Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Σωματική βλάβη βαριά.
Περίληψη:
1. Αρπαγή, 2) Σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 Π.Κ. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 424/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1163/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 105/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 185/11-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 3/12-1-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 (δυνάμει της από 11-1-2007 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Χριστόφορο Αργυρόπουλο), κατά του υπ'αριθ. 1163/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής : Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αρ. 8/2006 έφεση του τώρα αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ. 201/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (όπως διορθώθηκε με το υπ'αρ. 312/2005 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου), με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για α) αρπαγή από κοινού και β) βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη από κοινού και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 §1, 474 και 482 παρ.1 και 3 Κ.Π.Δ., με την ως άνω από 12-1-2007 δήλωση του αναιρεσείοντος στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αρ. 3/2007 έκθεση αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα του είχε επιδοθεί την 27-12-2006 και στον αντίκλητο δικηγόρο του την 5-1-2007, είναι δε τυπικά δεκτή.
Με το υπό κρίση ένδικο μέσο ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762).
Ε) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη εισαγγελική πρόταση που μνημονεύει όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά : Ο εκκαλών είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας με την επωνυμία "LION AE" που βρίσκεται στην περιοχή Πόρτο Μπούφαλο Ευβοίας. Κατά τους τελευταίους μήνες ('Ανοιξη 2004) στην πιο πάνω επιχείρηση είχαν ψοφήσει πολλά ψάρια και πίστευε ότι το γεγονός αυτό οφειλόταν σε δολιοφθορά και ειδικότερα στην ρίψη δηλητηρίου στην τροφή των ψαριών από εργαζόμενους στην επιχείρηση. Κύριο υπεύθυνο της δολιοφθοράς θεωρούσε τον εργάτη Γ1 ινδό υπήκοο. Για το λόγο αυτό ο εκκαλών μαζί με τον Χ2 συγκατηγορούμενο, ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στην επιχείρηση του εκκαλούντος αποφάσισαν από κοινού να απαγάγουν τον παραπάνω Γ1 προκειμένου να του αποσπάσουν ομολογία για τα ανωτέρω καθώς και τα στοιχεία των πιθανών συνεργατών του. 'Ετσι στις 12-5-2004 και περί ώρα 10 π.μ. ο συγκατηγορούμενος (Χ2) μετέβη στους ..... Ευβοίας όπου βρίσκεται το σπίτι του Γ1 με το αριθ. κυκλοφορίας...... ΙΧΦ ιδιοκτησίας της πιο πάνω εταιρίας και τον εξανάγκασε να επιβιβασθεί στο παραπάνω αυτοκίνητο, χρησιμοποίησε βία και φίμωσε τον παραπάνω εργάτη, τον δέσμευσε με πλαστικούς σφικτήρες (κλίπς), του έκλεισε τα μάτια με πλαστική ταινία και τον οδήγησε στην περιοχή ...... Ευβοίας όπου συναντήθηκαν με τον εκκαλούντα και οδήγησαν τον Γ1 στο υπόγειο της οικίας του εκκαλούντος όπου τον κράτησαν δεμένο μέχρι τις 15-5-2004. Στη συνέχεια μετέφεραν τον Γ1 με το ίδιο όχημα στο 17ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. .....-...... της περιοχής ......... Ευβοίας και τον κράτησαν εκεί μέχρι 17-5-2004. Στις 12-5-2004 ο πατέρας του εκκαλούντος, Χ, συνιδιοκτήτης της παραπάνω εταιρίας δήλωσε την εξαφάνιση του Γ1 στο αρμόδιο Αστυνομικό τμήμα. Στις 17-5-2004 ο εκκαλών ειδοποίησε τηλεφωνικά την αδελφή του, Ζ1, ότι είχε απαγάγει και κρατούσε τον πιο πάνω εργάτη. Η τελευταία ειδοποίησε τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του τμήματος Ασφαλείας Χαλκίδας και μετά από έρευνα στην παραπάνω περιοχή βρήκαν τον Γ1 αναίσθητο. Ο Γ1 έφερε κακώσεις των άκρων από πρόσφατο ξυλοδαρμό, ραβδομυόληση, εκτεταμένο υπόσφαγμα δεξιού οφθαλμού, οίδημα και θολερότητα κερατοειεδούς, κακώσεις για τις οποίες κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας από 17-5-2004 έως 1-6-2004 όπως προκύπτει από το ....... έγγραφο (εξιτήριο) του ανωτέρω Νοσοκομείου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εκκαλών μαζί με τον συγκατηγορούμενό του βιοπράγησαν εναντίον του Γ1 όσον καιρό τον κρατούσαν δεμένο και ανίκανο να αντιδράσει. Επίσης βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα περίστροφο μάρκας colt No 38 εξάσφαιρο και φυσίγγια που κατείχε ο συγκατηγορούμενος του εκκαλούντος. Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι τελούσε σε βρασμό ψυχής που μηδένισε την ικανότητα του να κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ούτε είναι δυνατόν να γίνει δεκτό αφού σε ήρεμη κατάσταση αποφάσισε με τον συγκατηγορούμενό του να εκτελέσει τις πράξεις της αρπαγής και της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και όπως αναφέρει η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της ....... ότι κατά τον επίμαχο χρόνο διατηρούσε την ικανότητα για την διάκριση του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεων του. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις ως άνω πράξεις.
ΣΤ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 § 1α, 27 § 1, 45, 51, 52, 53, 94 § 1, 310 παρ. 3-2-1 και 322 εδ. α Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ.484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ : Ζ) Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση (Α.Π.193/88, Π.Χ. ΛΗ/498) του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1334 & 1424/89, Π.Χ. Μ/586 & 705), καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά (Α.Π. 798/88, Π.Χ. ΛΗ/889) και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα (ΑΠ 1140/89, Π.Χ. Μ/424), όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (ανωτέρω υπό Ε'), το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1825/99, Π.Χ. Ν/810) και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις της αναίρεσης είναι αβάσιμες.
Η) Στο 6ο φύλλο του βουλεύματος απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, περί συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων του άρθρου 34 ΠΚ, καθόσον από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων δεν προκύπτει ότι αυτός, κατά τον χρόνο που διέπραξε τις ως άνω αξιόποινες πράξεις δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης του, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη και ότι ο διορισθείς δυνάμει της 30/04 διατάξεως της Ανακρίτριας του Α'τμήματος Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, πραγματογνώμων, ......, δεχόμενος ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ, στο συμπέρασμα της από ...... πραγματογνωμοσύνης του, αναφέρει για τον κατηγορούμενο ότι θεωρεί ως περισσότερο πιθανό ότι στο επίμαχο χρονικό διάστημα, αυτός (κατηγορούμενος), διατηρούσε την ικανότητα για την αρχή της διάκρισης (του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεων του). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη 2η σελίδα του 1ου φύλλου του προσβαλλόμενου βουλεύματος, μνημονεύονται και συνεκτιμώνται από το συμβούλιο τόσο η από ......, όσο και η από ..... εκθέσεις ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ..... και ........., αντίστοιχα, οπότε η αντίθετη αιτίαση της αναίρεσης ότι το συμβούλιο, προκειμένου ν'απορρίψει τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του της έλλειψης ικανότητας προς καταλογισμό κατ'ά. 34 Π.Κ., αξιολογεί μόνο την πρώτη ως άνω πραγματογνωμοσύνη, χωρίς να εκτιμά το περιεχόμενο της 2ης, είναι αβάσιμη.
'Αλλωστε, από την αλληλοσυμπλήρωση του ως άνω σκεπτικού του βουλεύματος (όπου αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη του .......) προς την εισαγγελική πρόταση (όπου αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη της ......) προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν και οι 2 πραγματογνωμοσύνες. Θ) Ομοίως δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για ευθεία παράβαση του άρ. 34 Π.Κ. ούτε για εκ πλαγίου παράβαση, όπως υποστηρίζεται στην αναίρεση, για τους προαναφερθέντες λόγους, καθόσον είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι δεν μνημονεύονται τ'αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων το συμβούλιο θεμελίωσε την εν λόγω κρίση του, αφού, όπως ήδη εξετέθη, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των αποδεικτικών μέσων και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους (ΑΠ 396 και 685/2004, Π.Χ. ΝΕ/133 και 233), ενώ δεν απαιτείται αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (Ολομ. Α.Π. 1/2005, Π.Χ. ΝΕ/781).
Ι) Κατ'ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων, πρέπει ν'απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. ΓΙ'ΑΥΤΟ Προτείνω: 1) Ν'απορριφθεί η υπ'αρ. 3/12-1-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, δυνάμει της από 11-1-2007 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Χριστόφορο Αργυρόπουλο, κατά του υπ'αρ. 1163/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον ως άνω αναιρεσείοντα.
Αθήνα, 23 Απριλίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.'Ελλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 οτοιχ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., (υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερούνται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αρ. 1163/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που απέρριψε την από 14-2-2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ.201/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο παραπέμφθηκε, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, να δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, για α) αρπαγή από κοινού, β) για βαρειά σκοπούμενη σωματική βλάβη από κοινού, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ'ειδος τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας με την επωνυμία "LION AE", που βρίσκεται στην περιοχή Πόρτο Μπούφαλο Ευβοίας. Κατά τους τελευταίους μήνες ('Ανοιξη 2004) στην πιο πάνω επιχείρηση είχαν ψοφήσει πολλά ψάρια και πίστευε ότι το γεγονός αυτό οφειλόταν σε δολιοφθορά και ειδικότερα στην ρίψη δηλητηρίου στην τροφή των ψαριών από εργαζόμενους στην επιχείρηση. Κύριο υπεύθυνο της δολιοφθοράς θεωρούσε τον εργάτη Γ1, ινδό υπήκοο. Για το λόγο αυτό ο εκκαλών, μαζί με τον Χ2, συγκατηγορούμενο, ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στην επιχείρηση του εκκαλούντος αποφάσισαν από κοινού να απαγάγουν τον παραπάνω Γ1 προκειμένου να του αποσπάσουν ομολογία για τα ανωτέρω καθώς και τα στοιχεία των πιθανών συνεργατών του. 'Ετσι, στις 12-5-2004 και περί ώρα 10 π.μ., ο συγκατηγορούμενος (Χ2) μετέβη στους ...... Ευβοίας, όπου βρίσκεται το σπίτι του Γ1, με το αριθ. κυκλοφορίας ...... ΙΧΦ ιδιοκτησίας της πιο πάνω εταιρίας και τον εξανάγκασε να επιβιβασθεί στο παραπάνω αυτοκίνητο, χρησιμοποίησε βία και φίμωσε τον παραπάνω εργάτη, τον δέσμευσε με πλαστικούς σφικτήρες (κλίπς), του έκλεισε τα μάτια με πλαστική ταινία και τον οδήγησε στην περιοχή ...... Ευβοίας όπου συναντήθηκαν με τον εκκαλούντα και οδήγησαν τον Γ1 στο υπόγειο της οικίας του εκκαλούντος όπου τον κράτησαν δεμένο μέχρι τις 15-5-2004. Στη συνέχεια μετέφεραν τον Γ1 με το ίδιο όχημα στο 17ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. ....-..... της περιοχής ......... Ευβοίας και τον κράτησαν εκεί μέχρι 17-5-2004. Στις 12-5-2004 ο πατέρας του εκκαλούντος, Χ, συνιδιοκτήτης της παραπάνω εταιρίας δήλωσε την εξαφάνιση του Γ1 στο αρμόδιο Αστυνομικό τμήμα. Στις 17-5-2004 ο εκκαλών ειδοποίησε τηλεφωνικά την αδελφή του, Ζ1, ότι είχε απαγάγει και κρατούσε τον πιο πάνω εργάτη. Η τελευταία ειδοποίησε τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του τμήματος Ασφαλείας Χαλκίδας και, μετά από έρευνα στην παραπάνω περιοχή, βρήκαν τον Γ1 αναίσθητο. Ο Γ1 έφερε κακώσεις των άκρων από πρόσφατο ξυλοδαρμό, ραβδομυόληση, εκτεταμένο υπόσφαγμα δεξιού οφθαλμού, οίδημα και θολερότητα κερατοειδούς, κακώσεις, για τις οποίες κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας από 17-5-2004 έως 1-6-2004, όπως προκύπτει από το ..... έγγραφο (εξιτήριο) του ανωτέρω Νοσοκομείου. Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι ο εκκαλών, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, βιαιοπράγησαν εναντίον του Γ1 όσον καιρό τον κρατούσαν δεμένο και ανίκανο να αντιδράσει. Επίσης βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα περίστροφο μάρκας colt No 38 εξάσφαιρο και φυσίγγια που κατείχε ο συγκατηγορούμενος του εκκαλούντος. Ο εκκαλών, με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι τελούσε σε βρασμό ψυχής, που μηδένισε την ικανότητά του να κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ούτε είναι δυνατόν να γίνει δεκτό, αφού σε ήρεμη κατάσταση αποφάσισε, με τον συγκατηγορούμενό του, να εκτελέσει τις πράξεις της αρπαγής και της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και, όπως αναφέρει η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της ......, ότι κατά τον επίμαχο χρόνο διατηρούσε την ικανότητα για την διάκριση του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεων του". Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις ως άνω πράξεις.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ 1α, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 94 παρ. 1, 310 παρ. 3,2,1 και 322 εδ. α Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση ότι το Συμβούλιο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, αναφορικά με την επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ανικανότητά του για καταλογισμό, την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 34 του Π.Κ., με την ειδικότερη αιτίαση, αφενός μεν ότι στήριξε την κρίση του αποκλειστικά στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου .........., ο οποίος διορίσθηκε με την υπ'αριθ. 30/2004 διάταξη της ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, χωρίς να αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του και την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της, με την ίδια ως άνω διάταξη, διορισθείσας ψυχιάτρου ......... και αφετέρου διότι δεν εκτίθεται από ποια αποδεικτικά στοιχεία έκρινε ότι ο αναιρεσείων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διατηρούσε την ικανότητα για την αρχή της διάκρισης του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεών του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συνέτρεχαν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης, είναι αβάσιμη για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι, το Συμβούλιο εκθέτει επαρκώς ότι, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, κατά το χρόνο διάπραξης των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε παραπεμπτέος, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνείδησής του και, ως σε ενισχυτικό στοιχείο της άποψης αυτής, αναφέρεται και στην από ..... ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ....., ο οποίος, πράγματι διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ. Δεύτερον, διότι, στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος, πριν να γίνει αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, μνημονεύονται και συνεκτιμώνται από το Συμβούλιο, τόσο η από ...., όσο και η από ..... έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των Ψυχιάτρων ........ και ......., αντίστοιχα, οπότε δεν προκύπτει αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκαν και οι δύο αναφερόμενες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες. Το ότι στη συνέχεια του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο, προκειμένου να ενισχύσει την ως άνω κρίση του, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, αξιολογεί με ειδική μνεία την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ......., δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του και αυτήν της ........ Αυτό, δε, διότι, από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού του βουλεύματος, όπου, κατά τα άνω, αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη του ......., προς την εισαγγελική πρόταση, στην οποία επιτρεπτώς το Συμβούλιο αναφέρεται, και στην οποία (εισαγγελική πρόταση) αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη της ........., προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν και οι δύο πραγματογνωμοσύνες. Τρίτον, διότι, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των αποδεικτικών μέσων επί των οποίων το Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών, αναφορικά με τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, θεμελίωσε την αναφερθείσα κρίση του, και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους, ούτε ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται τι συνάγεται από το καθένα και, πολύ περισσότερο, δεν απαιτείται αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, οι δε περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.Β'και Δ' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-1-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1163/2006 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ