Θέμα
Αντιπροσώπευση, Σύμβαση έργου, Αποδεικτικών μέσων δύναμη.
Περίληψη:
Πώληση σίτου· ανεξόφλητο υπόλοιπο του τιμήματος· ο ισχυρισμός περί εικονικής
πώλησης θεμελιώνει ένσταση καταχρηστική, η οποία λαμβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως, αρκεί τα περιστατικά που τη συγκροτούν να έχουν προταθεί
νόμιμα από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον· σύμβαση εμπορικής
αντιπροσωπείας· άτυπη κατάρτιση και υπό την ισχύ του άρθρ. 8§1(α) του π.δ.
219/1991, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρ. 6§1 του π.δ. 312/1995· ο λόγος
αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ προϋποθέτει αποδεικτικά μέσα
αυξημένης αποδεικτικής δύναμης.
Αριθμός 2071/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Στυλιανό Σταματόπουλο και Κωνσταντίνο Μπότσαρη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Σ. του Ι., 2) Ι. Σ. του Δ. και 3) Π. Σ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπουρτζούδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2000 αγωγή της αρχικής διαδίκου Π. Σ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2002 και 44/2006 μη οριστικές, 131/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1053/2015 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29-9-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου ανέγνωσε την από 15-2-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Κράνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 1053/2015 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε στην ουσία την από 26.10.2012 έφεση και τους από 24.1.2014 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 131/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών. Με την απόφαση αυτή, που εκδόθηκε ύστερα από τις υπ’ αριθ. 53/2002 και 44/2006 προδικαστικές αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου, έγινε δεκτή η από 20.12.2000 αγωγή της Π. Σ. και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει νομιμοτόκως στους αναιρεσιβλήτους, που μετά το θάνατο της αρχικής ενάγουσας κατά τη διάρκεια της επιδικίας υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της στη δικονομική της θέση και συνέχισαν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, το συνολικό ποσό των 59.866,76 ευρώ, ως υπόλοιπο του τιμήματος που συμφωνήθηκε για την πώληση από την αρχική ενάγουσα στην αναιρεσείουσα ποσότητας 935.520 κιλών σκληρού σίτου.
Από την παραδεκτή κατά το άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης εφετειακής αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή, αφού έλαβε υπόψη της τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και τα ακόλουθα: "Η αρχικώς ενάγουσα Π. Σ., που απεβίωσε στις 9.1.2003, διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας αγροτικών προϊόντων, δραστηριοποιούμενη στο νομό Σερρών. Ειδικότερα, αυτή αγόραζε από παραγωγούς τα αγροτικά τους προϊόντα, όπως σιτάρι, και στη συνέχεια τα μεταπωλούσε με κέρδος σε μεγάλες επιχειρήσεις συγκέντρωσης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Η εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία έχει ως αντικείμενο την εμπορία σε ευρεία κλίμακα αγροτικών προϊόντων και συγκεκριμένα την αγορά σιτηρών και άλλων δημητριακών από την Ελλάδα και το εξωτερικό προς μεταπώλησή τους... Εξάλλου η εταιρεία "... ΕΠΕ" ασκούσε την ίδια δραστηριότητα με αυτή της Π. Σ., διαθέτοντας μεγάλες αποθήκες αγροτικών προϊόντων στο ... του νομού Σερρών. Κατά το έτος 1995 και ενώ η παραπάνω εταιρεία αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα, συμφώνησε να έχει συνεργασία με την εκκαλούσα, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε την εκμίσθωση προς την εκκαλούσα για ένα έτος, δυνάμει του από 25.7.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού, των αποθηκών της για τα αγροτικά προϊόντα, εμβαδού 2000 m2, που βρίσκονταν στο ... Σερρών. Περί τα τέλη Ιουλίου 1995 επισκέφθηκε την Π. Σ. ο υπάλληλος της εκκαλούσας Γ. Σ., που ήταν εξουσιοδοτημένος απ’ αυτή για τη διερεύνηση της αγοράς σιτηρών στο νομό Σερρών και τη σύναψη συμφωνιών με εμπόρους του νομού για την αγορά απ’ αυτούς σιταριού, τον έλεγχο της ποιότητάς του και την αποθήκευσή του στην ως άνω μίσθια αποθήκη. Κατά τη συνάντηση τους αυτή συμφωνήθηκε προφορικά να πουλήσει η Π. Σ. στην εκκαλούσα την ποσότητα σκληρού σίτου που είχε συγκεντρώσει, ήτοι συνολικά 935.520 κιλά αντί τιμήματος 61 δραχμών ανά κιλό, πλέον Φ.Π.Α. 8%, που έπρεπε να καταβληθεί μέχρι το τέλος του 1995. Κατά τη συμφωνία των μερών το σιτάρι θα παραδινόταν σταδιακά τις επόμενες ημέρες, με φορτηγά αυτοκίνητα, στην εκκαλούσα, στο ... Σερρών και συγκεκριμένα στην ως άνω μίσθια αποθήκη... Για τις αποστολές αυτές συμφωνήθηκε με την εκκαλούσα και την εταιρεία "... ΕΠΕ" να εκδοθούν δελτία αποστολής από την Π. Σ. προς την εκκαλούσα, όμως τα τιμολόγια συμφωνήθηκε να εκδοθούν εικονικά στο όνομα της εταιρείας "... ΕΠΕ" για λόγους κυρίως φορολογικούς, που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ της εκκαλούσας και της εταιρείας αυτής. Πράγματι, η Π. Σ. απέστειλε από 31.7.1995 έως 9.8.1995 στην εκκαλούσα, με φορτηγά αυτοκίνητα, το σιτάρι που συμφώνησε να της πουλήσει, ήτοι συνολικά 935.520 κιλά και σχετικώς εξέδωσε τα υπ’ αριθ. ...1995 δελτία αποστολής. Εξάλλου η Π. Σ., βάσει της ως άνω συμφωνίας της, εξέδωσε για τις ανωτέρω πωλήσεις τα υπ’ αριθ. ....1995 και ....1995 τιμολόγια της προς την εταιρεία "... ΕΠΕ", ποσών αντίστοιχα 10.078.981 και 51.553.076 δραχμών, με πίστωση του τιμήματος. Προηγουμένως, όμως, η ως άνω εταιρεία είχε εκδώσει τα υπ’ αριθ. .../31.7.1995 και ...16.8.1995 τιμολόγια πωλήσεως προς την εκκαλούσα για τις ίδιες ποσότητες σίτου, με μικρότερες ωστόσο τιμές πωλήσεως, ήτοι 58 και 59 δραχμές ανά κιλό αντιστοίχως, αναγράφοντας σ’ αυτά τους αριθμούς των ως άνω δελτίων αποστολής της Π. Σ.. Σημειώνεται ότι στα δελτία αυτά αποστολής είχε τεθεί η ένδειξη "Κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ... ΕΠΕ". Στην ύπαρξη της ένδειξης αυτής και των ως άνω τιμολογίων της Π. Σ.... στηρίζει η εκκαλούσα τους ισχυρισμούς της ότι οι επίδικες συμβάσεις πωλήσεως καταρτίστηκαν μεταξύ της Π. Σ. και της εταιρείας "... ΕΠΕ", η οποία στη συνέχεια μεταπώλησε σ’ αυτή (εκκαλούσα) τις αναφερόμενες στα ανωτέρω τιμολόγια ποσότητες σίτου, δηλαδή επρόκειτο για μια τριγωνική συναλλαγή, ήτοι για δύο διαφορετικές πωλήσεις των ίδιων εμπορευμάτων, αρχικά από την Π. Σ. προς την εταιρεία "... ΕΠΕ" και ακολούθως από την τελευταία προς την εκκαλούσα, με αποστολή απευθείας των εμπορευμάτων από την Π. Σ. προς την εκκαλούσα, που έγινε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εταιρείας "... ΕΠΕ". Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί της εκκαλούσας κρίνονται αβάσιμοι, όπως προκύπτει ιδίως από τα ακόλουθα: 1) Οι καταθέσεις των μαρτύρων των εφεσιβλήτων (αναιρεσιβλήτων), που είχαν άμεση αντίληψη των κρίσιμων ζητημάτων, κρίνονται πειστικότερες από αυτές των μαρτύρων της εκκαλούσας. 2) Η Π. Σ. είχε μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια από αυτήν της επιχείρησης "... ΕΠΕ", η οποία επιπλέον αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και μάλιστα λίγο αργότερα πτώχευσε, γι’ αυτό δεν είναι εύλογο να γίνει δεκτό ότι η Π. Σ. πούλησε και μάλιστα με πίστωση τις ως άνω ποσότητες σίτου στην εταιρεία "... ΕΠΕ". Αυτό που πράγματι συνέβη, όπως προκύπτει από τα εμπορικά βιβλία της εκκαλούσας, είναι ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών η εκκαλούσα προκατέβαλλε προς την εταιρεία "... ΕΠΕ" σημαντικά ποσά, προκειμένου αυτή, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εκκαλούσας, να προβαίνει σε πληρωμές των εμπόρων, όπως η Π. Σ., που πουλούσαν τα εμπορεύματα τους φαινομενικά στην εταιρεία "... ΕΠΕ", αλλά στην πραγματικότητα προς την εκκαλούσα. Κατ’ αυτό τον τρόπο καταβλήθηκε στην Π. Σ. μέρος του τιμήματος των πωληθέντων από αυτή εμπορευμάτων και συγκεκριμένα 41.232.457 δραχμές, οπότε απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο 20.399.600 δραχμές ή 59.866,67 ευρώ. Εάν, αντίθετα, η εκκαλούσα αγόραζε πράγματι το σιτάρι από την εταιρεία "... ΕΠΕ", ούτε τις αποθήκες της εταιρείας αυτής θα χρειαζόταν να μισθώσει ούτε μεγάλα χρηματικά ποσά θα έθετε στη διάθεση της ως άνω εταιρείας, αλλά θα της κατέβαλλε κάθε φορά το τίμημα της κάθε πώλησης. 3) Στη συναλλακτική πρακτική υφίσταται η αποκαλούμενη τριγωνική συναλλαγή, στην οποία ο αποστολέας-πωλητής των αγαθών αποστέλλει τα αγαθά στον υποδεικνυόμενο από τον αγοραστή τρίτο και τιμολογεί τον αγοραστή, με τη σειρά του δε ο αγοραστής, ενεργώντας ως πωλητής έναντι του τελικού παραλήπτη, εκδίδει προς αυτόν τιμολόγιο, αφού τα αγαθά έχουν αποσταλεί σε αυτόν με δελτίο αποστολής του αρχικού πωλητή. Η διαδικασία αυτή είναι νόμιμη.... Στην προκειμένη όμως περίπτωση είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για μια κανονική τριγωνική συναλλαγή, που έγινε για να εξυπηρετήσει τις συναλλακτικές ανάγκες, δηλαδή αντί να μεταφέρονται τα αγαθά από το ένα μέρος στο επόμενο, να μεταφέρονται από το πρώτο στο τελευταίο μέρος της αλυσίδας, αφού ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων της Π. Σ., εάν η παράδοση γινόταν προς την εταιρεία "... ΕΠΕ", δεν θα διέφερε από τον τόπο, όπου έγινε η παράδοση έγινε προς την εκκαλούσα. Η ένδειξη έτσι στα δελτία αποστολής ότι η μεταφορά γίνεται "κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ... ΕΠΕ" τέθηκε εικονικά για να καλυφθεί η απαίτηση του Κ.Β.Σ. προκειμένου για κανονική, τριγωνική συναλλαγή. 4) Κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, η εταιρεία "... ΕΠΕ", στα πλαίσια της επικαλούμενης τριγωνικής συναλλαγής, έλαβε παραγγελία από την εκκαλούσα για την πώληση σ’ αυτή των ως άνω ποσοτήτων σιταριού και ακολούθως η εταιρεία αυτή, για να ανταποκριθεί στην ως άνω παραγγελία, παρήγγειλε τις αυτές ποσότητες σιταριού από την Π. Σ., ζητώντας από αυτή να στείλει τα εμπορεύματα απευθείας στην εκκαλούσα. Όμως εάν έτσι είχαν τα πράγματα, το λογικό θα ήταν να αποκόμιζε η εταιρεία "... ΕΠΕ" κάποιο κέρδος από την όλη διαδικασία, ενώ στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται να ζημιώνεται, αφού αγοράζει προς 61 δραχμές το κιλό και πουλάει προς 58 και 59 δραχμές το κιλό. Οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έπεσε στην αγορά η τιμή του σκληρού σιταριού, είναι αβάσιμοι, διότι ... δεν μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ αγοράς και πώλησης, αφού οι μεν χρόνοι της αγοράς και της πώλησης του κάθε φορτίου ταυτίζονται..., οι δε χρόνοι υλοποίησης των σχετικών συμφωνιών επίσης ταυτίζονται, αναγόμενοι στο χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων από την Π. Σ. στην εκκαλούσα. Τα ανωτέρω και ειδικότερα η απευθείας συμβατική σχέση πώλησης μεταξύ της Π. Σ. και της εκκαλούσας δεν μπορεί να αναιρεθούν από το περιεχόμενο της προγενέστερης από 7.10.1996 αγωγής, που άσκησε η Π. Σ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών κατά της εταιρείας "... ΕΠΕ" και της εκκαλούσας, η οποία και απορρίφθηκε τελεσιδίκως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Συγκεκριμένα στην αγωγή αυτή αναγραφόταν ότι η Π. Σ. "ανέλαβε την υποχρέωση πώλησης και παράδοσης για λογαριασμό της "... ΕΠΕ" στη δεύτερη των εναγομένων (εκκαλούσα) σκληρού σίτου". Φαίνεται, δηλαδή, σαν να προβάλλεται ότι η Π. Σ. θα πουλούσε το σιτάρι της εταιρείας "... ΕΠΕ" στην εκκαλούσα, ενώ στη συνέχεια της αγωγής αναφέρεται ότι η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε προς αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες τις επίδικες ποσότητες σιταριού. Επομένως το περιεχόμενο της ως άνω αγωγής ήταν εντελώς αόριστο και αντιφατικό, γι’ αυτό ουδεμία εξώδικη ομολογία της Π. Σ. μπορεί από αυτή να συναχθεί...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη οριστική απόφαση, που δέχθηκε την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει νομιμοτόκως στους αναιρεσιβλήτους το συνολικό ποσό των 59.866,76 ευρώ, ως υπόλοιπο του τιμήματος που συμφωνήθηκε για την πώληση από την Π. Σ. στην αναιρεσείουσα ποσότητας 935.520 κιλών σκληρού σίτου. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου πλημμέλεια από τον αριθμό 8(α) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι, χωρίς να έχει προβληθεί ισχυρισμός περί εικονικότητας είτε από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. είτε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της και ήδη αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι μετά το θάνατό της κατά τη διάρκεια της επιδικίας στον πρώτο βαθμό υπεισήλθαν στη δικονομική θέση της και συνέχισαν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, έκρινε εικονική την πώληση σίτου από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. προς την εταιρεία "... ΕΠΕ", για την οποία εκδόθηκαν από αυτή ως πωλήτρια αφενός μεν τα υπ’ αριθ. ...1995 δελτία αποστολής με καταχωρημένη σ’ αυτά την ένδειξη ότι η μεταφορά γίνεται κατ’ εντολή και για λογαριασμό της "... ΕΠΕ", η οποία όμως ένδειξη κρίθηκε ότι εικονικά τέθηκε, αφετέρου δε τα υπ’ αριθ. ....1995 και ....1995 τιμολόγια προς την ως άνω εταιρεία, που επίσης κατά την προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν εικονικά στο όνομα της εταιρείας αυτής. Ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού ο ισχυρισμός περί εικονικότητας στηρίζει ένσταση καταχρηστική, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, αρκεί τα περιστατικά που τη συγκροτούν να έχουν προταθεί νόμιμα από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον, όπως ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω, που οι αναιρεσίβλητοι κατ’ επανάληψη με τις προτάσεις τους σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ισχυρίστηκαν ότι η αγορά της επίδικης ποσότητας σίτου έγινε από την αναιρεσείουσα δια μέσου της εταιρείας "... ΕΠΕ", τα δε σχετικά παραστατικά συντάχθηκαν σύμφωνα με τις υποδείξεις της για να είναι σαφές πόσοι τόνοι σίτου διακινήθηκαν μέσω της εταιρείας αυτής, ώστε να μπορεί να καθοριστεί η προμήθειά της, δηλαδή αυτή ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της αναιρεσείουσας και με την έννοια αυτή τέθηκε η ένδειξη στα δελτία αποστολής της αρχικής ενάγουσας ότι η μεταφορά του σίτου γίνεται κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας. Σαφώς επομένως οι αναιρεσίβλητοι επικαλέστηκαν περιστατικά που υποδηλώνουν ότι εικονικά εμφανίζεται στα οικεία παραστατικά η αρχική ενάγουσα να έχει δήθεν πωλήσει τις επίδικες ποσότητες σίτου στην εταιρεία "... ΕΠΕ" και όχι στην αναιρεσείουσα (βλ. ενδεικτικά στις σελ. 2, 3, 4, 7, 8, 9, 11 και 14 των πρωτόδικων προτάσεων και 5, 8, 11, 17 και 18 των κατ’ έφεση προτάσεων των αναιρεσιβλήτων). Επομένως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης. Εξ άλλου αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ με το να δεχθεί ότι η εταιρεία "... ΕΠΕ" εικονικά εμφανίζεται να αγοράζει από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. και ακολούθως να μεταπωλεί στην αναιρεσείουσα τις ποσότητες σίτου που αναφέρονται στα υπ’ αριθ. ...1995 δελτία αποστολής και στα υπ’ αριθ. ...1995 τιμολόγια της Π. Σ., παρόλο που στα μεν δελτία αποστολής υπάρχει η ένδειξη ότι η μεταφορά και παράδοση του σίτου απευθείας στην αναιρεσείουσα γίνεται κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εταιρείας "... ΕΠΕ", στα δε ως άνω τιμολόγια αναφέρεται ως αγοράστρια η εν λόγω εταιρεία, η οποία για τις ίδιες ποσότητες σίτου αναφέρεται ως πωλήτρια στα υπ’ αριθ. .../1995 και ...1995 τιμολόγια που εξέδωσε προς την αναιρεσείουσα, δηλαδή, όπως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, παραβιάστηκε το νόημα των ως άνω παραστατικών εγγράφων. Ωστόσο, η έκδοση δελτίων αποστολής και τιμολογίων στο όνομα προσώπου που εμφανίζεται έτσι ως πωλητής ή αγοραστής, δεν αποτελεί έκφραση δικαιοπρακτικής βούλησης, ώστε η εκτίμηση του περιεχομένου τους από το δικαστήριο της ουσίας να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ για παράβαση των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων αυτών κατά την αναζήτηση από το δικαστήριο της ουσίας του αληθούς νοήματος των ως άνω παραστατικών εγγράφων. Περαιτέρω αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αφού αντίθετα με όσα υποστηρίζονται με το λόγο αυτό, δεν αποτελεί αντιφατική αιτιολογία της εφετειακής απόφασης η παραδοχή ότι στο πλαίσιο της επίδικης πώλησης σίτου από την αρχική ενάγουσα Π. Σ. στην αναιρεσείουσα η δεύτερη αντιπροσωπεύτηκε τόσο από τον υπάλληλό της Γ. Σ. όσο και από την εταιρεία "... ΕΠΕ", αφού ο μεν υπάλληλος της ενήργησε ως αντιπρόσωπός της κατά τη σύναψη αρχικά της σχετικής συμφωνίας με την Π. Σ., η δε εταιρεία "... ΕΠΕ" υπήρξε αντιπρόσωπός της για την παραλαβή και αποθήκευση του σίτου στις εγκαταστάσεις της.
Η διάταξη του άρθρ. 8 § 1(α) του π.δ/τος 219/1991, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρ. 6 § 1 του π.δ/τος 312/1995, όριζε ότι για την εφαρμογή του εν λόγω π.δ/τος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως. Ωστόσο κατά τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του εδαφίου (β) της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, το έγγραφο δεν αποτελούσε συστατικό ή έστω αποδεικτικό τύπο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (ΑΠ 1277/2013), αλλά προβλέφθηκε για λόγους αποδεικτικής και μόνον διευκόλυνσης των μερών αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης (ΑΠ 653/2004, 1301/2006, 1670/2008). Επομένως, και υπό την ισχύ της παραπάνω διάταξης, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εγκύρως καταρτιζόταν ατύπως και ίσχυε τόσο μεταξύ των μερών όσο και έναντι των τρίτων, όπως ήδη ρητά ορίζεται μετά την αντικατάσταση της εν λόγω διάταξης με αυτήν του άρθρου 14 § 3 του ν. 3557/2007. Είναι έτσι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 11(α) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι παρά την έλλειψη έγγραφου τύπου δέχθηκε την ύπαρξη σχέσης αντιπροσώπευσης της αναιρεσείουσας από την εταιρεία "... ΕΠΕ" και μάλιστα παρά το νόμο έλαβε υπόψη προς απόδειξη της σχέσης αυτής ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις προς αναπλήρωση του έγγραφου τύπου.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008, 222/2008) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 911/2002, 864/2003, 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008). Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, 1072-3/2005, 798/2010). Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 11(γ) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον υπ’ αριθμ. ...2002 πίνακα κατάταξης δανειστών, που κατάρτισε ο συμβολαιογράφος Νιγρίτας Κ. Λ. και με επίκληση προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη του γεγονότος ότι οι αποθήκες της εταιρείας "... ΕΠΕ", στο ... Σερρών, ήταν συνολικού εμβαδού 5.285 m2 και άρα η εταιρεία αυτή με το να εκμισθώσει στην αναιρεσείουσα αποθήκες εμβαδού 2.000 m2 δεν εκμίσθωσε το σύνολο των αποθηκών της, όπως φαίνεται να δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά διατήρησε στην κατοχή της αποθήκες εμβαδού 3.285 m2, που σημαίνει ότι είχε εμπορική δραστηριότητα και μπορούσε να αγοράσει πραγματικά και όχι εικονικά ποσότητες σίτου από την Π. Σ.. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος, αφού ρητά το Εφετείο βεβαιώνει με την προσβαλλόμενη απόφαση του ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που με επίκληση νόμιμα προσκόμισαν οι διάδικοι, το ότι δε δεν αναφέρθηκε ειδικά στον παραπάνω πίνακα κατάταξης δανειστών οφείλεται στο ότι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δεν τον αξιολόγησε ως κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά για το δικαστήριο καθορίζει ο νόμος. Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρ. 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρ. 561§1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 353/2007, 1531/2010). Επομένως ο ως άνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο αν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα, στα οποία, σύμφωνα με το νόμο, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να προσδώσει δύναμη πλήρους απόδειξης, δηλαδή ο λόγος αυτός προϋποθέτει αποδεικτικά μέσα αυξημένης αποδεικτικής δύναμης (ΑΠ 416/1999, 387/2007, 1152/2008, 278/2010, 683/2013, 1596/2014). Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι, μολονότι στα υπ’ αριθ. ...1995 τιμολόγια της Π. Σ. εμφανίζεται ως αγοράστρια η εταιρεία "... ΕΠΕ" και όχι η αναιρεσείουσα, εντούτοις η απόφαση αυτή με το να κρίνει ως εικονική αγοράστρια την ως άνω εταιρεία δεν προσέδωσε τη δέουσα αποδεικτική δύναμη αφενός μεν στα εν λόγω τιμολόγια, τα οποία-κατά την αναιρεσείουσα-αποτελούν πλήρη κατά το άρθρ. 445 ΚΠολΔ απόδειξη ως προς το ότι πραγματική και όχι εικονική αγοράστρια υπήρξε η παραπάνω εταιρεία, αφετέρου δε στην εξώδικη ομολογία της Π. Σ., που συνάγεται για το ίδιο ζήτημα από την από 7.10.1996 προηγούμενη αγωγή της, στην οποία αυτή εκθέτει ότι ανέλαβε την υποχρέωση πώλησης και παράδοσης σκληρού σίτου για λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας στην αναιρεσείουσα. Ωστόσο η εξώδικη ομολογία, που κατά την αναιρεσείουσα συνάγεται από την ως άνω αγωγή της Π. Σ., η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη με την υπ’ αριθ. 1844/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκτιμάται ελεύθερα κατά το άρθρ. 352§2 ΚΠολΔ και δεν έχει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, ενώ το ίδιο ελεύθερα εκτιμώνται και τα προαναφερθέντα τιμολόγια, αφού δεν περιέχουν δηλώσεις δικαιοπρακτικής βούλησης.
Συνεπώς ο έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος.
Κατ’ ακολουθίαν, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί αυτή ως ηττώμενη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Σεπτεμβρίου 2015 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1053/2015 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ