Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1828/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βίκτωρα-Ιωσήφ Γιετκίλ, περί αναιρέσεως της με αριθμό 3544/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2010 αίτησή της περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 557/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτό ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του δι' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύετε, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής-δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για κάποιον άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη, με την έννοια της πλήρους βεβαιότητος, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή Μι την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως, ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως στην περίπτωση της ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετική η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3544/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμησε σε συνολική ποινική φυλακίσεως τριών ( 3 ) μηνών, ανασταλείσα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα εξής:
"Η κατηγορουμένη διαμένει με την οικογένεια της στον πρώτο όροφο της επί της οδού ... τριώροφης οικοδομής. Η οριζόντια αυτή ιδιοκτησία ανήκει στο σύζυγο της Δ, ενώ οι δεύτερος και τρίτος όροφοι ανήκουν κατά κυριότητα στις Σ1 και Σ2, αντίστοιχα, οι οποίες αγόρασαν τις ιδιοκτησίες αυτές από την αδελφή του ανωτέρω ιδιοκτήτη Ε το καλοκαίρι του 2001. Αμέσως μετά την αγορά και εγκατάσταση των νέων ιδιοκτητών στις ως άνω ιδιοκτησίες, δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των νέων ιδιοκτητριών από τη μία πλευρά και της κατηγορουμένης και του συζύγου της από την άλλη, με συνεχείς αντεγκλήσεις, διενέξεις και φιλονικίες, είχαν δε καταφύγει πολλές φορές στο Α.Τ. ... για να διαμαρτυρηθούν οι μεν για τη συμπεριφορά των δε και αντιστρόφως. Μάλιστα η κατηγορουμένη είχε κληθεί κατ' επανάληψη στο ως άνω Α.Τ. για να της γίνουν συστάσεις μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στον οποίο είχαν προσφύγει οι ως άνω ιδιοκτήτριες. Διοικητής στο ως άνω Α.Τ. ήταν ο μηνυτής Π, για τον οποίο η κατηγορουμένη πίστευε ότι μεροληπτούσε σε βάρος της και υπέρ των ως άνω ιδιοκτητριών. Κατ' αυτού ή κατηγορουμένη υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών την από 20-4-2002 μήνυση, με βάση την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος, παράνομη βία και· απειλή. Για την υπόθεση αυτή εκδόθηκε, μετά τη διενέργεια προανάκρισης το υπ' αριθμ. 5448/2004 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο και με το οποίο έπαυσε οριστικό η ποινική δίωξη για την πράξη της απειλής, που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 6-10-2001, 16-10-2001 και το μήνα Νοέμβριο 2001 λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης, ενώ αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της παράνομης βίας καθώς δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για να στηριχθεί σε βάρος του κατηγορία. Επομένως τα γεγονότα, που ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη για τον μηνυτή και συνιστούσαν τις πράξεις για τις οποίες απαλλάχθηκε με το ως άνω βούλευμα, θεωρούνται αποδεδειγμένα ότι είναι ψευδή (αρθρ. 366 παρ. 2 Π. Κ.). Περαιτέρω η καταμήνυση για τα περιστατικά, που συνιστούν την πράξη της απειλής στους παραπάνω χρόνους ήταν ψευδής και η κατηγορουμένη γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών αυτών, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι στους παραπάνω χρόνους την απείλησε ο κατηγορούμενος με τις φράσεις "θα σε κλείσω μέσα ... θα σου πάρω τα παιδιά, θα σε κλείσω στην ..., θα σε στείλω στα κατεχόμενα ... θα είσαι σε παρακολούθηση ...", όπως ισχυρίσθηκε με τη μήνυση της η κατηγορουμένη. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η εμπλοκή του μηνυτή στη διαμάχη της κατηγορουμένης με τις ως άνω ιδιοκτήτριες ήταν λόγω του υπηρεσιακού του καθήκοντος, προσπάθησε δε να διευθετήσει τη διαφορά τους, μετά και από εισαγγελικές παραγγελιές, με προτροπές και παραινέσεις και προς τις δύο πλευρές, χωρίς να έχει σκοπό να ευνοήσει την αντίδικο της κατηγορουμένης πλευράς και χωρίς να επιτεθεί εναντίον της φραστικά, όπως αυτή ισχυρίζεται. Τις ψευδείς αυτές καταγγελίες έκανε η κατηγορουμένη σε βάρος του μηνυτή με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του, όπως και έγινε, αλλά και με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, αφού τα ως άνω ψευδή περιστατικά ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του ως Διοικητή του Α.Τ. ...".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια. Πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποίο προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 και 363 - 362 ΠΚ. Ειδικότερα, εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκαν οι άνω πράξεις, η υποβολή δηλαδή της μηνύσεως καθώς και τα περιστατικά που αναφέρονται στη μήνυση και ήταν ψευδή, αιτιολογείται ο σκοπός της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας, να προκληθεί δηλαδή η καταδίωξη του καταμηνυθέντος - εγκαλούντος, ο ενώπιον τρίτων, (Εισαγγελέως, γραμματέων της εισαγγελίας) ισχυρισμός των ψευδών γεγονότων, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, όπως και την θέληση αυτής να ισχυρισθεί τα άνω γεγονότα ενώπιον τρίτων. Περαιτέρω, η γνώση της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας αιτιολογείται πλήρως, με την παραδοχή ότι αυτή είχε πολυχρόνιες αντιδικίες με τις νέες ιδιοκτήτριες της πολυκατοικίας και ότι ο εγκαλών Διοικητής του ΑΤ ... προσπάθησε πολλές φορές να διευθετήσει τις διαφορές των αντιδίκων πλευρών, οπότε γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεις ότι όσα κατεμήνυσε και ισχυρίσθηκε ήταν ψευδή, με τις παραδοχές δε αυτές, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων, σχετικά με την γνώση περιστατικών. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες αφού α)δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμευση των επί μέρους αποδεικτικών μέσω, β)από την αναφορά, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο συνήγαγε την κρίση των από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέροντας τα πρακτικά, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και το από 5-2-2009 έγγραφο του ΑΤ ..., περιλαμβανόμενο μεταξύ των αναγνωσθέντων, το οποίο δεν μπορεί να καταλειφθεί αμφιβολία ότι δεν το συνεκτίμησε και αξιολόγησε το Δικαστήριο, από μόνο το λόγο ότι παρέλειψε να το σχολιάσει, ενώ ο περαιτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, κατ' εκτίμηση, περί αντιθέσεως του εγγράφου αυτού προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, γ)η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα ωθήθηκε στην πράξη της από αιτία μη ταπεινά, δεν έρχεται σε αντίφαση με εκείνη της υπάρξεως εμέσου δόλου της αναιρεσείουσας, δ)το αιτιολογικό δεν παραπέμπει εξ ολοκλήρου στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ μόνο η επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εφόσον τούτο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αν στο σκεπτικό αναφέρονται, όπως εν προκειμένω, οι αποδείξεις, από τις οποίες το δικαστήριο συνήγατε τα γενόμενα απ' αυτό δεκτά περιστατικά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 § 1 Δ του ΚΠοινΔ πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις οι διαλαμβανόμενες στους άνω λόγους αναιρέσεως με την απόφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γι αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επίσης είναι απαράδεκτος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αιτιάται η αναιρεσείουσα έλλειψη αιτιολογίας, διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται "ο αριθμός του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται" διότι η παράλειψη αυτή δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, εκ των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 § 1 ΚΠοινΔ, μετά την κατάργηση της περιπτώσεως Η' από το άρθρο 50 § 4 ν. 3160/2003.
Κατ' ακολουθίαν, ελλείψει άλλων λόγων αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 2 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 131/20 Απριλίου 2010 αίτηση της Χ συζύγου Δ, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3544/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ