Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Απάτη κατά συναυτουργία από το οποίο προκλήθηκε ζημία πλέον των 73.000 ευρώ. Έννοια όρων. Παραπονούνται για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας για την απόρριψη των εφέσεών τους και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω μη ειδοποιήσεως τους να λάβουν γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών. Απορρίπτει αναιρέσεις.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1775/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις δύο αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2636/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31 Δεκεμβρίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 256/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 399/31-7-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ., τις παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465§1, 473, 474, 482§1 στοιχ. α' και 484§1 στοιχ. α' και δ' Κ.Π.Δ., αιτήσεις αναιρέσεως με αριθ. 305/31-12-2007 και 306/31-12-2007, που ησκήθησαν υπό των κατηγορουμένων: α)Χ1 και β)Χ2, κατοίκου ομοίως, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 2636/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως των κατά του υπ'αριθ. 972/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ'αριθ. 972/2007 βούλευμα του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για απάτη από την οποία προεκλήθη ζημία εις βάρος του παθόντος ποσού που υπερβαίνει το τοιούτο των 73.00 ευρώ (αρθρ. 386§§1, 2 στοιχ. β' Π.Κ., ως αντικατεστάθη δι'άρθρ. 14§4 ν. 2721/99), κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθησαν αι υπ'αριθ. 247/2007 και 229/2007 εκθέσεις εφέσεως των κατηγορουμένων, αντιστοίχως, επί των οποίων εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθησαν ως κατ'ουσίαν αβάσιμες και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως ησκήθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως των κατηγορουμένων ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών, καθόσον εκ παραδρομής φέρεται ότι επεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα εις τον εκ των αναιρεσειόντων Χ2 την 8-1-2007, αντί του ορθού 8-1-2008 αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα εξεδόθη την 17-12-2007, δηλαδή εις χρόνον μεταγενέστερον και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη: α)της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β)της απολύτου ακυρότητος (αρθρ. 484§1 στοιχ.α' και δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθούν κατ'ουσίαν.
II) Από την διάταξη του αρθρ. 386§1 Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή εις άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β)η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό^ αιτία παρεπλανήθη κάποιος και γ)βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 στοιχ.β' του ίδιου αρθρ. 386 Π.Κ. όπως αντικατεστάθη με το αρθρ. 14 § 4 ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Εξάλλου έλλειψη της κατά τα αρθρ. 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το αρθρ. 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω κατά το αρθρ. 308§2 Κ.Π.Δ. οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρόταση του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σ'αυτήν την Περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο, που ήσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην αυτή, για να προσέλθει εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου κα δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως vα εμποδίζεται από τον λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για το σκοπό αυτό κατατίθεται στον γραμματέα της Εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης αυτής. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί vα γίνει και προφορική ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελέως, που επισυνάπτεται στην δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση η οικεία δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στην γραμματεία της εισαγγελίας. Από την διάταξη αυτή, που εθεσπίσθη για την προστασία των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και εφαρμόζεται και στην ενώπιον του συμβουλίου εφετών διαδικασία, προκύπτει ότι η παράβαση της επάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το αρθρ. 170§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., η οποία ιδρύει τον από το αρθρ. 484§1 εδ. α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων ότι επιθυμούν vα γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το Δικαστικό Συμβούλιο, μπορεί να υποβληθεί και με την έφεση λόγω του ότι δεν πρέπει να τηρηθεί κάποιος τύπος και με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του Εισαγγελέως, ο οποίος προ της καταρτίσεως της προτάσεως του λαμβάνει γνώση της εφέσεως. (Α.Π. 2116/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 548 Α.Π. 358/2001 Ποιν.Χρ. ΝΑ/990). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι με τις με αριθ. 247/11-5-2007 και 229/7-5-2007 εφέσεις τους κατά του υπ'αριθ. 972/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίον παρεπέμφθησαν εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων), για απάτη από την οποία προεκλήθη ζημία ποσού που υπερβαίνει το τοιούτο των 63.000 ευρώ, γνωστοποίησαν ότι επιθυμούν να λάβουν γνώση δια του συνηγόρου και αντικλήτου των του περιεχομένου της σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών. Έτσι, όπως προκύπτει από την από 24-9-2007 υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου υπαλλήλου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, η πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών με αριθ. Β.Δ. 450/2007 επί της προαναφερομένης υποθέσεως μετά της σχετικής δικογραφίας, εισήχθη εις το αρμόδιο τμήμα και αυθημερόν, δηλαδή την 24-9-2007, εκλήθη τηλεφωνικώς ο συνήγορος και αντίκλητος των κατηγορουμένων Αντώνιος Γεωργικόπουλος προκειμένου να λάβει γνώσιν του περιεχομένου της εν λόγω προτάσεως. Έκτοτε και επί δεκαήμερον, δηλαδή μέχρι την 5-10-2007, η σχετική δικογραφία παρέμεινε στην γραμματεία της Εισαγγελίας, πλην όμως ουδέποτε προσήλθε ο ανωτέρω αντίκλητος των κατηγορουμένων για να λάβει γνώσιν της προτάσεως του Εισαγγελέως Εφετών, δι'ον λόγον και, μετά την λήξιν της δεκαημέρου προθεσμίας, εισήχθη εις το Συμβούλιον Εφετών το οποίον διεσκέφθη την 22-11-2007 και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Επομένως δεν παρεβιάσθη η προαναφερθείσα διάταξη του αρθρ. 308§2 Κ.Π.Δ. και εντεύθεν δεν επήλθε η ως άνω απόλυτος ακυρότης και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως των κατηγορουμένων.
Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του με αριθ. 2636/2007, με δικές του αποκλειστικά σκέψεις, εδέχθη ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο δεύτερος και αντιπρόεδρος και οικονομικός διευθυντής ο τρίτος της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΟΣ ΔΙΑΥΛΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ - ΕΚΔΟΣΕΩΝ -ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΝ - ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ - ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "ΝΕΟΣ ΔΙΑΥΛΟΣ Α.Ε.", που συνεστήθη με το υπ'αριθ. ... συμβόλαιο ης Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Μυζήθρα -Πορτοκαλάκη, όπως τούτο διορθώθηκε με την υπ'αριθ. ...πράξη της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Σημειώνεται, ότι στις εν λόγω συμβολαιογραφικές πράξεις ο κατηγορούμενος Χ2 αναγράφεται με στοιχεία "Χ2Α", αλλά συνομολογείται από τον ίδιο ότι είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Η παραπάνω εταιρία έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την επιμέλεια και έκδοση διαφημιστικών εντύπων, επαγγελματικών, τουριστικών, διαφημιστικών οδηγών, καταλόγων και εντύπων γενικά. Σύμφωνα με το δημοσιευμένο καταστατικό της εταιρίας το μετοχικό της κεφάλαιο ορίστηκε σε 60.000 ευρώ, ενώ η πρώτη εταιρική χρήση προβλέφθηκε να αρχίσει από την νόμιμη σύσταση της και να λήξει την 31-12-2002. Στην πραγματικότητα, η ως άνω εταιρεία συνεστήθη με πρωτοβουλία και κεφάλαια του πρώτου των κατηγορουμένων Χ1, πατέρα των λοιπών δύο κατηγορουμένων, ο οποίος είχε, μαζί με τον δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2, την ουσιαστική διοίκηση, εκπροσώπηση και διαχείριση της εταιρίας. Στην εταιρία αυτή εργαζόταν ως διευθυντής πωλήσεων και ο Π1, ο οποίος κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2002 ανέφερε στον μηνυτή, με τον οποίο είχε φιλική σχέση, ότι η εταιρία είχε καλές προοπτικές στον τομέα της έκδοσης και δωρεάν διανομής σε καταστήματα και γραφεία της Αττικής επαγγελματικών καταλόγων (όπως οι Χρυσοί Οδηγοί του Ο.Τ.Ε.), με έσοδα από τις διαφημιστικές καταχωρήσεις, πλην όμως αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητος και του πρότεινε, να εξετάσει την δυνατότητα δανεισμού και περαιτέρω συνεργασίας του με την εν λόγω εταιρία. Πράγματι, κατά τον μήνα Ιανουάριο 2003 ο μηνυτής, ο οποίος αναζητούσε τρόπο επικερδούς επένδυσης ποσού 30.000.000 δρχ. ή 88.000 ευρώ, περίπου, που είχε λάβει ως αποζημίωση από συμμετοχή του στην εταιρία Ελληνικά πετρέλαια, συνάντησε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, προκειμένου να ερευνήσει το ανωτέρω ενδεχόμενο. Κατά την συνάντηση τους αυτή, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων (Χ1 και Χ2, αντίστοιχα), παρέστησαν σ'αυτόν ότι η εταιρία βρισκόταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και είχε καλές προοπτικές, δεδομένου ότι είχε ευρύ κύκλο εργασιών και είχε ήδη συνάψει πολλές συμφωνίες για διαφημίσεις με τρίτους, πλην όμως αντιμετώπιζε προσωρινό πρόβλημα ρευστότητος, το οποίο οφειλόταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, στο ότι οι προκαταβολές που η εταιρία έλαβε κατά τις παραγγελίες των ανωτέρω διαφημιστικών καταχωρήσεων στον κατάλογο της, που θα εκδιδόταν μετά από 12 μήνες, ήταν πολύ μικρότερες από τις αναμενόμενες, με συνέπεια να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα τρέχοντα έξοδα της. Οι παραστάσεις αυτές των ως άνω δύο κατηγορουμένων ήσαν ψευδείς, αφού, όπως εκτίθεται και παρακάτω, η εταιρία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είχε παρουσιάσει μεγάλες ζημιές και, ως εκ τούτου, δεν επρόκειτο απλά και μόνον για ένα παροδικό πρόβλημα ρευστότητος. Το γεγονός αυτό γνώριζαν οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, είχαν την ουσιαστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας. Παρ'όλα αυτά, όμως, οι άνω δύο κατηγορούμενοι, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η εταιρία τους παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν στον μηνυτή τα ως άνω ψευδή γεγονότα ως αληθή, προκειμένου να παραπλανήσουν τον τελευταίο σχετικά με την υφισταμένη πραγματική οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της εταιρίας και να πεισθεί, έτσι, ο μηνυτής να δανείσει την εταιρία, διαβεβαιώνοντας παράλληλα αυτόν, ότι, κατά την λήξη του δανείου, θα είχε την δυνατότητα αντί να λάβει το ποσό του δανείου, να πάρει ισάξιες μετοχές της εταιρίας και να γίνει μέτοχος αυτής. Ο μηνυτής πείσθηκε, πράγματι, στις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώτου και δευτέρου των κατηγορουμένων για την υφισταμένη οικονομική κατάσταση της εταιρίας, ότι δηλαδή αυτή βρισκόταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και είχε καλές προοπτικές, λόγω του ότι είχε ευρύ κύκλο εργασιών και είχε ήδη συνάψει πολλές συμφωνίες για διαφημίσεις με τρίτους, και ότι για τον λόγο αυτό το πρόβλημα ρευστότητος ήταν πρόσκαιρο. Έτσι, λόγω της παραπλάνησης του αυτής, συμφώνησε να χορηγήσει στην εταιρία ως δάνειο το ποσό των 87.908,02 ευρώ, με εξάμηνη διάρκεια, έχοντας το δικαίωμα να επιλέξει να λάβει, κατά την λήξη του, είτε το ανωτέρω ποσό σε χρήματα είτε ίσης αξίας μετοχές της εταιρίας, ενώ, αν γνώριζε την αληθή κακή κατάσταση της εταιρίας και ότι αυτή δεν αντιμετώπιζε πρόσκαιρο μόνον πρόβλημα ρευστότητος, δεν επρόκειτο να προβεί στην κατάρτιση της πιο πάνω συμφωνίας. Σε εκτέλεση, λοιπόν, της συμφωνίας αυτής, ο μηνυτής παρέδωσε στις 31-1-2003 στον δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2, για λογαριασμό της εταιρίας, επτά μεταχρονολογημένες επιταγές τρίτων, συνολικής αξίας 87.908,02 ευρώ και ειδικότερα: α) την με αριθμό ...τραπεζική επιταγή της EUROBANK ποσού 1.288,02 ευρώ, με εκδότη την Ε1 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ..., β)την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 12.000 ευρώ, με εκδότη την "... Ε.Ε." και φερόμενο χρόνος έκδοσης την ..., γ) την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της NOVA BANK 1.770. ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ...., δ)την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της τράπεζας εργασίας ποσού 16.450 ευρώ, με εκδότη την... και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ..., ε)την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της NOVA BANK ποσού 18.800 ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ..., στ) την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της NOVA BANK ποσού 18.800 ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ... και ζ)την με αριθμό...επιταγή της NOVA BANK, ποσού 18.800 ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ... . Οι δύο κατηγορούμενοι προεξόφλησαν, στην συνέχεια, τις ανωτέρω επιταγές και εισέπραξαν έτσι το προαναφερόμενον συνολικό ποσό του δανείου. Μετά την πάροδο του εξαμήνου, ο μηνυτής, επειδή του φάνηκε προβληματικός ο τρόπος που λειτουργούσε η ανωτέρω εταιρία, αποφάσισε να ζητήσει το ποσό του δανείου και περί τα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου 2003 γνώρισε στον πρώτο των κατηγορουμένων, ότι επιθυμεί την απόδοση του. Αυτός τον διαβεβαίωσε, ότι σε μερικές εβδομάδες θα του επέστρεφαν όλα τα χρήματα, δεδομένου ότι είχαν προχωρήσει οι συζητήσεις με κάποιον άλλο κεφαλαιούχο, ο οποίος ενδιαφερόταν να αγοράσει σημαντικό τμήμα των μετοχών της εταιρίας. Τελικά, ο μηνυτής, έναντι μέρους των χρημάτων που είχε δανείσει την εταιρία, παρέλαβε στις 9-10-2003 ένα προσωρινό τίτλο για το 10% των μετοχών της εταιρίας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες, προκειμένου να καταστεί μέτοχος, ενώ ουδέποτε έλαβε και το χρηματικό ποσό του δανείου, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας της προαναφερόμενης απατηλής συμπεριφοράς του πρώτου και του δευτέρου των κατηγορουμένων, να ζημιωθεί το ανωτέρω ποσό των 87.908,02 ευρώ, με αντίστοιχα όφελος των δύο πρώτων κατηγορουμένων και της εταιρίας τους. Τα παραπάνω προκύπτουν από την συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις του ίδιου του μηνυτή και των μαρτύρων Μ1 και Μ2, από τους οποίους ο τελευταίος, κατόπιν αιτήματος του μηνυτή, πραγματοποίηση οικονομικό έλεγχο στην εταιρία για τα έτη 2002, 2003 και 2004, καταθέτοντας, μεταξύ άλλων, ενώπιον του Ανακριτή και τα εξής: "... Αυτό που διεπίστωσα σαν πρώτη εικόνα ήταν ότι επρόκειτο για ανοργάνωτη εταιρία σε θέματα λογιστικής τάξης. Αντικείμενο της εταιρίας ήταν διαφημίσεις και εκτυπώσεις. Διαπίστωσα ότι το υπόλοιπο του Ταμείου ήταν ένα μεγάλο ποσό ως λογιστικό μέγεθος, το οποίο δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. Επίσης διεπίστωσα ότι γινόταν συναλλαγές, οι οποίες πολλές φορές δεν καταχωρούντο στα λογιστικά βιβλία, κυρίως τα έξοδα και διεπίστωσα ότι υπήρχε πλήρης αναντιστοιχία μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων και λογιστικών βιβλίων της εταιρίας κατά την ημερομηνία του ελέγχου". Μάλιστα στις 29-12-2003 δημοσιεύθηκε (Φ.Ε.Κ. τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 13725/2003) ο Ισολογισμός της εταιρίας για την πρώτη εταιρική χρήση, σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία παρουσίαζε στις 31-12-2002, δηλαδή μερικές ημέρες πριν την ανωτέρω συμφωνία μηνυτή και κατηγορουμένων, ζημίες ύψους 27.912,64 ευρώ, υπερτετραπλάσιες, δηλαδή, του μετοχικού κεφαλαίου της (60.000,00 ευρώ). Επίσης την 1-7-2004 δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ τ.Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 8095/2004) ο Ισολογισμός για την δεύτερη εταιρική χρήση, σύμφωνα με τον οποίο η ανωτέρω εταιρία παρουσίαζε την 31-12-2003 ζημίες ύψους 104.791, 85 ευρώ. Ο ισχυρισμός των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ότι ο μηνυτής είχε γνώση της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας από τις πρώτες συζητήσεις που είχε με τον φίλο του και διευθυντή πωλήσεων της εταιρίας Π1, είναι αβάσιμος, αφού ουδόλως προέκυψε ότι ο τελευταίος γνώριζε την μόνιμη δυσχερή οικονομική κατάσταση της εταιρίας, ενώ η αναφορά αυτού στην έλλειψη ρευστότητας της εταιρίας δεν ισοδυναμεί ούτε και καλύπτει και τη δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία πράγματι αυτή βρισκόταν, σε αντίθεση με όσα ψευδώς οι δύο κατηγορούμενοι παρέστησαν στον μηνυτή. Εξάλλου, ούτε και τα προσκομιζόμενα από τους κατηγορουμένους έγγραφα (όπως φορολογικές δηλώσεις της εταιρίας κ.λ.π.), αναιρούν τα όσα προαναφέρθηκαν, αφού, σύμφωνα με τις καταθέσεις του λογιστή Μ2, τα εμφανιζόμενα λογιστικά μεγέθη της εταιρίας, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθόσον, ουσιαστικά, υπήρχε έλλειμμα άνω των 500.000 ευρώ (βλ. κατάθεση μηνυτή και Μ1). Ενισχυτικό της πρόθεσης των κατηγορουμένων να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος της περιουσίας του μηνυτή είναι και το γεγονός ότι αυτοί, καίτοι μάλιστα πραγματοποιήθηκε και σχετική συνάντηση παρουσία του μάρτυρα Μ2, συνεχώς αποφεύγουν να αναφέρουν στον μηνυτή, που ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα που έλαβαν από αυτόν, γι'αυτό και ο παραπάνω μάρτυρας αναφέρει στην από 24-10-2005 προανακριτική του κατάθεση, ότι μάλλον δεν χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της εταιρίας.
Με βάση τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε απορρίπτοντας κατ'ουσίαν τις εφέσεις των κατηγορουμένων και επικυρώνοντας, ως προς αυτούς, το πρωτόδικο βούλευμα, έκρινε, κατά την ανέλεγκτον κρίσιν του μετά από την αξιολόγησιν των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψιν του, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων εις το ακροατήριο, προκειμένου να δικασθούν για απάτη, με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Με όσα, κατά τα προεκτεθέντα, εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδομένης εις τους αναιρεσείοντας αξιόποινης πράξης της απάτης, καθώς και τα περιστατικά που προσδίδουν σ'αυτή κακουργηματικό χαρακτήρα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις του Συμβουλίου με βάση τις οποίες έκρινε τούτο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Επίσης το Συμβούλιο εκθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του και τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα προσδιορίζεται η βλάβη του παθόντος η οποία επήλθε στην περιουσία του, εξαιτίας των αναφερομένων παραπλανητικών ενεργειών των αναιρεσειόντων και η οποία συνίσταται εις την απώλεια του ποσού των 87.908,02 ευρώ. Εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και οι παραστάσεις των αναιρεσειόντων με τις οποίες επέτυχαν αυτοί να δημιουργήσουν εις τον παθόντα της μελλοντικής εκπλήρωσης όσων είχαν συμφωνηθεί με βάση την ψευδή κατάσταση που είχαν εμφανίσει οι αναιρεσείοντες ως προς την περιουσιακήν κατάστασιν της υπ'αυτών εκπροσωπούμενης εταιρίας, έχοντας ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσουν τα όσα είχαν συμφωνηθεί, τέλος προσδιορίζεται ο σκοπός των αναιρεσειόντων για να περιποιήσουν στην ως άνω εταιρία που εκπροσωπούσαν παράνομο περιουσιακό όφελος που συνίσταται εις την χορήγησιν υπό του παθόντος εις τους κατηγορουμένους του προαναφερομένου χρηματικού ποσού υπό την μορφή δανείου που αντιστοιχεί εις την βλάβη που επήλθε. Επομένως ο από το αρθρ. 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και ως τοιούτος πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα δε, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ'ουσίαν αβάσιμες αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεις και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων (αρθρ. 583 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠ ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθούν αι υπ'αριθ. 305/31-12-2007 και 306/31-12-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Χ1 και β) Χ2 κατοίκου ομοίως αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 2636/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήναι τη 17η Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι αιτήσεις αναιρέσεως με αριθ. 305/31-12-2007 και 306/31-12-2007, που ησκήθηκαν από τους κατηγορουμένους: α) Χ1 και β) Χ2, κάτοικο ομοίως, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 2636/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεώς τους, κατά του υπ'αριθ. 972/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για απάτη από την οποία προεκλήθη ζημία εις βάρος του παθόντος ποσού που υπερβαίνει το τοιούτο των 73.000 ευρώ (άρθρ.386 παρ.1, 2 στοιχ. β' ΠΚ, ως αντικατεστάθη δι'άρθρο 14 παρ.4 ν. 2721/99, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Aπό τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη...Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά δε την έννοια της διατάξεως του άρ. 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η άμεση η διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση εγκλήματος που διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της και γνωρίζει όχι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Ειδικότερα στην, κατά συναυτουργία, τέλεση του εγκλήματος, η σύμπραξη των περισσοτέρων συμμετόχων συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση αυτής ή στο ότι ο καθένας γίνεται άμεσος αυτουργός κατά την εκτέλεση ενός από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης που συγκροτούν το έγκλημα οπότε με την ενέργειά του αυτή πραγματώνει συγχρόνου ή διαδοχικώς πράξη της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος.
Περαιτέρω έλλείψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στο στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων-ανωμοτί και ένορκες-, απολογίες κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό του βουλεύματος, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο δεύτερος και αντιπρόεδρος και οικονομικός διευθυντής ο τρίτος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΟΣ ΔΙΑΥΛΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ - ΕΚΔΟΣΕΩΝ - ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΝ - ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ- ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "ΝΕΟΣ ΔΙΑΥΛΟΣ ΑΕ", που συνεστήθη με το υπ' αριθμ ...συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών Ευσταθίας Μυζήθρα-Πορτοκαλάκη. όπως τούτο διορθώθηκε με την υπ' αριθμ ... πράξη της ίδιας ως άνω συμβ/φου. Σημειώνεται, ότι στις εν λόγω συμβ/κές πράξεις ο κατηγορούμενος Χ2 αναγράφεται με τα στοιχεία "Χ2Α", αλλά συνομολείται από τον ίδιο ότι είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Η παραπάνω εταιρία έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την επιμέλεια και έκδοση διαφημιστικών εντύπων, επαγγελματικών, τουριστικών, διαφημιστικών οδηγών, καταλόγων και εντύπων γενικά. Σύμφωνα με το δημοσιευμένο καταστατικό της εταιρίας το μετοχικό της κεφάλαιο ορίστηκε σε 60.000 ευρώ, ενώ η πρώτη εταιρική χρήση προβλέφθηκε να αρχίσει από τη νόμιμη σύσταση της και να λήξει την 31.12.2002. Στην πραγματικότητα, η ως άνω εταιρία συνεστήθη με πρωτοβουλία και κεφάλαια του πρώτου των κατηγορουμένων Χ1, πατέρα των λοιπών δύο κατηγορουμένων, ο οποίος είχε, μαζί με το δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2, την ουσιαστική διοίκηση, εκπροσώπηση και διαχείριση της εταιρίας. Στην εταιρία αυτή εργαζόταν ως διευθυντής πωλήσεων και ο Π1, ο οποίος κατά το μήνα Δεκέμβριο 2002 ανέφερε στο μηνυτή, με τον οποίο είχε φιλική σχέση, ότι η εταιρία είχε καλές προοπτικές στον τομέα της έκδοσης και δωρεάν διανομής σε καταστήματα και γραφεία της Αττικής επαγγελματικών καταλόγων (όπως οι χρυσοί οδηγοί του ΟΤΕ), με έσοδα από τις διαφημιστικές καταχωρήσεις, πλην όμως αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας και του πρότεινε, να εξετάσει τη δυνατότητα δανεισμού και περαιτέρω συνεργασίας του με την εν λόγω εταιρία. Πράγματι, κατά το μήνα Ιανουάριο 2003 ο μηνυτής, ο οποίος αναζητούσε τρόπο επικερδούς επένδυσης ποσού 30.000.000 δρχ ή 88.000 ευρώ, περίπου, που είχε λάβει ως αποζημίωση από συμμετοχή του στην εταιρία Ελληνικά Πετρέλαια, συνάντησε τους δύο πρώτους κατηγορούμενους προκειμένου να ερευνήσει το ανωτέρω ενδεχόμενο. Κατά τη συνάντηση τους αυτή, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων (Χ1 και Χ2, αντίστοιχα), παρέστησαν σ' αυτόν ότι η εταιρία βρισκόταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και είχε καλές προοπτικές, δεδομένου ότι είχε ευρύ κύκλο εργασιών και είχε ήδη συνάψει πολλές συμφωνίες για διαφημίσεις με τρίτους, πλην όμως αντιμετώπιζε προσωρινό πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο οφειλόταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, στο ότι οι προκαταβολές που η εταιρία έλαβε κατά τις παραγγελίες των ανωτέρω διαφημιστικών καταχωρήσεων στον κατάλογο της. που θα εκδιδόταν μετά από 12 μήνες, ήταν πολύ μικρότερες από τις αναμενόμενες, με συνέπεια να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα τρέχοντα έξοδα της. Οι παραστάσεις αυτές των ως άνω δύο κατηγορουμένων ήσαν ψευδείς, αφού, όπως εκτίθεται και παρακάτω, η εταιρία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είχε παρουσιάσει μεγάλες ζημίες και, ως εκ τούτου, δεν επρόκειτο απλά και μόνον για ένα παροδικό πρόβλημα ρευστότητας. Το γεγονός αυτό γνώριζαν οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, είχαν την ουσιαστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας. Παρ' όλα αυτά, όμως, οι ως άνω δύο κατηγορούμενοι, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η εταιρία τους παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν στο μηνυτή τα ως άνω ψευδή γεγονότα ως αληθή, προκειμένου να παραπλανήσουν τον τελευταίο σχετικά με την υφιστάμενη πραγματική οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της εταιρίας και να πεισθεί, έτσι, ο μηνυτής να δανείσει την εταιρία, διαβεβαιώνοντας παράλληλα αυτόν, ότι κατά τη λήξη του δανείου θα είχε τη δυνατότητα αντί να λάβει το ποσό του δανείου, να πάρει ισάξιες μετοχές της εταιρίας και να γίνει μέτοχος αυτής. Ο μηνυτής πείσθηκε, πράγματι, στις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώτου και δευτέρου των κατηγορουμένων για την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της εταιρίας, ότι δηλαδή αυτή βρισκόταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και είχε καλές προοπτικές, λόγω του ότι είχε ευρύ κύκλο εργασιών και είχε ήδη συνάψει πολλές συμφωνίες για διαφημίσεις με τρίτους, και ότι για το λόγο αυτό το πρόβλημα ρευστότητας ήταν πρόσκαιρο. Έτσι, λόγω της παραπλάνησης του αυτής, συμφώνησε να χορηγήσει στην εταιρία ως δάνειο το ποσό των 87.908,02 ευρώ, με εξάμηνη διάρκεια, έχοντας το δικαίωμα να επιλέξει να λάβει, κατά την λήξη του, είτε το ανωτέρω ποσό σε χρήματα είτε ίσης αξίας μετοχές της εταιρίας, ενώ, αν γνώριζε την αληθή κακή κατάσταση της εταιρίας και ότι αυτή δεν αντιμετώπιζε πρόσκαιρο μόνον πρόβλημα ρευστότητας, δεν επρόκειτο να προβεί στην κατάρτιση της πιο πάνω συμφωνίας. Σε εκτέλεση, λοιπόν, της συμφωνίας αυτής, ο μηνυτής παρέδωσε στις 31-1-2003 στο δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2, για λογαριασμό της εταιρίας, επτά μεταχρονολογημένες επιταγές τρίτων συνολικής αξίας 87.908,02 ευρώ και ειδικότερα α) την με αριθμό ...τραπεζική επιταγή της ΕUROΒΑΝΚ ποσού 1.288,02 ευρώ, με εκδότη την Ε1 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ..., β) την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ποσού 12.000 ευρώ, με εκδότη την "... Ε.Ε." και φερόμενο χρόνο έκδοσης την .... γ) την με αριθμό ...τραπεζική επιταγή της ΝΟVΑ ΒΑΝΚ 1.770 ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ..., δ) την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της Τράπεζας Εργασίας ποσού 16.450 ευρώ, με εκδότη την ... και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ..., ε) την με αριθμό ... τραπεζική επιταγή της ΝΟVΑ ΒΑΝΚ ποσού 18.800 ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την .... στ) την με αριθμό ...τραπεζική επιταγή της ΝΟVΑ ΒΑΝΚ ποσού 18.800 ευρώ, με εκδότη τον Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ... και ζ) την με αριθμό .... επιταγή της ΝΟVΑ ΒΑΝΚ, ποσού 18.800 ευρώ, με εκδότη το Ε2 και φερόμενο χρόνο έκδοσης την ... . Οι δύο κατηγορούμενοι προεξόφλησαν, στη συνέχεια, τις ανωτέρω επιταγές και εισέπραξαν έτσι το προαναφερόμενο συνολικό ποσό του δανείου. Μετά την πάροδο του εξαμήνου, ο μηνυτής, επειδή του φάνηκε προβληματικός ο τρόπος που λειτουργούσε η ανωτέρω εταιρία, αποφάσισε να ζητήσει το ποσό του δανείου και περί τα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου 2003 γνώρισε στον πρώτο των κατηγορουμένων, ότι επιθυμεί την απόδοσή του. Αυτός τον διαβεβαίωσε, ότι σε μερικές εβδομάδες θα του επέστρεφαν όλα τα χρήματα, δεδομένου ότι είχαν προχωρήσει οι συζητήσεις με κάποιον άλλο κεφαλαιούχο, ο οποίος ενδιαφερόταν να αγοράσει σημαντικό τμήμα των μετοχών της εταιρίας. Τελικά, ο μηνυτής, έναντι μέρους των χρημάτων που είχε δανείσει την εταιρία, παρέλαβε στις 9-10-2003 ένα προσωρινό τίτλο για το 10% των μετοχών της εταιρίας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες, προκειμένου να καταστεί μέτοχος, ενώ ουδέποτε έλαβε και το χρηματικό ποσό του δανείου, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας της προαναφερόμενης απατηλής συμπεριφοράς του πρώτου και του δευτέρου των κατηγορουμένων, να ζημιωθεί το ανωτέρω ποσό των 87.908,02 ευρώ, με αντίστοιχο όφελος των δύο πρώτων κατηγορουμένων και της εταιρίας τους. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις του ίδιου του μηνυτή και των μαρτύρων Μ1 και Μ2, από τους οποίους ο τελευταίος, κατόπιν αιτήματος του μηνυτή, πραγματοποίησε οικονομικό έλεγχο στην εταιρία για τα έτη 2002, 2003 και 2004, καταθέτοντας, μεταξύ άλλων, ενώπιον του ανακριτή και τα εξής: "...Αυτό που διαπίστωσα σαν πρώτη εικόνα ήταν ότι επρόκειτο για ανοργάνωτη εταιρία σε θέματα λογιστικής τάξης. Αντικείμενο της εταιρίας ήταν διαφημίσεις και εκτυπώσεις. Διαπίστωσα ότι το υπόλοιπο του ταμείου ήταν ένα μεγάλο ποσό ως λογιστικό μέγεθος, το οποίο δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. Επίσης διαπίστωσα ότι γινόταν συναλλαγές, οι οποίες πολλές φορές δεν καταχωρούντο στα λογιστικά βιβλία, κυρίως τα έξοδα, και διαπίστωσα, ότι υπήρχε πλήρης αναντιστοιχία μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων και λογιστικών βιβλίων της εταιρίας και της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της εταιρίας κατά την ημερομηνία του ελέγχου". Μάλιστα, στις 29.12,2003 δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ τ.Α.Ε. & ΕΠΕ 13725/2003) ο ισολογισμός της εταιρίας για την πρώτη εταιρική χρήση, σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία παρουσίαζε στις 31.12.2002, δηλαδή μερικές ημέρες πριν την ανωτέρω συμφωνία μηνυτή και κατηγορουμένων, ζημίες ύψους 271.912,64 ευρώ, υπερτετραπλάσιες, δηλαδή, του μετοχικού κεφαλαίου της (60.000,00 ευρώ). Επίσης, την 1.7.2004 δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ τ.Α.Ε. & ΕΠΕ 8095/2004) ο ισολογισμός για την δεύτερη εταιρική χρήση, σύμφωνα με τον οποίο η ανωτέρω εταιρία παρουσίαζε την 31.12.2003 ζημίες ύψους 104.791,85 ευρώ. Ο ισχυρισμός των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ότι ο μηνυτής είχε γνώση της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας από τις πρώτες συζητήσεις που είχε με το φίλο του και διευθυντή πωλήσεων της εταιρίας Π1, είναι αβάσιμος, αφού ουδόλως προέκυψε, ότι ο τελευταίος γνώριζε τη μόνιμη δυσχερή οικονομική κατάσταση της εταιρίας, ενώ η αναφορά αυτού στην έλλειψη ρευστότητας της εταιρίας δεν ισοδυναμεί ούτε και καλύπτει και τη δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία πράγματι αυτή βρισκόταν, σε αντίθεση με όσα ψευδώς οι δύο κατηγορούμενοι παρέστησαν στο μηνυτή. Εξάλλου, ούτε και τα προσκομιζόμενα από τους κατηγορουμένους έγγραφα (όπως φορολογικές δηλώσεις της εταιρίας κλπ) αναιρούν τα όσα προαναφέρθηκαν, αφού, σύμφωνα με τις καταθέσεις του λογιστή Μ2, τα εμφανιζόμενα λογιστικά μεγέθη της εταιρίας δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθόσον, ουσιαστικά, υπήρχε έλλειμμα άνω των 500.000 ευρώ (βλ καταθέσεις μηνυτή και Μ1). Ενισχυτικό της πρόθεσης των κατηγορουμένων να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του μηνυτή είναι και το γεγονός ότι αυτοί, καίτοι μάλιστα πραγματοποιήθηκε και σχετική συνάντηση παρουσία του μάρτυρα Μ2, συνεχώς αποφεύγουν να αναφέρουν στο μηνυτή, που ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα που έλαβαν από αυτόν, γι' αυτό και ο παραπάνω μάρτυρας αναφέρει, στην από 24-10-2005 προανακριτική του κατάθεση, ότι μάλλον δεν χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της εταιρίας. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο, κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία (άρθρ 313 ΚΠΔ) σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης εκ της οποίας το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14-18, 26 παρ. 1α' 27 παρ. 1, 45, 386 παρ 3 στοιχ β' ΠΚ. Επομένως, ορθά το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών έκρινε με το εκκαλούμενο βούλευμα, ότι πρέπει οι ως άνω δύο κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν (άρθρ 309 παρ. 1ε ΚΠΔ) στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Κατά συνέπεια, οι υπ' αριθμ 247/11-5-2007 και 229/7-5-2007 εφέσεις των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν".
Ενόψει αυτών, το Δικαστικό Συμβούλιο του Εφετείου Αθηνών έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 386 παρ.3 στοιχ. β' ΠΚ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικαστούν για την κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τους ήδη αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, διέλαβε σ'αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστούν τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, τυγχάνοντες Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο πρώτος και Αντιπρόεδρος και οικονομικός διευθυντής ο δεύτερος της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας και, γνωρίζοντας ότι αυτή αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας που μπορούσε να ξεπεραστεί με δανεισμό της εταιρίας, προσέγγισαν το μηνυτή που διέθετε 30.000.000 δραχμές και αναζητούσε τρόπο επικερδούς επενδύσεως του ποσού αυτού και, παρέστησαν σ'αυτόν ότι η εταιρία βρισκόταν σε πολύ καλή οικονομική και είχε καλές προοπτικές, διότι είχε ήδη συνάψει πολλές συμφωνίες για διαφημίσεις με τρίτους, πλην όμως αντιμετώπιζε προσωρινό πρόβλημα ρευστότητας. 'Όμως οι παραστάσεις αυτές των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς, αφού η εταιρία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και είχε παρουσιάσει σοβαρές ζημίες. 'Ετσι, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η εταιρία τους παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν τα άνω γεγονότα ως αληθή στο μηνυτή και τον έπεισαν να δανείσει την εταιρία, διαβεβαιώνοντας παράλληλα αυτό ότι κατά τη λήξη του δανείου θα είχε τη δυνατότητα, αντί να λάβει το ποσό του δανείου, να πάρει ισάξιες μετοχές της εταιρίας και να γίνει μέτοχος αυτής. Με τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων για την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της εταιρίας, παραπλανήθηκε ο μηνυτής και συμφώνησε να χορηγήσει στην εταιρία ως δάνειο το ποσό των 87.908,02 ευρώ, με εξάμηνη διάρκεια και σε εκτέλεση της πιο πάνω συμφωνίας, ο τελευταίος να παραδώσει στον Χ2 , για λογαριασμό της εταιρίας, επτά (7) ίσες με το δάνειο επιταγές εκδόσεως τρίτων, τα ποσά των οποίων εισέπραξαν οι κατηγορούμενοι, με προεξόφληση των επιταγών. Με τη λήξη του δανείου, παρότι ο μηνυτής γνώρισε στον πρώτο των κατηγορουμένων ότι επιθυμεί την απόδοση του δανείου, αυτός με διάφορες προφάσεις, ανέβαλε την απόδοσή του, για να ματαιωθεί τελικά η επιστροφή του δανείου και να ζημιωθεί έτσι ο μηνυτής με το άνω ποσό του δανείου, με αντίστοιχο όφελος των κατηγορουμένων. 'Ετσι, στοιχειοθετείται η άνω πράξη κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή της, καθώς και η σε βαθμό κακουργήματος μορφή της, όπως επίσης και η συναυτουργία των κατηγορουμένων στην πράξη αυτή.
Επίσης, το Συμβούλιο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τι οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διαπιστώνει κάθε αναιρεσείων, ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 10 παρ. 8 του Ν. 1941/1991 και 3 παρ. 5 του Ν. 2145/1993 "οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό τους. Ο εισαγγελέας οφείλει σ'αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του μέσα σε είκοσι τέσσερες ώρες. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται χωρίς πάντως να εμποδίζεται από το λόγο αυτό να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για το σκεπτικό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση η οικεία δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα προκειμένου να υποβάλλουν έγκαιρα τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία να εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνον στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών αλλά και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (αρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ γιατί ανάγεται στη στέρηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στο,χ. δ' του ΚΠΔ. Όταν όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της πρότασης του Εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί 10 ημέρες αλλά μπορεί να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνα χωρίς να προκύπτει ακυρότης. Η λύση αυτή είναι άμεση συνεπεία της υλοποίησης της δυνατότητας του κατηγορουμένου ο οποίος ικανοποίησε το δικαίωμά του και είχε την ευχέρεια να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Ενόψει των παραπάνω, κάθε αναιρεσείων με την αίτησή του ισχυρίζεται ότι με την "έφεσή μου κατά του πρωτόδικου βουλεύματος γνωστοποίησα στον Εισαγγελέα Εφετών ότι επιθυμώ να λάβω γνώση της προτάσεώς του. Πλην όμως δεν ειδοποιήθηκα προς τούτο, με συνέπεια να προκληθεί κατά τ' ανωτέρω πλήρης ακυρότητα και συνεπεία αυτού πρέπει ν' αναιρεθεί το ενταύθα προσβαλλόμενο Βούλευμα". Στην προκειμένη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο δικηγόρος Αντώνιος Γεωργικόπουλος, ο οποίος είχε διορισθεί συνήγορος και αντίκλητος κάθε εκκαλούντος-κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντος ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά στις 24-9-2007, κατά τη σχετική βεβαίωση του γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως Εφετών χωρίς όμως ποτέ να προσέλθει στο άνω γραφείο ο εν λόγω συνήγορος, μέχρι την 5-10-2007, που παρέμεινε η πρόταση αυτή στο άνω γραφείο, οπότε στις 22-11-2007 επελήφθη το Συμβούλιο Εφετών. 'Ετσι, κάθε αναιρεσείων μπορούσε να ικανοποιήσει το δικαίωμά του για έγκαιρη γνώση της εισαγγελικής πρότασης ώστε να έχει τη δυνατότητα υποβολής σχετικών παρατηρήσεων και διασαφήσεων προς το Συμβούλιο. Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως κατά το μέρος με το οποίο κάθε αναιρεσείων-κατηγορούμενος προσάπτει στο προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 2636/2007 βούλευμα την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας διότι ενώ είχε γνωστοποιήσει στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ότι επιθυμεί να λάβει γνώση της πρότασής του δεν ειδοποιήθηκε προς τούτο είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως με αριθμούς 305 και 306/31-12-2007 των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 2636/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια δέκα (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ