Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1366 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Παραγραφή, Πολιτική αγωγή, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Νομιμοποίηση πολιτικής αγωγής Δημοσίου. Απόρριψη αναιρετικού λόγου άρθρο 510 § 1 περ. Α ΚΠΔ. Χρηματική ικανοποίηση. Παραγραφή 937 Α.Κ. Διακοπή άρθρου 260 Α.Κ. Άσκηση αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Διακόπτει την παραγραφή. Απόρριψη αναιρετικού λόγου 510 § 1 στοιχ. Α ΚΠΔ. Έννοια παράβασης καθήκοντος. Καθήκοντα Λυκειακής Επιτροπής Π.Δ. 246/1998. Αιτιολογημένη καταδίκη καθηγήτριας, μέλους Λυκειακής Επιτροπής, η οποία δεν αντέδρασε σε ενέργειες προέδρου της Επιτροπής, όταν αυτός εξεφώνησε σημείωμα από το οποίο αντέγραφε μαθητής κατά τις προαγωγικές εξετάσεις Β΄ Λυκείου. Απορρίπτει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1366/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Σταμούλη, περί αναιρέσεως της 4381/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασιλική Παπαθεοδώρου. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1276/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, επιφέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993, απόλυτη ακυρότητα, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του ίδιου Κώδικα. Παρά το νόμο παράσταση υπάρχει, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος, οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Π.Δ. ή όταν παραβιάσθηκε, η κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα διαδικασία, που προβλέπεται για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. Η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, μόνον από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και932 του Α.Κ. Η νομιμοποίηση δε του πολιτικώς ενάγοντος εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεώς του, η οποία κατά το άρθρο 84 του Κ.Π.Δ., πρέπει με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει, εκτός των άλλων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης, από τους οποίους πρέπει να προκύπτει και ο αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης ή να είναι αυτός αυτονόητος. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρ. 259 ΠΚ συνάγεται ότι το σε αυτό περιγραφόμενο έγκλημα της παράβασης καθήκοντος προσβάλλει το έννομο αγαθό της ακεραίας και κανονικής διεξαγωγής επί υπηρεσίας, δημοσίας, δημοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Σε περίπτωση δε που το έγκλημα τούτο έχει διαπραχθεί σε βάρος του Δημοσίου, τούτο, ως παθόν δικαιούται να ασκήσει την πολιτική αγωγή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, επιδιώκοντας είτε την αποκατάσταση της τυχόν περιουσιακής του ζημίας, είτε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ της προσβολής του κύρους και της αξιοπιστίας του από την αξιόποινη συμπεριφορά του υπαλλήλου του, είτε και τα δύο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη δια του αναφερομένου δικαστικού αντιπροσώπου του και δήλωσε, όπως και πρωτοδίκως, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας υπαλλήλου του για παράβαση καθήκοντος και παραπλάνηση σε ψευδορκία κατ' εξακολούθηση και ζήτησε την επιδίκαση του ποσού των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα, διότι το Δημόσιο δεν νομιμοποιούνταν για την άσκηση της εν λόγω αξιώσεώς του, αφού αυτό δεν φέρεται ως ζημιωθέν αμέσως εκ του εγκλήματος της κατηγορίας της παραβάσεως καθήκοντος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 63 του ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τους δικαιούμενους κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από τη τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 270 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε ως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει τη παραγραφή συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι η εισαγωγή της απαιτήσεως αυτής ως πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, το πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο με την από 4.4.2002 δήλωσή του, η οποία εγχειρίστηκε νομίμως προς τον αρμόδιο Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, δήλωσε νομίμως παράσταση πολιτικής αγωγής κατά της αναιρεσείουσας, ζητώντας να του επιδικασθεί το ποσό των 1500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, την οποία υπέστη από το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος της υπαλλήλου του και συνίσταται στη μείωση του κύρους του. Περαιτέρω κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, κατά τις δικασίμους της 7.4.2005 και 27.3.2007, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, κατά τη δικάσιμο της 16/18.5.2007 το Ελληνικό Δημόσιο επανέλαβε την ανωτέρω δήλωση.
Συνεπώς, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου το πρώτον την 4.4.2002 και η κατά τα ανωτέρω επανάληψη αυτής, διέκοψε την πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, χωρίς μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως στο εφετείο να έχει συμπληρωθεί νέα πενταετής παραγραφή. Επομένως το Εφετείο ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε, έστω και με άλλη αιτιολογία, απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής από το άρθρο 937 ΑΚ της αναιρεσείουσας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του αρ. 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρ. 13α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρ. 259 του ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας που έχουν ταχθεί να εξυπηρετήσουν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Περαιτέρω κατά το άρθρο 16 του ΠΔ 246/1998 "Αξιολόγηση των μαθητών του Ενιαίου Λυκείου" για την προετοιμασία, την οργάνωση, το συντονισμό, την εποπτεία και την ομαλή διεξαγωγή των γραπτών προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν συγκροτούνται Επιτροπές, όπως είναι και η Λυκειακή Επιτροπή Εξετάσεων, έργο της οποίας είναι η διοργάνωση των εξετάσεων και η εποπτεία για την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή της. Τέλος κατά το άρθρο 23 παρ. 3 του ιδίου ΠΔ/τος μαθητής που αντιγράφει κατά τη διάρκεια της εξέτασης από βιβλίο, σημειώσεις ή από το γραπτό δοκίμιο άλλου συμμαθητή του, που δολιεύεται την εξέταση και γενικά δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των επιτηρητών απομακρύνεται από την αίθουσα με αιτιολογημένη απόφαση της Λυκειακής Επιτροπής και βαθμολογείται με τον κατώτερο βαθμό "κακώς" μηδέν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα σε αυτή αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τις προαγωγικές εξετάσεις της Β Λυκείου του Ενιαίου Λυκείου ....., που διεξήχθησαν από 15.6.1999-30.6.1999, την ευθύνη για την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή τους είχε η Λυκειακή Επιτροπή με πρόεδρο τον Ζ1, φιλόλογο καθηγητή και μέλη αυτής τους ......., καθηγητή μαθηματικών, χ1, καθηγήτρια μαθηματικών - κατηγορουμένη και ......., καθηγητή Φυσικής. Μία εβδομάδα πριν την έναρξη των εξετάσεων ο Ζ1 κάλεσε τα μέλη της επιτροπής και τους ορισθέντες ως Επιτηρητές και συνέστησε να μην είναι αυστηροί στην επιτήρηση των μαθητών. Στις 29.6.1999, κατά τη διάρκεια εξέτασης του μαθήματος των αρχαίων Ελληνικών της θεωρητικής κατεύθυνσης στην αίθουσα εξετάσεων βρίσκονταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ζ1 και, όταν ο μαθητής Γ1 ζήτησε να μεταβεί στην τουαλέτα, αυτός είπε ότι θα τον συνοδεύσει ο ίδιος. Μετά την επιστροφή ο μαθητής φαίνονταν ανήσυχος. Η ανησυχία του μαθητή, σε συνδυασμό με την επίσκεψη στην τουαλέτα, έβαλε σε υπόνοιες τον Επιτηρητή Β1, ο οποίος ζήτησε από το μαθητή να σηκωθεί από το κάθισμά του και παρατήρησε στο κάθισμα σημείωμα σε τμήμα κόλλας. Στην αίθουσα έφθασε ο πρόεδρος της Λυκειακής Επιτροπής, ο οποίος πήρε το σημείωμα από τα χέρια του καθηγητή Β1 και το τσαλάκωσε, λέγοντας ότι δεν είναι τίποτε και να συνεχισθούν οι εξετάσεις. Παράλληλα στο χώρο του φωτοτυπικού μηχανήματος από τον καθηγητή Β2 βρέθηκε κόλα αναφοράς επί της οποίας υπήρχε χειρόγραφη μετάφραση του αδίδακτου κειμένου της αττικής διαλέκτου της συγκεκριμένης εξέτασης. Ο καθηγητής αυτός μαζί με άλλους συναδέλφους του προέβη σε αντιπαραβολή του κειμένου του χειρογράφου που βρήκε στο φωτοτυπικό με τα παραδοθέντα τετράδια και διαπιστώθηκε ότι η μετάφραση του αγνώστου κειμένου του τετραδίου του μαθητή Γ1 ήταν ταυτόσημη λέξη προς λέξη με το περιεχόμενο του εγγράφου που βρέθηκε στο φωτοτυπικό. Μετά το πέρας των εξετάσεων οι επιτηρητές ....., Β2 και ...... πήγαν στην Λυκειακή Επιτροπή, στην οποία παρευρίσκετο, ως μέλος αυτής και η κατηγορουμένη χ1 και ζήτησαν να τηρηθεί η νόμιμη και προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 2 του ΠΔ 246/1998 διαδικασία. Τότε ο Πρόεδρος της Λυκειακής Επιτροπής απέσπασε από τα χέρια του καθηγητή Β2 το έγγραφο που βρήκε στο φωτοτυπικό μηχάνημα, το τοποθέτησε κάτω από δικά του χαρτιά και αρνήθηκε να συντάξει σχετικό πρακτικό. Η κατηγορουμένη παρά του ότι έγινε κοινωνός όλων των προαναφερομένων, ως μέλος της Λυκειακής Επιτροπής, δεν αντέδρασε στις ενέργειες του προέδρου της Ζ1 στην εξαφάνιση του σημειώματος από το οποίο αντέγραφε ο μαθητής Γ1, παραβαίνοντας έτσι τα καθήκοντα της ως υπαλλήλου, με πρόθεση να μη τιμωρηθεί ο εν λόγω μαθητής, αλλά να ευνοηθεί και να αδικηθούν οι άλλοι μαθητές. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα για την αποδιδόμενη σ' αυτή πράξη της παράβασης καθήκοντος, της επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία επαύξησε κατά δύο (2) μήνες από την ποινή των τεσσάρων (4) μηνών που επέβαλε για την πράξη της παραπλάνησης σε ψευδορκία κατ' εξακολούθηση και ανέστειλε τη συνολική ποινή των δέκα (10) μηνών για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και τις σκέψεις βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην προαναφερθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία ορθώς υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και σχετικά με τις αιτιάσεις που περιέχονται στην αίτηση αναίρεσης πρέπει να λεχθούν τα εξής: Το υπηρεσιακό καθήκον που στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέβη η αναιρεσείουσα, όπως αυτό διαγράφεται στις διατάξεις που προεκτέθηκαν και απορρέει από την ιδιότητά της, ως μέλους της Λυκειακής Επιτροπής, συνίστατο στην εποπτεία της για την αδιάβλητη και ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων και όταν έλαβε γνώση από τους Επιτηρητές ότι ο μαθητής Γ1 είχε αντιγράψει από το μεταφρασμένο κείμενο που βρέθηκε στο φωτοτυπικό μηχάνημα δεν αντέδρασε, όταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ζ1 έλαβε στα χέρια του το ανωτέρω έγγραφο και το εξαφάνισε, δηλαδή παρέλειψε να ζητήσει απ' αυτόν τη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 23 παρ. 3 του Π.Δ/τος 246/1998, γεγονός που επαρκώς αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.6.2007 αίτηση της χ1, περί αναιρέσεως, της 4381/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαϊου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή