Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1272 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση, Πρόσθετοι λόγοι, Καταχραστές Δημοσίου, Αρχαία.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση αρχαίων αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Έννοια παρανόμου ιδιοποιήσεως και πως εκδηλώνεται. Δεν εμποδίζεται η στοιχειοθέτηση εκ του ότι ο κάτοχος αθωώθηκε για τη μη εμπρόθεσμη δήλωση των αρχαίων. Η πράξη στρέφεται πάντα κατά του Δημοσίου. Διάταξη άρθρου 54 Ν. 3028/2002 δεν τυγχάνει ευνοϊκότερη σε σχέση με τη βασική διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, όταν συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις. Η αντίθετη άποψη παραβλέπει ότι η ως άνω διάταξη κι οι ποινικές προβλέψεις των άρθρων 53 και 55 του ίδιου νόμου για τα εγκλήματα της κλοπής και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος είναι δυσμενέστερες των βασικών διατάξεων των αντίστοιχων άρθρων κι ότι ο Ν. 1608/1950 πάντοτε είναι αυστηρότερος των βασικών διατάξεων που τυποποιούν τα εγκλήματα στα οποία εφαρμόζεται. Απορριπτέος ο λόγος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε΄ ΚΠΔ για κακή εφαρμογή Ν. 1608/1950. Απορρίπτονται οι λοιποί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Α΄, Δ΄ και Η΄ ΚΠΔ λόγοι. Απορρίπτονται το κύριο δικόγραφο κι οι πρόσθετοι λόγοι της αιτήσεως.




Αριθμός 1272/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 224-225/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Δημόπουλο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 10 Νοεμβρίου 2009 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1240/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 1 εδ. α' Κ.Ν. 5351/1932, στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιοτάτους χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ' αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου νόμου, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του ίδιου νόμου, αρχαίων αντικειμένων, οφείλει να δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνομική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ημερών αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το δίμηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνομης διάθεσης αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.000 έως 4.000 δραχμών. Από τις ανωτέρω διατάξεις του Κ.Ν. 5351/1932 "περί αρχαιοτήτων" σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι εκείνος ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος αρχαίου αντικειμένου, το οποίο, κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου, ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, εκτός του αδικήματος, που διαπράττει από τη μη δήλωση της κατοχής του μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως από τη στιγμή που εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως, η οποία στρέφεται πάντοτε κατά του Δημοσίου. Ως χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκλημα στιγμιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου πράγματος. Εξάλλου κατά το άρθρο 54 του Ν. 3028/2002 με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικα) αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως μνημείων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει μετά το Ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Π.Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 375 για την υπεξαίρεση, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κλπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει (μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996) το ποσό των 50.000.000 δραχμών και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Τόσο ο Ν. 1608/1950 όσο και ο Ν. 3028/2002 δεν καθιερώνουν αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλουν τους όρους και τα στοιχεία των εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του πρώτου και στα άρθρα 53, 54 και 55 του δεύτερου, αλλά απλώς επαυξάνουν, υπό τις αναφερόμενες σ αυτές προϋποθέσεις, τις ποινές των εγκλημάτων αυτών. Η διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 δεν σκοπεί την ευνοϊκότερη τιμώρηση της υπεξαιρέσεως αρχαίου αντικειμένου, έναντι της διατάξεως του άρθρου 375 ΠΚ για την κοινή υπεξαίρεση, αλλ αντιθέτως με τα εισαγόμενα δι αυτής πλαίσια κακουργηματικής ποινής (5-10 έτη), ο νομοθέτης θέλησε να τιμωρήσει, εν αντιθέσει προς την κοινή διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 α ΠΚ, αυστηρότερα την υπεξαίρεση αρχαίου αντικειμένου, όταν αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έτσι, αντί της πλημμεληματικής ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, απειλεί την ανωτέρω ποινή, προσδίδοντας στην πράξη χαρακτήρα κακουργήματος και να καταστήσει κακούργημα τιμωρούμενο με την αυτή ποινή την τέλεση της πράξεως κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, μορφή τελέσεως για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στη βασική διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ. Όμοιου περιεχομένου, ευρισκόμενες εντός του σκοπού του εν λόγω νόμου, που είναι, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, η αποτελεσματική προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας της Χώρας, να τιμωρούνται αυστηρότερα και δη σε βαθμό κακουργήματος τα σχετικά εγκλήματα, όταν έχουν ως αντικείμενο αρχαία μνημεία, κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 του νόμου, τυγχάνουν και οι ρυθμίσεις των άρθρων 53 και 55, που αφορούν τα εγκλήματα της απλής κλοπής (372 ΠΚ), το οποίο καθίσταται κακούργημα και τιμωρείται με την αυτή ποινή, όταν έχει ως αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και, όταν συντρέχει περίπτωση διακεκριμένης κλοπής του εδαφ. δ και ε ΠΚ, επαυξάνεται η ποινή σε κάθειρξη 5-20 ετών και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (394 ΠΚ), που τιμωρείται με την αυτή ποινή όταν έχει ως αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και με κάθειρξη (5-20 έτη) όταν τελείται κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συνακόλουθα στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, όταν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερου νόμου θεωρουμένου εκείνου, ο οποίος όπως ίσχυε περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, νόμο τον οποίο έχει υποχρέωση να εφαρμόσει, αυτεπαγγέλτως, το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο, εφόσον ίσχυσε πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεώς του, γιατί αλλιώς υποπίπτει στην κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ αναιρετική πλημμέλεια. Συνεπής προς τον ανωτέρω σκοπό του εν λόγω νομοθετήματος της αυστηρότερης τιμώρησης του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως με αντικείμενο αρχαίο αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όπως αυτή θα καθορισθεί από την αρμόδια προς τούτο ειδική επιτροπή, τυγχάνει η ερμηνευτική εκδοχή ότι, αν η αξία αυτή υπερβαίνει, συνολικώς, το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη 150.000 €, με δεδομένο ότι το έγκλημα στρέφεται κατά του Δημοσίου και απειλείται κατά της περιουσίας του ισόποση ζημία και αντίστοιχο όφελος του δράστη, να τυγχάνει εφαρμογής, η διάταξη του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, η εφαρμογή της οποίας δεν μπορεί να αποκλεισθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την διάταξη του άρθρου 54 του νόμου, όπως δεν αποκλείεται σε όλες τις περιπτώσεις των εγκλημάτων, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις του ΠΚ, στα οποία, κατά την διάταξη του άρθρου 1 τυγχάνει εφαρμογής, όταν συντρέχουν οι τασσόμενες σ αυτήν προϋποθέσεις, έναντι των οποίων (διατάξεων) πάντοτε τυγχάνει αυστηρότερη. Η αντίθετη άποψη ότι τυγχάνει εφαρμογής, ως ευνοϊκότερη η διάταξη του άρθρου 54 Ν. 3028/2002 (ΑΠ 1665/2005, ΔΙΚΗ 2005, 1361, αλλά και ΠοινΔνη 2005 σελ. 1142, όπου και αντίθετη αγόρευση Εισαγγελέα Α. Ζύγουρα, βλ. και ΑΠ 931/2009) παραβλέπει τον σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 54, που είναι να τιμωρείται αυστηρότερα, σε σχέση με την βασική διάταξη του 375 ΠΚ, αλλά και των άρθρων 53 και 55 του νόμου, που τυποποιούν τα εγκλήματα της κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, οι αντίστοιχες εγκληματικές πράξεις, όταν προσβάλλουν την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η άποψη αυτή κείται εκτός του ως άνω γράμματος και πνεύματος της εν λόγω διατάξεως και των λοιπών ως άνω ρυθμίσεων του νομοθετήματος, που προαναφέρθηκαν και της εν γένει φιλοσοφίας αυτού και θέτει εκποδών τον σκοπό του νομοθέτου για αυστηρότερη τιμώρηση της πράξεως του άρθρου 375 όταν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία μάλιστα υπερβαίνει το ποσό των 150.000 €, που μπορεί, ενδεχομένως, να είναι πολλαπλάσια, και σε πολλές περιπτώσεις να μη δύναται να εκτιμηθεί. Παραδοχή της απόψεως αυτής θα οδηγούσε στο άτοπο να τιμωρείται με τις αυστηρές ποινές του Ν. 1608/1950 η πράξη της κοινής υπεξαίρεσης και να αποκλείεται η εφαρμογή του νόμου αυτού σε πράξεις υπεξαιρέσεως με αντικείμενο αρχαία μνημεία και να τιμωρούνται πολύ ηπιότερα οι δράστες πράξεως που προσβάλλει πολύ μεγαλύτερης αξίας έννομο αγαθό, όπως είναι η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και να αγνοείται ο σκοπός του Ν. 3028/2002 που, όπως λέχθηκε, είναι η αυστηρότερη τιμώρηση των εγκλημάτων αυτών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω, που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Η πράξη της υπεξαιρέσεως, όπως λέχθηκε, τελείται όταν ο κατηγορούμενος εκδήλωσε την πρόθεση ενσωματώσεως των αρχαίων μνημείων ή της αξίας τους στην περιουσία του, ακόμη και σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν είχε παρέλθει η προθεσμία δηλώσεως τους στις αρμόδιες κατά τα άνω υπηρεσίες, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις και κατ ακολουθία κρίθηκε αθώος για την προβλεπόμενη και τιμωρούμενη απ αυτές ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Τούτο δε διότι κρίσιμο για την στοιχειοθέτηση της πράξεως της υπεξαιρέσεως είναι η εκδήλωση της προθέσεως του κατόχου των αρχαίων αντικειμένων, κύριος των οποίων κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου είναι το Δημόσιο, να ενσωματώσει αυτά ή την αξία τους παρανόμως στην περιουσία του, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν επιχείρησε να τα πουλήσει σε τρίτους, χωρίς να έχει το προς τούτο δικαίωμα, του χρόνου αυτού θεωρουμένου, όπως λέχθηκε, ως χρόνου τελέσεως της υπεξαιρέσεως των αρχαίων αντικειμένων, αφού διενεργείται η πράξη με την οποία εξωτερικεύεται η θέληση του κατόχου να τα ενσωματώσει στην περιουσία του και αναιρείται οριστικά η εξουσία του ιδιοκτήτη τους Δημοσίου επ αυτών, καθίσταται δε βέβαιο ότι ο δράστης δεν πρόκειται να εκπληρώσει την υποχρέωση δηλώσεως τους στην αρμόδια υπηρεσία, οπότε, εφόσον δεν παρήλθε η κατά το νόμο προς τούτο προθεσμία, δεν στοιχειοθετείται η κατά τα άνω αξιόποινη πράξη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, για την υποκειμενική θεμελίωση της ανωτέρω πράξεως, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της υπεξαιρέσεως αρχαίων αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας: "Στο Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Δ/νσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι άτομο με το όνομα "..." από ... ασχολείται με αρχαία αντικείμενα. Κατόπιν ερευνών αστυνομικών του ως άνω Τμήματος, εντόπισαν ότι το άτομο αυτό ήταν ο κατηγορούμενος Χ1, για τον οποίον έμαθαν ότι πραγματοποιεί τις συναντήσεις του σε απόκρυφα μέρη κατά μήκος της Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Καβάλας και συγκεκριμένα στο Τμήμα της Εθνικής Οδού μεταξύ Ασπροβάλτας και Κερδυλλίων. Οι αστυνομικοί του ως άνω τμήματος αρχαιοκαπηλίας, έθεσαν τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 σε παρακολούθηση και τις βραδινές ώρες της 31-8-1999 τον αντιλήφθηκαν να κινείται ύποπτα στην περιοχή των Κερδυλλίων, τον ακολούθησαν και στη συνέχεια πήραν θέσεις κοντά σε σημείο όπου κατά τις πληροφορίες τους θα γινόταν συναλλαγή με αρχαία αντικείμενα. Μετά από αρκετή ώρα και συγκεκριμένα τις πρώτες ώρες της 1 Σεπτεμβρίου 1999, στο σημείο εκείνο έφθασε ο κατηγορούμενος Χ1 κρατώντας μια μεγάλη σκούρα νάϋλον σακκούλα, ακολουθούμενος από ένα άλλο άτομο που ήταν ο Θ1 το οποίο κρατούσε ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο. Σκοπός του πρώτου κατηγορουμένου ήταν να πωλήσει, έναντι τμήματος στο σημείο εκείνο αρχαία αντικείμενα που ανήκαν στη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και ευρίσκοντο στην κατοχή του από λαθρανασκαφή σε τρίτο άγνωστο άτομο. Οι αστυνομικοί που είχαν θέσει σε παρακολούθηση τον πρώτο κατηγορούμενο αμέσως επενέβησαν και ακινητοποίησαν και τα δύο άτομα (Χ1 και Θ1), βρήκαν δε να φέρουν εντός της μαύρης νάϋλον σακκούλας και του μεγάλου χαρτοκιβωτίου ελληνικά ταφικά κτερίσματα που χρονολογούνται στον 6ο, 5ο και 4ο αιώνα π.χ. και συνεπώς είναι αρχαίο κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. ν.3028/2002 και ανήκαν κατά τη διάταξη του άρρου 1 ν.5351/1932 στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Τα αρχαία αυτά που κατείχε ο πρώτος κατηγορούμενος έχοντας τη φυσική του εξουσίαση και τα οποία προσπάθησε να πωλήσει έναντι τιμήματος στις 1-9-1999 στην Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης-Καβάλας, είναι τα ακόλουθα και έχουν την ακόλουθη αξία όπως αυτή εκτιμήθηκε από την Τριμελή Εκτιμητική Επιτροπή που συστάθηκε με την υπ'αριθ.ΥΠΠΟ/ΓΔΑ/ΑΡΧ/Α2/Φ41/49838/4870/28-9-2000 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και αποτελείτο από την ... Προϊσταμένη της ΙΣΤ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, ..., Προϊσταμένη της ΙΖ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και ..., αρχαιολόγο της ΙΣΤ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων: 1)Ερυθρόμορφος κωδωνόσχηματος κρατήρας, εξαιρετικό δείγμα της αττικής κεραμεικής των αρχών του 4ου π.χ. αιώνα στην κύρια όψη του οποίου εικονίζεται σκηνή συμποσίου νέων με κεντρική μορφή μία αυλήτριδα και στην πίσω όψη εικονίζονται τρείς νέοι αθλητές σε ανάπαυλα να συζητούν, αξίας 35.000.000 δραχμών, 2)μία κορινθιακή τριφυλλόστομη οινοχόη ακέραια, αξίας 2.500.000 δραχμών, 3)ένα κορινθιακό εξάλειπτρο αξίας 2.000.000 δραχμών 4)τρείς (3) κορινθιακοί αρύβαλλοι ακέραιο με τετράφυλλο κόσμημα, αξίας 1.500.000 δραχμών και ένας (1) κορινθιακός αρύβαλλος με σπασμένο λαιμό, αξίας 300.000 δραχμών, 5)ένα πήλινο θήλαστρο, αξίας 200.000 δραχμών, 6)μία σπασμένη κορινθιακή κοτύλη με άνθη λωτού αξίας 500.000 δραχμών, μία κοτύλη κορινθιακή με ταινιωτή διακόσμηση, αξίας 500.000 δραχμών, μία κοτύλη κορινθιακή με ταινίες και κλαδιά, αξίας 400.000 δραχμών, μία κορινθιακή κοτύλη με ταινία, αξίας 300.000 δραχμών, 7)ένα σχεδόν ακέραιο ειδώλιο πετεινού αξίας 500.000 δραχμών και 3 πήλινα σπασμένα ειδώλια πετεινών, αξίας 300.000 δραχμών, 8)πήλινο ειδώλιο περιστερίου, αξίας 500.000 δραχμών, 9)πήλινο ειδώλιο Σιληνού αξίας 500.000 δραχμών, 10)τμήμα ειδωλίου καθιστής γυναίκας αξίας 50.000 δραχμών, 11)δύο τμήματα πλαστικού αγγείου με μορφή κόρης, αξίας 150.000 δραχμών, 12)ένα χρυσό δακτυλίδι με σφενδόνη ελλειψοειδούς σχήματος, αξίας 5.000.000 δραχμών, 13)ένα χάλκινο κάτοπτρο, αξίας 500.000 δραχμών, 14)ένα χάλκινο περίαπτο, αξίας 300.000 δραχμών, 15)μία αμφικωνική ψήφος, αξίας 50.000 δραχμών, 16)ένα χάλκινο δακτυλίδι με ταινιωτό στέλεχος, αξίας 50.000 δραχμών, 17)δύο χάλκινα απλά ψέλλια, αξίας 400.000 δραχμών, 18)Τέσσερα χάλκινα διπλά ψέλλια, αξίας 800.000 δραχμών, 19)μία ακεραία χάλκινη στλεγγίδα, αξίας 300.000 δραχμών, 20)υπολείμματα χάλκινου στεφανιού επιχρυσωμένου, αξίας 10.000 δραχμών, 21)οστέϊνος αστράγαλος, αξίας 2000 δραχμών, 22)οκτώ (8) σιδερένια καρφιά, αξίας 8000 δραχμών, 23)ένα σπειροεδές χάλκινο δακτυλίδι, αξίας 150.000 δραχμών, 24)ένα όστρεο/περίαπτο, αξίας 50.000 δραχμών, 25)τρείς (3) σκαραβαίοι αξίας 600.000 δραχμών, 26)μία χάλκινη τοξωτό πόρπη, αξίας 300.000 δραχμών, 27)τέσσερις (4) χάλκινοι δακτύλιοι, αξίας 120.000 δραχμών, 28)δύο χάλκινα δακτυλίδια το στέλεχος των οποίων καταλήγει σε σπείρες και τμήμα ενός τρίτου, αξίας 250.000 δραχμών, 29)ακέραιο δακτυλίδι με ταινιωτό έλασμα, αξίας 50.000 δραχμών, 30)χάλκινο ταινιωτό έλασμα, αξίας 10.000 δραχμών, 31)χάλκινο ψέλλιο, αξίας 100.000 δραχμών, 32)χάλκινο ψέλλιο, αξίας 100.000 δραχμών, 33)δύο ασημένια ψέλλια (κοσμήματα, βραχιόλια), αξίας 300.000 δραχμών, 34)τρείς (3) ψήφοι από κεχριμπάρι, αξίας 60.000 δραχμών, 35)θραύσμα χαλκού σφηκωτήρα, αξίας 50.000 δραχμών, 36)δύο (2) θραύσματα μολύβδινων συνδέσμων, αξίας 5000 δραχμών, 37)δύο δόντια και τρία θραύσματα οστών, 38)ένα θραύσμα χάλκινου καρφιού, αξίας 1000 δραχμών, 39)θραύσμα χάλκινου ταινιωτού δακτυλίου, αξίας 3000 δραχμών, 40)Τέσσερα (4) θραύσματα κεφαλιών πήλινων ειδωλίων, αξίας 400.000 δραχμών και θραύσματα από σώματα ειδωλίων, αξίας 100.000 δραχμών, συνολικής αξίας πενήντα πέντε εκατομμυρίων εννιακοσίων δέκα εννέα χιλιάδων (55.919.000) δραχμών (ήδη 164.105, ευρώ). Όλα τα αρχαία αυτά αντικείμενα που είχαν περιέλθει, από λαθρανασκαφή στην κατοχή του Χ1 και ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα ο Χ1 στη Ε.Ο.Θεσσαλονίκης-Καβάλας στις 1-9-1999 εκδηλώνοντας τότε την περί ιδιοποιήσεως πρόθεσή του προσπαθώντας να τα πωλήσει επί κέρδει σε τρίτο άγνωστο άτομο αποτυχών δε γιατί συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές η δε συνολική αξία των παραπάνω αρχαίων και η εντεύθεν απειληθείσα για το Ελληνικό Δημόσιο ζημία υπερβαίνει το ποσό των 50.000 δραχμών (ήδη 150.000 ευρώ), αφού το ύψος της ανέρχεται σε 55.919.000 δραχμές. Επομένως, ο κατηγορούμενος Χ1 πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως από την οποία η απειληθείσα για το Ελληνικό Δημόσιο ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Ισχυρίζεται ο εκκαλών Χ1 ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο πλημμεληματικής υπεξαίρεσης διότι: η κατηγορία κατ'αρχήν εισήχθη ως πλημμέλημα στο καθύλην αρμόδιο Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης το οποίο κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ'ύλην λόγω της συνολικής αξίας των φερομένων ως υπεξεραιθέντων αρχαίων αντικειμένων και παρέπεμψε την υπόθεση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο με την εκκαλουμένη απόφασή του χωρίς στο διατακτικό του να προσθέσει την αξία των υπεξαιρεθέντων αρχαίων, κήρυξε ένοχο αυτόν για πλημμεληματική υπεξαίρεση με συνέπεια να μη δύναται να καταστεί κατ'έφεση χείρονα η θέση του σε περίπτωση καταδίκης του για κακουργηματική υπεξαίρεση και να πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατ'αυτού λόγω παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι από τη συνεκτίμηση του σκεπτικού και του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως είναι σαφές ότι ο κατηγορούμενος Χ1, παρά τη μη αναφορά στο διατακτικό της αξίας των υπεξαιρεθέντων αρχαίων καταδικάσθηκε για την κακουργηματική υπεξαίρεση αρχαίων από την οποία η απειληθείσα για το Ελληνικό Δημόσιο ζημία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (150.000 ευρώ). Στο σκεπτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως αναφέρεται επί λέξει "Η δε αξία των ανωτέρω αντικειμένων και η εντεύθεν απειληθείσα από την αντίστοιχη αξιόποινη πράξη για το Ελληνικό Δημόσιο ζημία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, αφού το ύψος της ανέρχεται συνολικά σε 55.919.000 δραχμές...", "...πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι 1ος και 3ος κατηγορούμενοι της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο παρ.1 σε συνδ. με άρθρο 1 παρ.1 ν.1608/1950)." "Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του αυτού εκκαλούντος ότι δεν στοιχειοθετείται η εναντίον του κατηγορία για υπεξαίρεση εφόσον αυτός με την εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε αθώος του πλημμελήματος του ν.5351/1933 ότι δηλαδή γενόμενος κάτοχος αρχαίων αντικειμένων δεν δήλωσε αυτά όπως όφειλε στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή ή αρχαιολογική υπηρεσία εντός δεκαπενθημέρου. Και τούτο διότι: Για την αντικειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το κινητό πράγμα που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της να τελεί υπό ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα και να περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, επί πλέον δε να εκδηλώθηκε ενέργεια δηλούσα τη βούληση του υπαιτίου να ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στην περιουσία του, το εν λόγω κινητό, εξουσιάζοντας το καθολικώς αποκλειστικά χάριν των δικών του σκοπών σαν να ήταν κύριος.
Εν προκειμένω, η πρόθεση ιδιοποιήσεως των παραπάνω αρχαίων δηλαδή η εκδήλωση της βουλήσεως του πρώτου κατηγορούμενου να ενσωματώσει στα περιουσιακά του δικαιώματα τα προαναφερόμενα αρχαία, εγένετο στις 1-9-1999 με την απόπειρα πωλήσεως τούτων σε τρίτο άγνωστο άτομο έναντι τιμήματος με συνέπεια να είναι αδιάφορη η παρέλευση ή μη της δεκαπενθήμερης προθεσμίας προς δήλωσή τους στην αρμόδια αρχή που τάσσεται με το ν.5351/1933, προκειμένου να στοιχειοθετεί το έγκλημα της υπεξαιρέσεως και εντεύθεν αδιάφορη και η απαλλαγή του από το σχετικό πλημμέλημα." Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα της ανωτέρω πράξεως της υπεξαιρέσεως αρχαίων αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανερχομένης συνολικώς στο ποσό των 55.919.000 δραχμών (164.105 €) και του επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ 1,2 Κ.Ν. 5353/1932 και 1 Ν. 1608/1950, τις οποίες δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, αφού δέχθηκε ότι τα αναφερόμενα αναλυτικά στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό αρχαία αντικείμενα είχαν περιέλθει στην κατοχή του από λαθραία ανασκαφή και την συγκεκριμένη ημερομηνία συνελήφθη, πριν πραγματοποιήσει την πρόθεσή του να τα πωλήσει σε άγνωστο άτομο αντί μη διακριβωθέντος τιμήματος, γεγονός δηλωτικό της προθέσεως του να ενσωματώσει παρανόμως την αξία τους στην περιουσία του. Παραδεκτώς δε γίνεται πλέον λεπτομερής περιγραφή των αρχαίων αντικειμένων στην προσβαλλομένη απόφαση και εκ περισσού παρατίθεται η αξία εκάστου, όπως καθορίσθηκε με την αναφερόμενη έκθεση εκτιμήσεως από την κατά νόμο ορισθείσα επιτροπή, αφού εκείνο που ενδιαφέρει για την στοιχειοθέτηση της πράξεως σε βαθμό κακουργήματος είναι η συνολική αξία αυτών, η οποία αναφέρεται στην απόφαση και ενόψει της οποίας θα κριθεί αν, με βάση τα κρατούντα κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως (1-9-1999) στις συναλλαγές και τις διαμορφωθείσες αντικειμενικές αξίες των πραγμάτων γενικώς, είναι ιδιαίτερα μεγάλη, οπότε η πράξη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 54 Ν. 3028/2002, τιμωρείται δε κατά την διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, που όπως λέχθηκε τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση, ενόψει της υπερτέρας των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 € συνολικής αξίας των αρχαίων αντικειμένων και του ότι η πράξη στρέφεται κατά του Δημοσίου. Με την ανωτέρω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι πρωτοδίκως είχε καταδικασθεί για υπεξαίρεση σε βαθμό πλημμελήματος, με αποτέλεσμα το αξιόποινο να έχει εξαλειφθεί δια παραγραφής λόγω παρόδου 8ετίας από την τέλεση της πράξεως και παραδεκτώς, χωρίς δε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, να επέρχεται χειροτέρευση της θέσεως του ως εκκαλούντος στη δίκη εκείνη, ούτε να δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του λόγου αυτού, περιέλαβε στο διατακτικό τα στοιχεία που προέκυπταν, από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού - διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, όπως είναι και η πρόθεση πωλήσεως τους, κατά τα ανωτέρω και δεν μετατράπηκε εκ του λόγου αυτού, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, σε κακούργημα η πλημμεληματική πράξη για την οποία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, κηρύχθηκε ένοχος πρωτοδίκως, ούτε επήλθε, εκ του λόγου αυτού, ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας. Εσφαλμένα δε ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο θεμελίωσε την ενοχή του επί των διατάξεων του Κ.Ν. 5351/1932, ενώ, όπως σαφώς προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως, αυτή θεμελιώθηκε, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, επί της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ, η εφαρμογή της οποίας, ως προς την στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος, δεν αποκλείεται από την διάταξη του άρθρου 54, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αφού, όπως λέχθηκε η διάταξη αυτή δεν τυποποιεί νέο έγκλημα, διάφορο εκείνου του άρθρου 375 ΠΚ. Με ορθή επίσης και πλήρη αιτιολογία και χωρίς να προκαλείται αντίφαση μεταξύ των αιτιολογιών της αποφάσεως και να στερείται αυτή νόμιμης βάσης, το Δικαστήριο απέρριψε τον αβάσιμο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στη νομική σκέψη, ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι, εφόσον κηρύχθηκε αθώος της πράξεως που επίσης του είχε αποδοθεί της μη δηλώσεως των αρχαίων αντικειμένων, δεν στοιχειοθετείται η πράξη της υπεξαιρέσεως αυτών, ο ανωτέρω χρόνος τελέσεως της οποίας ενέπιπτε εντός της 15νθήμερης προθεσμίας για δήλωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Επίσης, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων το Δικαστήριο, για την τιμώρηση της πράξεως εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 1 Ν. 1608/1950 και όχι εκείνη του άρθρου 54 Ν. 3028/2002, αφού, όπως λέχθηκε, η τελευταία θα τύγχανε εφαρμογής αν η ιδιαίτερα μεγάλη αξία των αρχαίων αντικειμένων δεν υπερέβαινε τα 50.000.000 δραχμές ή 150.000 €, οπότε και μόνο δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής ο Ν. 1608/1950. Τέλος το δικαστήριο δεν υποχρεούταν να διαλάβει αιτιολογία επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ, αφού ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δεν επικαλέσθηκε πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό αυτό, αλλά περιορίσθηκε να επαναλάβει την διατύπωση της διατάξεως, ως εκ περισσού δε τον απέρριψε με την αιτιολογία που αναφέρεται στη σελ. 16 των πρακτικών (ΑΠ 1125/2010). Κατ ακολουθία τούτων οι πρώτος και δεύτερος λόγοι του κυρίου δικογράφου και πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι του δικογράφου των προσθέτων της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, έλλειψη νομίμου βάσεως, υπέρβασης εξουσίας, απόλυτη ακυρότητα και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1608/1950 (510 παρ. 1 Α, Δ, Ε και Η ΚΠΔ), τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών του κυρίου δικογράφου και εκείνου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, τόσον η κρινόμενη κυρία αίτηση αναιρέσεως, όσον και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στην δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου που παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την με αριθμό εκθέσεως 2/2009 αίτηση του Χ1 και τους από 1-11-2009 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της με αριθμ. 224-225/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου από τριακόσια (300) €.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 1 Ιουνίου 2010. Και

Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 24 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή