Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση που βεβαιώθηκαν πριν και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3220/2004. Ορθή εφαρμογή και ερμηνεία άρθρου 25 ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 § 1 ν. 2523/1997 και 34 §§ 1, 2, 3 ν. 3220/2004. Κατά ποιο μέρος οι νέες διατάξεις είναι δυσμενέστερες και κατά ποιο είναι ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου από τις προηγούμενες. Εφαρμογή για τα χρέη που βεβαιώθηκαν πριν από την 1.1.2004 των διατάξεων του άρθρου 25 ν. 1882/1990, όπως ίσχυε τότε, κατά το μέρος που είναι ευμενέστερες για τον αναιρεσείοντα. Πότε είναι ορισμένος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Ε΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα των ταμειακώς βεβαιωθέντων χρεών. Απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για μη νόμιμη αιτιολογία ως προς την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ως προς την έννοια των "συνεισπραττομένων". Για να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επειδή δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του για να προβεί, κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων, πρέπει αυτοί να ζητήσουν να τους δοθεί αυτός και, αν δεν τους δοθεί από το διευθύνοντα τη συζήτηση, να προσφύγουν στο δικαστήριο. Τα πρακτικά της δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, στο οποίο, πάντως, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, γιατί το αίτημα δεν ήταν νόμιμο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 181/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Ιωαννίδου, περί αναιρέσεως της 4257/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1223/2009.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη και νόμιμη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 4257/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την οποία ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση στην εκεί αναφερόμενη ποινή, και από τα πρακτικά της, ο συνήγορος που εκπροσώπησε στη δίκη τον κατηγορούμενο, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις κατ' άρθρο 352 ΚΠΔ, ισχυρισθείς, ειδικότερα, ότι "τα μεγαλύτερα ποσά προέρχονται από πρόστιμα του Νόμου 3037/2002. Περιμένουμε μέσα στο Μάρτιο απόφαση του Υπουργείου, για πάγωμα αυτών των χρεών, και να μπορέσουμε να ρυθμίσουμε τα λοιπά χρέη". Το αίτημα αναβολής αυτό, όπως διατυπώθηκε, ήταν μη νόμιμο, αφού η αναμονή τυχόν μελλοντικής νομοθετικής ρυθμίσεως για "πάγωμα" κάποιων χρεών του αναιρεσείοντος δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις (ούτε και για σημαντικά αίτια κατ' άρθρο 349 ΚΠΔ). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την περί αυτού παρεμπίπτουσα απόφασή του. Παρά ταύτα, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του, κατά λέξη, τα εξής: "... η υπόθεση έχει αναβληθεί για κρείσσονες αποδείξεις και για να προσκομισθεί απόφαση ρύθμισης της οφειλής σε δόσεις τρεις φορές και ζητείται να αναβληθεί για τον ίδιο λόγο για τέταρτη φορά, αίτημα, που κρίνεται παρελκυστικό, αφού έχει δοθεί στον κατηγορούμενο αρκετός χρόνος, για να προβεί σε ρύθμιση, χωρίς αυτός να τον εκμεταλλευτεί, ενώ το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναμένει τυχόν μελλοντική νομοθετική ρύθμιση για πάγωμα κάποιων χρεών του, αφού θα μπορούσε να προβεί σε ρύθμιση και σε περίπτωση νομοθετικής ρύθμισης, να συμψηφιστούν ή αποδοθούν οι οφειλές. Ενόψει αυτών και δεδομένου του χρόνου τέλεσης της πράξης, που είναι ο Μάρτιος του 2002 και δεδομένου ότι η υπόθεση οδεύει σε παραγραφή, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, που επικαλείται ο συνήγορος του κατηγορουμένου, σαν αβάσιμο και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Η αιτιολογία δε αυτή, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής ως αβάσιμο και στην οποία, πάντως, εκ περισσού αναφέρεται η επικείμενη παραγραφή, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούσε να δοθεί τέτοια αναβολή. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 25 παρ. l του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως, και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι, για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/11.9.1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και, έτσι, οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοσθούν, ως ευμενέστερες γι' αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 4257/2009 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, μετατραπείσα. Κατά το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος γιατί, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2002 μέχρι 1.1.2006, αν και σε βάρος του είχαν βεβαιωθεί ατομικά χρέη προς το Δημόσιο στην Δ' Δ.Ο.Υ. ...καταβλητέα εφάπαξ ή σε δόσεις που υπερέβαιναν το ποσό των 120.000 ευρώ, αυτός παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών, δηλαδή των 4 μηνών, και δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό των 272.618,39 ευρώ, όπως τα χρέη αυτά εμφαίνονται στον αναλυτικό πίνακα που έχει ενσωματωθεί στο διατακτικό της αποφάσεως. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι σε βάρος του κατηγορουμένου και στην αρμόδια για τη φορολόγησή του Δ' ΔΟΥ ..., το χρονικό διάστημα από 1-3-2002 μέχρι 1-1-2006 βεβαιώθηκαν νόμιμα χρέη, συνολικού ύψους από κάθε αιτία (συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων) άνω των 120.000 ευρώ και συγκεκριμένα συνολικού ποσού 272.618,39 €, όπως λεπτομερειακά οι αντίστοιχες ημερομηνίες βεβαίωσης σημειώνονται στο διατακτικό και στον πίνακα χρεών με αύξοντες αριθμούς 3, 10, 11, 12, 19 έως 30 χρέη και όπως το κάθε χρέος αναφέρεται, κατά ύψος, αιτία, τρόπο καταβολής (εφάπαξ ή δόσεις) καθώς και ημερομηνία λήξης πρώτης δόσης, αυτός δεν τα κατέβαλε εντός της από τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004 (η ισχύς του οποίου άρχισε την 1-1-2004), προβλεπόμενης τετράμηνης προθεσμίας από την ημέρα, που αναφέρεται στο διατακτικό ως ημερομηνία εφάπαξ καταβολής τους ή ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης του κάθε καταβαλλόμενου σε δόσεις χρέους του, οπότε και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, αλλά ούτε και μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα το χρονικό διάστημα από 1-3-2002 μέχρι 1-1-2006 να καταστεί αξιόποινη η πράξη του αυτή.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατ' εξακολούθηση της αποδιδόμενης σ' αυτόν αντίστοιχης αξιόποινης πράξης".
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25§§1 γ, 7, 8 ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 23§1 ν. 2523/1997 και άρθρο 34§§1, 2, 3 ν. 3220/2004, και στη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, προσδιορίζεται η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (Δ' Δ.Ο.Υ. ...), το ύψος των χρεών, ο τρόπος πληρωμής τους (σε 6 μηνιαίες δόσεις το πρώτο από 6.953,76 €, με ημερομηνία λήξης της πρώτης δόσης την 31.10.2001 και της τελευταίας την 29.3.2002, και εφάπαξ τα λοιπά) και ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί το καθένα. Εξειδικεύεται δε αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά (ΦΠΑ, τέλη διενέργειας παιγνίων, δικαστικά έξοδα, πρόστιμα, άλλοι φόροι), καθώς και ότι το καθένα από τα επί μέρους χρέη υπερβαίνει, όσον αφορά το χρονικό διάστημα πριν από την 1.1.2004, το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), αφού αυτά (με αύξ. αριθ. 3, 10, 11 και 12) ανέρχονται σε 6.953,76 €, 5.796,02 €, 40.572,50 € και 8.694,04 € αντιστοίχως, ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, το δε συνολικό χρέος για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, καθώς και ότι τα εν λόγω χρέη δεν καταβλήθηκαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τεσσάρων μηνών. Επομένως, οι τρίτος και πέμπτος, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση α) για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον αναιρεσείοντα εγκλήματος και δη γιατί αναφέρεται στην απόφαση διαζευκτικώς η μη καταβολή της πρώτης δόσεως για τα χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις ή η καθυστέρηση της πληρωμής πέραν των τεσσάρων μηνών για τα χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, με αποτέλεσμα να ανακύπτει ασάφεια ως προς το ποια από τις προβλεπόμενες στο νόμο περιπτώσεις δέχεται, αν δε περιλαμβάνονταν χρέη και των δύο περιπτώσεων, δεν προσδιορίζονται τα χρέη καθεμιάς περιπτώσεως, και β) γα εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και δη γιατί εσφαλμένα υπολογίσθηκαν αθροιστικώς τα οφειλόμενα ποσά, ενώ υπάρχει πληθώρα επί μέρους ποσών (με αύξ. αριθ. 3, 10, 12, 20, 21, 22, 23, 24, 26, 27, 28, 29 και 30), τα οποία ήταν κάτω από 10.000 € και, επομένως, υπό την ισχύ των ευνοϊκοτέρων, ως προς το σημείο αυτό, διατάξεων του ν. 3220/2004, ήταν ανέγκλητα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει στην έκθεση να διαλαμβάνονται συγκεκριμένα ή ουσιαστική ποινική διάταξη που (φέρεται ότι) παραβιάστηκε, η μορφή της παραβιάσεώς της, εάν, δηλαδή, έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ' αυτήν από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν κατά τη γενομένη υπαγωγή τους σ' αυτή. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναιρέσεως είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και δεν μπορούν να συμπληρωθούν με παραπομπή σε στοιχεία που ευρίσκονται σε άλλα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο, από το άρθρο 510§1 περ. Ε' ΚΠΔ, λόγο της αιτήσεώς του, προβάλλει ότι το Δικαστήριο της ουσίας όφειλε, παρεμπιπτόντως, να ελέγξει τη νομιμότητα των ταμειακώς βεβαιωθέντων σε βάρος του χρεών, εφόσον δε δεν το έπραξε, εφάρμοσε εσφαλμένα το ν. 3037/2002, που συμπαρέσυρε σε εσφαλμένη εφαρμογή και το άρθρο 25 του ν. 1882/1990, όπως αυτό ισχύει. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, ως εκ τούτου δε απαράδεκτος και απορριπτέος, καθόσον δεν προσδιορίζεται ποια διάταξη του ν. 3037/2002 "απαγόρευση παιγνίων" παραβιάσθηκε, ανεξαρτήτως του ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε νόμιμη εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα της βεβαιώσεως των χρεών του αναιρεσείοντος προς το Δημόσιο, αλλά ελέγχει μόνο τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφάρμοσε.
Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 34§1 του ν. 3220/2004, με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, στα χρέη προς το Δημόσιο από κάθε αιτία, που βεβαιώνονται στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία, η καθυστέρηση καταβολής των οποίων επιδέχεται ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους τόκοι ή προσαυξήσεις μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών. Στον τελευταίο αναγράφονται, πλην του ληξιπροθέσμου κεφαλαίου, ως συνεισπραττόμενα και οι προσαυξήσεις και οι τόκοι αυτού, τα οποία, προστιθέμενα, αποτελούν το απαιτητό σύνολο κάθε επί μέρους ληξιπρόθεσμου χρέους, χωρίς, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, να είναι αναγκαία η εξειδίκευση εάν τα συνεισπραττόμενα αφορούν προσαυξήσεις ή τόκους και, αν πρόκειται για τόκους, με τι επιτόκιο έχουν υπολογισθεί αυτοί. Επομένως, ο τέταρτος, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την έννοια των συνεισπραττομένων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 ή άλλη διάταξη του ΚΠοινΔ, δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίνει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 141 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις ή δηλώσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την εξέταση του κάθε μάρτυρα, ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές και στο συνήγορο του κατηγορουμένου, για να απευθύνουν ερωτήσεις στους μάρτυρες, δεν προκύπτει, όμως, ειδικότερα ως προς το συνήγορο του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, ότι ζήτησε το λόγο από την Πρόεδρο για να υποβάλει δηλώσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ... και υπερασπίσεως ..., κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, και δεν του δόθηκε ούτε, πολύ περισσότερο, ότι, μετά την προεδρική άρνηση, προσέφυγε αυτός προς τούτο στο Δικαστήριο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ έκτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι, κατά παραβίαση του άρθρου 358 ΚΠΔ, δεν δόθηκε, μετά την εξέταση στο ακροατήριο των ανωτέρω μαρτύρων, στο συνήγορο του κατηγορουμένου ο λόγος για να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις τους, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ενώ, εξάλλου, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το ότι, μετά την εξέταση των μαρτύρων αυτών, δεν δόθηκε ο λόγος από την διευθύνουσα τη συζήτηση στο συνήγορο του αναιρεσείοντος, αυτεπαγγέλτως και χωρίς αίτησή του, για να εκθέσει τις απόψεις και παρατηρήσεις του σχετικά με τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Ιουλίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 5850/2009) αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 4257/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ