Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 291 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αρχή ισότητας.




Περίληψη:
Οι αναιρεσίβλητες δικαιούνται την ειδική παροχή των 176 ευρώ, ανεξάρτητα από το δικαίωμα τους στην απόληψη ειδικών επιδομάτων και λοιπών αμοιβών, όπως η παροχή του οικονομικού κινήτρου (ειδική υπερωριακή αποζημίωση) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των.




Αριθμός 291/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Γ του Θ. και 2) Σ. Κ του Σ, κατοίκων …, οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-1-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 342/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 22/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-10-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες εκθέσεις επίδοσης, με αρ. .../4-7-2012 και …/6-7-2012, του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σερρών Θ.Τ, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, (22-1-2013), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στις αναιρεσίβλητες. Επομένως, εφ' όσον αυτές δεν εμφανίσθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε υπέβαλαν την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παράστασης στο ακροατήριο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία των, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτήν, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτήν και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Αν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διάταξης, που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο", διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη (ΑΠ (ΟΛ) 28/1992, ΑΠ 60/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/99, η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπογράφηκαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται ολικά ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβανομένου υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών του συνολικού ποσού των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 Ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" και ειδικότερα, εκδόθηκαν, εκτός άλλων, και οι αναφερόμενες λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αναίρεση απόφαση κοινές υπουργικές αποφάσεις. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους ως άνω μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά ΝΠΔΔ. Όλες οι προαναφερθείσες Κ.Υ.Α. έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των άρθρων 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 Ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών, ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιούμενους της παροχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι, με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, το μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω Κ.Υ.Α. καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 παρ. 4 του ίδιου νόμου). Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτήν προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Να σημειωθεί ότι, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3336/2005, η παραπάνω παροχή χορηγήθηκε ως προσωπική διαφορά και σε όσους διορίσθηκαν ή μετατάχθηκαν μετά την 1.1.2004 σε υπηρεσίες στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνταν, ήδη, η παροχή αυτή ως προσωπική διαφορά. Τέλος, με το άρθρο 24 του Ν. 1884/90, κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η 2024387/2870/ 0022/5.4.90 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών "κατάθεση παρακρατούμενου ποσού για την κάλυψη συναφών δαπανών του Δημοσίου σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος", στην οποία ορίζεται, ότι "έχοντας υπόψη τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, βάσει των οποίων παρακρατείται κατά περίπτωση ποσό λόγω της βεβαίωσης και της είσπραξης των υπέρ τρίτων εσόδων για την κάλυψη των συναφών δαπανών του Δημοσίου, την οικονομική κατάσταση του Ταμείου Αρωγής και Υγείας Οικονομικών Υπαλλήλων, την ύπαρξη σημαντικού αριθμού εκκρεμών οικονομικών υποθέσεων, που έχουν σχέση με τον έλεγχο και την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, την εκκαθάριση και πληρωμή δημοσίων δαπανών, την απονομή των συντάξεων... την άμεση ανάγκη είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου που διαφεύγουν, λόγω αδυναμίας ελέγχου των φορολογικών υποθέσεων, γεγονός που οφείλεται αφενός στην έλλειψη προσωπικού, αφετέρου δε στο μεγάλο όγκο των εκκρεμών υποθέσεων, την άμεση και επιτακτική ανάγκη μηχανοργάνωσης των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών για την πάταξη της φοροδιαφυγής και την πληρωμή των δαπανών του Δημοσίου... αποφασίζουμε, το βάσει της κείμενης νομοθεσίας παρακρατούμενο κατά περίπτωση ποσό λόγω της βεβαίωσης και είσπραξης των υπέρ τρίτων εσόδων για την κάλυψη των συναφών δαπανών του Δημοσίου, κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, με την ονομασία "δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξη εσόδων υπέρ τρίτων". Τα έσοδα του λογαριασμού αυτού διατίθενται, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, για την ενίσχυση του Ταμείου Αρωγής και Υγείας Οικονομικών Υπαλλήλων (ΤΑΥΟΥ) και για την παροχή κινήτρων, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, στους υπαλλήλους (μονίμους και εκτάκτους) του Υπουργείου Οικονομικών (πλην αυτών που λαμβάνουν ΔΕΤΕ - ΔΕΚΕ) και των εποπτευόμενων από αυτό ΝΠΔΔ, στους δικαστικούς υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και στους υπαλλήλους άλλων Υπουργείων ή ΝΠΔΔ, που καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρετούν, με πλήρες ωράριο, στις παραπάνω υπηρεσίες... με ίδιες αποφάσεις καθορίζεται επίσης και κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη διαχείριση και τη διάθεση του ποσού αυτού ανάλογα με τις ανάγκες, το φόρτο εργασίας και τις ιδιορρυθμίες της κάθε υπηρεσίας...". Σε εκτέλεση της παραπάνω διάταξης (άρθ. 24 Ν. 1882/90) εκδόθηκε η 2065240/ 6951/0022/19.10.90 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών "ενίσχυση του ΤΑΥΟΥ και παροχή κινήτρων", με την οποία ορίζονται τα εξής: "έχοντας υπόψη... την ύπαρξη σημαντικού αριθμού εκκρεμών οικονομικών υποθέσεων, που έχουν σχέση με τον έλεγχο και την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, την εκκαθάριση και πληρωμή των δημοσίων δαπανών, την πληρωμή των συντάξεων... οι οποίες πρέπει να τακτοποιηθούν, την άμεση ανάγκη είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου που διαφεύγουν, λόγω αδυναμίας εγκαίρου ελέγχου των φορολογικών υποθέσεων, την άμεση και επιτακτική ανάγκη μηχανοργάνωσης των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών για την πάταξη της φοροδιαφυγής και την πληρωμή των δαπανών του Δημοσίου, την ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε οι υπηρεσίες αυτές να ανταποκρίνονται πλήρως στο ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν στο σύγχρονο κράτος, αλλά και στις απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου για την πάταξη της φοροδιαφυγής και ταχεία πληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου... αποφασίζουμε... για την επίτευξη των σκοπών που αναφέρονται παραπάνω... καταβάλλεται.... ειδική υπερωριακή αποζημίωση στους υπαλλήλους (μονίμους και εκτάκτους) του Υπουργείου Οικονομικών (πλην αυτών που λαμβάνουν ΔΕΤΕ -ΔΕΚΕ), στους δικαστικούς υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και στους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από το Υπουργείο Οικονομικών και του ΤΑΥΟΥ... Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται επίσης στους υπαλλήλους άλλων Υπουργείων ή ΝΠΔΔ που καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρετούν, κατά πλήρες ωράριο, στις παραπάνω υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των υπηρεσιών του προηγούμενου εδαφίου που είναι αποσπασμένοι σε άλλες υπηρεσίες ή σε πολιτικά γραφεία μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών ή σε γραφεία Γενικών Γραμματέων και Βουλευτών, εφόσον παρέχουν πρόσθετη εργασία στις υπηρεσίες στις οποίες ανήκουν οργανικά. Η δαπάνη για την ειδική αυτή υπερωριακή αποζημίωση θα βαρύνει τον ανωτέρω λογαριασμό "δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων" και σε καμία περίπτωση τον κρατικό προϋπολογισμό. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή της αποζημίωσης είναι η παροχή πρόσθετης εργασίας. Η πρόσθετη αυτή εργασία θα ανατίθεται στους υπαλλήλους κάθε οργανικής μονάδας από τον προϊστάμενο αυτής, κατά την κρίση του, ο οποίος έχει και την ευθύνη για την ταχύτερη περαίωση των εκκρεμοτήτων και την αύξηση της παραγωγικότητας της υπηρεσίας της οποίας προΐσταται... εκτός ωραρίου εργασίας η παροχή της πρόσθετης εργασίας θα πιστοποιείται με πράξη του προϊσταμένου της οργανικής μονάδας πάνω στην κατάσταση πληρωμής στην οποία θα συμπράττουν και οι προϊστάμενοι των υποκειμένων οργανικών μονάδων, οι οποίοι έχουν επίσης την ευθύνη, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους... για την παροχή της πρόσθετης εργασίας η αποζημίωση θα παρέχεται για πρόσθετη απασχόληση μέχρι είκοσι δύο ώρες το μήνα... η πληρωμή της αποζημίωσης θα γίνεται με μισθοδοτικές καταστάσεις τις οποίες θα συντάσσει το ΚΕΠΥΟ για όλους τους υπαλλήλους... προς το σκοπό αυτό οι προϊστάμενοι - εκκαθαριστές αποδοχών οφείλουν αμέσως και εντός του πρώτου πενθημέρου μετά τη λήξη κάθε διμήνου παροχής πρόσθετης εργασίας να στέλνουν στο ΚΕΠΥΟ όλες τις μεταβολές που επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, την καταβολή της αποζημίωσης (αύξηση βασικού μισθού ή χρονοεπιδόματος, μειωμένη παροχή εργασίας, μη παροχή εργασίας κ.λπ.)...". Αργότερα, η παραπάνω αποζημίωση χορηγήθηκε, υπό παρόμοιες προϋποθέσεις, και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ., όπως τους διοικητικούς και υγειονομικούς υπαλλήλους όλων των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών (άρθρ. 10 παρ. 1 του Ν. 2335/1995), στους υπαλλήλους του ΥΠΕΧΩΔΕ (άρθρ. 24 του Ν. 2300/1995), του Υπουργείου Γεωργίας (άρθρ. 11 του Ν. 2332/1995), του Υπουργείου Εμπορίου (άρθρ. 29 του Ν. 2339/1995), κ.ά. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς, ότι για την παροχή του οικονομικού κινήτρου (ειδική υπερωριακή αποζημίωση) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών κ.λπ., έχουν ληφθεί υπόψη οι ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν στον τομέα της αρμοδιότητας των σχετικών υπηρεσιών και συγκεκριμένα ο μεγάλος όγκος εκκρεμών υποθέσεων, σχετικών με τη βεβαίωση και την είσπραξη ανείσπρακτων φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου, καθώς και με την πληρωμή δημόσιων δαπανών ή την προώθηση εκκρεμών υποθέσεων κ.λπ.
Συνεπώς, η παροχή αυτή δεν παρεμποδίζει τη γέννηση της ένδικης αξίωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας, τυγχάνει δε απολύτως και καταφανώς ετεροειδής ως προς την επίδικη, η οποία αποτελεί γενική μισθολογική παροχή και για το λόγο αυτό είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού κατά την ειδική έννοια του άρθρου 14 του ν. 3016/2002. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή τους, οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν, ότι είναι υπάλληλοι της Α' Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Σερρών και ότι εργάζονται, ως καθαρίστριες, συνδεόμενες με το εναγόμενο με υπαλληλική σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ότι, ενώ κατ' εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 14 παρ. 2 ν. 3016/2002 εκδόθηκε πληθώρα κοινών υπουργικών αποφάσεων επεκτείνοντας τη χορήγηση της προβλεπόμενης απ' αυτήν παροχής των 176 ευρώ αδιακρίτως σε υπαλλήλους του Δημοσίου και ΝΠΔΔ, κατ' εξαίρεση δεν χορηγήθηκε αυτή στις ίδιες, διάκριση αδικαιολόγητη και μη συμβατή με τη συνταγματική αρχή της ισότητας, και καθώς πληρούν την αποκλειστική προϋπόθεση απόληψής της, ήτοι την υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο, όπως αυτό έχει καθορισθεί από το Ν. 2470/1997, ζήτησαν δε να καταδικαστεί το εναγόμενο να καταβάλει στην καθεμία απ' αυτές το συνολικό ποσό των 6.688 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται, για τα αναφερόμενα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, η πιο πάνω μηνιαία μισθολογική παροχή των 176 ευρώ. Επί της αγωγής, εκδόθηκε η 342/2008 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Σερρών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατ' αυτής άσκησαν εφέσεις οι διάδικοι και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα παρακάτω: Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη με το να επιδικάσει την ειδική μηνιαία παροχή των 176 ευρώ στις ενάγουσες, παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 14 Ν. 3016/2002. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 χορηγήθηκε, με πληθώρα υπουργικών αποφάσεων, σε σύντομο χρονικό διάστημα (κυρίως εντός του έτους 2002), σε ευρείες και ετερόκλιτες κατηγορίες μισθωτών του δημοσίου, των N.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 αλλά και στο νυν ισχύον, αδιακρίτως του φορέα της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας τους. Ενόψει δε τούτου καθίσταται σαφές ότι η με γενικότητα χορήγηση της εν λόγω παροχής σε ευρύτατο κύκλο απασχολουμένων στο Δημόσιο, και σε Ν.Π.Δ.Δ. και ανεξάρτητα από την οργανική ή υπηρεσιακή τους κατάσταση, αποτελεί στην πραγματικότητα μια γενική αύξηση που αποβλέπει στη βελτίωση της μισθολογικής κατάστασης των υπαλλήλων αυτών. Εφόσον δε εξέλιπε τελικώς, ο αρχικός δικαιολογητικός λόγος χορήγησής της (ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων) και η καταβολή της μετατράπηκε σε γενικό κανόνα, που προσαυξάνει τον καταβαλλόμενο μισθό, η κατ' εξαίρεση μη χορήγηση της μισθολογικής αυτής παροχής σε ορισμένες μόνο κατηγορίες υπαλλήλων, και ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς της (υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και του επακολουθήσαντος νόμου 3205/2003), οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος). Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει η παροχή αυτή, να καταβληθεί και στις ενάγουσες οι οποίες είναι υπάλληλοι της Α' Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Σερρών και εργάζονται ως καθαρίστριες, συνδεόμενες με το εναγόμενο με υπαλληλική σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και συνεπώς υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του νόμου 2470/1997 (τούτο δε αποτελεί και τη μοναδική προϋπόθεση για τη χορήγηση της επίδικης παροχής), ενόψει του ότι παρά το γεγονός ότι με το άρθρο 28 παρ. 4 του νόμου 3205/2003 καταργήθηκε το άρθρο 14 του νόμου 3016/2002, εντούτοις το άρθρο 24 παρ. 2 αυτού, διατήρησε την επίδικη παροχή ως προσωπική διαφορά, κατά τρόπο, ώστε να μην μειωθεί το εισόδημα των μισθωτών, που την λάμβαναν μέχρι την 31-12-2002. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το εναγόμενο παραπονείται ότι η εκκαλουμένη παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 14 του νόμου 3016/2002), καθώς επιδίκασε το επίδομα των 176 ευρώ, στις εφεσίβλητες, χωρίς να συμψηφίσει σε αυτό, τα ποσά που ελάμβαναν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα και εξακολουθούν να λαμβάνουν πέραν των μισθολογικών παροχών του ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003, προερχόμενα από τον ειδικό λογαριασμό με την ονομασία "ΔΙ.B.E.E.T." (Δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων) ως αμοιβή για παρεχόμενη υπερωριακή εργασία και τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό των 176 ευρώ. Όμως, για την επικαλούμενη αυτή παροχή του οικονομικού κινήτρου (ειδική υπερωριακή αποζημίωση) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών έχουν ληφθεί υπόψη οι ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν στον τομέα της αρμοδιότητας του Υπουργείου και συγκεκριμένα ο μεγάλος όγκος εκκρεμών υποθέσεων, σχετικών με τη βεβαίωση και την είσπραξη ανείσπρακτων φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου καθώς και με την πληρωμή δημόσιων δαπανών ή την προώθηση εκκρεμών αιτήσεων για απονομή συντάξεων και ως εκ τούτου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των υπαλλήλων αυτών και τυγχάνουν απολύτως και καταφανώς ετεροειδείς με την επίδικη, η οποία αποτελεί γενική προσαύξηση μισθού που απονέμεται συλλήβδην σε όλους του υπαλλήλους χωρίς διάκριση χαμηλόμισθων και μη και συνεπώς είναι ανεπίδεκτες αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού, κατά την ειδική έννοια του άρθρου 14 Ν. 3016/2002. Με αυτές τις παραδοχές το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε ως αβάσιμους τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Σερρών, με τους οποίους αυτό παραπονούνταν για το ότι εσφαλμένως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι: 1) οι αναιρεσίβλητες, με την ως άνω ιδιότητά τους δικαιούνταν την προαναφερόμενη ειδική παροχή, και 2) η παραπάνω οικονομική παροχή (ειδική υπερωριακή αποζημίωση), δεν ήταν συμψηφιστέα με την επίδικη των 176 ευρώ. Ακολούθως επικύρωσε την εν λόγω απόφαση, κατά το μέρος αυτό, με το οποίο είχαν επιδικαστεί υπέρ των ήδη αναιρεσιβλήτων, τα στην απόφαση αυτήν ειδικότερα αναφερόμενα, χρηματικά ποσά. Κρίνοντας, έτσι το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 2470/1997, 1 παρ. 1 του ν. 3205/2003, 14 παρ. 2, 3 και 4 του ν. 3016/2002, 2 παρ. 3 του ν. 3336/2005 και 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1, 8 του Συντάγματος. Επομένως οι, περί του αντιθέτου, ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, (αληθώς) από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, αφού οι αναιρεσίβλητες δεν παραστάθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 18-10-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 22/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή