Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 625 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Ένδικο μέσο, Προτάσεις.




Περίληψη:
Για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται να είχε προταθεί νόμιμα ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο ακροατήριο επίκληση της πρότασης αυτής. Ο λόγος από τον αριθμό 11 παρά του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατά το άρθρο 562 παρ. 3 ίδιου Κώδικα, δεν ιδρύεται, αν το αποδεικτικό μέσο το έχει επικαλεστεί και το έχει προσκομίσει ο ίδιος ο αναιρεσείων.




Αριθμός 625/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Μ. Β. του Α., συζ. Π. Χ., κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμου της Χ. Β., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της Χαρίκλεια Ανδρεάτου Λαμπροπούλου.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25/9/2002 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 340/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 78/2010 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/11/2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 13/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξουσία της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ.α' και γ', 568 παρ.4 και 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή, διαδίκου.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την έκθεση επίδοσης 977Β/20.12.2011 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., στην οποία προσαρτώνται η από 20.12.2011 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η από 21.12.2011 βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ.4 γ' ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξούσιας δικηγόρου της αναιρεσείουσας, Χαράς Ανδρεάτου - Λαμπροπούλου που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 22.2.2012 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα της αναιρεσείουσας λόγω αποχής της δικηγόρου της - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη νέα μετ'αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία της, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ.2 εδ.α' και γ'ΚΠολΔ).
ΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Μετά από οριστική διανομή του έτους 1934, που κυρώθηκε με το από 10-9-1937 Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο Α/380/28-9-1937 ΦΕΚ, παραχωρήθηκε στο Θ. Β. του Ν. [πάππο της ενάγουσας και αδελφό της αρχικής εναγομένης Χ. συζ. Α. Β.], δυνάμει του υπ' αριθμ. 1020/19-6-1975 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, που είχε νόμιμα μεταγραφεί, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας στον τόμο ... και ά.α. 61, ως οικογενειακός οικοπεδικός κλήρος, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, το με αρ. 315 οικόπεδο, επιφάνειας 276 Μ2, με την εντός αυτού ευρισκόμενη παλαιά ισόγεια οικία, εμβαδού 25 Μ2, το οποίο βρίσκεται στο 75 οικοδομικό τετράγωνο του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Νέου Πύργου Ευβοίας και το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 30,25 μ. με το υπ' αριθ. 313 τεμάχιο, ανατολικά με πλευρά μήκους 11,20 μ., με αδιάνοικτο δημοτικό δρόμο, νότια με πλευρά μήκους 28,90 μ., με το υπ' αριθ. 316 τεμάχιο ιδιοκτησίας του ιδίου και δυτικά με πλευρά, μήκους 8,20 μ. με ανώνυμη δημοτική οδό. Με το υπ' αριθ. 1093/19-6-1975 παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας, που είχε μεταγραφεί νόμιμα την 1-8-1985 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας σε τόμο ... και ά.α. 62, παραχωρήθηκε επίσης στο Θ. Β. του Ν., ένα οικόπεδο, επιφανείας 353 Μ2, με αριθ. τεμαχίου 316, με την εντός αυτού παλαιά ισόγεια οικία, επιφάνειας 30 Μ2, το οποίο βρίσκεται στο 75 οικοδομικό τετράγωνο του εγκεκριμένου σχεδίου του ...υ Ευβοίας και το οποίο συνορεύει βόρεια, με πλευρά μήκους 28,90 μ, με το υπ' αριθ. 315 ήδη προαναφερθέν τεμάχιο, ανατολικά με πλευρά μήκους 11 μ. με αδιάνοικτο δημοτικό δρόμο, νότια με πλευρά μήκους 27,50 μ. με ανώνυμη δημοτική οδό και δυτικά με πλευρά μήκους 13,60 μ., με άλλη ανώνυμη δημοτική οδό. Στα ανωτέρω παραχωρηθέντα ακίνητα εγκαταστάθηκαν οι κληρούχοι αυτών, ήτοι στο πρώτο από αυτά τόσο ο Θ. Β., όσο και η αδελφή του [αρχική εναγομένη] Χ. Β., το γένος Ν. Β., κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, αφού με το ίδιο προαναφερθέν παραχωρητήριο κατέστη και αυτή κληρούχος του πρώτου ακινήτου, κατά το ανωτέρω ποσοστό, στο δε δεύτερο από αυτά αποκλειστικά ο Θ. Β.. Ειδικότερα, εγκαταστάθηκαν άμεσα στους κλήρους αυτούς, από το χρόνο της προσωρινής διανομής τους, ήτοι πριν από τη μεταγραφή των οικείων παραχωρητηρίων, θεωρούμενοι κατά πλάσμα του νόμου καλόπιστοι νομείς αυτών, έως τις 23-5-1968, οπότε άρχισε να ισχύει ο ΑΝ 431/1968, απέκτησαν δε στη συνέχεια και την κυριότητα τους από τη μεταγραφή των προαναφερθέντων παραχωρητηρίων. Ο Θ. Β. εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργαζόταν ως πωλητής στις λαϊκές αγορές, ενώ παράλληλα διατηρούσε στην οδό ... στο ... ταβέρνα-ψησταριά, ασκώντας όμως την εξουσία του επί των προαναφερθέντων ακινήτων του, τα καλοκαίρια μετέβαινε πάντοτε για διακοπές με την οικογένεια του στο ... και διέμενε στις παλαιές προσφυγικές οικίες του. Μάλιστα, κατά καιρούς φιλοξενούσε και φιλικές του οικογένειες, όπως μεταξύ των ετών 1975 έως 1992 την οικογένεια του Κ. Μ.. Όπως προκύπτει περαιτέρω από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, στις οικίες αυτές μετέβαινε για διακοπές, από την ... όπου διέμενε από το έτος 1970 και η αδελφή του Χ. [αρχικώς εναγομένη] με την οικογένεια της. Το γεγονός ότι η τελευταία διέμενε στην ... και συγκεκριμένα στα ..., στην οδό ..., προκύπτει με βεβαιότητα από το με α.π, 23033/14-12-2004 έγγραφο της ΣΤ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών, τη δήλωση στοιχείων ακινήτων του συζύγου της Α. Β. προς την Ζ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών, έτους 1997, αλλά και τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας. Έτσι, ο ισχυρισμός της αρχικώς εναγομένης ότι αγόρασε άτυπα από τον αδελφό της το έτος 1950 τα δύο επίδικα ακίνητα και έκτοτε διέμενε εκεί μόνιμα με την οικογένεια της, χωρίς ποτέ ο αδελφός της να εναντιωθεί γι' αυτό, δεν κρίνεται βάσιμος. Εξάλλου, από την υπ' α. π. 4480/22.12.2004 βεβαίωση του Δήμου Ωρεών προκύπτει, ότι το οικόπεδο 315 που βρίσκεται στο Ο.Τ. 75 στο Δ.Δ. ...υ, υδροδοτήθηκε από το έτος 1999, με αρ. υδρομέτρου ... στο όνομα του Α. Β. και όχι πριν από 40 έτη, όπως αναληθώς αναφέρεται στη με α.π. 3130/3-9-2003 βεβαίωση του ίδιου Δήμου, ενώ παράλληλα, από τη με α.π. .../22-12-04 βεβαίωση αυτού [Δ. Ωρεών] προκύπτει, ότι το με αρ. 316 οικόπεδο του Ο.Τ. 75 δεν έχει παροχή ύδρευσης έως σήμερα. Τα ανωτέρω ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι η αρχικώς εναγομένη με την οικογένεια της ήταν μονίμως εγκατεστημένη στην Αθήνα και όχι στα εν λόγω προσφυγικά ακίνητα, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε αυτή πρωτοδίκως. Η προσκομισθείσα δε από αυτήν δήλωση ακινήτων της 1-1-1997, προς την Ζ1 Δ.Ο.Υ. Αθηνών, όπου δηλώνονται τα επίδικα ακίνητα ως ιδιόκτητα για πρώτη φορά, ενισχύει περαιτέρω την κρίση του Δικαστηρίου για την αβασιμότητα του ισχυρισμού της, αφού τα προγενέστερα έτη και όσο ζούσε ο αδελφός της δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριότητα του επ' αυτών. Πέραν των ανωτέρω, λόγω της υφιστάμενης κοινωνίας των αρχικών κληρούχων επί του υπ' αρ. 315 οικοπεδικού κλήρου, ακόμα και αν η αρχικώς εναγομένη, συγκυρία αυτού κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, είχε ασκήσει για κάποιο χρονικό διάστημα πράξεις νομής επί ολοκλήρου του ακινήτου, λογίζεται ότι νεμήθηκε το κοινό ακίνητο στο όνομα και του επίσης συγκυρίου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου αδελφού της, εφόσον δεν είχε εκδηλώσει την απόφασή της να νέμεται ολόκληρο το ακίνητο αποκλειστικά για λογαριασμό της. Ο ισχυρισμός της ότι τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείτο στην περίπτωση της, επειδή είχε προηγηθεί άτυπη μεταβίβαση του ιδανικού μεριδίου του αδελφού της προς αυτήν δεν κρίνεται βάσιμος, αφού αναιρείται πλήρως από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, και η επικαλούμενη από τους εφεσίβλητους από 19-8-1963 σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας για ακίνητο τους [μη προσδιοριζόμενο] στο ..., ακόμα και αν αφορούσε το εξ αδιαιρέτου επίδικο ακίνητο των αρχικών κληρούχων, δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, αφού η εν λόγω προσφυγική κατοικία, όσο και η ευρισκόμενη εντός του ετέρου επιδίκου επίσης παλαιά ισόγεια - οικία, εχρησιμοποιείτο για τις ανάγκες και των δύο οικογενειών κατά την περίοδο των θερινών διακοπών τους. Μάλιστα, για τις ανάγκες, αλλά και για τη διευκόλυνση τους, είχαν καθαιρέσει τμήμα της μεσοτοιχίας των δύο παλαιών κατοικιών, προκειμένου να επικοινωνούν μεταξύ τους, αφού συνήθως συγκεντρώνονταν σ' αυτές όλοι μαζί τα καλοκαίρια. Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ότι από το υπ' α.π. 0944/1993 υπηρεσιακό σημείωμα της τότε Κοινότητας Ωρεών, προκύπτει ότι η μητέρα της ενάγουσας Α. Β. του Θ., κατέβαλε ως Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, για αγροτεμάχιο της στο ... ποσό 20.120 δρχ. Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι ο αρχικός κληρούχος είχε άτυπα μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στην ήδη αποβιώσασα αδελφή του, από το έτος 1950, χωρίς όμως να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, λόγω της αδυναμίας μεταβιβάσεως των κλήρων έως την 23-5-1968, οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν 431/1968, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού εάν πράγματι ο Θ. Β. είχε την πρόθεση να τα μεταβιβάσει στην αδελφή του, όπως ισχυρίζεται αυτή, αφενός μεν είχε τη δυνατότητα, να δηλώσει εξαρχής, ήτοι από το έτος 1975 να γίνει η παραχώρηση στο όνομα της, οπότε και τα 1020/19-6-75 και 1093/19-6-75 παραχωρητήρια θα μεταγράφονταν με μόνη αυτήν κληρούχο, αφετέρου, θα μπορούσε να προβεί στη σύνταξη προσυμφώνου, όπως έγινε στην περίπτωση της μεταβίβασης άλλου ακινήτου αυτών, εκτάσεως επτά στρεμμάτων, από το Θ. Β. προς τον Φ. Ι. Γ. [βλ. .../1-10-1955 προσύμφωνο του συμβ/φου Ιστιαίας Νικολάου Ι. Παπαγιωτόπουλου]. Ως εκ τούτου ελέγχονται ως αναληθή όσα αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της εναγομένης και ειδικότερα ότι από το 1951 αυτή συνένωσε τις δύο παλαιές προσφυγικές οικίες και έκτοτε κατοικούσε μονίμως σ' αυτές με την οικογένεια της, καθώς και ότι ουδέποτε μετέβη στα επίδικα ο Θ. Β.. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν έλαβε χώρα η επικαλούμενη μεταβίβαση των άνω κληροτεμαχίων από τον Θ. Β. στην αρχική εναγόμενη αδελφή του ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Θ. Β. από το έτος 1982 έως το έτος 1994, ένα έτος δηλαδή πριν από το θάνατο του, δήλωνε ανελλιπώς προς τη Δ.Ο.Υ. Περιστερίου τα επίδικα ακίνητα ως δευτερεύουσα εξοχική κατοικία του, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε εάν είχε λάβει χώρα η ως άνω μεταβίβαση. Από τα ανωτέρω δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο, ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν κατά τα ανωτέρω ποσοστά στον αποβιώσαντα στις 30-3-1995 αρχικό κληρούχο Θ. Β., τα οποία αυτός νεμόταν κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, ήτοι με συνεχείς επισκέψεις και τη διαμονή του με την οικογένεια του, κατά τις θερινές διακοπές, επιβλέποντας αυτά και δηλώνοντας τα ως περιουσιακό στοιχείο του στις δηλώσεις προς την Οικονομική Εφορία. Μετά το θάνατο του τελευταίου, η θυγατέρα του Α. συζ. Θ. Κ., αποδέχθηκε την κληρονομιά του με την υπ' αριθμ. .../10-6-1995 δήλωση της συμβολαιογράφου Περιστερίου Σταυρούλας Μογιάκη-Φουτρούνη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας. Μάλιστα η τελευταία πλήρωσε τους αναλογούντες φόρους κληρονομιάς [βλ. σχετ. από 30-3-2003 έκθεση ελέγχου, την υπ' αρ. 157/2003 πράξη προσδιορισμού φόρου κληρονομιάς και την υπ' αρ. 68/2003 πράξη επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. Περιστερίου] και δήλωσε αυτά στην κοινή με το σύζυγο της δήλωση στοιχείων ακινήτων προς την Α' Δ.Ο.Υ. Περιστερίου. Εν συνεχεία η Α. Κ. - Β. μεταβίβασε στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα θυγατέρα της, δυνάμει του .../30-12-1999 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Περιστερίου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, τα επίδικα ακίνητα, τα οποία αυτή συμπεριέλαβε έκτοτε στις δηλώσεις της προς την ίδια ως άνω Δ.Ο.Υ. Περιστερίου. Το έτος 2000 όμως, η αρχική εναγομένη, εκμεταλλευόμενη τη σοβαρότατη ασθένεια της ενάγουσας, θυγατέρας της ανιψιάς της, εξαιτίας της οποίας αυτή χειρουργήθηκε στη Γερμανία το έτος 1996 και λόγω των επανειλημμένων υποχρεωτικών μεταβάσεων της εκεί, ήταν αδύνατη προσωρινά η επίσκεψή της στα επίδικα ακίνητα και η χρήση αυτών, συνένωσε τις παλαιές προσφυγικές οικίες και κατασκεύασε αυθαίρετα, επί πλέον δωμάτια και ημιυπαίθριους χώρους [βλ. από 8-8-2002 σχετική έκθεση αυτοψίας του Πολεοδομικού γραφείου Ιστιαίας]. Όταν η ενάγουσα το πληροφορήθηκε, αντέδρασε άμεσα αποστέλλοντας προς αυτήν την από 9-7-2002 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία της, ζητώντας την απομάκρυνση της από τα επίδικα ακίνητα, ενέργεια στην οποία βεβαίως αυτή δεν προέβη. Αντίθετα, με την από 19-8-2002 εξώδικη επίσης απάντηση της, ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά ότι τα εν λόγω ακίνητα μεταβιβάσθηκαν ατύπως προς αυτήν από τον αδελφό της και πάππο της ενάγουσας.
Με βάση τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι ουδέποτε η αρχικώς εναγομένη Χ. Α.Β., έγινε κυρία των επίδικων ακινήτων καθοιονδήποτε τρόπο, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε- ως βάσιμη κατ' ουσίαν η ένσταση της περί χρησικτησίας. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή νεμόταν τα ακίνητα αυτά επί εικοσαετία και μάλιστα από 23-5-1968 και εφεξής, αλλά προέβαινε στη χρήση των ανωτέρω παλαιών προσφυγικών κατοικιών με τη συναίνεση και ανοχή του Θ. Β., λόγω της συγγενικής τους σχέσης. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτά παρέμειναν στην αποκλειστική κυριότητα του αδελφού της Θ. Β., έως και το θάνατο του και εν συνεχεία περιήλθαν στην εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, άμεση δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Α. Κ.-Β.".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι η ενάγουσα είναι συγκύρια κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του με αριθμό 315 επίδικου οικοπέδου και αποκλειστική κυρία του με αριθμό 316 επίδικου επίσης οικοπέδου και ότι τη συγκυριότητα και αποκλειστική κυριότητα, αντίστοιχα, αυτών απέκτησε με τον επικαλούμενο στις ένδικες αγωγές - με αριθμό κατάθεσης 578/2.10.2002 διεκδικητική και με αριθμό κατάθεσης 577/2.10.2002 αναγνωριστική κυριότητας - παράγωγο τρόπο, ήτοι με γονική παροχή της μητέρας της προς αυτήν δυνάμει του προεκτιθέμενου (.../30.12.1999) συμβολαίου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί (άρθρα 1033, 1192 αρ.1, 1198 και 1509 ΑΚ), ακολούθως δε δέχτηκε την έφεση της ενάγουσας κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και αφού κράτησε και δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση δέχτηκε τις ένδικες ως άνω αγωγές ως βάσιμες και κατ' ουσίαν. Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού περιέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσο καθ' όσον αφορά την παραδοχή των αγωγών, όσο και καθ' όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ που αναφέρθηκαν. Ειδικότερα, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι συγκύριος και αποκλειστικός κύριος, αντίστοιχα, των επίδικων οικοπέδων είχε καταστεί δυνάμει των 1020/19.6.1975 και 1093/19.6.1975 παραχωρητηρίων, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας - παππούς της - Θ. Β. και ότι μετά το θάνατο αυτού τη συγκυριότητα και αποκλειστική κυριότητα, αντίστοιχα, των επίδικων οικοπέδων απέκτησε από κληρονομία του, η θυγατέρα του Α. Θ. Κ. - μητέρα της ενάγουσας - εφόσον αποδέχτηκε την κληρονομία και μετέγραψε την περί αποδοχής της κληρονομίας αυτής προεκτιθέμενη - .../10.6.1995 - συμβολαιογραφική πράξη, ακολούθως δε η ενάγουσα δυνάμει του πιο πάνω (.../30.12.1999) συμβολαίου γονικής παροχής, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, και ότι τα επίδικα οικόπεδα νέμονταν με διάνοια συγκυρίου και αποκλειστικού κυρίου, αντίστοιχα, ο Θ. Β. από την απόκτησή τους και έκτοτε συνεχώς μέχρι το θάνατό του στις 30.3.1995, μετά δε το θάνατό του η προαναφερόμενη θυγατέρα του και στη συνέχεια η ενάγουσα συνεχώς μέχρι το έτος 2000 που η αρχική εναγομένη, Χ. συζ.Α. Β. "συνένωσε τις παλαιές προσφυγικές οικίες και κατασκεύασε αυθαίρετα (στα επίδικα) επί πλέον δωμάτια και ημιυπαίθριους χώρους" και ισχυρίστηκε για πρώτη φορά με την προεκτιθέμενη "από 19-8-2002 εξώδικη απάντησή της" ότι της είχαν μεταβιβασθεί ατύπως "από τον αδελφό της και πάππο της ενάγουσας". Επίσης, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι, μετά την εγκατάστασή τους στα επίδικα, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) Θ. Β. και η αρχική εναγόμενη Χ. Β. έζησαν και οι δυο τους στην περιοχή των ... και μάλιστα ότι ο Θ. Β. δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην ..., αλλά ότι συνέχισαν να νέμονται - ως άνω - τα επίδικα και ότι μετέβαιναν σ' αυτά τους θερινούς μήνες. Δέχτηκε, άλλωστε, με σαφήνεια το Εφετείο, ότι οι προαναφερόμενοι απέκτησαν - ως άνω - τη νομή στα επίδικα και συνεπώς με την εγκατάστασή τους σ' αυτά η νομή τους αυτή διατηρήθηκε, έστω και αν δεν διατελούσαν συνεχώς σε σωματική επαφή με αυτά - επίδικα - ή δεν ήσαν σε συνεχή εγρήγορση και δεν είχαν διαρκώς στραμμένη τη διάνοια κυρίου προς αυτά, δεδομένου ότι αρκούσε το ότι είχαν την εποπτεία τους και μπορούσαν να ασκήσουν τη φυσική εξουσία σ' αυτά κάθε στιγμή (ΑΠ 184/2006). Τέλος - το Εφετείο - δέχτηκε με σαφήνεια, ότι οι διάδικοι "είχαν καθαιρέσει τμήμα της μεσοτοιχίας των δύο παλαιών οικιών, προκειμένου να επικοινωνούν μεταξύ τους κατά την περίοδο των θερινών διακοπών τα καλοκαίρια (που) συγκεντρώνονταν όλοι μαζί" και ότι "το έτος 2000 ... η αρχική εναγομένη, εκμεταλευόμενη τη σοβαρότατη ασθένεια της ενάγουσας ... συνένωσε τις παλαιές προσφυγικές οικίες και κατασκεύασε επί πλέον δωμάτια και ημιυπαίθριους χώρους", ενεργώντας έκτοτε στα επίδικα με διάνοια αποκλειστικής κυρίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται να είχε προταθεί νόμιμα ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της πρότασης αυτής (Ολ.ΑΠ 16/2000). Επομένως, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντα, που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και, έτσι, δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της προβολής αυτής.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τις ενστάσεις περί παραγραφής (ΑΚ 249) και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΚ 281), τις οποίες η αρχική εναγομένη είχε προτείνει νόμιμα με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η ήδη αναιρεσείουσα, η οποία είχε υπεισέλθει στη θέση της και συνέχισε τη δίκη ως εκ διαθήκης κληρονόμος της, τις είχε επαναφέρει σ' αυτό - Εφετείο - με τις προτάσεις της τής συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή εκτίμηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, κατά της 340/2004 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας), το οποίο απέρριψε τις ένδικες αγωγές "ως αβάσιμες κατ' ουσία, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας της εναγομένης" η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση, την οποία το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν, χωρίς να ερευνήσει τις ως άνω ενστάσεις, διότι - όπως δέχτηκε - δεν είχαν επαναφερθεί νομίμως ενώπιόν του. Πράγματι, η ήδη αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από τις - από 3 Νοεμβρίου 2009 - προτάσεις της τής συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επανέφερε νομίμως τις εν λόγω ενστάσεις στο Εφετείο, γι' αυτό και ο εξεταζόμενος αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
IV. Κατά το άρθρο 559 αριθ.11 περ.α' του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Κατά δε το άρθρο 270 παρ.2 εδ.3 και 4, 5 εδ.1 και 7 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 28 του ν.3994/2011 και έχει στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογή κατ' άρθρο 73 του ίδιου ν.3994/2011, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες (παρ.2 εδ.3 και 4). Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο (παρ.5 εδ.1). Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο (εδ.7). Τέλος, κατά το άρθρο 562 παρ.3 του ΚΠολΔ, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομα του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη (Ολ.ΑΠ 27/2003). Έτσι, ο λόγος από τον αριθμό 11 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται, αν το αποδεικτικό μέσο το έχει επικαλεστεί και το έχει προσκομίσει ο ίδιος ο αναιρεσείων.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, στο οποίο στήριξε την κρίση του για την ουσιαστική βασιμότητα των ένδικων - από 25.9.2002 - αγωγών της αναιρεσίβλητης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και τις με αριθμούς ..., ..., .../29.10.2009 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Περιστερίου Σταυρούλας Μυγιάκη - Φουρτούνη, καθώς και τις με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., .../22.9.2003 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Ιστιαίας Κυριακής Μαύρης - Γεωργοπούλου, ήτοι πέραν των τριών (3) ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο μέρος, οι οποίες ήταν ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο. Όμως, όπως δέχτηκε το Εφετείο και προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεων της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση - από 30.10.2009 της αναιρεσίβλητης και από 3.11.2009 της αναιρεσείουσας -, τις τρεις (3) πρώτες ένορκες βεβαιώσεις προσκόμισε με επίκλησή τους ενώπιον του η αναιρεσίβλητη και τις υπόλοιπες έξι (6) η αναιρεσείουσα. Αυτό σημαίνει, ότι τις πέραν των τριών (3) ένορκες βεβαιώσεις για κάθε διάδικο μέρος προσκόμισε με επίκληση η αναιρεσείουσα, η οποία και καταμαρτυρεί ότι αποτελούσαν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και αιτιάται το Εφετείο που τις έλαβε υπόψη. Γι' αυτό ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας, η οποία ηττάται, δεν επιδικάζονται, προεχόντως, ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης αναιρεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.11.2010 αίτηση της Μ. Β. του Α. και της Χ. συζ. Π. Χ. για αναίρεση της 78/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή