Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1675 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Υπεξαίρεση, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.




Περίληψη:
Στοιχεία υπεξαίρεσης και υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική κατ’ εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τη χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων του αναιρεσείοντος, ο οποίος ως υπάλληλος των ΕΛΤΑ στο πλαίσιο των διαχειριστικών και ταμειακών αρμοδιοτήτων του ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό των 49.424,23 ευρώ. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ανήκει στην απόλυτη κρίση του συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Η διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 δ΄ του ΚΠΔ που προέβλεπε λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος για παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 42 του Ν. 3160/2003. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.





Αριθμός 1675/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 60/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιάς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιάς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 368/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 379/16.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. των υπ' αρ. 3/2-3-07 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αρ. 60/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και εκθέτω τα εξής:
I) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθη κατ' ουσίαν η υπ' αρ. 55/2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 875/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο αυτός παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς όπως δικασθεί για: α) υπεξαίρεση στην υπηρεσία από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ. β) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση (αρ. 26 §1α, 27 §1, 94 §1, 98, 216 §1, 258 παρ. γ εδ. αα Π.Κ.). και επεκυρώθη το πρωτόδικο βούλευμα.
II) Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (αρ. 473 §1, 474 §2, 482 §§1 και 2 Κ.Π.Δ.) με την από 2-3-07 δήλωση του αναιρεσείοντος ενώπιον Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς για την οποία συντάχθηκε η υπ' αρ. 3/2007 έκθεση αναιρέσεως ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα του επεδόθη την 20-2-2007 (με θυροκόλληση) και στον αντίκλητο δικηγόρο του επίσης την 20-2-2007.
III) Λόγοι αναιρέσεως:
α) Διότι το εκδόν το βούλευμα Συμβούλιο εσφαλμένως παρέλειψε την αναγραφή των σχετικών άρθρων του ποινικού νόμου δια των οποίων αφ' ενός απορρίπτεται η έφεσή του και αφ' ετέρου παραπέμπεται να δικασθεί.
β) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν υπάρχει αναφορά στον αριθμό του άρθρου του Ποινικού Νόμου για παράβαση των οποίων παραπέμπεται να δικασθεί κάνει ρητή αναφορά στους λόγους που εκθέτει η εισαγγελέας τους οποίους θεωρεί ορθούς, νόμιμους και βάσιμους, αν όμως είχε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία θα έπρεπε να κάμει δεκτούς τους ισχυρισμούς της εφέσεώς του. Δεν υφίσταται εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την θεμελίωση της εκ μέρους του χρησιμοποιήσεως ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, μεταξύ άλλων ότι δεν τηρούσε νομότυπα τις αποδείξεις προκαταβολών αφού άλλες δεν έφεραν ημερομηνία εκδόσεως, άλλες ήταν πλαστογραφημένες, άλλες δεν έφεραν την υπογραφή του Διευθυντή κ.λ.π. διότι εκείνο που είχε σημασία για την θεμελίωση του αδικήματος της υπεξαιρέσεως είναι η από μέρους του παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων και όχι αν έχουν συνταχθεί νομότυπα ή μη οι αποδείξεις που καταδεικνύουν το αντίθετο. Αρνήθηκε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για τις αποδείξεις με τις υπογραφές των υπαλλήλων Γ1 και Γ2. Απέρριψε τον αποδεχθέντα ισχυρισμό του περί μη υπάρξεως ελλείμματος, αλλά της υπάρξεως προκαταβολών προς υπαλλήλους οι οποίες αποτελούν απαίτηση των ΕΛΤΑ εις βάρος τους, ότι κληροδοτήθηκε σ' αυτόν από την προηγούμενη διαχείριση έλλειμμα 9.164,20 Ευρώ. Δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του προηγούμενου διαχειριστή στην οποία κάνει ρητή αναφορά το ίδιο το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι υπήρχαν προκαταβολές 1.500.000 δρχ., δεν έκανε αναφορά στην κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως Ε1, δεν αξιολογεί πώς χρεώθηκε έλλειμμα τις ημέρες που απουσίαζε από την Υπηρεσία.
Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ως προς τον λόγο του αρ. 484 §1 δ' Κ.Π.Δ. πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
IV) Απαράδεκτο 1ου λόγου αναιρέσεως:
Ο προβαλλόμενος κατά τ' ανωτέρω λόγος (ως εκτίθεται στην παράγραφο 111 εδαφ. α' της παρούσας) είναι απαράδεκτος ως μη προβλεπόμενος από την διάταξη του άρθρου 484 §1 Κ.Π.Δ. (ως η παρ. δ' καταργήθηκε και αναριθμήθηκαν οι λοιπές με αρ. 42 §2,3 Ν. 3160/2003). Εξάλλου εις την ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση διαλαμβάνονται οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις βάσει των οποίων παρεπέμφθη ο αναιρεσείων με ειδικότερη ανάπτυξη αυτών. V) Από την διάταξη του άρθρου 258 Π.Κ. (ως η περ. γ' αντ. από το άρθρο 14 §5β του Ν. 2721/99) που ορίζει ότι: Υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμη δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ) με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε (15.000) Ευρώ ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ, συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής μορφής της περιπτώσεως γ εδαφ. β του εν λόγω άρθρου απαιτείται α) ιδιότητα υπαλλήλου υπό την έννοια του άρθρου 13α και 263α τέτοιος δε είναι αυτός που υπηρετεί στα ΕΛΤΑ (Α.Π. 35/88 Π.Χρ. ΛΗ/449, Μπιτζιλέκη Υπηρεσιακά Εγκλήματα σελ. 96), β) παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, δηλ. απαιτείται να συντρέχουν τα αντικειμενικά στοιχεία της υπεξαιρέσεως του αρ. 375 (Α.Π. 53/99 Π.Χρ. ΜΘ 229) δηλ. οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη με την οποία εκδηλώνεται η θέλησή του να έχει τα χρήματα ή τα πράγματα σαν να ήταν κύριος αυτών. Τα χρήματα πρέπει να είναι ξένα (ολικά ή μερικά), τέτοια είναι δε εκείνα που βρίσκονται σε ξένη σε σχέση με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή προσδιορίζεται στο αστικό δίκαιο (Α.Π. 703/97 Ν.Ο.Β. 1998/263). Ειδικώς μνημονεύονται τα χρήματα, για να δηλωθεί ότι παρόλο που είναι αντικαταστατά πράγματα, δεν περιέχονται κατά κυριότητα στον υπάλληλο. γ) Τα εν λόγω πράγματα ο υπάλληλος να τα έλαβε ή να τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμη είναι αναρμόδιος γι' αυτό (Α.Π. 53/99 Π.Χρ. ΜΘ/229). δ) Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στην γνώση του δράστη ότι τα χρήματα ή κινητά πράγματα τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω της υπαλληλικής ιδιότητάς του και είναι ξένα, ως μη ανήκοντα κατά κυριότητα σ' αυτόν και στην θέλησή του να τα ιδιοποιηθεί παρανόμως χωρίς την συγκατάθεση εκείνου στον οποίον ανήκουν αυτά (Α.Π. 53/99 Π.Χρ. ΜΘ/229). Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών κατά το εδαφ. γ περ. β άνω άρθρου αν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ και ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ως τέτοια θεωρούνται κρυφές υλικές ενέργειες και μέθοδοι μη εμφανώς διακριτές, με τις οποίες καθίσταται δυσχερής η αποκάλυψη και οι οποίες αποσκοπούν στην δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου με σύγχρονη εξαπάτηση τρίτων προσώπων και δη των προϊσταμένων ή ελεγκτών, που θεωρούν τις ενέργειες ως κατ' αρχήν νόμιμες. Τέτοια τεχνάσματα είναι λ.χ. ψευδείς εγγραφές, αλλοίωση αριθμών σε βιβλία ή λογαριασμούς, έκδοση εικονικών εγγράφων, η δημιουργία ψεύτικων ή πλαστών παραστατικών (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ' αρ. 258 σελ. 687 επ, Μπιτζιλέκη Υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 558 επομ., Αιτιολογική Έκθεση σχ. Π.Κ. σελ. 281 έκδοση Ζαχαρόπουλου, Α.Π. 1191/2001 Π.Χρ. ΝΒ/422, Α.Π. 1844/97 Π.Χρ. ΜΗ/618).
VI) Από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 193 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 §1δ Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΜΒ/978).
VII) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς που το εξέδωσε με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών (Α.Π. 1608/2001 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/623, Α.Π. 348/1996 Π.Χρ. ΜΖ/33), εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, ότι από συνεκτίμηση των αναφερομένων κατ' είδος σ' αυτό αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, συνημμένων στην δικογραφία εγγράφων και απολογίας του κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ1 προσελήφθη στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, τον Μάϊο του 1985 όπου και παρέμεινε εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έως τον Ιανουάριο του 1988. Στη συνέχεια η σύμβασή του μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, και στις 31-5-88 ο ίδιος έγινε μόνιμος υπάλληλος των ΕΛΤΑ και έλαβε τον βαθμό του Προϊσταμένου "4" ενώ από 21 Μαΐου 1996 που προήχθη στον βαθμό του Τμηματάρχη εργάσθηκε στην κεντρική Διεύθυνση των ΕΛΤΑ. Στις 28-2-01 η περιφερειακή Διεύθυνση Αιγαίου των ΕΛΤΑ απέκτησε αυτόνομη διαχείριση και αμέσως μετά και συγκεκριμένα την 1η Μαρτίου 2001, ο κατηγορούμενος ανέλαβε διαχειριστής-υπεύθυνος της μισθοδοσίας του προσωπικού της περιφερειακής Διεύθυνσης αυτής, όπου εργάσθηκε μέχρι τις 10-1-2003 οπότε και παραιτήθηκε από την Υπηρεσία. Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία δυνάμει του ΝΔ 496/1970, του Ν. 2414/96 σε συνδ. με την ΥΛ 83588/253/12-12-1996, ιδρύθηκαν και λειτουργούν ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ανώνυμη εταιρεία) με τον διακριτικό τίτλο "ΕΛΤΑ", έχουν ως σκοπό την οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της ταχυδρομικής υπηρεσίας κατά προνομιακή και αποκλειστική παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, που συμμετέχει στο κεφάλαιο του παραπάνω νομικού προσώπου, χρηματοδοτώντας και επιχορηγώντας αυτό. Επομένως τα ΕΛΤΑ εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 263 Α Π.Κ. και οι εργαζόμενοι σε αυτά, έχουν την ιδιότητα του "υπαλλήλου" που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 258 Π.Κ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος ανέλαβε τα καθήκοντα του διαχειριστή της περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου την 1-3-01, διαδεχθείς στον τομέα αυτό τον Ζ1, Διαχειριστή του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, που μέχρι την αυτονόμηση της Δ/σης Αιγαίου, διαχειριζόταν μαζί με άλλη διεύθυνση και αυτήν του Αιγαίου. Το ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος ανέλαβε την διαχείριση της Δ/νσης Αιγαίου στις 1-3-01 προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από την κατάθεση του μάρτυρα Ζ1 τις από ... έως .... πορισματικές αναφορές του Β1 και Β2, Επιθεωρητών της Δ/νσης Επιθεωρήσεως των ΕΛΤΑ, συνομολογείται και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, αλλά και στις "εξηγήσεις" που κατέθεσε εγγράφως στις 9-1-04 ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά, δια της ενεργούσης την Προκαταρκτική εξέταση Πταισματοδίκου, του 8ου τμ. Πειραιά.
Το αντικείμενο της εργασίας του κατηγορουμένου ως διαχειριστή της περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου των ΕΛΤΑ, ήταν η καταβολή της τακτικής μισθοδοσίας των υπαλλήλων της περιφερειακής αυτής Δ/νσης. Ο ίδιος, ως υπεύθυνος διαχειριστής, είχε την υποχρέωση να τηρεί "ημερήσια φύλλα συναλλαγών" (Η.Φ.Σ.) στα οποία έπρεπε να καταχωρεί αφ' ενός μεν τις χρηματοδοτήσεις της Δ/νσης, που προήρχοντο από το Κεντρικό Ταχυδρομείο Πειραιά, για την καταβολή της μισθοδοσίας των υπαλλήλων, αφ' ετέρου δε όλες τις περιοδικές καταβολές του μισθού προς τους υπαλλήλους της Δ/νσης Αιγαίου, που πραγματοποιούσε ο διαχειριστής. Ο μηνιαίος μισθός των εργαζομένων καταβαλλόταν ανά δεκαπενθήμερο, ήτοι την 1η και 16η εκάστου μηνός. Όμως πέρα από τις παραπάνω καταβολές είχε επικρατήσει η πρακτική, από την εποχή που η Δ/νση Αιγαίου υπήγετο στην Κεντρική Διαχείριση των ΕΛΤΑ Πειραιά, να δίδονται προκαταβολές χρηματικών ποσών μισθοδοσίας, για υπηρεσιακούς λόγους (εκτός έδρας, μετακινήσεις) ή για αντιμετώπιση προσωπικών αναγκών, ασθενείας κ.λ.π. Οι προκαταβολές που δίδονταν στους υπαλλήλους της Περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου, δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 1.500.000 - 1.800.000 δρχ. ανά δεκαπενθήμερο, για όλους τους υπαλλήλους που απασχολούντο στην εν λόγω Δ/νση συνολικά, δίδονταν σε κάθε υπάλληλο που ζητούσε προκαταβολή, μετά από έγκριση του αρμοδίου περιφερειακού διευθυντή, που υπέγραφε την σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου. Τα ποσά που δίδονταν ως προκαταβολή παρακρατούντο εκ μέρους του υπευθύνου - διαχειριστή της μισθοδοσίας του υπαλλήλου, άλλοτε από το μισθό του αμέσως επομένου δεκαπενθημέρου και κάποτε από τους μισθούς του επομένου μηνός. Για να διευκολυνθεί η διαδικασία είχαν τυπωθεί έντυπες αποδείξεις χορήγησης προκαταβολής προς τους εργαζομένους, τις οποίες οι τελευταίοι αφού συμπλήρωναν εις διπλούν τις υπέγραφαν, έπαιρναν την έγκριση του διευθυντή της Υπηρεσίας όπου εργάζονταν και στην συνέχεια, το μεν ένα αντίτυπο της απόδειξης προκαταβολής παρέδιδαν στην διαχείριση της περιφερειακής διεύθυνσης, το δε δεύτερο στην διαχείριση του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, (στην οποία τότε υπήγετο χρηματικά και η περιφερειακή διεύθυνση Ν. Αιγαίου), από την οποία ελάμβαναν οι ίδιοι οι υπάλληλοι την προκαταβολή, η οποία κατεχωρείτο στο ημερήσιο φύλλο συναλλαγών. Κατά την ημερομηνία των επομένων μισθοδοσιών ο διαχειριστής της περιφερειακής διεύθυνσης, αφαιρούσε από το συνολικό χρηματικό ποσό της μισθοδοσίας το οποίο έπρεπε να λάβει από την Κεντρική Διαχείριση των ΕΛΤΑ Πειραιά, το ποσό των προκαταβολών, βάσει των αντιγράφων των αποδείξεων που είχε στα χέρια του και εισέπραττε από την Κεντρική Διαχείριση, το υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Στη συνέχεια κατέβαλε σε έκαστο λήπτη της προκαταβολής υπάλληλο, την διαφορά μεταξύ πληρωτέου ποσού και ληφθείσης προκαταβολής και επέστρεφε στον τελευταίο και την απόδειξη της προκαταβολής ως απόδειξη της εξόφλησης. Τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από την κατάθεση του μάρτυρα Ζ2 βοηθού διαχειριστή μισθοδοσίας ΕΛΤΑ Πειραιά, Ζ1 διαχειριστή της ίδιας υπηρεσίας, του Ζ3, τις συνημμένες στη δικογραφία αποδείξεις προκαταβολών, όπως επίσης και από τις καταθέσεις του Ζ1,Ζ3 και Ζ4 ενώπιον του επιθεωρητού των ΕΛΤΑ που έδωσαν κατά την ένορκη διοικητική εξέταση που διενεργήθη και επισυνάφθηκαν στην δικογραφία. Την ίδια παραπάνω διαδικασία ακολούθησε και ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος συνομολογεί στις από 9-1-04 εξηγήσεις του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, μέχρις ότου ήρθε σχετική απαγορευτική εγκύκλιος της Υπηρεσίας και η πρακτική αυτή σταμάτησε. Μετά την αποχώρηση του κατηγορουμένου - διαχειριστή από την υπηρεσία, διενεργήθηκε έλεγχος από επιθεωρητή της Δ/νσης εσωτερικού ελέγχου των ΕΛΤΑ στη διαχείριση της Δ/σης Αιγαίου, όπου διαπιστώθηκαν τα εξής:
Από 1-3-2001 έως 31-12-2001 η περιφερειακή διεύθυνση νήσων Αιγαίου παρέλαβε ως χρηματοδότηση, από την κεντρική διαχείριση του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, το συνολικό ποσό των 130.805.000 δρχ. και από 1-1-02 έως 31-12-02 το ποσό των 456.574 Ευρώ συνολικά. Τα χρηματικά αυτά ποσά καταχωρήθηκαν από τον κατηγορούμενο στα ημερήσια φύλλα συναλλαγών, με αποτέλεσμα σε γενικό σύνολο το παραληφθέν χρηματικό ποσό το παραπάνω χρονικό διάστημα, να είναι ισοσκελισμένο με το ποσό που υπήρχε καταχωρημένο στα ημερήσια φύλλα ελέγχου. Μετά από έλεγχο όμως και επεξεργασία των ποσών μισθοδοσίας και προκαταβολών μονίμου προσωπικού της Δ/νσης Αιγαίου, στα από τον κατηγορούμενο συσταγέντα ημερήσια φύλλα συναλλαγών, που στάλθηκαν προς επεξεργασία στην Διεύθυνση Οικονομικών των ΕΛΤΑ, κατά το χρονικό διάστημα της θητείας του κατηγορουμένου, ως υπευθύνου - διαχειριστή μισθοδοσίας της Δ/νσης Αιγαίου, η ως άνω διαχείριση παρουσίασε συνολικό έλλειμμα χρηματικού ποσού 5.089,58 Ευρώ. Και πιο συγκεκριμένα από το χρονικό διάστημα από 1-3-01 έως 31-12-01 το έλλειμμα προσδιορίσθηκε στο ποσό των 30.882,58 Ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1-1-02 έως 10-1-03 το έλλειμμα ανήλθε στο ποσό των 20.000 Ευρώ. Διαπιστώθηκαν ειδικότερα τα εξής: Κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-01 έως 31-12-01 καταχωρήθηκε στις σχετικές μισθολογικές καταστάσεις όσον αφορά τη Δ/νση Αιγαίου, από την Κεντρική Δ/νση ΕΛΤΑ, τα εξής ποσά για την πληρωμή των μισθών των υπαλλήλων της Δ/νσης αυτής κατά μήνα: Μάρτιος 2001
το ποσό των
13.712.700 δρχ.
Απρίλιος 2001
ποσό συνολικά
12.906.400 δρχ.
Μάϊος 2001
ποσό συνολικά
4.415.600 δρχ.
Ιούνιος 2001
ποσό συνολικά
16.922.500 δρχ.
Ιούλιος 2001
ποσό συνολικά
3.974.200 δρχ.
Αύγουστος 2001
ποσό συνολικά
11.342.900 δρχ.
Σεπτέμβριος 2001
ποσό συνολικά
3.751.200 δρχ.
Οκτώβριος 2001
ποσό συνολικά
7.452.000 δρχ.
Νοέμβριος 2001
ποσό συνολικά
11.653.300 δρχ.
Δεκέμβριος 2001
ποσό συνολικά
17.689.400 δρχ.
Δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό που ανεγράφη στις μισθολογικές καταστάσεις για την περίοδο από 1-3-01 έως 31-12-01 ήταν 103.820.200 δρχ. Από το ποσό αυτό διαγράφτηκαν στις 1-6-01 το ποσό των 1.100 δρχ., στις 16-7-01 το ποσό των 191.500 δρχ. και στις 30-12-01 το ποσό των 113.800 δρχ. και συνολικά το ποσό των 306.400 δρχ. Έτσι το ποσό που διαμορφώθηκε τελικά στην εν λόγω μισθολογική κατάσταση το οποίο και έπρεπε να καταβληθεί στους υπαλλήλους της εν λόγω διεύθυνσης, για μισθοδοσία, ήταν 103.513.800 δρχ. Τα ποσά που καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία (Ημερήσια Φύλλα Συναλλαγών) της Περιφερειακής Δ/νσης Ν.Αιγαίου, ήτοι χρηματικά ποσά μισθοδοσίας και προκαταβολών προς τους υπαλλήλους της Δ/νσης αυτής, από τον κατηγορούμενο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, ήταν τα ακόλουθα: Μάρτιος 2001
18.828.600 δρχ.
Απρίλιος 2001
11.086.900 δρχ.
Μάϊος 2001
7.126.530 δρχ.
Ιούνιος 2001
19.222.794 δρχ.
Ιούλιος 2001
10.560.315 δρχ.
Αύγουστος 2001
6.868.200 δρχ.
Σεπτέμβριος 2001
4.956.100 δρχ.
Οκτώβριος 2001
7.185.000 δρχ.
Νοέμβριος 2001
8.630.200 δρχ.
Δεκέμβριος 2001
458.300 δρχ.
Δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό το οποίο καταχωρήθηκε από τον κατηγορούμενο στα ημερήσια φύλλα συναλλαγών ως καταβεβλημένο για μισθοδοσία και προκαταβολές προς τους υπαλλήλους της περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου των ΕΛΤΑ κατά τη χρονική περίοδο από 1-3-01 έως 31-12-01 προσδιορίζεται σε 114.037.039 δρχ. Μεταξύ του ποσού των 103.513.800 δρχ. που ανεγράφετο στις μισθολογικές καταστάσεις και του καταχωρηθέντος στα Η.Φ.Σ. ποσού των 114.037.039 δρχ. υφίσταται διαφορά 10.523.239 δρχ. ή 30.882,58 Ευρώ.
Το ως άνω επιπλέον χρηματικό ποσό, καταχωρήθηκε από τον κατηγορούμενο στα Η.Φ.Σ. ως προκαταβολές προς τους υπαλλήλους, της Δ/νσης Αιγαίου, πλην όμως οι φερόμενες ως προκαταβολές αυτών, δεν συνοδεύτηκαν από κάποιο παραστατικό στοιχείο όπως έπρεπε, από το οποίο να δικαιολογούνται, με συνέπεια να υφίσταται κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στη Διαχείριση της Δ/νσης Αιγαίου, έλλειμμα ίσο προς την παραπάνω διαφορά των 30.882,58 Ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 16-1-2003 εστάλησαν για την πληρωμή του προσωπικού της Δ/νσης Αιγαίου τα παρακάτω ποσά που αναφέρονταν στις μισθολογικές καταστάσεις:
Ιανουάριος 2002
12.435 ΕυρώΦεβρουάριος 2002
25.235,22 ΕυρώΜάρτιος 2002
27.720 ΕυρώΑπρίλιος 2002
52.790 Ευρώ Μάϊος 2002
26.950 ΕυρώΙούνιος 2002
10.895 Ευρώ Ιούλιος 2002
37.525 Ευρώ Αύγουστος 2002
36.396,96 Ευρώ Σεπτέμβριος 2002
11.165 ΕυρώΟκτώβριος 2002
22.790 ΕυρώΝοέμβριος 2002
40.735 ΕυρώΔεκέμβριος 2002
52.170 ΕυρώΙανουάριος 2003
12.910 ΕυρώΔηλαδή το συνολικό ποσό που αναφερόταν στις μισθολογικές καταστάσεις προσδιορίζεται σε 369.717,18 Ευρώ. Αφαιρουμένου του χρηματικού ποσού των 8.666,96 Ευρώ που αφορά σε διαγραφές που έγιναν από τις μισθολογικές καταστάσεις της παραπάνω μισθολογικής περιόδου για τα .... ποσά των 720, 385, 2160, 655, 555, 4190, 0, 98 και 0,18 που έχουν καταχωρηθεί κατά τις ημερομηνίες 15-3-02, 29-4-02, 29-4-02, 6-5-02, 31-5-02, 1-7-02, 1-8-02 και 16-8-02 αντίστοιχα, το γενικό σύνολο προς τους δικαιούχους υπαλλήλους του καταβληθέντος ποσού μισθοδοσίας ανέρχεται σε 361.050,22 Ευρώ. Αν αφαιρεθεί επίσης και το ποσό των 12.910 Ευρώ που αφορούσε τις μισθολογικές καταβολές της 16-1-03 που ο κατηγορούμενος δεν ήταν πλέον διαχειριστής, το καθαρό ποσό της μισθοδοσίας από 1-1-02 έως 10-1-03 προσδιορίζεται σε 348.140,22 Ευρώ. Τα ποσά μισθοδοσίας και προκαταβολών που καταχώρησε στα Η.Φ.Σ. ο κατηγορούμενος προς τους υπαλλήλους της Δ/νσης Αιγαίου από 1-1-02 έως 10-1-03 ήταν τα ακόλουθα:
Ιανουάριος 2002
14.499,73 ΕυρώΦεβρουάριος 2002
25.250,49 ΕυρώΜάρτιος 2002
30.020 ΕυρώΑπρίλιος 2002
47.690 Ευρώ Μάϊος 2002
23.195 ΕυρώΙούνιος 2002
31.845 Ευρώ Ιούλιος 2002
32.890 Ευρώ Αύγουστος 2002
34.690 Ευρώ Σεπτέμβριος 2002
15.475 ΕυρώΟκτώβριος 2002
23.225 ΕυρώΝοέμβριος 2002
37.199 ΕυρώΔεκέμβριος 2002
49.070 ΕυρώΙανουάριος 2003
3.100 ΕυρώΔηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό που καταχωρήθηκε στα Η.Φ.Σ., ως καταβεβλημένο για μισθοδοσία και προκαταβολές προς τους υπαλλήλους της Περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου των ΕΛΤΑ, κατά την χρονική περίοδο από 1-1-02 έως τις 10-1-03, όπου αποχώρησε ο κατηγορούμενος της Υπηρεσίας, ήταν 368.149,22 Ευρώ. Μεταξύ της αναγραφόμενης γενικού συνόλου των 348.140,22 Ευρώ στις καταστάσεις μισθοδοσίας (μέχρι τις 10-1-03) και του ποσού που καταχωρήθηκε στα Η.Φ.Σ. στην ίδια χρονική περίοδο (από 1-1-02 έως 10-1-03) υφίσταται διαφορά 20.009 Ευρώ, που αποτελεί έλλειμμα. Η ύπαρξη των ελλειμμάτων αυτών προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από τις συνημμένες στη δικογραφία πορισματικές αναφορές των επιθεωρητών των ΕΛΤΑ Β2 και Β1, και τις συνημμένες σε αυτές καταστάσεις χρηματοδότησης και εγγραφής ποσών μισθοδοσίας και προκαταβολών προσωπικού της Δ/νσης Αιγαίου. Τα ποσά αυτά ο κατηγορούμενος διαχειριστής ενώ τα εμφάνιζε ως προκαταβολές προς υπαλλήλους στην πραγματικότητα δεν τα κατέβαλλε στους υπαλλήλους αλλά τα κρατούσε για δικούς του σκοπούς και τα ιδιοποιείτο. Για να επιτύχει την παραπάνω ιδιοποίηση και να συγκαλύψει το έλλειμμα, ο εκκαλών κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα και ειδικότερα δεν τηρούσε νομότυπα τις αποδείξεις προκαταβολών, καθώς άλλες από αυτές δεν έφεραν ημερομηνία έκδοσης, άλλες όπως οι από 2-4-02 ποσού 530 Ευρώ και 1.100 Ευρώ προς τους Γ1 και Γ2, ήταν πλαστογραφημένες, άλλες από αυτές δεν έφεραν την υπογραφή και επομένως την έγκριση του εκάστοτε διευθυντή, ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν φρόντιζε να αφαιρεί τις προκαταβολές από τις επόμενες μισθοδοσίες, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση και να δημιουργούνται δυσκολίες στον έλεγχο των προκαταβολών και στη διαπίστωση των ελλειμμάτων τα οποία τελικά καρπωνόταν ο διαχειριστής, και τα ιδιοποιείτο. Τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από τα παραπάνω πορίσματα των επιθεωρητών, το υπ' αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο της Δ/νσης επιθεώρησης των ΕΛΤΑ που υπογράφουν οι επιθεωρητές Β2 και Β1 προς τον 8ο Πταισματοδίκη Πειραιά, τα αντίγραφα των αποδείξεων προκαταβολών που υπάρχουν στη δικογραφία αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 και Γ2. Είναι βεβαίως γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διαχειριστής ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει έλλειμμα και επομένως παράνομη ιδιοποίηση του ποσού που αντιστοιχεί σε αυτήν από τον ίδιο διότι πράγματι τα ποσά αυτά των προκαταβολών μισθοδοσίας δόθηκαν στο σύνολό τους σε διαφόρους υπαλλήλους οι οποίοι δεν τα επέστρεψαν στα ΕΛΤΑ, αλλά τα οφείλουν και επομένως αυτά πρέπει να γίνουν απαιτητά από αυτούς, και όχι από τον ίδιο, ο οποίος σε καμία υπεξαίρεση κανενός χρηματικού ποσού δεν προέβη. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι μέρος του εμφανιζόμενου ελλείμματος οφείλεται στην διαχείριση του προηγουμένου διαχειριστή Ζ1 ο οποίος του "κληρονόμησε υπηρεσιακές προκαταβολές" που δεν είχαν παρακρατηθεί και επομένως έλλειμμα συνολικού ύψους 3.122.700 δρχ. ή 9.164,20 Ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών ο εκκαλών κατηγορούμενος προσκομίζει α) 13 αποδείξεις προκαταβολών προς υπαλλήλους της Δ/νσης Αιγαίου που συντελέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 8-2-2000 έως 21-2-2001 κατά το οποίο ο ίδιος δεν ήταν διαχειριστής, που ισχυρίζεται ότι ήταν ανεξόφλητες. β) 13 αποδείξεις προκαταβολών προς τους υπαλλήλους Γ1, Δ1, Ζ3, Ζ5, Γ2, Δ2, Ζ4, Δ3, Δ4, Δ5, Δ6 ποσού 6.919.000 δρχ. οι ισχυρισμοί όμως αυτοί ανατρέπονται από τις καταθέσεις α) του μάρτυρος Ζ1 ο οποίος αρνείται κατηγορηματικά και ένορκα, ενώπιον του Ζ' Ανακριτή Πειραιώς, ότι παρέδωσε τέτοιο έλλειμμα προς τον κατηγορούμενο, β) από την κατάθεση του μάρτυρος Ζ2 βοηθού κεντρικού διαχειριστή της Κεντρικής Διαχείρισης του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, ο οποίος βεβαιώνει ότι κατά το διάστημα από 17-2-01 έως 28-2-01 η συνολική οφειλή των ανεξόφλητων προκαταβολών δεν ξεπερνούσε τις 15.000.000 δρχ. Εξάλλου η άποψη ότι παρέλαβε ο ίδιος ο εκκαλών κατηγορούμενος από τον προκάτοχό του διαχειριστή, αδιαμαρτύρητα, χωρίς καμιά καταγραφή στο πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής και κυρίως χωρίς να απαιτήσει ο ίδιος την άμεση διευθέτηση - τακτοποίηση του ελλείμματος αυτού από τους υπόλογους υπαλλήλους, που ήταν υψηλό και θα μπορούσε να τον εκθέσει άμεσα σε τυχόν έλεγχο, είναι ελάχιστα πειστική όχι μόνο διότι είναι όψιμη αλλά και δεν αντέχει στον έλεγχο της λογικής. Η αποδεικτική σημασία τέλος των αποδείξεων που προσκόμισε ο κατηγορούμενος (που σημειωτέον δεν καλύπτουν όλο το ποσό) αποδυναμώνεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ2 και Γ1, όπου ομιλούν για πλαστογράφηση της υπογραφής τους στις αποδείξεις που τους αφορούν, αλλά και των μαρτύρων Ζ3, Ζ5, Ζ4 που βεβαιώνουν ένορκα ότι δεν έχουν καμία οφειλή προς τα ΕΛΤΑ και πως τις σχετικές αποδείξεις των προκαταβολών που είχαν υπογράψει δεν τις παρέλαβαν. Επομένως σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω υπάρχουν ανεπαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις πράξεις για τις οποίες παραπέμφθηκε για να δικαστεί με το εκκαλούμενο βούλευμα το οποίο έκρινε ορθά τις αποδείξεις. Επομένως η υπό κρίση έφεση του κατηγορουμένου κατ' αυτού θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα.
VIII) Ως προς την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, επειδή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή (ως ήδη εξετέθη παραγρ. III) και η εν λόγω πράξη συνιστά πλημμέλημα, φέρεται ότι ετελέσθη την 2-4-2002 έχει ήδη υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των πλημμελημάτων (αρ. 111 §3, 216 §1 Π.Κ.), καθ' όσον δεν προέκυψε λόγος αναστολής αυτής, θα πρέπει το Υμέτερο Δικαστήριο σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 370 εδαφ. β Κ.Π.Δ. να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη για την άνω πράξη (Α.Π. 71/98 Ποιν. Δικ/σύνη 1998/25, Α.Π. Ολομ. 1/98 Ελ. Δικ. 1998/1456, Α.Π.1526/99 Υπερ. 2000/541).
IX) Ως προς την πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ:
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (των άρθρων 13, 26 §1α, 27 §1, 98, 258 γ. περ. β, 263Α Π.Κ.), τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και συνεπώς οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναιρέσεως κατ' αρ. 484 §1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες.
Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς εις το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αναφέρει αναλυτικά το χρονικό διάστημα (1-3-2001 έως 10-1-2003) που ετέλεσε κατ' εξακολούθηση την πράξη, την ιδιότητά του ως υπαλλήλου των ΕΛΤΑ την υπαγωγή του προσωπικού του στην έννοια της διατάξεως του αρ. 263Α Π.Κ., τα καθήκοντά του στην υπηρεσία, το συνολικό ποσό (ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) που ιδιοποιήθηκε παράνομα (49.424,23 Ευρώ), πως περιήλθε σ' αυτόν και περιγράφει με πληρότητα και σαφήνεια τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που μετεχειρίσθη για την επίτευξη και συγκάλυψη του εν λόγω εγκλήματος ενώ παραθέτει τους λόγους που θεμελιώνεται το υποκειμενικό στοιχείο. Κρισιολογεί όλα τα αποδεικτικά μέσα, αναφέρεται στο πόρισμα των επιθεωρητών και στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους οποίους αντικρούει με ειδική αιτιολογία και αναφορά σε καταθέσεις μαρτύρων (φύλλο 23 σελ. β).
Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
X)


Για τους λόγους αυτούς


Προτείνω1) Να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής κατά του αναιρεσείοντα Χ1 , για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση που φέρεται ότι ετελέσθη από αυτόν στον Πειραιά την 2-4-2002 σε βάρος των υπαλλήλων ΕΛΤΑ Γ1 και Γ2 .
2) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ' αρ. 3/2-3-07 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αρ. 60/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
3) Επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.


Αθήνα 7-6-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ' αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β' του Ν. 2721/1999, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή ββ) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπ' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα (χρήματα ή άλλο κινητό) είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α του ΠΚ έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι' αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι το έλαβε ή το κατέχει ο δράστης υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, ως και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του κυρίου ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Για τη στοιχειοθέτηση, εξάλλου, της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της περιπτώσεως γ' του άρθρου 258 του ΠΚ, απαιτείται να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα και, επιπροσθέτως, να είναι το αντικείμενο αυτής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. ή 15.000 ευρώ. Ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, τα οποία, εφόσον συντρέχουν, καθιστούν την παραπάνω πράξη υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κακούργημα, θεωρούνται ενέργειες και παραλείψεις του δράστη υπαλλήλου, που τείνουν στην εξαπάτηση της αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές σε βιβλία, μη καταχώρηση εισπραττομένων στα βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγραφών κτλ, με τις οποίες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά, ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου. Περαιτέρω, από το άρθρο 263α του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987 προκύπτει ότι για την εφαρμογή των αναφερομένων σ' αυτό άρθρων, στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 258 ΠΚ, ως υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13 εδ. α' ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης. Τέτοια επιχείρηση είναι κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.δ. 496/1970 και ο ΕΛΤΑ (Ελληνικά Ταχυδρομεία) που λειτουργεί υπό τη μορφή του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ανώνυμη εταιρεία) και στον οποίο ανατέθηκε η προνομιακή εκμετάλλευση και ανάπτυξη της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Περιλαμβάνονται, επομένως, οι τελευταίοι στα απαριθμούμενα στο άρθρο 263α ΠΚ νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και εξομοιώνονται, κατόπιν τούτου, οι υπάλληλοι αυτού προς δημοσίους υπαλλήλους για την εφαρμογή, εκτός των άλλων, της διατάξεως του άρθρου 258 ΠΚ. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ' έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική εκάστου βαρύτητα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές. Δεν ιδρύει, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την παράθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 60/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με επιτρεπτή καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών έκρινε, ότι το πρωτοβάθμιο συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, προκειμένου να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, που διαπράχθηκε από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. ή 15.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση. Δέχθηκε, ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτώς, γενικώς κατά το είδος σ' αυτό αναφέρονται και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 προσελήφθη στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, τον Μάϊο του 1985 όπου και παρέμεινε εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έως τον Ιανουάριο του 1988. Στη συνέχεια η σύμβασή του μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, και στις 31-5-88 ο ίδιος έγινε μόνιμος υπάλληλος των ΕΛΤΑ και έλαβε τον βαθμό του Προϊσταμένου "4" ενώ από 21 Μαΐου 1996 που προήχθη στον βαθμό του Τμηματάρχη εργάσθηκε στην κεντρική Διεύθυνση των ΕΛΤΑ. Στις 28-2-01 η περιφερειακή Διεύθυνση Αιγαίου των ΕΛΤΑ απέκτησε αυτόνομη διαχείριση και αμέσως μετά και συγκεκριμένα την 1η Μαρτίου 2001, ο κατηγορούμενος ανέλαβε διαχειριστής-υπεύθυνος της μισθοδοσίας του προσωπικού της περιφερειακής Διεύθυνσης αυτής, όπου εργάσθηκε μέχρι τις 10-1-2003 οπότε και παραιτήθηκε από την Υπηρεσία. Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία δυνάμει του ΝΔ 496/1970, του Ν. 2414/96 σε συνδ. με την ΥΛ 83588/253/12-12-1996, ιδρύθηκαν και λειτουργούν ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ανώνυμη εταιρεία) με τον διακριτικό τίτλο "ΕΛΤΑ", έχουν ως σκοπό την οργάνωση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη της ταχυδρομικής υπηρεσίας κατά προνομιακή και αποκλειστική παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, που συμμετέχει στο κεφάλαιο του παραπάνω νομικού προσώπου, χρηματοδοτώντας και επιχορηγώντας αυτό. Επομένως τα ΕΛΤΑ εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 263 Α Π.Κ. και οι εργαζόμενοι σε αυτά, έχουν την ιδιότητα του "υπαλλήλου" που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 258 Π.Κ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος ανέλαβε τα καθήκοντα του διαχειριστή της περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου την 1-3-01, διαδεχθείς στον τομέα αυτό τον Ζ1, Διαχειριστή του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, που μέχρι την αυτονόμηση της Δ/σης Αιγαίου, διαχειριζόταν μαζί με άλλη διεύθυνση και αυτήν του Αιγαίου. Το ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος ανέλαβε την διαχείριση της Δ/νσης Αιγαίου στις 1-3-01 προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από την κατάθεση του μάρτυρα Ζ1 τις από 18-4-03 έως 27-8-03 πορισματικές αναφορές του Β1 και Β2, Επιθεωρητών της Δ/νσης Επιθεωρήσεως των ΕΛΤΑ, συνομολογείται και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, αλλά και στις "εξηγήσεις" που κατέθεσε εγγράφως στις 9-1-04 ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά, δια της ενεργούσης την Προκαταρκτική εξέταση Πταισματοδίκου, του 8ου τμ. Πειραιά.
Το αντικείμενο της εργασίας του κατηγορουμένου ως διαχειριστή της περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου των ΕΛΤΑ, ήταν η καταβολή της τακτικής μισθοδοσίας των υπαλλήλων της περιφερειακής αυτής Δ/νσης. Ο ίδιος, ως υπεύθυνος διαχειριστής, είχε την υποχρέωση να τηρεί "ημερήσια φύλλα συναλλαγών" (Η.Φ.Σ.) στα οποία έπρεπε να καταχωρεί αφ' ενός μεν τις χρηματοδοτήσεις της Δ/νσης, που προήρχοντο από το Κεντρικό Ταχυδρομείο Πειραιά, για την καταβολή της μισθοδοσίας των υπαλλήλων, αφ' ετέρου δε όλες τις περιοδικές καταβολές του μισθού προς τους υπαλλήλους της Δ/νσης Αιγαίου, που πραγματοποιούσε ο διαχειριστής. Ο μηνιαίος μισθός των εργαζομένων καταβαλλόταν ανά δεκαπενθήμερο, ήτοι την 1η και 16η εκάστου μηνός. Όμως πέρα από τις παραπάνω καταβολές είχε επικρατήσει η πρακτική, από την εποχή που η Δ/νση Αιγαίου υπήγετο στην Κεντρική Διαχείριση των ΕΛΤΑ Πειραιά, να δίδονται προκαταβολές χρηματικών ποσών μισθοδοσίας, για υπηρεσιακούς λόγους (εκτός έδρας, μετακινήσεις) ή για αντιμετώπιση προσωπικών αναγκών, ασθενείας κ.λ.π. Οι προκαταβολές που δίδονταν στους υπαλλήλους της Περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου, δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 1.500.000 - 1.800.000 δρχ. ανά δεκαπενθήμερο, για όλους τους υπαλλήλους που απασχολούντο στην εν λόγω Δ/νση συνολικά, δίδονταν σε κάθε υπάλληλο που ζητούσε προκαταβολή, μετά από έγκριση του αρμοδίου περιφερειακού διευθυντή, που υπέγραφε την σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου. Τα ποσά που δίδονταν ως προκαταβολή παρακρατούντο εκ μέρους του υπευθύνου - διαχειριστή της μισθοδοσίας του υπαλλήλου, άλλοτε από το μισθό του αμέσως επομένου δεκαπενθημέρου και κάποτε από τους μισθούς του επομένου μηνός. Για να διευκολυνθεί η διαδικασία είχαν τυπωθεί έντυπες αποδείξεις χορήγησης προκαταβολής προς τους εργαζομένους, τις οποίες οι τελευταίοι αφού συμπλήρωναν εις διπλούν τις υπέγραφαν, έπαιρναν την έγκριση του διευθυντή της Υπηρεσίας όπου εργάζονταν και στην συνέχεια, το μεν ένα αντίτυπο της απόδειξης προκαταβολής παρέδιδαν στην διαχείριση της περιφερειακής διεύθυνσης, το δε δεύτερο στην διαχείριση του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, (στην οποία τότε υπήγετο χρηματικά και η περιφερειακή διεύθυνση Ν. Αιγαίου), από την οποία ελάμβαναν οι ίδιοι οι υπάλληλοι την προκαταβολή, η οποία κατεχωρείτο στο ημερήσιο φύλλο συναλλαγών. Κατά την ημερομηνία των επομένων μισθοδοσιών ο διαχειριστής της περιφερειακής διεύθυνσης, αφαιρούσε από το συνολικό χρηματικό ποσό της μισθοδοσίας το οποίο έπρεπε να λάβει από την Κεντρική Διαχείριση των ΕΛΤΑ Πειραιά, το ποσό των προκαταβολών, βάσει των αντιγράφων των αποδείξεων που είχε στα χέρια του και εισέπραττε από την Κεντρική Διαχείριση, το υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Στη συνέχεια κατέβαλε σε έκαστο λήπτη της προκαταβολής υπάλληλο, την διαφορά μεταξύ πληρωτέου ποσού και ληφθείσης προκαταβολής και επέστρεφε στον τελευταίο και την απόδειξη της προκαταβολής ως απόδειξη της εξόφλησης. Τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από την κατάθεση του μάρτυρα Ζ2 βοηθού διαχειριστή μισθοδοσίας ΕΛΤΑ Πειραιά, Ζ1 διαχειριστή της ίδιας υπηρεσίας, του Ζ3, τις συνημμένες στη δικογραφία αποδείξεις προκαταβολών, όπως επίσης και από τις καταθέσεις του Ζ1, Ζ3 και Ζ4 ενώπιον του επιθεωρητού των ΕΛΤΑ που έδωσαν κατά την ένορκη διοικητική εξέταση που διενεργήθη και επισυνάφθηκαν στην δικογραφία. Την ίδια παραπάνω διαδικασία ακολούθησε και ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος συνομολογεί στις από 9-1-04 εξηγήσεις του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, μέχρις ότου ήρθε σχετική απαγορευτική εγκύκλιος της Υπηρεσίας και η πρακτική αυτή σταμάτησε. Μετά την αποχώρηση του κατηγορουμένου - διαχειριστή από την υπηρεσία, διενεργήθηκε έλεγχος από επιθεωρητή της Δ/νσης εσωτερικού ελέγχου των ΕΛΤΑ στη διαχείριση της Δ/σης Αιγαίου, όπου διαπιστώθηκαν τα εξής:
Από 1-3-2001 έως 31-12-2001 η περιφερειακή διεύθυνση νήσων Αιγαίου παρέλαβε ως χρηματοδότηση, από την κεντρική διαχείριση του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, το συνολικό ποσό των 130.805.000 δρχ. και από 1-1-02 έως 31-12-02 το ποσό των 456.574 Ευρώ συνολικά. Τα χρηματικά αυτά ποσά καταχωρήθηκαν από τον κατηγορούμενο στα ημερήσια φύλλα συναλλαγών, με αποτέλεσμα σε γενικό σύνολο το παραληφθέν χρηματικό ποσό το παραπάνω χρονικό διάστημα, να είναι ισοσκελισμένο με το ποσό που υπήρχε καταχωρημένο στα ημερήσια φύλλα ελέγχου. Μετά από έλεγχο όμως και επεξεργασία των ποσών μισθοδοσίας και προκαταβολών μονίμου προσωπικού της Δ/νσης Αιγαίου, στα από τον κατηγορούμενο συσταγέντα ημερήσια φύλλα συναλλαγών, που στάλθηκαν προς επεξεργασία στην Διεύθυνση Οικονομικών των ΕΛΤΑ, κατά το χρονικό διάστημα της θητείας του κατηγορουμένου, ως υπευθύνου - διαχειριστή μισθοδοσίας της Δ/νσης Αιγαίου, η ως άνω διαχείριση παρουσίασε συνολικό έλλειμμα χρηματικού ποσού 5.089,58 Ευρώ. Και πιο συγκεκριμένα από το χρονικό διάστημα από 1-3-01 έως 31-12-01 το έλλειμμα προσδιορίσθηκε στο ποσό των 30.882,58 Ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1-1-02 έως 10-1-03 το έλλειμμα ανήλθε στο ποσό των 20.000 Ευρώ. Διαπιστώθηκαν ειδικότερα τα εξής: Κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-01 έως 31-12-01 καταχωρήθηκε στις σχετικές μισθολογικές καταστάσεις όσον αφορά τη Δ/νση Αιγαίου, από την Κεντρική Δ/νση ΕΛΤΑ, τα εξής ποσά για την πληρωμή των μισθών των υπαλλήλων της Δ/νσης αυτής κατά μήνα: Μάρτιος 2001
το ποσό των
13.712.700 δρχ.
Απρίλιος 2001
ποσό συνολικά
12.906.400 δρχ.
Μάϊος 2001
ποσό συνολικά
4.415.600 δρχ.
Ιούνιος 2001
ποσό συνολικά
16.922.500 δρχ.
Ιούλιος 2001
ποσό συνολικά
3.974.200 δρχ.
Αύγουστος 2001
ποσό συνολικά
11.342.900 δρχ.
Σεπτέμβριος 2001
ποσό συνολικά
3.751.200 δρχ.
Οκτώβριος 2001
ποσό συνολικά
7.452.000 δρχ.
Νοέμβριος 2001
ποσό συνολικά
11.653.300 δρχ.
Δεκέμβριος 2001
ποσό συνολικά
17.689.400 δρχ.
Δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό που ανεγράφη στις μισθολογικές καταστάσεις για την περίοδο από 1-3-01 έως 31-12-01 ήταν 103.820.200 δρχ. Από το ποσό αυτό διαγράφτηκαν στις 1-6-01 το ποσό των 1.100 δρχ., στις 16-7-01 το ποσό των 191.500 δρχ. και στις 30-12-01 το ποσό των 113.800 δρχ. και συνολικά το ποσό των 306.400 δρχ. Έτσι το ποσό που διαμορφώθηκε τελικά στην εν λόγω μισθολογική κατάσταση το οποίο και έπρεπε να καταβληθεί στους υπαλλήλους της εν λόγω διεύθυνσης, για μισθοδοσία, ήταν 103.513.800 δρχ. Τα ποσά που καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία (Ημερήσια Φύλλα Συναλλαγών) της Περιφερειακής Δ/νσης Ν.Αιγαίου, ήτοι χρηματικά ποσά μισθοδοσίας και προκαταβολών προς τους υπαλλήλους της Δ/νσης αυτής, από τον κατηγορούμενο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, ήταν τα ακόλουθα: Μάρτιος 2001
18.828.600 δρχ.
Απρίλιος 2001
11.086.900 δρχ.
Μάϊος 2001
7.126.530 δρχ.
Ιούνιος 2001
19.222.794 δρχ.
Ιούλιος 2001
10.560.315 δρχ.
Αύγουστος 2001
6.868.200 δρχ.
Σεπτέμβριος 2001
4.956.100 δρχ.
Οκτώβριος 2001
7.185.000 δρχ.
Νοέμβριος 2001
8.630.200 δρχ.
Δεκέμβριος 2001
458.300 δρχ.
Δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό το οποίο καταχωρήθηκε από τον κατηγορούμενο στα ημερήσια φύλλα συναλλαγών ως καταβεβλημένο για μισθοδοσία και προκαταβολές προς τους υπαλλήλους της περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου των ΕΛΤΑ κατά τη χρονική περίοδο από 1-3-01 έως 31-12-01 προσδιορίζεται σε 114.037.039 δρχ. Μεταξύ του ποσού των 103.513.800 δρχ. που ανεγράφετο στις μισθολογικές καταστάσεις και του καταχωρηθέντος στα Η.Φ.Σ. ποσού των 114.037.039 δρχ. υφίσταται διαφορά 10.523.239 δρχ. ή 30.882,58 Ευρώ.
Το ως άνω επιπλέον χρηματικό ποσό, καταχωρήθηκε από τον κατηγορούμενο στα Η.Φ.Σ. ως προκαταβολές προς τους υπαλλήλους, της Δ/νσης Αιγαίου, πλην όμως οι φερόμενες ως προκαταβολές αυτών, δεν συνοδεύτηκαν από κάποιο παραστατικό στοιχείο όπως έπρεπε, από το οποίο να δικαιολογούνται, με συνέπεια να υφίσταται κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στη Διαχείριση της Δ/νσης Αιγαίου, έλλειμμα ίσο προς την παραπάνω διαφορά των 30.882,58 Ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 16-1-2003 εστάλησαν για την πληρωμή του προσωπικού της Δ/νσης Αιγαίου τα παρακάτω ποσά που αναφέρονταν στις μισθολογικές καταστάσεις:
Ιανουάριος 2002
12.435 ΕυρώΦεβρουάριος 2002
25.235,22 ΕυρώΜάρτιος 2002
27.720 ΕυρώΑπρίλιος 2002
52.790 Ευρώ Μάϊος 2002
26.950 ΕυρώΙούνιος 2002
10.895 Ευρώ Ιούλιος 2002
37.525 Ευρώ Αύγουστος 2002
36.396,96 Ευρώ Σεπτέμβριος 2002
11.165 ΕυρώΟκτώβριος 2002
22.790 ΕυρώΝοέμβριος 2002
40.735 ΕυρώΔεκέμβριος 2002
52.170 ΕυρώΙανουάριος 2003
12.910 ΕυρώΔηλαδή το συνολικό ποσό που αναφερόταν στις μισθολογικές καταστάσεις προσδιορίζεται σε 369.717,18 Ευρώ. Αφαιρουμένου του χρηματικού ποσού των 8.666,96 Ευρώ που αφορά σε διαγραφές που έγιναν από τις μισθολογικές καταστάσεις της παραπάνω μισθολογικής περιόδου για τα .... ποσά των 720, 385, 2160, 655, 555, 4190, 0, 98 και 0,18 που έχουν καταχωρηθεί κατά τις ημερομηνίες 15-3-02, 29-4-02, 29-4-02, 6-5-02, 31-5-02, 1-7-02, 1-8-02 και 16-8-02 αντίστοιχα, το γενικό σύνολο προς τους δικαιούχους υπαλλήλους του καταβληθέντος ποσού μισθοδοσίας ανέρχεται σε 361.050,22 Ευρώ. Αν αφαιρεθεί επίσης και το ποσό των 12.910 Ευρώ που αφορούσε τις μισθολογικές καταβολές της 16-1-03 που ο κατηγορούμενος δεν ήταν πλέον διαχειριστής, το καθαρό ποσό της μισθοδοσίας από 1-1-02 έως 10-1-03 προσδιορίζεται σε 348.140,22 Ευρώ. Τα ποσά μισθοδοσίας και προκαταβολών που καταχώρησε στα Η.Φ.Σ. ο κατηγορούμενος προς τους υπαλλήλους της Δ/νσης Αιγαίου από 1-1-02 έως 10-1-03 ήταν τα ακόλουθα:
Ιανουάριος 2002
14.499,73 ΕυρώΦεβρουάριος 2002
25.250,49 ΕυρώΜάρτιος 2002
30.020 ΕυρώΑπρίλιος 2002
47.690 Ευρώ Μάϊος 2002
23.195 ΕυρώΙούνιος 2002
31.845 Ευρώ Ιούλιος 2002
32.890 Ευρώ Αύγουστος 2002
34.690 Ευρώ Σεπτέμβριος 2002
15.475 ΕυρώΟκτώβριος 2002
23.225 ΕυρώΝοέμβριος 2002
37.199 ΕυρώΔεκέμβριος 2002
49.070 ΕυρώΙανουάριος 2003
3.100 Ευρώ Δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό που καταχωρήθηκε στα Η.Φ.Σ., ως καταβεβλημένο για μισθοδοσία και προκαταβολές προς τους υπαλλήλους της Περιφερειακής Δ/νσης Αιγαίου των ΕΛΤΑ, κατά την χρονική περίοδο από 1-1-02 έως τις 10-1-03, όπου αποχώρησε ο κατηγορούμενος της Υπηρεσίας, ήταν 368.149,22 Ευρώ. Μεταξύ της αναγραφόμενης γενικού συνόλου των 348.140,22 Ευρώ στις καταστάσεις μισθοδοσίας (μέχρι τις 10-1-03) και του ποσού που καταχωρήθηκε στα Η.Φ.Σ. στην ίδια χρονική περίοδο (από 1-1-02 έως 10-1-03) υφίσταται διαφορά 20.009 Ευρώ, που αποτελεί έλλειμμα. Η ύπαρξη των ελλειμμάτων αυτών προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από τις συνημμένες στη δικογραφία πορισματικές αναφορές των επιθεωρητών των ΕΛΤΑ Β2 και Β1, και τις συνημμένες σε αυτές καταστάσεις χρηματοδότησης και εγγραφής ποσών μισθοδοσίας και προκαταβολών προσωπικού της Δ/νσης Αιγαίου. Τα ποσά αυτά ο κατηγορούμενος διαχειριστής ενώ τα εμφάνιζε ως προκαταβολές προς υπαλλήλους στην πραγματικότητα δεν τα κατέβαλλε στους υπαλλήλους αλλά τα κρατούσε για δικούς του σκοπούς και τα ιδιοποιείτο. Για να επιτύχει την παραπάνω ιδιοποίηση και να συγκαλύψει το έλλειμμα, ο εκκαλών κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα και ειδικότερα δεν τηρούσε νομότυπα τις αποδείξεις προκαταβολών, καθώς άλλες από αυτές δεν έφεραν ημερομηνία έκδοσης, άλλες όπως οι από 2-4-02 ποσού 530 Ευρώ και 1.100 Ευρώ προς τους Γ1 και Γ2, ήταν πλαστογραφημένες, άλλες από αυτές δεν έφεραν την υπογραφή και επομένως την έγκριση του εκάστοτε διευθυντή, ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν φρόντιζε να αφαιρεί τις προκαταβολές από τις επόμενες μισθοδοσίες, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση και να δημιουργούνται δυσκολίες στον έλεγχο των προκαταβολών και στη διαπίστωση των ελλειμμάτων τα οποία τελικά καρπωνόταν ο διαχειριστής, και τα ιδιοποιείτο. Τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από τα παραπάνω πορίσματα των επιθεωρητών, το υπ' αριθμ. πρωτ. ...... έγγραφο της Δ/νσης επιθεώρησης των ΕΛΤΑ που υπογράφουν οι επιθεωρητές Β2 και Β1 προς τον 8ο Πταισματοδίκη Πειραιά, τα αντίγραφα των αποδείξεων προκαταβολών που υπάρχουν στη δικογραφία αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 και Γ2. Είναι βεβαίως γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διαχειριστής ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει έλλειμμα και επομένως παράνομη ιδιοποίηση του ποσού που αντιστοιχεί σε αυτήν από τον ίδιο διότι πράγματι τα ποσά αυτά των προκαταβολών μισθοδοσίας δόθηκαν στο σύνολό τους σε διαφόρους υπαλλήλους οι οποίοι δεν τα επέστρεψαν στα ΕΛΤΑ, αλλά τα οφείλουν και επομένως αυτά πρέπει να γίνουν απαιτητά από αυτούς, και όχι από τον ίδιο, ο οποίος σε καμία υπεξαίρεση κανενός χρηματικού ποσού δεν προέβη. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι μέρος του εμφανιζόμενου ελλείμματος οφείλεται στην διαχείριση του προηγουμένου διαχειριστή Ζ1 ο οποίος του "κληρονόμησε υπηρεσιακές προκαταβολές" που δεν είχαν παρακρατηθεί και επομένως έλλειμμα συνολικού ύψους 3.122.700 δρχ. ή 9.164,20 Ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών ο εκκαλών κατηγορούμενος προσκομίζει α) 13 αποδείξεις προκαταβολών προς υπαλλήλους της Δ/νσης Αιγαίου που συντελέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 8-2-2000 έως 21-2-2001 κατά το οποίο ο ίδιος δεν ήταν διαχειριστής, που ισχυρίζεται ότι ήταν ανεξόφλητες. β) 13 αποδείξεις προκαταβολών προς τους υπαλλήλους Γ1, Δ1, Ζ3, Ζ5, Δ2, Δ3, Ζ4, Δ4, Δ5, Δ6 ποσού 6.919.000 δρχ. οι ισχυρισμοί όμως αυτοί ανατρέπονται από τις καταθέσεις α) του μάρτυρος Ζ1 ο οποίος αρνείται κατηγορηματικά και ένορκα, ενώπιον του Ζ' Ανακριτή Πειραιώς, ότι παρέδωσε τέτοιο έλλειμμα προς τον κατηγορούμενο, β) από την κατάθεση του μάρτυρος Ζ2 βοηθού κεντρικού διαχειριστή της Κεντρικής Διαχείρισης του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά, ο οποίος βεβαιώνει ότι κατά το διάστημα από 17-2-01 έως 28-2-01 η συνολική οφειλή των ανεξόφλητων προκαταβολών δεν ξεπερνούσε τις 15.000.000 δρχ. Εξάλλου η άποψη ότι παρέλαβε ο ίδιος ο εκκαλών κατηγορούμενος από τον προκάτοχό του διαχειριστή, αδιαμαρτύρητα, χωρίς καμιά καταγραφή στο πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής και κυρίως χωρίς να απαιτήσει ο ίδιος την άμεση διευθέτηση - τακτοποίηση του ελλείμματος αυτού από τους υπόλογους υπαλλήλους, που ήταν υψηλό και θα μπορούσε να τον εκθέσει άμεσα σε τυχόν έλεγχο, είναι ελάχιστα πειστική όχι μόνο διότι είναι όψιμη αλλά και δεν αντέχει στον έλεγχο της λογικής. Η αποδεικτική σημασία τέλος των αποδείξεων που προσκόμισε ο κατηγορούμενος (που σημειωτέον δεν καλύπτουν όλο το ποσό) αποδυναμώνεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ2 και Γ1, όπου ομιλούν για πλαστογράφηση της υπογραφής τους στις αποδείξεις που τους αφορούν, αλλά και των μαρτύρων Ζ3, Ζ5, Ζ4 που βεβαιώνουν ένορκα ότι δεν έχουν καμία οφειλή προς τα ΕΛΤΑ και πως τις σχετικές αποδείξεις των προκαταβολών που είχαν υπογράψει δεν τις παρέλαβαν. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχουν ανεπαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις πράξεις για τις οποίες παραπέμφθηκε για να δικαστεί με το εκκαλούμενο βούλευμα το οποίο έκρινε ορθά τις αποδείξεις. Επομένως, η υπό κρίση έφεση του κατηγορουμένου κατ' αυτού θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις περί τελέσεως από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο των αξιοποίνων πράξεων της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, που διαπράχθηκε από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (που δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή), και για το λόγο αυτόν απέρριψε την υπ' αυτού ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 875/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς έφεσή του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία στην κακουργηματική της μορφή, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία στην κακουργηματική της μορφή, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή αυτού (κατηγορουμένου) στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. α', 98, 258 περ. γ' και 263α' του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιουδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αναφέρει αναλυτικά το χρονικό διάστημα (1.3.2001 έως 10.1.2003) που ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε κατ' εξακολούθηση την πράξη, την ιδιότητά του ως υπαλλήλου των ΕΛΤΑ, την υπαγωγή του προσωπικού του στην έννοια της διατάξεως του άρθρου 263α ΠΚ, τα καθήκοντά του στην υπηρεσία, το συνολικό ποσό (ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) που ιδιοποιήθηκε παράνομα (49.424,23 ευρώ), πως περιήλθε σ' αυτόν και περιγράφει με πληρότητα και σαφήνεια τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που μεταχειρίστηκε για την επίτευξη και συγκάλυψη του εν λόγω εγκλήματος, ενώ παραθέτει τους λόγους που θεμελιώνεται το υποκειμενικό στοιχείο. Μνημονεύει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, στα οποία περιλαμβάνεται και η κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως Ε1 χωρίς να είναι αναγκαία η ρητή αναφορά στην κατάθεσή της. Κρισιολογεί όλα τα αποδεικτικά μέσα, αναφέρεται στο πόρισμα των επιθεωρητών και στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους οποίους αντικρούει ειδική αιτιολογία και αναφορά σε καταθέσεις μαρτύρων (φύλλο 23 σελ. β).
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για: α) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 258 περ. γ' του ΠΚ και β) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε, που με το δεύτερο από αυτούς με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν.

ΙΙ. Από το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ανήκει στην απόλυτη κρίση του συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ εξάλλου η αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 ΚΠοινΔ. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ο σχετικός λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο το Συμβούλιο απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα του αναιρεσείοντος για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης.


ΙΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1δ' του ΚΠοινΔ, που προέβλεπε λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος για παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 42 του Ν. 3160/2003 (από 30.6.2003). Εντεύθεν, ο συναφής λόγος αναιρέσεως για τη μη παράθεση στο προσβαλλόμενο βούλευμα των άρθρων του ΠΚ, με βάση τα οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ανεξαρτήτως του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα που επικύρωσε το πρωτόδικο δεν είχε υποχρέωση να παραθέσει τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, οι οποίες εν πάση περιπτώσει περιέχονται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς και στο προσβαλλόμενο (φύλλο 2ο).
IV. Κατά το άρθρο 111 παρ. 1 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία στα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία τελέστηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 370 στοιχ. β' και 485 του ΚΠοινΔ συνάγεται, ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως συμβουλίου, ο οποίος αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά του βουλεύματος οφείλει να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να είναι παραδεκτή. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμπεται και για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, την οποία φέρεται ότι διέπραξε στον Πειραιά την 2.4.2002. Όμως η πράξη αυτή έχει χαρακτήρα πλημμελήματος και τιμωρείται στο νόμο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών (άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ).
Συνεπώς, από την τέλεση της εν λόγω πράξης, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, δίχως στο μεταξύ να μεσολαβήσει λόγος αναστολής και εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτής λόγω παραγραφής. Κατ' ακολουθίαν, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, αυτόν της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠοινΔ), πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί κατά το μέρος που αφορά την παραπάνω πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής. Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει το υπ' αριθ. 60/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και δη ως προς την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, Χ1, σε βαθμό πλημμελήματος πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στον Πειραιά την 2 Απριλίου 2002.

Παύει οριστικά την ασκηθείσα κατ' αυτού ποινική δίωξη για την παραπάνω αξιόποινη πράξη λόγω παραγραφής. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ' αριθ. 3/2.3.2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθ. 60/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή