Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 795 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.




Περίληψη:
Παράβαση άρθρου μόνο ΑΝ 690/1945 - στοιχεία. Εν μέρει αναίρεση, διότι δεν προσδιορίζεται αν οι αποδοχές του εργαζομένου είχαν καθορισθεί από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας. Αναιρεί εν μέρει ως προς την παθούσα. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




ΑΡΙΘΜΟΣ 795/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, περί αναιρέσεως της 1459/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Μυτιλήνης. Το Τριμελές Πλημ/κείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 19 Φεβρουαρίου 2010 πρόσθετους λογους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1551/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ως προς την παθούσα Φ και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου μόνου του αν. ν. 690/1945 όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995 "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων κ.λ.π.". από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από διοικητικές πράξεις (άρθρ. 655 ΑΚ). Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του αν. ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω, και η ιδιότητα του κατηγορουμένου, καθώς και αν οι οφειλόμενες αποδοχές καθορίζονταν από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από τον νόμο ή έθιμο, καθώς επίσης αν αυτές δεν καταβλήθηκαν εμπροθέσμως, πότε έπρεπε να πληρωθούν με βάση τη συμφωνία, τον νόμο ή το έθιμο κ.λ.π. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημ/κείο Μυτιλήνης, το οποίο δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλακίσεως 2 μηνών και 15 ημερών για παράβαση του άρθρου μόνον του αν. ν. 690/1945, καθώς και σε χρηματική ποινή 850 ευρώ. Το δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση δέχθηκε, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, που συμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στο ... με την ιδιότητα του εργοδότη - διαχειριστή ομόρρυθμης εταιρείας, που εκμεταλλευόταν το καφέ - μπαρ με την επώνυμα ... δεν κατέβαλε στους απασχολούμενους στην ανωτέρω επιχείρηση, οι οποίοι αμείβονταν με ημερομίσθιο, τις αποδοχές που οφείλονταν με βάση ενεργό σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Πιο συγκεκριμένα απασχόλησε τους: 1) Ξ με την ειδικότητα του μάγειρα από 11-5-2003 έως 19-7-2003, 2) Κ με την ειδικότητα του εργάτη γενικών καθηκόντων από 1-8-2001 έως 13-9-2001 και από 6-4-2002 έως 29-5-2002, 3) Φ με την ειδικότητα της σερβιτόρας από 11-5-2003 έως 19-7-2003. Αναφορικά με τον πρώτο εργαζόμενο ο εκκαλών - κατηγορούμενος μερίμνησε και εξόφλησε ολοσχερώς τις οφειλόμενες αποδοχές, όπως αναμφισβήτητα προκύπτει από το με ημερομηνία 8-9-2009 προσκομισθέν από το δικηγόρο Μυτιλήνης Δημοσθένη Χατζηγιάννη έγγραφο, τιτλοφορούμενο "ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ". Το εν λόγω έγγραφο αξιολογήθηκε και εκτιμήθηκε ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, κατ' άρθρα 177, 178 ΚΠΔ. Παράλληλα ο ανωτέρω δικηγόρος, κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος εξόφλησε και τις οφειλές του προς την Φ, γεγονός το οποίο γνωρίζει, ως ισχυρίσθηκε, από τη μεσολάβηση του ως δικηγόρος. Τα παραπάνω δεδομένα, όμως είναι εξαιρετικά γενικόλογα και αόριστα, αφού ο μάρτυρας δεν αναφέρει το ύψος των καταβληθέντων, το χρόνο εξόφλησης και το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η εξοφλητική καταβολή, εάν δηλαδή κατεβλήθη το οφειλόμενο ποσό στην ίδια την εργαζόμενη, η σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο ενεργούσε στα πλαίσια της εκπροσώπησης αυτής, ενόψει και της επισημείωσης του δικηγόρου - μάρτυρα, ότι ο ίδιος αναμείχθηκε ως μεσολαβητής. Επίσης δεν διευκρινίζει αυτός (μάρτυρας) την αιτία για την οποία δεν υπάρχει εξοφλητική απόδειξη ή αντίστοιχο με την ανωτέρω "ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ" έγγραφο και στη περίπτωση της Φ, γεγονός εύλογο και αναμενόμενο, εάν ο μάρτυρας εκπροσωπούσε την προαναφερθείσα εργαζόμενη στη διεκδίκηση των αστικών της αξιώσεων. Εκ του τελευταίου γεγονότος η κατάθεση του μάρτυρα κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμη. Άλλωστε ο κατηγορούμενος αιτήθηκε δύο φορές αναβολή για να εξασφαλίσει εξοφλητικές αποδείξεις, αίτημα που έγινε δεκτό με τις υπ'αριθμόν 809/2008 και 170/2009 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου (κατ' άρθρο 352 παρ. 4 ΚΠΔ). Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα καθώς και την από 16-7-2003 υπεύθυνη δήλωση του Κ, η οποία αναγνώσθηκε με τη ρητή συναίνεση του εκκαλούντος, και εκτιμήθηκε ως νόμιμο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, κατ' άρθρα 177,178,365 ΚΠΔ αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε: 1) στον Κ για το χρονικό διάστημα από 1-8-2001 έως 13-9-2001 για 43 ημερομίσθια και από 6-4-2002 έως 29-5-2002 για 39 ημερομίσθια, με συμφωνημένο ημερομίσθιο 30 ευρώ, το ποσό των 1.900 ευρώ, δεδομένου ότι καταβλήθηκε έναντι του συνολικού οφειλομένου ποσού των 2.460 ευρώ το ποσό των 560 ευρώ, 2) στη Φ δεδουλευμένες αποδοχές (4 ημερομ. Χ 25 ευρώ=) 100 ευρώ, αναλογία αδείας (4 ημερομ. Χ 25 ευρώ =) 100 ευρώ, αναλογία επιδόματος αδείας (4 ημερομ. Χ 25 ευρώ =) 100 ευρώ, αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2003 (7 ημερομ. Χ 25 ευρώ =) 475 ευρώ.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τη μη καταβολή των δεδουλευμένων στους εργαζόμενους Κ και Φ, ενώ πρέπει να κηρυχθεί αθώος της ανωτέρω πράξης για τον εργαζόμενο Ξ".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημ/κείο, σε σχέση με τον εργαζόμενο Κ, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, με την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου μόνον του αν. ν. 690/1945 για το οποίο ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία, αναφερόμενα κατ' είδος το δικαστήριο έλαβε υπόψη και στα οποία στήριξε την ανέλεγκτη για τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά κρίση του, όπως και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στην παραπάνω διάταξη, την οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η απόφαση προσδιορίζει τα χρονικά διαστήματα με τα αντίστοιχα μη καταβληθέντα ημερομίσθια, το συνολικό ποσό, ενώ με την αναφορά στο σκεπτικό για "συμφωνημένο ημερομίσθιο 30 ευρώ" προκύπτει σαφώς ότι οι αποδοχές είχαν καθορισθεί από την ατομική σύμβαση εργασίας μεταξύ κατηγορουμένου και εργαζομένου και ως εκ τούτου δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας ή εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Όμως, σε σχέση με την εργαζόμενη Φ, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσδιορίζει αν οι αποδοχές της είχαν καθορισθεί από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας και συνεπώς είναι αναιρετέα, για συγκεκριμένη έλλειψη ειδικής αιτιολογίας μόνο ως προς αυτήν, ενώ κατά τα λοιπά, η απόφαση περιλαμβάνει όλα τα πιο πάνω αναγκαία πραγματικά περιστατικά και δεν υφίσταται εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι επί των αιτιάσεων περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι αφορούν την κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Τέλος, ως προς τον τρίτο πρόσθετο λόγο περί απόλυτης ακυρότητας για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στην απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1, 2 του ν. 1756/1988, σχετικά με την αναπλήρωση του τρίτου μέλους της συνθέσεως από ειρηνοδίκη αναφέρεται "Επειδή κωλύονται οι λοιποί τακτικοί δικαστές σύμφωνα με την 275/2009 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Μυτιλήνης" και ο προσδιορισμός αυτός αρκεί, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση, διότι η αναφορά "πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Μυτιλήνης", έχει την έννοια ότι έγινε από το αρμόδιο θεσμικό όργανο του Πρωτοδικείου. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω θα πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μόνο ως προς την παθούσα εργαζομένη Φ και μόνο για την πιο πάνω έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, λόγος που στηρίζεται στο άρθρο 510 παρ. 1 δ ΚΠΔ και που ερευνήθηκε αυτεπαγγέλτως από το παρόν δικαστήριο (άρθρ. 511 ΚΠΔ), απορριπτομένων των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ), το οποίο και θα προβεί σε τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την 1459/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης μόνο ως προς την παθούσα εργαζομένη Φ και για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό λόγο.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την αναίρεση και τους πρόσθετους λόγους του Χ, κατοίκου ..., κατά της παραπάνω αποφάσεως. Και

Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το πιο πάνω μέρος, για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, το οποίο και θα προβεί σε τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή