Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για κακουργηματική υπεξαίρεση. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την ιδιότητα του εντολοδόχου ξένης περιουσίας. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 1800 / 2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέα Αικατερίνης Φωτοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.91/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών,
με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ψ1 και 2. Ψ2 συζ. Ψ1, κατοίκων πόλεως .... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 273/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή, με αριθμό 186/18.05.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την υπ' αριθμ. 29/22-2-2010 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ.91/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα ακόλουθα :Με αφορμή την από 25-8-2007 κοινή έγκληση των Ψ1 και Ψ2 συζύγου Ψ1, κατοίκων της πόλεως ... της πολιτείας ..., ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος Χ, κατοίκου ... για υπεξαίρεση αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ, από διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρο 375§§ 1 , 2 Π.Κ, όπως η παρ. 2 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν 2721/1999 ). Μετά το πέρας της διενεργηθείσης επί της υποθέσεως κυρίας ανακρίσεως, εκδόθηκε το υπ' αριθμ.671/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, άσκησε αυτός νομοτύπως και εμπροθέσμως έφεση, με την οποία ζητούσε την εξαφάνισή του, γιατί όπως εξέθετε σ' αυτήν, εσφαλμένα το Συμβούλιο εκτίμησε τις αποδείξεις και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο . Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 91/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο η έφεση αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικυρώθηκε το πρωτοβάθμιο βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τρέφεται πλέον ο κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη υπ' αριθμ. 29/2010 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση την 10-2-2010 και τον αντίκλητο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σίνο την 18-2-2010, η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως την 22-10-2010, ημέρα Δευτέρα. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών από τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Σίνο , δυνάμει του υπ' αριθμ. ... ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευανθίας Μαρκουλάκου - Λεμονή το οποίο και προσκομίστηκε κατά την άσκηση (άρθρο 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ), συντάχθηκε δε γι' αυτήν η υπ' αριθμ. 20/22-2-2010 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι άσκησής της (άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ) και ειδικότερα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας(άρθρο 484παρ.1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ). Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και, ακολούθως να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδαφ. α Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει ) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται :α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας(Α.Π 1051/2007 Ποιν Χρον. ΝΗ 323, Α.Π 1975/2007 Ποιν Χρον. ΝΗ 712) . β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος. Η ιδιοποίηση συντελείται με την όχληση του κυρίου και την άρνηση απόδοσης του πράγματος από τον δράστη, έστω και αν το υπεξαιρούμενο ποσό είχε σχηματισθεί ύστερα από παλαιότερες τμηματικές εισπράξεις (Α.Π 220 /2004 Ποιν Λογ. 2004 . 2684. Α.Π 2381/2004 Ποιν. Λογ. 2004. 2870). δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα την συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος (Α.Π 1167/2006 Ποιν Χρον. ΝΖ.428). Περαιτέρω, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 375 Π.Κ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1§9 Ν 2408/1996, ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών " αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας". Επομένως, για την θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 375, απαιτείται, αφ' ενός μεν το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και αφ' ετέρου να συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου καταστάσεις ή ιδιότητες του υπαιτίου, μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, και με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να την έλκει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής (ΑΠ 68/2001, Ποιν. Χρον. ΝΑ. 942). Εντολοδόχος εξάλλου είναι αυτός που έχει συνάψει σύμβαση εντολής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 και επόμενα του Α.Κ, ο οποίος δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλομένων σε αυτόν προς εκτέλεση της εντολής χρημάτων και υποχρεούται να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 719 και 721 A.K (Συμβ. A.Π 1882/2006). Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (Συμβ. A.Π 1193/2007 ). Εξάλλου με το εδάφιο α του άρθρου 14§3 Ν 2721/1999 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 375 του Π.Κ, σύμφωνα με το οποίο, αν η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων 25.000.000 δραχμών (ή 73.000 ευρώ, όπως με το άρθρο 5 του Ν 2943/2001 καθορίστηκε η επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων αυτών), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ενώ με το εδάφιο β του αυτού ως άνω άρθρου 14§3 του Ν 2721/1999, προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 του Π.Κ, σύμφωνα με το οποίο, αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατομμύρια 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας : α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά , το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων , η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων , καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας( Α.Π 544/2005 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ 19) β) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, όταν το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (Α.Π 286/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 819, Α.Π 345/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 829). Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης , που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ . β του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία του κατηγορούμενου και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο Ψ1 και η σύζυγός του Ψ2, μόνιμοι κάτοικοι της πόλεως ... της πολιτείας του ...ς, ασχολούνταν επαγγελματικά με τον εξωραϊσμό και την βαφή κτιρίων στην ..., αναλαμβάνοντας εργολαβικώς τις σχετικές εργασίες. Τον Απρίλιο του έτους 2006 και ενόψει της σχεδιαζόμενης μετεγκατάστασής τους στην Ελλάδα, γνωρίστηκαν, μέσω του κοινού τους γνωστού Π, με τον Χ, κάτοικο ..., ο οποίος διατηρούσε μάνδρα με οικοδομικά υλικά. Επιθυμούντες να συνεχίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα και στην γενέθλια Χώρα, είχαν ήδη αρχίσει κατά τον χρόνο αυτό τις διαπραγματεύσεις με Αμερικανικούς οίκους παρασκευής χρωμάτων, προκειμένου να συνάψουν συμφωνίες αποκλειστικής αντιπροσώπευσης αυτών στην Ελλάδα. Μετά την γνωριμία τους με τον Χ , ο τελευταίος τους πρότεινε να συνεργασθούν στον τομέα των εργασιών που αποτελούσαν το αντικείμενο της ενασχόλησής τους, καθώς επίσης και στην αντιπροσώπευση εταιρειών κατασκευής χρωμάτων. Στα πλαίσια των επαφών τους αυτών, τους πρότεινε να συμμετάσχουν με ποσοστό 20% ως μέτοχοι σε ανώνυμη εταιρεία η οποία επρόκειτο να συσταθεί, με αντικείμενο εργασιών της την ανέγερση οικοδομών και την αντιπροσώπευση εταιρειών παραγωγής χρωμάτων, καταβάλλοντας για την συμμετοχή τους αυτή το ποσό των 130.000 ευρώ. Μετά την πρόταση αυτή, την οποία το ζεύγος Ψ1-Ψ2 βρήκε ενδιαφέρουσα, πύκνωσαν οι μεταξύ τους συζητήσεις και επαφές, οι οποίες οδήγησαν στην επίτευξη σχετικής συμφωνίας. Στη συνέχεια και στα πλαίσια υλοποίησης της συμφωνίας αυτής, επειδή ο Ψ1 και η σύζυγός του Ψ2, δεν τηρούσαν λογαριασμό σε οποιαδήποτε Ελληνική τράπεζα, κατέθεσαν στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό που τηρούσε στην ALPHA BANK ο Π, το χρηματικό ποσό των 19.782,59 δολαρίων Η.Π.Α στις 15-5-2006 και το χρηματικό ποσό των 83.717,31 δολαρίων στις 16-5-2006, προκειμένου αυτός να μεταβιβάσει τα ποσά αυτά στον Χ, για να τα χρησιμοποιήσει ο τελευταίος για την σύσταση της ανώνυμης εταιρείας, κατά τα συμφωνηθέντα, καθώς επίσης και για την μίσθωση και τον εξοπλισμό γραφείου , για την εγκατάστασή της. Ο Π μεταβίβασε πράγματι το χρηματικό ποσό των 60.000 ευρώ στον Χτην 17-5-2006, με τραπεζική επιταγή της ALPHA BANK, προκειμένου το ποσό αυτό να χρησιμοποιηθεί ως μέρος της εισφοράς του ζεύγους Ψ1-Ψ2για την σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Έκτοτε συνεχίστηκαν οι τηλεφωνικές επαφές μεταξύ του ζεύγους Ψ1-Ψ2 και του Χ. Τον Αύγουστο του 2006 ο τελευταίος πρότεινε στον Ψ1 και την σύζυγό του να μη προβούν στην σύσταση νέας εταιρείας αλλά να αγοράσουν ήδη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρεία, με το αυτό αντικείμενο εργασιών , τους ζήτησε δε να του αποστείλουν και άλλα χρήματα , προκειμένου να προβεί στην εξαγορά αυτής. Ο Ψ1 και η σύζυγός του, όντες άνθρωποι καλής πίστεως και μη αμφιβάλλοντες για τις προθέσεις του μελλοντικού τους συνεταίρου, του κατέθεσαν πράγματι στις 5-9-2006 το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό που τηρούσε στην ALPHA BANK, ως ένα ακόμη μέρος της εισφοράς τους για την εξαγορά της ανώνυμης εταιρείας, το εναπομένον δε υπόλοιπο των 32.000 ευρώ συμφώνησαν να του το καταβάλλουν τις αμέσως επόμενες ημέρες, όταν θα έρχονταν στην Ελλάδα για να υπογράψουν τα σχετικά έγγραφα. Τον Νοέμβριο του 2006 οι εγκαλούντες Ψ1-Ψ2, ήλθαν τελικά στην Ελλάδα, πλην όμως διαπίστωσαν ότι ο Χ δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια για την σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή την εξαγορά ήδη λειτουργούσης ανώνυμης εταιρείας με το αυτό αντικείμενο εργασιών, όπως είχε υποχρέωση, δοθέντος ότι λειτουργούσε ως εντολοδόχος και διαχειριστής των χρημάτων που του είχαν αποστείλει. Μετά την διαπίστωση αυτή, του ζήτησαν να τους επιστρέψει τα παραπάνω χρηματικά ποσά των 60.000 και 30.000(σύνολο 90.000) ευρώ, που του είχαν καταβάλλει σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν. Όμως ο Χ αρνήθηκε, ζητώντας πίστωση χρόνου, προκειμένου να τους τα επιστρέψει. Έτσι υπογράφηκε το από 6-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, με το οποίο ο εκκαλών κατηγορούμενος, αφού αναγνώριζε την οφειλή του αυτή, ανελάμβανε την υποχρέωση να τους αποδώσει το ποσό των 90.000 ευρώ μέχρι και την 31-5-2007. Όμως παρήλθε και η ημερομηνία αυτή, χωρίς αυτός να τους επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, επιβεβαιώνοντας έτσι πανηγυρικά την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί το ποσό αυτό, πρόθεση την οποία είχε εκδηλώσει ήδη από τον μήνα Νοέμβριο, όταν για πρώτη φορά είχε αρνηθεί να το επιστρέψει στο ζεύγος Ψ1-Ψ2. Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει τους ισχυρισμούς τους οποίους είχε προβάλλει ο εκκαλών κατηγορούμενος κατά την απολογία του, τους οποίους είχε συμπεριλάβει και στην έκθεσή εφέσεως του κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος , ήταν δε αυτοί οι εξής : α) ότι τα χρηματικά ποσά που έλαβε από τους εγκαλούντες , τα έλαβε για την αγορά της εταιρείας με την επωνυμία "D.V.S Τεχνική - Εμπορική - κατασκευαστική Αγροτική Α.Ε", που είχε την έδρα της στην ... , τις μετοχές της οποίας είχε συμφωνήσει να αγοράσει αντί του συνολικού ποσού των 420.000 ευρώ. β) ότι στην εταιρεία αυτή ο ίδιος θα συμμετείχε αυτός με ποσοστό 50% και οι εγκαλούντες με ποσοστό 50%. γ) ότι είχε καταβάλλει για την αγορά του ποσοστού του το χρηματικό ποσό των 210.000 ευρώ .δ) ότι είχε προβεί σε μίσθωση γραφείου στο όνομα της εταιρείας αντί μηνιαίου μισθώματος 800 ευρώ, είχε δε δαπανήσει για επισκευές και διαμόρφωση των εσωτερικών του χώρων, καθώς επίσης και για εξοπλισμό του γραφείου, το ποσό των 108.000 ευρώ. ε) ότι είχε καταβάλλει στην υπό εξαγορά εταιρεία το ποσό των 90.000 ευρώ που του είχαν αποστείλει οι εγκαλούντες, έναντι του τιμήματος που αντιστοιχούσε στο μερίδιο συμμετοχής τους. στ) ότι η εξαγορά της εταιρείας ματαιώθηκε τελικά με αποκλειστική υπαιτιότητα των εγκαλούντων, λόγω του ότι δεν κατέβαλαν έγκαιρα το υπόλοιπο του τιμήματος που αντιστοιχούσε στο μερίδιο της συμμετοχής τους . ζ) ότι η προαναφερθείσα ανώνυμη εταιρεία του είχε επιστρέψει το ποσό των 213.000 ευρώ και ότι θα του επέστρεφε σταδιακά εντός του έτους 2009 σε τρεις δόσεις και το υπόλοιπο ποσό των 95.000 ευρώ. Το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, αντικρούει τους ισχυρισμούς αυτούς ως εντελώς αβάσιμους, με την αιτιολογία ότι αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορούμενου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ, από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας, για τον λόγο αυτό απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτοβάθμιου υπ' αριθμ. 671/2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια , πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά , τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρου1,14,16,17,26 παρ. 1 ,27,51,52,60,63,79 και 375§§ 1 , 2 Π.Κ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 375 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ειδικότερα δε ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα , αλλά έλαβε υπόψη του επιλεκτικά μερικά μόνο από αυτά. Ειδικότερα ο αναιρεσείων παραπονείται ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του τα προσαχθέντα από αυτόν μετ' επικλήσεως έγγραφα και πιο συγκεκριμένα το από 20-5-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, το από 15-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό αναθέσεως εργολαβίας και το από 13-3-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ αυτού και του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας D.V.S Α.Ε ..., από τα οποία προέκυπτε σαφώς ότι δεν είχε διαπράξει το έγκλημα της υπεξαίρεσης. Οι ανωτέρω αιτιάσεις είναι αβάσιμες, γιατί το Συμβούλιο Εφετών κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας , δεν ήταν δε απαραίτητη η ειδική αναφορά σε κάθε ένα από αυτά. Οι ίδιες αιτιάσεις, καθ' ο μέρος τους αναφέρονται στην εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, πλήττουν, υπό το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την επί της ουσίας ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Συμβουλίου Εφετών, και για το λόγο αυτό είναι απαράδεκτες.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: α) να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 29/22-2-2010 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου .., κατά του υπ' αριθμ.91/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και
β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα 14 Μαΐου 2010.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 29 από 22 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 91/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 671/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με την επιβαρυντική περίσταση, ότι αυτός ήταν εντολοδόχος και το υπεξαιρεθέν ποσό, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ( ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθ' όν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, δηλαδή, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ( παρ.1 περ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος, όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου ( του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη τέλος αιτιολογίας του βουλεύματος, αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο Ψ1 και η σύζυγος του Ψ2, μόνιμοι κάτοικοι της πόλεως ... της πολιτείας του ..., ασχολούνταν επαγγελματικά με τον εξωραϊσμό και την βαφή κτιρίων στην ..., αναλαμβάνοντας εργολαβικώς τις σχετικές εργασίες. Τον Απρίλιο του έτους 2006 και ενόψει της σχεδιαζόμενης μετεγκατάστασης τους στην Ελλάδα γνωρίστηκαν, μέσω του κοινού τους γνωστού Π, με τον Χ, κάτοικο ..., ο οποίος διατηρούσε μάνδρα με οικοδομικά υλικά. Επιθυμούντες να συνεχίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα και στην γενέθλια Χώρα, είχαν ήδη αρχίσει κατά τον χρόνο αυτό τις διαπραγματεύσεις με Αμερικανικούς οίκους παρασκευής χρωμάτων, προκειμένου να συνάψουν συμφωνίες αποκλειστικής αντιπροσώπευσης αυτών στην Ελλάδα. Μετά την γνωριμία τους με τον Χ, ο τελευταίος τους πρότεινε να συνεργασθούν στον τομέα των εργασιών που αποτελούσαν το αντικείμενο της ενασχόλησης τους, καθώς επίσης και στην αντιπροσώπευση εταιρειών κατασκευής χρωμάτων. Στα πλαίσια των επαφών τους αυτών, τους πρότεινε να συμμετάσχουν με ποσοστό 20% ως μέτοχοι σε ανώνυμη εταιρεία η οποία επρόκειτο να συσταθεί, με αντικείμενο εργασιών της την ανέγερση οικοδομών και την αντιπροσώπευση εταιρειών παραγωγής χρωμάτων, καταβάλλοντας για την συμμετοχή τους αυτή το ποσό των 130.000 ευρώ. Μετά την πρόταση αυτή, την οποία το ζεύγος Ψ1-Ψ2 βρήκε ενδιαφέρουσα, πύκνωσαν οι μεταξύ τους συζητήσεις και επαφές, οι οποίες οδήγησαν στην επίτευξη σχετικής συμφωνίας. Στη συνέχεια και στα πλαίσια υλοποίησης της συμφωνίας αυτής, επειδή ο Ψ1 και η σύζυγος του Ψ2, δεν τηρούσαν λογαριασμό σε οποιαδήποτε Ελληνική τράπεζα, κατέθεσαν στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό που τηρούσε στην ALPHA BANK ο Π, το χρηματικό ποσό των 19.782,59 δολαρίων Η.Π.Α. στις 15-5-2006 και το χρηματικό ποσό των 83.717,31 δολαρίων στις 16-5-2006, προκειμένου αυτός να μεταβιβάσει τα ποσά αυτά στον Χ, για να τα χρησιμοποιήσει ο τελευταίος για την σύσταση της ανώνυμης εταιρείας, κατά τα συμφωνηθέντα, καθώς επίσης και για την μίσθωση και τον εξοπλισμό γραφείου, για την εγκατάσταση της. Ο Π μεταβίβασε πράγματι το χρηματικό ποσό των 60.000 ευρώ στον Χ την 17-5-2006, με τραπεζική επιταγή της ALPHA BANK, προκειμένου το ποσό αυτό να χρησιμοποιηθεί ως μέρος της εισφοράς του ζεύγους Ψ1-Ψ2 για την σύσταση της ανώνυμης εταιρείας. Έκτοτε συνεχίστηκαν οι τηλεφωνικές επαφές μεταξύ του ζεύγους Ψ1-Ψ2 και του Χ. Τον Αύγουστο του 2006 ο τελευταίος πρότεινε στονΨ1 και την σύζυγο του να μη προβούν στην σύσταση νέας εταιρείας αλλά να αγοράσουν ήδη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρεία, με το αυτό αντικείμενο εργασιών, τους ζήτησε δε να του αποστείλουν και άλλα χρήματα, προκειμένου να προβεί στην εξαγορά αυτής. Ο Ψ1 και η σύζυγος του, όντες άνθρωποι καλής πίστεως και μη αμφιβάλλοντες για ης προθέσεις του μελλοντικού τους συνεταίρου, του κατέθεσαν πράγματι στις 5-9-2006 το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό που τηρούσε στην ALPHA BANK, ως ένα ακόμη μέρος της εισφοράς τους για την εξαγορά της ανώνυμης εταιρείας, το εναπομένον δε υπόλοιπο των 32.000 ευρώ συμφώνησαν να του το καταβάλλουν τις αμέσως επόμενες ημέρες , όταν θα έρχονταν στην Ελλάδα για να υπογράψουν τα σχετικά έγγραφα. Τον Νοέμβριο του 2006 οι εγκαλούντες Ψ1-Ψ2, ήλθαν τελικά στην Ελλάδα, πλην όμως διαπίστωσαν ότι ο Χ δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια για την σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή την εξαγορά ήδη λειτουργούσης ανώνυμης εταιρείας με το αυτό αντικείμενο εργασιών, όπως είχε υποχρέωση, δοθέντος ότι λειτουργούσε ως εντολοδόχος και διαχειριστής των χρημάτων που του είχαν αποστείλει. Μετά την διαπίστωση αυτή, του ζήτησαν να τους επιστρέψει τα παραπάνω χρηματικά ποσά των 60.000 και 30.000 σύνολο 90.000) ευρώ, που του είχαν καταβάλλει σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν. Όμως ο Χ αρνήθηκε, ζητώντας πίστωση χρόνου, προκειμένου να τους τα επιστρέψει. Έτσι υπογράφηκε το από 6-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, με το οποίο ο εκκαλών κατηγορούμενος, αφού αναγνώριζε την οφειλή του αυτή, ανελάμβανε την υποχρέωση να τους αποδώσει το ποσό των 90.000 ευρώ μέχρι και την 31-5-2007. Όμως παρήλθε και η ημερομηνία αυτή, χωρίς αυτός να τους επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, επιβεβαιώνοντας έτσι πανηγυρικά την πρόθεση του να ιδιοποιηθεί το ποσό αυτό, πρόθεση την οποία είχε εκδηλώσει ήδη από τον μήνα Νοέμβριο, όταν για πρώτη φορά είχε αρνηθεί να το επιστρέψει στο ζεύγος Ψ1-Ψ2 .
Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει τους ισχυρισμούς τους οποίους είχε προβάλλει ο εκκαλών κατηγορούμενος κατά την απολογία του, τους οποίους είχε συμπεριλάβει και στην έκθεση εφέσεως του κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, ήταν δε αυτοί οι εξής : α) ότι τα χρηματικά ποσά που έλαβε από τους εγκαλούντες, τα έλαβε για την αγορά της εταιρείας με την επωνυμία "D.V.S. Τεχνική - Εμπορική - κατασκευαστική Αγροτική Α.Ε", που είχε την έδρα της στην ..., τις μετοχές της οποίας είχε συμφωνήσει να αγοράσει αντί του συνολικού ποσού των 420.000 ευρώ. β) ότι στην εταιρεία αυτή ο ίδιος θα συμμετείχε αυτός με ποσοστό 50% και οι εγκαλούντες με ποσοστό 50%. γ) ότι είχε καταβάλλει για την αγορά του ποσοστού του το χρηματικό ποσό των 210.000 ευρώ. δ) ότι είχε προβεί σε μίσθωση γραφείου στο όνομα της εταιρείας αντί μηνιαίου μισθώματος 800 ευρώ , είχε δε δαπανήσει για επισκευές και διαμόρφωση των εσωτερικών του χώρων, καθώς επίσης και για εξοπλισμό του γραφείου, το ποσό των 108.000 ευρώ. ε) ότι είχε καταβάλλει στην υπό εξαγορά εταιρεία το ποσό των 90.000 ευρώ που του είχαν αποστείλει οι εγκαλούντες, έναντι του τιμήματος που αντιστοιχούσε στο μερίδιο συμμετοχής τους. στ) ότι η εξαγορά της εταιρείας ματαιώθηκε τελικά με αποκλειστική υπαιτιότητα των εγκαλούντων, λόγω του ότι δεν κατέβαλαν έγκαιρα το υπόλοιπο του τιμήματος που αντιστοιχούσε στο μερίδιο της συμμετοχής τους. ζ) ότι η προαναφερθείσα ανώνυμη εταιρεία του είχε επιστρέψει το ποσό των 213.000 ευρώ και ότι θα του επέστρεφε σταδιακά εντός του έτους 2009 σε τρεις δόσεις και το υπόλοιπο ποσό των 95.000 ευρώ. Το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, έκρινε τους ισχυρισμούς αυτούς αβάσιμους με την αιτιολογία ότι αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας.
Περαιτέρω, αιτιολογείται ότι το ποσό αυτό ανερχόμενο στις 98.000 ευρώ, κρίνεται ιδιαίτερης μεγάλης αξίας και το οποίο ο κατηγορούμενος συνομολογεί μεν ότι το έλαβε πλην όμως, δεν το απέδωσε, όπως όφειλε στους δικαιούχους - εγκαλούντες, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των τελευταίων, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το με τον τρόπο αυτό στην ατομική του περιουσία". Οι λοιπές αιτιάσεις του ιδίου ότι: α) το ποσό των 98.000 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε από του εγκαλούντες, επρόκειτο να διατεθεί για την αγορά μετοχών άλλης εταιρείας με την επωνυμία "D.V.S Τεχνική - Εμπορική - Κατασκευαστική Αγροτική ΑΕ", στην οποία θα συμμετείχε ο ίδιος μεν κατά ποσοστό 50% και οι εγκαλούντες κατά το υπόλοιπο ποσοστό 50%, β) ότι αυτός ήδη, είχε καταβάλει για την ως άνω αιτία το ποσό των 210.000 ευρώ, γ) ότι ήδη, είχε προβεί στη μίσθωση γραφείου για την εγκατάσταση της εταιρείας και ήδη είχε υποβληθεί σε δαπάνες της τάξεως των 108.000 ευρώ, δ) ότι ο ίδιος είχε καταβάλει για λογαριασμό των εγκαλούντων στην υπό εξαγορά εταιρεία τη μερίδα των εγκαλούντων, ανερχόμενη στο ποσό των 90.000 ευρώ, πέραν του γεγονότος ότι συνεκτιμήθηκαν αυτές, από το Συμβούλιο Εφετών, είναι απαράδεκτες, γιατί προσβάλλουν την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών.
Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε την, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που τέλεσε ως εντολοδόχος και, ότι το υπεξαιρεθέν ποσό, που αυτός παρεκράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, ανέρχεται στο ποσό των 98.000 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αλλά και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, και 375 παρ. 2 του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και, δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι τούτο το βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα, ότι αναιρεσείων, με την ιδιότητα του εντολοδόχου, έλαβε στην κατοχή του από τους εγκαλούντες το συνολικό χρηματικό ποσό των 98.000 ευρώ, προκειμένου να διατεθεί αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες της υπό σύσταση εταιρείας που προαναφέρθηκε, όπως επίσης, αιτιολογείται και η πρόθεσή του να το ενσωματώσει στην ατομική του περιουσία, και το οποίο παρακράτησε στη συνέχεια παράνομα ιδιοποιήθηκε. Ενόψει αυτών, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η αίτηση του. Απορριπτόμενης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 29 από 22-2-2010 αίτηση του Χ και της ..., κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμό 91/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2010.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ