Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Αιτιολογία: Βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη η ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής της κατηγορουμένης. Κλητήριο θέσπισμα. Ακριβής κατά το άρθρο 321 παρ. 1δ΄ Κ.Π.Δ. καθορισμός των αποδιδόμενων ποινικών πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως. Έγγραφα. Επιτρεπτή η ανάγνωση εγγράφου όταν από την καταχώρισή του στα πρακτικά προκύπτουν τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του κατά τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του ή προκειμένου περί φωτογραφίας ότι επιδείχθηκαν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς, χωρίς η εσφαλμένη αναγραφή, προκειμένου για φωτογραφίες, ότι «αναγνώσθηκαν» αντί της ορθής «επισκοπήθηκαν» να αποτελεί λόγο ακυρότητας της διαδικασίας. Επιμέτρηση της ποινής· Δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία και περαιτέρω ανάπτυξη των αναφερομένων στοιχείων και κριτηρίων του άρθρου 79 παρ. 2, 3 Π.Κ. Απορρίπτει.
Αριθμός 2047/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Ιωάννη Σίδερη Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Λεοντή-Εισηγητή και Γεωργία λαλούση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Απέργη, για αναίρεση της 3781/2008 αποφάσεως του Ε' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πέππα. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2008 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1330/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν οι Α. 6106/10-7-2008 και Β. 6105/10-7-2008 αιτήσεις για αναίρεση της αυτής, 3781/2008, αποφάσεως του Ε' Τριμελούς επί πλημ/των Εφετείου Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσείοντες (α) Χ1 και (β) Χ2 κηρύχθηκαν ένοχοι για τις αξιόποινες πράξεις (α) της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως και (β) της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως (α) επτά (7) μηνών και (β) τεσσάρων (4) μηνών, αντίστοιχα. Προφανές είναι ότι οι εν λόγω και με στοιχ. Α' και Β' χαρακτηριζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, που έχουν νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, πρέπει να συνεκδικασθούν και ερευνηθεί στη συνέχεια η βασιμότητα των διατυπομένων δι' αυτών λόγων.
Ι.- Η απαιτούμενη κατά το αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και την μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής του ή όποιας άλλης (παρεμπίπτουσας) κρίσεως. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων (όπως τα ονόματα των μαρτύρων), δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το αρθρ. 178 Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την αποδεικτική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και πρέπει είτε να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψή του το δικαστήριο, είτε να προκύπτει από αυτή (αιτιολογία) με βεβαιότητα, ότι ελήφθη πράγματι υπόψη. Διαφορετικά ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως (Α.Π. 430/2004, 1946/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το δικαστήριο της ουσίας για να στηρίξει την ως άνω καταδικαστική κρίση του, εδέχθη ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις προαναφερόμενες παραδοχές του προέκυψαν "... από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης...". Από την αναφορά αυτή των αποδεικτικών μέσων είναι μεν αληθές ότι δεν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη η ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, αφού αναφέρεται μόνον στις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, πλην όμως από το σκεπτικό της προσβαλλομένης, στο οποίο διαλαμβάνεται "τα όσα πειστικά περί της επίμαχης συμφωνίας εξέθεσε η μηνύτρια, ενισχύονται ιδίως και από τους μάρτυρες Α και Β ....", προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός εκ του αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
ΙΙ.- Κατά το άρθρ, 501 § 1 Κ.Π.Δ. "αν κατά την συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δι συνηγόρου του, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη...". Η διάταξη του άρθρ. 349 του ίδιου κώδικα για αναβολή της συζήτησης, εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας. Εξάλλου η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνον την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν κατά την διαδικασία εις το ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (Ολ. Α.Π. 7/2005, Α.Π. 1247/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εδίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην αρχή απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αίτημα της εκκαλούσης κατηγορουμένης, περί αναβολής της δίκης, το οποίο υπεβλήθη από τον συνήγορο υπεράσπισης της και στην συνέχεια επετράπη κατ'άρθρ. 340 § 2 Κ.Π.Δ., η εκπροσώπησή της δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία. Ακολούθως, αφού έκανε τυπικά δεκτή την έφεσή της, εκήρυξε αυτή ένοχη την θεωρούμενη ως παρούσα κατηγορουμένη. Όμως ο τρόπος αυτός της εκπροσωπήσεως της εις το ακροατήριο συνεπάγεται για την ίδια και ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα. Από αυτές η περισσότερο αρνητική δικονομική συνέπεια έγκειται στο γεγονός ότι στην έννοια της εκπροσώπησης περιλαμβάνεται σιωπηρώς η παραίτηση του κατηγορουμένου των κατά την επ' ακροατηρίω δικαιωμάτων του, σχετικώς με την εις βάρος του κατηγορίαν, της σιωπής, το οποίον μόνο ο ίδιος μπορεί να ασκεί, αλλά και το δικαίωμα προς απολογία, το τελευταίο όμως μόνον υπό την εκδοχή του ως αποδεικτικού μέσου, καθόσον η απολογία, ως αποδεικτικό μέσο, ενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα εις το αρθρ. 366 Κ.Π.Δ., ενώ το δικαίωμα να έχει τελευταίος τον λόγο ο κατηγορούμενος, μπορεί, κατ' άρθρ. 369 § 3 Κ.Π.Δ., να ασκήσει και με τον εκπροσωπούντα αυτόν συνήγορό του. Επομένως όταν παραιτείται από την άσκηση των προσωποπαγών αυτών δικαιωμάτων του, δεν μπορεί στην συνέχεια να παραπονείται για την αναπόφευκτη περιστολή του δικαιώματος ακροάσεως του και εντεύθεν την εκ του αρθρ. 171 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα. Όμως η παραίτηση αυτή από τα ανωτέρω δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν υφίσταται όταν υπό του τελευταίου υποβληθεί προς το δικαστήριο αίτημα αναβολής και απορριφθεί τούτο, χωρίς την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (Α.Π. 845/2002.
Για την απορριπτική κρίση του επί του αιτήματος αναβολής της δίκης το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην παρεμπίπτουσα της προσβαλλομένης απόφαση του "Το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι συντρέχουν σημαντικά αίτια για την αναιβολή της δίκης σε μεταγενέστερη δικάσιμο ώστε κατ' αυτήν να εμφανισθεί αυτοπροσώπως η 1η κατ/νη ενόψει μάλιστα του ότι αυτή εκπροσωπείται νομίμως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Ειδικότερα, από την από 19/5/2008 βεβαίωση της ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, που αναγνώσθηκε, δεν αποδεικνύεται ότι είναι ανέφικτη η εμφάνιση της κατ/νης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά σ' αυτήν βεβαιώνεται, ότι η κατ/νη εισήχθη την 17/5/08 με διαρροϊκό σύνδρομο και νοσηλεύεται ακόμη. Επομένως, το αίτημά της πρέπει, ν' απορριφθεί, ως αβάσιμο". Η εν λόγω αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού το δικαστήριο, που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με πλήρη και σαφή αιτιολογία, ότι από το ιατρικό πιστοποιητικό, που προσκομίσθηκε και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, δεν αποδείχθηκε η συνδρομή εις το πρόσωπο της κατηγορουμένης σημαντικού αιτίου, που να καθιστά αδύνατη την εμφάνισή της στο δικαστήριο, ως εκ της φύσεως της ασθενείας από την οποία έπασχε, αφού άλλωστε τέτοια αδυναμία εμφάνισης δεν βεβαιώνεται κατά την απόφαση ούτε στο πιο πάνω πρακτικό. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως της εκ των αναιρεσειόντων Χ1 εκ του αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' και Α, σε συνδ. με αρθρ. 171 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ.- Κατά μεν το αρθρ. 170 § 1 Κ.Π.Δ., η ακυρότητα μιας πράξεως ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνον όταν αυτό ορίζεται ρητώς στο νόμο, κατά δε το αρθρ. 174 § 2 Κ.Π.Δ., η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καλύπτεται αν εκείνος που εκλήθη στην δίκη να εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνη του αρθρ. 502 § 2 Κ.Π.Δ. σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής γι' αυτόν αποφάσεως διατυπώνοντας ως ειδικό λόγο αυτής την παρά τον νόμο απόρριψη της παραδεκτώς, κατά την έναρξη της διαδικασίας, προβληθείσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενστάσεως ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος για τον λόγο που στηρίζεται στην περίπτωση δ' της παρ.1 σε συνδ. με την παρ. 4 του αρθρ. 321 Κ.Π.Δ., οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παραδεκτώς ασκηθείσης εφέσεως, έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του ειδικώς εκκληθέντος μέρους της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού, σύμφωνα με το αρθρ. 502 § 2 Κ.Π.Δ., το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης προσδιορίζεται από την έκταση αυτής και είναι καθολικό, όταν προσβάλλεται ολόκληρη η απόφαση ή μερικό, όταν προσβάλλεται η απόφαση για ένα ή περισσότερα μέρη. Εξάλλου, η επιβαλλομένη από το αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου και την ποινή, αλλά σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, μάλιστα ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε, οι οποίες πρέπει να είναι αιτιολογημένες με επάρκεια, διαφορετικά ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως (Α.Π. 1449/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 321 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δηλαδή να καθορίζει το έγκλημα κατά τα πραγματικά περιστατικά, που το συνιστούν και τα, κατά τον νόμο, συστατικά στοιχεία του, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του ο κατηγορούμενος (Α.Π. 185/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προέβαλλαν νομίμως την ένσταση ακυρότητος του υπ'αριθ. ..... κλητηρίου θεσπίσματος, πλην όμως το δικαστήριο δια της εκκαλουμένης υπ' αριθ. 8699/2007 αποφάσεώς του, απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την εν λόγω ένσταση. Όμως οι αναιρεσείοντες, με ειδικό λόγο των 942/7-2-2007 και 943/7-2-2007 εφέσεών τους εξεκάλεσαν κατά τούτο την πρωτοβάθμια απόφαση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο, με παρεμπίπτουσα της προσβαλλομένης απόφασή του, απέρριψε, ως αβάσιμο, τον προαναφερόμενο λόγο της εφέσεως περί ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος και ακολούθως κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις. Για την απορριπτική κρίση του επί της εν λόγω ενστάσεως, το δευτεροβάθμιο, ως άνω, δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του "Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του επίμαχου ..... κλητήριου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως προς τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, που αποδίδεται και στους δύο κατηγορουμένους και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, που αποδίδεται στην 1η κατηγορουμένη, περιέχονται σ' αυτό τα συγκεκριμένα περιστατικά, που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, ο χρόνος και ο τόπος τελέσεώς τους, καθώς και ότι όσα αυτοί εξέθεσαν και φέρονται, ως ψευδή, κατατέθηκαν στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης και της κύριας ανάκρισης, που διενεργήθηκαν με αφορμή την από 20/6/2000 μήνυση της 1ης κατηγορουμένης Συνεπώς, το κλητήριο θέσπισμα, ως προς τις εν λόγω πράξεις, διαλαμβάνει τον κατά το άρθρο 321 παρ. 1δ ΚΠΔ ακριβή καθορισμό των πράξεων, για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι, ώστε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί τους είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, το ίδιο κλητήριο θέσπισμα, ως προς την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, που αποδίδεται στην 1η κατηγορουμένη, διαλαμβάνει ολόκληρο το περιεχόμενο της φερόμενης ως ψευδούς από 20/6/2000 μηνύσεως, με την οποία αυτή είχε καταμηνύσει την ήδη μηνύτρια για κακουργηματικής μορφής υπεξαίρεση και κλοπή νερού και στη συνέχεια εξειδικεύει επακριβώς τα φερόμενα ως ψευδή γεγονότα της εν λόγω μηνύσεως. Επομένως και για την πράξη αυτή περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα ο κατά τα παραπάνω αξιούμενος ακριβής καθορισμός, ώστε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των κατηγορουμένων είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Τέλος, στο επίμαχο κλητήριο θέσπισμα εμπεριέχεται η αναφορά του άρθρου 227 ΠΚ, που προβλέπει τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά διατάξεων για παρεπόμενες ποινές, ώστε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των κατηγορουμένων είναι, απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Η εν λόγω αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με πλήρη και σαφή αιτιολογία, ότι το υπ'αριθ. ..... κλητήριο θέσπισμα, που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους, πέραν των άλλων στοιχείων, που δεν αμφισβητούνται υπ' αυτών, περιλαμβάνει ακριβή καθορισμό των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορούνται ως προς τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή τους παραδοχές που επιβεβαιώνονται από την επιτρεπτή επισκόπηση του ερευνώμενου κλητηρίου θεσπίσματος με άμεση συνέπεια οι αναιρεσείοντες να έχουν, αμέσως μετά την επίδοση εις αυτούς των οικείων κλητηρίων θεσπισμάτων, σαφή και λεπτομερή γνώση της αποδιδομένης εις αυτούς κατηγορίας και να παρέχεται μ' αυτόν τον τρόπο εις αυτούς η ευχέρεια να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α, Β, Δ σε συνδ. με αρθρ. 170 § 1 και 171 § 1 στοιχ. δ' KΠΔ, δεύτερος και τρίτος λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως ελέγχονται ως αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. IV.- Από το άρθρο 364 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικό στοιχείο, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. A' σε συνδ. με αρθρ. 171 § 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το αρθρ. 358 Κ.Π.Δ. δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του κατά τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επεδείχθησαν από τον διευθύνοντα την συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς και ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά τους, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το αρθρ. 358 Κ.Π.Δ. ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα πραγματοποιήθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή η επισκόπηση των φωτογραφιών, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα (Α.Π. 1265/2005, 1980/2004, 529/2003).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, σε συνδυασμό με τα οικεία πρακτικά της, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, μεταξύ άλλων και στα εξής έγγραφα "... 12. Αποκόμματα εφημερίδων, 19. Αποδείξεις εισπράξεως ενοικίων, 25. Αναλυτική κατάσταση λογαριασμών ΕΥΔΑΠ, 13. Φωτογραφίες
". Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών, εν όψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού ειδικότερα, με την πραγματική ανάγνωση του κειμένου τους και την επισκόπηση των φωτογραφιών, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους εις τους αναιρεσείοντας, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι αναγνώσθηκαν χωρίς να προβληθεί ουδεμία αντίρρηση τους, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, εν όψει και του ότι δεν εδημιουργήθηκε αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητός τους και επί πλέον του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητος του εγγράφου είναι αναγκαίος, μόνο για την δημιουργία βεβαιότητος ότι τα έγγραφα αυτά και όχι κάποια άλλα αναγνώσθηκαν στην συγκεκριμένη δίκη, η δε εσφαλμένη αναγραφή του όρου, ως προς τις φωτογραφίες ότι "ανεγνώσθησαν", αντί του ορθού όρου ότι "επισκοπήθηκαν", δεν αποτελεί λόγο ακυρότητος της διαδικασίας και επί πλέον ότι αυτές επισκοπήθησαν όχι μόνον από το δικαστήριο αλλά και από όλους τους διαδίκους. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το Εφετείο τα προαναφερόμενα έγγραφα και είναι αβάσιμος έτσι ο τρίτος, τέταρτος και πέμπτος από το αρθρ. 510 § 1 Α' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το αρθρ. 171 § 1 στοιχ. Δ' απόλυτης ακυρότητος, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, για την στήριξη της κρίσης του, έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους.
V.- Κατά την διάταξη του αρθρ. 79 § 4 Π.Κ. "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου, για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής, εις τα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψιν α) την βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Έτσι τα στοιχεία αυτά, της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του εγκληματία, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να εκτιμήσει κατά την επιμέτρηση της ποινής και να αναφέρει ρητά στην απόφαση του, έχοντας υπόψη και τις οδηγίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητος του κατηγορουμένου, χωρίς να είναι ανάγκη να διαλαμβάνει στην απόφασή του περί επιμετρήσεως της ποινής και τις ανωτέρω οδηγίες, ούτε και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, αρκούσης εκείνης για την ενοχή του κατηγορουμένου. Δηλαδή, η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία (Α.Π. 1155/2000, 328/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλλε στους αναιρεσείοντας έλαβε υπόψη του την βαρύτητα των -εγκλημάτων που διέπραξαν και για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι και την προσωπικότητά τους για την εκτίμηση δε αυτών των στοιχείων έλαβε υπόψη του και τις οδηγίες και κριτήρια των παρ. 2 και 3 του αρθρ. 79 Π.Κ., που ειδικώς μνημονεύει, μεταξύ των οποίων η ένταση του δόλου των και η διαγωγή των αναιρεσειόντων κατά την διάρκεια των πράξεων και μετά την πράξη, διαλαμβάνοντας ότι θα πρέπει να επιβληθεί στους κατηγορουμένους μειωμένη ποινή, λόγω της συνδρομής στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2α ΠΚ. Περαιτέρω ειδικότερη αιτιολογία και ανάπτυξη των παραπάνω στοιχείων που αναφέρονται για την επιμέτρηση της ποινής, δηλαδή της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητος των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, με βάση τα προαναφερθέντα, δεν χρειαζόταν και συνεπώς ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Α, Δ' Κ.Π.Δ., που υποστηρίζουν την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής των αναιρεσειόντων και της απόλυτης ακυρότητας με την έννοια της παραβάσεως του άρθρου 6 § 1 εδ. α' της ΕΣΔΑ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων (Κ.Ποιν.Δ 583), χωρίς να υποβάλλεται σχετικό αίτημα από την πολιτικώς ενάγουσα λόγο για τον οποίο και δεν διαλαμβάνεται σχετική διάταξη στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει και απορρίπτει τις χαρακτηριζόμενες στο σκεπτικό με στοιχ. Α' (6106/10-7-2008) και Β' (6105/10-7-2008) αιτήσεις με αναιρεσείοντες τους (α) Χ1 και (β) Χ2 για αναίρεση της 3781/2008 αποφάσεως του Ε' Τριμελούς επί Πλημμελημάτων Εφετείου Αθηνών. Και
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220,00) ευρώ, για τον καθένα από τους αναιρεσείοντες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ