Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Ανήλικος, Αοριστία αγωγής, Δίοδος, Έγγραφα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραίτηση από δικόγραφο, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Επί αναγκαστικής ομοδικίας η αναίρεση απευθύνεται και κατά των αναγκαίων ομοδίκων μόνο αν λόγω της φύσης της δίκης μπορεί να δημιουργηθεί αντιδικία και μεταξύ των ομοδίκων όπως στην δίκη διανομής η στην ανακοπή του 933 των μετά την κατακύρωση αναγκαίων ομοδίκων υπερθεματιστή και επισπεύδοντα. Παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αναίρεσης. Ποιοτική, ποσοτική αοριστία. Στοιχεία ορισμένου πραγματικής δουλείας. Απόκτηση πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ζητήματα κατά το άρθρο 559 αρ. 19. Απαράδεκτοι οι λόγοι που υπό την επίφαση της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης κανόνων δικαίου πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν ασκεί έννομη επιρροή η απόδοση στην αντιπροσωπευτική ως προς το ανήλικο εξουσία της ο όρος της γονικής μέριμνας για χρόνο προγενέστερο της καθιερώσεως του όρου. Η πρωτόδικη απόφαση, όταν η κατ’ αυτής έφεση απορρίπτεται, ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η κρίση του δικαστηρίου περί μη ανάγκης προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 είναι ανέλεγκτη. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 8 δε γεννιέται για αρνητικούς ισχυρισμούς, περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και αν ακόμη δεν περιλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δε μεταβάλλεται η βάση της. Ο λόγος του άρθρου 559 αρ. 20 δεν ιδρύεται επί τοπογραφικών διαγραμμάτων.
Αριθμός 1382/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Ξ. Π. του Σ. και 2)Γ. Π. του Σ., κατοίκων ..., ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας μητέρας τους Β. χήρας Σ. Π., το γένος Σ. Κ.. Η 1η δεν παραστάθηκε διότι έχει παραιτηθεί από την ένδικη αίτηση αναίρεσης, όπως προκύπτει από την 21/3/2013 δήλωση παραίτησης που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και ο 2ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Τσαβδαρίδη.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Δ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Α. Δ. - Oρτεντζάτου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/8/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 401/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 1179/2007 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 14/2/2008 αίτησή τους και ο 2ος αναιρεσείων και με τους από 11/7/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/9/2012 έκθεσή της, με την οποία θεωρεί ως μη ασκηθείσα την αναίρεση της πρώτης αναιρεσείουσας και εισηγείται να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα. Ο πληρεξούσιος του δεύτερου αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (αρθρ.495 παρ.1 ΚΠολΔ), γίνεται με δήλωση και καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και επιφέρει αναδρομικά την κατάργηση της δίκης επί του ενδίκου μέσου. Με τις διατάξεις αυτές ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 1187/1981). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη αναιρεσείουσα Ξ. Π. του Σ., με την από 21.3.2013 δήλωση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 2.4.2013 από την έχουσα προς τούτο ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρο Πειραιά Μαρία Σφαλαγκάκου και επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο, παραιτείται από το δικόγραφο της απ'14.2.2008 αιτήσεως αναιρέσεως κατά του τελευταίου (Γ. Δ.) και της υπ'αριθμ.1179/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. (βλ.υπ'αριθμ…./12.2.2013 πληρεξούσιο της συμβ/φου Νικαίας Αλεξάνδρας Φυτακίδου-Ευδαίμονος - άρθρο 98 ΚΠολΔ - και την υπ'αριθμ.598Γ/11.4.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού Κεφαλληνίας Α. Β.). Η παραίτηση αυτή, που έγινε σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 573 παρ.1, 299, 294, 296 και 297 ΚΠολΔ είναι νόμιμη και συνακόλουθα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 295 παρ.1 εδ.1 του ίδιου κώδικα η αίτηση αναιρέσεως πρέπει, ως προς την παραιτηθείσα πρώτη αναιρεσείουσα, να θεωρηθεί ότι δεν έχει ασκηθεί. Περαιτέρω ο έτερος αναιρεσείων Γ. Π. του Σ., στον οποίο στις 8.4.2013 είχε κοινοποιηθεί από την ομόδικο αδελφή του Ξ. Π. του Σ., η παραπάνω από 21.3.2013 δήλωση παραιτήσεως, από την από κοινού, με αυτόν, ασκηθείσα ένδικη αναίρεση (βλ.υπ'αριθμ.11234Γ/8.4.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Α. Π.), παραδεκτά, τους ασκηθέντες από αυτόν, νομίμως και εμπροθέσμως, από 11.7.2013 προσθέτους λόγους (αρθ.569 ΚΠολΔ - ΑΠ 609/2013-), τους απηύθυνε μόνο κατά του αντιδίκου του στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και όχι και κατά της ομοδίκου του κατά τη δίκη εκείνη και συνδεόμενη μαζί του με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε ζήτημα που επιδέχεται .....μόνο ρύθμιση, ήτοι σε αναγνώριση πραγματικής δουλείας επί δουλεύοντος επικοίνου ακινήτου (αρθρ.1122, 1130, 1131, 1192 και 76 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι δε παραδεκτή η απεύθυνση αυτή, γιατί από την παρ.4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκούντες αυτό και οι ομόδικοί του, μολονότι αδράνησαν παρέπεται ότι δεν απαιτείται από το νόμο η ασκούμενη από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους αναίρεση να απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο και κατά των ομοδίκων του, αφού και εκείνοι έχουν έννομο συμφέρον να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και μόνο ως ομόδικοι του αναιρεσείοντες μπορούν να συμμετάσχουν στην αναιρετική δίκη (είτε με την άσκηση δικής τους αναίρεσης, είτε εμφανιζόμενοι στον Άρειο Πάγο ως διάδικοι), κατ'εξαίρεση δε η αναίρεση απευθύνεται κατά πάντων, ακόμη και των ομοδίκων του αναιρεσείοντος, αν λόγω της φύσης της δίκης, μπορεί να δημιουργηθεί αντιδικία και μεταξύ των ομοδίκων, όπως στη δίκη διανομής (Ολ.ΑΠ 15/1996, Ολ.ΑΠ 16/1996, Ολ.ΑΠ 63/1981) ή και στη δίκη ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ των μετά την κατακύρωση αναγκαίων ομοδίκων, υπερθεματιστή και επισπεύδοντα. Ενόψει τούτων η υποβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του (αρθρ.570 ΚΠολΔ) ένσταση του απαραδέκτου της αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, γιατί δεν στρέφονται και κατά της αναγκαίας ομοδίκου του αναιρεσείοντος, στην ένδικη περί αναγνωρίσεως δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου διαφοράς, η οποία δεν υπάγεται στην αναφερομένη στην προηγηθείσα νομική σκέψη εξαίρεση πρέπει να απορριφθεί καθόσον η αναγκαία ομόδικος του αναιρεσείοντος, στην επιδεχομένη ενιαία μόνο ρύθμιση ένδικη διαφορά, μόνο ως ομόδικος του μπορούσε να συμμετάσχει στη δίκη και όχι ως αντίδικός του και μάλιστα ενόψει της προαναφερθείσας παραιτήσεώς της δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για εμφάνισή της στη δίκη (αρθρ.80 ΚΠολΔ) δεδομένου του ότι οι πρόσθετοι λόγοι μαζί με κλήση για συζήτηση της έχουν κοινοποιηθεί (βλ.υπ'αριθμ.3036β/16.7.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Θ. Α.).
Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει κατ'αρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της προβολής του, επειδή δεν αφορά τη δημόσια τάξη να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο, διαφορετικά ο λόγος είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119, 1120, 1121 και 1125 ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της βάσεως της αγωγής περί αναγνωρίσεως πραγματικής δουλείας επί ακινήτου είναι α)το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας, δηλαδή η κυριότητα του ενάγοντος στο δεσπόζον ακίνητο, το οποίο πρέπει να περιγράφεται με σαφήνεια και ο τρόπος κτήσεως της δουλείας, β)η προσβολή κατά την άσκηση της δουλείας καθολική ή μερική, η οποία μπορεί να προέρχεται από τον κύριο του δουλεύοντος ακινήτου ή από τρίτο, ανεξάρτητα από το αν αυτός έχει στη νομή του το δουλεύον. Η περιγραφή του δεσπόζοντος και της δουλείας πρέπει να γίνεται κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα τους. Τέτοια περιγραφή του δεσπόζοντος και της δουλείας μπορεί να γίνεται και με αποτύπωση σε τυπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, που ενσωματώνεται στην αγωγή. Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν ενσωματώνεται τέτοιο τοπογραφικό διάγραμμα ή δεν αναφέρονται ακριβώς η έκταση του δεσπόζοντος οι πλευρικές του διαστάσεις ή δεν κατονομάζονται οι γείτονές του, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), διαλαμβάνονται σ'αυτήν όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο, για το ορισμένο της στοιχεία και συγκεκριμένα η κυριότητα του ενάγοντος επί του δεσπόζοντος ακινήτου και η επίδικη δίοδος που περιγράφονται κατά τρόπο επαρκή και μη δημιουργούντα αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ο τρόπος κτήσεως εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος της οιονεί νομής επί της επίδικης διόδου, καθώς και η υπό του εναγομένου - αναιρεσείοντος αμφισβήτηση του δικαιώματος τούτου, ενώ γίνεται και επίκληση "του από Αυγούστου 1998 τοπογραφικού διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ., στο οποίο εμφαίνονται τα δεσπόζον ακίνητα και η δουλειά διόδου", χωρίς το διάγραμμα αυτό να προσαρτάται στην αγωγή. Πλην όμως από τη μη προσάρτηση αυτή καμία αμφιβολία δεν γεννιέται ως προς την ταυτότητα του δεσπόζοντος ακινήτου και της δουλείας διόδου, αφού αυτά επακριβώς προσδιορίζονται από την όλη περιγραφή. Επομένως η αγωγή ως προς την περιγραφή του δεσπόζοντος ακινήτου και της δουλείας περιείχε τα κατά το άρθρο 216 παρ.1 εδ.β του ΚΠολΔ στοιχεία και ήταν ορισμένη, παρά την μη προσάρτηση στο σώμα του δικογράφου του ως εκ περισσού επικαλουμένου τοπογραφικού διαγράμματος. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της αγωγής, λόγω αοριστίας, γιατί το επικαλούμενο σ'αυτήν τοπογραφικό διάγραμμα δεν προσαρτήθηκε στο δικόγραφό της, ούτε συγκοινοποιήθηκε μαζί της, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1045, 1118, 1119, 1120, 1121, 1124 και 1125 ΑΚ συνάγεται ότι, το εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας, περιεχόμενο έχει την παροχή ωφέλειας υπέρ του εκάστοτε κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου εις βάρος του δουλεύοντος, μπορεί δε να συσταθεί και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 974, 975 του ίδιου κώδικα επί του δουλεύοντος ακινήτου, ασκήθηκε, υπέρ του δεσπόζοντος από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία, μερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει μια ή περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας, με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Μεταξύ των πραγματικών δουλειών καταλέγεται και η δουλεία διόδου, ήτοι το δικαίωμα του κυρίου του δεσπόζοντος να διέρχεται από το δουλεύον ακίνητο, το περιεχόμενο της οποίας, δηλαδή το τμήμα επί του οποίου αυτή ασκείται, το εύρος της λωρίδας και ο τρόπος διελεύσεως, προσδιορίζεται κατ'αρχήν από τη συστατική της πράξη. Σ' αυτήν όπως και σε όλες τις δουλείες, έχει εφαρμογή ο αναγκαστικού δικαίου ρυθμιστικός κανόνας του εδαφ.α του ως άνω άρθρου 1124, κατά τον οποίο το δικαίωμα της δουλείας εκτείνεται μόνο έως την εξυπηρετούμενη ανάγκη του δεσπόζοντος, το μέγεθος της οποίας κρίνεται αντικειμενικώς, με κρίσιμο χρόνο εκείνον της συστάσεώς της, επί κτήσεως δε της δουλείας με έκτακτη χρησικτησία, ως χρόνος συστάσεως νοείται ο χρόνος ενάρξεως της οιονεί νομής, με διάνοια δικαιούχου. Πραγματική δουλεία δεν μπορεί να υπάρξει επί (ή υπέρ) ιδανικού μέρους τμήματος ακινήτου. Αν διαιρεθεί το δεσπόζον ακίνητο, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει στο ακέραιο για καθένα από τα τμήματος που προέκυψαν από την διαίρεση (αρθρ.1130 ΑΚ). Η ρύθμιση αυτή απορρέει από τον χαρακτήρα της πραγματικής δουλείας ως αδιαιρέτου δικαιώματος και συνεπάγεται την υποχρέωση του κυρίου του δουλεύοντος να ανέχεται την άσκηση της δουλείας στο ακέραιο, από κάθε κύριο των επί μέρους τμημάτων, στα οποία διαιρέθηκε το δεσπόζον. Ως προσβολή του ρηθέντος δικαιώματος νοείται κάθε πράξη αντιτιθέμενη στην απαιτούμενη για την άσκηση αυτού πραγματική κατάσταση, δηλαδή κάθε πράξη περιέχουσα διατάραξη ή αφαίρεση της οιονεί νομής του δικαιούχου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1132 ΑΚ "αυτός που έχει δικαίωμα πραγματικής δουλείας και όταν υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι ο καθένας από αυτούς, έχει δικαίωμα, σε περίπτωση προσβολής να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση της δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον". Εξάλλου από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ'αυτό, προσκομισθέντων, με επίκληση από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ'αριθμ…./3.11.1956 συμβολαίου του τότε συμ/φου Σαμαίων Ιωάννη Μεταξά, νομίμως μεταγραφέντος, ο Δ. Π. του Γ. μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως στη μητέρα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, Α. χήρα Γ. Δ., αγροτεμάχιο, εκτάσεων 1.500 τ.μ. και συγκεκριμένα το προς βορρά τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας του, στη θέση "…" της τότε κοινότητας Ποταμιανάτων. με νότια όρια τις ιδιοκτησίες Γ. Μ., Σ. Π. και το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας του πωλητή. Το ανωτέρω πωληθέν ακίνητο ήταν περίκλειστο με μοναδική διέξοδο προς τον υφιστάμενο κοινοτικό δρόμο δίοδο, μέσω της ομόρου ιδιοκτησίας των εναγομένων, την οποία και χρησιμοποιούσε ο προαναφερθείς πωλητής. Για το λόγο αυτό στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ρητά μνημονεύεται ότι μετά του προπεριγραφέντος αγροτεμαχίου πωλήθηκε στη δικαιοπάροχο του ενάγοντος-εφεσιβλήτου και το δικαίωμα δουλείας του ανωτέρω πωλητή (Δ. Π.) επί διόδου διερχόμενης "διαμέσου του κείμενου κτήματος του κληρονομιάς Σ. Π. (συζύγου της πρώτης των εναγομένων, η οποία έχει ήδη αποβιώσει και πατέρα των λοιπών εναγομένων και ήδη εκκαλούντων) προς τη δημόσια οδό". Το έτος 1957, η Α. Δ. μεταβίβασε ατύπως, το ως άνω ακίνητο, λόγω δωρεάς, στους δύο ανήλικους τότε υιούς της, ήτοι τον ενάγοντα-εφεσίβλητο και το Σ. Δ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσας πρωτοδίκως μάρτυρος αποδείξεως. Α. Δ., θυγατέρας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, η οποία δεν κλονίζεται από την ένορκη κατάθεση του επίσης πρωτοδίκως εςετασθέντος μάρτυρος ανταπόδειξης, αφού αυτός ουδέν περί του αντιθέτου κατέθεσε. Έκτοτε, τόσον ο ενάγων όσον και ο αδελφός του έχοντας τη φυσική εξουσίαση του ως άνω ακινήτου, προέβαιναν ακωλύτως, μέχρι της ενηλικιώσεώς του δια της μητέρας τους, η οποία είχε τη γονική τους μέριμνα, λόγω θανάτου του πατέρα τους, στη συνέχεια δε οι ίδιοι, με καλή πίστη και με διάνοια συγκυρίων, σε όλες τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που ανταποκρίνονται στη φύση και τον προορισμό του και συγκεκριμένα είχαν την άμεση εποπτεία και διαχείριση του, καθαρίζοντας το συστηματικά και ασχολούμενοι με τη συντήρηση και επισκευή των εντός τούτου δύο ισογείων κατοικιών. Το έτος 1977. οι δύο αδελφοί, ως συγκύριοι του ως άνω ακινήτου, μετά από προφορική μεταξύ τους συμφωνία, προέβησαν άτυπα στη σύσταση καθέτων επ' αυτού ιδιοκτησιών, χωρίζοντας το σε δύο διακεκριμένα μεταξύ τους τμήματα, από τα οποία ο ενάγων-εφεσίβλητος έλαβε τμήμα, εκτάσεως 741.08 τ.μ. με την εντός αυτού ευρισκομένη ισόγεια οικία, επιφανείας 63,88 τ.μ. και όρια νοτιοανατολικά την ιδιοκτησία των εναγομένων-εκκαλούντων, νοτιοδυτικά την ιδιοκτησία Γ. Π., βορειοδυτικά ακίνητο του ιδίου και βορειοανατολικά την ετέρα διακεκριμένη ιδιοκτησία του αδελφού του Σ. Δ., Έκτοτε, ο ενάγων και ο αδελφός του συνέχιζαν να νέμονται διάνοια συγκυρίων και καλή πίστη το ενιαίο ακίνητο, έκαστος δε εξ αυτών νεμόταν το δικό του εδαφικό τμήμα με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, προβαίνοντας επ' αυτού ανενόχλητα στις ίδιες ως άνω διακατοχικές πράξεις. Η ως άνω συμφωνία του ενάγοντος και του αδελφού του επικυρώθηκε με το υπ' αριθμ. …/4-12-1990 συμβολαιογραφικό έγγραφο του Συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα, που μεταγράφηκε νόμιμα, περί διανομής όλης της κοινής ακίνητης περιουσίας τους, στην οποία περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ακίνητο, εκτάσεως 1.504 τ.μ., μετά νεότερη καταμέτρηση του από τον πολιτικό μηχανικό Μ. Κ., που συνέταξε και το από Σεπτέμβριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο και προσαρτήθηκε στο εν λόγω συμβόλαιο. Ειδικότερα, με το ως άνω συμβόλαιο συμφωνήθηκε η σύσταση επί του εν λόγω ακινήτου δύο διαιρεμένων, διακεκριμένων, αυτοτελών και ανεξαρτήτων καθέτων ιδιοκτησιών, που κατανεμήθηκαν στους συμβληθέντες, σύμφωνα με τα όσα ήδη προφορικά είχαν συμφωνήσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 του Α.Κ., του ν. 3741/1929 και του ν.δ. 1024/1971, με ποσοστό συγκυριότητας επί του ενιαίου ακινήτου. Οι αρχικοί εναγόμενοι ήσαν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι ακινήτου, το οποίο συνορεύει περιμετρικά με το προπεριγραφέν ακίνητο συγκυριότητας του ενάγοντος και του αδελφού του και με τα ακίνητα, ιδιοκτησίας των κληρονόμων Γ. Μ., Μ. Α., Γ. Π. και κοινοτική οδό και αποτυπώνεται στο από τον Αύγουστο 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ. το οποίο προσκομίζει μετ' επικλήσεως ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος. Ήδη, μετά δε τον επισυμβάντα στις 4-4-2002 θάνατο της πρώτης των εναγομένων, μητέρας των λοιπών, οι τελευταίοι (δεύτερη και τρίτος εξ αυτών και ήδη εκκαλούντες), κατέστησαν πλέον μοναδικοί συγκύριοι του ως άνω ακινήτου, έκαστος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, αποδεχθέντες νομίμως την κληρονομιά με την υπ' αριθμ. …/11-8-2003 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα, που μεταγράφηκε νόμιμα. Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε το περιγραφέν ακίνητο συγκυριότητας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου και του αδελφού του ήταν εξ αρχής περίκλειστο. Η μοναδική δίοδος που το συνδέει με την κοινοτική οδό, την οποία (δίοδο) τόσον ο ενάγων και η οικογένεια του όσον και οι δικαιοπάροχοι του χρησιμοποιούσαν για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ακινήτου, είτε πεζή είτε με οχήματα, πλάτους 4 μ. και μήκους 38.40 μ., αρχίζει από την ως άνω κοινοτική οδό που οδηγεί από Φ. προς Μ., διασχίζει το ακίνητο των εναγομένων με κατεύθυνση από νότο προς βορρά και φθάνει, με ελαφρά προς αριστερά κάμψη, στο νότιο άκρο της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, πλησίον της οικίας του, αποτυπώνεται δε με ακρίβεια στο από το Σεπτέμβριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Κ., αλλά και στο από τον Αύγουστο 1998 τοιούτο του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ.. Στο τελευταίο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα αποτυπώνεται επιπλέον και η διακλάδωση της διόδου αυτής που οδηγεί στην κάθετη ιδιοκτησία του Σ. Δ.. Η επίδικη δίοδος απεικονίζεται, εξάλλου και στις υπό του ενάγοντος-εφεσιβλήτου επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους-εκκαλούντες. Επιπροσθέτως, περί το έτος 1980, μέσω της επίδικης διόδου, η οποία είχε καθαριστεί από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, διήλθαν τα οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις εργασίες επισκευών και βελτιώσεων της οικίας του, ενώ ο ίδιος μερίμνησε, με σχετική αίτησή του προς τη ΔΕΗ, για την επ' αυτής (διόδου) και πλησίον της οικίας του τοποθέτηση κολώνας ηλεκτροφωτισμού, που εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ίδιο, χωρίς η ενέργεια αυτή να προκαλέσει την παραμικρή διαμαρτυρία των εναγομένων-εκκαλούντων. Το γεγονός ότι οι τελευταίοι, ως μόνιμοι κάτοικοι Πειραιώς, αγνοούσαν, όπως ισχυρίζονται, τη σύνταξη των ανωτέρω τοπογραφικών διαγραμμάτων, αλλά και την εκ μέρους του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του άσκηση της οιονεί νομής επί της επίδικης διόδου, ουδεμία έννομη συνέπεια ασκεί. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται, επίσης, όπως και πρωτοδίκως, ότι την πρόσβαση και την επικοινωνία του ακινήτου του ενάγοντος με την κοινοτική οδό εξυπηρετούσε ανέκαθεν δίοδος μέσω του επίσης ομόρου ακινήτου, ιδιοκτησίας του αρχικού δικαιοπαρόχου του, την οποία (δίοδο) όμως ο ίδιος (ο ενάγων) απέκοψε αυθαιρέτους, το έτος 1998, με την κατασκευή μάνδρας, χωρίς μάλιστα να είναι εφοδιασμένος με τη σχετική οικοδομική άδεια. Ο ισχυρισμός αυτός απορριπτέος τυγχάνει ως ουσία αβάσιμος. Και τούτο διότι, πλέον των όσων ήδη προαναφέρθηκαν, αφενός στο όριο των δύο ως άνω ακινήτων (ενάγοντος και Δ. Π.) υπήρχε ανέκαθεν υψομετρική διαφορά τουλάχιστον μισού μέτρου και ένα κυπαρίσσι, ήδη από το 1955, αφετέρου δε κατά μήκος της διόδου αυτής υπάρχει βλάστηση, με συνέπεια να καθίσταται βεβαίως αδύνατη η διέλευση δι' αυτής των οχημάτων. Εξάλλου. κατά της έκθεσης αυτοψίας που χαρακτήρισε το ως άνω κτίσμα (μάνδρα) ως αυθαίρετο, ο ενάγων προσέφυγε με την από 18-12-2001 ένσταση του προς την Επιτροπή Εκδικάσεως Αυθαιρέτων Κατασκευών Πολεοδομίας Αργοστολίου, ισχυριζόμενος ότι η περίφραξη αυτή κατασκευάστηκε το έτος 1955. Η εν λόγω ένσταση έγινε δεκτή, όπως αποδεικνύεται από το υπ' αριθμ. 1/9-1-2002 πρακτικό της ανωτέρω Επιτροπής. Περαιτέρω, η υπό των εναγομένων επικαλούμενη δίοδος, προκειμένου να καταλήξει στην κοινοτική οδό, διέρχεται, σχηματίζοντας σχήμα "Γ" και μέσω άλλου ακινήτου, ιδιοκτησίας του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος όμως ουδέποτε επέτρεψε τη μέσω ακινήτου διέλευση των ιδιοκτητών των ομόρων ακινήτων. Τέλος, εξ ουδενός στοιχείου αποδείχθηκε ότι η επίδικη δίοδος προκαλεί υπέρμετρη βλάβη στο δουλεύον ακίνητο, παρεμποδίζοντας την ανοικοδόμηση του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι-εκκαλούντες. Με τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ο οποίος έχει καταστεί συγκύριος του ενιαίου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμόμενος τούτο διανοία συγκυρίου και καλή πίστη, από το έτος 1957 μέχρι το 1977 και κύριος της επ' αυτού προπεριγραφείσας χωριστής κάθετης ιδιοκτησίας, με παράγωγο τρόπο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατέστη οιονεί νομέας της επίδικης διόδου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμόμενος αυτήν ο ίδιος από το 1977 και επί μία εικοσαετία τουλάχιστον με διάνοια οιονεί νομέα και με καλή πίστη, δικαίωμα το οποίο αυθαίρετα αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, το πρώτον το έτος 1998." Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045, 1118, 1119, 1120, 1121, 1124 και 1132 ΑΚ καθώς και εκείνες των άρθρων 1002, 1117, 369, 1192 ΑΚ και 1, 14 Ν.3741/1929 και 1 ΝΔ 1024/1971, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά, τόσο της αποκτήσεως του δικαιώματος συγκυριότητας του ενάγοντος επί του περικλείστου ενιαίου οικοπέδου, όσο και της χωριστής κάθετης επί του οικοπέδου αυτού ιδιοκτησίας του καθώς και της ασκήσεως οιονεί νομής της επίδικης δουλείας, που εξακολούθησε να υπάρχει στο ακέραιο για το τμήμα του ενιαίου ακινήτου, που προέκυψε μετά τη σύσταση της κάθετης ιδιοκτησίας. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά της αποκτήσεως της κυριότητας του περικλείστου και έχοντος διέξοδο προς τον κοινοτικό δρόμο δια μέσου της ιδιοκτησίας των εναγομένων ενιαίου οικοπέδου από τον ενάγοντα με έκτακτη χρησικτησία, αφού αυτός εξουσίασε τούτο με διάνοια συγκυρίου από το 1957 μέχρι το 1977 και δη μέχρι της ενηλικιώσεως του δια της μητέρας του και έκτοτε αυτοπροσώπως, της δε κάθε της ιδιοκτησίας παραγώγως και δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ'αριθμ…./4.12.1990 συμβολαιογραφικού συστατικού εγγράφου του συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα και της οιονεί νομής δουλείας της επίδικης διόδου, με έκτακτη χρησικτησία ως νεμηθείς αυτήν ο ίδιος από το 1977 και επί είκοσι τουλάχιστον έτη, με διάνοια οιονεί νομέα. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις που περιέχονται στους τέταρτο, έκτο, ένατο και ενδέκατο από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ το περιεχόμενο της αντιπροσωπευτικής εξουσίας που είχε η μητέρα του ανηλίκου και ορφανού πατρός ενάγοντος για την άσκηση των ενδίκων υλικών πράξεων νομής ήταν το ίδιο, είτε αυτή είχε για το πριν της 18.2.1983 διάστημα την επιτροπεία του ανηλίκου, είτε είχε την γονική του μέριμνα για το επέκεινα διάστημα και δεν υφίσταται παραβίαση του νόμου και δή του άρθρου 1510 ΑΚ από το ότι αναφέρεται ότι η εν λόγω μητέρα είχε γονική μέριμνα για χρόνο προγενέστερο της καθιερώσεως του όρου αυτού, αφού και ως επίτροπος είχε την ίδια εξουσία για την άσκηση υλικών πράξεων για λογαριασμό του ανηλίκου και δεν απαιτούντο για την άσκηση αυτή οι απαιτούμενες, κατά το προγενέστερο δίκαιο, διατυπώσεις και περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η επί του δεσπόζοντος ενιαίου ακινήτου αρξαμένη το 1977 άσκηση οιονεί νομής δουλείας εξακολούθησε να υπάρχει, στο ακέραιο, για καθένα από τα τμήματα του ενιαίου οικοπέδου, που προέκυψαν μετά την άτυπη διαίρεσή του και τη νομότυπη σύσταση κατά το 1990 χωριστής κάθετης ιδιοκτησίας. Ενόψει τούτων οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του έκτου και ενδέκατου από τους πρόσθετους λόγους είναι αβάσιμες. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του δεύτερου πρόσθετου λόγου, κατά τις οποίες από τον διαφορετικό στην πρωτόδικη απόφαση προσδιορισμό της εκτάσεως του δεσπόζοντος ενιαίου ακινήτου και της συσταθείσας χωριστής ιδιοκτησίας από ότι στην προσβαλλομένη, δημιουργείται αντίφαση αιτιολογιών και ιδρύεται ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος είναι αβάσιμος, γιατί δεν αφορούν σε παραδοχές της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά σε παραδοχές αυτής σε σχέση με άλλη απόφαση και δη την πρωτόδικη, η οποία, νομικά, μετά την απόρριψη της κατ'αυτής εφέσεως έπαυσε να υφίσταται, ενσωματωθείσα στην απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώ οι τυχόν διαφορετικές αιτιολογίες της αντικαταστάθηκαν με εκείνες, του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 40/1996). Ενόψει τούτων ο δεύτερος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Επίσης απορριπτέος είναι και ο έβδομος πρόσθετος λόγος, κατά το τρίτο και τέταρτο μέρος του, που αποδίδει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των περί αποκτήσεως του δικαιώματος δουλείας διατάξεων ως προς την απόκτηση του δικαιώματος αυτού από τον απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος - αναιρεσίβλητου Δ. Π.. Καθόσον δεν αφορά σε "ζήτημα" κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αφού το αποκτηθέν από τον ενάγοντα δικαίωμα δουλείας στηρίζεται εκτός των άλλων και σε έκτακτη χρησικτησία, που άρχισε και συμπληρώθηκε, αυτόνομα, στο πρόσωπο το δικό του (1957 και επέκεινα). Περαιτέρω ο δέκατος πρόσθετος λόγος κατά τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε ότι η αποτύπωση της εδαφικής λωρίδος της επίδικης δουλείας διόδου στα δύο επικαλούμενα τοπογραφικά είναι ακριβής, μολονότι αυτή είναι αντιφατική, καθώς και ο μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως κατά τις αιτιάσεις του από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 19, καθώς και εκείνων του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση, κατά παραβίαση των προαναφερθεισών διατάξεων περί πραγματικής δουλείας και έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων, δέχθηκε τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντα, ενώ αν λάμβανε υπόψη τους επικαλούμενους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα θα κατέληγε σε αντίθετο πόρισμα, είναι απαράδεκτοι και δή ο δέκατος πρόσθετος λόγος γιατί αφορά αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και συνακόλουθα πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και ο λόγος του κυρίου δικογράφου, γιατί υπό την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων, υπό την έννοια της εσφαλμένης υπαγωγής σ'αυτές των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών, πλήττει την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα, ανέλεγκτη, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (αρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
Επειδή στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο μέρος του έβδομου προσθέτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το εφετείο, ενώ διαπίστωσε την ύπαρξη κενού και ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβληθέντων στον τίτλο κυριότητας της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος μητέρας του, ήτοι στο υπ'αριθμ…./3.11.1956 συμβόλαιο του συμβ/φου Σαμαίων Ιωάννη Μεταξά, εν τούτοις δεν προσέφυγε για την ερμηνεία των εν λόγω δηλώσεων βουλήσεως, στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται παραπάνω, το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβληθέντων στο επίμαχο συμβόλαιο, με το οποίο μεταβιβάστηκε στη δικαιοπάροχο του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου μητέρα του Α. Δ. από τον Δ. Π. το ένδικο ενιαίο δεσπόζον ακίνητο "μετά του δικαιώματος δουλείας διόδου...." και συνεπώς δεν συνέτρεξε λόγος προσφυγής στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του (7ος - πρώτο μέρος) με τον οποίο πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει την κτήση δικαιώματος δουλείας με παράγωγο τρόπο χωρίς να έχει τελεσφορήσει η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως της κτήσεως δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις καθώς και τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 14/2004). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως με τους οποίους εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό μη νόμιμο ή αλυσιτελή στον οποίο το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό ούτε αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του μοναδικού λόγου του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα, που επαναφέρθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως που δεν έγινε δεκτός και με τις προτάσεις τους κατά τους οποίους ο ενάγων - αναιρεσίβλητος δεν απέκτησε, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, την κυριότητα του δεσπόζοντος ακινήτου, καθώς και της ένδικης δουλείας, καθόσον δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του ο απαιτούμενος χρόνος εικοσαετούς νομής, αφού αυτός "γεννήθηκε το 1943 και τουλάχιστον μέχρι της ενηλικιώσεώς του το έτος 1964 (κατ'άρθρο 127 του τότε ισχύοντος ΑΚ) δεν ήταν σε θέση να ασκεί νομή, λόγω της μικρής του ηλικίας και της τεκμαιρομένης από τα διδάγματα της κοινής πείρας ανωριμότητάς του και άγνοιας να ασκεί νομή επι του φερομένου ως χρησιδεσπόζοντος ακινήτου, ώστε μετά από 20 έτη συνεχούς άσκησης νομής διανοία κυρίου να έχει αποκτήσει σ'αυτό πρωτοτύπως κυριότητα (συγκυριότητα), ώστε ως κύριος (συγκύριος) πλέον του δεσπόζοντος, μετά από 20 χρόνια συνεχούς άσκησης οιονεί νομής, διανοία δικαιούχου να αποκτήσει πρωτοτύπως το δικαίωμα της επίδικης δουλείας διόδου". Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και δεν στοιχειοθετούν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, αφενός μεν γιατί δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και σε επιχειρήματα του αναιρεσείοντα, αφετέρου δε γιατί οι ισχυρισμοί αυτοί περιείχοντο σε λόγο εφέσεως που εξετάσθηκε και απορρίφθηκε. Με τους τρίτο, πέμπτο και έβδομο (κατά το δεύτερο μέρος του) από τους πρόσθετους λόγους της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη "πράγματα" που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα κατά τον τρίτο λόγο το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί από τον ενάγοντα ότι η κάθετη ιδιοκτησία του έχει έκταση 741,08 τ.μ., ότι αυτή αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, εκτάσεως 1504 τ.μ. που απέκτησε με αγορά η μητέρα του Α. Δ., καθώς και ότι η κάθετη αυτή ιδιοκτησία και η επίδικη δίοδος αποτυπώνονται στο από Σεπτεμβρίου 1970 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Κ.. Κατά τον πέμπτο λόγο το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι η μητέρα του ενάγοντα ασκούσε για λογαριασμό του, στο δεσπόζον ενιαίο ακίνητο, από τότε που αυτό άτυπα του μεταβιβάστηκε μέχρι της ενηλικιώσεώς του τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής. Κατά τον έβδομο λόγο και κατά το δεύτερο μέρος του, το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντα χρησιμοποιούσε την επίδικη δουλεία διόδου. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, γιατί δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε περιστατικά, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, ενώ το μη αναφερόμενο στην ιστορική βάση της αγωγής και προκύψαν από τις αποδείξεις περιστατικό, περί ασκήσεως νομής μέσω άλλου, δεν επιφέρει μεταβολή της βάσεως αυτής και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο. Ενόψει τούτων οι παραπάνω λόγοι (1ος κύριος και 3ος, 5ος και 7ος - 2ο μέρος πρόσθετοι) πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 42/2014). Εξάλλου τα τοπογραφικά διαγράμματα, που συντάσσονται μετά από αίτηση του διαδίκου, φέρουν τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως του άρθρου 390 ΚΠολΔ και δεν υπόκεινται σε παραμόρφωση με την έννοια της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και επομένως δεν ιδρύεται ως προς αυτά ο από την εν λόγω διάταξη προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ'αριθμ..../4.12.1990 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμ/φου Σαμαίων Βασιλείου Δρακολόγιωνα και το από Σεπτεμβρίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Κ., με το να δεχθεί ότι η ένδικος δίοδος βρίσκεται στο νότιο τμήμα ή νοτιοανατολικά της κάθετης ιδιοκτησίας, ενώ από τα έγγραφα αυτά προέκυπτε ότι η δίοδος αυτή βρίσκεται ανατολικά - βορειοανατολικά της κάθετης αυτής ιδιοκτησίας. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος και μάλιστα όσο αφορά το δεύτερο έγγραφο, γιατί τα "τοπογραφικά" δεν πλήττονται με τον ερευνώμενο λόγο και όσο αφορά το πρώτο, γιατί η αποδιδομένη αιτίαση δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθάσμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό ως προς τη θέση της επίδικης διόδου. Δηλαδή η αποδιδόμενη πλημμέλεια αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του επίμαχου εγγράφου, ενώ προσέτι η αιτίαση ως προς το εν λόγω έγγραφο είναι απαράδεκτη και γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως, ως προς τη θέση της ένδικης διόδου, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, αλλά όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της το Εφετείο το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, όπως "το από τον Αύγουστο του 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ." και "τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες...." (φύλλο 5α της αποφάσεως). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ενώ για τις αποδιδόμενες στην πρωτόδικη απόφαση πλημμέλειες ισχύουν τα όσα παραπάνω, για τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, αναφέρθηκαν ως προς την ισχύ της αποφάσεως αυτής. Ύστερα από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλο λόγος η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την από 14.2.2008 αίτηση της Ξ. Π. του Σ. κατά του Γ. Δ. του Α., για αναίρεση της υπ'αριθμ.1179/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Απορρίπτει την από 14.2.2008 αίτηση και τους από 11.7.2003 πρόσθετους λόγους του Γ. Π. του Σ. κατά του Γ. Δ. του Α., για αναίρεση της υπ'αριθμ.1179/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα (Γ. Π. του Σ.) στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ