Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1553 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για: α) κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως, β) κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση τελεσθείσες από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες κατ' επάγγελμα (όχι και κατά συνήθεια) και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Συρροή (πραγματική) απάτης και πλαστογραφίας. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Δεν προσβάλλεται με αναίρεση το βούλευμα ως προς τις διατάξεις του για την διατήρηση των περιοριστικών όρων που είχαν τεθεί. Απορρίπτει τους λόγους αυτούς.




Αριθμός 1553/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα- Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 209, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1345/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.

Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 142/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 116/03.04.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατ'άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 1/2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1345/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, ως και το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας, και εκθέτω τα εξής:
Με το υπ'αριθμ. 514/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικασθεί: α) για πλαστογραφία με χρήση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ και β) για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (αρ. 13 περ. γ', στ', 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 β' και 386 παρ. 1, 3α ΠΚ, όπως αντικ. με αρ. 14 ν. 2721/99). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1345/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση (48/2008) αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο (514/2008).
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε από τον τελευταίο στις 16-1-2009 νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, (εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση στις 8-1-2009 και στον αντίκλητό του δικηγόρο, επίσης με θυροκόλληση στις 20-1-2009). Περιέχει δε συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως ήτοι: α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 484 παρ. 1δ και β' ΚΠΔ). Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για κακουργήματα (αρ. 462, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α, 2 ΚΠΔ).
Συνεπώς, η κρινομένης αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, με εξολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που προσδιορίζονται κατ'είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις (Αστυνομικών και Τραπεζικών υπαλλήλων) τα συνημμένα στην δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, το απολογητικό υπόμνημα αυτού και το εφετήριο του έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος (εκκαλών) Χ κατά την διάρκεια από 6/2/2005 μέχρι στις 29/6/2006 επιδιώκοντας τον δανεισμό χρημάτων από Τράπεζες και την έκδοση πιστωτικής κάρτας Euroline σχεδίασε με μεθοδικότητα τον τρόπο δράσης του και προς τούτο νόθευσε τα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφορίας των ετών 2004 και 2005 εμφανιζόμενος στα υποκαταστήματα των Τραπεζών EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε, ΠΕΙΡΑΙΩΣ και ΕΤΕ εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτών ως προς την πιστοληπτική του ικανότητα και έτσι πέτυχε να δανειστεί χρήματα μεγαλυτέρων ποσών από την πραγματική οικονομική του κατάσταση. Για την επιτυχή έκβαση του σκοπού του κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν διάφορα υποκαταστήματα Τραπεζών εμφανιζόμενος προς τους υπαλλήλους αυτών λόγω αλλοιώσεως των εκκαθαριστικών σημειωμάτων με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια από την πραγματική. Ειδικότερα: Στις 6/2/2005 εμφανίστηκε στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος της Τράπεζας EFG EUROBANK ERGASIAS Α. Ε. που βρίσκεται στην οδό ... της πόλης ... δηλώνοντας προς αυτόν και αναγράφοντας σε σχετική αίτηση του πως τα καθαρά εισοδήματα του από το ασκούμενο επάγγελμα του ανέρχονται στο ποσό των 14.900 ευρώ. Ενώ το πραγματικό ποσό που προέκυπτε από το εκκαθαριστικό του σημείωμα για το έτος αυτό (2005) ήταν ύψους 7.725,24 ευρώ. Με τον ανωτέρω τρόπο πέτυχε να εκταμιευτεί ποσό ύψους 15000 ευρώ. Ενώ αν ο υπάλληλος γνώριζε το αληθινό του εισόδημα δεν θα προέβαινε στον δανεισμό του προαναφερομένου χρηματικού ποσού. 0 κατηγορούμενος διαπιστώνοντας την ευόδωση του σκοπού του συνέχισε την ανωτέρω δραστηριότητα του και στις 31/10/2005 επισκέφθηκε το υποκατάστημα της ίδιας ανωτέρω Τράπεζας (EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε) στην οδό ... δηλώνοντας πως το εισόδημα του από το ασκούμενο επάγγελμα του ανέρχεται στο ποσό των 27000 ευρώ, ενώ σύμφωνα με το γνήσιο εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας το δηλούμενο εισόδημα του ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 7.725,24 ευρώ και έτσι πέτυχε να εκταμιευτεί στο όνομα του δάνειο ύψους 6000 ευρώ. Στις 7/12/2005 και πάλι από την ίδια ανωτέρω Τράπεζα (EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.) πέτυχε να εκδοθεί στο όνομα του κάρτα Eurline προσκομίζοντας το εκκαθαριστικό του σημείωμα, το οποίο είχε προηγούμενα νοθεύσει προσθέτοντας με την μέθοδο του κολάζ μπροστά στον αριθμό 7 τον αριθμό 2 μεταβάλλοντας έτσι το πραγματικό του εισόδημα, που προέκυπτε από την φορολογική του δήλωση στο ποσό των 27.725,24 ευρώ. Oι υπάλληλοι του τμήματος χορηγήσεων πιστωτικών καρτών αν γνώριζαν την αληθινή του οικονομική κατάσταση δεν θα προέβαιναν στην χορήγηση της ανωτέρω πιστωτικής κάρτας. Περαιτέρω στις 18/7/2005 μετέβη στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς, που βρίσκεται στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού ... προσκομίζοντας στον αρμόδιο υπάλληλο χορηγήσεων δανείων ΑΑ νοθευμένο εκκαθαριστικό σημείωμα στο οποίο αναγραφόταν ως εισόδημα του από τα ελευθέρια επαγγέλματα που ασκούσε το ποσό των 27.725,24 ευρώ, ενώ το αληθές εισόδημα του, που προέκυπτε από την φορολογική του δήλωση ανερχόταν στο ποσό των 7.725,24 ευρώ. 0 αρμόδιος υπάλληλος χορηγήσεων δανείων σύμφωνα με το προσκομισθέν εκκαθαριστικό σημείωμα, του χορήγησε δάνειο ύψους 10.000 ευρώ, το οποίο δεν θα του χορηγούνταν αν προσκόμιζε το γνήσιο εκκαθαριστικό του σημείωμα. Στις 29/6/2006 ο κατηγορούμενος ενεργώντας με την ίδια μεθοδικότητα μετέβη στο υποκατάστημα της ΕΤΕ, που βρίσκεται στην οδό ... αριθμ. ... προσκομίζοντας στην αρμόδια υπάλληλο ΒΒ νοθευμένο εκκαθαριστικό σημείωμα του τρέχοντος έτους (2005) το οποίο είχε προηγουμένως νοθεύσει με την μέθοδο του κολάζ προσθέτοντας μπροστά από τον αριθμό 7 τον αριθμό 9 και έτσι εμφανίστηκε πως το καθαρό εισόδημα του από την εργασία του ανέρχεται στο ποσό των 97.725,24 ευρώ έναντι του αληθινού των 7.725,24 ευρώ. Με τον ανωτέρω τρόπο του εγκρίθηκε η λήψη του δανείου ύψους 25.000 ευρώ. Η ανωτέρω υπάλληλος αντιλαμβανόμενη την πλαστότητα του προσκομισθέντος εκκαθαριστικού σημειώματος ειδοποίησε δια του Διευθυντού του υποκαταστήματος Αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, άνδρες της οποίας προσήλθαν στο υποκατάστημα της Τράπεζας και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο. Κατά την διενεργηθείσα νομότυπη έρευνα στο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του με αριθμ. κυκλοφορίας ... και στην συνέχεια στα γραφεία του Κέντρου Ανάπτυξης Ελληνικού Εμπορίου (Κ.Α.ΕΛ.Ε.) (δια του οποίου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα) βρέθηκε να κατέχει νοθευμένα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2004 και 2005 για να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω σε διάφορα υποκαταστήματα Τραπεζών για την λήψη δανείων. Στην ενέργεια του αυτή προέβαινε για να εμφανίζει στους αρμοδίου υπαλλήλους χορηγήσεων δανείων, πως η πιστοληπτική του ικανότητα ήταν τέτοια, που να δικαιολογεί την λήψη των αιτουμένων δανείων. Ενώ αν εμφάνιζε την πραγματική του οικονομική κατάσταση, η οποία απεικονιζόταν στα κατεχόμενα γνήσια εκκαθαριστικά σημειώματα, δεν θα ήταν δυνατή η χορήγηση των εγκριθέντων τελικά δανείων και της προαναφερομένης πιστωτικής κάρτας. Κατά την έρευνα βρέθηκαν φωτοαντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων με την μέθοδο της φωτοτυπίας του οικονομικού έτους 2004, στο οποίο αντί του πραγματικού εισοδήματος των 7.382,64 ευρώ αναγραφόταν το ποσό των 67.382,64 ευρώ, το οποίο φέρεται να έχει καταρτιστεί στις αρχές Απριλίου του έτους 2005. Περαιτέρω βρέθηκε στην κατοχή του και εκκαθαριστικό σημείωμα του έτους 2005 στο οποίο αναγραφόταν ως εισόδημα το χρηματικό ποσό των 97.725,24 ευρώ, ενώ όπως προαναφέρθηκε τα πραγματικά του εισοδήματα κατά το ανωτέρω οικονομικό έτος ανερχόταν στο ποσό των 7.725,24 ευρώ. Ο κατηγορούμενος έχοντας σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος προέβαινε στην δανειοδότηση του από διάφορα υποκαταστήματα Τραπεζών ανερχόμενα σε διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία δεν θα μπορούσε να λάβει, εάν προσκόμιζε το ατομικό του εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, το οποίο ήταν αναγκαίο για την λήψη δανείων. Με την μέθοδο της παραποιήσεως των εισοδημάτων του και αυξάνοντας έτσι την πιστοληπτική του ικανότητα λάμβανε δάνεια διαφόρων χρηματικών ποσών, που περιγράφονται ανωτέρω. Σκοπός του κατηγορουμένου δια της παραγωγής φωτοαντιγράφων των νοθευμένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων ήταν να χρησιμοποιηθούν αυτά και σε άλλα υποκαταστήματα Τραπεζών για την λήψη διαφόρων δανείων. Σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδημάτων για τον βιοπορισμό του. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι αναγκαίο ο βιοπορισμός του να προέρχεται αποκλειστικά από τον τρόπο απόκτησης εισοδημάτων με τον τρόπο αυτό, αρκεί και μερική χρησιμοποίηση των εισοδημάτων αυτών προς βιοπορισμό του. Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως πραγματώνονται τα διωκόμενα εγκλήματα της απάτης κατ' εξακολούθηση και κατ επάγγελμα και της πλαστογραφίας (τελεσθεί σας δια της νοθεύσεως) κατ' εξακολούθηση και κατ επάγγελμα (άρθρα 386 παρ. 1, 3 περ. α και 216 παρ. 1, 3 περ. β του Π. Κ. όπως ισχύουν σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 13 στοίχ στ. και 98 παρ. 1,2 του Π.Κ.)". Περαιτέρω, συνεχίζει το Συμβούλιο Εφετών "Επί πλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως για τη διαπίστωση της καταβολής εκ μέρους του κατηγορουμένου των δόσεων των δανείων, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο της λήψεως των δανείων ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα δανειδοτήσεως λόγω του ύψους του δηλουμένου εισοδήματος του στην αρμόδια ΔΟΥ. Ενόψει τούτων, πρέπει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ... στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τις προαναφερθείσες πράξεις που του αποδίδονται. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο το οποίο παρέπεμψε τον εκκαλούντα στο Τριμελές Εφετείο [Κακουργημάτων] Θεσσαλονίκης, για να δικαστεί για τις παραπάνω πράξεις, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε.
Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία της, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να διαταχθεί η εκτέλεση του, καθώς και να διατηρηθούν σε ισχύ η 29/2006 διάταξη του Δ' Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, η 30/2007 διάταξη του ίδιου Ανακριτή, με την οποία επιβλήθηκε σ'αυτόν ο περιοριστικός όρος της εμφανίσεως του στο Α. Τ. του τόπου κατοικίας του και το 941/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο επιβλήθηκε στον παραπάνω εγγύηση 5.000 ευρώ".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, το οποίο και επικύρωσε στο σύνολό του, αφού όμως απάλειψε ουσιαστικά από το διατακτικό του την επιβαρυντική περίσταση της "κατά συνήθεια" τέλεσης των ως άνω πράξεων, αφενός, διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νόμιμη σκέψη της παρούσας, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 13 γ' και στ', 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1,3 εδ. β' και 386 παρ. 1, 3α ΠΚ (όπως αντικ. με αρ. 14 ν. 2721/99), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω πράξεων της απάτης κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα και της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα, οι οποίες πράξεις και συρρέουν αληθινά (ΑΠ 238/2000 Π.Χρ. Ν. 694, ΑΠ 1819/1997 Π.Χρ. ΜΗ 607). Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Ειδικότερα, προσδιορίζεται εκτενώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ο τρόπος αλλοιώσεως των ως άνω εκκαθαριστικών σημειωμάτων της Εφορίας, εκ μέρους του αναιρεσείοντος, με τη μέθοδο της παραποιήσεως των εισοδημάτων του, και αιτιολογείται πλήρως ο σκοπός αυτού (αναιρεσείοντος) να παραπλανήσει με τη χρήση των νοθευμένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων τους αρμοδίους υπαλλήλους των παραπάνω Τραπεζών ως προς την πιστοληπτική του ικανότητα, πετυχαίνοντας έτσι να δανεισθεί χρήματα και μάλιστα χρηματικά ποσά μεγαλύτερα από την πραγματική οικονομική του κατάσταση.
Επίσης αιτιολογείται πλήρως στο προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο ο τρόπος της παραπλάνησης των αρμοδίων υπαλλήλων των ως άνω Τραπεζών, εκ μέρους του αναιρεσείοντος, που είναι η παράσταση εν γνώσει του ψευδών γεγονότων ως αληθινών, όσο και το συνολικό όφελος που πέτυχε ο τελευταίος, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, με αντίστοιχη συνολική ζημία των ανωτέρω Τραπεζών, καθώς επίσης και η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τελέσεως των πράξεων της πλαστογραφίας (νοθεύσεως) κατ'εξακολούθηση και της απάτης κατ'εξακολούθηση.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις αυτού, που με το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες. Τέλος, το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας πρέπει να απορριφθεί διότι με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως εκτενώς εκθέτει τις απόψεις του και δεν χρειάζεται να δώσει οποιαδήποτε διευκρίνιση.
Κατ' ακολουθία αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: α) να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας. Και
β) να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 1/2009 αίτηση αναιρέσεως του ως άνω κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1345/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και
γ) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 4 Μαρτίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η κρινόμενη 1/2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του 1345/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίπτεται κατ' ουσία την 48/2008 έφεσή του κατά του 514/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικαστεί: α) για πλαστογραφία με χρήση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ και β) για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (αρ. 13 περ. γ', στ', 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 β' και 386 παρ. 1, 3α ΠΚ, όπως αντικ. με αρ. 14 ν. 2721/99), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙI. Το εμπεριεχόμενο στην κρινόμενη αίτηση αίτημα του αναιρεσείοντος " να κλητευθεί στη συζήτηση της παρούσας αναίρεσης ώστε να δώσει και αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου εξηγήσεις στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου περί των ισχυρισμών και αιτημάτων του" για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, "προς παροχή περαιτέρω διευκρινήσεων επί της αιτήσεώς του", ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτού, αφού δεν εξειδικεύονται τα προς διευκρίνηση θέματα, είναι απορριπτέος και ως ουσιαστικώς αβάσιμο, αφού με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται εκτεταμένα σε αυτά.
IIΙ. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001. Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Είναι, επίσης, δυνατόν από μία πράξη απάτης να είναι παθόντες πλείονες. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείτο επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του Π.Κ. σαφώς προκύπτει ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας ή η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου και της απάτης (όχι όμως πάντα και η απόπειρα αυτής) συρρέουν αληθώς (πραγματικά) μεταξύ τους και καμιά απ' αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, διότι η κάθε μία από αυτές είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά, και δεν αποτελεί η μία συστατικό στοιχείο της άλλης ή επιβαρυντική περίσταση, ούτε και αναγκαίο μέσο διάπραξης αυτής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου με τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του συμβουλίου, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος (εκκαλών) Χ κατά την διάρκεια από 6/2/2005 μέχρι στις 29/6/2006 επιδιώκοντας τον δανεισμό χρημάτων από Τράπεζες και την έκδοση πιστωτικής κάρτας Euroline σχεδίασε με μεθοδικότητα τον τρόπο δράσης του και προς τούτο νόθευσε τα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφορίας των ετών 2004 και 2005 εμφανιζόμενος στα υποκαταστήματα των Τραπεζών EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε, ΠΕΙΡΑΙΩΣ και ΕΤΕ εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτών ως προς την πιστοληπτική του ικανότητα και έτσι πέτυχε να δανειστεί χρήματα μεγαλυτέρων ποσών από την πραγματική οικονομική του κατάσταση. Για την επιτυχή έκβαση του σκοπού του κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν διάφορα υποκαταστήματα Τραπεζών εμφανιζόμενος προς τους υπαλλήλους αυτών λόγω αλλοιώσεως των εκκαθαριστικών σημειωμάτων με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια από την πραγματική. Ειδικότερα: Στις 6/2/2005 εμφανίστηκε στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος της Τράπεζας EFG EUROBANK ERGASIAS Α. Ε. που βρίσκεται στην οδό ... της πόλης ... δηλώνοντας προς αυτόν και αναγράφοντας σε σχετική αίτησή του πως τα καθαρά εισοδήματα του από το ασκούμενο επάγγελμα του ανέρχονται στο ποσό των 14.900 ευρώ. Ενώ το πραγματικό ποσό που προέκυπτε από το εκκαθαριστικό του σημείωμα για το έτος αυτό (2005) ήταν ύψους 7.725,24 ευρώ. Με τον ανωτέρω τρόπο πέτυχε να εκταμιευτεί ποσό ύψους 15.000 ευρώ. Ενώ αν ο υπάλληλος γνώριζε το αληθινό του εισόδημα δεν θα προέβαινε στον δανεισμό του προαναφερομένου χρηματικού ποσού. 0 κατηγορούμενος διαπιστώνοντας την ευόδωση του σκοπού του συνέχισε την ανωτέρω δραστηριότητα του και στις 31/10/2005 επισκέφθηκε το υποκατάστημα της ίδιας ανωτέρω Τράπεζας (EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε) στην οδό ..., δηλώνοντας πως το εισόδημα του από το ασκούμενο επάγγελμα του ανέρχεται στο ποσό των 27.000 ευρώ, ενώ σύμφωνα με το γνήσιο εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας το δηλούμενο εισόδημα του ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 7.725,24 ευρώ και έτσι πέτυχε να εκταμιευτεί στο όνομα του δάνειο ύψους 6.000 ευρώ. Στις 7/12/2005 και πάλι από την ίδια ανωτέρω Τράπεζα (EFG EUROBANK ERGASIAS Α. Ε.) πέτυχε να εκδοθεί στο όνομα του κάρτα Eurline προσκομίζοντας το εκκαθαριστικό του σημείωμα, το οποίο είχε προηγούμενα νοθεύσει προσθέτοντας με την μέθοδο του κολάζ μπροστά στον αριθμό 7 τον αριθμό 2 μεταβάλλοντας έτσι το πραγματικό του εισόδημα, που προέκυπτε από την φορολογική του δήλωση στο ποσό των 27.725,24 ευρώ. Oι υπάλληλοι του τμήματος χορηγήσεων πιστωτικών καρτών αν γνώριζαν την αληθινή του οικονομική κατάσταση δεν θα προέβαιναν στην χορήγηση της ανωτέρω πιστωτικής κάρτας. Περαιτέρω στις 18/7/2005 μετέβη στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς, που βρίσκεται στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Θεσσαλονίκης προσκομίζοντας στον αρμόδιο υπάλληλο χορηγήσεων δανείων ΑΑ νοθευμένο εκκαθαριστικό σημείωμα στο οποίο αναγραφόταν ως εισόδημα του από τα ελευθέρια επαγγέλματα που ασκούσε το ποσό των 27.725,24 ευρώ, ενώ το αληθές εισόδημα του, που προέκυπτε από την φορολογική του δήλωση ανερχόταν στο ποσό των 7.725,24 ευρώ. 0 αρμόδιος υπάλληλος χορηγήσεων δανείων σύμφωνα με το προσκομισθέν εκκαθαριστικό σημείωμα, του χορήγησε δάνειο ύψους 10.000 ευρώ, το οποίο δεν θα του χορηγούνταν αν προσκόμιζε το γνήσιο εκκαθαριστικό του σημείωμα. Στις 29/6/2006 ο κατηγορούμενος ενεργώντας με την ίδια μεθοδικότητα μετέβη στο υποκατάστημα της ΕΤΕ, που βρίσκεται στην οδό ... αριθμ. ... προσκομίζοντας στην αρμόδια υπάλληλο ΒΒ νοθευμένο εκκαθαριστικό σημείωμα του τρέχοντος έτους (2005) το οποίο είχε προηγουμένως νοθεύσει με την μέθοδο του κολάζ προσθέτοντας μπροστά από τον αριθμό 7 τον αριθμό 9 και έτσι εμφανίστηκε πως το καθαρό εισόδημα του από την εργασία του ανέρχεται στο ποσό των 97.725,24 ευρώ έναντι του αληθινού των 7.725,24 ευρώ. Με τον ανωτέρω τρόπο του εγκρίθηκε η λήψη του δανείου ύψους 25.000 ευρώ. Η ανωτέρω υπάλληλος αντιλαμβανόμενη την πλαστότητα του προσκομισθέντος εκκαθαριστικού σημειώματος ειδοποίησε δια του Διευθυντού του υποκαταστήματος Αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, άνδρες της οποίας προσήλθαν στο υποκατάστημα της Τράπεζας και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο. Κατά την διενεργηθείσα νομότυπη έρευνα στο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του με αριθμ. κυκλοφορίας ΝΕΥ 5044 και στην συνέχεια στα γραφεία του Κέντρου Ανάπτυξης Ελληνικού Εμπορίου (Κ.Α.ΕΛ.Ε) (δια του οποίου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα) βρέθηκε να κατέχει νοθευμένα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2004 και 2005 για να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω σε διάφορα υποκαταστήματα Τραπεζών για την λήψη δανείων. Στην ενέργεια του αυτή προέβαινε για να εμφανίζει στους αρμοδίου υπαλλήλους χορηγήσεων δανείων, πως η πιστοληπτική του ικανότητα ήταν τέτοια, που να δικαιολογεί την λήψη των αιτουμένων δανείων. Ενώ αν εμφάνιζε την πραγματική του οικονομική κατάσταση, η οποία απεικονιζόταν στα κατεχόμενα γνήσια εκκαθαριστικά σημειώματα, δεν θα ήταν δυνατή η χορήγηση των εγκριθέντων τελικά δανείων και της προαναφερόμενης πιστωτικής κάρτας. Κατά την έρευνα βρέθηκαν φωτοαντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων με την μέθοδο της φωτοτυπίας του οικονομικού έτους 2004, στο οποίο αντί του πραγματικού εισοδήματος των 7.382,64 ευρώ αναγραφόταν το ποσό των 67.382,64 ευρώ, το οποίο φέρεται να έχει καταρτιστεί στις αρχές Απριλίου του έτους 2005. Περαιτέρω βρέθηκε στην κατοχή του και εκκαθαριστικό σημείωμα του έτους 2005 στο οποίο αναγραφόταν ως εισόδημα το χρηματικό ποσό των 97.725,24 ευρώ, ενώ όπως προαναφέρθηκε τα πραγματικά του εισοδήματα κατά το ανωτέρω οικονομικό έτος ανερχόταν στο ποσό των 7.725,24 ευρώ. Ο κατηγορούμενος έχοντας σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος προέβαινε στην δανειοδότηση του από διάφορα υποκαταστήματα Τραπεζών ανερχόμενα σε διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία δεν θα μπορούσε να λάβει, εάν προσκόμιζε το ατομικό του εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, το οποίο ήταν αναγκαίο για την λήψη δανείων. Με την μέθοδο της παραποιήσεως των εισοδημάτων του και αυξάνοντας έτσι την πιστοληπτική του ικανότητα λάμβανε δάνεια διαφόρων χρηματικών ποσών, που περιγράφονται ανωτέρω. Σκοπός του κατηγορουμένου δια της παραγωγής φωτοαντιγράφων των νοθευμένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων ήταν να χρησιμοποιηθούν αυτά και σε άλλα υποκαταστήματα Τραπεζών για την λήψη διαφόρων δανείων. Σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδημάτων για τον βιοπορισμό του. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι αναγκαίο ο βιοπορισμός του να προέρχεται αποκλειστικά από τον τρόπο απόκτησης εισοδημάτων με τον τρόπο αυτό, αρκεί και μερική χρησιμοποίηση των εισοδημάτων αυτών προς βιοπορισμό του. ... Επί πλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως για τη διαπίστωση της καταβολής εκ μέρους του κατηγορουμένου των δόσεων των δανείων, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο της λήψεως των δανείων ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα δανειοδοτήσεως λόγω του ύψους του δηλουμένου εισοδήματος του στην αρμόδια ΔΟΥ ...".
ΙV. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και της κακουργηματικής απάτης, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες, κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του πρωτοδίκου 514/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο επικύρωσε και διέταξε την διατήρηση σε ισχύ της 29/2006 διάταξης του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, και της 30/2007 διάταξης του ίδιου Ανακριτή, με την οποία επιβλήθηκε σ'αυτόν ο περιοριστικός όρος της εμφανίσεως του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του και του 941/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο επιβλήθηκε στον παραπάνω εγγύηση 5.000 ευρώ.
V. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αξιόποινων αυτών πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντα στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ., 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 εδ. β και 386 παρ. 1, 3α του ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της πιο πάνω αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία.
VΙ. Οι διατυπούμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις ότι και με αυτά που δέχτηκε το συμβούλιο ότι αποδείχθηκαν, "δεν τελείται κανένα από τα άνω αδικήματα, διότι η επίτευξη σύμβασης δανείου δεν αποτελεί ποινικά άδικη πράξη, αλλά νόμιμη σύμβαση, που, εφόσον είναι έγκυρη, παράγει πλήρως τις συνέπειες της", εφόσον δι' αυτών υπονοείται ότι ο αναιρεσείων προκειμένου να επιτύχει τη σύναψη των πιο πάνω συμβάσεων ηδύνατο να προβεί στην περιγραφόμενη στο σκεπτικό του βουλεύματος συμπεριφορά (νόθευση και χρήση πλαστών εγγράφων, εξαπάτηση των τραπεζικών υπαλλήλων κλπ) και το αξιόποινο ή όχι της συμπεριφοράς αυτής εξαρτάται από το κατά πόσο είναι έγκυρη ή όχι η επιδιωκόμενη σύμβαση, σαφώς και δεν στηρίζονται οι αιτιάσεις αυτές στο νόμο. Οι περαιτέρω διατυπούμενες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι "το δηλούμενο ύψος του εισοδήματος προηγουμένων ετών δεν αποτελεί πράξη ικανή σε παραπλάνηση για σύναψη δανείου", απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου, κατά την οποία, αν ο αναιρεσείων "εμφάνιζε την πραγματική του οικονομική κατάσταση, η οποία απεικονιζόταν στα κατεχόμενα γνήσια εκκαθαριστικά σημειώματα, δεν θα ήταν δυνατή η χορήγηση των εγκριθέντων τελικά δανείων και της προαναφερομένης πιστωτικής κάρτας". Άλλωστε οι αιτιάσεις αυτές είναι και αβάσιμες, αφού το ύψος των δανείων που χορηγούν οι Τράπεζες, εξαρτάται (όπως, άλλωστε δέχεται και το προσβαλλόμενο βούλευμα) και από το ύψος των εισοδημάτων του δανειολήπτη, και για το λόγο αυτό οι Τράπεζες ζητούν, μεταξύ των απαραίτητων δικαιολογητικών για τη χορήγηση του δανείου και την προσκόμιση και των εγγράφων στην πλαστογράφηση των οποίων προέβη ο αναιρεσείων. Είναι δε αδιάφορο, για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων για τα οποία παραπέμπεται να δικασθεί ο αναιρεσείων, αν, για την εγκυρότητα της συμβάσεως του δανείου, απαιτείται, κατά νόμο, η χρήση των εγγράφων αυτών. Επομένως, οι διαλαμβανόμενοι (στα με στοιχεία 1, 2, 3 και 4 της αιτήσεως), από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ και ε του ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ποινικών διατάξεων, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, καθώς και διότι, όπως ο αναιρεσείων αναφέρει, το προσβαλλόμενο βούλευμα "δεν περιέλαβε σαφείς και ειδικές παραδοχές ότι οι συμβάσεις των δανείων και της πιστώσεως καταρτίστηκαν έγκυρα και ότι τα ποσά των δανείων καταβλήθηκαν από το δανειστή", και διότι "δεν περιλήφθησαν παραδοχές ότι, κατά νόμο, απαιτούνταν η υποβολή εκκαθαριστικού σημειώματος ως αναγκαίου στοιχείου για τη λήψη δανείου ή πιστωτικής κάρτας κλπ, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Επίσης απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, είναι και οι διατυπούμενοι στην αίτηση (με στοιχείο 5), από τις αυτές διατάξεις του ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, με τις αιτιάσεις ότι, "δεν υπάρχει σαφής και ειδική παραδοχή ότι τα φερόμενα ως νοθευμένα χρησιμοποιήθηκαν υπό την έννοια που ορίζει ο νόμος", αφού με πληρότητα και σαφήνεια περιέχονται σχετικές παραδοχές στο προσβαλλόμενο βούλευμα.
VII. Περαιτέρω, με την λεπτομερώς περιγραφόμενη στο σκεπτικό του βουλεύματος συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατά την οποία αυτός κατ' επανάληψη διαπράττει απάτες και πλαστογραφίες, συμπεριφορά η οποία, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, είχε σκοπό τον βιοπορισμό αυτού, με πληρότητα αιτιολογεί την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τελέσεως των πιο πάνω αδικημάτων από τον αναιρεσείοντα, όπου, το σκοπούμενο συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία, υπερβαίνουν συνολικά τα 15.000 ευρώ, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας και η αναφορά των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του (δηλαδή μνεία των υπαλλήλων με τους οποίους αυτός συναλλάχθηκε, "του τρόπου προσέγγισης και των λοιπών αναγκαίων στοιχείων", "αν κατέστησαν ληξιπρόθεσμα (τα δάνεια), αν πληρώνονται κανονικά οι δόσεις τους, αν τηρήθηκαν οι όροι τους, ή αν καταγγέλθηκαν", αν εκδόθηκε και αν χρησιμοποιήθηκε η πιστωτική κάρτα κλπ), ενώ, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, στο σκεπτικό του βουλεύματος διαλαμβάνονται τα καταστήματα των τραπεζών με τις οποίες αυτός συναλλάχθηκε, οι συμβάσεις που κατάρτισε, το ύψος των δανείων που χορηγήθηκαν κλπ, χωρίς να απαιτείται, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο του εγκλήματος της απάτης, όσο και της πλαστογραφίας, να επήλθε τελικά το επιδιωκόμενο από τον αναιρεσείοντα κέρδος ή ζημία, και, συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η σχετική αναφορά. Εξάλλου, ορθώς το Συμβούλιο Εφετών εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 386 παρ. 1 του ΠΚ και δέχτηκε ότι δεν απορροφάται η απάτη από την πλαστογραφία, αλλά ότι συρρέουν αληθινά μεταξύ τους, λόγω της ετερότητας των προσβαλλόμενων με τα εγκλήματα αυτά εννόμων αγαθών, της ετερότητας, δηλαδή του νομικού αντικειμένου των εγκλημάτων αυτών και διότι το καθένα από τα εγκλήματα αυτά είναι αυτοτελές και συγκροτείται η αντικειμενική του υπόσταση από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ενώ η αντικειμενική υπόσταση εκάστου δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως ή επιβαρυντική περίσταση του άλλου, ούτε το αναγκαίο μέσο για την τέλεσή του. Επίσης, τα όσα αναφέρει στην αίτησή του ο αναιρεσείων σχετικά με το ότι "δεν λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιμέρους ποσών της κάθε μιας μερικότερης πράξης, αφού η εξακολουθητική συμπεριφορά δεν αναιρεί την αυτοτέλεια κάθε μιας πράξης", δεν στηρίζονται στο νόμο, σύμφωνα και με όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω (παρ. ΙΙΙ), ενώ αιτιολογημένα απέρριψε το Συμβούλιο Εφετών το αίτημα του αναιρεσείοντος για τη διενέργεια περαιτέρω ανάκρισης για να διευκρινισθούν ζητήματα που δεν σχετίζονται με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων για τα οποία αυτός παραπέμπεται (αν καταβλήθηκαν τα ποσά των δανείων κλπ). Επομένως και οι διαλαμβανόμενοι στην αίτηση, με στοιχεία 6-10, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ και ε του ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ποινικών διατάξεων, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος (όπως, ότι "κανείς απ' τους εξετασθέντες ως μάρτυρες κατηγορίας δεν κατέθεσε ότι μου εκχωρήθηκαν τα δανεικά", ότι το Συμβούλιο Εφετών, "εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι προέκυψαν από τη διαδικασία", κλπ), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ομοίως απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, είναι και ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τις αιτιάσεις ότι "κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν έκανε δεκτό (το Συμβούλιο Εφετών), ότι, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να παύσουν οι περιοριστικοί όροι που τέθηκαν, αφού δεν συντρέχει καμία προϋπόθεση τους", καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 463 εδ. α', 482 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 286 και 291 του ίδιου Κώδικα ΚΠΔ, δεν υπόκειται σε αναίρεση το βούλευμα, κατά τις πιο πάνω διατάξεις του.
VIII. Mετά ταύτα, και την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 1/16-1-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του 1345/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, καθώς και το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον αυτού του Συμβουλίου. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2009.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή