Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1211 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ανώνυμη εταιρία.




Περίληψη:
Καθυστέρηση καταβολής από τον εργοδότη (ανώνυμη εταιρία) εργατικών και εργοδοτικών εισφορών απασχοληθέντων. Δεν καθορίζεται η σχέση η οποία υπάρχει ανάμεσα στους κατηγορούμενους, εργοδότες φερόμενους στην απόφαση, και στην εταιρία. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας. Εξέταση αυτεπαγγέλτως των περί παραγραφής της οφειλής διατάξεων για εκ πλαγίου παράβαση των περί παραγραφής διατάξεων. Αναιρεί και γι' αυτόν τον λόγο. Παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο για νέα εκδίκαση.




Αριθμός 1211/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κλειδαρά, περί αναιρέσεως της 62532/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Νοεμβρίου 2009 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1659/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι ασκηθείσες από τον παραστάντα κατά τη συζήτηση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως πληρεξούσιο δικηγόρο τους από 13 Νοεμβρίου 2009, με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Αριθμ. πρωτ. ... και ...) κατά της 62532/09 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, αιτήσεις των: 1) Χ1 και 2) Χ2, αντίστοιχα, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, και ως συναφείς, πρέπει να συνεκδικαστούν. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) που τον βαρύνουν, ασχέτως ποσού προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του αν. ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του αν. ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους. Επίσης, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ,Α., ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του αν. ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο Ι.Κ.Α. μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους σ' αυτόν εργαζόμενους και η μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίον είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως που τελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ ίου άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ' ακολουθίαν, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, απόφασης για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο Ι.Κ.Α., προϋποθέτει, εκτός από την αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση των αναφερομένων δύο εγκλημάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού ασφαλισμένου στο Ι.Κ.Α., με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών και αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. Α.Π. 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχείρησης, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει, η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική, ατομική, ή εταιρική επιχείρηση και στη δεύτερη περίπτωση ποία η εταιρική μορφή της επιχείρησης και ποία η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου στην τελευταία, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωση του, για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού ως εργοδότη. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 62.532/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "οι κατηγορούμενοι
κατά το χρονικό διάστημα από 8ο/2001 έως 12/2001 αν και διατηρούσαν την επιχείρηση κλωστοϋφα-ντουργίας ... ΑΒΕΕ" και είχαν απασχολήσει σε αυτήν, ως εργοδότες, προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ και ήταν υπόχρεοι κατά νόμο για την απόδοση των ασφαλιστικών προς τον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό εισφορών, δεν κατέβαλαν αυτές εμπρόθεσμα, εντός μηνός αφότου έγιναν απαιτητές και ανέρχονται στο ποσό των 223.665,87 ευρώ οι εργοδοτικές εισφορές και 11.832,93 οι εργατικές εισφορές. Επειδή περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι ωθήθηκαν στην τέλεση της πράξης τους από αίτια μη ταπεινά και συγκεκριμένα από σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν κατά τη λειτουργία της ανωτέρω επιχείρησης, η οποία μάλιστα κηρύχθηκε εν τέλει σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων (84 παρ.2β ΠΚ)". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες του ότι: "Στην ... την .. Οκτ. 2008 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ... ΑΒΕΕ και ΑΜΕ ή ΑΜΘΕ ... (ΑΓΜ...) ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ ..., είδος επιχείρησης ... μαζί με τους ανωτέρω συγκατηγορούμενους και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 8ος/2001 έως 12ος/2001, στην επιχείρησή του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 335480,80 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ... ΠΕΕ, στην οποία αναγράφονται (....) μισθωτοί με ύψος αποδοχών .... ΕΥΡΩ συνολικά. 1. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών .... (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για το Ειδικό Λογ/σμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης), ποσού 223665,07 ΕΥΡΩ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 111832,03 ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση". Μετά από αυτά, επέβαλε στο κατηγορούμενο, συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, σε κάθε κατηγορούμενο, την οποία μετέτρεψε προς 4, 4 ΕΥΡΩ την ημέρα. Δεν αναφέρει όμως στην αιτιολογία, μολονότι πρόκειται για εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση και μάλιστα ανώνυμη εταιρία, όπως φαίνεται από την επωνυμία της, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, η ιδιότητα και η θέση κάθε αναιρεσείοντος στην ανώνυμη αυτή εταιρία, η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, αλλά αναφέρεται μόνο ότι αυτοί ήταν εργοδότες. Έτσι η αιτιολογία αυτή που διέλαβε το δικαστήριο της ουσίας, εκ της οποίας δεν προκύπτει η ιδιότητα και η θέση κάθε αναιρεσείοντος στην ανώνυμη εταιρία, ώστε να ανακύπτει και η υποχρέωσή τους για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και αναφέρεται μόνο η ιδιότητά τους ως εργοδοτών, δεν είναι απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και, ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα και για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ λόγο και ειδικότερα, για εκ πλαγίου παράβαση των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, λόγω ασαφειών και αντιφάσεων ως προς τις παραδοχές για το χρόνο τελέσεως της πράξεως. Και τούτο, διότι ενώ στο αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως γίνεται δεκτό ότι χρόνος απασχολήσεως των εργαζομένων ήταν το χρονικό διάστημα από το μήνα Αύγουστο 2001 έως το μήνα Δεκέμβριο 2001 έως το μήνα Μάρτιο 2001, το Δικαστήριο εντελώς αντιφατικά και χωρίς οποιαδήποτε σκέψη και ειδικότερη αιτιολογία, δέχεται στο διατακτικό αλλά και το σκεπτικό ότι η πράξη τελέστηκε στις 3-10-2003. Επομένως, είναι βάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως και πρέπει, κατά παραδοχή και αυτού, χωρίς έρευνα άλλων λόγων αναιρέσεως, που παρέλκει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 62532/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένους.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή