Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Πραγματογνωμοσύνη.
Περίληψη:
Αποδεικτική δύναμη πραγ/κης δικαστικής και ιδιωτικής. Δεν ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γιατί οι διατάξεις των άρθρων 387 και 390 Κ.Πολ.Δ. είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, ούτε και με τη διάταξη του αρ. 12 γιατί δεν έχει ιδιαίτερη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων δύναμη. Δεν ανήκει η πραγ/νη στα έγγραφα και δεν πλήττεται με αρ. 20 περί παραμορφώσεως εγγράφου. Η αοριστία πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Τα προκύπτοντα από τις αποδείξεις δεν είναι «πράγματα» κατά την έννοια του αρ. 8 του άρθρου 559. Δεν απαιτείται ειδική μνεία των αποδεικτικών μέσων για τη στοιχειοθέτηση του λόγου 11γ του άρθρου 559. Λόγοι από αρ. 19 και 9 δεν στοιχειοθετούνται γιατί το επιδικασθέν ακίνητο ήταν τμήμα του διεκδικηθέντος.
Αριθμός 179/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Β. Π. του Ν., κατοίκου ... και 2) Μ. θυγ. Ν. Π., συζ. Β. Ρ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φανή Καραγιάννη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. θυγ. Γ. Κ., κατοίκου ... και 2) Κ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αγλαΐα Μυλωνοπούλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/7/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων και την από 30/10/2002 κύρια παρέμβαση του Δήμου Σπερχιάδος, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, οι οποίες κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 155/2003 μη οριστική, 315/2004 μη οριστική, 60/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 86/2008 (που διορθώθηκε με την 196/2008) του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/5/2009 αίτησή τους και με τους από 4/8/2010 πρόσθετους λόγους .
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/1/2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Αθανασίου, με την οποία εισηγήθηκε την αποδοχή του πρώτου πρόσθετου λόγου και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
Η πληρεξουσία των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξουσία των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται επί παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού (ΑΠ 682/2011). Οι παραβιάσεις κανόνων δικονομικού χαρακτήρα, ήτοι κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, μπορεί να θεμελιώσουν κάποιο από τους λόγους των αριθμών 2-18 και 20 του εν λόγω άρθρου (ΑΠ 692/2009, ΑΠ 1483/2009). Κανόνες ουσιαστικού δικαίου θεωρούνται και οι δικονομικοί εφόσον ρυθμίζουν όχι την διαδικασία, αλλά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή την κριθείσα έννομη συνέπεια. Είναι δηλαδή αδιάφορο, για τη φύση των κανόνων ως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αν περιέχονται στον ΑΚ ή τον ΚΠολΔ (ΑΠ 862/2011, ΑΠ 856/2010). Έτσι, είναι κανόνες ουσιαστικού δικαίου, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του ΚΠολΔ των άρθρων 70 (ΑΠ 862/2011), των περί δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 187/2011), των περί ακύρωσης διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 1601/2009), των περί εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (214Α - ΑΠ 1768/2006), καθώς και την περί αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 1525/2010). Ως διατάξεις δικονομικού δικαίου έχει κριθεί ότι είναι μεταξύ άλλων και οι διατάξεις των άρθρων 368 (ΑΠ 1089/2007), 391 παρ.1 (ΑΠ 451/2002), 387 και 391 (ΑΠ 682/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα, η πραγ/νη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατά το άρθρο 386 και δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, που να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της πραγ/νης, η δε σχετική, ως προς την εκτίμηση της πραγ/νης, κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ γιατί είναι διάταξη δικονομικού δικαίου, ούτε και με τη διάταξη του άρθρου 12 του ίδιου άρθρου, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 682/2011), αλλά είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αναγόμενη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009). Τα ίδια ισχύουν και ως προς την εκτίμηση των, κατά το άρθρο 390, γνωμοδοτήσεων προσώπων με ειδικές γνώσεις, όπως είναι οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι ενεργούντες κατ' εντολή των διαδίκων ιδιώτες, με ιδιάζουσες γνώσεις και σχετικά πάντοτε με την ένδικη υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσεως, περί καταλήψεως από τους αναιρεσείοντες των επιδικασθέντων στους αναιρεσίβλητους τριών εδαφικών τμημάτων, δέχθηκε με ανεπαρκείς, αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες, ως ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα το τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνικού συμβούλου των αναιρεσιβλήτων Χ. Σ., που αποτύπωσε τη θέση των εντολέων του και άρα, κατ' αντιδιαστολή ως μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα το τοπογραφικό διάγραμμα του "αμερόληπτου πραγματογνώμονα που διόρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο", που απεφάνθη κατ' αντικειμενική κρίση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού οι αιτιάσεις του αφορούν στην αιτιολογία ως προς την αποδοχή ή μη των τοπογραφικών διαγραμμάτων που συνοδεύουν τις εκθέσεις της δικαστικής πραγ/νης και του τεχνικού συμβούλου, των οποίων μέρος αποτελούν (ΑΠ 406/06), ήτοι αναφέρονται σε παραβίαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 387 και 390 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου δεν επιδέχονται μομφή από την ερευνώμενη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ίδιου κώδικα, που, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αφορά σε παραβιάσεις κανόνων ουσιαστικού και μόνο δικαίου, ενώ σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο κατά τις εν λόγω διατάξεις (387 και 390) που αφορούν επανάληψη της διατάξεως του άρθρου 340 εκτιμά ελεύθερα τις εκθέσεις αυτές (γνωματεύσεις) και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ως αναγόμενη στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων, σύμφωνα με το άρθρο 561 ΚΠολΔ (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009). Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση και τη διατύπωση της νομικής διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η πλημμέλεια της παραμορφώσεως του περιεχομένου εγγράφου, χωρίς να προσδιορίζεται το φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο και το περιεχόμενό του, ούτε σε τι συνίσταται η παραμόρφωσή του. Ενόψει τούτων ο κρινόμενος λόγος, κατά το σκέλος του αυτό, είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, ενώ για την περίπτωση που θεωρηθεί ότι αναφέρεται στην έκθεση πραγ/νης είναι προσέτι απαράδεκτος και γιατί οι γνωμοδοτήσεις των πραγ/νων είναι ξεχωριστό από τα "έγγραφα" αποδεικτικό μέσο και επομένως η παραμόρφωση του περιεχομένου τους δεν ιδρύει τον ερευνώμενο από το άρθρο 559 αρ.20 αναιρετικό λόγο (ΑΠ 1737/2007, ΑΠ 505/2007). Ενόψει τούτων ο κρινόμενος και κατά τα δύο σκέλη του πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 1/1999). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 1103/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της αγωγής και της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 119/2008) προκύπτει ότι με την αγωγή διεκδικείτο μια εδαφική λωρίδα εμβαδού 112,89 τ.μ., η οποία, αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, εμβαδού 2818,14 τ.μ. εμφαίνεται στο από Μαΐου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού Β. Δ., ως περιεχομένη μεταξύ των οριογραμμών με τα στοιχεία Ι - ΣΤ - Ω - Ψ - Χ - Φ - Υ - Τα και 1 - 2 - 3 - 4 - 5 - 6 - 7 - 8 - 9 - 10 - 11 - 12 - Τ. Το Εφετείο μετά από εξαφάνιση της απορριπτικής πρωτόδικης αποφάσεως δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες (ήδη αναιρεσιβλήτους) τη συγκυριότητα τριών εδαφικών τμημάτων, τα οποία στο από Νοεμβρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογραφικού μηχανικού Χ. Σ. εμφαίνονται ως περιλαμβανόμενα "μεταξύ των περιμετρικών στοιχείων: 1)Β2, ΣΤ, Γ2, Β3, Γ1, Β2 ίσου 16,99 τ.μ. 2)Γ3, Ψ, Γ4, Β14, Β13, Β12, Β11, Β10, Β9, Β8, Β7, Β6, Β5, Β4, Γ3 ίσον 50,13 τ.μ. και 3)Γ5, Φ, Υ, Β15, Γ5 ίσον 2,34 τ.μ." ήτοι συνολικά επιδίκασε 69,46 τ.μ. από δε το περιεχόμενο της απόφασης, χωρίς αμφιβολία προκύπτει ότι τα εδαφικά αυτά τμήματα εμπεριέχονται στη διεκδικούμενη εδαφική λωρίδα των 112,89 τ.μ. Ειδικότερα στην απόφαση γίνεται κατ'επανάληψη αναφορά στο επίδικο εδαφικό τμήμα των 112,89 τ.μ., μέσα στο οποίο, μετά την συνεκτίμηση των αναφερομένων τίτλων και τοπογραφικών, εισέρχεται η ιδιοκτησία των εναγομένων - αναιρεσειόντων (σελ.8, 11 και 13 της απόφασης). Ενόψει τούτων το αποδεικτικό πόρισμα διατυπώνεται πλήρως και σαφώς (ΑΠ 1740/2012) η δε απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως και περιέχει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα των επιδικαζομένων εδαφικών τμημάτων του διεκδικηθέντος μεγαλυτέρου εδαφικού τμήματος, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, πράγμα το οποίο επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1033 και 1094 ΑΚ. Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος του πρόσθετου αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση της ανωτέρω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια. Επίσης για τους ίδιους λόγους, ήτοι για το ότι τα εδαφικά τμήματα που επιδικάσθηκαν περιλαμβάνονται στο μεγαλύτερο εδαφικό τμήμα που διεκδικήθηκε με την αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο πρώτος λόγος του κυρίου αναιρετηρίου, κατά τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους - ενάγοντες κάτι που δεν ζητήθηκε με την από 30.7.2001 διεκδικητική αγωγή τους κατά των εναγομένων (ήδη αναιρεσειόντων) και συγκεκριμένα ότι αν και με την εν λόγω αγωγή διεκδικείτο το αναφερόμενο σ' αυτή και εμφαινόμενο στο από Μαΐου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού Β. Δ. εξ εμβαδού 112,89 τ.μ. τμήμα μείζονος ακινήτου εμβαδού 2818,14 τ.μ., εν τούτοις η απόφαση επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους, χωρίς τούτο να έχει ζητηθεί τη συγκυριότητα επί τριών εδαφικών τμημάτων, συνολικού εμβαδού 69,46 τ.μ. όπως αυτά αποτυπώνονται στο από Νοεμβρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Χ. Σ. "αλλοιώνοντας την έκταση και την τοποθεσία των διεκδικούμενων εδαφολωρίδων".
Επειδή, η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει αν ο ενάγων, κατά παράβαση του άρθρου 216 ΚΠολΔ, δεν αναφέρει στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Η παρά την έλλειψη των στοιχείων αυτών, κατ' ουσίαν εξέταση της αγωγής, ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παρά το νόμο μη κηρύξεως ακυρότητας του δικογράφου (ΑΠ 443/2011, ΑΠ 1495/2009). Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, ενόψει του ότι δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού συνιστά έλλειψη αυτοτελούς διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι προδικασίας, πρέπει κατ' άρθρο 562 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της προβολής του, να προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο (ΑΠ 1103/2011, ΑΠ 1459/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του δεύτερου προσθέτου λόγου και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, στην οποία η περιγραφή της διεκδικούμενης εδαφικής λωρίδας γίνεται με αναφορά στο μη προσαρτημένο στο αγωγικό δικόγραφο, από Μαΐου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού Β. Δ., ενώ δεν προσδιορίζονται οι διαστάσεις των πλευρών που οριοθετούν την επίδικη λωρίδα και γενικώς στοιχεία ικανά να προσδιορίσουν την ταυτότητα του επιδίκου τμήματος και την ακριβή θέση του εντός του όλου ακινήτου των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, αλλά ούτε και από την επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσειόντων - εφεσιβλήτων προκύπτει (ΑΠ 119/2008) ότι η επικαλούμενη αοριστία είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη η αοριστία της αγωγής, ως αυτοτελής διαδικαστική προϋπόθεση, δεν ανήκει στη δημόσια τάξη ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα ενώ εξάλλου ούτε κάποια από τις άλλες δύο εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ συντρέχει (ΑΠ 355/2011, ΑΠ 2128/2009).
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.8 περ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την αντένσταση (Ολ.ΑΠ 25/2003), ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση της αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 1740/2012). Έτσι "πράγματα" υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 383/2010, ΑΠ 1999/2009), ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων δικαίου (ΑΠ 430/2011, ΑΠ 1459/2009), ούτε η επίκληση ad hoc νομολογίας του Αρείου Πάγου (ΑΠ 701/2011) ή η επίκληση αποδεικτικού μέσου ήταν περιεχομένου του (ΑΠ 10/2008 ΑΠ 625/2008), αλλά ούτε και τα αιτήματα των διαδίκων, με τα οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, σε οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της (ΑΠ 483/2011). Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 832/2011), εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 954/2011), ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του (ΑΠ 255/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προσθέτου λόγου και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι προσδιόρισε το αντικείμενο της δίκης "όχι με βάση τα όσα αορίστως επικαλέστηκαν οι ενάγοντες - (αναιρεσίβλητοι) με την αγωγή τους" ούτε με βάση "το σχεδιάγραμμα που αναφέρουν στην αγωγή τους και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους", αλλά "με βάση τον προσδιορισμό του επιδίκου από τον τεχνικό τους σύμβουλο, στο προσαγόμενο στη μετ'απόδειξη συζήτηση από Νοεμβρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του" και έτσι έλαβε υπόψη της (η απόφαση), παρά το νόμο, πράγματα που δεν προτάθηκαν και επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους, χωρίς αντίστοιχο αγωγικό ισχυρισμό, τα εμφαινόμενα στο εν λόγω τοπογραφικό τρία εδαφικά τμήματα, συνολικής επιφανείας 69,46 τ.μ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί οι αναφερόμενες αιτιάσεις δεν αφορούν σε "πράγματα" κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια αλλά σε περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προκύψαντα από τις αποδείξεις και αφορούν σε μερική παραδοχή της αγωγής, αφού όπως αναφέρθηκε παραπάνω στον πρώτο λόγο του κυρίου και στον πρώτο λόγο του προσθέτου αναιρετηρίου επιδικάσθηκαν τμήματα της διεκδικηθείσας μεγαλύτερης εδαφικής λωρίδας των 112,89 τ.μ., κατά μερική παραδοχή της αγωγής.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 6/2012, ΑΠ 249/2012, ΑΠ 254/2012). Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 240/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. 15/2000 απόφαση του Τοπικού Συμβουλίου του ΔΔ Καλλιθέας, τις υπ' αριθμ. 264/2000 και 96/2001 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Σπερχειάδας, καθώς και τέσσερις φωτογραφίες, που οι αναιρεσείοντες, αποκρούοντες τον αγωγικό ισχυρισμό περί καταλήψεως από αυτούς τμήματος του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων είχαν προσκομίσει και επικαλεσθεί προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, ότι μεταξύ του νοτίου ορίου του ακινήτου τους και του βορείου ορίου των ακινήτων των αναιρεσιβλήτων υπάρχει από αμνημονεύτων ετών κοινόχρηστος κοινοτικός δρόμος. Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού της πορίσματος περί της εκ μέρους των αναιρεσειόντων καταλήψεως των προαναφερθέντων τριών εδαφικών τμημάτων του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, παρέλειψε να λάβει υπόψη τις μνημονευόμενες δεκατρείς φωτογραφίες, που οι αναιρεσείοντες είχαν προσκομίσει με επίκληση στην κατ' έφεση δίκη προς απόδειξη του αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού τους, ότι η νότια πλευρά του ακινήτου του οριοθετείται με σταθερά ορόσημα (περιτοίχιση και συρμάτινη περίφραξη από το έτος 1967, νέα περιτοίχηση και περίφραξη, εσωτερικώς τούτων δένδρα μεγάλης ηλικίας, παλαιό πέτρινο τοιχείο, ξηρολιθιά κ.λπ.), γεγονός που αποκλείει την επέλευση οποιασδήποτε μεταβολής στη νότια οριογραμμή του ακινήτου τους και, άρα, την κατάληψη των ως άνω τριών εδαφικών τμημάτων του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔ) που ρητά βεβαιώνει (σελ.5-6) ότι κατά την κατάστρωση του νομικού συλλογισμού λήφθηκαν, πλην άλλων, υπόψη "τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ... τις φωτογραφικές αναπαραστάσεις, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν (άρθρα 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ)" αλλά και από το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται αναφορά στο δρόμο (σελ.9), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, που περιλαμβάνονται στα έγγραφα και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη, σε καθένα από αυτά, αναφορά, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις. Εξάλλου η άποψη των αναιρεσειόντων ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Πρέπει λοιπόν να απορριφθούν και οι λόγοι αυτοί και συνακόλουθα η αναίρεση στο σύνολό της. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-5-2009 αίτηση και τους από 30-7-2010 προσθέτους λόγους των Β. Π. του Ν. και Μ. θυγ. Ν.Π., συζ. Β. Ρ., περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 86/2008 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας και όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθμ. 196/2008 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου.
Καταδικάζει του αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ