Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.
Περίληψη:
Η αιτία για την οποία ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το πράγμα δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της διεκδικητικής αγωγής, αλλά ενδεχομένως να στηρίξει ένσταση κατ’ αυτής (άρθρο 1095 ΑΚ), αν ο εναγόμενος επικαλεστεί και αποδείξει, ότι έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί του πράγματος, που του παρέχει εξουσία νομής ή κατοχής.
Αριθμός 53/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ελένη Διονυσοπούλου και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Π. Δ. Κ., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Ε. Τ., το γένος Σ. Σ., η οποία δεν παραστάθηκε.
Των καλούντων: 1)Σ. Τ. του Ε., κατοίκου ..., και 2)Α. Τ. του Ε., κατοίκου ... ως κληρονόμων της αναιρεσίβλητης, που απεβίωσε στις 8/1/2010, όπως αναφέρεται στην από 6/12/2012 κλήση. Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγή Γεράκη και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/1990 αγωγή της αρχικής αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αργοστολίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 131/1990 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας λόγω αρμοδιότητας, 110/1991, 39/1992, 145/1994 μη οριστικές, 43/2002 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και 960/2006 οριστική Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5/6/2007 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι καλούντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των καλούντων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 8-11-2010 πέθανε στον οικισμό Ρατζακλί Δ.Δ.Σκάλας, Δημοτικής Ενότητας Ελεού - Πρόνων Δήμου Κεφαλονιάς η ήδη αναιρεσίβλητη Α. σύζυγος Ε. Τ., το γένος Σ. Σ., η οποία κατέλειπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και χωρίς διαθήκη κληρονόμους της τον Ε. Τ. του Α. και της Α. σύζυγό της, και τους Α. Τ. και Σ. Τ. τέκνα της. Ο σύζυγός της αποποιήθηκε νόμιμα την κληρονομία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση με αριθμό 4/2011 έκθεση της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας Πηνελόπης Κοσμάτου. Από τις ... και .../1.4.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Κεφαλληνίας … προκύπτει ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας των πληρεξουσίων δικηγόρων των τέκνων της, Παναγή Γεράκη και Χρυσούλας Τζοβάρα , δυνάμει του .../31.10.2012 πληρεξούσιου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σταύρου Πασχίδη του Ιωάννη, που επισπεύδουν τη συζήτηση, γνωστοποιήθηκε νόμιμα στον αναιρεσείοντα ο θάνατος της πιο πάνω άμεσης δικαιοπαρόχου τους και η εκούσια στο όνομα τους επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα (άρθρα 286 περ.α', 287 παρ.1, 291 ΚΠολΔ) και επιδόθηκαν νόμιμα σ'αυτόν - αναιρεσείοντα - ακριβή αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και της απο 6.12.2012 αίτησης - κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (της 6.11.2013) και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης κατά τη δικάσιμο αυτή, οπότε και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου του, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία του αναιρεσείοντος.
ΙΙ. Για το ορισμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ.1, 118 αριθ.4, 216 ΚΠολΔ, της διεκδικητικής αγωγής (άρθρο 1094 ΑΚ) απαιτείται στο δικόγραφο αυτής, εκτός των άλλων, να αναφέρεται η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και ότι ο εναγόμενος κατέχει ή νέμεται το επίδικο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, ο ενάγων, αν στηρίζει την αγωγή του σε παράγωγο τρόπο, δεν απαιτείται κατ'αρχήν να καθορίζει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του δικαιοπαρόχου. Αν, όμως, ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητά του - ο ενάγων - οφείλει, για τη συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του, να αναφέρει και να καθορίσει με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο κτήσης του δικαιοπαρόχου, αλλά και των απώτερων δικαιοπαρόχων αν απαιτείται ενόψει των αμφισβητήσεων του εναγομένου, μέχρι του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας αυτών, η παράλειψη δε της αναφοράς των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη. Εξάλλου, η αιτία για την οποία ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το πράγμα δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής, αλλά ενδεχομένως να στηρίξει ένσταση κατ' αυτής (άρθρο 1095 ΑΚ), αν ο εναγόμενος επικαλεστεί και αποδείξει, ότι έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί του πράγματος, που του παρέχει εξουσία νομής ή κατοχής (ΑΠ 518/1990). Τέλος, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί, όμως, λόγος αναίρεσης από τους παραπάνω, πρέπει η αοριστία αυτή να προτείνεται στο Εφετείο και να αναφέρεται η πρόταση αυτή στο σχετικό αναιρετικό λόγο, αφού δεν εμπίπτει σε καμιά από τις εξαιρέσεις της διάταξης του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ και, ειδικότερα, δεν προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ούτε αφορά τη δημόσια τάξη. Ως εκ τούτου είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, εάν ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, με την ένδικη - από 8.1.1990 - αγωγή της, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπησή της, ισχυρίστηκε, ότι είναι κυρία του λεπτομερώς περιγραφομένου, κατά θέση, έκταση, όρια και είδος επίδικου ακινήτου, από κληρονομική διαδοχή της αποβιώσασας, στις 10.2.1988, θείας της, Ζ. Σ. και Π. Κ., η οποία την εγκατέστησε γενική κληρονόμο της με δημόσια διαθήκη της που δημοσιεύτηκε νόμιμα, εφόσον αποδέχτηκε την κληρονομία και μετέγραψε την περί αποδοχής αυτής δήλωσή της ότι το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο θεία της "από κληρονομία χωρίς διαθήκη του πατέρα της Σ. Κ. που πέθανε το 1944 στη Σκάλα Κεφαλληνίας και άτυπη διανομή μεταξύ των συγκληρονόμων" τόσο δε αυτή από το 1944 όσο και ο πατέρας της από το 1870 έως το θάνατό του και εν τέλει και η ίδια η αναιρεσίβλητη από το θάνατό του και εν τέλει και η ίδια η αναιρεσίβλητη από το θάνατο της θείας της (10.2.1988) νέμονταν το επίδικο ακίνητο με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας "αρχικά από το έτος 1870 του Ιόνιου Κώδικα και από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) σύμφωνα με τις διατάξεις του" μέχρι τις 23.8.1988 που ο εναγόμενος (αναιρεσείων), έχοντας τη χρήση του "με σύμβαση μίσθωσης αγροτικού κτήματος εδήλωσε για πρώτη φορά ότι διεκδικεί δικαιώματα κυριότητας στο άνω ακίνητο (επίδικο) και (την) απέβαλε έτσι αυθαίρετα και παράνομα από τη νομή του και από τότε (23.8.1988) νέμεται αυτός τούτο χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας". Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί ότι είναι αυτή - η αναιρεσίβλητη - κυρία του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (αναιρεσείων) να της το αποδώσει. Ο τελευταίος (αναιρεσείων) με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ.1, 8 περ.β' και 14 περ.β' ΚΠολΔ, αιτιάται το Εφετείο ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω αοριστίας της, απορρίπτοντας τη σχετική ένστασή του, την οποία είχε νόμιμα επαναφέρει κατ'έφεση με τον πρώτο λόγο της έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης, διότι "ενώ στην αγωγή αναφέρεται ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ζ. Κ. "από κληρονομιά χωρίς διαθήκη του πατέρα της Σ. Κ....και άτυπη διανομή μεταξύ των συγκληρονόμων" δεν αναφέρεται...α)ποιοι ήταν οι συγκληρονόμοι της Ζ. Κ....β)κατά ποιο ποσοστό εξ αδιαιρέτου κατέστησαν καθένας των συγκληρονόμων συγκύριοι...γ)Πότε η ...φερόμενη δικαιοπάροχος της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) προέβηκε και με ποιους στην άτυπη διανομή ...και δ)τι ακίνητα έλαβε καθένας των συγκληρονόμων με την άτυπη διανομή". Αλλά και διότι "η ενάγουσα δεν αναφέρει...εάν η επικαλούμενη σύμβαση μισθώσεως ....καταρτίσθηκε προφορικά ή γραπτά... και δεν εκθέτει πως εκδηλώθηκε η επικαλούμενη δήλωσή (του) ....ότι διεκδικ(εί) το επίδικο ακίνητο". Δεν επικαλείται, όμως, ο αναιρεσείων, ότι - πέραν του ανωτέρω ισχυρισμού του περί αοριστίας που δεν αποτελεί και αμφισβήτηση της αγωγής - είχε αρνηθεί στο Δικαστήριο της ουσίας την κυριότητα στο επίδικο ακίνητο της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης). Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του - από 21.5.2003 - δικογράφου της έφεσής του, με τον πρώτο λόγο έφεσης ή ένσταση αοριστίας της αγωγής επιχειρήθηκε από τον αναιρεσείοντα (εκκαλούντα εναγόμενο) να θεμελιωθεί στην προαναφερθείσα σύμβαση μίσθωσης του επίδικου ακινήτου - η οποία, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποτελεί και στοιχείο της βάσης της ένδικης διεκδικητικής αγωγής - και όχι στην προεκτεθείσα άτυπη διανομή του από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) και τους συγκληρονόμους της. Υπό τα δεδομένα αυτά ο αναιρετικός αυτός λόγος, καθ'οσον αναφέρεται στον ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής και επιχειρείται η θεμελίωσή της στην προ αναφερθείσα άτυπη διανομή του επίδικου ακινήτου, προεχόντως, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν προτάθηκε νόμιμα - με λόγο έφεσης από τον ηττηθέντα αναιρεσείοντα (εκκαλούντα εναγόμενο) - στο Εφετείο.
ΙΙΙ. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό ή αν ο ισχυρισμός ήταν επουσιώδης και αλυσιτελής, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων τον προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης που αυτή επικαλέστηκε προς θεμελίωση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής της, δηλαδή ότι η αιτία που αυτός - αναιρεσείων (εναγόμενος) - κατείχε το επίδικο ήταν εκείνη της μίσθωσης πράγματος και όχι του χρησιδανείου που αυτό - Εφετείο - δέχτηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, προεχόντως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού - όπως προεκτέθηκε - η αιτία για την οποία ο εναγόμενος κατέχει ή νέμεται το πράγμα δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής και συνεπώς "πράγμα" κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που προπαρατέθηκε. Αλλά και ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο - κατ'ορθή εκτίμησή του - ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό - όχι 9 αλλά - 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένστασή του περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της αναιρεσίβλητης ενάγουσας (ΑΚ 247, 249), την οποία είχε νόμιμα προβάλει με τον έκτο λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί την αγωγή, εφόσον ειδικότερα είχε ισχυριστεί ότι το επίδικο ακίνητο είχε αντιποιηθεί από το έτος 1966 και έκτοτε συνεχώς μέχρι την άσκηση της εν λόγω - από 8.1.1990 - διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσίβλητης, οπότε και συμπληρώθηκε εικοσαετία, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι ο αναιρεσείων (εναγόμενος) αντιποιήθηκε για πρώτη φορά το επίδικο ακίνητο " στις 22.8.1988 (που) επιδόθηκε (σ'αυτόν) η αυθήμερη εξώδικη πρόσκληση της εφεσίβλητης (αναιρεσίβλητης ενάγουσας), με την οποία καλούσε αυτόν να της παραδώσει το επίδικο μετά το πέρας της καλλιεργητικής περιόδου (και) ο τελευταίος απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο", έλαβε υπόψη την άνω ένσταση του αναιρεσείοντος και την απέρριψε εκ του πράγματος ως κατ'ουσίαν αβάσιμη.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις ολικά ή μερικά, εντοπίζεται δε η αντίφαση των διατάξεων στο διατακτικό της απόφασης και δημιουργεί τον προκείμενο λόγο αναίρεσης, όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με δεδικασμένο. Δεν ιδρύεται αντίθετα ο λόγος, αν η αντίφαση βρίσκεται στις αιτιολογίες, εκτός αν επέχουν θέση διατακτικού, ούτε μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού, οπότε, αν η αντίφαση εντοπίζεται με τη μορφή της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ιδρύεται ο λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλει την πλημμέλεια από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, "ενώ - κατ'άρθρο 222 παρ.2 ΚΠολΔ - ανέστειλε την εκδίκαση όλων των ανταγωγών (του) που ασκήθηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας εωσότου περατωθεί η δίκη επί της ανταγωγής (του) που εκκρεμεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου (ακολούθως) δέχτηκε την αγωγή τελεσίδικα με το σκεπτικό ότι δεν είχ(ε) εκδηλώσει διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να εξουσιάζ(ει) το επίδικο σαν να ή(ταν) κύριος αυτού....δεσμεύοντας, έτσι, το κατώτερο δικαστήριο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας στην κρίση του για την κατ'ουσία διερεύνηση της ανταγωγής (τ)ου", ως μη ιδρυώμενος, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στο ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, με την οποία ο αναιρεσείων, επικαλούμενος τα ανωτέρω περιστατικά, αποδίδει επικουρικά στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης του άρθρου 222 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι η διάταξη του άρθρου 222 παρ.2 ΚΠολΔ δεν είναι ουσιαστικού δικαίου, ως προϋποθέτει η προβλέπουσα το σχετικό λόγο αναίρεσης ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αλλά δικονομικού τοιούτου και έτσι η παραβίασή της δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.6.2007 αίτηση του Π. Κ. του Δ. για αναίρεση της 960/2006 απόφασης του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ