Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, για παράβαση του νόμου περί Ασφαλιστικών εισφορών, με την επίκληση του λόγου: α) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και β) της απολύτου ακυρότητας. Ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δέχεται αναίρεση κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 99 ΠΚ, γιατί μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως των 24 μηνών, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολής. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αριθμός 580/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα για να δικάσει τις δύο αιτήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Αγγελίδου, περί αναιρέσεως της 800/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Σεπτεμβρίου 2007 και 19 Σεπτεμβρίου 2007 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1740/2007.
Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 514 εδ. γ του Κ.Π.Δ, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε εμπροθέσμως στις 10 Σεπτεμβρίου 2007 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δια του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λασιθίου, την από 7-9-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό 800/26-7-2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου και ακολούθως, στις 19 Σεπτεμβρίου 2007, διά της πληρεξουσίου του δικηγόρου 'Αγγελίδου Βασιλικής, ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την υπ' αριθμό πρωτ. 2525/21-9-2007 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.2 του Κ.Π.Δ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από τη Γραμματεία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 10-9-2007 και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, διότι έχουν πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητήριου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους στον κατηγορούμενο είναι σχετική και καλύπτεται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, αρχίζει η κύρια διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτήν αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητήριου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης, καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητήριου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη για τα πλημμελήματα. Κατά λογική ακολουθία, το κατ' έφεση δικάζον δικαστήριο, επιλαμβανόμενο εφέσεως κατά καταδικαστικής απόφασης για πλημμέλημα, που έχει τελεστεί σε χρόνο ο οποίος απέχει από το χρόνο εκδικάσεως της έφεσης περισσότερο από πέντε έτη και λιγότερο από οκτώ, δεν υποχρεούται να ερευνήσει αν η πενταετής προθεσμία της παραγραφής έχει ανασταλεί κατ' άρθρο 113 ΠΚ, εκτός αν ο εκκαλών προβάλλει με την έφεσή του και όχι με άλλο τρόπο, όπως με υπόμνημα, ειδικό λόγο περί μη αναστολής της παραγραφής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, με την υπ' αριθμό 800/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, που εκδόθηκε με τον ήδη αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, εκπροσωπηθέντα από τον πληρεξούσιο συνήγορό του, αυτός καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, και χρηματική ποινή 2.400 ευρώ, για την πλημμεληματική πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εισφορών (Α.Ν 86/1969), που τέλεσε στο ..... ....., στο χρονικό διάστημα από μήνα Ιούνιο του 2001 έως Οκτώβριο του 2004. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε στις 21 Μαϊου 2007 έφεση, στην οποία, μολονότι ήδη τότε είχαν παρέλθει πέντε έτη από την τέλεση των μερικότερων πράξεων, (Ιούνιος 2001 έως 21-5-2002), δεν προέβαλε με λόγο έφεσης τη μη αναστολή της πενταετούς παραγραφής, λόγω ακυρότητας της προς αυτόν επίδοσης του κλητήριου θεσπίσματος, με βάση το οποίο είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως και εντεύθεν (δεν προέβαλε) ισχυρισμό για εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης, λόγω παραγραφής, αλλά, προβάλλοντας δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, ως μοναδικό λόγο της έφεσής του, ότι "το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα νομικά και πραγματικά περιστατικά και κήρυξε αυτόν ένοχο, ενώ έπρεπε να τον κηρύξει αθώο της κατηγορίας που του αποδίδεται", ζήτησε μόνο να θεωρηθεί η έφεσή του ως εμπρόθεσμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι και κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής, που έγινε στις 26-7-2007, ο αναιρεσείων και τότε εκκαλών, που επίσης ήταν απών, αλλά εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τους συνηγόρους του, προβλήθηκε από τους τελευταίους, η αδυναμία εμφάνισης του εντολέα τους στο ακροατήριο κατά το άρθρο 349Κ.Π.Δ, και ζήτησαν από το Δικαστήριο να επιτραπεί η εκπροσώπησή του και την παραδοχή της έφεσής του, χωρίς να προβάλουν ισχυρισμό για τη μη αναστολή της παραγραφής. Το Εφετείο δε πράγματι, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, έκρινε την έφεση εμπρόθεσμη και παραδεκτή. Κατ' ακολουθία αυτών, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη νομική σκέψη, το Εφετείο, λόγω της πιο πάνω παραλείψεως του αναιρεσείοντος, ως εκκαλούντος, και της κάλυψης έτσι της τυχόν ακυρότητας της επίδοσης προς αυτόν του κλητήριου θεσπίσματος, με την προσβαλλόμενη 800/2007 απόφασή του, που δημοσιεύτηκε στις 26 Ιουλίου 2007, δηλαδή προτού συμπληρωθεί οκταετία από το χρόνο τελέσεως (Ιούνιο 2001 έως Οκτώβριο 2004) από τον αναιρεσείοντα της πράξης, για την οποία πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί, ορθώς δεν ερεύνησε αν, προτού παρέλθει η πενταετής προθεσμία παραγραφής από την τέλεση της πιο πάνω πράξης, είχε επισυμβεί λόγος αναστολής της, έρευνα, που κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι ήταν άκυρη η επίδοση προς αυτόν του κλητήριου θεσπίσματος, με συνέπεια τη μη αναστολή της πενταετούς προθεσμίας της παραγραφής και ορθώς περαιτέρω δεν απάγγειλε ακυρότητα και δεν έπαυσε οριστικώς, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για τις μερικότερες πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και συνακόλουθα το Δικαστήριο της ουσίας, δεν υπερέβη την εξουσία του με το να τον καταδικάσει για τις πράξεις αυτές. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, καθώς και από το ίδιο άρθρο στοιχ. Η', του Κ.Π.Δ, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει τις πλημμέλειες, αντιστοίχως, της σχετικής ακυρότητας που συνέβησαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της υπέρβασης εξουσίας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι το Εφετείο όφειλε να απαγγείλει ακυρότητα της επίδοσης προς τον αναιρεσείοντα του κλητήριου θεσπίσματος, και στη συνέχεια, λόγω μη νόμιμης κλήτευσής του εντός πενταετίας από την τέλεση της πράξης και μη, έτσι, αναστολής της παραγραφής, να παύσει οριστικώς, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη κατ' αυτού και συνακόλουθα, να μην τον καταδικάσει για την προαναφερόμενη πράξη, είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ, όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, ''αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα (στην αιτιολογία) στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, και χρηματική ποινή 2400 ευρώ, ενώ μετέτρεψε την ποινή φυλάκισης σε χρηματική ποινή προς 5,00 ευρώ την ημέρα, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, ανεξάρτητα από τη μη υποβολή σχετικού αιτήματος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορουμένης. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής και να προβεί χωρίς αιτιολογία στη μετατροπή αυτής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ., που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά την διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο συνολικής ποινής φυλάκισης είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 800/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο Χ, ποινής φυλακίσεως των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. Και
Παραπέμπει κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ