Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2227 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλοπή.




Περίληψη:
Διακεκριμένες κλοπές, τετελεσμένες και σε απόπειρα. Απλή συνέργεια σε απόπειρα διακεκριμένης κλοπής. Αιτιολογία. Έννοια αυτοτελών και αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών. Απορρίπτει.




Αριθμός 2227/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κάππο, για αναίρεση της 26/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 537/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή το αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 332 παρ. 2 του Κ.Π.Δ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα στον ισχυρισμό αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 26/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, ο μεν Χ1 σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών, για διακεκριμένη κλοπή, τετελεσμένη και σε απόπειρα, ο δε Χ2 σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και έξι (6) μηνών για απλή συνέργεια σε απόπειρα διακεκριμένης κλοπής, ανασταλείσαν επί τριετίαν ως προς αμφοτέρους, δεχθέντος ειδικότερα του δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, εργάτης της ολυμπιακής Αεροπορίας στο διαμέρισμα αποσκευών του Κρατικού Αερολιμένα Αθηνών, στις 5.12.1997 και περί ώρα 14,00, άνοιξε παράνομα τη βαλίτσα του επιβάτη ..... που αμέσως θα αναχωρούσε για Αγγλία με σκοπό να αφαιρέσει από αυτή, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, κινητά πράγματα, που υπήρχαν μέσα αυτή. Είχε ανοίξει ο ίδιος τη βαλίτσα, και όχι δήθεν ανοίχθηκε μόνη της, και μέσα σε αυτή υπήρχε ένα κομπιούτερ. Καθώς έψαχνε έγινε αμέσως αντιληπτός από το μάρτυρα αστυνομικό ....., που τον συνέλαβε. Και ενώ, ο μάρτυρας αστυνομικός πλησίαζε τον πρώτο κατηγορούμενο, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2, υπάλληλος της βρετανικής εταιρίας Ασφάλειας με την επωνυμία "IAS"(security), που ήταν πλησίον του και ο οποίος επόπτευε το χώρο, ώστε να τον ειδοποιήσει σε περίπτωση εμφάνισης ανεπιθύμητων ατόμων, παρέχοντας με την παρουσία του υλική και ψυχική συνδρομή για την τέλεση της πράξης κλοπής, του είπε "Έρχεται, κλείσε την", δηλαδή τον ειδοποίησε για τον κίνδυνο ότι έρχεται αστυνομικός και να κλείσει τη βαλίτσα γρήγορα για να μην αντιληφθεί τη διαπραττόμενη κλοπή ο αστυνομικός, που είχε πολιτική περιβολή, αλλά γνώριζε την ιδιότητά του (αστυνομικός ασφάλειας αεροδρομίου). Ο πρώτος κατηγορούμενος σάστισε και έτρεμε από το φόβο του μόλις είδε το μάρτυρα αστυνομικό, διότι συνειδητοποίησε ότι έγινε αντιληπτή η πράξη του (απόπειρα κλοπής). Κατά τη σύλληψή του και τη σωματική του έρευνα διότι αρνήθηκε ότι είχε κλεμμένα πράγματα, μέσα στην τσέπη του βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα δακτυλίδι γυναικείο χρυσό με λευκές πέτρες βάρους 10,4 γραμμαρίων, που, προηγουμένως, είχε αφαιρέσει, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, από αποσκευή άγνωστου επιβάτη. Οι ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου (αρνητικοί της κατηγορίας), δεν είναι αληθείς. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του, ότι η βαλίτσα άνοιξε από μόνη της και προσπαθούσε να την κλείσει, δεν είναι αληθής, διότι αυτός ερευνούσε με προσοχή την βαλίτσα για να κλέψει τα πράγματά της και ο δεύτερος κατηγορούμενος εκτελούσε χρέη φρουρού (τσίλιες). Επίσης, δεν είναι αληθής, ούτε άλλος ισχυρισμός του ότι το δακτυλίδι έπεσε τυχαίως από μια βαλίτσα και αυτός το έβαλε στην τσέπη του για να το παραδώσει στην υπηρεσία του μετά το πέρας εργασίας, διότι αυτός έκρυψε το δακτυλίδι στην τσέπη του για να το κλέψει, όπως συνάγεται από την όλη συμπεριφορά του, έτρεμε από το φόβο του, μόλις τον έλεγξε ο αστυνομικός. Ούτε είναι αλήθεια ότι η Υπηρεσία του είχε δώσει στο προσωπικό να κρατούν τα ευρήματα και να τα παραδίδουν σε αυτή μετά το πέρας της εργασίας του, ούτε, άλλωστε, πρόβαλε, κατά τη σύλληψή του, τέτοια δικαιολογία, ούτε ζήτησε τη μαρτυρία της Υπηρεσίας του. Ούτε είναι αλήθεια ότι κρίθηκε αθώος από το Συμβούλιο Απολύσεων, αλλά αναβλήθηκε η λήψη αποφάσεως επί της κατηγορίας. Το ίδιο αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου δήθεν ότι απλώς υπέδειξε, κατά καθήκον, στον πρώτο κατηγορούμενο να κλείσει τη βαλίτσα. Σύμφωνα με αυτά : α) ο πρώτος κατηγορούμενος, τέλεσε, κατ' εξακολούθηση, τις πράξεις της απόπειρας κλοπής ξένων κινητών πραγμάτων από την αποσκευή της βαλίτσας, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 42 § 1 ΠΚ, διότι η πράξη του περιέχει αρχή εκτέλεσης, που είναι εκείνη με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αλλά και η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια με την πράξη, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται κατά την κοινή αντίληψη τμήμα αυτής, που οδηγεί αμέσως στην πράξη, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 747/00 ΠΧρ 51 69) και της κλοπής του δακτυλιδιού και β) ο δεύτερος κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της απόπειρας απάτης του πρώτου κατηγορουμένου φυσικού αυτουργού, διότι, κατά την τέλεση της πράξης αυτής, πρόσφερε σε αυτόν θετική υλική και ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, παρασχέθηκε σε αυτόν, με γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της τελέσεως απ' αυτόν ορισμένης άδικης πράξεως και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος (ΣυμβΑΠ 540/06). Οι κλοπές αυτές, είναι διακεκριμένες κλοπές, διότι τα πράγματα αυτά ήταν τοποθετημένα σε χώρο προορισμένο για μεταφορά πραγμάτων με δημόσιο συγκοινωνιακό μέσο (αεροπλάνο)". Με αυτά που διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πράξεων της διακεκριμένης κλοπής, τετελεσμένης και σε απόπειρα και της απλής συνέργειας σε απόπειρα διακεκριμένης κλοπής, για τις οποίες, με τις προαναφερθείσες διακρίσεις, καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1, 98, 372 παρ. 1α και 374 περ. γ' του Π.Κ., τις οποίες εφάρμοσε. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιμέρους αιτιάσεις, σημειώνεται ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού, αναφορικά με την άδικη πράξη που αποδίδεται στο δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 και είναι αυτή της απλής συνέργειας σε απόπειρα διακεκριμένης κλοπής, καθόσον, στο αιτιολογικό, με πλήρεις σκέψεις και αιτιολογίες, εξειδικεύεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης αυτής, η δε αναφορά, στο τέλος του αιτιολογικού, ότι ο αναφερόμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος απλής συνέργειας σε απόπειρα απάτης του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή και αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι, στο διατακτικό, το οποίο συμπληρώνει το αιτιολογικό, ο αναφερόμενος σαφώς κηρύσσεται ένοχος απλής συνέργειας σε απόπειρα διακεκριμένης κλοπής του Χ1. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς, του μεν πρώτου, "ότι το δακτυλίδι το βρήκε πεσμένο από σακ βουαγιάζ άλλης πτήσης και το έβαλε στην τσέπη του με σκοπό να το παραδώσει στην υπηρεσία του και ότι η βαλίτσα είχε κατέβει από τις κυλιόμενες σκάλες ανοικτή, λόγω μπλοκαρίσματος των λωρίδων της και άνοιξε μόνη της, ότι έσπρωξε το περιεχόμενό της ώστε να καταλάβει ισομερώς το εσωτερικό της και ότι επιχείρησε με την προτροπή του δεύτερου να την κλείσει", αμφοτέρων δε "ότι ο δεύτερος είπε στον πρώτο, κλείσε τη βαλίτσα έρχεται, εννοώντας, φεύγει η πτήση", αυτοί δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμός και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, ανεξαρτήτως του ότι, η αιτιολογία για τους αρνητικούς αυτούς ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή των αναιρεσειόντων.
Με τα δεδομένα αυτά, ο μοναδικός λόγος της κοινής ένδικης αναίρεσης, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέος. Κατόπιν τούτων, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί έκαστος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ 583 παρ. 1 ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αρ. 687/2007 κοινή αίτηση των 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ' αρ. 26/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει ένα έκαστον των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή