Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1861 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Δικαστήριο Αναθεωρητικό.




Περίληψη:
Αναίρεση κατά βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που απέρριψε την έφεσή του κατά βουλεύματος του Συμβουλίου του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών για να δικαστεί για άμεση συνδρομή σε απάτη που διέπραξε άλλος κατ' επάγγελμα και η ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Έννοια των ως άνω όρων. Λόγοι αναιρέσεως: έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπέρβαση εξουσίας λόγω απόλυτης ακυρότητας, απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφανίσεως στο Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Αιτιολογία απορρίψεως αυτού. Νέο αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο Αρείου Πάγου. Απόρριψη και αυτού του αιτήματος. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.




Αριθμός 1861/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 12/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13.11.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1900/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 75/18.2.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 20/13-11-2008, αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομά του και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Χρυσούλα Καπαρτζιάνη, κατόπιν της από 13-11-2008 νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του με αριθμό 12/2008 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Δικαστικό Συμβούλιο του Στρατοδικείου Αθηνών, με το με αριθμό 1021/07 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Πενταμελούς Στρατοδικείου Αθηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, Ταξίαρχο ε.α., προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απλής συνέργειας σε απάτη κατ'επάγγελμα με συνολική ζημία άνω των 15.000 €, που φέρεται ότι τέλεσε στην ... σε μη επακριβώς γνωσθείσα ημερομηνία του μηνός Μαΐου 2003. Κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής, εκδόθηκε το με αριθμό 12/2008 βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε στην ουσία την έφεση του, επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού στρέφεται πλέον με την κρινόμενη αίτησή του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα, νομότυπα και παραδεκτά. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 16/11/2008, η δε αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 13/11/2008 (προ πάσης επιδόσεως) ενώπιον του Γραμματέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, συνετάγη δε από εκείνον, η με αριθμό 20/13-11-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η απόλυτη ακυρότητα και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 § 1αβ και δ Κ.Π.Δ.).
Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι δι'αυτής προβαλλόμενοι λόγοι.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη όλα και τα συνεκτίμησε και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται τ'ανωτέρω στοιχεία, με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 67/2006 ΠΧ ΝΣΤ - 697, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΓ-795). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή εγένετο εκ πλαγίου. Η παράβαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ ΑΠ 9/2001 ΠΧ ΝΑ -788, ΑΠ 259/2006 ΠΧ ΝΣΤ-811).
Ακόμη από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένη τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείον της προσωπικότητας του. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 47 § 1 Π.Κ., συνάγεται ότι απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική, ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό με γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της τελέσεως από αυτόν ωρισμένης άδικης πράξης και με τη βούληση η αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με την συνδρομή του, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής διάστασης ωρισμένου εγκλήματος (ΑΠ 540/06 ΠΧ ΝΣΤ-932, ΑΠ 625/2005 ΠΧ ΝΣΤ-21, ΑΠ 1505/04 ΠΧ ΝΕ -622).
ΙΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο του τα εξέδωσε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο εκκαλών είναι γεγονός ότι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον ΒΒ, που υπηρετούσε τότε ως ΕΜΘ Λοχίας (ΕΜ) στη ΓΔΕ και ήταν οδηγός του υπηρεσιακού οχήματος του κατά τα έτη 1999-2000.
Ο ΒΒ κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο του 2002 έως το Μάιο του 2003, είχε αναπτύξει μία πολυσχιδή έκνομη οικονομική δραστηριότητα, όπως ακριβώς περιγράφεται στο εκκαλούμενο βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Αθηνών, παίζοντας στο τυχερό παιχνίδι "ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ", δραστηριότητα που του απέφερε μεγάλα κέρδη καθόσον είχε πείσει τους ιδιοκτήτες Πρακτορείων ΠΡΟΠΟ ότι, επειδή ήταν φερέγγυος και κάτοχος σημαντικής ακίνητης και κινητής περιουσίας εντός ..., να του επιτρέπουν τη συμμετοχή στο εν λόγω παιχνίδι του ΟΠΑΠ, χωρίς να καταβάλει το τίμημα με την απλή υπόσχεση μελλοντικής καταβολής και χωρίς απαίτηση εγγυήσεως, κατορθώνοντας έτσι να αποσπάσει από τον ιδιοκτήτη του Πρακτορείου ΠΡΟΠΟ ΓΓ, μεθοδικά και με επανειλημμένη τέλεση, συνολικά το ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων (180.000) EYPΩ.
Στο ως άνω παιχνίδι αλλά και στη δραστηριότητα του ΒΒ ζήτησε να συμμετάσχει και ο εκκαλών και να μοιράζονται εξίσου τα έξοδα και τα τυχόν κέρδη. Μάλιστα ο εκκαλών στα πλαίσια της παραπάνω "συνεργασίας τους" τον εφοδίασε με έξι (6) τραπεζικές επιταγές της Γενικής Τράπεζας, υπογεγραμμένες από τον ίδιο (τον εκκαλούντα) για τις οποίες δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, προκειμένου, κατά το δοκούν, ο ΒΒ να κάνει χρήση τους στις πολυσχιδείς δραστηριότητες του.
Σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία κειμένη όμως περί τα μέσα Μαΐου του 2003, ο ΒΒ εμφανίστηκε στον παλαιό γνώριμο του, πρατηριούχο υγρών καυσίμων, Ψ, επί της Λεωφόρου ... στην περιοχή της ... και επικαλούμενος την αποπληρωμή των δόσεων δανείου το οποίο έλαβε για την αγορά μιας νέας κατοικίας στην περιοχή της ..., του ζήτησε να του δανείσει για μικρό χρονικό διάστημα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ΕΥΡΩ, το οποίο θα του επέστρεφε το αργότερο μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 2003. Προκειμένου δε να τον πείσει να του δανείσει το πιο πάνω ποσό και ότι θα το έπαιρνε εγκαίρως πίσω, του δήλωσε ότι στο στρατό που υπηρετεί είχε προσωπικές φιλικές σχέσεις με ένα Στρατηγό (εννοώντας τον εκκαλούντα, ο οποίος τότε έφερε το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη), στον οποίο ήταν οδηγός του υπηρεσιακού του οχήματος και για εξασφάλιση των χρημάτων του θα του έδιδε μία ισόποση προσωπική επιταγή, την οποία θα κατέθετε στην Τράπεζα και θα ελάμβανε τα χρήματα του σε περίπτωση που αυτός (ο ΒΒ) θα αδυνατούσε να του τα επιστρέψει την συμφωνηθείσα ημερομηνία.
Πράγματι μετά από αυτή τη συμφωνία, ο Ψ του έδωσε το ποσό που ζήτησε και ο ΒΒ αμέσως παρέδωσε στον Ψ ως εγγύηση την υπ'αριθμ. ... (μεταχρονολογημένη) επιταγή της Γενικής Τράπεζας, με ημερομηνία 17-06-2003, υπογεγραμμένη από τον εκκαλούντα, την οποία ήδη είχε ο ΒΒ στην κατοχή του, αφού όπως προαναφέρθηκε στα πλαίσια της συνεργασίας τους "είχε παραχωρηθεί" από τον εκκαλούντα.
Η ως άνω επιταγή ως προελέχθη μολονότι προερχόταν από φερέγγυο πρόσωπο (τον Στρατηγό Χ), εμφανισθείσα στη συνέχεια σε Τράπεζα δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων υπολοίπων στο λογαριασμό του εκκαλούντος.
Ο εκκαλών βεβαίως εγνώριζε αφενός ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφληση της επιταγής, αφετέρου ότι ο ΒΒ θα μετεβίβαζε στον Ψ ως εγγύηση προκειμένου να του αποσπάσει το ποσό των 50.000 ευρώ ως άτοκο δάνειο μέχρι την 17-07-2003.
Με την ως άνω ενέργεια του ο εκκαλών, να εφοδιάσει τον ΒΒ με επιταγές χωρίς αντίκρισμα πριν την πράξη της απάτης που ενήργησε ο ΒΒ σαφώς παρέσχε συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο και κατέστη υπαίτιος απλής συνέργειας σε απάτη κατ επάγγελμα που το συνολικό όφελος υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ.
Το ότι η πράξη των δύο συγκατηγορουμένων συνιστά τη διακεκριμένη αυτή περίπτωση απάτης προκύπτει από το ότι ενεργούσαν μεθοδικά και επιτηδευμένα. Ο πρώτος (ΒΒ) δημιουργούσε σε τρίτους την πεπλανημένη εντύπωση ότι υποστηρίζεται οικονομικά από φερέγγυο πρόσωπο (Στρατηγό) δηλαδή τον εκκαλούντα, ώστε να αποσπά χρηματικά ποσά και ο εκκαλών εν γνώσει της δράσης του πρώτου παρείχε σ'αυτόν την υποδομή, εφοδιάζοντας τον με επιταγές που ο ίδιος εξέδιδε (υπέγραφε), άνευ διαθεσίμων κεφαλαίων, προς πορισμό εισοδήματος.
Σε σχέση τώρα με τις αιτιάσεις του εκκαλούντος κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος παρατηρούνται τα εξής:
Ναι μεν ο Ψ στην κατάθεση του στην προκαταρκτική εξέταση, την 31 Μαρτίου 2004 κάνει λόγο για χορήγηση του δανείου στον ΒΒ τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 2002 και παράδοση της επιταγής του εκκαλούντος τον Μάιο του 2003, ούτως ώστε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία να μην προκύπτει κατά τα προεκτεθέντα συμμετοχική δράση στον δι'εξαπατήσεως του Ψ δανεισμό του ΒΒ, όμως πολύ νωρίτερα από την κατάθεση αυτή και συγκεκριμένα την 30 Οκτωβρίου 2003, στη σχετική έγκληση του κατά του ΒΒ, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κάνει λόγο για παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών από τον ΒΒ με σκοπό ο τελευταίος να αποκομίσει απ'αυτόν παράνομο περιουσιακό όφελος και συγκεκριμένα ότι περί τα μέσα Μαΐου του 2003 ο ΒΒ του παρέστησε ότι αγόρασε καινούργιο σπίτι στην ... και ως εκ τούτου είχε απόλυτη ανάγκη για την πληρωμή του τιμήματος και ότι για την εξασφάλιση του ποσού που θα του δάνειζε ο Ψ, θα του χορηγούσε ισόποση επιταγή (50.000 ΕΥΡΩ) διά της της υπ'αριθ. ... επιταγής της Γενικής Τράπεζας εκδότης της οποίας ήταν φερέγγυο πρόσωπο, Στρατηγός του Ελληνικού Στρατού, ο Χ, ο οποίος είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της παραπάνω επιταγής.
Το ότι η χορήγηση του δανείου στον ΒΒ έγινε από τον Ψ περί τα μέσα Μαΐου 2003 και όχι νωρίτερα ενισχύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ΑΑ, πατέρα του Ψ, ΔΔ, αλλά και του ιδίου του Ψ, την 19 Ιουνίου 2006 ενώπιον της ενεργούσης κυρία ανάκριση, Ανακρίτριας του Στρατοδικείου Αθηνών.
Ούτε όμως και η περίπτωση της κλοπής των επιταγών του εκκαλούντος από τον ΒΒ ευσταθεί.
Επί της σχετικής δε μηνύσεως του Χ κατά του ΒΒ, από 30 Απρ. 2004 για κλοπή των επιταγών του και πλαστογράφηση των ως προς όλα πλην της υπογραφής των στοιχείων τους, εκδόθηκε ήδη η υπ'αριθ. 93/14-09-05 διάταξη απόρριψης εγκλήσεως του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, ο οποίος έκρινε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι ο ΒΒ αφαίρεσε παράνομα έξι επιταγές του εκκαλούντος και ότι πλαστογράφησε κάποιες απ'αυτές και τις μετεβίβασε με οπισθογράφηση σε οφειλέτες του αλλά φαίνεται ότι ενήργησε έτσι κατόπιν συμφωνίας τους. Κατά της πιο πάνω διατάξεως δεν προσέφυγε ο Χ στον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μολονότι η εν λόγω διάταξη του επιδόθηκε νομίμως.
Την εμπεριστατωμένη κρίση του ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου Αθηνών στηρίζει μεταξύ άλλων και στο ότι όταν ο ΒΒ έδωσε από τις επίδικες επιταγές Χ στο Πρακτορείο ΠΡΟΠΟ ΕΕ στη ... προς εξόφληση οφειλών τόσο του ξαδέλφου του ΣΤ, όσο και δικών του αλλά και του εκκαλούντος από το παιχνίδι "ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ" και η εκ των συνιδιοκτητών του Πρακτορείου ΖΖ (μητέρα του ΕΕ) επεκοινώνησε με τον εκκαλούντα για να βεβαιωθεί για τη φερεγγυότητα του προσώπου του, ο τελευταίος την καθησύχασε και τη διαβεβαίωσε ότι ήταν γνώστης των ενεργειών του ΒΒ σχετικά με τις επιταγές καθώς και ότι αυτές θα επληρώνοντο εγκαίρως και μάλιστα πριν από την ημερομηνία όψεως που έφεραν "χέρι με χέρι". Επίσης ο εκκαλών ανακοίνωσε την ιδιότητα του στην ΖΖ. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο εκκαλών εφοδίαζε τον ΒΒ με επιταγές από το λογαριασμό του στη Γενική Τράπεζα και ότι οι εν λόγω επιταγές δεν περιήλθαν στα χέρια του ΒΒ συνεπεία κλοπής τους από τον τελευταίο.
ΙV. Από τ'ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου 1021/07 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Αθηνών, αναφορικά με την πράξη της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη που αποδίδεται σ'αυτόν, διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 47 § 1 -386 § 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ως εκ τούτου τ'αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας. Τέλος ουδεμία ακυρότητα προκλήθηκε από την απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τη σχετική διάταξη του προσβαλλομένου βουλεύματος, για την απόρριψη του αιτήματός αυτού διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. ΑΠ 960/2006 Ποιν. Δ. 2006-1346, ΑΠ 292/03 Ποιν.Δ. 2003-844).
V. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. Ακόμη, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Σας, δεδομένου ότι με πληρότητα στην αίτηση αναίρεσης αναπτύσσει τις απόψεις του επί των προβαλλομένων αναιρετικών λόγων, οι οποίες δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Ι) Να απορριφθεί η με αριθμό 20/13-11-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορούμενου Χ, κατά του με αριθμό 12/2008 βουλεύματός του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών.
ΙΙ) Να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον Σας. Και
ΙΙΙ) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 22 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσεί ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΠΚ 13 περ. στ').
Συνεπώς, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Κατ' επάγγελμα δε τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος.
Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΚ, ορίζεται ότι: "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ύπαρξη απλής συνέργειας, απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική η οποία χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της κύριας πράξης με γνώση του συνεργού ότι ο αυτουργός τελεί αξιόποινη πράξη και με την θέληση και αποδοχή του συνεργού να συμβάλλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωση της τελευταίας. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, εκθέσεις παροχής εξηγήσεων, απολογίες κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από την εισαγγελική πρόταση: "από την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και την επακολουθήσασα κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα σε συνδυασμό με τις εκθέσεις παροχής εξηγήσεων και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα παρακάτω: Με την υπ'αριθμ. 1333/02-12-2005 απόφασή του το Πενταμελές Στρατοδικείό Αθηνών, ενώπιον του οποίου είχε παραπεμφθεί ο πρώην ΕΜΘ Επιλοχίας (ΕΜ) ΒΒ, για να δικασθεί ως υπαίτιος: α) απάτης κατ'εξακολούθηση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (εις βάρος του ΓΓ), β) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατά συρροή (πράξεις δύο), γ) λιποταξίας στο εσωτερικό σε ειρηνική περίοδο (αρθ. 33 παρ. 1β ΣΠΚ) και δ) απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (εις βάρος του Ψ), κάνοντας δεκτό αυτοτελή ισχυρισμό του συνηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος Ψ για χαρακτηρισμό της εις βάρος του πράξεως της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, τελεσθείσης από τον ως άνω κατηγορούμενο, ως κακουργηματικής, διεβίβασε τις σχετικές δικογραφίες στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, προκειμένου ο τελευταίος δια παραγγελίας προς κυρία ανάκριση να κινήσει δίωξη για διακεκριμένες περιπτώσεις απάτης (κακουργηματικές), στα πλαίσια της οποίας να διερευνηθεί και πιθανή συμμετοχική δραστηριότητα του εκκαλούντος με οποιαδήποτε μορφή. Ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια με παραγγελία του προς τον Ανακριτή του Β' Τμήματος του Στρατοδικείου Αθηνών, άσκησε την 17 Φεβρουαρίου 2006, ποινική δίωξη και εις βάρος του εκκαλούντος για απλή συνεργεία σε μια πράξη απάτης κατ' επάγγελμα με φυσικό αυτουργό τον ΒΒ και δη για την τελεσθείσα στην ... περί τα μέσα Μαΐου 2003, ενώ για τον ΒΒ για: α. απάτη κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και β. απάτη κατ' επάγγελμα με συνολική ζημία άνω των 15.000 ΕΥΡΩ. Ο εκκαλών είναι γεγονός ότι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον ΒΒ, που υπηρετούσε τότε ως ΕΜΘ Λοχίας (ΕΜ) στη ΓΔΕ και ήταν οδηγός του υπηρεσιακού οχήματός του κατά τα έτη 1999-2000. Ο ΒΒ κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο του 2002 έως το Μάιο του 2003, είχε αναπτύξει μία πολυσχιδή έκνομη οικονομική δραστηριότητα, όπως ακριβώς περιγράφεται στο εκκαλούμενο βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Αθηνών, παίζοντας στο τυχερό παιχνίδι "ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ", δραστηριότητα που του απέφερε μεγάλα κέρδη, καθόσον είχε πείσει τους ιδιοκτήτες Πρακτορείων ΠΡΟΠΟ ότι, επειδή ήταν φερέγγυος και κάτοχος σημαντικής ακίνητης και κινητής περιουσίας εντός ..., να του επιτρέπουν τη συμμετοχή στο εν λόγω παιχνίδι του ΟΠΑΠ, χωρίς να καταβάλει το τίμημα με την απλή υπόσχεση μελλοντικής καταβολής και χωρίς απαίτηση εγγυήσεως, κατορθώνοντας έτσι να αποσπάσει από τον ιδιοκτήτη του Πρακτορείου ΠΡΟΠΟ ΓΓ, μεθοδικά και με επανειλημμένη τέλεση, συνολικά το ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων (180.000) ευρώ. Στο ως άνω παιχνίδι, αλλά και στη δραστηριότητα του ΒΒ, ζήτησε να συμμετάσχει και ο εκκαλών και να μοιράζονται εξίσου τα έξοδα και τα τυχόν κέρδη. Μάλιστα ο εκκαλών, στα πλαίσια της παραπάνω "συνεργασίας τους", τον εφοδίασε με έξι (6) τραπεζικές επιταγές της Γενικής Τράπεζας, υπογεγραμμένες από τον ίδιο (τον εκκαλούντα), για τις οποίες δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, προκειμένου, κατά το δοκούν, ο ΒΒ να κάνει χρήση τους στις πολυσχιδείς δραστηριότητές του. Σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, κειμένη όμως περί τα μέσα Μαΐου του 2003, ο ΒΒ εμφανίστηκε στον παλαιό γνώριμό του, πρατηριούχο υγρών καυσίμων, Ψ, επί της Λεωφόρου ... στην περιοχή της ... και επικαλούμενος την αποπληρωμή των δόσεων δανείου, το οποίο έλαβε για την αγορά μιας νέας κατοικίας στην περιοχή της ..., του ζήτησε να του δανείσει για μικρό χρονικό διάστημα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ΕΥΡΩ, το οποίο θα του επέστρεφε το αργότερο μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 2003. Προκειμένου δε να τον πείσει να του δανείσει το πιο πάνω ποσό και ότι θα το έπαιρνε εγκαίρως πίσω, του δήλωσε ότι στον στρατό που υπηρετεί είχε προσωπικές φιλικές σχέσεις με έναν Στρατηγό (εννοώντας τον εκκαλούντα, ο οποίος τότε έφερε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη), στον οποίο ήταν οδηγός του υπηρεσιακού του οχήματος και για εξασφάλιση των χρημάτων του θα του έδιδε μία ισόποση προσωπική επιταγή, την οποία θα κατέθετε στην Τράπεζα και θα ελάμβανε τα χρήματά του, σε περίπτωση που αυτός (ο ΒΒ) θα αδυνατούσε να του τα επιστρέψει την συμφωνηθείσα ημερομηνία. Πράγματι μετά από αυτή τη συμφωνία, ο Ψ του έδωσε το ποσό που ζήτησε και ο ΒΒ αμέσως παρέδωσε στον Ψ ως εγγύηση την υπ' αριθμ. ... (μεταχρονολογημένη) επιταγή της Γενικής Τράπεζας, με ημερομηνία 17-06-2003, υπογεγραμμένη από τον εκκαλούντα, την οποία ήδη είχε ο ΒΒ στην κατοχή του, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στα πλαίσια της συνεργασίας τους "είχε παραχωρηθεί" από τον εκκαλούντα. Η ως άνω επιταγή, ως προελέχθη, μολονότι προερχόταν από φερέγγυο πρόσωπο (τον Στρατηγό Χ), εμφανισθείσα στη συνέχεια σε Τράπεζα, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων υπολοίπων στον λογαριασμό του εκκαλούντος. Ο εκκαλών βεβαίως εγνώριζε, αφενός ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφαλαία για την εξόφληση της επιταγής, αφετέρου ότι ο ΒΒ θα την μετεβίβαζε στον Ψ ως εγγύηση, προκειμένου να του αποσπάσει το ποσό των 50.000 ευρώ, ως άτοκο δάνειο, μέχρι την 17-07-2003. Με την ως άνω ενέργειά του ο εκκαλών, να εφοδιάσει τον ΒΒ με επιταγές χωρίς αντίκρυσμα πριν την πράξη της απάτης που ενήργησε ο ΒΒ, σαφώς παρέσχε συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο και κατέστη υπαίτιος απλής συνέργειας σε απάτη κατ' επάγγελμα που το συνολικό όφελος υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ. Το ότι η πράξη των δύο συγκατηγορουμένων συνιστά την διακεκριμένη αυτήν περίπτωση απάτης, προκύπτει από το ότι ενεργούσαν μεθοδικά και επιτηδευμένα. Ο πρώτος (ΒΒ) δημιουργούσε σε τρίτους την πεπλανημένη εντύπωση ότι υποστηρίζεται οικονομικά από φερέγγυο πρόσωπο (Στρατηγό), δηλαδή τον εκκαλούντα, ώστε να αποσπά χρηματικά ποσά, και ο εκκαλών εν γνώσει της δράσης του πρώτου παρείχε σ' αυτόν την υποδομή, εφοδιάζοντάς τον με επιταγές που ο ίδιος εξέδιδε (υπέγραφε), άνευ διαθεσίμων κεφαλαίων, προς πορισμό εισοδήματος. Σε σχέση τώρα με τις αιτιάσεις του εκκαλούντος κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος, παρατηρούνται τα εξής: Ναι μεν ο Ψ στην κατάθεσή του στην προκαταρκτική εξέταση, την 31 Μαρτίου 2004 κάνει λόγο για χορήγηση του δανείου στον ΒΒ τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 2002 και παράδοση της επιταγής του εκκαλούντος τον Μάιο του 2003, ούτως ώστε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία να μην προκύπτει κατά τα προεκτεθέντα συμμετοχική δράση στον δι' εξαπατήσεως του Ψ δανεισμό του ΒΒ, όμως πολύ νωρίτερα από την κατάθεση αυτή και συγκεκριμένα την 30 Οκτωβρίου 2003, στη σχετική έγκλησή του κατά του ΒΒ, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κάνει λόγο για παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών από τον ΒΒ, με σκοπό ο τελευταίος να αποκομίσει απ' αυτόν παράνομο περιουσιακό όφελος και συγκεκριμένα ότι περί τα μέσα Μαΐου του 2003 ο ΒΒ του παρέστησε ότι αγόρασε καινούργιο σπίτι στην ... και ως εκ τούτου είχε απόλυτη ανάγκη για την πληρωμή του τιμήματος και ότι για την εξασφάλιση του ποσού που θα του δάνειζε ο Ψ, θα του χορηγούσε ισόποση επιταγή (50.000 ΕΥΡΩ) δια της υπ' αριθ. ... επιταγής της Γενικής Τράπεζας εκδότης της οποίας ήταν φερέγγυο πρόσωπο, Στρατηγός του Ελληνικού Στρατού, ο Χ, ο οποίος είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της παραπάνω επιταγής. Το ότι η χορήγηση του δανείου στον ΒΒ έγινε από τον Ψ περί τα μέσα Μαΐου 2003 και όχι νωρίτερα ενισχύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ΑΑ, πατέρα του Ψ, ΔΔ, αλλά και του ιδίου του Ψ, την 19 Ιουνίου 2006 ενώπιον της ενεργούσης κυρία ανάκριση, Ανακρίτριας του Στρατοδικείου Αθηνών. Ούτε όμως και η περίπτωση της κλοπής των επιταγών του εκκαλούντος από τον ΒΒ ευσταθεί. Επί της σχετικής δε μηνύσεως του Χ κατά του ΒΒ, από 30 Απριλίου 2004 για κλοπή των επιταγών του και πλαστογράφηση των ως προς όλα πλην της υπογραφής των στοιχείων τους, εκδόθηκε ήδη η υπ' αριθ. 93/14-09-05 διάταξη απόρριψης εγκλήσεως του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, ο οποίος έκρινε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι ο ΒΒ αφαίρεσε παράνομα έξι επιταγές του εκκαλούντος και ότι πλαστογράφησε κάποιες απ' αυτές και τις μετεβίβασε με οπισθογράφηση σε οφειλέτες του αλλά φαίνεται ότι ενήργησε έτσι κατόπιν συμφωνίας τους. Κατά της πιο πάνω διατάξεως δεν προσέφυγε ο Χ στον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, μολονότι η εν λόγω διάταξη του επιδόθηκε νομίμως. Την εμπεριστατωμένη κρίση του ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου Αθηνών στηρίζει, μεταξύ άλλων, και στο ότι, όταν ο ΒΒ έδωσε από τις επίδικες επιταγές Χ στο Πρακτορείο ΠΡΟΠΟ ΕΕ στη ... προς εξόφληση οφειλών τόσο του ξαδέλφου του ΣΤ, όσο και δικών του αλλά και του εκκαλούντος από το παιχνίδι "ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ" και η εκ των συνιδιοκτητών του Πρακτορείου ΖΖ (μητέρα του ΕΕ) επεκοινώνησε με τον εκκαλούντα για να βεβαιωθεί για την φερεγγυότητα του προσώπου του, ο τελευταίος την καθησύχασε και την διαβεβαίωσε ότι ήταν γνώστης των ενεργειών του ΒΒ σχετικά με τις επιταγές, καθώς και ότι αυτές θα επληρώνοντο εγκαίρως, και μάλιστα πριν από την ημερομηνία όψεως που έφεραν, "χέρι με χέρι". Επίσης, ο εκκαλών ανακοίνωσε την ιδιότητά του στην ΖΖ. Από τα ανωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι ο εκκαλών εφοδίαζε τον ΒΒ με επιταγές από τον λογαριασμό του στη Γενική Τράπεζα και ότι οι εν λόγω επιταγές δεν περιήλθαν στα χέρια του ΒΒ, συνεπεία κλοπής τους από τον τελευταίο". Ενόψει αυτών, έκρινε το Δικαστικό Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε απάτη που τελείται κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ' εδ. α', 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 47 απρ. 1, 386 παρ. 1-3α' ΠΚ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και στη συνέχεια με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Χ και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Στρατοδικείου Αθηνών, για να δικασθεί για την κακουργηματική άνω πράξη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, 1021/07 του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Αθηνών, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Στρατοδικείου Αθηνών, για να δικασθεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, Χ, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Αντισυνταγματάρχης (ΤΧ) και υπηρετούσε στη ΓΔΕ, στην ..., σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, κειμένη πάντως περί τα μέσα Μαΐου 2003, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον συνδρομή πριν από την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε κατ' επάγγελμα, δηλαδή γνωρίζοντας ότι ο συγκατηγορούμενός του και παραπεμπόμενος με το ίδιο εκκαλούμενο βούλευμα για απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συρροή (πράξεις δύο), η μία εξ αυτών κατ' εξακολούθηση, με συνολική ζημία άνω των 15.000 ΕΥΡΩ, ΒΒ, ΕΜΘ Λοχίας τότε, διέπραττε κατ' επάγγελμα απάτες, παρέσχε σ' αυτόν αναγκαία συνδρομή, προκειμένου να πεισθεί ο Ψ, να χορηγήσει στον ΒΒ, άτοκο δάνειο 50.000 ΕΥΡΩ, εκδίδοντας, σε συνεννόηση με αυτόν (ΒΒ) την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή της Γενικής Τράπεζας με ημερομηνία 17 Ιουνίου 2003, παρόλο που γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα αναγκαιούντα κεφάλαια και ότι η ως άνω επιταγή θα εχρησιμοποιείτο για να κάμψει οποιεσδήποτε αντιρρήσεις του προαναφερόμενου δανειοδότη (Ψ), με αποτέλεσμα ο ΒΒ να πείσει τον Ψ να προβεί στο ως άνω δάνειο και να βλάψει έτσι την περιουσία του Ψ κατά πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Να σημειωθεί εδώ ότι ο ΒΒ παραπέμπεται με το ίδιο βούλευμα, γιατί ως στρατιωτικός, δηλαδή ΕΜΘ Λοχίας που υπηρετούσε στο Τ/ΓΕΣ, στην Αθήνα, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, κείμενες εντός του χρονικού διαστήματος από μηνός Δεκεμβρίου 2002 έως μηνός Μαρτίου 2003, κατ' επάγγελμα, δηλαδή έχοντας δημιουργήσει υποδομή, δηλαδή όχι ευκαιριακά ή μη οργανωμένα, απ' όπου συνάγεται η πρόθεσή του για επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της απάτης και ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, με πολλές πράξεις που συνιστούσαν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η ζημία δε που προκλήθηκε υπερέβαινε συνολικά το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Επίσης, το Συμβούλιο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του και του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεω που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ', επάγεται και η παραβίαση της διατάξεως του αρ. 309 παρ 2 του ΚΠΔ με την οποία παρέχεται δικαίωμα στον διάδικο να ζητήσει την ενώπιον του συμβουλίου εμφάνισή του προς παροχή οποιασδήποτε εξηγήσεως. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο κατά την προαναφερθείσα διάταξη να διατάξει την εμφάνιση του διαδίκου ενώπιόν του. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου και σε περίπτωση απορρίψεώς της να αιτιολογήσει με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινίσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, στην οποία το Συμβούλιο αυτό για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου παραδεκτά προβαίνει, προκύτπει ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων με την έφεσή του ζήτησε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την ουσία της υποθέσεως και την βασιμότητα των λόγων της εφέσεώς του. Το αίτημά του, που είναι νόμιμο (ΚΠΔ 309 παρ. 2), το εν λόγω Συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, το απέρριψε, αναφέροντας κατά λέξη τα εξής: "με το αίτημα του εκκαλούντος που διατυπώνεται στην έκθεση εφέσεως για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (άρθρα 317, 318 και 309 παρ. 2 ΚΠΔ) επισημαίνονται τα εξής: ·Ο εκκαλών δια της πολυσέλιδης εφέσεώς του υπεστήριξε επαρκώς τον εαυτό του και η υπόθεσή του διερευνήθηκε εξαντλητικά. Άλλωστε, επιθυμεί να εμφανισθεί, μόνο για παροχή διευκρινήσεων σχετικά με την ουσία της υποθέσεως και τη βασιμότητα των λόγων της εφέσεώς του, δηλαδή προκειμένου να επαναλάβει ό,τι ακριβώς έχει συμπεριλάβει στην έφεσή του χωρίς να κάνει μνεία για προσκόμιση νέων στοιχείων. Κατά συνέπεια, επειδή παρέλκει κάθε νέα διασάφηση εκ μέρους του εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του μετά του συνηγόρου του ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου".
Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτησή του ζητεί να διαταχθεί η ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου αυτοπρόσωπη εμφάνισή του σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 3 ΚΠΔ, προκειμένου να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, ο δε συνήγορός του, προκειμένου να προβεί στην προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως. Το νόμιμο αίτημά του (ΚΠΔ 485 παρ. 1, 3, 309 παρ. 2) πρέπει να απορριφθεί, διότι με την έφεσή του και την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ανέπτυξε πλήρως τους ισχυρισμούς του και γενικά την υπόθεσή του και έτσι, δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου αυτού. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει α) το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του μετά του συνηγόρου του στο Συμβούλιο αυτό προς παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την παρούσα υπόθεση και β) την από 13 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του (αναιρεσείοντος) Χ, για αναίρεση του υπ' αριθ. 12/2008 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή