Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1529 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πρόσθετοι λόγοι, Δικαστηρίου σύνθεση, Χρηματιστηρίου εγκλήματα.




Περίληψη:
Ι. Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων και προσθέτων λόγων. ΙΙ. Αναπλήρωση πλημμελειοδίκη επί κληρώσεως. ΙΙΙ. Προσδιορισμός υπόθεσης, σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. ΙV. Ανάγνωση ξενόγλωσσου εγγράφου. Πότε επέρχεται ακυρότητα. Πρέπει, να αναφέρεται στα πρακτικά ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση. V. Ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων για τα οποία δεν προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητά τους. VI. Μη επίδοση (επίδοση τμήματος) καταλόγου μαρτύρων. Μη κλήτευση μαρτύρων που είχαν κληθεί στην αναιρεθείσα δίκη. Δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης, είναι στην κρίση του εισαγγελέα. VII. Σχετική ακυρότητα. Απαράδεκτη η κλήση για τη δικάσιμο της 28.6.2007, διότι Α. Εμφάνιζε ότι εισαγόταν κατά την δικάσιμο της 28/6/2007 «μετά από έφεση σε βάρος του». Β. Διότι εμφανιζόταν ότι εισάγεται σε δίκη μετά από αναίρεση αποφάσεως, ενώ δεν του είχε επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. Γ. Διότι στον κατάλογο των μαρτύρων, δεν αναφερόταν η κατοικία και το επάγγελμα αυτών. Αβάσιμοι οι λόγοι, αλλά και απαράδεκτοι, διότι δεν αναφέρεται ότι είχε ασκήσει έφεση για τις ελλείψεις αυτές της προπαρασκευαστικής διαδικασίας. VIII. Σχετική ακυρότητα. Ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αντιφάσεων κλπ των αναφερομένων περιστατικών και μη καθορισμού πράξεως, λόγω μη αναγραφής άρθρου 45 ΠΚ (συναυτουργία), και διότι δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας των απορριπτικών των ισχυρισμών παρεμπιπτουσών αποφάσεων. ΙΧ. Σχετική ακυρότητα παραχθείσα από την κατάθεση μάρτυρα που είχε την ιδιότητα του συνηγόρου πολιτικής αγωγής στην αυτή δίκη, 212 παρ. 1 του ΚΠΔ. Χ. Έλλειψη ακρόασης. Ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 34 ν. 3632/1928. ΧΙ. Στοιχεία της παράβασης των άρθρων 34 ν. 3632/1928 και 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991. Συρροή αληθής μεταξύ των δύο πράξεων. Αιτιολογία αποφάσεως (σκεπτικό). XII. (23) Μη λήψη υπόψη πραγματογνωμοσύνης. XIII. (25) Αβάσιμος ο λόγος ότι κατά το άρθρο 34 περ. α του ν. 3632/1928, ο σκοπός του δράστη να προσπορίσει σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος δεν είναι στοιχείο του υπερχειλούς δόλου του εγκλήματος. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Πρέπει να ζητηθεί η ανάγνωση. Απορρίπτει αναίρεση. XIV. Αιτιάσεις ως προς την έλλειψη αιτιολογίας. XV. (28) Αιτιολογία απόφασης για την ποινή - 79 ΠΚ. XVI. (29) Αίτημα για ανάγνωση εγγράφου και βιαία προσαγωγή μάρτυρος. Αοριστία αιτημάτων. Αιτιολογημένη απόρριψη. XVII. Λόγος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου, παράβαση που προκαλεί έλλειψη νομίμου βάσεως, διότι δεν προκύπτει αν το Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 30 του ν. 3340/2005 ή τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α΄ του Ν. 3632/1928. Αβάσιμος ο λόγος. XVIII. (32) Υπέρβαση την εξουσία του Δικαστηρίων, διότι προσδιόρισε, κατά παράβαση του άρθρου 351 ΚΠΔ, με διαφορετικό τρόπο, τη σειρά κατά την οποία μπορούσαν να εξεταστούν οι μάρτυρες, ενώ αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του διευθύνοντος τη συζήτηση. Η παραβίαση της διατάξεως αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα. Επιπλέον και αβάσιμος ο λόγος (ΑΠ 100/1988, 127/1989 κ.α.), το Δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος. Το Δικαστήριο έχει και αυτό την σχετική εξουσία, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος κρίνει ότι πρέπει να συναποφασίσει σχετικά με τα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου. XIX. (33) Κατά ποίων αποφάσεων επιτρέπεται αναίρεση. Πότε μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Άρειο Πάγο. Μόνο κατά καταδικαστικής. Στην έννοια της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που παρέλειψε να αποφανθεί περί της ενοχής. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά και δεν είναι επιτρεπτή η αναίρεση. Απόρριψη ως απαραδέκτου λόγου αναίρεσης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. XX. και ΧΧΙ. Λόγοι αναίρεσης (Τασόγλου) για έλλειψη αιτιολογίας και για αντιφάσεις, ως προς το στοιχείο του σκοπού. ΧΧΙΙ. (37) Η διάταξη του άρθρου 34 περ. α΄ του ν. 3632/1928 καλύπτει και την μεταχείριση επιτήδειων μέσων χάριν του επηρεασμού των χρηματιστηριακών τιμών και την χάριν του επηρεασμού του όγκου συναλλαγών (εμπορευσιμότητα). Απορρίπτει πρόσθετο λόγο αναίρεσης ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α΄. XXIII. (38) Λόγος αναίρεσης (Ι. Μούστου), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β΄ Π.Κ., κατά την οποία η άμεση συνδρομή στον δράστη πρέπει να παρέχεται κατά την διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Αβάσιμος ο λόγος. Αβάσιμος και ο λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτει αιτήσεις.






Αριθμός 1529/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταλέξη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις- δηλώσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Παύλου και Γεώργιο Δημήτραινα, 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Σπήλιο Μούζουλα και 3) Χ3, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πορφύρη, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 42992/07, 43695/07, 43752/07, 43830/07, 43891/07, 43986/07, 44082/07, 44165/07, 44240/07, 44314/07, 44388/07, 44514/07, 44610/07, 44681/07 και 44847/07 αποφάσεων (κύριας και παρεμπιπτουσών) του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ4. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις του (κύριας και παρεμπιπτουσών), διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στις 17 Σεπτεμβρίου 2007, 14 Σεπτεμβρίου 2007 και 19 Σεπτεμβρίου 2007, τρεις χωριστές αιτήσεις-δηλώσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, καθώς και στα από 20 Δεκεμβρίου 2007 και 21 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφα προσθέτων λόγων του πρώτου και δεύτερου των αναιρεσειόντων, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1606/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι κρινόμενες από 17/9/2007, 14/9/2007 και 19/9/2007, αιτήσεις-δηλώσεις αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 8178/17-9-2007, 8290/20-9-2007 και 8238/19-9-07, αντίστοιχα) των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 αντίστοιχα, μετά των με ημερομηνία κατάθεσης από 20-12-2007 και 21-12-2007 προσθέτων αυτών λόγων του πρώτου και δευτέρου, επίσης αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά των 42992/07, 43695/07, 43752/07, 43830/07, 43891/07, 43986/07, 44082/07, 44165/07, 44240/07, 44314/07, 44388/07, 44514/07, 44610/07, 44681/07 και 44847/07 καταδικαστικών (κύριας και παρεμπιπτουσών) αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α. ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1 εδ. γ και 5 παρ. 1 περ. Α εδ. δ και παρ. 2 του Ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 1968/1991, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται ένας μόνον πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς τους. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 υπό στοιχ. Β του ίδιου νόμου, όπως οι παρ. 1, 3, 4 αυτού, ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993, και η παρ. 7 μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3327/2005 (ΦΕΚ Α 70/11-3-2005) και την προσθήκη δύο εδαφίων στην παρ. 1 με το άρθρο 2 του ν. 3346/2005, (ΦΕΚ Α 140/17-6-2005), ορίζεται "1. Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση... Στα πρωτοδικεία και εφετεία Αθηνών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης... ορίζονται για μία διετία από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύσουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια... 3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα. Στο πρωτοδικείο α) όλων των προέδρων πρωτοδικών... β) των αρχαιοτέρων πρωτοδικών... γ) όλων των υπολοίπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων... 4. Με βάση τους πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός... 5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι συμπάρεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς... 7. α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης το κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. β. Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αν εμφανισθεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα, αντιστοίχως... 10. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης...". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, προκειμένου για το Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε τουλάχιστον δικαστών, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται νομίμως με κλήρωση με την προεδρία Προέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη και μέλη δύο Πρωτοδίκες. Στην περίπτωση δε κατά την οποία κάποιος από τους δικαστές που κληρώθηκε ως μέλος της συνθέσεως του Δικαστηρίου, κωλύεται για τους αναφερόμενους στη πιο πάνω διάταξη της παρ. 7α λόγους, συγκροτείται με τη συμμετοχή αναπληρωματικών, κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7 περ. α. Η μη τήρηση όμως των διατάξεων αυτών, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 10 του αυτού άρθρου, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2, ο πρώτος με τους από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ υπό στοιχεία Ι ΒΒ και Ι ΓΓ λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων, ο δεύτερος με τον υπό στοιχείο Α λόγο αναιρέσεως, αντίστοιχα, προβάλλουν τις αιτιάσεις ότι α) υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγράφεται στα πρακτικά, ότι συμμετείχε η πλημμελειοδίκης Μαρία Ελένη Βαργιά "σε αναπλήρωση της πλημμελειοδίκη Μαργαρίτας Στενιώτη, λόγω κωλύματός της, χωρίς να αναγράφεται ποιός από τους τρεις αναφερόμενους στην διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7α του ν. 1756/1988 νόμιμους λόγους συνέτρεξε (ασθένεια, ανυπέρβλητη υπηρεσιακή ή προσωπική ανάγκη). Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ακυρότητα συνεπάγεται, κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 10 του ν. 1756/1988, η μη αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, από τον αναπληρωματικό δικαστή, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης, κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων (των παρ. 2-7 του άρ. 17) και όχι η μη αναφορά στα πρακτικά του συγκεκριμένου λόγου της αντικατάστασης. Στα πρακτικά αρκεί να αναφέρεται ότι αντικατάσταση έγινε από κληρωθέντα αναπληρωματικό δικαστή λόγω κωλύματος του τακτικού, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση του λόγου αντικατάστασης, αφού νόμιμο κώλυμα υφίσταται οποιοσδήποτε και από τους τρεις λόγους συντρέχει από τους αναφερόμενους στην προαναφερθείσα διάταξη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ, σχετικός αντίθετος λόγος αναιρέσεως, των συνεκδικαζομένων αιτήσεων για απόλυτη ακυρότητα, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΙΙΙ. Κατά την παράγραφο 8 περ. 1 του άρθρου 17Β' του όπως ισχύει Ν. 1756/1988, ναι μεν, απαγορεύεται να προσδιορισθεί υπόθεση σε δικάσιμο, για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, αλλά, κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται να γίνει τέτοιος προσδιορισμός, αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος Εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στην δικογραφία, κατά δε την παράγραφο 10 του άρθρου τούτου, η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, της διάταξης της παρ. 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 8 παρ. 1 Συντάγματος, 169 παρ. 1, 170 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ συνάγεται, ότι, ναι μεν, δεν στερείται κανένας, χωρίς την θέλησή του, τον δικαστή, που τον ορίζει ο νόμος και από την μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1756/1988 επέρχεται σχετική ακυρότητα, πλην, όμως, προκειμένου για συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής του εγκλήματος, επιτρέπεται η σύντμηση της προθεσμίας κλήτευσης του κατηγορουμένου, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, από τον αρμόδιο εισαγγελέα και με αιτιολογημένη πράξη αυτού, έστω και μετά την κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν στερείται ο κατηγορούμενος, χωρίς την θέλησή του, από τον ορισμένο εκ του νόμου δικαστή του, καίτοι γνωρίζει την σύνθεση του δικαστηρίου αυτός, αφού τούτο δεν συνιστά παράνομη στέρηση του νόμιμου δικαστή, ενώ, ακόμη, δεν παραβιάζεται ο τρόπος εμφάνισης, η υπεράσπιση και η άσκηση των προσηκόντων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον κλητεύεται νομοτύπως να εμφανισθεί και, παρουσιαζόμενος, μπορεί ν' ασκήσει τα υπό του νόμου παρεχόμενα εις τούτον δικαιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και οι τρεις αναιρεσείοντες υποστήριξαν, ότι, για τους αναφερόμενους στην σχετική ένσταση, που ανέπτυξαν προφορικώς και κατέθεσαν εγγράφως, λόγους, η αιτιολογία της εισαγγελικής πράξεως προσδιορισμού δικασίμου για τις 28-6-2007 ήταν ασαφής και αόριστη και δεν νομιμοποιεί την επιλογή της δικασίμου, αφού την εμφανίζει ως επιλογή γνωστής σύνθεσης δικαστηρίου και ζήτησαν να αναγνωρισθεί η κατ' αρ. 17Β παρ. 10 του ν. 1756/88 προκληθείσα ακυρότητα και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, διότι η υπόθεση προσδιορίστηκε να δικασθεί σε ημερομηνία που είχε γίνει ήδη η κλήρωση της σύνθεσής του και, συνεπώς, ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με προπαρασκευαστική και συμπροσβαλλόμενη (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠΔ) απόφασή του απέρριψε το αίτημα αυτό των αναιρεσειόντων με την αιτιολογία, ότι ο προσδιορισμός δικασίμου για την κρινόμενη υπόθεση έγινε νόμιμα για την σημερινή δικάσιμο, λόγω επικείμενου κινδύνου παραγραφής της πράξεως, για την οποία διώκονται οι κατηγορούμενοι και υπάρχει προς τούτο η από 6-6-2007 αιτιολογημένη πράξη του αρμοδίου Εισαγγελέα. Έτσι, που αποφάνθηκε το προαναφερθέν Δικαστήριο, αφενός μεν, διέλαβε στην παραπάνω προπαρασκευαστική απόφασή του, την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ, τέλος, με βάση τα προσημειωθέντα, δεν παραβιάσθηκε, ούτε το δικαίωμα προς εμφάνισή των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων ενώπιον του ως άνω ουσιαστικού Δικαστηρίου, ούτε κανένα δικαίωμά τους εκ του νόμου παρεχόμενο σε αυτούς. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες στις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις τους προβάλλουν τις αιτιάσεις, ότι η από 6.6.2007 πράξη του Εισαγγελέα, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο, για τον προσδιορισμό της συγκεκριμένης δικασίμου της 28 Ιουνίου 2007 (μετά την κλήρωση των συνθέσεων), είναι αναιτιολόγητη, διότι, προκειμένου για έγκλημα, που φέρεται ως τελεσθέν κατ' εξακολούθηση, η γενική, αφηρημένη και αόριστη αναφορά, ότι "η πράξη παραγράφεται το έτος 2007", δεν είναι αιτιολογημένη, αφενός, διότι δεν προσδιορίζεται σε ποιά από τις επιμέρους μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αναφέρεται και ποιά συγκεκριμένη ημέρα κινδυνεύει τούτη να παραγραφεί, αφετέρου, διότι δεν προσδιορίζεται σε ποιόν από τους περισσότερους κατηγορουμένους αυτή αφορά. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι, ενόψει του ότι η εισαγγελική πράξη εκδόθηκε την 6.6.2007, σε συνδυασμό με τη γενόμενη σύντμηση προθεσμίας κλητεύσεως σε οκτώ ημέρες, και ενώ η πρώτη από τις επιμέρους πράξεις, που συγκροτούν το υπό κρίση κατ' εξακολούθηση έγκλημα, φέρεται τελεσθείσα την 22.6.1999, θα έπρεπε, κατ' ανάγκη, να προσδιοριστεί σε ρητή δικάσιμο προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής. Αντ' αυτού, όπως αναφέρουν, επιλέχθηκε η δικάσιμος (και συνεπώς η γνωστή σύνθεση του δικαστηρίου) της 28.6.2007, ενώ η δεύτερη μερικότερη πράξη έχει ως φερόμενο χρόνο τέλεσης της την 15·7· 1999, οπότε δεν αιτιολογήθηκε περαιτέρω γιατί, επιλέχθηκε η δικάσιμος της 28.6.2007 και όχι η επομένη, της 2ας Ιουλίου 2007, για την οποία δεν είχαν γίνει ακόμη οι κληρώσεις των συνθέσεων. Οι πιο πάνω αιτιάσεις, καθόσον αφορούν την έλλειψη αιτιολογίας της προαναφερόμενης πράξεως του εισαγγελέα για τον προσδιορισμό δικασίμου, ως λόγος αναιρέσεως κατά ο άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον τέτοιο λόγο συνιστά η έλλειψη αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και όχι των εισαγγελικών πράξεων. Ως λόγος δε αναίρεσης, λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου, διότι ο προσδιορισμός της υποθέσεως στη συγκεκριμένη δικάσιμο με την πιο πάνω "αναιτιολόγητη", κατά τους αναιρεσείοντες, εισαγγελική πράξη, αφού ο προσδιορισμός αυτός δεν εξυπηρετούσε τον προβαλλόμενο λόγο του κινδύνου παραγραφής, δεν είναι βάσιμος. Τούτο δε, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, τα κατ' εξακολούθηση αποδιδόμενα στους κατηγορουμένους πλημμελήματα παραγράφονταν πράγματι εντός του 2007 (από 22/6/2007 έως 16/9/2007). Επομένως, ο προσδιορισμός έπρεπε κατ' ανάγκη να γίνει στη δικάσιμο, κατά την οποία, κατά την κρίση της εισαγγελίας, ήταν η συντομότερη δυνατή. Είναι δε προφανές ότι κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνει ο προσδιορισμός αυτός πριν από τις 22/6/2007 (ημερομηνία παραγραφής της πρώτης κατ' εξακολούθηση πράξεως). Η έλλειψη αυτής της δυνατότητας δεν συνεπάγεται, όπως εσφαλμένα οι αναιρεσείοντες υπολαμβάνουν, ότι έπρεπε ο προσδιορισμός να γίνει στην πρώτη δικάσιμο του Ιουλίου (2/7/07), ημερομηνία κατά την οποία δεν ήταν γνωστή της σύνθεση του Δικαστηρίου, αφού η επόμενη επιμέρους πράξη παραγραφόταν στις 15/7/2007. Αντίθετα, ενόψει και του ότι αναμενόταν ότι η διαδικασία θα διαρκούσε αρκετές ημέρες (διήρκεσε τελικά από 28/6 έως 20/7/07), ο προσδιορισμός έπρεπε να γίνει το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να περιορισθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος παραγραφής των επιμέρους πράξεων, ο οποίος και υπαρκτός και άμεσος ήταν και επέβαλλε την, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρ. 17 Β παρ. 8 περ. 1 του όπως ισχύει Ν. 1756/1988, έκδοση εισαγγελικής πράξεως για τον προσδιορισμό, κατ' εξαίρεση, δικασίμου σε ημερομηνία, κατά την οποία είχε γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Η εισαγγελική δε αυτή πράξη είναι αιτιολογημένη, κατά την πιο πάνω διάταξη του άρ. 17Β παρ. 8, εφόσον αναφέρεται σε αυτήν ο υφιστάμενος κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως, χωρίς να απαιτείται να αιτιολογείται περαιτέρω η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας προσδιορισμού, ούτε, προκειμένου περί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, να προσδιορίζεται σε ποιά επί μέρους πράξη αναφέρεται, ούτε η ημερομηνία παραγραφής εκάστης, αφού αρκεί ο κίνδυνος παραγραφής έστω και μιας επί μέρους πράξεως Επομένως, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ του ΚΠΔ λόγοι όλων των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, για απόλυτη ή σχετική ακυρότητα και για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής του πιο πάνω ισχυρισμού των αναιρεσειόντων παρεμπίπτουσας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (λόγοι αναίρεσης α) με στοιχ. 1 του δικογράφου της αιτήσεως του Χ3, β) με στοιχ. Ι, 1, ΑΑ του δικογράφου της αιτήσεως και με στοιχ. IV, B, 1 του δικογράφου των προσθέτων λόγων του Χ1 και γ) με στοιχ. Β του δικογράφου της αιτήσεως του Χ2).

ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο, που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, ακυρότητα και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Περίπτωση μη αναγνώσεως εγγράφου, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, υπάρχει και όταν το έγγραφο ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και αναγνώσθηκε, χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, πρέπει, για να επέλθει ακυρότητα, να αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα και ποιά ακριβώς και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, στον υπό στοιχείο Ι.2 ΑΑ και ΒΒ λόγο αναίρεσης, αναφέρει ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα πρακτικά της εκκαλουμένης πρωτοδίκου 48300/22.3.2005 αποφάσεως μεταξύ δε των αναγνωσθέντων εγγράφων, συμπεριλαμβάνονται και τα μνημονευόμενα ως ξενόγλωσσα έγγραφα στο φύλλο 341 της πρωτοδίκου αποφάσεως, υπό στοιχεία απαριθμήσεως: 2) α, β, δ, 4) και 7)α, β, η θ, ι, ία, ιβ, ιγ και 8 καθώς και φύλλο 342 της πρωτοδίκου αποφάσεως με στοιχεία αρίθμησης 6 και 9, χωρίς άλλη μνεία ή αναφορά. Επίσης, ο αυτός αναιρέσεων, αναφέρει ότι, μεταξύ των λοιπών αναγνωσθέντων εγγράφων στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, συμπεριλαμβάνεται και το αριθμό 1 μνημονευόμενο στη σελ. 370 των πρακτικών ξενόγλωσσο ενημερωτικό έντυπο της εταιρίας ..... με τίτλο "Corpporation Mission Statement", δίχως και στην περίπτωση αυτή να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενό του, οπότε ο αναιρεσείων στερήθηκε το δικαίωμά του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με τα όσα αναφέρονται στο πιο πάνω έγγραφο. Επιπλέον, ρητά το Δικαστήριο, με το σκεπτικό του, επιβεβαιώνει ότι λήφθηκαν υπόψη και τα προαναφερόμενα ξενόγλωσσα έγγραφα. Από τον προσδιορισμό, όμως, των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, δεν προκύπτει, ότι τα έγγραφα αυτά είχαν πράγματι συνταχθεί σε ξένη γλώσσα -και ποιά ακριβώς- και σε κάθε περίπτωση, ότι αυτά αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο αναιρεσείων στερήθηκε του δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις ή εξηγήσεις επί τούτου, διότι δεν κατανοούσε το περιεχόμενό τους και έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 δ' του ΚΠΔ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω πρακτικά, τα εν λόγω έγγραφα προσκομίσθηκαν και αναγνώσθηκαν με αίτηση των συγκατηγορουμένων του αναιρεσείοντος Χ1, κατά την γενόμενη δε ανάγνωση αυτών, ουδεμία αντίρρηση προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα (ή τους λοιπούς διαδίκους), όπως ασφαλώς θα γινόταν, αν αυτός δεν μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενό τους.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως (με στοιχ. Ι, 2, ΑΑ, ΒΒ), με τον οποίο πλήττεται από τον ανωτέρω αναιρεσείοντα η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, επειδή το εκδόσαν αυτήν Δικαστήριο έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσεώς του ξενόγλωσσα έγγραφα, χωρίς αυτά να συνοδεύονται από νόμιμη ελληνική μετάφραση ή να βεβαιώνεται στην απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως το περιεχόμενο τους, είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί.
V. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα προσδιοριζόμενα με αύξοντα αριθμό, ως εξής: "8. Καταγγελίες προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς... 13. Δηλώσεις παραστάσεως Πολιτικής Αγωγής... 14. Απαλλακτικά Βουλεύματα". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον προβάλλοντα την σχετική αιτίαση αναιρεσείοντα Χ1, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο υπό στοιχείο Ι.3, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, Χ1 (με στοιχ. Ι, 3, ΑΑ, ΒΒ), με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, με τα επιπλέον αναφερόμενα στην αίτηση στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VI. Περαιτέρω, ο ίδιος αναιρεσείων, με τον με στοιχείο Ι.4 λόγο αναίρεσης, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, με τον παρατιθέμενο στη 68680/2007 κλήση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατάλογο, κλητεύθηκαν λιγότεροι μάρτυρες από τους κλητευθέντες στην αρχική δευτεροβάθμια δίκη, κατ' αυθαίρετη επιλογή και ότι τούτο συνιστά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. ι περ. Δ' ΚΠΔ, διότι ο κατηγορούμενος, εξαιτίας της μη κλήτευσης συγκεκριμένων μαρτύρων, που εξετάστηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό (πριν από την αναίρεση της με αριθμό 3862/2007 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου), στερήθηκε του δικαιώματός του να εξετάσει στο ακροατήριο τους ίδιους μάρτυρες στη μετ' αναίρεση δίκη, των οποίων, όμως, οι καταθέσεις αναγνώστηκαν με την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτόδικης δίκης. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ο Εισαγγελέας κλητεύει, κατά το αρ. 327 παρ. 1 και 500 εδ. γ και δ του ΚΠΔ, όλους τους κατά την κρίση του ουσιώδεις μάρτυρες, η εκτίμηση του δε αυτή, αν, δηλαδή, ο μάρτυρας είναι ουσιώδης, υπόκειται στην κρίση του, και η παράλειψή του να κλητεύσει τέτοιους μάρτυρες δεν επιφέρει ακυρότητα, έστω και αν δεν κλητεύθηκαν στην μετ' αναίρεση δίκη μάρτυρες που είχαν συμπεριληφθεί στον αρχικά επιδοθέντα στον κατηγορούμενο κατάλογο μαρτύρων. Ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να υποβάλει σαφές και ορισμένο αίτημα στο Δικαστήριο να κλητευθούν και εξετασθούν μη κλητευθέντες μάρτυρες, των οποίων οι καταθέσεις αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, προκειμένου να μη στερηθεί του δικαιώματός του να εξετάσει στο ακροατήριο τους μάρτυρες αυτούς και μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία το Δικαστήριο αναιτιολόγητα απέρριπτε το αίτημα αυτό, θα ήταν δυνατόν να προταθεί ο προβαλλόμενος λόγος ακυρότητας. Επομένως, ο υπό στοιχείο Ι.4 από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, Χ1, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VII. Από τους συνηγόρους υπεράσπισης του ίδιου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος (Χ1), πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προβλήθηκε προφορικά και προσκομίσθηκε και εγγράφως "αίτηση - ένσταση κήρυξης ακυρότητας της κλήσης" για τους ακόλουθους λόγους: ΑΑ. Επειδή εμφάνιζε ότι εισαγόταν κατά την δικάσιμο της 28/6/2007 σε δίκη για να δικασθεί "μετά από έφεση σε βάρος του" και συγκεκριμένα με την υπόδειξη ότι "εισάγεται η κατά των παραπάνω κατηγορουμένων έφεση" και στη συνέχεια παραθέτονταν αριθμοί εφέσεων που ασκήθηκαν στον γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τις οποίες εφέσεις, όμως, είχαν ασκήσει οι κατηγορούμενοι, μεταξύ αυτών και ο εδώ αναιρεσείων, κατά της καταδίκης και υπέρ της αθωώσεώς των και, κατ' αυτόν τον τρόπο, προσδιοριζόταν αντιφατικά ο λόγος κλητεύσεως των κατηγορουμένων, και του εδώ αναιρεσείοντος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται απόλυτη σύγχυση ως προς το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης και, κυρίως, σε σχέση με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως που ασκήθηκε και επρόκειτο να εκδικασθεί, αλλά και της εφαρμογής της αρχής της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου. ΒΒ. Διότι εμφανιζόταν ότι εισάγεται σε δίκη μετά από αναίρεση της υπ. αρ. 3862/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την υπ. αρ. 1236/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως η τελευταία να του έχει επιδοθεί ποτέ και χωρίς ποτέ να έχει λάβει γνώση του περιεχομένου τους. ΓΓ. Διότι στον παρατιθέμενο παρά πόδας της κλήσεως κατάλογο των μαρτύρων, δεν αναφερόταν η κατοικία και το επάγγελμα αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα των κλητευομένων μαρτύρων. ΔΔ. Διότι ο παρατιθέμενος στην ως άνω κλήση κατάλογος μαρτύρων ήταν διαφορετικός από τον επιδοθέντα στον αναιρεσείοντα, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως του στο Ζ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, οπότε και εκδόθηκε η υπ. αρ. 3862/2007 αθωωτική απόφαση αυτού και ότι Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε τις πιο πάνω ενστάσεις του, χωρίς ειδική αιτιολογία, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα της κλήσης, η οποία δεν καλύφθηκε. Οι, μετά την απόρριψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο των πιο πάνω ισχυρισμών προβαλλόμενοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Δ' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, από τον αναιρεσείοντα Χ1, για σχετική ακυρότητα της κλήσεως προς εμφάνιση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για τους πιο πάνω λόγους, αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας (άρ. 154-1656, 321, 173 παρ. 1, 174 παρ. 1 ΚΠΔ) και για έλλειψη αιτιολογίας των απορριπτικών των ισχυρισμών του παρεμπιπτουσών αποφάσεων, είναι προεχόντως απαράδεκτοι, διότι δεν αναφέρεται, ότι τους ισχυρισμούς αυτούς είχε περιλάβει ο αναιρεσείων στην έκθεση της έφεσής του, όπως θα έπρεπε. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος και, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στην οποία διαλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στη συνέχεια περιστατικά. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο της κλήσεως που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους, προκειμένου να εμφανιστούν στο Δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 28.6.1007, προκύπτει ότι αυτή φέρει όλα τα κατά νόμο στοιχεία, η αναφορά δε σε αυτήν ότι "εισάγεται η κατά των παραπάνω κατηγορουμένων έφεση" οφείλεται σε προφανή παραδρομή, η οποία δεν δημιουργεί αμφιβολίες και σύγχυση, καθ' όσον ακολουθούν οι αριθμοί των εφέσεων που άσκησαν οι κατηγορούμενοι κατά της υπ' αριθ. 48.300/2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και καθίσταται σαφές ότι εισάγονται οι εν λόγω εφέσεις των κατηγορουμένων, μετά από αναίρεση της υπ' αριθ. 38621/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την υπ' αριθ. 1236/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, δεν προβλέπεται από καμία διάταξη η επίδοση, είτε σε απόσπασμα είτε σε αντίγραφο, της απόφασης του Αρείου Πάγου, ούτε η αναφορά αυτής στην πιο πάνω κλήση. Επίσης δεν προβλέπεται να αναφέρεται επί ποινή ακυρότητας, η διεύθυνση και το επάγγελμα των μαρτύρων, αφού προκύπτει η ταυτότητα αυτών και δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το πρόσωπό τους (αρθρ. 321 ΚΠΔ). Τέλος, ως προς τον κατάλογο των μαρτύρων, ισχύουν τα πιο πάνω αναφερθέντα. Επομένως, ο με στοιχείο
ΙΙ.1, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, Χ1, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρα 154-165, 320 και 321, 173 παρ. 1, 174 παρ. 1 ΚΠΔ σχετικής ακυρότητας, αναγόμενης στις προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, καθώς και με στοιχεία IV, Β των προσθέτων αυτού λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας των απορριπτικών των ισχυρισμών του παρεμπιπτουσών αποφάσεων, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VIII. Aπό τους συνηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ1 πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προβλήθηκε προφορικά και προσκομίσθηκε και εγγράφως ένσταση ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος, η οποία είχε προταθεί και πρωτοδίκως και μετά την απόρριψη της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επαναφέρθηκε με ειδικό λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη. Ειδικότερα, κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, υπάρχουν οι αναφερόμενες στο αναιρετήριο αντιφάσεις ως προς το φερόμενο κατά το κατηγορητήριο ύψος της πραγματικής τιμής μεταβίβασης των συγκεκριμένων μετοχών, δεν περιγράφεται καθόλου αν αυτός μεταχειρίστηκε κάποιο μέσο προς παραπλάνηση του κοινού και αν αυτό ήταν "επιτήδειο προς παραπλάνηση του", δεν προκύπτει από το κατηγορητήριο ποια είναι τελικά η φερόμενη ως "πραγματική τιμή" διεξαγωγής εκάστης συναλλαγής και είναι αδύνατον, κατά τα ειδικότερα και λεπτομερώς αναφερόμενα στο αναιρετήριο να προσδιορισθεί με ασφάλεια αν υπάρχει τελικά πραγματική τιμή, η οποία διαφέρει ή όχι από εκείνη που φέρεται ως ανακοινωθείσα προς τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΧΑΑ και δεν προσδιορίζεται το στοιχείο του σκοπού "αθεμίτου περιουσιακού ωφέλους". Επίσης, προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι στο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα και συγκεκριμένα από τη σελίδα ιι μέχρι τη σελίδα 56, λόγω κακής φωτοτυπίας, υπάρχει ασυνέχεια κειμένου τέτοια και ασάφεια πινάκων ώστε να μην περιγράφεται καθόλου ποια συμπεριφορά του αποδίδεται και ειδικότερα δεν προκύπτει από καμία περιγραφή συγκεκριμένα η εμπλοκή τον ονόματος του, ή της εταιρίας της οποίας ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ., ούτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του αποδίδεται που να σχετίζεται με παραπλάνηση των συγκεκριμένων επενδυτών. Παράλληλα, όπως υποστηρίζει, παρόλο ότι αυτός φέρεται ως συναυτουργός στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 72 § 1 ν. 1969/1991 η περιγραφόμενη ως από κοινού δράση δεν περιέχει εξειδίκευση της δράσεως του καθενός συναυτουργού, ενώ δεν έχει παρατεθεί η αναγκαία προς τούτο μνεία του σχετικού άρθρου του ΠΚ. Επίσης, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το κλητήριο θέσπισμα, που του επιδόθηκε, δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε, αλλά απλή φωτοτυπία αυτής, στο τέλος δε του καταλόγου των κλητευθέντων μαρτύρων φέρει και απομίμηση της γνήσιας υπογραφής δεύτερου εισαγγελέα τεθείσα με μηχανικό μέσο και, συνεπώς, αυτό είναι άκυρο και ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με το να απορρίψει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε, κατά τα ανωτέρω. Οι πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1 είναι αβάσιμες. Το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους περιέχει όλα τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία και ειδικότερα τον ακριβή καθορισμό των πράξεων, για τις οποίες κατηγορούνται οι ενιστάμενοι, με μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που τις προβλέπουν, τυποποιούν το έγκλημα και καθορίζουν την απειλούμενη ποινή. Δεν συνιστά δε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος η τυχόν ουσιαστική ανακρίβεια των στοιχείων που αφορούν τον ακριβή καθορισμό της πράξεως. Τα αναφερόμενα δε από τον αναιρεσείοντα, ως αντιφατικά ή ελλείποντα στοιχεία της κατηγορίας και του κλητηρίου θεσπίσματος, ανάγονται στο σύνολό τους στην ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174. παρ. 2, 320 παρ. 2, 321 παρ. 1 στοιχ. δ, ε και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και καλείται με αυτό στο ακροατήριο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει δε να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων και την υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδό της. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ. Η υπογραφή του εισαγγελέα στο αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδίδεται στον κατηγορούμενο μπορεί να τεθεί και με μηχανικό μέσο, δεδομένου ότι το "αντίτυπο" που επιδίδεται στον κατηγορούμενο δε είναι τίποτε άλλο παρά πανομοιότυπο αντίγραφο του πρωτοτύπου εγγράφου, σύμφωνα με την έννοια της λέξης αντίτυπο που χρησιμοποιείται στο νόμο. Άλλωστε, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 321 εδ. ε' ΚΠΔ απαιτεί απλώς την υπογραφή του εισαγγελέα και όχι την ιδιόγραφη τοιαύτη. Επομένως, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις, ότι το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο Χ1 είναι άκυρο, διότι δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε, αλλά απλή φωτοτυπία, και διότι έχει τις πιο πάνω ελλείψεις, είναι αβάσιμες, και ο με στοιχείο
ΙΙ, 2 Γ λόγος αναίρεσης του Χ1, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ, για σχετική ακυρότητα, που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Το Τριμελές δε Πλημμελειοδικείο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με τις αυτές κατά βάση σκέψεις και, επιπλέον, διέλαβε στην απόφασή του και τα εξής. "Ομοίως κρίνεται απορριπτέα και η υποβληθείσα ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο διότι αυτό περιέχει απλή φωτοτυπία του κατηγορητηρίου που συνέταξε ο Εισαγγελέας Χαράλαμπος Λακαφώσης, παρατίθενται σ'αυτό κάτωθι της υπογραφής του οι μάρτυρες και στο τέλος φέρει σφραγίδα και μηχανική υπογραφή του Εισαγγελέα Χαρίλαου Ζυγογιάννη, καθόσον οι διατάξεις των αρθρ. 320 παρ. 2 και 321 του ΚΠΔ αναφέρονται στο πρωτότυπο κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται στον κατηγορούμενο, το οποίο πρέπει να περιέχει -πλην των άλλων στοιχείων- σφραγίδα και υπογραφή του Εισαγγελέα που το εξέδωσε.
Εν προκειμένω στον κατηγορούμενο επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα, στο τέλος του οποίου έχει τεθεί η σφραγίδα και η υπογραφή του εκδώσαντος αυτό Εισαγγελέα Χαρ. Ζυγογιάννη, στο οποίο έχει ενσωματωθεί -σε φωτοτυπία- το κατηγορητήριο που συνέταξε και έχει υπογράψει ο Εισαγγελέας Χαρ. Λακαφώσης. Το γεγονός αυτό δεν καθιστά άκυρο το σχετικό έγγραφο, καθόσον κάθε πρωτότυπο έγγραφο κρίνεται ως τέτοιο, από την υπογραφή που φέρει στο τέλος και όχι αν σ'αυτό παρατίθεται ενδιαμέσως άλλο έγγραφο σε φωτοτυπία που φέρει υπογραφή του συντάξαντος αυτό σε φωτοτυπία". Επομένως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο διαλαμβανόμενος στο με στοιχ. IV. Β, 2 πρόσθετος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής των, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυρισμών παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την πιο πάνω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. ΙΧ. Η διάταξη του άρθρου 212 παρ. 1 του ΚΠΔ ορίζει, πλην άλλων, ότι η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξετασθούν στην προδικασία οι συνήγοροι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους οι συνήγοροι κρίνουν, σύμφωνα με τη συνείδησή τους, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέσουν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους. Περαιτέρω, οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 49 του ΝΔ 3026/1954, ορίζουν ότι: ο Δικηγόρος υποχρεούται να τηρεί απαραβίαστον την απαιτουμένην υπέρ τους εντολέως αυτού εχεμύθεια περί όσων ούτος ενεπιστεύθη αυτώ. Περί όσων άλλων περιέχονται εις γνώση του εξ αφορμής της ασκήσεως του Δικηγορικού λειτουργήματος, αφίεται εις αυτόν να κρίνει εν συνειδήσει, αν και εν τίνι μέτρω πρέπει καλούμενος να καταθέσει ως μάρτυς. Εις πάσαν περίπτωσιν δεν δύναται να εξετάζεται ως μάρτυς επί υποθέσεως εις ην ανεμίχθη ως δικηγόρος άνευ προηγουμένης αδεία του ΔΣ του Συλλόγου εις ο ανήκει, ή, εν κατεπειγούση περιπτώσει, τους Προέδρου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές, που τέθηκαν προς προστασία των διαδίκων και ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει, μεταξύ αυτών και των δικηγόρων, προκύπτει ότι ακυρότητα δημιουργεί η κατάθεση από δικηγόρο γεγονότων που εμπιστεύθηκε σ'αυτόν ο πελάτης του, αφήνεται δε στο δικηγόρο να κρίνει, κατά συνείδηση, αν πρέπει να καταθέσει για γεγονότα που έμαθε με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός του. Περαιτέρω, η έλλειψη άδειας του δικηγορικού συλλόγου ή του Προέδρου του δεν δημιουργεί ακυρότητα της καταθέσεώς του, αλλά συνεπάγεται πειθαρχικές κυρώσεις, κατά του παραβάτη δικηγόρου. Ακυρότητα επιφέρει η κατάθεση όταν αφορά τα εμπιστευθέντα, μετά από σχετική δήλωση του μάρτυρα.
Συνεπώς, νομίμως εξετάστηκε, ως μάρτυρας στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, ο δικηγόρος Αλέξιος Παπαντωνίου, ο οποίος δηλώθηκε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του Α της δίκης στον Α' Βαθμό, χωρίς να δηλώσει ότι όσα κατέθεσε αφορούν όσα του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του και ουδεμία ακυρότητα εντεύθεν δημιουργείται, ανεξαρτήτως του εάν είχε λάβει ή όχι άδεια του οικείου δικηγορικού συλλόγου ή του Προέδρου αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. ι στοιχ. Β' του ΚΠΔ με στοιχείο
ΙΙ, Β πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία δεν καλύφθηκε, διότι, παρά τις αντιρρήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης του πρώτου κατηγορουμένου -και ήδη αναιρεσείοντος- Χ1, εξετάστηκε ως μάρτυρας ο δικηγόρος Ε και όσα κατέθετε, τα κατέθεσε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του Α της δίκης στον Α' Βαθμό, και το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του στα αποδεικτικά μέσα και την κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και έτσι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία δεν καλύφθηκε, κατά τα ανωτέρω, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το αυτό άρθρο 510 παρ. ι στοιχ. Δ' του ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως (με στοιχ. IV, 4), για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας " για το λόγο ότι ο πιο πάνω μάρτυρας "δηλώθηκε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του Α της δίκης στον α' βαθμό και πολλά από όσα θα καταθέσει είναι όσα του έχει εκμυστηρευθεί και εμπιστευθεί ο πελάτης του", προεχόντως, διότι το αίτημα αυτό, χωρίς την επίκληση ότι ο μάρτυρας δικηγόρος έχει ήδη δηλώσει ότι θα καταθέσει όσα του έχει εκμυστηρευθεί και εμπιστευθεί ο πελάτης του, ήταν αόριστο και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα. Ανεξάρτητα από αυτό, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Δικαστήριο, με πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, απέρριψε τον ένσταση αυτή, χωρίς να περιέχει αντίφαση η παραδοχή της απόφασης, ότι ο εν λόγω μάρτυρας, ως συνήγορος του αποβληθέντος πρωτοδίκως πολιτικώς ενάγοντος, εξακολουθεί να εμπίπτει στην απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 212 παρ. 1β του ΚΠΔ, πλην όμως, επειδή ο ίδιος ο μάρτυρας είχε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (πράγμα το οποίο έχει την αυτονόητη έννοια ότι θα κατέθετε περιστατικά που γνώριζε ο ίδιος με την ιδιότητα αυτή και όχι του συνηγόρου του Α και όσα αυτός του εμπιστεύθηκε), παραδεκτώς, κατά τα αναπτυχθέντα και πιο πάνω, επέτρεψε την εξέτασή του, απορρίπτοντας την ένσταση του ήδη αναιρεσείοντος.
Χ. Ο αυτός αναιρεσείων προέβαλε τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 34 ν· 3632/1928, ισχυριζόμενος ότι από τη διάταξη αυτή, προκύπτει με σαφήνεια ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που περιγράφεται στο συγκεκριμένο άρθρο περιορίζεται μόνο και οριοθετείται στην περιγραφή της ακόλουθης συμπεριφοράς "όστις... μεταχειρίζεται μέσα επιτήδεια προς παραπλάνησιν του κοινού...", ενώ η αναφερόμενη σε αυτό "γνώση" του δράστη, για τη μεταχείριση επιτηδείων μέσων και ο σκοπός αθέμιτης ωφέλειας και ο σκοπός επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου αποδίδουν έναν ιδιότυπο διπλό υπερχειλή δόλο (σκοπό) διττού περιεχομένου. Επομένως, όπως υποστηρίζει, η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιγράφει στην πραγματικότητα καμία απολύτως αντικειμενική συμπεριφορά του δράστη, αφού δεν διευκρινίζεται στο κείμενο του νόμου ούτε ποιά είναι τα "μέσα" ούτε αν θεωρείται ως μέσο η "διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών" ούτε ποιά από τα μέσα είναι "επιτήδεια" προς παραπλάνηση του κοινού ούτε πότε υπάρχει αντικειμενική "προσφορότητα παραπλάνησης" του κοινού, αλλά και ούτε και ποιό είναι το δυνάμενο να παραπλανηθεί "κοινό". Η διάταξη δε αυτή θεσπίσθηκε το έτος 1928, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο του Συντάγματος του έτους 1975, το οποίο, στο άρθρο 7 παρ. 1, ορίζει ότι "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της". Ενόψει δε αυτών, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η συγκεκριμένη διάταξη είναι ευρύτατα αξιολογική και παρουσιάζει αοριστία ως προς την περιγραφή της αξιόποινης "συμπεριφοράς", αφού δεν ορίζει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, ώστε αυτή να κριθεί ως γενικώς ανεφάρμοστη lex incerta, που αντίκειται στο άρθρο 7 παρ· 1 του Συντάγματος, κινείται δε επέκεινα των ορίων που χαράζει το θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού δικαίου "κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο" και θα πρέπει το Δικαστήριο, ελέγχοντας παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα της διάταξης, να την κρίνει ανεφάρμοστη, ως διάταξη που αντίκειται ευθέως στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος". Προβάλλει δε την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού και, κατά τον τρόπο αυτόν, προκάλεσε έλλειψη ακροάσεως, που καθιδρύει τον κατά το αρ. 510 παρ. ι στοιχ. Β' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με πληρότητα και εμπεριστατωμένα απάντησε στις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιγράφει στην πραγματικότητα καμία απολύτως αντικειμενική συμπεριφορά του δράστη, αφού δεν διευκρινίζεται στο κείμενο του νόμου ούτε ποια είναι τα "μέσα" ούτε αν θεωρείται ως μέσο η "διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών" ούτε ποια από τα μέσα είναι "επιτήδεια" προς παραπλάνηση του κοινού ούτε πότε υπάρχει αντικειμενική "προσφορότητα παραπλάνησης" του κοινού, αλλά και ούτε και ποιο είναι το δυνάμενο να παραπλανηθεί "κοινό", στις οποίες στηρίζει τον περί της αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως ισχυρισμό του. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση με τις σκέψεις που διέλαβε στο κυρίως περί ενοχής σκεπτικό της αναφέρει, μεταξύ άλλων και τα εξής "... Η περιγραφή της εγκληματικής κατά τα άνω συμπεριφοράς είναι σαφής και ειδική και δεν δημιουργεί αοριστία, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του προδιαληφθέντος εγκλήματος και ειδικότερα, ως προς την αξιολογική του όρου "επιτήδεια μέσα" έννοια, καθόσον, ως τέτοια μέσα νοούνται, όπως προαναφέρθηκε, τα μέσα, που είναι κατάλληλα-πρόσφορα να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου. Η περιοριστική απαρίθμηση των επιτήδειων μέσων θα οδηγούσε σε μία ατέρμονα περιπτωσιολογία, η οποία ενδεχομένως θα άφηνε εκτός της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος, εγκληματική διαγωγή του υπαιτίου που τελέστηκε με μέσα, που, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ήταν πρόσφορα και κατάλληλα να παραπλανήσουν τους επενδύοντες σε αξίες του χρηματιστηρίου, ως προς την πραγματική αξία των αξιών...". Επομένως, ο από το άρθρο. 510 παρ. ι στοιχ. Β' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακροάσεως (άρθρ. 170 παρ. 2 ΚΠΔ) με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΧΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 "περί Χρηματιστηρίων Αξιών", όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της από τις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 3340/2005, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όστις επί σκοπώ αθεμίτου ωφελείας, εν γνώσει μεταχειρίζεται μέσα επιτήδεια προς παραπλάνησιν του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, τιμωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηματικής ποινής μέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών ή δια της ετέρας των ποινών τούτων". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος αυτού, απαιτούνται, αντικειμενικώς, να μεταχειρίζεται ο δράστης, χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, μέσα, τα οποία είναι επιτήδεια, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, κατάλληλα - πρόσφορα, να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου και υποκειμενικώς δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσεως), ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι επιτήδεια (κατάλληλα - πρόσφορα) να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου (μετοχών, ομολόγων, παραγώγων κ.λ.π.) και, περαιτέρω, το σκοπό (υπερχειλή δόλο) περιποιήσεως στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτης ωφέλειας, ο οποίος υπάρχει, όταν επιζητείται η άμεση ή έμμεση, πρόσκαιρη ή διαρκής απόλαυση περιουσιακών ωφελημάτων από το δράστη ή τρίτο. Κατ' εξοχήν τέτοιο μέσο είναι η ψευδής - εικονική αγοραπωλησία μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Η τεχνητή διόγκωση της ζητήσεως, που στηρίζεται σε εικονικές αγοραπωλησίες, είναι προεχόντως πρόσφορο μέσο επηρεασμού των τιμών των άνω μετοχών, αφού η τοιαύτη πληροφόρηση προκαλεί στρέβλωση και χειραγώγηση των τιμών στην αγορά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του από τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3340/2005, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου νόμου, "Όποιος διασπείρει εν γνώσει του ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες δια του τύπου ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν την τιμή μίας ή περισσότερων κινητών αξιών εισηγμένων σε Χρηματιστήρια αξιών, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή μέχρι εκατό εκατομμυρίων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος αυτού, απαιτούνται, αντικειμενικώς, διασπορά ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών δια του τύπου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, οι οποίες μπορούν (είναι επιτήδειες - κατάλληλες - πρόσφορες) να επηρεάσουν την τιμή μιας ή περισσοτέρων κινητών αξιών (μετοχών, ομολόγων κ.λ.π.), που έχουν εισαχθεί σε Χρηματιστήρια Αξιών, και υποκειμενικώς δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωση, εντελή γνώση), ότι οι διαδιδόμενες πληροφορίες είναι ψευδείς ή ανακριβείς και μπορούν να επηρεάσουν την τιμή μιας ή περισσοτέρων κινητών αξιών, που έχουν εισαχθεί σε Χρηματιστήρια Αξιών, και, αφετέρου, τη θέληση αυτού, να προβεί στη διασπορά των πληροφοριών αυτών δια του τύπου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928, προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του από το άρθρο 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 προβλεπόμενου εγκλήματος, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως ή λόγο επιτάσεως της ποινής, δηλαδή επιβαρυντική περίπτωση, του προβλεπόμενου από το άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991 και αυστηρότερα τιμωρούμενου εγκλήματος, ούτε γενική διάταξη έναντι της διατάξεως του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991, ώστε η τελευταία, ως ειδική, να εμποδίζει την εφαρμογή της προηγούμενης, αφού η εγκληματική διαγωγή του υπαιτίου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991 δεν καλύπτει την όλη απαξία (αντικειμενική και υποκειμενική) του προβλεπόμενου από το άρθρο 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 εγκλήματος. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ., πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά, για το δόλο, όταν, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η εν γνώσει τέλεση της πράξεως ή υπερχειλής δόλος, δηλαδή εγκληματικός σκοπός, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς αυτόν, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε, με την έννοια της βεβαιότητας (της επίγνωσης - εντελούς γνώσεως) τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και, στη δεύτερη περίπτωση, ότι ο κατηγορούμενος επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: "... Ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, Πρόεδρος του Δ.Σ της Χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΚΟΝΤΑΛΕΞΗΣ Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες ΑΧΕΠΕΥ", το έτος 1999 αποφάσισε από κοινού με τον τρίτο κατηγορούμενο, Χ2, κύριο μέτοχο της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρίας με την επωνυμία "......", να χρησιμοποιήσουν διάφορα επιτήδεια (κατάλληλα-πρόσφορα) μέσα για να παραπλανήσουν το ευρύ κοινό, που δεν είχε γνώσεις περί των πραγμάτων του χρηματιστηρίου, δημιουργώντας σ' αυτό την πεπλανημένη εντύπωση ότι η μετοχή της πιο πάνω εταιρίας θα έχει καλή προοπτική, θα είναι κερδοφόρα και θα ανατιμηθεί και με αυτό τον τρόπο το παρότρυναν να αγοράσει μετοχές της πιο πάνω εταιρίας, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση αυτής και κατά συνέπεια αυξάνοντας την τιμή της, η οποία θα ήταν πλασματική. Σκοπός των άνω κατηγορουμένων ήταν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αλλά και σε τρίτους παράνομο περιουσιακό όφελος από τον επηρεασμό προς τα άνω της άνω μετοχής ....., στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που δεν θα αντιπροσώπευε την πραγματική αξία της μετοχής αλλά θα επηρέαζε το κοινό που δεν είχε γνώσεις περί του Χρηματιστηρίου και αγνοούσε ότι η τιμή της μετοχής είναι πλασματική και έτσι θα έσπευδε να αγοράσει τη μετοχή, πιστεύοντας πεπλανημένα ότι η εν λόγω μετοχή θα είχε καλή προοπτική, ενώ στην πραγματικότητα θα είχε κατώτερη αξία. Προς υλοποίηση του σκοπού αυτού οι άνω κατηγορούμενοι, επέλεξαν, ως κατάλληλο και πρόσφορο τρόπο, προκειμένου να παραπλανηθεί το κοινό και να σπεύσει να αγοράσει την εν λόγω μετοχή, η οποία ήταν ήδη σε υψηλή τιμή, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική της αξία, ώστε με αυτόν τον τρόπο να επέλθει άνοδος της τιμής της, ήταν να δημιουργήσουν την εντύπωση στο κοινό ότι η άνω μετοχή παρουσίαζε μεγάλη ζήτηση, σε υψηλή τιμή, η οποία όμως ζήτηση θα ήταν τεχνητή και όχι πραγματική, η δε τιμή της μετοχής θα ήταν και αυτή εικονική και όχι πραγματική. Έτσι οι άνω κατηγορούμενοι, από κοινού, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα προς επίτευξη των σκοπών τους μέσα και τεχνάσματα που ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό, ήτοι ο κατηγορούμενος Χ2, κύριος μέτοχος της προαναφερόμενης εταιρίας που ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, αποφάσισε να πωλήσει διάφορα πακέτα μετοχών της άνω εταιρίας, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας "ΚΟΝΤΑΛΕΞΗΣ Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες ΑΧΕΠΕΥ", καθώς και μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", της οποίας Πρόεδρος ήταν ο Γ1, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα, τα οποία πακέτα μετοχών θα εμφανίζονταν ότι δήθεν πωλούνται στην τιμή που ανακοινώθηκε, ενώ στην πραγματικότητα η τιμή πώλησής τους θα ήταν σε κατά πολύ κατώτερη τιμή, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν τα πακέτα αυτά των μετοχών στην αναγραφόμενη στο "Ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής. Η μεθόδευση αυτή θα καλλιεργούσε την πεποίθηση στο κοινό ότι η εμπορευσιμότητα της μετοχής αυτής είναι μεγάλη και η τιμή υψηλή και συνεπώς θα έχει καλή προοπτική. Έτσι το κοινό θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της άνω εταιρίας πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση της μετοχής, με συνέπεια την ανατίμησή της και την αύξηση της εμπορευσιμότητας της. Με αυτόν τον τρόπο, ο Χ1 θα είχε αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια από την προμήθεια που θα κέρδιζε η χρηματιστηριακή εταιρία, της οποίας ήταν Πρόεδρος, τόσο από την πώληση των πακέτων, όσο από τις περαιτέρω αυξημένες αγοραπωλησίες μετοχών και μάλιστα σε υψηλές τιμές και ενδεχομένως από άλλες πρόσθετες αμοιβές που θα είχε, από τον προαναφερόμενο κατηγορούμενο Χ2 κύριο μέτοχο της πιο πάνω εταιρίας, ο δε τελευταίος θα μπορούσε να διαθέσει τις μετοχές του σε υψηλές τιμές στο αγοραστικό κοινό, χωρίς να αντιπροσωπεύουν αυτές οι τιμές την πραγματική αξία των μετοχών που θα πωλούσε και έτσι θα αποκτούσε αθέμιτα κέρδος και υψηλή ρευστότητα, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματική αξία των μετοχών που θα διέθετε. Ειδικότερα δε ο Χ1, ενεργώντας εκ προθέσεως και από κοινού με τον Χ2, προέβησαν στις ακόλουθες συναλλαγές: α) στις 31.8.1999, ο Χ2 σε συνεργασία με τον Χ1, πώλησε, μέσω της προαναφερόμενης χρηματιστηριακής εταιρίας, της οποίας ο τελευταίος ήταν Πρόεδρος, πακέτο 870.150 μετοχών της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρίας "......" με την ψευδή κατά τα ανωτέρω παράσταση ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην τιμή των 5.500 δρχ. (16.140 ευρώ) ανά μετοχή (ενώ η τρέχουσα τιμή της μετοχής ήταν 6.038 δρχ.), ενώ τελούσαν εν γνώσει ότι με τις μεταβιβάσεις αυτές, το σύνολο των μετοχών περιήλθε σε νομικά και φυσικά πρόσωπα - αγοραστές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ότι κίνητρο των αγοραστών αυτών υπήρξε η προσυνεννοημένη και μεθοδευμένη από του συγκατηγορούμενους τους, Χ4 και Χ3, καταβολή μειωμένης τιμής, κατά ποσοστό 35% και ότι στους 14 εξ αυτών των αγοραστών θα επιστρεφόταν ως έκπτωση από τον Χ2 (πωλητή) τμήμα του καταβληθέντος για τη συναλλαγή ποσού, το οποίο και επεστράφη με τη μεσολάβηση των Χ4 και Χ3, που, με αυτόν τον τρόπο, παρέσχον άμεση συνδρομή στους ανωτέρω, οι οποίοι, με σχετική αναφορά στους κωδικούς των πιο πάνω επενδυτών, προς το σκοπό αυτό διενήργησαν αντίστοιχες καταθέσεις στον υπ' αριθ. ....... λογαριασμό που η εταιρία "ΚΟΝΤΑΛΕΞΗΣ ΑΧΕΠΕΥ", τηρούσε στην Τράπεζα Πίστεως, όπως προκύπτει από τους υπό στοιχ. Α' και Β' καταρτισθέντες πίνακες, που αναφέρονται στους αγοραστές της 31.8.1999 και στα χρηματικά ποσά σε δρχ., που κατατέθηκαν για λογαριασμό των δεκατεσσάρων από αυτούς στην Τράπεζα Πίστεως, οι οποίοι αναφέρονται στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Β) Την 1.9.1999, ο Χ2, πώλησε με διάσπαρτες συναλλαγές, 129.850 μετοχές της άνω εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρίας, υπό την ψευδή, κατά τα ανωτέρω, παράσταση, ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην τιμή των 6.460 δρχ. (18.958 ευρώ) ανά μετοχή, ενώ τελούσε εν γνώσει του ότι, με τις μεταβιβάσεις αυτές το σύνολο των ανωτέρω μετοχών περιήλθε στους καταχωρημένους κατά ονοματεπώνυμο, στον καταρτισθέντα πίνακα, 38 αγοραστές, οι οποίοι ήταν πελάτες της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "LEAD CAPITAL ΑΕΛΔΕ", με καταβολή τιμής μειωμένης κατά ποσοστό περίπου 50% και ότι στους αγοραστές αυτούς θα επιστρεφόταν ως έκπτωση από τον πωλητή Χ2 τμήμα του καταβληθέντος για τη συναλλαγή ποσού, το οποίο και επεστράφη από τον τελευταίο με καταθέσεις για λογαριασμό τους στην εταιρία "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", όπως εμφαίνεται στον πίνακα που προσαρτάται στο διατακτικό της παρούσας, όπου κατά σειρά καταχωρούνται το ονοματεπώνυμο κάθε αγοραστή της μετοχής ...., την 1.9.1999, ο αριθμός των μετοχών που αγοράστηκαν, το πινακίδιο αγοράς, η τιμή μετοχής σε δρχ., το ποσό που επεστράφη από τον πωλητή σε δρχ. και ο αντίστοιχος αριθμός καταθετηρίου. Σκοπός των πιο πάνω κατηγορουμένων ήταν α) του Χ1 να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος όσο και τρίτα εμπλεκόμενα στις ανωτέρω συναλλαγές πρόσωπα, τον οποίο υλοποίησε, καθόσον εισέπραξε παρανόμως αμοιβή για τις προαναφερόμενες συναλλαγές πέραν αυτής που δικαιούταν. Επίσης σκόπευε, με τις με τις πιο πάνω μεθοδευμένες πωλήσεις, ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος και αντιπρόσωπος των συναλλασσομένων (αγοραστή και πωλητή), να επηρεάσει την τιμή της ανωτέρω μετοχής στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, παραπλανώντας το κοινό ως προς την πραγματική χρηματιστηριακή της αξία και προκαλώντας σε αυτό την πεπλανημένη εντύπωση ότι αυτή αντιστοιχούσε στην τιμή που ανακοινώθηκε στις συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου, κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες, σκοπό τον οποίο πέτυχε, καθόσον, από την πιο πάνω μεθοδευμένη πώληση μεγάλων ποσοτήτων μετοχών, προσελκύστηκαν συναλλασσόμενοι, οι οποίοι προέβησαν σε αγορές της άνω μετοχής, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Η γνώση δε του παραπάνω κατηγορούμενου προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι, οι επιστροφές των χρημάτων στους αγοραστές έγιναν μέσω του λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην πιο πάνω Τράπεζα, ενώ μπορούσε η "......", δια των Χ4 και Χ3, να καταθέσει τα εν λόγω ποσά απευθείας σε ατομικούς λογαριασμούς των αγοραστών, δεδομένου μάλιστα ότι οι προαναφερόμενες συναλλαγές μεταξύ Χ2 και της εταιρίας "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ" είχαν εκκαθαριστεί. Δεν πρέπει δε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι στο πακέτο της 31.8.1999, αγοραστές μετοχών είναι και συγγενικά πρόσωπα του κατηγορουμένου Χ1, ενώ ο κατηγορούμενος Χ3, ομολόγησε ο ίδιος ότι αγόρασε 10.000 μετοχές από το πιο πάνω πακέτο της 31.8.1999, και μάλιστα μέρος των χρημάτων δανείστηκε από την εταιρία "....., τις οποίες μετοχές ακολούθως πώλησε, φαίνεται δε στο λογαριασμό του επιστροφή ποσού 30.000.000 δρχ. Ομοίως ο κατηγορούμενος Χ4 αγόρασε από το πιο πάνω πακέτο 97.650 μετοχές μέσω της εταιρίας ....., της οποίας είναι ιδιοκτήτης, β) Του Χ2 να επηρεάσει την τιμή και την εμπορευσιμότητα της μετοχής της εταιρίας του, παραπλανώντας το κοινό ως προς την πραγματική χρηματιστηριακή αξία της εν λόγω μετοχής και προκαλώντας σ'αυτό την πεπλανημένη εντύπωση ότι η τιμή που ανακοινώθηκε στις συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου ήταν η πραγματική και κατ'αυτόν τον τρόπο να επιτύχει την αύξηση της τιμής της μετοχής που θα οφειλόταν στην προσέλκυση αγοραστών, οι οποίοι θα βρίσκονταν σε πλάνη ως προς την πραγματική αξία των μετοχών που θα αγόραζαν και κατ' αυτόν τον τρόπο να αποκομίσει ο ίδιος ως μέτοχος της πιο πάνω εταιρίας αθέμιτο περιουσιακό όφελος από τις πωλήσεις των μετοχών της εν λόγω εταιρίας, σε τιμές υψηλές μη ανταποκρινόμενες στην πραγματική τους αξία και πράγματι, με τις μεθοδευμένες αυτές ενέργειες, το κοινό προσελκύστηκε και αγόρασε μετοχές, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Επιπλέον ο Χ2, στις 27.8.1999, 1.9.1999, 6.9.1999 και 16.9.1999, προέβη, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, Πρόεδρος ήταν ο Γ1, σε πωλήσεις πακέτων μετοχών της πιο πάνω εταιρίας ".......", και συγκεκριμένα 250.000 μετοχών στις 27.8.1999, 100.000 μετοχών την 1.9.1999, 100.000 μετοχών στις 6.9.1999 και 220.000 μετοχών στις 16.9.1999, με την ψευδή παράσταση ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως στις τιμές των 4.340 δρχ. (12.73 ευρώ), 5.795 δρχ. (17,00 ευρώ), 5.248 δρχ. (15,40 ευρώ) και 7.095 δρχ. (20,82 ευρώ) ανά μετοχή, ενώ στην πραγματικότητα οι τιμές, στις οποίες πωλήθηκαν οι μετοχές, ήταν σημαντικά κατώτερες ανά μετοχή από τις ανακοινωθείσες στο επενδυτικό κοινό από τον Πρόεδρο του Χρηματιστηρίου και ενώ τελούσε εν γνώσει ότι, 1) με τις μεταβιβάσεις αυτές, το σύνολο των παραπάνω μετοχών περιήλθε στους αγοραστές, οι οποίοι εμφαίνονται στους καταρτισθέντες πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, που δεν αφορούν αποκλειστικά σε θεσμικούς επενδυτές (παρά μόνον σε ποσοστό 2,5%), όπως είχαν ανακοινώσει οι Χ2, Χ4 και Χ3, στο επενδυτικό κοινό, αρχικά ατύπως, αλλά και ακολούθως, επισήμως, με αντίστοιχες ανακοινώσεις την 1.9.1999 και 15.9.1999, ότι έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας σε ποσοστό μέχρι 10% και ότι η ανακριβής αυτή δήλωση αποτελούσε κίνητρο προς τους αγοραστές για αυξημένη ζήτηση μετοχών, 2) ότι, αν και η συνολική αξία των μετοχών που πωλήθηκαν ανερχόταν στο ποσό των 3.780.893.400 δρχ. (11.095.798, 67 ευρώ), καταβλήθηκε μειωμένη τιμή, συνολικού ποσού 507.193.395 δρχ. (1.488.463,49 ευρώ) και ότι το ποσό αυτό της έκπτωσης ανά αγοραστή θα επιστρεφόταν από τους τελευταίους με αντίστοιχες καταθέσεις στους λογαριασμούς που η εταιρία "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ" τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα και στην ΑΛΦΑ Τράπεζα Πίστεως, όπως προκύπτει από τους καταρτισθέντες πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, όπου, κατά σειρά, καταχωρούνται η επωνυμία κάθε αγοραστή της μετοχής ".....", κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες, ο αριθμός των μετοχών που αγοράστηκαν η συνολικής τους αξία, το ποσό που τελικά καταβλήθηκε και το ποσοστό της έκπτωσης. Οι Χ4 και Χ3, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, αντίστοιχα, της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "LEAD CAPITAL ΑΕΛΔΕ", θυγατρικής της εταιρίας "....", παρείχαν άμεση συνδρομή στο συγκατηγορούμενό τους Χ2, κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιγραφόμενης άδικης πράξης και στην εκτέλεση των άδικων πράξεων που αυτός διέπραξε και ειδικότερα, αν και γνώριζαν τους σκοπούς του Χ2, εντούτοις αυτοί μεσολάβησαν με αμοιβή, για την πώληση των πακέτων μετοχών της εταιρίας ".....", μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", στους αναφερόμενους στο διατακτικό της παρούσας αγοραστές σε τιμές μειωμένες, με επιστροφή από το Χ2 της έκπτωσης μέσω των ιδίων και πράγματι, μετά την πώληση προς αυτούς των εν λόγω μετοχών, προέβησαν σε αντίστοιχες καταθέσεις στους λογαριασμούς, που η άνω χρηματιστηριακή εταιρία τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα και στην Άλφα Τράπεζα Πίστεως, όπως προκύπτει από τους πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας. Σκοπός του Χ2 από τις προαναφερόμενες συναλλαγές ήταν να αποκομίσει ο ίδιος αθέμιτο περιουσιακό όφελος από τα μεθοδευμένη αύξηση της τιμής των μετοχών, παραπλανώντας το επενδυτικό κοινό για την πραγματική χρηματιστηριακή τους αξία και προκαλώντας σε αυτό πεπλανημένη εντύπωση, ότι αυτή αντιστοιχούσε στην ανακοινωθείσα τιμή κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες συνεδριάσεις του ΧΑΑ, σκοπό τον οποίο πέτυχε, καθ'όσον, από την πιο πάνω μεθοδευμένη πώληση μεγάλων ποσοτήτων μετοχών, η τιμή τους αυξήθηκε, αφού προσελκύστηκαν αγοραστές, οι οποίοι προέβησαν σε αθρόες αγορές μετοχών της εταιρίας ".....", όπως αυτές αναφέρονται στους πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, αφετέρου δε να προσπορίσει στους Χ4 και Χ3, αθέμιτο περιουσιακό όφελος, αφού οι τελευταίοι, για τις μεσολαβήσεις τους στις ανωτέρω μεθοδευμένες συναλλαγές, έλαβαν υψηλές αμοιβές, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Περαιτέρω προέκυψε, ως προς τις πωλήσεις πακέτων μετοχών ".....", που έγιναν μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ" και "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", έγιναν οι εκπτώσεις στους αγοραστές με την επιστροφή χρημάτων από το Χ2, ο οποίος, την ίδια ημέρα που εξοφλήθηκαν οι απαιτήσεις του από την "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", πήγε μαζί με τον Χ4 στην ΑΛΦΑ Τράπεζα Πίστεως, στο Αιγάλεω, όπου ήταν και ο Χ3 και ο τελευταίος μαζί με τον Χ4, εξόφλησαν 4 τραπεζικές επιταγές, ύψους 250.000.000 δρχ. η καθεμία (ανά δύο έκαστος), εκδόσεως Χ2 σε διαταγή Χ2, τις οποίες μεταβίβασε ο τελευταίος σ' αυτούς και ο Χ2 έκανε ανάληψη ποσού 1.439.950.000 δρχ. από λογαριασμό του, και με το συνολικό ποσό των 2.439.950.000 δρχ. που παρέδωσε στους Χ4 και Χ3, οι τελευταίοι προέβησαν σε καταθέσεις σε λογαριασμό της "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", συνολικού ποσού 1.826.950.000 δρχ. με την αναγραφή σε κάθε παραστατικό των κωδικών αριθμών των επενδυτών στην "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", που είχαν αγοράσει μετοχές ...... Με τον τρόπο αυτό έγινε επιστροφή χρημάτων (έκπτωση) στους αγοραστές των μετοχών (απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των κατηγορουμένων ότι δεν έγιναν εκπτώσεις στις προαναφερόμενες πωλήσεις μετοχών της εταιρίας .....). Το ίδιο συνέβη και με τα πακέτα μετοχών ..... που μεταβιβάστηκαν μέσω της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", σε ξένους θεσμικούς επενδυτές πελάτες της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", όπου οι τελευταίοι κατέβαλαν μέρος της αξίας των μετοχών και το υπόλοιπο που αντιστοιχούσε στην έκπτωση το κατέβαλε ο ίδιος ο Χ2, με καταβολές που διενήργησαν οι Χ4 και Χ3. Συγκεκριμένα ο Χ4 στις 2.9.1999 κατέθεσε σε λογαριασμό της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", στην Εθνική Τράπεζα, ποσό 98.340.000 δρχ., με τη σημείωση προς την άνω εταιρία, το ποσό αυτό να πιστωθεί αναλογικά στους κωδικούς των αγοραστών. Το εν λόγω ποσό προερχόταν από εξόφληση επιταγών εκδόσεως Χ2, σε διαταγή Χ4, συνολικής αξίας 557.500.000 δρχ. Στις 7.9.1999 ο Χ4 κατέθεσε στην ΑΛΦΑ Τράπεζα Πίστεως, σε λογαριασμό της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", ποσό 37.149.000 δρχ., το οποίο πιστώθηκε αναλογικά στους κωδικούς των αγοραστών που είχαν αγοράσει μετοχές του. Επίσης, ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, ότι οι μεταβιβάσεις μετοχών της 1.9.1999 δεν είναι πακέτο μετοχών, και συνεπώς δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το αρθρ. 34 στοιχ α' του ν. 3632/1928. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι οι τιμές των μετοχών δεν επηρεάστηκαν τις αμέσως επόμενες ημέρες από τη μεταβίβαση κάθε προαναφερόμενου πακέτου και συνεπώς δεν επήλθε παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, επικαλούμενοι την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ........, που διενεργήθηκε κι αναφέρεται στην κίνηση της μετοχής ..... πέντε ημέρες πριν και μετά τη μεταβίβαση κάθε πακέτου μετοχών. Όμως το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ασφαλές, καθόσον δεν είναι γνωστό πότε θα αντιδράσει το επενδυτικό κοινό, λαμβανομένου υπόψη ότι εκείνη τη χρονική περίοδο, πέρα από τα κινούμενα στο χώρο του Χρηματιστηρίου "παπαγαλάκια", γινόταν καθημερινά ενημέρωση από τον ημερήσιο τύπο και εκπομπές στην τηλεόραση, αναφορικά με τα δρώμενα στο Χρηματιστήριο. Επιπλέον, οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι η τιμή της μετοχής ..... δεν επηρεάστηκε από τη μεταβίβαση των προαναφερόμενων πακέτων και ότι οι συναλλαγές που έγιναν τις επόμενες ημέρες δεν παρουσίασαν σημαντική αύξηση τόσο στην τιμή όσο και στον όγκο, αλλά κινήθηκαν στα πλαίσια της εποχής εκείνης, κατά την οποία οι τιμές των μετοχών παρουσίαζαν ανοδική πορεία. Όμως, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις του αρθρ. 34 στοιχ. α' του ν. 3632/1928, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου σ' αυτήν αδικήματος, δεν απαιτείται να παραπλανηθεί πράγματι το κοινό από τα επιτήδεια μέσα, αλλά, αρκεί τα επιτήδεια αυτά μέσα που χρησιμοποίησε ο δράστης, να είναι κατάλληλα και πρόσφορα προς παραπλάνηση του κοινού, όπως και ήταν εν προκειμένω καθόσον το έγκλημα είναι αφηρημένης (δυνητικής) διακινδύνευσης...". Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε τους κατηγορούμενους αναιρεσείοντες (όπως και τον συγκατηγορούμενό τους Χ4) ενόχους της αποδιδόμενης σ' αυτούς αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 34 εδ. α' του Ν. 3632/1928, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποία ανέστειλε για μία τριετία, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για τις μερικότερες πράξεις της παραβάσεως του αρθρ. 34 περ. α' του ν. 3632/1928, που φέρονται ότι τελέστηκαν από τον Γ στις 22.6.1999 και 15.7.1999, και από τον Χ1, για τις μερικότερες πράξεις της παραβάσεως του αρθρ. 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991 που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν στις 22.6.1999 και 15.7.1999, ενώ κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο ΣΤ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1β, 98 του ΠΚ και 34 εδ. α' του Ν. 3632/1928, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου.
Χ
ΙΙ. Η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα Χ1 αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρεται σε αυτή ότι το Δικαστήριο, για να στηρίξει την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και την από ......... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή Β, που διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, είναι αβάσιμη. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αναγνώσθηκε, πλην άλλων, και η έκθεση αυτή πραγματογνωμοσύνης (βλ. σελ. 366 πρακτικών). Από τη γενόμενη δε παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού των λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως, προκύπτει ότι η πιο πάνω έκθεση αφορά την από ....... έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε, κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό του πιο πάνω νομίμως ορισθέντος από την Ανακρίτρια πραγματογνώμονος. Περί της εκθέσεως αυτής, που αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στη ποινική διαδικασία, δεν γίνεται μεν μνεία, στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος τα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, πλην όμως στη συνέχεια, όπου παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι η έκθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σελ. 621 πρακτικών), γίνεται ρητή αναφορά στην εν λόγω έκθεση και αντικρούονται πορίσματα αυτής που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να στηρίξουν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς τους. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. ι περ. Δ' του Κ.Π.Δ. και με στοιχεία
ΙΙ. Α.1 πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του Χ1, για έλλειψη αιτιολογίας της 44847/2007 καταδικαστικής απόφασης τον Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Χ

ΙΙΙ. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον με τα στοιχεία IV.A2 πρόσθετο λόγο αναιρέσεως (αλλά και με τον με στοιχ. V, 1) και ο αναιρεσείων Χ2, με τον με το στοιχείο Γ λόγο αναιρέσεως, υποστηρίζουν ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α του ν. 3632/1928, ο σκοπός του δράστη να προσπορίσει σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος δεν είναι στοιχείο του υπερχειλούς δόλου του εγκλήματος αυτού και ότι, όπου ο νόμος θεωρεί ότι μία πράξη είναι αξιόποινη, όταν τελείται με σκοπό παρανόμου οφέλους, εννοεί με σκοπό παρανόμου οφέλους του ιδίου του ενεργούντος και όχι τρίτου. Επομένως, όπως υποστηρίζουν οι πιο πάνω αναιρεσείοντες, το Δικαστήριο της ουσίας, με το να δεχθεί ότι το προβλεπόμενο με τη διάταξη αυτή αδίκημα απαιτεί δόλο του υπαιτίου, οποίος περιλαμβάνει και τον (υπερχειλή δόλο) περιποιήσεως, όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και ή σε άλλον αθέμιτη ωφέλεια, "ο οποίος υπάρχει, όταν επιζητείται η άμεση ή έμμεση, πρόσκαιρη ή διαρκής απόλαυση περιουσιακών ωφελημάτων από το δράστη ή τρίτο" και στη συνέχεια, με το να δεχθεί ότι "σκοπός των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων ήταν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αλλά και σε τρίτους παράνομο περιουσιακό όφελος...", εσφαλμένα ερμήνευσε την πιο πάνω ουσιαστική ποινική διάταξη και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, με αποτέλεσμα οι αναιρεσείοντες να έχουν τιμωρηθεί για πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν μπορούν να υπαχθούν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε για τον λόγο ότι δεν προβλέπονται στον εφαρμοστέο ποινικό κανόνα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην πιο πάνω (παρ. ΧΙ) μείζονα σκέψη, από τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928, προκύπτει, ότι, για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος αυτού, απαιτείται, υποκειμενικώς, δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι επιτήδεια να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του και, περαιτέρω, το σκοπό περιποιήσεως στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτης ωφέλειας, ο οποίος υπάρχει, όταν επιζητείται η άμεση ή έμμεση, πρόσκαιρη ή διαρκής απόλαυση περιουσιακών ωφελημάτων από τη δράστη ή τρίτο. Η διάταξη αυτή τιμωρεί όποιον "επί σκοπώ αθεμίτου ωφελείας, εν γνώσει μεταχειρίζεται μέσα επιτήδεια προς παραπλάνησιν του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου", δηλαδή, με τη διάταξη αυτή, σκοπείται να καταστεί αξιόποινη η πιο πάνω συμπεριφορά του δράστη του εν λόγω εγκλήματος που αποβλέπει σε παράνομη ωφέλεια όχι αποκλειστικά του ίδιου, αλλά και οποιουδήποτε τρίτου, ακριβώς διότι ο νόμος θέλησε να αποκλείσει την μέσω των χρηματιστηριακών συναλλαγών παραπλάνηση του κοινού, προκειμένου να ωφεληθεί αθεμίτως οποιοσδήποτε και είναι αδιάφορο αν αυτός είναι ο ίδιος ο δράστης ή τρίτος, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του αδικήματος αυτού. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. πιο πάνω λόγοι αναιρέσεως με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
XIV. Περαιτέρω, από τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, Χ1 αποφάσισε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2, να χρησιμοποιήσουν τα αναφερόμενα στην απόφαση επιτήδεια μέσα για να παραπλανήσουν το ευρύ επενδυτικό κοινό, και ουδεμία αντίφαση δημιουργείται όταν, κατά την εξειδίκευση επί μέρους πράξεων, δεν επαναλαμβάνεται κάθε φορά το αυτονόητο στοιχείο της συναπόφασης, αλλά γίνεται λόγος για την απόφαση του ενός να εκτελέσει την κάθε επί μέρους πράξη. Κατά τα λοιπά, οι διαλαμβανόμενες στον αυτό πρόσθετο λόγο αναίρεσης αλλά και στους λοιπούς, με στοιχεία IV, 3 έως και 11, αιτιάσεις, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ανεξαρτήτως του απαραδέκτου αυτού, δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως να εξηγήσει πως και γιατί μπορούσε να συναποφασίσει με τον Χ2 ο Χ1 να πωληθούν διάφορα πακέτα μετοχών της εταιρίας ".......", κατά τις αβάσιμες αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος, που διαλαμβάνονται στον με στοιχ. IV, 4 πρόσθετο λόγο αναίρεσης. Eπίσης η παραδοχή, ότι "... τα πακέτα μετοχών θα εμφανίζονταν ότι δήθεν πωλούνται στην τιμή που ανακοινώθηκε, ενώ στην πραγματικότητα η τιμή πώλησης τους θα ήταν σε πολύ κατώτερη τιμή, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν τα πακέτα αυτά των μετοχών στην αναγραφόμενη στο "Ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής", δεν είναι αντιφατική με την παραδοχή ότι η αναφερόμενη συναλλαγή στις 31/8/99 "με την ψευδή κατά τα ανωτέρω παράσταση ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην τιμή των 5.500 δρχ. (16.140 ευρώ) ανά μετοχή (ενώ η τρέχουσα τιμή της μετοχής ήταν 6.038", αφού η ψευδής παράσταση ως προς την τιμή της μετοχής έγινε προφανώς, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, σε σχέση με την πραγματική της αξία και όχι την τρέχουσα και κατά πολύ υπερτιμημένη. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση με τις παραδοχές της, ότι την 31.8.1999 ο αναιρεσείων Χ1 και ο Χ2 τελούσαν εν γνώσει ότι "... το σύνολο των μετοχών περιήλθε σε νομικά και φυσικά πρόσωπα - αγοραστές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ότι κίνητρο των αγοραστών αυτών υπήρξε η προσυνεννοημένη και μεθοδευμένη από τους συγκατηγορουμένους τους, Χ4 και Χ3, καταβολή μειωμένης τιμής, κατά ποσοστό 35 % και ότι στους 14 εξ αυτών των αγοραστών θα επιστρεφόταν ως έκπτωση από τον Χ2 (πωλητή) τμήμα του καταβληθέντος για τη συναλλαγή ποσού, το οποίο και επεστράφη με τη μεσολάβηση των Χ4 και Χ3 ...", καθορίζει με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται σε σχέση με την επίδικη πώληση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των επιπλέον στοιχείων και διευκρινίσεων που αναφέρει ο αναιρεσείων στους προσθέτους αυτού λόγους (στοιχ. IV, 5). Εξάλλου η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι "την 1.9-1999 ο Χ2, πώλησε με διάσπαρτες συναλλαγές 129.850 μετοχές της άνω εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρίας, υπό την ψευδή κατά τα ανωτέρω παράσταση...", όπως από το αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό αυτής προκύπτει, έχει την σαφή έννοια ότι και οι διάσπαρτες αυτές συναλλαγές αφορούσαν "πακέτα" μετοχών, χωρίς να δημιουργείται αντίφαση από την παραδοχή της απόφασης, κατά την οποία " ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 ότι οι μεταβιβάσεις μετοχών της 1.9.1999 δεν είναι πακέτο μετοχών και συνεπώς δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το άρθρο 34 στοιχ. α' του ν. 3632/1928", αφού το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι οι συναλλαγές αυτές δεν αφορούσαν "πακέτο" μετοχών, αλλά ότι ουδεμία επιρροή έχει - όπως πράγματι δεν έχει- το γεγονός αυτό ως προς το αξιόποινο της πράξεως, ενώ, η γνώση του αναιρεσείοντος, που αφορά τη πώληση από τον Χ2 των μετοχών της συγκεκριμένης συναλλαγής (1/9/99), επαρκώς αιτιολογείται με την αναφορά ότι η πράξη αυτή έγινε με συναπόφαση και των δύο αυτών αναιρεσειόντων, τέλος δε, δεν ήταν απαραίτητη για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως η έκθεση των επιπλέον περιστατικών που αναφέρει ο αναιρεσείων στον σχετικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης (στοιχ. IV, 6). Επίσης με πληρότητα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι λογαριασμοί των Τραπεζών που δέχτηκε το Δικαστήριο ότι κατατέθηκαν τα χρήματα, τα οποία έκρινε ότι προέρχονταν από επιστροφή τμήματος του καταβληθέντος τιμήματος. Επίσης με σαφήνεια και πληρότητα η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογεί τα στοιχεία τα συγκροτούντα την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι και ειδικότερα ο αναιρεσείων καθώς και τα στοιχεία του υπερχειλούς δόλου, αφού εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν και ειδικότερα προσδιορίζεται το σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος, είναι δε αδιάφορο, ως προς την στοιχειοθέτηση του υπερχειλούς αυτού δόλου, αν την σκοπούμενη αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια την εισέπραττε τελικά ο ίδιος ο αναιρεσείων ή η από αυτόν εκπροσωπούμενη χρηματιστηριακή εταιρεία, η δε παραδοχή στην απόφαση, ότι το σκοπούμενο από τον αναιρεσείοντα περιουσιακό όφελος θα προέκυπτε "ενδεχομένως" από άλλες πρόσθετες αμοιβές που θα είχε αυτός από Χ2, αφενός μεν, δεν στηρίζει αυτοτελώς την παραδοχή της συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος, αφετέρου δε, η φράση "ενδεχομένως" δεν αναφέρεται στο σκοπούμενο από τον αναιρεσείοντα όφελος, αλλά στην πραγματοποίηση (είσπραξη) των προσθέτων αυτών αμοιβών, στοιχείο που δεν είναι απαραίτητο για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Τέλος, σαφώς προσδιορίζονται τα τρίτα πρόσωπα στην αθέμιτη ωφέλεια των οποίων σκόπευε η πράξη του αναιρεσείοντος (όπως του συγκατηγορουμένου του Χ1) αθέμιτο δε όφελος συνιστά και η προμήθεια που θα εισέπραττε η χρηματιστηριακή εταιρία για την πώληση των μετοχών, υπό τις περιγραφόμενες στην απόφαση συνθήκες, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στους με στοιχ. IV, 7, 8 πρόσθετους λόγους αναίρεσης είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Tα ίδια ισχύουν και για τον συναφή με στοιχ. V, 2 λόγο αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου παράβαση του αρ. 34 περ. α' ν. 3632/28. Η παραδοχή της αποφάσεως, ότι "σκοπός των πιο πάνω κατηγορουμένων ήταν α) του Χ1 να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος όσο και τρίτα εμπλεκόμενα στις ανωτέρω συναλλαγές πρόσωπα, τον οποίον υλοποίησε, καθόσον εισέπραξε παρανόμως αμοιβή για τις προαναφερόμενες συναλλαγές πέραν αυτής που δικαιούνταν", ουδεμία αντίφαση περιέχει. Το όφελος που υλοποιήθηκε και το οποίο αφορά την είσπραξη της προμήθειας, αναφέρεται αποκλειστικά αναιρεσείοντα Χ1 και όχι στους τρίτους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείων, για τους οποίους δεν γίνεται λόγος στην πιο πάνω παραδοχή για κέρδος αυτών που υλοποιήθηκε, ούτε ήταν αναγκαίο να υλοποιηθεί, αφού πρόκειται για έγκλημα διακινδύνευσης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ λόγος αναίρεσης με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων Χ1, όντας πρόεδρος του Δ.Σ. της Χρηματιστηριακής Εταιρείας με την επωνυμία "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", "... σκόπευε, με τις πιο πάνω μεθοδευμένες πωλήσεις, ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος και αντιπρόσωπος των συναλλασσομένων (αγοραστή και πωλητή) να επηρεάσει την τιμή της ανωτέρω μετοχής κλπ", ουδεμία δε αμφιβολία ή ασάφεια δημιουργείται από τις πιο πάνω παραδοχές, αλλά και από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεως, ότι ο εν λόγω αναιρεσείων ενήργησε όλες τις πράξεις που αναφέρονται σε αυτή, με την προαναφερόμενη ιδιότητα του προέδρου της ΑΧΕΠΕΥ, χωρίς να υπάρχει λόγος η ιδιότητα αυτή να διευκρινίζεται κατά την περιγραφή κάθε επί μέρους πράξεως που αυτός ενήργησε (πωλήσεις μετοχών κλπ) και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, στον με στοιχείο (στοιχ. IV, 9) πρόσθετο λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου, οι διαλαμβανόμενες, στον με στοιχ. IV, 10 πρόσθετο λόγο αναίρεσης, αιτιάσεις, ότι η αναφερόμενη στην απόφαση αιτιολογία, με την οποία αποκρούεται ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, κατά τον οποίο αυτοί, επικαλούμενοι την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή Β, ισχυρίζονται ότι οι τιμές των μετοχών δεν επηρεάστηκαν τις αμέσως επόμενες ημέρες από τη μεταβίβαση κάθε προαναφερόμενου πακέτου και συνεπώς δεν επήλθε παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά απολύτως ασαφής και αντιφατική, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον πλήττουν απαραδέκτως την ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου. ΧV. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, και, ειδικότερα ως προς την βαρύτητα του εγκλήματος, έλαβε υπόψη του "Τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα καθώς και τον κίνδυνο που προκλήθηκε εξαιτίας του εγκλήματος, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, τις περιστάσεις (χρόνος, τόπος, τρόπος) κάτω από τις οποίες προπαρασκευάστηκε και τελέστηκε το έγκλημα την ένταση του δόλου ή τον βαθμό της αμέλειας των κατηγορουμένων". Ουδεμία δε αμφιβολία ή ασάφεια υφίσταται από τις πιο πάνω παραδοχές, ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχθηκε ότι το αδίκημα του αρ. 34 του ν. 3632/28 που εφάρμοσε και για το οποίο κρίθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, αφού αυτό ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης (και όχι βλάβης) και ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν το έγκλημα αυτό με δόλο (και μάλιστα υπερχειλή) και όχι από αμέλεια, η δε μη διαγραφή της φράσεως "ή τον βαθμό της αμελείας" από το έντυπο του σκεπτικού της αποφάσεως για την κατά το άρθρο 79 του ΠΚ επιμέτρηση της ποινής, οφείλεται σε προφανή παραδρομή, και επομένως, τον δόλο του αναιρεσείοντος συνεκτίμησε ο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση αυτή, η δε αναφορά στην αυτή για την επιμέτρηση της ποινής απόφαση ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε, πλην άλλων και την "βλάβη που προξένησε το έγκλημα", δεν έχει την έννοια ότι για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος έκρινε αυτό ως έγκλημα βλάβης. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το έγκλημα αυτό, εκτός από την απαιτούμενη διακινδύνευση, επέφερε, επιπλέον, τελικά και βλάβη, ορθώς λαμβάνεται και αυτή υπόψη, στην επιμέτρηση της ποινής. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν, ούτε προκύπτει ασάφεια ως προς την διάταξη την οποία εφάρμοσε το Δικαστήριο.
Συνεπώς, οι με τα στοιχ. IV, 11 και V, B σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της απόφασης για την επιμέτρηση της ποινής του αναιρεσείοντος, και για εκ πλαγίου παράβασης του άρ. 34 του ν. 3632/28, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΧVΙ. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον με στοιχ. IV, 3 πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε, χωρίς αιτιολογία αίτημα αυτού "να αναγνωστεί καρτέλα του Γ". Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης (σελ. 235), κατά την εξέταση της μάρτυρα Δ υποβλήθηκε από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος προς το δικαστήριο το αίτημα "να αναγνωστεί καρτέλα του Γ". Το αίτημα αυτό, έτσι όπως υποβλήθηκε, ήταν αόριστο, αφού δεν διευκρινίζεται, αν αυτό αφορούσε ανάγνωση εγγράφου που είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο, ή υπήρχε στην δικογραφία, αλλά και τους λόγους που επέβαλαν την διακοπή της εξέτασης του μάρτυρα, προκειμένου να αναγνωσθεί το εν λόγω έγγραφο. Εντούτοις, το Δικαστήριο, απάντησε, εκ περισσού, στο αίτημα αυτό, με την 43840/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, με την οποία και το απέρριψε, με την εξής αιτιολογία "...πρέπει να απορριφθεί το αίτημα ανάγνωσης της καρτέλας του κατηγορουμένου Γ, στο παρόν στάδιο της δίκης και να επαναφέρει η υπεράσπιση το εν λόγω αίτημα κατά τη διαδικασία ανάγνωσης των εγγράφων". Από την αιτιολογία αυτή προκύπτει σαφώς, ότι το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε την ανάγνωση του εν λόγω εγγράφου, αλλά έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να διακοπεί η εξέταση της μάρτυρα, αλλά έπρεπε το έγγραφο αυτό να αναγνωσθεί κατά την ανάγνωση των λοιπών εγγράφων. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, το έγγραφο αυτό, μαζί με άλλα έγγραφα που προσκόμισε ο εν λόγω αναιρεσείων, τελικά αναγνώσθηκε (βλ. σελ. 354 πρακτικών) και ουδέν των δικαιωμάτων του στερήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας στην πιο πιάνω παρεμπίπτουσα απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Eπίσης το αίτημα του ίδιου αναιρεσείοντος, που υποβλήθηκε από τους συνηγόρους του, "προκειμένου, κατ' άρθρο 353 § 3 ΚΠΔ, το Δικαστήριο να διατάξει βιαία προσαγωγή για τους απολειπόμενους μάρτυρες του κατηγορητηρίου", ήταν, επίσης, αόριστο, αφού δεν αναφερόταν σε αυτό για ποιό λόγο έπρεπε να προσέλθουν οι εν λόγω μάρτυρες και για ποια κρίσιμα για την υπόθεση θα κατέθεταν περιστατικά. Εντούτοις και πάλι, εκ περισσού, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, με την 44240/11.7.2007 παρεμπίπτουσα απόφαση του (σελ. 346), με την ακόλουθη αιτιολογία "Επειδή το Δικαστήριο δεν θεωρεί αναγκαία τη μαρτυρία των μαρτύρων του κατηγορητηρίου, οι οποίοι, αν και κλητεύτηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκαν, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των κατηγορουμένων να διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή τους κατ' άρθρο 353 § 3 ΚΠΔ". Η αιτιολογία δε αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη και δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής να παρατεθούν και τα επιπλέον περιστατικά που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτηση των προσθέτων λόγων του.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, πρόσθετος λόγος αναιρέσεως (με στοιχ., IV, 5), με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας στην πιο πάνω παρεμπίπτουσα απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΧV
ΙΙ. Κατά το άρθρο 30 του ν. 3340/2005 "1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος: (α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα ή (β) διαδίδει εν γνώσει του δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες". Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, στην περίπτωση α υπάγεται οποιοσδήποτε διενεργεί με οποιαδήποτε ιδιότητα συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα, συνεπώς και εκείνος ο οποίος διαμεσολαβεί κατ' επάγγελμα στην κατάρτιση των συναλλαγών αυτών. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 "περί Χρηματιστηρίων Αξιών", όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της από τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3340/2005, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως η διάταξη αυτή αναπτύχθηκε ειδικότερα πιο πάνω (παρ. ΧΙ), προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος αυτού απαιτούνται, τα αναφερθέντα ήδη αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, δηλαδή, να μεταχειρίζεται ο δράστης, χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, μέσα, τα οποία είναι επιτήδεια με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι επιτήδεια να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου και, περαιτέρω, σκοπός του δράστη (υπερχειλής δόλος) περιποιήσεως στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτης ωφέλειας. Η τεχνητή δε διόγκωση της ζητήσεως που στηρίζεται σε εικονικές αγοραπωλησίες είναι προεχόντως πρόσφορο μέσο επηρεασμού των τιμών των μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, ιδιαίτερα δε, όταν η εικονική συναλλαγή έχει ως αντικείμενο "πακέτα" μετοχών (μεγάλο αντικείμενο) και με αγοραστές επενδυτές, και δη θεσμικούς του εξωτερικού, και με δυνατότητα εισαγωγής αυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας σε ικανό ποσοστό, όπως αυτό του 10%.
Συνεπώς, όποιος μεταχειρίζεται, χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, μέσα, τα οποία είναι επιτήδεια με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, κατάλληλα - πρόσφορα, να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου, μεταξύ των οποίων είναι, προεχόντως, και η ψευδής - εικονική αγοραπωλησία μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και η κατ' αυτόν τον τρόπο τεχνητή διόγκωση της ζητήσεως που στηρίζεται σε εικονικές αγοραπωλησίες και η μεσολάβηση στην διενέργεια τέτοιων συναλλαγών, είναι πράξεις αξιόποινες, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, τόσο υπό το καθεστώς του νόμου 3632/1928, όσο και του ν. 3340/2005. Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο εφάρμοσε τον ισχύοντα κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως νόμο 3632/1928, η δε παράθεση της διατάξεως του άρθρου 30 του ν. 3340/2005 υποδηλώνει ακριβώς την παραδοχή του Δικαστηρίου ότι οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους πράξεις είναι αξιόποινες και κατά τον μεταγενέστερο αυτόν νόμο, χωρίς αυτός να είναι επιεικέστερος (ώστε να ανακύπτει θέμα εφαρμογής της διατάξεως του άρ. 2 του ΠΚ), λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ο τελευταίος νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, ενώ ο ν. 3632/28 προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών. Ειδικώς δε, ως προς την μη προβλεπόμενη από τον ν. 3340/2005 χρηματική ποινή, το Δικαστήριο εφάρμοσε την επιεικέστερη αυτή διάταξη και δεν επέβαλε στους αναιρεσείοντες χρηματική ποινή, όπως τούτο ρητώς αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 622). Επομένως, η διαλαμβανόμενη, στον με στοιχ. V, Α, 3 πρόσθετο λόγο αναίρεσης, αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε σε εκ πλαγίου παράβαση του νόμου (άρ. 34 ν· 3236/1928, 30 παρ. 1 ν. 3340/2005 και άρθρο 2 ΠΚ), δεδομένου ότι στο σκεπτικό αναλύει την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 3340/2005, χωρίς όμως να αποσαφηνίζει, εάν η αναφορά της γίνεται γιατί την θεωρεί εν προκειμένω εφαρμοστέα ή όχι, και έτσι, όπως υποστηρίζει, δεν καθίσταται σαφές, αν εφαρμόζει ή όχι την σχετική νεότερη και επιεικέστερη κατά τον αναιρεσείοντα, διάταξη, γεγονός που αποκλείει τον έλεγχο της τελικής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών σε κανόνα δικαίου, είναι αβάσιμη και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ, πιο πάνω πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος. ΧV

ΙΙΙ. Με τον με στοιχ. V, Β πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων Χ1, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, διότι άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο και συγκεκριμένα προσδιόρισε χωρίς λόγο και κατά παράβαση του άρθρου 351 ΚΠΔ με διαφορετικό τρόπο, από την προσδιορισθείσα στον κατάλογο μαρτύρων, τη σειρά κατά την οποία μπορούσαν να εξεταστούν οι μάρτυρες, επιτρέποντας στο μάρτυρα Ε, μετά από αίτημα του ίδιου, να εξεταστεί εκτός σειράς, ενώ αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του διευθύνοντος τη συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 351 ΚΠΔ. Ανεξαρτήτως του ότι η εσφαλμένη εφαρμογή δικονομικής διάταξης, όπως είναι αυτή του άρ. 351 ΚΠΚ δεν στηρίζει αναιρετικό λόγο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, ούτε η παραβίαση της διατάξεως αυτή επιφέρει ακυρότητα, το Δικαστήριο ουδόλως υπερέβη την εξουσία του και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος. Κατά το άρ. 351 του ΚΠΔ, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, προσδιορίζει μεν τη σειρά κατά την οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες, πλην όμως, πολύ περισσότερο, το ίδιο δικαίωμα, έχει το Δικαστήριο, ιδιαίτερα όταν ό ίδιος ο Πρόεδρος αυτού κρίνει ότι για το συγκεκριμένο αίτημα πρέπει να συναποφασίσει με τα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου, όπως συνέβη προφανώς και στην εξεταζόμενη περίπτωση. ΧΙΧ. Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρ. 370 ΚΠΔ). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 509 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατ' αποφάσεως, ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής Αρχής της περιφέρειας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Καταδικαστική είναι η απόφαση εκείνη που κηρύσσει κάποιον ένοχο αξιόποινης πράξεως. Στην έννοια της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που παρέλειψε να αποφανθεί περί της ενοχής ή του απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, λόγω παραγραφής. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η αναίρεση πρέπει υποχρεωτικά να ασκηθεί στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον με στοιχ. VI A πρόσθετο λόγο αναίρεσης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ1 προβάλλεται η αιτίαση ότι το δίκασαν Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (σελ. 622 και 625) δεν αποφάσισε για τις μερικότερες αυτοτελείς πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 34 περ. α' του ν· 3632/1928, που φέρονταν ότι τελέστηκαν από τον αναιρεσείοντα στις 22.06.1999 και 15.07.1999, και για τις οποίες είχε κριθεί ένοχος και έχει καταδικαστεί -σε αληθινή συρροή με την παράβαση του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991- με την 48300/2005 οριστική (μαζί με τις παρεμπίπτουσες) απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, την οποία ο ίδιος είχε εκκαλέσει (σελ. 523 επ. της πρωτόδικης αποφάσεως). Το Δικαστήριο, όπως υποστηρίζει ο εν λόγω αναιρεσείων, που δίκασε ως εφετείο, αντί να ερευνήσει, σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ενδίκου αυτού μέσου, την υπόθεση στο σύνολό της, ως προς όλες τις καταδικαστικές για τον αναιρεσείοντα διατάξεις, παρέλειψε να αποφανθεί, ως όφειλε, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 § 2 ΚΠΔ, για τις πιο πάνω μερικότερες πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 34 περ. α' του ν. 3632/1928, παραβιάζοντας, με τον τρόπο αυτό, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα τον ενδίκου μέσου της έφεσης, που είχε ασκήσει ο ήδη αναιρεσείων, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε καταδικαστεί και για τις πράξεις αυτές και, κατά τον τρόπο αυτό, υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που καθιδρύει τον κατά το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ αυτοτελή λόγο αναιρέσεως. Σε σχέση με τις αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος Χ1 πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση αυτού κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, έπαυσε πλέον να υπάρχει η τελευταία. Εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε και για τις πιο πάνω δύο επί μέρους πράξεις, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόφαση για τις πράξεις αυτές και η υπόθεση, ως προς τις δύο αυτές πράξεις, δύναται οποτεδήποτε να επανεισαχθεί στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό, με συμπληρωματική απόφασή του, να αποφανθεί και γι' αυτές. Για αρνητική υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου θα μπορούσε να γίνει λόγος μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφαινόταν τελειωτικά ότι δεν έπρεπε να αποφανθεί γι'αυτές. Άλλωστε, έννομο συμφέρον ο αναιρεσείων δεν έχει να ασκήσει αναίρεση για το λόγο αυτό, αφού δεν υφίσταται σε βάρος του καταδικαστική απόφαση. Αλλά, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι υφίσταται παρόμοιο έννομο συμφέρον, προκειμένου να παύσει να εκκρεμεί η σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορία για τις δύο αυτές πράξεις (και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη γι' αυτές, δεδομένου ότι συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής για τις πλημμεληματικές αυτές πράξεις), η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού με αυτή, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ούτε έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Επιπλέον, εφόσον η απόφαση αυτή δεν προσβάλλεται στο σημείο αυτό ως προς καταδικαστικό της μέρος, δεν είναι παραδεκτή η άσκηση αναίρεσης κατ' αυτής με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το παραδεκτό δε της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής αποτελεί προϋπόθεση για τον παραδεκτό και του εξεταζόμενου προσθέτου λόγου. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ πρόσθετος λόγος για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος. ΧΧ. Ο αναιρεσείων Χ2 με τον με στοιχ. Δ λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής και αντιφατική, και οδηγεί σε εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 34 στοιχ. α' Ν. 3632/1928. Η αντιφατικότητα αυτή εντοπίζεται από τον αναιρεσείοντα στις εξής παραδοχές: 1) Ενώ γίνεται δεκτό ότι "... δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν τα πακέτα αυτά τον μετοχών στην αναγραφόμενη στο "ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής...", παραλλήλως, γίνεται επίσης δεκτό ότι: "Έτσι το κοινό θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της άνω εταιρίας πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση της μετοχής, με συνέπεια την ανατίμηση της και την αύξηση της εμπορευσιμότητας της...". Το "κοινόν" όμως, όπως υποστηρίζει ο εκκαλών, δεν μπορεί να αγοράζει πακέτα μετοχών και η τιμή πωλήσεως πακέτων δεν έχει να κάνει με τις τιμές του "ταμπλό", στις οποίες και μόνον αγοράζει και πωλεί το "κοινόν". Επομένως ο πιο πάνω συλλογισμός της αποφάσεως "δεν είναι απλώς αντιφατικός, αλλά αποδίδει αστήρικτες εικασίες της". Περαιτέρω, κατά τις αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντα, όταν γίνεται δεκτό ότι: "δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν... στην αναγραφόμενη στο "Ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής", όπως δέχεται η απόφαση ότι συνέβαινε, δεν είναι δυνατόν να γίνεται παραλλήλως δεκτό, ότι "το κοινό θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της άνω εταιρίας πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση της μετοχής, με συνέπεια την ανατίμησή της και την αύξηση της εμπορευσιμότητάς της". Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Η απόφαση, με τις πιο πάνω παραδοχές της, ούτε αναφέρει ούτε υπονοεί ότι το "κοινόν" αγοράζει ή μπορεί να αγοράζει πακέτα μετοχών, ούτε ότι η τιμή πωλήσεως των πακέτων έχει να κάνει με τις τιμές του "ταμπλό", όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Εκείνο το οποίο αναφέρει η απόφαση κατά τρόπο σαφή, είναι ότι, προκειμένου να παραπλανηθεί το κοινό και να σπεύσει να αγοράσει την εν λόγω μετοχή, η οποία ήταν ήδη σε υψηλή τιμή, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική της αξία, ώστε να επέλθει άνοδος της τιμής της, οι κατηγορούμενοι, με τον αναφερόμενο στην απόφαση τρόπο, δημιούργησαν την εντύπωση στο κοινό ότι η μετοχή αυτή παρουσίαζε μεγάλη ζήτηση, σε υψηλή τιμή, η οποία, όμως (ζήτηση), θα ήταν τεχνητή και όχι πραγματική, η δε τιμή της μετοχής θα ήταν και αυτή εικονική και όχι πραγματική. Έτσι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ2, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, αποφάσισε να πωλήσει διάφορα πακέτα μετοχών της άνω εταιρίας (όχι βεβαίως στο κοινό), τα οποία πακέτα μετοχών θα εμφανίζονταν ότι δήθεν πωλούνται στην τιμή που ανακοινώθηκε, ενώ στην πραγματικότητα η τιμή πώλησής τους θα ήταν σε κατά πολύ κατώτερη τιμή. Η μεθόδευση αυτή θα καλλιεργούσε την πεποίθηση στο κοινό ότι η εμπορευσιμότητα της μετοχής αυτής είναι μεγάλη και η τιμή της υψηλή και, συνεπώς, θα έχει καλή προοπτική και θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της εταιρίας αυτής, πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, με συνέπεια την ανατίμησή της και την αύξηση της εμπορευσιμότητάς της. Δηλαδή, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, το κοινό θα παραπλανιόταν με τον τρόπο αυτό ότι οι ήδη υψηλές τιμές των μετοχών που αναγράφονταν στο "ταμπλό", είχαν ακόμη καλύτερη προοπτική. Περαιτέρω, με τις παραδοχές της, η προσβαλλόμενη απόφαση ότι, κατά τον περιγραφόμενο σε αυτή τρόπο, ο Χ1 "θα είχε αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια από την προμήθεια που θα κέρδιζε η χρηματιστηριακή εταιρία, της οποίας ήταν Πρόεδρος, τόσο από την πώληση των πακέτων, όσο από τις περαιτέρω αυξημένες αγοραπωλησίες μετοχών και μάλιστα σε υψηλές τιμές και ενδεχομένως από άλλες πρόσθετες αμοιβές, που θα είχε από τον Χ2, ο δε τελευταίος θα μπορούσε να διαθέσει τις μετοχές του σε υψηλές τιμές στο αγοραστικό κοινό, χωρίς να αντιπροσωπεύουν αυτές οι τιμές την πραγματική αξία των μετοχών που θα πωλούσε και έτσι θα αποκτούσε αθέμιτα κέρδος και υψηλή ρευστότητα, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματική αξία των μετοχών που θα διέθετε..." και ότι: "Σκοπός του Χ2 από τις προαναφερόμενες συναλλαγές ήταν να αποκομίσει ο ίδιος αθέμιτο περιουσιακό όφελος από τα μεθοδευμένη αύξηση της τιμής των μετοχών, παραπλανώντας το επενδυτικό κοινό για την πραγματική χρηματιστηριακή τους αξία και προκαλώντας σε αυτό πεπλανημένη εντύπωση, ότι αυτή αντιστοιχούσε στην ανακοινωθείσα τιμή κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες συνεδριάσεις του ΧΑΑ, σκοπό τον οποίο πέτυχε, καθ' όσον, από την πιο πάνω μεθοδευμένη πώληση μεγάλων ποσοτήτων μετοχών, η τιμή τους αυξήθηκε αφού προσελκύστηκαν αγοραστές, οι οποίοι προέβησαν σε αθρόες αγορές μετοχών της εταιρίας... όπως αυτές αναφέρονται στους πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, αφετέρου δε να προσπορίσει στους Χ4 και Χ3, αθέμιτο περιουσιακό όφελος, αφού οι τελευταίοι, για τις μεσολαβήσεις τους στις ανωτέρω μεθοδευμένες συναλλαγές, έλαβαν υψηλές αμοιβές, όπως αναφέρεται στο διατακτικό...", με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις αιτιολόγησε την συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ2, και ειδικότερα ως προς την κατάφαση του σκοπού, χωρίς να απαιτείται η αναφορά και επιπλέον περιστατικών. Το ότι ο αναιρεσείων Χ2, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, δεν πώλησε μετά ταύτα ούτε μία μετοχή του σε κανέναν, ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί από πραγματικά περιστατικά παραπάνω σκοπός του, ανεξαρτήτως του ότι αυτό δεν αποτελεί παραδοχή της αποφάσεως, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφενός, διότι, επί εγκλημάτων σκοπού, προς κατάφαση της τελέσεως του εγκλήματος, δεν απαιτείται να επέλθει η πραγματοποίηση του σκοπού, δηλαδή η πραγματική οικονομική ωφέλεια, και, αφετέρου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, επήλθε η σκοπούμενη ωφέλεια με την αύξηση της τιμής της μετοχής και δεν ήταν αναγκαίο προς τούτο ο αναιρεσείων να πωλήσει περαιτέρω τις μετοχές του αυτές και να εισπράξει το τίμημα. Ανεξαρτήτως αυτών, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως και ο ίδιος αναιρεσείων αναφέρει στην αίτησή του, αυτός πούλησε πράγματι πακέτα μετοχών σε συγκεκριμένους αγοραστές, κρίνοντας ως "επιστροφή τιμήματος" προς τους αγοραστές, τα χρήματα που αυτός (Χ2) κατέβαλε ως αμοιβή στους εκπροσώπους της εταιρείας ....., για τις υπηρεσίες τους να προσελκύσουν ξένους θεσμικούς επενδυτές. Εξάλλου, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο αναιρεσείων ενήργησε και με τον σκοπό παρανόμου οφέλους των Χ4 και Χ3, κατά τα εκτιθέμενα στην απόφαση πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του Χ2, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧΙ. Με τον υπό στοιχείο Ι πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Χ2, προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την παραδοχή της ότι η ανακοίνωση περί εισόδου θεσμικών επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ήταν ψευδής, ως προς την ιδιότητα των επενδυτών ως θεσμικών, προκειμένου να θεμελιώσει τον χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν, χάριν επηρεασμού της τιμής της επίμαχης μετοχής, ως επιτήδειων για την παραπλάνηση του κοινού, διαλαμβάνει αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία. Τούτο δε, διότι, όπως υποστηρίζει, στην ίδια απόφαση γίνεται δεκτό ότι στο κεφάλαιο της εταιρίας επένδυσαν πράγματι θεσμικοί επενδυτές κατά ποσοστό συμμετοχής 2,5%, και δεδομένου ότι " η ανακοίνωση έκανε λόγο για ανώτατο - και όχι για ελάχιστο - ποσοστό 10% έπεται ότι αναιρεσιβαλλομένη αντιφατικώς δέχεται ότι η ανακοίνωση περί εισόδου θεσμικών επενδυτών μέχρι ποσοστού 10% υπήρξε ψευδής". Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, διότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης, γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων Χ2 τελούσε εν γνώσει ότι "με τις μεταβιβάσεις αυτές, το σύνολο των παραπάνω μετοχών περιήλθε στους αγοραστές, οι οποίοι εμφαίνονται στους καταρτισθέντες πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, που δεν αφορούν αποκλειστικά σε θεσμικούς επενδυτές (παρά μόνον σε ποσοστό 2,5%), όπως είχαν ανακοινώσει οι Χ2, Χ4 και Χ3, στο επενδυτικό κοινό αρχικά ατύπως, αλλά και, ακολούθως, επισήμως με αντίστοιχες ανακοινώσεις την 1.9.1999 και 15.9.1999, ότι έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας σε ποσοστό μέχρι 10% και ότι η ανακριβής αυτή δήλωση αποτελούσε κίνητρο προς τους αγοραστές για αυξημένη ζήτηση μετοχών". Δηλαδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται δεκτό, ότι ο αναιρεσείων αρχικά είχε ανακοινώσει ότι οι μεταβιβάσεις των μετοχών αφορούσαν αποκλειστικά σε θεσμικούς επενδυτές και στη συνέχεια επισήμως ανακοινώθηκε ότι αφορούσαν "σε ποσοστό μέχρι 10%", και επομένως, σε κάθε περίπτωση όχι 2,5%. Ουδεμία δε, επιπλέον, έκθεση περιστατικών ήταν ανάγκη να διαλάβει η απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της, ως προς την εν λόγω παραδοχή, και ουδεμία αντίφαση αυτή ενέχει και, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με στοιχ. Ι πρόσθετος λόγος αναίρεσης με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧ
ΙΙ. Ο ίδιος αναιρεσείων (Χ2), με τον υπό στοιχείο
ΙΙ πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα έκανε δεκτό ότι αυτές οι συναλλαγές, μέσω της διαδικασίας των πακέτων, επηρεάζουν τη ζήτηση επί των μετοχών, αφού διενεργούνται "χειροκίνητα", θεωρώντας, εσφαλμένα, ότι και οι συναλλαγές σε πακέτα φανέρωναν την ύπαρξη "ζήτησης", γεγονός αδιανόητο, αφού αυτές οι συναλλαγές, ως προσυνεννοημένες, μεταξύ των συμβαλλομένων (πωλητού και αγοραστού πακέτων), δεν μπορούν να συνιστούν "ζήτηση", ως συμπεριφορά του αορίστου επενδυτικού κοινού. Επίσης υποστηρίζει, ότι το δικαστήριο δέχεται ότι η μεθόδευση αποσκοπούσε στην τόνωση της εμπορευσιμότητας, η οποία, όμως, είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα από τον επηρεασμό της τιμής και η διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του ν. 3632/28 καλύπτει μόνο τη μεταχείριση επιτήδειων μέσων χάριν του επηρεασμού των χρηματιστηριακών τιμών και όχι χάριν του επηρεασμού του όγκου συναλλαγών (εμπορευσιμότητας), αφού η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν καλύπτει ως παράνομη συμπεριφορά τη χρήση επιτήδειων μέσων με σκοπό την αύξηση της εμπορευσιμότητας ή του όγκου των συναλλαγών (όπως προβλέπεται από την νεότερη διάταξη του άρ. 30 του νόμου 3340/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 34 περ. α του ν. 3632/1928). Κατά τις σαφείς όμως παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η τεχνητή αύξηση του όγκου των συναλλαγών (έστω και αν αφορούσαν προσυνεννοημένες πωλήσεις "πακέτων"), δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά επιτήδειο μέσο προς παραπλάνηση του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών, δεν έγινε δηλαδή η τεχνητή αυτή αύξηση χάριν του επηρεασμού του όγκου συναλλαγών (εμπορευσιμότητας), αλλά χάριν του επηρεασμού των χρηματιστηριακών τιμών. Εξάλλου, το Δικαστήριο, αντικρούοντας την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ορκωτού Ελεγκτή Β, και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι δεν υπήρξε επίδραση άμεση στην τιμή και στο όγκο της μετοχής της εταιρίας στις επόμενες των πακέτων συνεδριάσεις, με την παραδοχή του, ότι "δεν είναι γνωστό πότε θα αντιδράσει το επενδυτικό κοινό" σε μία είδηση, αιτιολογεί πλήρως και χωρίς αντιφάσεις, την αιτιώδη σχέση μεταξύ των συναλλαγών και την αύξηση της ζήτησης των μετοχών, δεχόμενο ότι, ή όχι άμεση, αλλά μετά από ολίγες ημέρες αντίδραση του κοινού στην πιο πάνω είδηση, οφείλεται πιο πάνω επιτήδειο μέσο, προς παραπλάνησή του χάριν επηρεασμού των τιμών. Κατά την σαφή δε έννοια του άρθρου 34 περ. α του ν. 3632/1928 επιτήδειο μέσο με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή κατάλληλα - πρόσφορα, να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του χρηματιστηρίου είναι και η προς τον σκοπό αυτό τεχνική αύξηση του όγκου των συναλλαγών, χωρίς μάλιστα να απαιτείται, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου σ' αυτήν αδικήματος, να παραπλανηθεί πράγματι το κοινό από τα επιτήδεια αυτά μέσα, αλλά, αρκεί αυτά, που χρησιμοποίησε ο δράστης, να είναι κατάλληλα και πρόσφορα προς παραπλάνηση του κοινού, όπως και ήταν εν προκειμένω, καθόσον το έγκλημα είναι αφηρημένης διακινδύνευσης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ, με στοιχ.

ΙΙ, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τις αιτιάσεις ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α', διότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, δεν καλύπτει ως παράνομη συμπεριφορά τη χρήση επιτήδειων μέσων με σκοπό την αύξηση της εμπορευσιμότητας ή του όγκου των συναλλαγών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧ

ΙΙΙ. Με τον υπό στοιχείο 2 λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Χ3 προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β' Π.Κ., κατά την οποία η άμεση συνδρομή στον δράστη πρέπει να παρέχεται κατά την διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κυρίας πράξης. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι, ενώ η κύρια πράξη του αυτουργού συνίσταται στη κατάρτιση των συγκεκριμένων χρηματιστηριακών συναλλαγών, δια των οποίων επήλθε η μεταβίβαση της κυριότητας των μετοχών αυτών στους αγοραστές και, επομένως, η συμμετοχή του αμέσου συνεργού στο έγκλημα απαιτείται να λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της κυρίας αυτής πράξεως, ωστόσο, όπως αναφέρει στην αίτησή του ο αναιρεσείων, "η συγκεκριμενοποίηση της αποδοθείσης κατηγορίας για άμεση συνεργεία επιχειρείται μέσω της καταθέσεως των φερομένων ως επιστραφέντων ποσών στους λογαριασμούς των αγοραστών των πακέτων", δηλαδή πράξη η οποία χρονικά έπεται της καταρτίσεως των χρηματιστηριακών συναλλαγών στις οποίες αυτή (η κατάθεση) αφορά. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Κατά τις σαφείς παραδοχές της αποφάσεως, η συνδρομή του εν λόγω κατηγορουμένου αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι αυτός μεσολάβησε στις αναφερόμενες στην απόφαση πωλήσεις "πακέτων" μετοχών, δηλαδή η συνδρομή αυτού στην πράξη του αυτουργού παρασχέθηκε κατά την διάρκεια της κύριας πράξεως. Η αναφερόμενη δε στην απόφαση μεταγενέστερη της κυρίας πράξεως συμπεριφορά του αναιρεσείοντος παρατίθεται προς ενίσχυση θεμελίωσης του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου αυτού). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ, με στοιχ. 2, λόγος αναίρεσής του, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β' Π.Κ., είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον υπό στοιχείο 3 λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι, όπως υποστηρίζει, παραλείπονται να διευκρινιστούν τα αναφερόμενα στην αίτηση επιπλέον στοιχεία. Ειδικότερα δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για τον εν λόγω αναιρεσείοντα απόφασης να διευκρινίζεται περαιτέρω σε τι συνίσταται η δική του προσυνεννόηση με τους αγοραστές, πότε έλαβε χώρα αυτή, με ποιους συγκεκριμένους αγοραστές, το αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο προκύπτει τέτοια δική προσυνεννόηση, σε τι συνίστανται οι δικές του μεθοδεύσεις με τους αγοραστές για αγορά μετοχών σε μειωμένη τιμή, εάν υπήρξε συνεργασία και το είδος και η έκταση αυτής μεταξύ αυτού και του συγκατηγορουμένου του Χ4, ποιές από όλες τις καταθέσεις πραγματοποίησε αυτός και ποιες ο συγκατηγορούμενός του Χ4, υπέρ ποίων συγκεκριμένων αγοραστών κλπ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με στοιχ. 3, λόγος αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧ
ΙV. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 17/9/2007, 14/9/2007 και 19/9/2007, αιτήσεις - δηλώσεις αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 8178/17-9-2007, 8290/20-9-2007 και 8238/19-9-07, αντίστοιχα) των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 αντίστοιχα, μετά των με ημερομηνία κατάθεσης από 20-12-2007 και 21-12-2007 προσθέτων αυτών λόγων του πρώτου και δευτέρου, επίσης αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά των 42992/07, 43695/07, 43752/07, 43830/07, 43891/07, 43986/07, 44082/07, 44165/07, 44240/07, 44314/07, 44388/07, 44514/07, 44610/07, 44681/07 και 44847/07 καταδικαστικών (κύριας και παρεμπιπτουσών) αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή