Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Υπέρβαση εξουσίας, Λόγος στο συνήγορο, Πλάνη νομική και πραγματική, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Πραγματογνωμοσύνη, Πολιτική αγωγή, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση και υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Στοιχεία εγκλημάτων. Χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της υφαρπαγής. Ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη. Εκτιμάται ως έγγραφο. Όχι αναγκαία η αιτιολόγηση του αντίθετου πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής και πραγματικής πλάνης. Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να περιέχει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλ. αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Παράσταση ως πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου. Δεν είναι απαραίτητο ούτε για την παράσταση, αλλά ούτε και για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εξειδικεύεται ότι η ηθική βλάβη έχει αντίκτυπο στη φήμη κ.λπ. έναντι των τρίτων. Επί υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως έχει δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής το πρόσωπο, του οποίου θίγονται ιδιωτικά συμφέροντα. Ορθή παράσταση της ανώνυμης εταιρίας, στην οποία προσκομίσθηκε η ψευδής βεβαίωση, που είχε υφαρπασθεί, για τη λήψη αναρρωτικής άδειας μετ' αποδοχών. Απόρριψη λόγων για απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας. Η ένσταση παραγραφής των πολιτικών αξιώσεων πρέπει να προτείνεται. Όχι έλλειψη ακροάσεως, αφού από τα πρακτικά δεν προκύπτει ότι προτάθηκε τέτοια ένσταση. Ούτε από την μη ανάγνωση εγγράφων, των οποίων δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση. Όχι χειροτέρευση θέσεως από την επιδίκαση του ίδιου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως πρωτοδίκως και κατ' έφεση. Ορθή λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, το περιεχόμενο του οποίου προέκυπτε από άλλο έγγραφο. Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφων. Όχι ακυρότητα από το ότι ο συνήγορος της κατηγορουμένης, στον οποίο δόθηκε ο λόγος επί της ποινής και επί των απαιτήσεων της πολιτικώς ενάγουσας (άρ. 369 παρ. 1 ΚΠΔ), περιορίστηκε μόνο στο ζήτημα της ποινής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 315/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Φ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Λάσση, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 7599/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Γιολδασέα.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του, καθώς και στο από 31 Δεκεμβρίου 2012 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1155/2012.
Αφού άκουσε
Τους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρ. 13 εδ. γ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιτυγχάνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο, έγγραφο, για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, β) η αναληθής βεβαίωση να προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλό μέσο δια του οποίου παρασύρθηκε ο υπάλληλος, έστω και από αμέλεια ή ευπιστία, στην παροχή της βεβαιώσεως και γ) δόλος που εμπεριέχει τη γνώση του δράστη, ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον, αλλά και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου με οποιονδήποτε τρόπο. Δημόσιο έγγραφο κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο, γιατί το άρθρο 13 περ. γ' του ΠΚ δεν προσδιορίζει την έννοιά του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων, κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του ΠΚ, "χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως". Επί υφαρπαγής, λοιπόν, ψευδούς βεβαιώσεως, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης υπέβαλε στον αρμόδιο υπάλληλο τα ψευδή στοιχεία για την έκδοση της ψευδούς βεβαιώσεως, ανεξαρτήτως του πότε επήλθε το αποτέλεσμα, πότε, δηλαδή, έλαβε την ψευδή αυτή βεβαίωση.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της πλαστογραφίας, που προβλέπεται από το άρθρο 216§1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται σκοπός παραπλανήσεως άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η ύπαρξη του σκοπού αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που τον δικαιολογούν, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, το πόρισμά της εκτιμάται ελευθέρως μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Αλλά δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 7599/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Η κατηγορουμένη Ε. Φ. εργαζόταν ως υπάλληλος το έτος 2004 στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) ΑΕ. Με την ιδιότητά της αυτή στις 11.10.2004 υπέβαλε αίτηση προς το ΤΜΥ Υποκατάστημα ΙΚΑ Ν. Ιωνίας Αττικής, για να της χορηγηθεί άδεια ασθενείας. Στην ανωτέρω αίτηση επισύναψε ως δικαιολογητικά τρεις (3) ιατρικές βεβαιώσεις. Πιο συγκεκριμένα, αυτή προσκόμισε στην ανωτέρω υπηρεσία τις από 1.10.2004, 5.10.2004 και 9.10.2004 ιατρικές βεβαιώσεις που φέρονται να έχουν εκδοθεί από τον Ν. Α., διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του Περιφερειακού Νοσοκομείου Αθηνών "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο Ε.Ε.Σ.". Στην πρώτη ως άνω βεβαίωση αναγραφόταν ότι ο προαναφερόμενος ιατρός, δήθεν, πιστοποιούσε πως η κατηγορουμένη στα ημέτερα εξωτερικά ιατρεία προσήλθε 01.10.2004 για επανεξέταση από ελαφριά εξάρθρωση του 4ου και 5ου μεσοσπονδυλίου. ... Στη δεύτερη βεβαίωση (...) αναγραφόταν ότι ο ίδιος ιατρός της είχε, δήθεν, εκδώσει ώρα 22.30 και πιστοποιούσε πως η κατηγορουμένη εξετάστηκε σήμερα 5.10.2004 στα εξωτερικά ιατρεία με εξάρθρωση αριστερού αστραγάλου. ... Στην τελευταία (...) αναγραφόταν ότι ο ίδιος ιατρός, δήθεν, πιστοποιούσε πως η κατηγορουμένη επανεξετάστηκε σήμερα 9.10.2004 στα εξωτερικά ιατρεία ... από εξάρθρωση αριστερού αστραγάλου ... . Στηριζόμενη η αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ Ν. Ιωνίας Αττικής στις άνω τρεις (3) ιατρικές βεβαιώσεις γνωμάτευσε (...) ότι η κατηγορουμένη ήταν ανίκανη για εργασία από 24.9 έως και 14.10.2010. Στη συνέχεια η κατηγορουμένη κατέθεσε την ανωτέρω ψευδή βεβαίωση στην εργοδότριά της "ΕΑΒ Α.Ε.", προκειμένου η τελευταία να της χορηγήσει σχετική άδεια ασθενείας. ... Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι οι ως άνω τρεις ιατρικές βεβαιώσεις είναι εξολοκλήρου πλαστές. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη δεν παρουσιάστηκε ποτέ ενώπιον του ως άνω ιατρού (Ν. Α.) προς εξέταση ούτε τα γράμματα με τα οποία είναι γραμμένες αυτές είναι (γράμματα) του εν λόγω ιατρού, που φέρεται ότι τις έχει υπογράψει, ούτε έχουν υπογραφεί φυσικά από αυτόν, αλλά έχει τεθεί κατ' απομίμηση η υπογραφή του, ενώ οι σφραγίδες που φέρουν, δεν έχουν τεθεί από τον ίδιο ως άνω ιατρό. Επίσης, η ιατρική εξέταση (και στις τρεις ως άνω ημερομηνίες) της κατηγορουμένης δεν έχει καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο ασθενών του ανωτέρω νοσοκομείου. Άλλωστε ότι οι ανωτέρω ιατρικές γνωματεύσεις είναι πλαστές αποδεικνύεται και από την ανάγνωση του περιεχομένου τους, στο οποίο δεν περιέχονται ιατρικοί όροι, αλλά όροι που θα χρησιμοποιούσε ένας απλός πολίτης, μη γνώστης των επιστημονικών ιατρικών όρων. Μόνον η κατηγορουμένη είχε έννομο συμφέρον να κατασκευάσει τις ως άνω ιατρικές γνωματεύσεις, τις οποίες προσκόμισε στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ Ν. Ιωνίας Αττικής για να γνωματεύσει ότι αυτή ήταν ανίκανη για εργασία κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, με βάση τις ανωτέρω τρεις (3) προαναφερόμενες ιατρικές βεβαιώσεις η κατηγορουμένη παραπλάνησε τα μέλη της Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΤΜΥ ΙΚΑ Ν. Ιωνίας Αττικής και υφάρπασε την υπ' αριθμ. 5210/2004 γνωμάτευσή της, με την οποία γνωμάτευσε ότι λόγω της κατάστασης της υγείας της αυτή είναι ανίκανη για εργασία από τις 24.9.2004 μέχρι 14.10.2004. ... Ισχυρίζεται η κατηγορουμένη ότι τις ανωτέρω ιατρικές βεβαιώσεις πλαστογράφησε ο αδελφός της Σ. Φ. με τον οποίο τα τελευταία χρόνια έχει σφοδρή αντιδικία προκειμένου ο τελευταίος να προκαλέσει την ποινική της δίωξη τουλάχιστον για το αδίκημα της πλαστογραφίας και να της αφαιρέσει, παράλληλα, την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας της μητέρας της Α. Φ.. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθούν τα εξής: Η κατηγορουμένη με την υπ' αριθμ. 1046/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ορίστηκε δικαστική συμπαραστάτρια της μητέρας της Α. Φ.. Με την από 29.9.2004 αίτησή του προς το ανωτέρω δικαστήριο ο αδελφός της κατηγορουμένης Σ. Φ. ζήτησε να διοριστεί ο ίδιος δικαστικός συμπαραστάτης της μητέρας του, για το λόγο ότι η αδελφή του κατηγορουμένη είναι ακατάλληλη να ασκεί τα καθήκοντά της. Η υπόθεση αυτή συζητήθηκε ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου στις 26.10.2004 και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5967/2004 οριστική απόφασή του, με την οποία αντικαθίσταται η κατηγορουμένη από το ανωτέρω λειτούργημά της και διορίζεται ο Σ. Φ. δικαστικός συμπαραστάτης της Α. Φ. (...). Στο σκεπτικό της άνω απόφασης αναφέρεται "... η Ε. Φ. ασκεί τα καθήκοντά της με μη αρμόζοντα τρόπο, όντας ακατάλληλη για το λειτούργημα αυτό ... αρνήθηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του αδελφού της με τη μητέρα τους ... δεν συνεργάζεται με τον αδελφό της και τους περισσότερους συγγενείς και φίλους της οικογένειας ...έχει αναπτύξει ένα υπερβολικό αίσθημα καχυποψίας έναντι αυτών, αλλά και του προσωπικού του ιδρύματος που φιλοξενεί την Α. Φ., με αποτέλεσμα όχι μόνο να καθίσταται δυσχερής η συνεννόηση, αλλά τίθεται σε κίνδυνο η υγεία της τελευταίας, αφού παρεμβαίνει σε θέματα που αφορούν την ιατρική περίθαλψη αυτής (τη δοσολογία και το είδος των φαρμάκων που της χορηγούνται), μη συμμορφούμενη με τους κανόνες λειτουργίας του ιδρύματος, δημιουργώντας προστριβές και επεισόδια με το προσωπικό αλλά και τους τροφίμους αυτού ...". Καμιά αναφορά δεν γίνεται στην ανωτέρω αίτηση του Σ. Φ. ή στην υπ' αριθμ. 5967/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί πλαστογραφίας των επίμαχων ή και άλλων ιατρικών βεβαιώσεων. Επομένως, καταρρίπτεται ο ως άνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ο προαναφερόμενος αδελφός της κατασκεύασε τις ανωτέρω πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις, προκειμένου να προκαλέσει την ποινική της δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας και εξαιτίας τούτου να της αφαιρέσει το άνω λειτούργημά της (ως δικαστικής συμπαραστάτριας της μητέρας της Α. Φ.). Απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι τις άνω ιατρικές βεβαιώσεις δεν τις κατέθεσε η ίδια στην προαναφερόμενη Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ Ν. Ιωνίας Αττικής και ότι οι πρωτότυπες έγραφαν άλλα. Από όλα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι μόνη η κατηγορουμένη, χωρίς τη βοήθεια άλλου προσώπου, συνέταξε τις άνω τρεις (3) ιατρικές βεβαιώσεις. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ... να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της πλαστογραφίας με χρήση και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 220 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα: α) Ως προς την πλαστογραφία με χρήση εκτίθεται: 1) Ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη κατάρτισε πλαστά έγγραφα (τις προαναφερόμενες ιατρικές βεβαιώσεις) με σκοπό την παραπλάνηση άλλων (των μελών της Υγειονομικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ν. Ιωνίας), με τη χρήση τους, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (ότι, δηλαδή, αυτή ήταν ανίκανη για εργασία κατά το χρονικό διάστημα που αναγράφεται στις βεβαιώσεις). 2) Ότι, στη συνέχεια, έκανε χρήση των πλαστών εγγράφων, προσκομίζοντάς τα στην Υγειονομική Επιτροπή για να λάβει σχετική γνωμάτευση. Και β) ως προς την υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως εκτίθεται: 1) Ότι η ως άνω γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής είναι αναληθής, 2) ότι η αναληθής αυτή βεβαίωση προκλήθηκε από την αναιρεσείουσα με απατηλό μέσο, ήτοι με τις ως άνω πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις, δια των οποίων παρασύρθηκαν τα μέλη της Επιτροπής στην παροχή της γνωματεύσεως και γ) ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε ότι το βεβαιούμενο στη γνωμάτευση γεγονός είναι αναληθές και μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ήθελε δε να προβεί στην παραπλάνηση του μελών της Επιτροπής για να χρησιμοποιήσει την ψευδή γνωμάτευση με σκοπό να εξαπατήσει την Υπηρεσία της με το αναληθώς βεβαιούμενο περιστατικό, ώστε να επιτύχει τη λήψη αδείας ασθενείας μετ' αποδοχών, πράγμα που έπραξε. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη υπέβαλε στην Υγειονομική Επιτροπή την αίτηση με τις πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις για την έκδοση της ψευδούς γνωματεύσεως (11.10.2004), δεν ασκεί δε επιρροή ότι η εν λόγω γνωμάτευση εκδόθηκε στις 14.10.2004 ούτε ότι η γνωμάτευση αυτή παραδόθηκε όχι στην ίδια την αναιρεσείουσα, η οποία δεν ήταν παρούσα κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής, αλλά σε τρίτον (τον Δ. Κ.) που την εκπροσωπούσε. β) Σαφώς το Δικαστήριο αναφέρει ότι τα μέλη της Επιτροπής παραπλανήθηκαν από τις πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις και εξέδωσαν την ψευδή γνωμάτευση και, επομένως, πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, είναι δε νομικά αδιάφορο αν η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα συμπεριφορά ήταν ή όχι πρόσφορη να επιφέρει έννομες συνέπειες, ήτοι αν, αντικειμενικά, υπήρχε δυνατότητα παραπλανήσεως αυτών από τις βεβαιώσεις ή θα αντιλαμβάνονταν αμέσως ότι αυτές ήταν πλαστές, δεδομένου ότι, όπως έχει εκτεθεί, αρκεί ότι παρασύρθηκαν στην παροχή της γνωματεύσεως έστω και από αμέλεια ή ευπιστία. γ) Το Δικαστήριο, το οποίο δεν αποδέχθηκε τα συμπεράσματα της από 3.8.2012 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Ν. Δ. Κ., η οποία συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δεν ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αιτιολογήσει την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, γιατί η έκθεση αυτή, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, συντάχθηκε κατ' εντολήν του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας Ιωάννη Λάσση και, επομένως, αποτελεί ιδιωτική γνωμοδότηση, η οποία θεωρείται έγγραφο και εκτιμάται ως τέτοιο. δ) Όπως αναφέρθηκε, δεν ήταν αναγκαία η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά ούτε η συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. ε) Στην απόφαση παρατίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, αιτιολογείται δε, με επαρκείς και ορθούς συλλογισμούς, γιατί κρίθηκε ότι η ίδια πλαστογράφησε τις ιατρικές βεβαιώσεις και όχι κάποιο άλλο πρόσωπο και μάλιστα ο αδελφός της, όπως εκείνη είχε ισχυριστεί. στ) Το Τριμελές Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του και δεν προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση αυτών, το γεγονός δε ότι εξαίρει ορισμένα από αυτά δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη τα άλλα, ούτε ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει γιατί δεν τόνισε τα άλλα ή να προσδιορίσει ποιο βάρυνε περισσότερο στην κρίση του. ζ) Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η ίδια η κατηγορουμένη κατέθεσε τις επίμαχες βεβαιώσεις στην Υγειονομική Επιτροπή, οι οποίες και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, απορρίφθηκε δε, αιτιολογημένα, ο αντίθετος ισχυρισμός της, καθώς και ότι οι πρωτότυπες έγραφαν άλλα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, έβδομος (υπό στοιχ. Δ - σελ. 31 - 51) λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και πρώτος (υπό στοιχ. Α1 - σελ. 2 - 5), δεύτερος (υπό στοιχ. Α2 - σελ. 5 - 8), έβδομος (υπό στοιχ. 7 - σελ. 31 - 45), δέκατος (υπό στοιχ. Α10, σελ. 55 - 61), ενδέκατος (υπό στοιχ. Α11 - σελ. 61 - 64), δωδέκατος (υπό στοιχ. Α12 - σελ. 65 - 67), δέκατος τρίτος (υπό στοιχ. Α 13 - σελ. 67 - 70), δέκατος τέταρτος (υπό στοιχ. Α14 - σελ. 71 - 74) και δέκατος πέμπτος (υπό στοιχ. Α 15 - σελ. 74 - 78) λόγοι του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 4.1.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως (και από τους οποίους η αναιρεσείουσα στηρίζει τους πρώτο, δεύτερο και έβδομο πρόσθετους λόγους και στο στοιχ. Α περί απόλυτης ακυρότητας), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι εμπεριεχόμενες στους έβδομο λόγο του κυρίου δικογράφου και έβδομο και δέκατο μέχρι δέκατο πέμπτο προσθέτους λόγους αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων, επιμάχων βεβαιώσεων, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτος και ο τρίτος πρόσθετος λόγος (υπό στοιχ. Α3 - σελ. 8 - 13), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη κρίση και εσφαλμένη εκτίμηση των επιμάχων ιατρικών βεβαιώσεων, καθώς και για εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη νόμιμης βάσεως, συνισταμένη στο ότι το χρονικό διάστημα των αναρρωτικών αδειών της κατηγορουμένης δεν καλυπτόταν από τις ιατρικές βεβαιώσεις. Ο δε εικοστός τρίτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων (υπό στοιχ. Γ - σελ. 107 - 112), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γιατί είναι αντίθετη με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, ενώ δεν αξιολογήθηκαν η προσωπικότητα της κατηγορουμένης, οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί αυτής και οι αντενδείξεις που απέρρεαν από την όλη συλλογιστική της υποθέσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί, πέραν του ότι η αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, πλήττει την κρίση επί της ουσίας, η οποία στηρίζεται μόνο στα πραγματικά περιστατικά που κρίθηκε ότι αποδείχθηκαν και όχι στην προσωπικότητα του δράστη (η οποία συνεκτιμάται μόνο κατά την επιμέτρηση της ποινής).
Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, συντρέχει και όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Αυτό συμβαίνει και όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠοινΔ, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια χειροτέρευση όταν το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, προβαίνει σε ακριβέστερο προσδιορισμό των πρωτοδίκως δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών, δια διευκρινίσεως και συμπληρώσεως αυτών κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, εφόσον δεν μεταβάλλεται ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος επί το βαρύτερον. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης είχε ασκηθεί ποινική δίωξη (και) για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως της παρ. 1 του άρθρου 220 του ΠΚ, για την οποία και καταδικάσθηκε αυτή τόσο με την πρωτόδικη υπ' αριθ. 15820/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συμπλήρωσε το διατακτικό με τη φράση "την ως άνω δε γνωμάτευση αυτή προσκόμισε στην ΕΑΒ ΑΕ, όπου εργαζόταν, για να της χορηγήσει άδεια ασθενείας μετ' αποδοχών", που δεν υπήρχε ούτε στο κλητήριο θέσπισμα ούτε στην πρωτόδικη απόφαση. Η συμπλήρωση αυτή, με την οποία συμπληρώνονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και δεν προκαλεί καμιά βλαπτική συνέπεια για την κατηγορουμένη, δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας σε τέλεση του εγκλήματος της παρ. 2 του άρθρου 220 του ΠΚ, γιατί αυτό προϋποθέτει τη συνδρομή των όρων του άρθρου 216 παρ. 3, δηλαδή, μεταξύ άλλων, όχι μόνο ο δράστης της υφαρπαγής να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, αλλά πρέπει το συνολικό όφελός του να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Αν το όφελος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 220. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Ε και Η του ΚΠοινΔ, έκτος λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων (υπό στοιχ. Α6 - σελ. 26 - 31), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 220 του ΠΚ, έλλειψη νόμιμης βάσεως και υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι ανεπίτρεπτα μεταβλήθηκε η κατηγορία από το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 220 του ΠΚ, για το οποίο η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα παραπέμφθηκε να δικασθεί, σε αυτό της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αφού δέχθηκε ότι σκόπευε αυτή και πέτυχε να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με βλάβη της πολιτικώς ενάγουσας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 30§1 εδ. α του ΠΚ ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. Η δε παρ. 2 του άρθρου 31 του ΠΚ με τον τίτλο "νομική πλάνη" ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι νομική πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο. Επιβάλλεται, όμως, να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιόποινου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις που βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως (ΟλΑΠ 1179/1986).
Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και αυτοί περί πραγματικής πλάνης και συγγνωστής νομικής πλάνης, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπειαν, στην απαλλαγή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η εντολέας του, κατά το χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων που της αποδίδονται, βρισκόταν σε πραγματική, αλλά και σε συγγνωστή νομική πλάνη, η οποία συνίστατο στο ότι: Περί τα τέλη Ιουλίου του 2004, όταν, σε πτώση, κτύπησε στον αστράγαλο και τη μέση της και μεταφέρθηκε στην πύλη του "Κοργιαλένειου - Μπενάκειου" Νοσοκομείου, της παρουσιάστηκε άτομο που της συστήθηκε ως "ιατρός Ν. Α.", ο οποίος της παρέσχε ιατρική βοήθεια και, σε επισκέψεις της εκεί, της χορηγούσε ιατρικές βεβαιώσεις. Εκείνη δε πίστευε ότι το εν λόγω άτομο ήταν πράγματι ο ως άνω ιατρός και διευθυντής του Νοσοκομείου και ότι ενεργούσε νόμιμα, αφού δεν μπορούσε να γνωρίζει ούτε το πραγματικό του όνομα ούτε τους λόγους που τον ώθησαν να προβεί σ' αυτήν την εξαπάτησή της. Το δικάσαν Τριμελές Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: "Είναι δε τελείως απίθανο, όπως βεβαιώνουν στις καταθέσεις τους οι ιατροί του ανωτέρω Νοσοκομείου Ν. Α. και Σ. Δ., να υπήρξε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο να παρέστησε στην κατηγορουμένη ότι είναι ο Ν. Α.. Να εξαπατήθηκε, δηλαδή, αυτή πιστεύοντας ότι ο άνδρας που την παρέλαβε από την είσοδο του Νοσοκομείου ήταν ο Διευθυντής του Ορθοπεδικού Τμήματος και τις εξέδιδε, νύκτα, ώρα 23.30 (δεύτερη γνωμάτευση) τις επίμαχες ιατρικές βεβαιώσεις, χωρίς να αντιληφθεί την αλήθεια. Άλλωστε η κατηγορουμένη παραδέχθηκε ότι τον ιατρό δεν τον είχε ξαναδεί". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απορριπτική επί του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης κρίση του, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε αβάσιμο τον εν λόγω ισχυρισμό. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Β του ΚΠοινΔ, όγδοος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου (υπό στοιχ. Ε - σελ. 51 - 61), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απορριπτική του ως άνω ισχυρισμού κρίση, αλλά και για έλλειψη ακροάσεως, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε καθόλου στον ισχυρισμό αυτό, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως, αυτή, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι άλλες πλημμέλειες ή ελλείψεις ως προς την παράσταση ή εκπροσώπηση αυτού που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του ΚΠοινΔ, η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται είτε με την έγκληση είτε με άλλο έγγραφο έως την περάτωση της ανακρίσεως προς τον αρμόδιο εισαγγελέα (παρ. 1), η παράλειψη, όμως, της δηλώσεως δεν επηρεάζει το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 68 (παρ. 2). Κατά τη διάταξη δε της παρ. 2 του τελευταίου άρθρου, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνο ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι, το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέστηκε σε βάρος τους και η οποία ηθική βλάβη έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στη φήμη τους έναντι των τρίτων. Τέτοια χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του μπορεί να ζητήσει από το ποινικό δικαστήριο, παριστάμενο σ' αυτό ως πολιτικώς ενάγον, επί του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θίγονται άμεσα ιδιωτικά του συμφέροντα, όπως εκείνο, στο οποίο ο δράστης προσκόμισε την ψευδή βεβαίωση που υφάρπαξε, επιδιώκοντας, από την πράξη του αυτή, κάποιο όφελος, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν υπέβαλε μήνυση κατά του δράστη ή αν η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως, καθόσον από καμιά νομική διάταξη δεν συνάγεται ότι προϋπόθεση της ασκήσεως της πολιτικής αγωγής είναι η υποβολή κατά του φερόμενου ως δράστη μηνύσεως από τον παθόντα. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠοινΔ, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Στη δήλωση του εκπροσώπου του νομικού προσώπου, όταν το τελευταίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αντίκτυπο. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Το γεγονός δε ότι, ενδεχομένως, μετά την, νομότυπη, άσκηση της πολιτικής αγωγής από νομικό πρόσωπο, άλλαξε ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, ο οποίος είχε υπογράψει το σχετικό πληρεξούσιο, δεν επιφέρει καμιά έννομη συνέπεια στην πολιτική αγωγή, εκτός αν έχει χωρήσει ανάκληση της πληρεξουσιότητας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας ασκήθηκε, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη για τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε (και για μια μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, ως προς την οποία έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής). Μετά το πέρας της προδικασίας και δη στις 17.5.2007, η παθούσα Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία ΑΕ άσκησε την πολιτική αγωγή με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Η δήλωση αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως ασκηθείσα μετά το τέλος της ανακρίσεως, δεν ήταν νομότυπη και δεν επέφερε καμιά έννομη συνέπεια. Όμως, η παθούσα διατηρούσε το δικαίωμα να ασκήσει νομίμως την αγωγή της ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου. Πράγματι, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 15820/2010 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκε ο δικηγόρος Αθηνών Βασίλειος Κουλούρης, ο οποίος είπε ότι "σύμφωνα με το με αριθμό ... πληρεξούσιο ... ο μηνυτής Α. Φ. του Ν., ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Α.Ε." εξουσιοδοτεί αυτόν να εμφανιστεί και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά της κατηγορουμένης και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των πενήντα (50) ευρώ με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί λόγω του αδικήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως". Δήλωσε δε ότι "η ηθική βλάβη συνίσταται στο ότι βάσει αυτών των ιατρικών βεβαιώσεων η κατηγορουμένη όντας εργαζόμενη στην εταιρία πέτυχε να πάρει άδεια μετά αποδοχών". Ο Α. Φ., δηλαδή, ζήτησε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα της φερόμενης ως παθούσας ανώνυμης εταιρίας, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ένσταση της κατηγορουμένης για αποβολή της πολιτικής αγωγής, δέχθηκε αυτήν και επιδίκασε στους πολιτικώς ενάγοντες (στην ΕΑΒ ΑΕ και στον Ν. Α., ο οποίος είχε παραστεί μόνο για το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση) το ανωτέρω ποσό για "το αδίκημα που τέλεσε σε βάρος τους η κατηγορουμένη", ήτοι, όσον αφορά στην ΕΑΒ ΑΕ, μόνο για την υφαρπαγή της ψευδούς βεβαιώσεως, την οποία η κατηγορουμένη χρησιμοποίησε για τη λήψη της άδειας. Στη συνέχεια εκδόθηκαν, κατά σειράν, η υπ' αριθ. 9535/2010 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κατόπιν εφέσεως της κατηγορουμένης), η υπ' αριθ. 1473/2011 αναιρετική, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απόφαση του Αρείου Πάγου, η υπ' αριθ. 4482/2012 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και η υπ' αριθ. 1072/2012 αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου. Κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση με την τελευταία αναιρετική απόφαση, εμφανίσθηκε ο αυτός ως άνω δικηγόρος και δήλωσε ότι "δυνάμει του υπ' αριθμόν .../27.7.2012 πληρεξουσίου, ο Α. Φ. του Ν., ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Α.Ε.", ..., εξουσιοδοτεί τον ίδιο προκειμένου να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά της κατηγορουμένης για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας και να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει το ποσό των πενήντα (50) ευρώ με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκάλεσε σε αυτήν η πράξη της κατηγορουμένης που αφορά την υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως". Παρέδωσε δε στον Πρόεδρο το ως άνω πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αγαθής συζύγου Αριστείδη Κανατούρη, το γένος Ανδρέα Κουτσοσπύρου, το οποίο και αναγνώσθηκε. Σύμφωνα με το πληρεξούσιο αυτό, ο Α. Φ., υπό την ως άνω ιδιότητά του, διόρισε ειδικούς πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους της εν λόγω εταιρίας και τους δικηγόρους Αθηνών Βασίλειο Κουλούρη (παραστάντα) και Δημήτριο Σαμόλη, στους οποίους έδινε την εντολή, αντ' αυτού και για λογαριασμό της εταιρίας, είτε μαζί είτε χωριστά ο καθένας, "να παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου και να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής για την ηθική ζημία που υπέστη η ΕΑΒ ΑΕ από την συμπεριφορά της Ε. Φ. του Ε. και της Αθηνάς, κυρίως από την εμφάνιση πλαστών βεβαιώσεων ενώπιον της ΕΑΒ ΑΕ του Ι.Κ.Α. και αλλού, προκειμένου να επιτύχει την χορήγηση από τις υπηρεσίες της ΕΑΒ ΑΕ αναρρωτικής αδείας μετ' αποδοχών, που φέρονται ότι εξεδόθησαν από τον ιατρό Ν. Α., ... ή άλλως πως υφαρπάσθησαν ... Να παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση ... και περαιτέρω ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών σε περίπτωση παραπομπής ενώπιόν του για νέα συζήτηση ...". Όπως συνάγεται από το ως άνω πληρεξούσιο, η εντολή για δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής δόθηκε μόνο για την ηθική βλάβη που υπέστη η ΕΑΒ ΑΕ από το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, όπως είχε δηλωθεί και πρωτοδίκως, όχι δε και από την πλαστογραφία με χρήση. Η δήλωση αυτή της παθούσας εταιρίας είναι νόμιμη και δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, να γίνει ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, γιατί είναι φανερό ότι αυτή αναφέρεται στον αντίκτυπο που είχε η άδικη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα, στην πίστη, το κύρος, τη φήμη και την υπόληψη της εν λόγω εταιρίας. Εφόσον δε εθίγησαν ιδιωτικά της συμφέροντα, αφού, με βάση τις βεβαιώσεις, χορήγησε στην κατηγορουμένη αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών, έχει άμεσο συμφέρον να επιδιώξει την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, χωρίς, μάλιστα, να είναι υποχρεωμένη να αναφέρει το ποσό, κατά το οποίο ζημιώθηκε από τη χορήγηση των αδειών. Και ναι μεν ο τότε νόμιμος εκπρόσωπός της Α. Φ., κατά τη συζήτηση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (26.9.2012), δεν την εκπροσωπούσε πλέον, όμως αυτό δεν ασκεί επιρροή, αφού το ως άνω, έγκυρο κατά πάντα, πληρεξούσιο δεν προκύπτει ότι είχε ανακληθεί. Η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη πρότεινε και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής. Το Δικαστήριο, αφού, αρχικά, επιφυλάχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση με την, ορθή, κατά τα ανωτέρω, αιτιολογία ότι "η ανωτέρω εταιρία δικαιούται κατά το αστικό δίκαιο να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη (άρθρα 914, 932 ΑΚ και 63, 64, 68, 82, 84 και 87 ΚΠΔ), αφού αυτή υπέστη αμέσως ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής βεβαίωσης (...), δηλαδή κατά το ποσό που αυτή κατέβαλε στην κατηγορουμένη υπάλληλό της για τις ημέρες απουσίας της, λόγω ασθενείας, από την εργασία της". Τελικά δε επιδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, την οποία τέλεσε η κατηγορουμένη, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικώς, κρίση του, το ποσό των 50 ευρώ. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α, Η και Δ του ΚΠοινΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση α) για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι 1) με το ως άνω πληρεξούσιο δεν είχε δοθεί εντολή δηλώσεως πολιτικής αγωγής για το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως (πρώτος λόγος κυρίου δικογράφου - υπό στοιχ. Α - σελ. 3 - 7), 2) ο δικηγόρος που παρέστη δεν είχε πλέον πληρεξουσιότητα, καθόσον αυτή είχε παύσει γιατί ο Α. Φ., που υπέγραφε το πληρεξούσιο, δεν είχε πλέον την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας (τρίτος, πέμπτος λόγοι του κυρίου δικογράφου - υπό στοιχ. Γ1,3 - σελ. 12 - 17, 20 - 28), 3) η πολιτική αγωγή δηλώθηκε το πρώτον αφού είχε ήδη περατωθεί η ανάκριση και είχε κοινοποιηθεί το κλητήριο θέσπισμα (δέκατος έκτος πρόσθετος - υπό στοιχ. Β1 - σελ. 88 - 90), 4) δεν είναι σαφής και ορισμένη και δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως ούτε πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως της αναιρεσείουσας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται η πολιτικώς ενάγουσα ότι υπέστη ούτε διευκρινίζεται αν πρόκειται για χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση (δέκατος έβδομος, δέκατος όγδοος πρόσθετοι - υπό στοιχ. Β2, Β3 - σελ. 90 - 95 και πρώτος του κυρίου δικογράφου), 5) δεν αναφέρεται το ποσό, κατά το οποίο μειώθηκε η περιουσία της πολιτικώς ενάγουσας, ήτοι εκείνο, το οποίο της απέσπασε η αναιρεσείουσα με τις άδειες μετ' αποδοχών που έλαβε, το οποίο έπρεπε να είναι σημαντικό για να είναι πρόδηλο ότι αναφέρεται στο κύρος, τη φήμη και την πίστη της εταιρίας έναντι τρίτων (πέμπτος λόγος κυρίου δικογράφου, ως άνω, και δέκατος ένατος πρόσθετος - υπό στοιχ. Β4 - σελ. 95 - 99), 6) από την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως δεν ήταν αμέσως παθούσα η πολιτικώς ενάγουσα (εικοστός πρόσθετος - υπό στοιχ. Β5 - σελ. 99 - 102), 7) το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρει ως παθόντα τον Α. Φ., στον οποίο και επιδίκασε το ποσό των 50 ευρώ, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το επιδίκασε στην εταιρία (εικοστός δεύτερος πρόσθετος - υπό στοιχ. Β7 - σελ. 105 - 107), 8) η χρηματική ικανοποίηση επιδικάσθηκε σε ανύπαρκτο μηνυτή, αφού η ποινική δίωξη ασκήθηκε, όχι κατόπιν υποβολής μηνύσεως, αλλά αυτεπαγγέλτως (έκτος λόγος κυρίου δικογράφου - υπό στοιχ. Γ4 - σελ. 29 - 30), 9) το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 50 ευρώ και για τα δύο εγκλήματα (της πλαστογραφίας με χρήση και της υφαρπαγής), ενώ το δευτεροβάθμιο μόνο για την υφαρπαγή και, επομένως, παραβίασε το μέτρο, κατά το οποίο η πολιτική αγωγή είχε γίνει δεκτή από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, παρερμηνεύοντας τη βούληση της πολιτικώς ενάγουσας, όπως αυτή προκύπτει από το ως άνω πληρεξούσιο (εικοστός πρώτος πρόσθετος - υπό στοιχ. Γ6 - σελ. 102 - 105), β) επιπροσθέτως και για αρνητική υπέρβαση εξουσίας (με τους 1ο,5ο,6ο λόγο του κυρίου δικογράφου και 21ο, 22ο πρόσθετους) και γ) επί πλέον για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (με τους 1ο, 5ο και 6ο λόγο του κυρίου δικογράφου), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Όπως αναφέρθηκε, η ακυρότητα λόγω παράνομης παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες, μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου αυτού απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις, δηλώσεις ή ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Εξάλλου, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης α) πρότεινε ένσταση παραγραφής της αστικής αξιώσεως της πολιτικώς ενάγουσας, γιατί από την τέλεση της πράξεως μέχρι την, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, άσκηση της πολιτικής αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, ούτε ότι κατέθεσε σχετικώς χειρόγραφα σημειώματα ούτε ότι ζήτησε αυτά να αναγνωσθούν και β) ζήτησε να αναγνωσθούν έγγραφα, πέραν εκείνων που αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν, και δη 1) τα αναφερόμενα στην ένσταση της αναιρεσείουσας περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, που έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά και 2) τα αναφερόμενα στον αυτοτελή επί της ουσίας της υποθέσεως ισχυρισμό της, που επίσης έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, ήτοι έγγραφο του ιατρού Ν. Α. με την προσφώνηση "Φίλε Σ.", η υπ' αριθ. 26095/2.11.2004 αίτηση του Σ. Φ. προς τον ιατρό Ν. Α., η υπ' αριθ. 198/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, η από 22.11.2004 ΕΔΕ του Κοργιαλένειου - Μπενάκειου Νοσοκομείου, το υπ' αριθ. 1316 πόρισμα της ΕΔΕ, το υπ' αριθ. 1316/24.1.2005 απόσπασμα πρακτικού διοικητικού συμβουλίου του Κοργιαλένειου - Μπενάκειου Νοσοκομείου, έγγραφο που αφορά την υπ' αριθ. 697/8.2.2005 ιατρική γνωμάτευση του ΙΚΑ Ν. Ιωνίας, η υπ' αριθ. 19007/22.11.2005 ένορκη βεβαίωση στο Ειρηνοδικείο του Ζ. Σ. και η υπ' αριθ. 19731/1.12.2005 ένορκη βεβαίωση της Ά. Λ. στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και ότι ο Προεδρεύων αρνήθηκε να τα παραλάβει και να τα αναγνώσει, ούτε ότι η αναιρεσείουσα προσέφυγε, σχετικώς, στο Δικαστήριο. Κατά συνέπειαν, ο ως άνω ισχυρισμός και τα έγγραφα της αναιρεσείουσας θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου (υπό στοιχ. Β - σελ. 8 - 12), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και αρνητική υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αναγνώσει τις σχετικές χειρόγραφες ενστάσεις της αναιρεσείουσας και επέτρεψε την παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας, παρά το ότι η αξίωσή της είχε παραγραφεί, και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, τέταρτος και ένατος λόγοι του κυρίου δικογράφου (υπό στοιχ. Γ2 και Στ - σελ. 17 - 20 και 61 - 64, αντιστοίχως) και πέμπτος πρόσθετος (υπό στοιχ. Α5 - σελ. 16 - 25), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως από την μη ανάγνωση των ως άνω εγγράφων (με τους 4ο και 9ο του κυρίου δικογράφου πλήττεται και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ με τον 4ο και για απόλυτη ακυρότητα και αρνητική υπέρβαση εξουσίας), χωρίς, όμως, να προσβάλλονται τα πρακτικά ως πλαστά, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 65 παρ.2 εδ. τελ. του ΚΠοινΔ, "το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει υπόθεση αποζημιώσεως". Ως αποζημίωση, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοείται όχι μόνο η υλική ζημία, αλλά και η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης κατ' άρθρο 932 του ΑΚ, της οποίας το ύψος προσδιορίζει το δικαστήριο κατ' ελεύθερη κρίση, με βάση τα αναφερόμενα σαφή κριτήρια και σε σχέση με το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) του φερόμενου ως παθόντος, που προσβλήθηκε από την αξιόποινη πράξη. Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως από το εφετείο ποσού ίσου ύψους με το επιδικασθέν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έστω και αν επιβλήθηκε μικρότερη ποινή ή έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για μερικές πράξεις του κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος εγκλήματος λόγω παραγραφής τους, δεν συνιστούν χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, πολύ περισσότερο όταν ο πολιτικώς ενάγων είχε ζητήσει την επιδίκαση ενός συμβολικού ποσού, επιφυλασσόμενος να ζητήσει το υπόλοιπο από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σ' αυτήν την περίπτωση, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και, έτσι, δεν δημιουργείται υπέρ του καταδικασθέντος κατηγορουμένου ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα προβάλει, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, όγδοο λόγο του δικογράφου προσθέτων λόγων (υπό στοιχ. Α8 - σελ. 45 - 47), ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, γιατί επιδίκασε στον πολιτικώς ενάγοντα Α. Φ., ως διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της ΕΑΒ ΑΕ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 50 ευρώ, το οποίο είχε επιδικασθεί και πρωτοδίκως, ενώ έπρεπε να επιδικάσει μικρότερο ποσό, γιατί αυτή καταδικάσθηκε μόνο για τρεις από τις τέσσερις από τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση που της αποδίδονταν, αφού η μια από αυτές είχε παραγραφεί. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτος και απορριπτέος, γιατί, πέραν του ότι η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως έγινε, όπως αναφέρθηκε, μόνο για το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, για το οποίο και μόνο η ως άνω εταιρία (και όχι ατομικά ο Α. Φ.) είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, το Δικαστήριο εδικαιούτο να επιδικάσει το ίδιο ποσό ακόμη και αν μια από τις μερικότερες πράξεις είχε παραγραφεί.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα.
Στην προκειμένη περίπτωση, μεταξύ των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, είναι και η από 29.9.2004 αίτηση του Σ. Φ. προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία ζητούσε να διοριστεί ο ίδιος δικαστικός συμπαραστάτης της μητέρας του. Το έγγραφο αυτό δεν αναφέρεται στον κατάλογο των εγγράφων (48 συνολικά) που αναγνώστηκαν. Όπως, όμως, προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των πρακτικών, καθώς και των εγγράφων της δικογραφίας, το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου προκύπτει από άλλο έγγραφο και δη από την υπ' αριθ. 5967/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώσθηκε (με αύξ. αριθ. 46). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, παραδεκτώς το έγγραφο αυτό λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων (υπό στοιχ. Α 4 - σελ. 13 - 16), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνιστάμενη στο ότι λήφθηκε υπόψη το ως άνω έγγραφο χωρίς να αναγνωσθεί, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: "2. Το από 12.11.2004 έγγραφο, 3. Το από 3.11.2004 έγγραφο, 4. Η από 14.10.2004 αίτηση, 5. Τέσσερις (4) από 23-9-2004, 1-10-2004, 5-10-2004 και 9-10-2004 βεβαιώσεις Π. Γ. Ν. ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟΥ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟΥ Ε. Ε. Σ., 6. Η με αριθμ. 5210/2004 γνωμάτευση του ΙΚΑ, 10. Το από 3-11-2004 έγγραφο προς Σ. Φ., 11. Το από 3-11-2004 έγγραφο προς Σ. Φ., 12. Η με αριθμό 697 και ημερομηνία 8-2-2005 γνωμάτευση Α'βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΙΚΑ, 17. Το από 25-10-2010 έγγραφο ΙΚΑ, 20. Η από 22-2-2005 απόφαση ΙΚΑ, 23. Η από 25.10.2004 αίτηση Σ. Φ., 24. Αντίγραφο βιβλίου συμβάντων, 25. Υπηρεσιακό σημείωμα με ημερομηνία 18-12-2007, 26. Το από 22-2-2005 έγγραφο ΙΚΑ, 28. Το από 19-11-2004 έγγραφο, 29. Δημοσιεύματα εφημερίδων, 30. Αντίγραφο βιβλίου συμβάντων, 31. Μήνυση Ε. Φ., 32. Το από 30-5-2012 έγγραφο, 36. Απόσπασμα Πλημ/κείου Αθηνών, 40. Η από 16.12.2004 αίτηση Ε. Φ., 41. Το από 17.1.2005 έγγραφο, 42. Το από 20.12.2004 έγγραφο, 44. Το από 18.11.2005 έγγραφο συμπληρωματικό υπομνήματος, 45. Η από 9-11-2004 απόφαση ΙΚΑ και 48) Έγχρωμες φωτογραφίες οι οποίες επισκοπήθηκαν". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των εγγράφων αυτών, αφού με την ανάγνωσή τους κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στην αναιρεσείουσα, οπότε αυτή, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Όσον αφορά τις επίμαχες βεβαιώσεις, αυτές, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται καθόλου, ούτε και να αναγνωσθούν, γιατί αποτελούν το σώμα του εγκλήματος της πλαστογραφίας, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, έβδομος (ως άνω) και ένατος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων (υπό στοιχ. Α 9 - σελ. 47 - 55), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου του Κώδικα, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται με σαφήνεια ότι, πριν από την απαγγελία οποιασδήποτε αποφάσεως (επί της ενοχής, επί της ποινής, επί των πολιτικών απαιτήσεων του παθόντος, κ.λπ.), υποχρεωτικά δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, έστω και αν δεν τον ζητήσει. Αν δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ), για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο, η οποία μάλιστα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και στον Άρειο Πάγο.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της ενοχής της κατηγορουμένης, ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο κατά σειράν α) στην εισαγγελέα, η οποία πρότεινε να επιβληθεί στην κατηγορουμένη ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, να επιδικασθεί σε βάρος της η αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση ..., β) στον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και να επιδικαστεί ανάλογη χρηματική ικανοποίηση και γ) στο συνήγορο της κατηγορουμένης, ο οποίος ζήτησε να επιβληθεί στην κατηγορουμένη το ελάχιστο της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής, χωρίς, όμως, να προχωρήσει περαιτέρω και στο ζήτημα της επιδικάσεως στην πολιτικώς ενάγουσα χρηματικής ικανοποιήσεως. Αφού, λοιπόν, δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, πριν από την απαγγελία της αποφάσεως επί της ποινής και της αξιώσεως της πολιτικώς ενάγουσας, δεν δημιουργήθηκε καμιά ακυρότητα από το ότι αυτός περιορίσθηκε μόνο στο ζήτημα της ποινής και όχι και σ' αυτό της πολιτικής αξιώσεως και ο, από το άρθρο 510§1 περ. Α' του ΚΠοινΔ, δέκατος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου (υπό στοιχ. Ζ, σελ. 65 - 66), με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19 Οκτωβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 6939/2012) αίτηση (δήλωση) της Ε. Φ. του Ε. μετά των από 31.12.2012/4.1.2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθ. 7599/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (ΕΑΒ) ΑΕ" από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ