Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 34 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ. Εντολοδόχος - θεματοφύλακας ΚΠΔ 510 παρ. 1 περ. Ε. Απόρριψη αναίρεσης.





Αριθμός 34/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη, για αναίρεση της 2292/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Πέτσα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1832/2006.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Κατά την έννοια του αρ. 375 παρ.1 ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα, τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλο προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγ. 2 του ίδιου άρθρου, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το αρ. 2 παρ.1 του Ν.1969/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ.11 παρ.2 του Ν.2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το αρ. 4 παρ.1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ'αυτή επέχει έναντι της εντολίδας του επιχείρησης θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν, κατά το άρ. 3 παρ.1 του πδ 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρεώσεως του εντολοδόχου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έγιναν δεκτά, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος αναφέρονται, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τις από ...... και ....... ασφαλιστικές συμβάσεις, που καταρτίστηκαν ανάμεσα στον κατηγορούμενο και την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΣΤΗΡ ΑΕ", η οποία ήδη έχει συγχωνευθεί με απορρόφησή της με την επίσης ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΕ", συμφωνήθηκε, ο κατηγορούμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας να διαμεσολαβεί στην κατάρτιση επί ονόματι της άνω εταιρείας ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων κλάδων. Συγχρόνως, ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων, ήταν δε υποχρεωμένος στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου να αποδίδει στην εντολέα τον ασφαλιστική εταιρεία αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχειρίσεως των αμέσως προηγούμενων μηνών και να της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. 'Ετσι, ο κατηγορούμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας από τρίτα πρόσωπα-ασφαλισμένους, ως εντολοδόχος αυτής, το συνολικό ποσό των 21.436.000 δραχμών ή 62.938 Ευρώ, που αφορούσε ασφάλιστρα από τους κλάδους ζωής, πυρός, επιβαινόντων αυτοκινήτων και κρυστάλλων, όπως ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό. Στη συνέχεια δεν απέδωσε, όπως όφειλε, το πιο πάνω, ιδιαίτερα μεγάλο, συνολικό χρηματικό ποσό στην εγκαλούσα εταιρεία, αν και οχλήθηκε προς τούτο από τον Ιανουάριο του έτους 1997, εκδηλώνοντας έκτοτε τη βούλησή του υπεξαιρέσεως του άνω ποσού, το οποίο, κατά τα άνω λεχθέντα, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το ποσό αυτό παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, αρνούμενος την οφειλόμενη καταβολή του, παρά τις συνεχείς προς τούτο οχλήσεις της άνω εγκαλούσας και της προεκτεθείσας από τη συγχώνευσή της (Αύγουστος 1997) και ύστερα, άνω καθολικής διαδόχου της. Δηλαδή, από το μήνα Ιανουάριο 1997, που εκδήλωσε την άνω βούλησή του, παρακρατεί και ιδιοποιείται παράνομα το άνω χρηματικό ποσό των ασφαλίστρων. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, κατέθεσαν οι μάρτυρες που εργάσθηκαν στην εγκαλούσα εταιρεία και συγκεκριμένα, η ......... που εξετάσθηκε στο Δικαστήριο αυτό, καθώς και οι ........ και .........., που εξετάσθηκαν πρωτόδικα και η κατάθεσή τους περιέχεται στα πρακτικά του άνω Δικαστηρίου, που αναγνώστηκαν. Τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επίσης από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο αυτό. 'Αλλωστε και ο κατηγορούμενος απολογούμενος πρωτόδικα, παραδέχθηκε την πράξη του, διατυπώνοντας μόνο, χωρίς και να το αποδεικνύει όμως, αμφιβολίες ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, που προβλήθηκε στο Δικαστήριο αυτό δια του εκπροσωπούντος αυτού συνηγόρου, ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως, για την οποία κατηγορείται έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η πρόσθετη ως θεματοφύλακα ευθύνη το ασφαλιστικού πράκτορα (άρ. 3 παρ.1 του ΠΔ 298/1986) κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα, μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής, ως μέρος της κύριας υποχρεώσεως του εντολοδόχου (ΑΠ 492/2003). Επομένως, εφόσον η ευθύνη του είναι σε βαθμό κακουργήματος, πρέπει να απορριφθεί και ο άλλος ισχυρισμός του περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης για την οποία κατηγορείται, λόγω του χαρακτήρα της, κατ'αυτόν, ως πλημμελήματος. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο αυτό, αφού δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που τα είχαν εμπιστευθεί στον ίδιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ξένης περιουσίας και συγκεκριμένα το ποσό των 21.436.000 δραχμών ή 62.938,29 Ευρώ, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως (ΠΚ 375 παρ.1 και 2). Στη συνέχεια, μετά και την αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε' ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 Ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης.
Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 και 2 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων, με βάση τις πρακτοριακές συμβάσεις, εισέπραττε για λογαριασμό της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας τα ασφάλιστρα, για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος συνήπτε και ότι είχε υποχρέωση να αποδίδει αυτά σε ορισμένο χρόνο, θεμελιώνεται η έναντι της παθούσας εταιρείας ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου. Η ιδιότητα αυτή, κατά τη νομική της αυτοτέλεια, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων ασφαλιστικός πράκτορας, κατά το χρόνο που είχε στην κατοχή του τα ασφάλιστρα, είχε και επιπρόσθετη ευθύνη ως θεματοφύλακας, με άμεση συνέπεια, η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, να φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα και όχι πλημμεληματικό, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, επικαλούμενος συγχρόνως και επέλευση του χρόνου παραγραφής, αφού, πλήρως εξειδικεύονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την, χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, παράνομη ιδιοποίηση των ασφαλίστρων από τον αναιρεσείοντα, η ιδιαίτερα μεγάλη αξία αυτών, καθώς και το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα ασφάλιστρα τα είχε εμπιστευθεί στον αναιρεσείοντα η δικαιούχος ασφαλιστική εταιρεία, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Κατόπιν αυτών, ο μοναδικός λόγος της ένδικης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 περ.ε' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει η αναίρεση να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).



Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 27-10-2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθ.2292/4-10-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008.






Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή