Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλάνη πραγματική, Διατάραξη οικιακής ειρήνης.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για διατάραξη οικιακής ειρήνης της παρ. 3 του άρθρου 334 ΠΚ (παράνομη είσοδος και διαμονή σε χώρο συσκέψεως ΚΕΣΥΠ). Στοιχεία εγκλήματος. Αυτοτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης. Έλλειψη αιτιολογίας ως προς απόρριψη ισχυρισμού. Αναίρεση και παραπομπή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 613/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρο Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ρ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 548/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγοντα Π. Γ. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 245/13.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 334 παρ. 3 του ΠΚ, "όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς, παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών". Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, η παράνομη, δηλαδή, είσοδος στους χώρους της υπηρεσίας και η παραμονή σ' αυτούς, παρά τη θέλησή της, μπορεί να εναλλαχθούν και οι πλείονες τρόποι τελέσεως συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, στοιχεία του εν λόγω εγκλήματος είναι: α) Η ιδιότητα του χώρου ως καταστήματος δημόσιας, κ.λπ. Υπηρεσίας. Τέτοιοι χώροι νοούνται αυτοί, όπου ασκούνται δραστηριότητες των Υπηρεσιών αυτών, όπως είναι και αυτοί, όπου συνεδριάζουν τα Κέντρα Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ), τα οποία, όπως σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2525/1997 "ενιαίο Λύκειο, πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, κ.λπ.", είναι δημόσιες Υπηρεσίες, αφού υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. β) Παράνομη είσοδος ή παραμονή στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της Υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, την οποία (θέληση) δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος της Υπηρεσίας (και επί ΚΕΣΥΠ ο υπεύθυνος της συνεδριάσεως, της οποίας έγινε η διακοπή ή διατάραξη), η οποία (είσοδος ή παραμονή) να έχει ως συνέπεια τη διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της Υπηρεσίας. Και γ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση της παράνομης εισόδου ή παραμονής και στη θέληση να προκαλέσει τη διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της Υπηρεσίας. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 30§1 εδ. α του ΠΚ ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιον ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και αυτός περί πραγματικής πλάνης από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η αποδοχή του άγει στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπειαν, στην αθώωση αυτού.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 548/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διαταράξεως οικιακής ειρήνης, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την απολογία του, προέβαλε πλην άλλων, ότι "δεν υπήρχε σύσκεψη οργάνου, κλήθηκαν άτομα ατάκτως ερριμμένα ... είναι μία συζήτηση ... δεν θα πήγαινα ποτέ χωρίς πρόσκληση αν ήταν ένα πραγματικό όργανο ... πήγα σε μια συζήτηση. Δεν θα έκανα ποτέ τίποτα να διακόψω μια επίσημα διαδικασία. Εγώ θεώρησα τον εαυτό μου υποχρεωμένο να παρευρεθεί και να ενημερώσει αφού δεν είχε γίνει δεκτή η παραίτησή μου ... εγώ ήμουν πεπεισμένος ότι έπρεπε να παρευρεθώ ...". Τα ανωτέρω, στα οποία ενυπάρχει ισχυρισμός για εσφαλμένη αντίληψη του αναιρεσείοντος ως προς το παράνομο της εισόδου και παραμονής του στο συγκεκριμένο χώρο, ήτοι για στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της διαταράξεως οικιακής ειρήνης κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 334 παρ. 3 του ΠΚ, για το οποίο κατηγορείτο και καταδικάστηκε, συνιστούν τον αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Την 7-6-2005 ο υπεύθυνος συντονιστής του ευρωπαϊκού προγράμματος Δικτύων - "Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού" (ΣΕΠ) Σχολικών Μονάδων, καθηγητής Βθμιας Εκπαιδεύσεως, Π. Γ., μηνυτής - πολιτικώς ενάγων, συγκάλεσε σύσκεψη με τους Διευθυντές τριών Σχολείων (Γυμνασίων) (Δ., Δ., Κ.) και τον σύμβουλο του Δικτύου Γ. Π., με αντικείμενο το ως άνω πρόγραμμα και τις οικονομικές εκκρεμότητες αυτού. Η σύσκεψη είχε ορισθεί να γίνει σε χώρο που ανήκε στη Διεύθυνση Βθμιας Εκπαιδεύσεως Ν. Ιωαννίνων και ειδικότερα σε χώρο του γραφείου αυτής, εντός του οποίου εργάζονταν και υπάλληλοι της Διευθύνσεως. Ο κατηγορούμενος ήταν επίσης καθηγητής Βθμιας εκπαιδεύσεως και ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή του ως άνω Προγράμματος (ΓΡΑΣΕΠ) στο Γυμνάσιο .... Όμως από τη θέση αυτή ο κατηγορούμενος είχε υποβάλει την παραίτησή του την 18-5-2005, η δε παραίτησή του είχε αποσταλεί από το Γυμνάσιο αυτό στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το οποίο επέβλεπε το πρόγραμμα, με το υπ' αριθμ. πρωτ. 452/18-5-2005 έγγραφο. Ενόψει της ως άνω παραιτήσεώς του ο κατηγορούμενος δεν είχε κληθεί από τον μηνυτή στην συνάντηση - σύσκεψη αυτή, η οποία ακριβώς είχε ως αντικείμενο την αντιμετώπιση (και) των θεμάτων που ανέκυψαν, λόγω της παραιτήσεως του κατηγορουμένου από την θέση του υπευθύνου του ως άνω προγράμματος στο Γυμνάσιο .... Γι' αυτό και είχε κληθεί να παρευρεθεί στην συνάντηση η Διευθύντρια του Γυμνασίου (Δ.). Κατά την έναρξη της συναντήσεως και ενώ είχαν προσέλθει οι κληθέντες από τον μηνυτή και είχαν λάβει θέσεις στο υπάρχον γραφείο συσκέψεων, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η συνάντηση - σύσκεψη, εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος και ζήτησε να συμμετάσχει σε αυτήν. Ο μηνυτής του γνωστοποίησε ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει, αφού είχε μεσολαβήσει η παραίτησή του από την θέση του υπευθύνου του προγράμματος για το Γυμνάσιο ... και ότι για τον λόγο αυτό συμμετείχε η Διευθύντρια του ως άνω Γυμνασίου. Ο κατηγορούμενος επέμενε να συμμετάσχει στην συνάντηση - σύσκεψη και να εκφράσει τις απόψεις του για τα θέματα του προγράμματος. Οι παρευρισκόμενοι Διευθυντές των Σχολείων και ο σύμβουλος Γ. Π. του ζήτησαν, επίσης, να απομακρυνθεί από τον χώρο της συσκέψεως, αφού είχε παραιτηθεί από την προαναφερθείσα θέση και δεν είχε πλέον σχέση με την πορεία του προγράμματος. Παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις του μηνυτή, αλλά και των λοιπών υπηρεσιακών παραγόντων που συμμετείχαν στη σύσκεψη, να αποχωρήσει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της συναντήσεως - συσκέψεως, ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε, αλλά παρέμεινε στο χώρο παρεμποδίζοντας έτσι την λειτουργία της ως άνω συναντήσεως των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων και την δυνατότητα αυτών να ανταλλάξουν απόψεις και να λάβουν αποφάσεις σχετικά με την πορεία του προγράμματος. Τελικώς λόγω και της παρεμβάσεως της συζύγου του κατηγορουμένου Ε. Γ., καθηγήτριας επίσης δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, που εργαζόταν στο γραφείο που γινόταν η συνάντηση - σύσκεψη, τα πνεύματα οξύνθηκαν και ο μηνυτής, που πάσχει από την καρδιά του, από την σύγχυση που του προκλήθηκε από την συμπεριφορά του κατηγορουμένου, λιποθύμησε και εισήχθη εκτάκτως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, όπου νοσηλεύθηκε στην Καρδιολογική Κλινική. Για την κατά τα ανωτέρω εξέλιξη των γεγονότων σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των παρόντων στην σύσκεψη - συνάντηση μαρτύρων κατηγορίας Ι. Δ. και Γ. Π., οι οποίοι διέψευσαν τα κατατεθέντα από την μάρτυρα Ε. Γ. - σύζυγο του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή οι παρευρισκόμενοι υπηρεσιακοί παράγοντες δεν είχαν αντίρρηση για την παρουσία του κατηγορουμένου στην σύσκεψη. Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας (αρθρ. 334 παρ.3 ΠΚ). Τούτο διότι: (α) Ο χώρος που εισήλθε ο κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του χώρου δημόσιας υπηρεσίας και συγκεκριμένα χώρου ανήκοντος στη Διεύθυνση Βθμιας Εκπαιδεύσεως Ν. Ιωαννίνων, τούτο δε ασφαλώς το γνώριζε ο κατηγορούμενος, (β) Παρέμεινε στο χώρο αυτό παρά την θέληση του αρμοδίου υπαλλήλου, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο μηνυτής, ο οποίος ως υπεύθυνος του Προγράμματος ΣΕΠ, είχε συγκαλέσει την συνάντηση - σύσκεψη για την εξέταση των θεμάτων που αφορούσαν το Πρόγραμμα που προαναφέρθηκε. Ο μηνυτής στην συγκεκριμένη περίπτωση εξέφραζε την θέληση της υπηρεσίας και ειδικότερα των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων που είχαν κληθεί από αυτόν, ως αρμοδίου συντονιστή του Προγράμματος και είχαν προσέλθει προκειμένου να συσκεφθούν και να λάβουν αποφάσεις για τα θέματα αυτά. Το ότι η σύσκεψη θα ελάμβανε χώρα σε χώρο που υπήρχαν και άλλα γραφεία, καθώς και εργαζόμενοι στην ως άνω Υπηρεσία, δεν αναιρεί την παράνομη παραμονή του κατηγορουμένου στο χώρο που θα γινόταν η σύσκεψη, αφού ο χώρος αυτός (γραφείο συσκέψεων) ήταν διακριτός από .τον υπόλοιπο χώρο που ήταν τοποθετημένα τα άλλα γραφεία και ευρίσκοντο οι εργαζόμενοι σε αυτά. Επίσης (γ) η παραμονή αυτή του κατηγορουμένου στο χώρο της συσκέψεως είχε σαν αποτέλεσμα την διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας, ήτοι της συσκέψεως των ως άνω αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων, αφού η άρνησή του να αποχωρήσει, μετά τις σχετικές παρακλήσεις και παραινέσεις του μηνυτή αλλά και των άλλων συμμετεχόντων, είχε σαν αποτέλεσμα τελικώς να μη πραγματοποιηθεί η σύσκεψη αυτή. Τέλος (δ) ο κατηγορούμενος ενήργησε ως ανωτέρω με δόλια προαίρεση, ήτοι γνώριζε ότι εισήλθε παράνομα στο χώρο της συσκέψεως, αφού δεν ήταν πλέον, ενόψει της παραιτήσεώς του από υπεύθυνος του Προγράμματος στο Γυμνάσιο ... και ως εκ τούτου δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει σε σύσκεψη που είχε ως αντικείμενο την πορεία του προγράμματος. Σε κάθε δε περίπτωση δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει, αφού δε είχε κληθεί από τον αρμόδιο προς τούτο (μηνυτή), πολύ περισσότερο που όταν εμφανίσθηκε στο χώρο της συσκέψεως του έγινε σύσταση τόσο από τον μηνυτή, όσο και από τους λοιπούς συμμετέχοντες στην σύσκεψη, να αποχωρήσει από τον χώρο αυτό. Επίσης ο κατηγορούμενος είχε την βούληση, την οποία εκδήλωσε με τον τρόπο που αντέδρασε στην πρόσκληση του μηνυτή και των λοιπών υπηρεσιακών παραγόντων να αποχωρήσει, ήτοι με την ρητή άρνηση του στη πρόσκληση αυτή και την παράνομη παραμονή του στο χώρο της συσκέψεως, να προκαλέσει την διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της ως άνω υπηρεσίας, εφ' όσον δεν γινόταν δεκτό το μη νόμιμο αίτημά του να συμμετάσχει στην σύσκεψη. Κατά συνέπεια πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξεως, ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της διαταράξεως οικιακής ειρήνης, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 334 παρ. 1 του ΠΚ. Συγκεκριμένα, δεν απήντησε καθόλου στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης, ο οποίος είχε σαφώς προβληθεί (χωρίς να ήταν αναγκαίο να γίνει επίκληση της οικείας διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 1εδ. α του ΠΚ), αφού δεν αιτιολογεί αν ο κατηγορούμενος πίστευε ότι επρόκειτο για συζήτηση και όχι για σύσκεψη οργάνου (δηλαδή ότι δεν επρόκειτο για δραστηριότητα δημόσιας Υπηρεσίας, αλλά για απλή άτυπη συζήτηση) και εντεύθεν ότι δεν συνέτρεχε παράνομη είσοδος και παραμονή του σε χώρο δημόσιας Υπηρεσίας. Επομένως, ο, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 548/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ιωαννίνων. Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ