Θέμα
Συλλογική σύμβαση εργασίας, Μισθωτοί.
Περίληψη:
Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές. Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της "Ο.Λ.Π. Α.Ε.", ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου "αμοιβή απόδοσης" και της "επικρατέστερης απασχόλησής" τους, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 361/2016 Εφ Πειραιώς).
Αριθμός 918/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμής εταιρίας με την επωνυμία "...." και τον διακριτικό τίτλο "....", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαγούρο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Π. Μ. του Ν., κατοίκου ... και 2)Α. Β. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4242/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 282/2010 μη οριστική και 361/2016 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 10/5/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα εταιρία όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε καταφατική περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από την .../13-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς Ν. Ν., που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε με την επιμέλεια αυτής νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τον παραστάντα κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων Βασίλειο Σαξώνη, ως αντίκλητο αυτών, με παράδοση του οικείου δικογράφου στον ίδιο (άρθρο 126 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 143 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν. 4335/2015). Εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτών.
2. Με την από 20-7-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 361/2016 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεων των διαδίκων εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 4242/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσιβλήτων, έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσείουσας και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών των αποδοχών αδείας, έγινε δεκτό κατ' ουσίαν εν μέρει το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφορών του επιδόματος αδείας για τα έτη 2001-2005 και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει εντόκως στον πρώτο αναιρεσίβλητο το ποσό των 5.485,37 ευρώ και στο δεύτερο αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.113,70 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 3. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ``...``, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν.1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``... ΑΕ`` και το διακριτικό τίτλο ``...``, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 415/2016, ΑΠ 316/2017). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιότερων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της άδειάς του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξης της άδειας του προηγουμένου έτους μέχρι της έναρξης της άδειας ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα άδειας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομισθίω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης "χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου``(ΦΕΚ Β` 742) προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα άδειας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές", που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011) . Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 191/2011). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης άδειάς του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ...) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 5/2011), με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος άδειάς του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1εδ. β` οι αποδοχές άδειας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών άδειας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, ``Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας...`` (παρ. 3) και ``Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%``(παρ. 4). Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά τη διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών άδειας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω απόδοσης (για τους εργαζόμενους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές άδειας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. 2) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ.1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ.1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ.1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την ``επί αποδόσει`` εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα" (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και 3). Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την ``επί ημερομισθίω εργασίαν``, ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την ``επί αποδόσει εργασίαν``, όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση έναρξης εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχόλησης, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ . Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο", που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή της αναιρεσείουσας από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρεία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/26- 2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ... (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος άδειας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την αγωγή τους εξέθεταν ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκαν ο πρώτος ενάγων στις 18-7-1988 και ο δεύτερος ενάγων στις 22-9-1971, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ως λιμενεργάτες. Ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγομένη, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ...), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ, που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιώς κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση. Η κύρια όμως απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ` αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές άδειας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β` του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα άδειας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα άδειας του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 μήνες απασχόλησης για τα έτη 2001 έως και 2005, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος 2001-2005, ο πρώτος συνολικού ποσού 32.118,73 ευρώ και ο δεύτερος συνολικού ποσού 46.753,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 361/2016 απόφασή του, το μεν πρώτο κονδύλιο της αγωγής των διαφορών των αποδοχών αδείας απέρριψε ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι οι ενάγοντες κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου ζήτησαν την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, το δε δεύτερο κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005 έκρινε νόμιμο και εν μέρει ουσία βάσιμο. Κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ``...`` και το διακριτικό τίτλο ``...`` στις 18-7-1988 ο πρώτος και στις 22-9-1971 ο δεύτερος, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν στην τελευταία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Οι όροι αμοιβής και εργασίας των άνω εργαζομένων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και από τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία `` Ένωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ``. Αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς, όπως επίσης και άλλες εργασίας εντός του ίδιου λιμένος. Στις εργασίες δε αυτές που παρουσιάζουν ιδιομορφίες απασχολούντο εκ περιτροπής (βάρδιες) όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες συμπεριλαμβανομένων και αργιών και Σαββάτων στα χύδην φορτία (δημητριακά κλπ) άλλες στις φορτοεκφορτώσεις γενικά εμπορευμάτων επί πλοίων (γερανογέφυρες) και άλλες φορές σε διάφορες κομιστικές εργασίες μεταφορές επισκευών και επιβατών κλπ και σε διάφορες συνθήκες εργασίες. Οι ενάγοντες δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (2001-2005) απασχολήθηκαν κύρια και δη κατά ποσοστό 75-80% της συνολικής τους απασχόλησης στις γερανογέφυρες. Ανάλογα με την εργασία που παρείχαν οι λιμενεργάτες της εναγομένης αμείβονταν είτε με το προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ και αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου σταθερό ημερομίσθιο ή επίσης προβλεπόμενο από τις ίδιες ΣΣΕ εργασίες κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης που αναλογεί στις ποσότητες που εκφορτώνονταν επί πλέον του ελαχίστου ορίου φορτοεκφόρτωσης (μισθός κατά μονάδα εργασίας εξαρτώμενος από το αποτέλεσμα αυτής). Με βάση δε το τελευταίο ημερομίσθιο (κυμαινόμενο απόδοσης) διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν, κατά το επίδικο διάστημα από την εναγομένη στους εργαζόμενούς της (συμπεριλαμβανομένων και των εναγόντων), τα προβλεπόμενα επιδόματα (εορτών κλπ) και οι λοιπές πρόσθετες παροχές. Σημειώνεται ότι η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή που καταβαλλόταν στους εργαζομένους της εναγομένης τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται κατά τις διατάξεις της εργασιακής νομοθεσίας (ΑΝ 539/1945, Ν 4504/1960) οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, ανεξάρτητα από ποια ημέρα της εβδομάδας παρεχόταν η εργασία δηλαδή καθημερινή, αργία, Σάββατο. Η εναγομένη όμως προκειμένου να καταβάλει στους εργαζόμενους - λιμενεργάτες της τις ως άνω αποδοχές και επίδομα εφάρμοζε τον Κανονισμό εργασίας και όχι τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ήταν ευνοϊκότερες γι' αυτούς. Υπολόγιζε τις ως άνω αποδοχές και συνακόλουθα και το επίδομα άδειας των εναγόντων- λιμενεργατών της, που όπως προαναφέρθηκε, η κύρια απασχόληση τους σ' όλο το επίδικο διάστημα ήταν στις φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοκιβωτίων με τη γερανογέφυρα του ΟΛΠ, με βάση το ισχύον βασικό ημερομίσθιο της παραγράφου 1β του άρθρου 23 του Κανονισμού δηλαδή με αυτό που προβλεπόταν για τους μόνιμους λιμενεργάτες που απασχολούντο στο εν λόγω αντικείμενο (φορτοεκφορτώσεις με γερανογέφυρα). Σημειωτέον ότι το εν λόγω ημερομίσθιο είναι το ίδιο με το ασφαλιστικό δηλαδή με αυτό που καταβάλλεται σε εκείνους που κατά τις εργάσιμες ημέρες δεν προβαίνουν σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες ελλείψει αντικειμένου εργασίας (άρθρο 30 του Κανονισμού). Περαιτέρω, το ημερομίσθιο βάσει του οποίου υπολογιζόντουσαν οι αποδοχές και το επίδομα άδειας των επίδικων ετών για τους ενάγοντες κατά τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΣΣΕ και αποφάσεις ΔΣ εναγομένης ανερχόταν: 1) Για τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 12 χρόνια υπηρεσίας κατά τα δύο πρώτα έτη και 15 κατά τα λοιπά, κατά το πρώτο έτος 2001: βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% επίδομα οικογενειακό + 36% επίδομα πολυετίας (επιδόματα που κατά τον Κανονισμό συνυπολογίζονται για το ημερομίσθιο καθορισμού των αποδοχών του επιδόματος αδείας) + 25% προσαύξηση = 44,08 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002: βασικό ημερομίσθιο 17,487 + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 36% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 46,37% ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : βασικό ημερομίσθιο 18,552 + 20% + 35% + 42% επίδομα πολυετίας + 25%=51,37 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004 : βασικό ημερομίσθιο 19, 294 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% προσαύξηση = 553,42 ευρώ, ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : βασικό ημερομίσθιο 20,113 ευρώ + 20% + 30% + 42% + 25% προσαύξηση =55,69 ευρώ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα, που ήταν έγγαμος και είχε συμπληρώσει 30 χρόνια υπηρεσίας κατά τα επίδικα έτη : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : βασικό ημερομίσθιο 16,625 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση = 53,81 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002: βασικό ημερομίσθιο 17,487 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 56,60 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003= βασικό ημερομίσθιο 18,552 ευρώ + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 20% οικογενειακό επίδομα + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 60,05 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004: βασικό ημερομίσθιο 19,294 ευρώ + 20% οικογενειακό επίδομα + 30% επίδομα ειδικών συνθηκών + 66% επίδομα πολυετίας + 25% προσαύξηση= 62,45 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : βασικό ημερομίσθιο 20,113 ευρώ + 20% + 30% + 66% + 25% προσαύξηση =65,10 ευρώ. Το πραγματικό ημερομίσθιο που προκύπτει από τις πλήρεις και τακτικά καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές τους (με βάση την απόδοσή του) του τελευταίου δωδεκαμήνου και με βάση αυτό υπολογίζονται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας οι αποδοχές και το επίδομα άδειας ανερχόταν : Α) Για τον πρώτο ενάγοντα : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : 790.975 δρχ αποδοχές Ιουλίου 2000 + 1.482.176 δρχ αποδοχές Αυγούστου 2000 + 1.064.593 δρχ αποδοχές Σεπτεμβρίου 2000 + 452.469 δρχ αποδοχές Οκτωβρίου 2000 + 603.717 δρχ Νοεμβρίου 2000 + 1.000.666 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 386.451 δρχ Ιανουαρίου 2001 + 664.010 δρχ Φεβρουαρίου 2001 + 501.758 δρχ Μαρτίου 2001 + 724.149 δρχ Απριλίου 2001 + 641.902 δρχ Μαΐου 2001 + 638.678 δρχ Ιουνίου 2001= 9.451.344 δρχ ή 27.736,82 : 12 μήνες : 25 ημέρες = 92,45 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : 527.645 δρχ ή 1.548,48 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2001+ 796.079 δρχ ή 2.336,25 ευρώ Αυγούστου 2001 + 593.943 δρχ ή 1.743,05 ευρώ Σεπτεμβρίου 2001 + 536.755 δρχ ή 1.575,22 ευρώ Οκτωβρίου 2001 + 141.066 δρχ ή 413,99 ευρώ Νοεμβρίου 2001 + 3.841,75 ευρώ Ιανουαρίου 2002 + 3.363,81 ευρώ Φεβρουαρίου 2002 + 4.178,94 ευρώ Μαρτίου 2002 + 4.342,16 ευρώ Απριλίου 2002 + 3.420,13 ευρώ Μαΐου 2002 + 3.644,26 ευρώ Ιουνίου 2002= 30.408,09 ευρώ: 12: 25 ημ= 101,36 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : 2.961,25 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2002 + 5.774,04 ευρώ Αυγούστου 2002 + 2.741,25ευρώ Σεπτεμβρίου 2002 + 2.858,97 ευρώ Οκτωβρίου 2002 + 3.829,12 ευρώ Νοεμβρίου 2002 + 4.249,45 ευρώ Δεκεμβρίου 2002 + 3.179,32 ευρώ Ιανουαρίου 2003 + 3.631,32 ευρώ Φεβρουαρίου 2003 + 4.071,53 ευρώ Μαρτίου 2003 + 4.995,66 ευρώ Απριλίου 2003 + 5.059,04 ευρώ Μαΐου 2003 + 5.122,69 ευρώ Ιουνίου 2003= 48.473,64 ευρώ: 12 ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ. = 161,57 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004: 5.167,61 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2003 + 6.763,88 ευρώ Αυγούστου 2003 + 3.299,76 ευρώ Σεπτεμβρίου 2003 + 6.544,61 ευρώ Οκτωβρίου 2003 + 2.495,55 ευρώ Νοεμβρίου 2003 + 4.099,55 ευρώ Δεκεμβρίου 2003 + 5.224,76 ευρώ Ιανουαρίου 2004 + 4.885,66 ευρώ Φεβρουαρίου 2004 + 4406,47 ευρώ Μαρτίου 2004 + 6.663,33 ευρώ Απριλίου 2004 + 6.268,16 Μαΐου 2004 + 5088,73 ευρώ Ιουνίου 2004=60.908,07 ευρώ : 12 ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ=203 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : 4.437,32 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2004 + 5.066,73 ευρώ Αυγούστου 2004 + 4.956,61 ευρώ Σεπτεμβρίου 2004 + 5.228,47 ευρώ Οκτωβρίου 2004 + 5.168,40 ευρώ Νοεμβρίου 2004 + 5.612,80 ευρώ Δεκεμβρίου 2004 + 7.427,79 ευρώ Ιανουαρίου 2005 + 3.750,63 ευρώ Φεβρουαρίου 2005 + 7.303,13 ευρώ Μαρτίου 2005 + 5.227,25 ευρώ Απριλίου 2005 + 5.006,38 ευρώ Μαΐου 2005 + 2.298,45 ευρώ Ιουνίου 2005=61.564,46 ευρώ: 12 μήνες=5.130,37 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ= 205,21 ευρώ. 2) Για τον δεύτερο ενάγοντα : α) κατά το πρώτο έτος 2001 : 1.459.786 δρχ αποδοχές Ιουλίου 2000 1.665.294 δρχ Αυγούστου 2000 + 1.356.209 δρχ Σεπτεμβρίου 2000 + 951.193 δρχ Οκτωβρίου 2000 + 960.377 δρχ Νοεμβρίου 2000 + 1.265.770 δρχ Δεκεμβρίου 2000 + 407.030 δρχ Ιανουαρίου2001 + 1.312.769 δρχ Φεβρουαρίου 2001 + 534.931 δρχ Μαρτίου 2001 + 584.851 δρχ Απριλίου 2001+497.743 δρχ Μαΐου 2001+ 526.365 δρχ Ιουνίου 2001= 11.602.323 δρχ ή 34.049,37 ευρώ : 12=2.837,44 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών: 12 : =113,49 ευρώ, β) κατά το δεύτερο έτος 2002 : 666.970 δρχ ή 1.957,36 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2001 + 387.864 δρχ ή 1.138,26 ευρώ Αυγούστου 2001 + 668.320 δρχ ή 1.961,32 ευρώ Σεπτεμβρίου 2001 + 656.998 δρχ ή 1.928,09 ευρώ Οκτωβρίου 2001 + 650.864 δρχ ή 1.910,09 ευρώ Νοεμβρίου 2001 + 836.426 δρχ ή 2.454,66 ευρώ Δεκεμβρίου 2001 + .5833,15 ευρώ Ιανουαρίου 2002 +3.326,30 ευρώ Φεβρουαρίου 2002 + 4.791,82 ευρώ Μαρτίου 2002 + 6.104,81 ευρώ Απριλίου 2002 + 6.016,46 ευρώ Μαΐου 2002 + 4.503,56 ευρώ Ιουνίου 2002= 41.925,88 ευρώ: 12 μήνες= 3.493,88 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : ευρώ : 25 = 139,75 ευρώ, γ) κατά το τρίτο έτος 2003 : 5.272,99 Ιουλίου 2002 + 4.338,76 ευρώ Αυγούστου 2002 + 5.650,79 ευρώ Σεπτεμβρίου 2002 + 4.381,61 ευρώ Οκτωβρίου 2002 + 4.648,41 ευρώ Νοεμβρίου 2002 + 7.034,39 ευρώ Δεκεμβρίου 2002 + 6.202,46 ευρώ Ιανουαρίου 2003 + 5.562,32 ευρώ Φεβρουαρίου 2003 + 6.234,81 ευρώ Μαρτίου 2003 + 4.138,41 ευρώ Απριλίου 2003 + 8.590,97 Μαΐου 2003 + 8.001,41 ευρώ Ιουνίου 2003= 70.057,33 ευρώ : 12=5.838,11 ευρώ μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ= 233,52 ευρώ, δ) κατά το τέταρτο έτος 2004 : 7.431,27 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2003 + 7.363,73 ευρώ Αυγούστου 2003 + 8.333,41 ευρώ Σεπτεμβρίου 2003 + 6.070,50 ευρώ Οκτωβρίου 2003 + 6.825,14 ευρώ Νοεμβρίου 2003 + 8.134,15 ευρώ Δεκεμβρίου 2003 + 7.635,11 ευρώ Ιανουαρίου 2004 + 7.980,76 ευρώ Φεβρουαρίου 2004 + 6.690,82 ευρώ Μαρτίου 2004 + 8.647,30 ευρώ Απριλίου 2004 + 9.122,42 ευρώ Μαΐου 2004 + 7.763,34 ευρώ Ιουνίου 2004= 91.997,95 ευρώ: 12 μήνες= 7.666,49 ευρώ= ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ =306,65 ευρώ και ε) κατά το πέμπτο έτος 2005 : 7.229,55 ευρώ αποδοχές Ιουλίου 2004 + 6.724,80 ευρώ Αυγούστου 2004 + 7.079,08 ευρώ Σεπτεμβρίου 2004 + 5.847,12 ευρώ Οκτωβρίου 2004 + 6.639,74 ευρώ Νοεμβρίου 2004 + 7.991,26 ευρώ Δεκεμβρίου 2004 + 6.721,90 ευρώ Ιανουαρίου 2005 + 7.248,32 ευρώ Φεβρουαρίου 2005 + 8.555,32 ευρώ Μαρτίου 2005 + 6.268,99 ευρώ Απριλίου 2005 + 6.096,12 ευρώ Μαΐου 2005 + 2.105,19 ευρώ Ιουνίου 2005 = 78.507,39 ευρώ : 12 =6.542,28 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών : 25 ημ = 261,69 ευρώ. Σημειωτέον ότι στις ως άνω μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων δεν περιλαμβάνονται ποσά που αντιστοιχούν σε παράνομες υπερωρίες, έξοδα κίνησης, αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία καθώς και η αναλογία των επιδομάτων εορτών. Περαιτέρω από τη σύγκριση που προβλέπεται από τον κανονισμό της εναγομένης (που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου) για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας και αυτού που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της γενικής εργατικής νομοθεσίας, επωφελέστερο για τους ενάγοντες είναι το προβλεπόμενο από τις τελευταίες διατάξεις (εργατικής νομοθεσίας). Σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης αναφορικά με την καταβολή του επιδόματος άδειας των εναγόντων της επίδικης περιόδου, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι ευνοϊκότερες γι' αυτούς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Επομένως αυτοί δικαιούνται τα κάτωθι ποσά ως επίδομα άδειας : 1) ο πρώτος ενάγων : α) για το πρώτο έτος 2001 το ποσό των (92,45 Χ 13=)1201,85. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 518,29 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον ποσό (1201,85-518,29=) 683,56 ευρώ, β) για το δεύτερο έτος 2002 (101,36 Χ 13=) 1.317,68 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 544,61 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (1.317,68-544,61=) 773,07 ευρώ, γ) για το τρίτο έτος 2003 (161,57 Χ 13=) 2.100,41 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 590,48 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (2.100,41 ευρώ-590,48 ευρώ=) 1.509,93 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004 το ποσό των (203Χ13=) 2.639 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 614,27 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (2.639-614,27=) 2.024,73 ευρώ και ε) για το πέμπτο έτος 2005 (205,21 ευρώ Χ 13=) 2.667,73 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 663,72 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον το ποσό των (2.667,73-663,72 =) 2.004,07 ευρώ. 2) Ο δεύτερος ενάγων : α) για το πρώτο έτος 2001 (113,49 Χ 13=) 1.475,37 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 565,34 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (1.475,37 ευρώ-565,34 ευρώ=) 910,03 ευρώ, β) για το δεύτερο έτος 2002 (139,75Χ 13=) 1.816,75. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 610,42 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (1.816,75-610,42 =) 1.206,33 ευρώ, γ) για το τρίτο έτος 2003 το ποσό των (233,52 ευρώ Χ 13=) 3.035,76 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 642,55 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον (3035,76 ευρώ-642,55=) 2.393,21 ευρώ, δ) για το τέταρτο έτος 2004 (306,65 Χ 13=) 3.986,45 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 668,53 ευρώ και έτσι δικαιούται επί πλέον το ποσό των (3986,45-668,53=) 3.317,92 ευρώ και ε) για το πέμπτο έτος 2005 (261,69Χ 13=) 3.401,97 ευρώ. Έναντι της οφειλής αυτής έλαβε με παρά το νόμο υπολογισμούς το ποσό των 722,55 ευρώ και έτσι δικαιούται το ποσό των (3401,91-722,55 =) 2.679,42 ευρώ. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά παραδοχή της έφεσης της εναγομένης αναιρεσείουσας εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες αναιρεσιβλήτους ως οφειλόμενες διαφορές επιδόματος άδειας του χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως και 2005, προκύπτουσες από τον υπολογισμό αυτών με βάση το πραγματικό ημερομίσθιο απόδοσης και της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν τη λήψη της άδειας δηλ. τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους (και όχι μόνο το βασικό ημερομίσθιο), στον πρώτο ενάγοντα συνολικά το ποσό των 5.485,37 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα συνολικά το ποσό των 8.113,70 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για τον υπολογισμό των αιτούμενων διαφορών του επιδόματος άδειας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου ``αμοιβή απόδοσης`` και της ``επικρατέστερης απασχόλησής`` τους, όπως τα ποσά αυτά εζητούντο με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζομένης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής και προκειμένου για μισθωτούς αμειβόμενους με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα άδειας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Ειδικότερα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση το ``βασικό ημερομίσθιο``, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της ``επικρατέστερης απασχόλησής ``τους κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της άδειας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13 και Β) ακολουθώντας τις επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές ως μία ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος εκείνες που ενέπιπταν στην προαπαιτούμενη από το ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν. 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων -τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο τον Κανονισμό, που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται, για την ``επί αποδόσει`` και ``επί ημερομισθίω`` αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το ``ασφαλιστικό ημερομίσθιο`` προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των ``τακτικών αποδοχών``. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξης της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι της έναρξης της νέας άδειας. Μετά την αντιπαράθεση δε αυτών να καταλήξει, κατ` εφαρμογή της αρχής της εύνοιας, στην εφαρμοστέα ευμενέστερη για τους μισθωτούς- ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας το Εφετείο διαφορετικά, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που αποτέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των ``τακτικών`` αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε ``από την απόδοση`` και την ``επικρατέστερη απασχόληση``, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας μέρος της, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά από αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνηση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 361/2016 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ