 64.000 δρχ. (187,82 ευρώ) για λογαριασμό του Ε. Γ., με τις 375398/25-5-1999 και 375399/25-6-1999 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 3) στις 10-7-2003, 550,53 ευρώ για λογαριασμό του Σ. Γ., με την 214128/17-12-2002 απόδειξη πληρωμής, 4) στις 5-9-2002, 280.000 δρχ. (821,72 ευρώ) για λογαριασμό του Δ. Γ., με την 1779/20-9-2001 απόδειξη πληρωμής, 5) στις 3-6-2004, 589,84 ευρώ για λογαριασμό της Β. Δ., με την 0570035/12-12-2003 απόδειξη πληρωμής, 6) στις 15-4-2004, 520 ευρώ για λογαριασμό της Α. Δ., με την 005882/25-7-2003 απόδειξη πληρωμής, 7) στις 19-3-1998, 30.770 δρχ. (90,30 ευρώ) για λογαριασμό της Μ. Δ., με την 498548/15-12-1997 απόδειξη πληρωμής, 8) στις 20-4-2001, 33.915 δρχ. (99,53 ευρώ), 22.610 δρχ. (66,35 ευρώ), 22.610 δρχ. (66,35 ευρώ), 22.610 δρχ. (66,35 ευρώ) και 33.915 δρχ. (99,53 ευρώ) για λογαριασμό Δ. Δ., με τις 049708/17-4-2000, 049731/26-6-2000, 049730/25-5-2000, 1113987/25-8-2000, 405890/25-9-2000 και 1113922/25-7-2000 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 8) στις 21-5-2004, 340 ευρώ για λογαριασμό του Θ. Ζ., με την 214579/22-1-2003 απόδειξη πληρωμής, 9) στις 25-1-2001, 250.000 δρχ. (733,68 ευρώ) και 125.000 δρχ. (366,84 ευρώ) για λογαριασμό τη Σ. Ζ., με τις 904696/15-12-2003 και 904697/25-1-2000 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 10) στις 6-3-2003, 270 ευρώ για λογαριασμό της Α. Κ., με την 35818/27-6-2002 απόδειξη πληρωμής, 11) στις 21-11-2003, 180 και 280 ευρώ για λογαριασμό της Κ. Κ., με τις 21959/21-3-2003 και 214969/16-12-2002 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 12) στις 17-2001 και 22-7-2002, 142.300 δρχ. (417,61 ευρώ) και 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό του Γ. Κ., με τις 46265/14-6-2001 και 462955/22-3-2001 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 13) στις 8-3-2001, 46.000 δρχ. (135 ευρώ) για λογαριασμό του Κ. Λ., με την 410038/25-10-1999 απόδειξη πληρωμής, 14) στις 29-5-2003, 164,82 και 188,36 ευρώ για λογαριασμό του Π. Μ., με τις 35006/25-7-2002 και 84391/21-10-2002 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 15) στις 10-1-2002, 271,20 και 222,36 ευρώ για λογαριασμό της Α. Μ., με τις 0571422/29-10-2003 και 0570295/24-12-2003 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 16) στις 28-6-2003, 360 ευρώ για λογαριασμό της Β. Μ., με την 73173/25-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 17) στις 6-12-2001, 763,84 ευρώ για λογαριασμό του Σ. Μ., με την 84330/4-9-2002 απόδειξη πληρωμής, 18) στις 23-11-2000, 178.500 δρχ. (523,84 ευρώ) για λογαριασμό της Λ. Ν., με την 805938/16-11-1998 απόδειξη πληρωμής, 19) στις 4-12-2003, 733,46 ευρώ για λογαριασμό του Π. Π., με την 666535/9-6-2033 απόδειξη πληρωμής, 20) στις 21-5-1998, 38.637 δρχ. (113,39 ευρώ) και 28.287 δρχ. (83,01 ευρώ), για λογαριασμό, του Η. Π., με τις 518391/27-11-1997 και 595551/25-11-1997 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 21) στις 3-5-2001, 30.000 δρχ. (88,04 ευρώ) και 30.000 δρχ. (88,04 ευρώ), για λογαριασμό του Γ. Π., με τις 348271/25-1-2000 και 348270/29-12-1999 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 22) στις 30-3/1998, 48.880 δρχ. (143,45 ευρώ), για λογαριασμό του Δ. Σ., με την 704814/30-3-1998 απόδειξη πληρωμής, 23) στις 29-1-2004, 553,85 ευρώ για λογαριασμό της Α. Τ., με την 005964/30-7-2003 απόδειξη πληρωμής, 24) στις 22-8-2003, 667,35 ευρώ για λογαριασμό της Α. Τ., με την 84086/22-8-2002 απόδειξη πληρωμής, 25) στις 22-4-2004, 360 ευρώ για λογαριασμό της Μ. Τ., με την 05966/30-6-2003 απόδειξη πληρωμής και 26) στις 9-9-2004, 888,89 ευρώ για λογαριασμό της Ε. Ο., με την 0570076/9-12-2003 απόδειξη πληρωμής. Γ) στις κατωτέρω περιπτώσεις συνταξιούχων, η κατηγορουμένη εισέπραξε τα στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής αναγραφόμενα ποσά, ενώ αυτοί είχαν ήδη εισπράξει τις σχετικές παροχές για τις ίδιες χρονικές περιόδους. Μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές, η κατηγορουμένη ανέγραψε επιπλέον στις κατωτέρω αναφερόμενες αποδείξεις πληρωμής την ένδειξη "γνωστός", παραπλανώντας με τον τρόπο αυτό την υπηρεσία της σχετικά με το ότι τα χρηματικά ποσά εισπράχθηκαν δήθεν από γνωστούς των δικαιούχων (τα στοιχεία των οποίων, βεβαίως, δεν ανεγράφοντο), ενώ, επιπλέον πλαστογράφησε την αντίστοιχη υπογραφή κάτω από την ένδειξη "Ο λαβών" επί των εν λόγω παραστατικών και στη συνέχεια υπεξήρεσε τα ποσά αυτά, ήτοι: 1) στις 18-6-2004, 29-11-2001 και 6-6-2002, 342.390 δρχ. (1.004,81 ευρώ) και 342.390 δρχ. (1.004,81 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό του Β. Β., με τις 462056/11-6-2001 και 2912/2-12-2001 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα, 2) στις 16-42-2003, 2.200 ευρώ για λογαριασμό του Ε. Λ., με την 0571575/16-12-2003 απόδειξη πληρωμής, 3) στις 27-6-2002, 355.800 δρχ. (1.044,17 ευρώ) για λογαριασμό της Ξ. Μ., με την 418549/5-4-2001 απόδειξη πληρωμής, 4) στις 24-2-2003, 1.145,62 ευρώ γι λογαριασμό του Κ. Μ., με την 240952/14-5-2002 απόδειξη πληρωμής, 5) στις 22-9-2003, 1.351,14 ευρώ για λογαριασμό της Κ. Ν., με την 0587375/22-9-2003 απόδειξη πληρωμής, 6) στις 22-7-2003, 763,84 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Σ., με την 73764/7-11-2002 απόδειξη πληρωμής, 7) στις 17-12-2002 και 26-7-2001, 1.145,68 ευρώ, 2.236,64 ευρώ και 133.540 δρχ. (391,90 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό του Γ. Χ., με τις 3611/15-1-2002, 0579663/16-1-2004 και 2447/16-10-2001 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα. Δ) στις κατωτέρω περιπτώσεις, η κατηγορουμένη χρησιμοποίησε ονόματα συνταξιούχων, είτε ανύπαρκτων, είτε αποβιωσάντων, είτε ανηκόντων σε άλλα υποκαταστήματα και εισέπραξε, για λογαριασμό τους, τα στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, πλαστογραφώντας την υπογραφή των δήθεν δικαιούχων επί των εν λόγω παραστατικών και στη συνέχεια, υπεξήρεσε τα ποσά αυτά, ήτοι: 1) στις 10-4-2003, 2.200 ευρώ για λογαριασμό του Γ. Δ., με την 147553/10-4-2003 απόδειξη πληρωμής. Ο εν λόγω συνταξιούχος υπήγετο στο υποκατάστημα του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ Λευκάδας, το οποίο του κατέβαλε τις αντίστοιχες παροχές για την ίδια χρονική περίοδο. Εξάλλου, όπως, ο ίδιος κατέθεσε στην υπεύθυνη δήλωση του (η οποία αναγνώστηκε), ουδέποτε εισέπραξε το παραπάνω ποσό των 2.200 ευρώ ... (από το ΙΚΑ Ιωαννίνων, ... ενώ τόσο η υπογραφή όσο και τα στοιχεία ταυτότητας, που αναγράφονται στην ανωτέρω 147553/10-4-2003 απόδειξη πληρωμής δεν είναι δικά του. 2) στις 16-12-1998, 21-1-1999, 25-1-1999, 25-2-1999, 16-3-1999, 13-5-1999, 25-5-1999, 19-7-1999, 26-7-1999, 25-8-1999, 24-9-1999, 25-10-1999 και 25-11-1999, 250.000 δρχ. (733,68 ευρώ), 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 250.000 δρχ. (733,68 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 300.000 δρχ. (880,41 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ) και 200.000 δρχ. (586,94 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό του Δ. Ζ., με τις 074901/16-12-1998, 074303/20-1-1999, 074304/25-1-1999, 074305/25-2-1999, 375137/26-3-1999, 375373/26-4- 1999, 375374/25-5-1999, 405468/25-6-1999, 405469/26-7-1999, 460421/25-8-1999, 371914/24-9-1999, 803306/25-10-1999 και 803307/25-11-1999 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα. Ο εν λόγω ασφαλισμένος, ο οποίος απεβίωσε το Δεκέμβριο 1999, πληρωνόταν από το υποκατάστημα της Πρέβεζας μέχρι το Μάρτιο 1999. Εξάλλου, στις παραπάνω αποδείξεις πληρωμής αναφέρεται ως συνταξιούχος γήρατος, ενώ αυτός ελάμβανε εν ζωή σύνταξη αναπηρίας, τα δε στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας που αναγράφονται σ' αυτές είναι εσφαλμένα. 3) στις 27-3-2003, 2.000 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Κ., με την 147551/27-3-2003 απόδειξη πληρωμής. Ο Δ. Κ. είναι συνταξιούχος του υποκαταστήματος Πρέβεζας, ενώ, σύμφωνα με την από 9-2-2005 υπεύθυνη δήλωση του (που αναγνώστηκε) δεν έχει έλθει ποτέ στο υποκατάστημα των Ιωαννίνων ούτε έχει εισπράξει απ' αυτό οποιοδήποτε ποσό και η υπογραφή καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας δεν είναι τα δικά του. 4) στις 8-3-2001, 37.000 δρχ. (108,58 ευρώ) με την 190056/25-3-2000 απόδειξη πληρωμής, για λογαριασμό Χ. Κ., ο οποίος, όμως, είχε αποβιώσει το Μάρτιο του 2000, ήτοι ένα (1) έτος προ της ως άνω ημερομηνίας, κατά την οποία φέρεται να εισπράττει το παραπάνω ποσό, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορουμένη. 5) στις 9-1-2003, 1.305 ευρώ για λογαριασμό του Β. Κ., με την 73228/15-1-2002 απόδειξη πληρωμής. Ο εν λόγω ασφαλισμένος έχει πράγματι εισπράξει μόνον τον Απρίλιο του 2002 την προκαταβολή της σύνταξης του και ουδέν άλλο ποσό, σύμφωνα με την από 28-3-2005 υπεύθυνη δήλωση του. 6) στις 26-3-4999, 26-4-1999, 25-5-1999, 25-6-1999 και 10-2-2000, 150.000 δρχ. (440,21 ευρώ), 100.000 δρχ. (293,47 ευρώ), 100.000 δρχ. (293,47 ευρώ), 100.000 δρχ. (293,47 ευρώ) και 100.000 δρχ. (293,47 ευρώ), αντίστοιχα, για λογαριασμό της Ε. χήρας Θ. Λ., με τις 562590/26-3-1999, 562749/26-4-1999, 562750/25-5-1999, 1406299/25-6-1999 και 1406601/25-8-1999 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναγραφείς στις ως άνω αποδείξεις πληρωμής αριθμός μητρώου "..." ανήκει σε άλλον ασφαλισμένο, ήτοι στον Ε. Σ. του Κ., ενώ, επιπρόσθετα, δεν υπάρχει ασφαλισμένος με το όνομα Θ. Λ. ούτε και Ε. χήρα Θ. Λ.. Εξάλλου, σε καθεμία των ανωτέρω αποδείξεων πληρωμής αναγράφεται διαφορετικός αριθμός ταυτότητας. 7) στις 9-3-2000 και 16-3-2000, 130.000 δρχ. (381,51 ευρώ) και 90.000 δρχ. (264,12 ευρώ), αντίστοιχα, με τις 562707/26-3-1999 και 562708/26-4-1999 αποδείξεις πληρωμής, για λογαριασμό της Α. Μ., η οποία, όμως, δεν εισέπραξε τα παραπάνω ποσά, σύμφωνα με την από 12-3-2005 υπεύθυνη δήλωση της. 8) στις 22-11-2001, 300.000 δρχ. (880,41 ευρώ), με την 1348/22-11-2001 απόδειξη πληρωμής, για λογαριασμό της Α. Ξ.. Η τελευταία ήταν συνταξιούχος γήρατος υπαγόμενη στο υποκατάστημα του ΙΚΑ Ηγουμενίτσας, από το οποίο, στις 28-11-2000, εισέπραξε το ποσό των 300.000 δρχ. (880,41 ευρώ), που αφορούσε στην ίδια ως άνω χρονική περίοδο, ενώ, σύμφωνα με την υπεύθυνη δήλωση της, ουδέποτε πληρώθηκε από το υποκατάστημα των Ιωαννίνων. 9) στις 28-12-2000, 40.000 δρχ. (117,39. ευρώ), 40.000 δρχ. (117,39 ευρώ) και 60.000 δρχ. (176,08 ευρώ) για λογαριασμό του Σ. Π., με τις 144091/27-3-2000, 144090/25-2-2000 και 144092/17-4-2000 αποδείξεις πληρωμής, αντίστοιχα. Ο εν λόγω ασφαλισμένος απεβίωσε τον Απρίλιο του 2000, οκτώ μήνες πριν από την ως άνω ημερομηνία πληρωμής, ενώ, επιπλέον, ο αναγραφείς στις αποδείξεις πληρωμής αριθμός αστυνομικής ταυτότητας είναι ανύπαρκτος. 10) στις 6-7-2000, 30.000 δρχ. (88,04 ευρώ), 30.000 δρχ. (88,04 ευρώ) και 45.000 δρχ. (132,06 ευρώ) για λογαριασμό της Ε. Χ., με τις 074502/25-2-1999, 074501/25-1-1999 και 074503/26-3-1999 αποδείξεις πληρωμής αντίστοιχα. Η ανωτέρω είναι ανύπαρκτη συνταξιούχος, όπως διαπιστώθηκε από τον έλεγχο, που διενεργήθηκε στο μητρώο συνταξιούχων του πολιτικώς ενάγοντος. Εξάλλου, ο αναγραφείς στις ανωτέρω αποδείξεις πληρωμής αριθμός μητρώου (...) ανήκει στο Χ. Α., συνταξιούχο Ιωαννίνων, ο οποίος απεβίωσε στις 25-7-1998. 11) 4-1-2000, 400.000 δρχ. (1.173,88 ευρώ) για λογαριασμό του Γ. Μ., με την 558184/14-1-1998 απόδειξη πληρωμής. Ε) Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητα της και, με τον τρόπο και τις μεθοδεύσεις που προαναφέρθηκαν, εισέπραξε από τον ταμία του υποκαταστήματος ΙΚΑ Ιωαννίνων, για λογαριασμό των παρακάτω ασφαλισμένων, τα παρακάτω χρηματικά ποσά: 1) στις 22-11-2002, 1.063,85 ευρώ για λογαριασμό του Δ. Α.. 2) στις 25-8-2000, 14.130 δρχ. (41,47 ευρώ), 21.195 δρχ. (62,20 ευρώ), 14.700 δρχ. (43,14 ευρώ), 14.700 δρχ. (43,14 ευρώ) και 22.050 δρχ. (64,71 ευρώ) και συνολικά 254,66 ευρώ, για λογαριασμό της Α. Γ.. 3) την 1-8-2002, 2000 και 460 ευρώ, στις 2S-10-1999, 7.000 δρχ. (20,54 ευρώ) και 30.000 δρχ. (88,04 ευρώ) και συνολικά 2.568,58 ευρώ, για λογαριασμό του Χ. Ζ.. 4) στις 10-4-2003, 1.560 ευρώ για λογαριασμό της Ι. Κ.. 5) στις 30-9-2003, 1.186,04 ευρώ για λογαριασμό της Ε. Κ.. 6) στις 10-4-2003, 1.560 και 360 ευρώ, συνολικά δε 1.920 ευρώ, για λογαριασμό του Δ. Κ.. 7) στις 6-4-1998, 34.421 δρχ. (101,02 ευρώ) για λογαριασμό Ε. Μ.. 8) στις 23-11-2001, 57.079 δρχ. (167,51 ευρώ) για λογαριασμό του Δ. Μ.. 9) στις 25-1-2001, τα χρηματικά ποσά των 24.000 δρχ. (70,43 ευρώ), 48.000 δρχ. (140,87 ευρώ), 90.000 δρχ. (264,12 ευρώ), 24.000 δρχ.(70,43 ευρώ), 24.000 δρχ. (70,43 ευρώ), 24.000 δρχ. (70,43 ευρώ), 36.000 δρχ. (105,65 ευρώ)., 470.000 δρχ. (1.379,31 ευρώ) και 94.000 δρχ. (275,86 ευρώ) και στις 16-9-2001, τα χρηματικά ποσά των 85.000 δρχ. (249,45 ευρώ) και 24.000 δρχ. (70,43 ευρώ), συνολικά δε 2.767,41 ευρώ για λογαριασμό της Α. Ν.. 10) στις 11-6-1998, 90.000 δρχ. (264,12 ευρώ) για λογαριασμό της Μ. Π.. 11) στις 29-6-2000, 339.797 δρχ. (997,20 ευρώ) για λογαριασμό του Π. Π.. 12) στις 3-6-1999 και 9-3-2000, 178.500 δρχ.(523,84 ευρώ) και 249.900 δρχ. (733,38 ευρώ) και συνολικά 1.272,22 ευρώ, για λογαριασμό της Σ. Ρ., 13) στις 4-3-1999, 118.000 δρχ. (346,29 ευρώ), για λογαριασμό του Κ. Σ.. 14) στις 24-9-1999, 50.000 δρχ. (146,74 ευρώ), για λογαριασμό της Φ. Σ.-Κ.. 15) στις 11-5-2000, 177.456 δρχ. (520,78 ευρώ), για λογαριασμό της Χ. Σ.. 16) στις 2-3-2000, 300.000 δρχ. (880,41 ευρώ), για λογαριασμό της Π. Τ.. 17) στις 2-4-1998, 940.474 δρχ. (2.760,01 ευρώ), για λογαριασμό του Δ. Τ.. 18) στις 9-7-1998, 117.865 δρχ. (359,90 ευρώ) και 465.000 δρχ. (1.364,64 ευρώ) και συνολικά 1.724,54 ευρώ, για λογαριασμό του Π. Χ.. 19) στις 6-6-2002, 342.390 δρχ. (1.004 ευρώ) για λογαριασμό του Β. Β.. 20) στις 28-3-2002 και 15-12-2002, 1.476,30 και 3.201,13 ευρώ και συνολικά 4.677,43 ευρώ, για λογαριασμό της Ε. Γ.. 21) στις 11-12-2003, 2.160 ευρώ για λογαριασμό του Ε. Λ., 22) στις 12-9-2002, 1.486,67 ευρώ για λογαριασμό της Ξ. Μ., 23) στις 15-1-2004, 1.534,96 ευρώ για λογαριασμό του Κ. Μ., 24) στις 15-12-2002, 4.157 ευρώ για λογαριασμό της Α. Τ., 25) στις 26-7-2001, 291.670 δρχ. (855,96 ευρώ) για λογαριασμό των Ε. και Ζ. Τ.. Η κρίση ως προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στηρίζεται σε όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθούν οι ένορκες καταθέσεις των τεσσάρων πρώτων μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίες εξετάσθηκαν τόσον πρωτοδίκως όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και εξέθεσαν, μετά λόγου γνώσεως, κατά τρόπο πειστικό και εμπεριστατωμένο, τις παράνομες δραστηριότητες της κατηγορουμένης, οι ένορκες καταθέσεις των ασφαλισμένων, Φωτεινής Αντωνίου και Ε. Ν. καθώς και οι 220 υπεύθυνες δηλώσεις των ασφαλισμένων που αναγνώστηκαν, στις οποίες αυτοί βεβαιώνουν ότι δεν εισέπραξαν τις στις ανωτέρω αποδείξεις πληρωμής ποσά. Αντίθετα, οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως ουδέν εισέφεραν, καθόσον αρκέστηκαν σε γενικές και αόριστες υποθέσεις σχετικά με τη μη τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων εκ μέρους της κατηγορουμένης καθώς και σε προσωπικές εκτιμήσεις σχετικά με το ήθος και το χαρακτήρα της. Η παραπάνω κρίση δεν αναιρείται από τη γενική και αόριστη άρνηση της κατηγορουμένης, όπως εκφράστηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της. Η τελευταία, μάλιστα, δεν μπόρεσε να κλονίσει τις αξιόπιστες καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων, αλλά και τη σωρεία των υπευθύνων δηλώσεων των ασφαλισμένων. Επιπλέον, δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση σχετικά με τις περιπτώσεις "Γ." και "Κ.", αλλά και αυτές των ανύπαρκτων, αποβιωσάντων ή ασφαλισμένων, που υπάγονταν και πληρώνονταν από άλλα υποκαταστήματα καθώς και αυτών που είχαν ήδη πληρωθεί νομίμως για τις ίδιες παροχές, κατά τα ανωτέρω εκτενώς εκτιθέμενα. Αρκέστηκε, απλώς, στην επίκληση ότι ενεργούσε όπως και οι λοιποί συνάδελφοι της, δηλαδή ότι εισέπραττε για λογαριασμό ασφαλισμένων, προκειμένου να τους διευκολύνει και ότι εν τέλει απέδιδε τα ποσά, τα οποία εισέπραττε. Και ναι μεν, όπως σαφώς επισημάνθηκε, οι υπάλληλοι του εν λόγω υποκαταστήματος ενεργούσαν κατά τρόπο παράτυπο, με την ανοχή των προϊσταμένων τους, πλην όμως, από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη εκμεταλλεύθηκε αυτή την αταξία και την έλλειψη ελέγχου, προκειμένου να αναπτύξει την εγκληματική της δραστηριότητα. Περαιτέρω και, προκειμένου να αποσείσει τις σε βάρος της κατηγορίες, βάλλει, όλως αορίστως, κατά της αξιοπιστίας των 220 υπευθύνων δηλώσεων των ασφαλισμένων, με την εικασία ότι ήθελαν να εκμεταλλευθούν προς όφελος τους τη σύγχυση που επικράτησε στο Ι.Κ.Α., μετά τη δημοσιοποίηση της παράνομης δραστηριότητας της. Τα παραπάνω, όμως, δεν επιβεβαιώνονται από το αποδεικτικό υλικό. Εξάλλου, τα παραπάνω δεν κλονίζονται από το γεγονός ότι, κατά τις ημερομηνίες είσπραξης ορισμένων από τα παραπάνω ποσά, η κατηγορουμένη απουσίαζε από την εργασία της, λόγω άδειας. Και τούτο διότι, όπως αποδείχθηκε, αυτή είχε τη δυνατότητα να προσέρχεται στην υπηρεσία της κατά τη διάρκεια της άδειας της για να πραγματοποιήσει τις παραπάνω εισπράξεις. Επίσης, το ότι οι ασφαλισμένοι δεν είχαν διαμαρτυρηθεί για τη μη καταβολή των παραπάνω παροχών μέχρι τη δημοσιοποίηση της εγκληματικής δραστηριότητας της κατηγορουμένης δικαιολογείται, όπως προαναφέρεται, από το ότι αυτοί αγνοούσαν όχι μόνον το ποσό που εδικαιούντο και το χρόνο καταβολής του, αλλά ακόμη και κατά πόσο δικαιούνται κάποια παροχή, δεδομένου ότι πολλοί εξ αυτών ήταν ηλικιωμένοι, ασθενείς, ανάπηροι ή αγράμματοι ή κατοικούσαν σε απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές. Σύμφωνα με όσα εξετέθησαν, κατά την πλειοψηφούσα άποψη, η παράνομη συμπεριφορά της κατηγορουμένης συνιστά την αντικειμενική υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και ορθό νομικό χαρακτηρισμό, κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, ήτοι συνολικού ποσού 187.526 ευρώ (στο οποίο συμποσούνται όλα τα ποσά των ανωτέρω αναφερομένων αποδείξεων πληρωμής) και β) της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, με όφελος ύψους 151.108,60 ευρώ (στο ποσό αυτό συμποσούνται όλες οι ανωτέρω αναφερόμενες ως πλαστές αποδείξεις πληρωμής), τα οποία στρέφονται σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, αμφότερα σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 1508/1950, όπως ισχύει. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η συνταξιούχος Σ. Β. εισέπραξε το ποσό των 1.280 ευρώ, στις 22-7-2004, με βάση την 571964/22-11-2003 απόδειξη πληρωμής και επομένως, η κατηγορουμένη πρέπει, ομόφωνα, να κηρυχθεί αθώα για τη μερικότερη αυτή πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και την αντίστοιχη της πλαστογραφίας. Περαιτέρω, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το ότι η κατηγορουμένη πλαστογράφησε τις εξής αποδείξεις πληρωμής: 1) 144670/27-3-2000, 2) 144671/17-4-2000, 3) 004821/25-5-2000, 4) 004822/26-6-2000, 5) 1113682/25-7-2000, 5) 35288/31-7-2002, 6) 35016/31-7-2002, 7) 803275/25-10-1999, 8) 803037/25-10-1999, 9) 4280/19-2-2002, 10) 84822/30-9-2002, 11) 84150/18-9-2002, 12) 73632/22-11-2002, 13) 704825/2-4-1998, 14) 190483/8-3-2000, 15) 904321/23-11-1999, 16) 904322/15-12-1999, 17)348846/18-1-2000, 18)904323/25-1-2000, 19) 144545/25-2-2000, 20) 144526/27-3-2000, 21) 144547/17-4-2000, 22) 024528/15-1-2001, 23) 024529/25-1-2001, 24) 595630/26-1-1998, 25) 004970/28-6-2000, 26) 805939/16-11-1998, 27) 144745/9-3-2000, 28) 805904/15-11-1998, 29) 169428/26-4-1999, 30) 115815/8-5-2000, 31) 144712/2-3-2000, 32) 704822/30-3-1998, 33) 94541/9-7-1998, 34) 94051/9-7-1998, 35) 30173/31-5-2002, 36) 0572977/11-6-2004, 37) 240181/28-3-2002, 38) 73343/15-12-2002, 39) 0587236/10-12-2003, 40) 84492/11-9-2002, 41) 0570535/15-1-2004, 42) 214333/13-12-2002, 43) 144112/25-2-2000, σύμφωνα και με την αναγνωσθείσα έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί, ομόφωνα, αθώα των ως άνω μερικότερων πράξεων. Τα παραπάνω δεν αναιρούν την, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου, κρίση ότι η κατηγορουμένη υπεξήρεσε, όπως, άλλωστε, προαναφέρθηκε, και τα χρηματικά ποσά που αναγράφονται στις ανωτέρω (μη πλαστές) αποδείξεις πληρωμής. Τούτο εξηγείται από το ότι αυτή εκμεταλλευόταν την απειρία νέων συναδέλφων της, οι οποίοι, ακολουθώντας την όλως παράτυπη πρακτική, που προεκτέθηκε, συμπλήρωναν πλήρως αποδείξεις πληρωμής (όπως οι προαναφερθείσες) και τις παρέδιδαν σ' αυτήν (κατηγορουμένη), αγνοώντας βέβαια τους δόλιους σκοπούς της. Η τελευταία δε, με τις μεθοδεύσεις που προαναφέρθηκαν, εισέπραττε στη συνέχεια τα ποσά των ανωτέρω αποδείξεων και τα ενσωμάτωνε στην περιουσία της, όπως τούτο σαφώς αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τις αναγνωσθείσες υπεύθυνες δηλώσεις των ασφαλισμένων, σε συνδυασμό και με το πόρισμα του εκτάκτου ελέγχου, το οποίο επιβεβαίωσαν οι εξετασθείσες ως μάρτυρες επιθεωρήτριες του πολιτικώς ενάγοντος, οι οποίες το συνέταξαν ... . Τέλος, πρέπει, κατ' ομόφωνη κρίση, να αναγνωριστεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο της κατηγορουμένης η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ., όπως και πρωτοδίκως και, κατά πλειοψηφία, αυτή του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του ίδιου κώδικα, καθόσον από την τέλεση των παραπάνω πράξεων μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως στον παρόντα βαθμό παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η κατηγορουμένη συμπεριφέρθηκε καλά, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, η κατηγορουμένη για έξι και πλέον έτη, ήτοι από την τέλεση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο, αφοσιώθηκε στην οικογένεια της και απασχολήθηκε ως υπάλληλος στο λογιστήριο και στο ταμείο ιδιωτικής εταιρείας, χωρίς κατά το διάστημα αυτό να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στην εργασία της, ενώ και η εν γένει ατομική και κοινωνική της συμπεριφορά όλο αυτό το διάστημα υπήρξε άψογη......
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950, με αντικείμενο του εγκλήματος σε βάρος του Ι.Κ.Α, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α' και γ', 26 παρ.1α, 27, 94παρ.1, 98, 263 Α, 258 στοιχ. γ' περ.β' και 216 παρ.1 και 3 εδ.α' του ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 1608/1950, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση, καθόσον αφορά την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία α. ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ήταν υπάλληλος του περιφερειακού υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ιωαννίνων και ποια ακριβώς ιδιότητα είχε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, β. ότι το Ι.Κ.Α. περιλαμβάνεται στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ, γ. ότι η κατηγορούμενη, ενεργώντας με δόλο, ιδιοποιήθηκε παράνομα τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, τα οποία ανήκαν στο ως άνω νομικό πρόσωπο, είχαν δε περιέλθει στην κατοχή της λόγω της παραπάνω υπαλληλικής της ιδιότητας, αφού μεταξύ της λήψεως των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μια άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια και δ. ότι το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, η οποία τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ, (άρθρο 258 περ.γ β, Π.Κ.) ενώ το όφελος που επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στο πολιτικώς ενάγον υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι το αντικείμενο του εγκλήματος ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού ιδιοποιήθηκε συνολικά 187.526 Ευρώ, (στο οποίο συμποσούνται όλα τα ποσά των αναφερομένων αποδείξεων πληρωμής), οπότε τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1§1 του ν. 1608/1950. Επίσης, παρατίθεται στην απόφαση, καθόσον αφορά την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας α) η κατ' εξακολούθηση πλαστογράφηση των αποδείξεων πληρωμής του Ι.Κ.Α. για τους αναφερόμενους συνταξιούχους του, με τη θέση, κατ' απομίμηση, της υπογραφής τους από την αναιρεσείουσα στη θέση "ο λαβών", και συνακόλουθα ο δόλος της και β) ο σκοπός πλαστογράφησης των αποδείξεων αυτών, που ήταν η είσπραξη των σχετικών ποσών που αναφέρονται στις αποδείξεις, σε βάρος του Ι.Κ.Α. με επιδιωκόμενο όφελος που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, (άρθρο 216 παρ.3 εδ. α' Π.Κ.) και ειδικότερα ποσό 151.148,60 Ευρώ, ενώ το όφελος που επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στο πολιτικώς ενάγον υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι το αντικείμενο του εγκλήματος ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας ανήλθε συνολικά σε 151.108,60 Ευρώ, οπότε και εν προκειμένω, δέχθηκε ότι τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1§1 του ν. 1608/1950. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, με την οποία προβάλλεται η αιτίαση ότι, χωρίς αιτιολογία, το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό της, ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο της, η διακεκριμένη περίσταση του άρθρου 1§1 ν. 1608/1950, περί καταχραστών δημοσίου χρήματος, αλλά η τοιαύτη της διακεκριμένης περίπτωσης υπεξαίρεσης του άρθρου 258 περ.γ β Π.Κ, καθόσον το συνολικό ύψος του υλικού αντικειμένου της υπεξαίρεσης δεν υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, αλλά ήταν μικρότερο, είναι αβάσιμη, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, και όχι αυτοτελής, και η αιτιολογία του, ως αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή.
Συνεπώς το δικαστήριο που απέρριψε αυτόν, δεχθέν και την ως άνω επιβαρυντική περίσταση, δεν είχε υποχρέωση προς ειδική αιτιολόγησή του. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, από το σύνολο των παραδοχών της παραπάνω απόφασης, χωρίς αμφιβολία προκύπτει, ότι τον εν λόγω ισχυρισμό, απέρριψε το δικαστήριο, αιτιολογημένα, με την κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή, αφού δέχθηκε ότι το μέγεθος της ζημίας από την υπεξαίρεση, που προσδιορίζεται αναλυτικά για κάθε απόδειξη, συμποσούμενο, ανέρχεται σε ποσό άνω των 150.000 Ευρώ και ειδικότερα σε 187.526 Ευρώ. Εξάλλου, η κρίση του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, περί του ότι το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία, που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, και τυγχάνει εφαρμογής, η διακεκριμένη περίσταση του άρθρου 1§1 ν. 1608/1950, περί καταχραστών δημοσίου χρήματος, εφόσον το μέγεθος της ζημίας από την υπεξαίρεση προσδιορίζεται, δεν ελέγχεται αναιρετικά, γιατί ανάγεται στην περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Καθ' όσον αφορά την αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε αληθή πραγματική συρροή, μεταξύ των ως άνω εγκλημάτων, της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και της κακουργηματικής πλαστογραφίας, λόγω της διπλής αξιολογήσεως της αυτής συμπεριφοράς, είναι αβάσιμη, σύμφωνα με όσα, στην εν αρχή νομική σκέψη διαλαμβάνονται, αφού οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις συρρέουν αληθώς, λόγω της αυτοτέλειας των ως άνω εγκλημάτων, και της διαφορετικότητας του πληττομένου με αυτά εννόμου αγαθού, που είναι επί μεν πλαστογραφίας η δημόσια πίστη περί τα υπομνήματα, δηλαδή η ασφάλεια και η ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών επί δε υπεξαίρεσης η ξένη περιουσία.
Συνεπώς, με την παραδοχή από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι υφίσταται πραγματική συρροή μεταξύ των ως άνω εγκλημάτων, ορθά εφαρμόστηκε και ερμηνεύτηκε ο νόμος. Η περαιτέρω αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, περί του ύψους του συνολικά υπεξαιρεθέντος ποσού, δεν εκτίμησε ορθά και τα παρακάτω έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι το συνολικώς υπεξαιρεθέν ποσό, δεν υπερέβαινε το ποσό των 150.000 Ευρώ και συνεπώς, δεν συνέτρεχε η ως άνω επιβαρυντική περίσταση, περί καταχραστών δημοσίου και ειδικότερα, α) τη με αριθμό πρωτ. 47453/2007 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου β) το πόρισμα Ε.Δ.Ε. του Ι.Κ.Α. γ) το πόρισμα Ε.Δ.Ε. του Ι.Κ.Α της υπαλλήλου Β. Σ. και δ) τη με αριθμό πρωτ. Γ17/ΥΣ/37/14-11-2007 απόφασης του 1ου Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, γιατί δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, 3ος, 5ος και 6ος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου, περί αναβολής της δίκης, για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη δια του συνηγόρου της, υπέβαλε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και συγκεκριμένα, προκειμένου: α) Να κληθούν όλοι εκείνοι, τα χρήματα των οποίων φέρεται ότι η κατηγορούμενη υπεξαίρεσε δια πλαστογραφίας, προκειμένου να προκύψει αν αυτοί, οι ασφαλισμένοι - συνταξιούχοι, δεν εισέπραξαν πράγματι τα δικαιούμενα ποσά, όπως δια της εκκαλουμένης απόφασης αποδίδεται στην κατηγορουμένη. β) Να κληθεί και προσέλθει στο ακροατήριο ο συντάξας τη γραφολογική έκθεση γραφολόγος, δικηγόρος Γ. Γ., προκειμένου να εξετασθεί και να διευκρινίσει το περιεχόμενο της, ιδίως δε τις περιπτώσεις που εκφράζει, όπως στην έκθεση του αναφέρεται, "ισχυρή πιθανότητα" και "απλή πιθανότητα".-γ)Να διαταχθεί συμπληρωματική γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, η οποία να άρει τις αμφιβολίες και τα κενά της ήδη γενομένης δ) Να διαταχθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, για τον ίδιο σκοπό και με το ίδιο αντικείμενο και, συγκεκριμένως, για να διαπιστωθεί, αν το συνολικό ύψος του υλικού αντικειμένου των φερομένων πράξεων της κατηγορουμένης υπερβαίνει το ποσό των 150.000,00 Ευρώ. Το δικαστήριο, απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με την ακόλουθη αιτιολογία: Το αίτημα της κατηγορουμένης για αναβολή της δίκης πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, καθόσον υπάρχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επαρκή αποδεικτικά μέσα, τα ανωτέρω αναφερόμενα, για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Ειδικότερα: α) όλοι οι ασφαλισμένοι έχουν ήδη δηλώσει με υπεύθυνες δηλώσεις ότι η κατηγορουμένη δεν τους κατέβαλε τα χρηματικά ποσά, σύμφωνα με τις επίδικες αποδείξεις πληρωμής, ότι δεν την γνωρίζουν ούτε αναγνωρίζουν την υπογραφή τους επί των ως άνω παραστατικών,β)η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του γραφολόγου Γ. Γ. είναι εκτενής και εμπεριστατωμένη και επομένως δεν απαιτείται η εμφάνιση του ιδίου στο ακροατήριο για περαιτέρω διευκρινίσεις και γ) για τον υπολογισμό του υλικού αντικειμένου της υπεξαιρέσεως και πλαστογραφίας (εγκλήματα, για τα οποία κατηγορείται η κατηγορουμένη) απαιτούνται απλές μαθηματικές πράξεις και όχι ειδικές γνώσεις λογιστικής. Περαιτέρω, με την 2657/2010 απόφαση του το Ελεγκτικό Συνέδριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και, εκτός των άλλων, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση από το Δικαστήριο τούτο. Ενόψει των ανωτέρω, το περί αναβολής αίτημα της κατηγορουμένης υποβάλλεται παρελκυστικά μετά πάροδο δεκατριών (13) ετών από το φερόμενο ως χρόνο έναρξης της εγκληματικής δραστηριότητας που της αποδίδεται, ενώ η υπόθεση στον παρόντα βαθμό έχει ήδη αναβληθεί πέντε φορές με την επίκληση σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο της ιδίας ή των συνηγόρων της.
Η αιτιολογία αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, καθόσον το δικαστήριο, με σαφήνεια παραθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν έκρινε αναγκαία την αναβολή της δίκης. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το αίτημα να προσέλθει στο δικαστήριο ο συντάξας την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, γραφολόγος Γ. Γ., με τις παραδοχές της απόφασης ότι η έκθεση αυτή είναι σαφής και εμπεριστατωμένη και επομένως δεν απαιτείται η εμφάνισή του στο ακροατήριο για περαιτέρω διευκρινίσεις, και ότι για τον υπολογισμό του υλικού αντικειμένου της υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας απαιτούνται απλές μαθηματικές πράξεις και όχι ειδικές γνώσεις λογιστικής σαφώς απαντά επί των σχετικών αιτημάτων και αιτιολογεί και τους λόγους, για τους οποίους δεν κρίνει αναγκαία την εμφάνιση του πραγματογνώμονα στο ακροατήριο καθώς και τη διενέργεια συμπληρωματικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' και Δ' 4ος λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης ακρόασης, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Σε περίπτωση μη τηρήσεως της διατάξεως του άρθρου 368 Κ.Π.Δ, που αποτελεί ειδικότερη ανάπτυξη των διαλαμβανομένων στο άρθρο 333 του ίδιου κώδικα, δηλαδή στην περίπτωση που πριν κηρυχθεί η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο διευθύνων την συζήτηση, δεν ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 Κ.Π.Δ. ιδρύουσα τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1Α του ίδιου κώδικα, λόγο αναιρέσεως, γιατί δεν απαγγέλλεται από τη διάταξη τέτοια ακυρότητα, ούτε και από την παράλειψη της παρακωλύεται η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αφού αυτός αν θέλει κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση μπορεί να το ζητήσει, οπότε, αν το δικαστήριο αρνηθεί, επέρχεται ακυρότητα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη η περί του αντιθέτου αναιρετική αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα, εκ του ότι προ της κηρύξεως του πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν ρωτήθηκαν οι εκπροσωπούντες την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη πληρεξούσιοί της δικηγόροι, για την άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος, ενόψει και του ότι δεν προβάλλεται, ότι αυτοί ζήτησαν την άσκηση του δικαιώματός τους αυτού και το δικαστήριο τους αρνήθηκε τούτο.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος 2ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, για τον ως άνω λόγο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ΚΠΔ, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του, οτιδήποτε δύναται να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 333 παρ.3, 366 και 368 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις, ο λόγος και στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, προκειμένου να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις, μόνον όμως, εφόσον το ζητήσουν. Και αν μεν ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί (μετά από προσφυγή τους στο δικαστήριο), δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ' του ΚΠΔ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Αν όμως, δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Επομένως, ο 1ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στους πληρεξούσιους δικηγόρους της αναιρεσείουσας, που την εκπροσωπούσαν, προκειμένου να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα τους, χωρίς αναφορά ότι είχε ζητηθεί σχετικά ο λόγος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, πέραν του γεγονότος, ότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. 52η σελ. αυτών), ο Πρόεδρος, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, έδινε το λόγο, μεταξύ των άλλων παραγόντων της δίκης και στους συνηγόρους της κατηγορουμένης για να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτούς Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ συναφής 1ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας διότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους της αναιρεσείουσας, για να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικές με τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένη όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 και 3 του ν. 3693/1957 (βλ. σχ. ΑΠ 318/2007).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 12-4-2012, υπ' αριθμό πρωτ. 6/2012, αίτηση, της Π. Λ. του Θ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 86/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ τριακοσίων (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ