Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Οριζόντια ιδιοκτησία.
Περίληψη:
Οριζόντια ιδιοκτησία Δημιουργείται αυτοδίκαια από το νόμο αυτοτελές δικαίωμα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινοκτήτων μερών του ακινήτου. Δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη σύμβαση ή διπλή μεταγραφή 559 αρ 1 και 19 προϋποθέσεις. Ερμηνεία συμβάσεων κατά 173 και 200 ΑΚ. Πότε δημιουργείται λόγος αναίρεσης Η παραβίαση των διδαγμάτων της λογικής δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης 559 αρ 8εδα και 9εδα Τι είναι πράγμα και τι είναι αίτηση. 559 αρ 11γ Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του νομότυπου της λήψεως της ένορκης βεβαίωσης είναι κρίση περί τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Ορισμένο λόγου
Αριθμός 564/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. - Κ. χας Φ. Φ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Μοσχοβάκη.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. συζ. Μ. Χ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Βιλλαντζάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 4-12-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 45/2014 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητάει η αναιρεσείουσα με την από 7-10-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23-3-2014 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Μαρίας Βαρελά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033,1194, 1198, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5 έως 7, 10, 13, 14 του Ν. 3721/1929, "περί ιδιοκτησίας κατ’ όροφον", που διατηρήθηκε σε ισχύ, με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή διαμέρισμα, μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκειμένη σε μεταγραφή ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Με τη σύμβαση αυτή, ο προς ον η μεταβίβαση αποκτά αυτοδίκαια από το νόμο ιδιαίτερο αυτοτελές δικαίωμα επί του ορόφου και συγκυριότητα επί των κοινών μερών της όλης οικοδομής, που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων και το έδαφος επί του οποίου αυτή έχει οικοδομηθεί κατά το ιδανικό μερίδιο που του έχει μεταβιβασθεί, εάν δε τούτο δεν έχει καθορισθεί από τα μέρη ή με την διάταξη τελευταίας βουλήσεως, προσδιορίζεται από το δικαστήριο, κατά την αναλογία της αξίας του ορόφου ή του διαμερίσματος, στο οποίο αντιστοιχεί. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι’ αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του "ορόφου" και "διαμερίσματος ορόφου". Από το πνεύμα εν τούτοις των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους, συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου, είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους, υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρ. 1002 εδ. β ΑΚ και 1 παρ. 2 Ν.3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με το άρθρο 1002 ΑΚ και 1 του Ν.3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα, επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα "superficies solo cedit", που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι’ αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του παραπάνω ν. 3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από την εν λόγω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση κριτήριο για τον χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινοκτήτου και κοινοχρήστου είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία επί του ίδιου οικοδομήματος έχει συσταθεί διαιρεμένη κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών, ιδιοκτησία, αν ορισμένη οριζόντια ιδιοκτησία έχει αποκλειστική είσοδο, η οποία εξυπηρετεί μόνο την ιδιοκτησία αυτή, η εν λόγω είσοδος συνιστά συστατικό μέρος της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας και επομένως ανήκει αναγκαίως, κατά νομική επιταγή, στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας. Αν η οριζόντια αυτή ιδιοκτησία βρίσκεται πάνω από το ισόγειο της οικοδομής, συστατικό μέρος της αποτελεί και η προς αυτό σκάλα ανόδου. Ειδικότερα, στις αμέσως πιο πάνω περιπτώσεις και η αποκλειστική είσοδος στην οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά και η προς αυτή σκάλα ανόδου αποτελούν συστατικά μέρη της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας, γιατί αν αποχωριστούν από την εν λόγω αυτοτελή ανεξάρτητη ιδιοκτησία, όχι απλώς επέρχεται βλάβη σ’ αυτήν, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά ακόμη περισσότερο καθίσταται, ενδεχομένως, ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου προσβάσεως σ’ αυτή με αλλοίωση της ουσίας και του προσδιορισμού της. Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα, η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 20/2011). Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί παράβαση του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις σωρευόμενες, στην από 31-7-2006 αγωγή της αναιρεσίβλητης, βάσεις περί αναγνωρίσεως κυριότητας και συγκυριότητας ακινήτου και περί διεκδικήσεως και αποδόσεως εδαφικού τμήματος της κυριότητάς της, από το οποίο έχει αποβληθεί. "Δυνάμει του με αριθμ. ...1964 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σάμου Α. Γιοκαρίνη, νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σάμου, στο τ. Γ και με α/α ..., η Β. Σ., το γένος Μ. Σ. και η θυγατέρα της Μ. Σ., συζ. Σ. Α., οι οποίες είχαν στην αποκλειστική κυριότητά τους, νομή και κατοχή τους (κατά πιστή αντιγραφή του συμβολαίου), "μίαν οικία διώροφο μετ’ αυλής και συναπτού οικοπέδου 150 περίπου τετρ. μέτρων, κειμένη εντός της Kοινότητος Βαθέος κατά την συνοικία ..., συνορευομένην με δημόσιον δρόμο, με Α. Μ. Σ., με οικόπεδο αγνώστου, με δημόσιο βουνό και με Γ. Χ. Γ." μεταβίβασαν, λόγω πωλήσεως δια του Σ. Σ. του Π., ενεργώντας ως διαχειριστή των προικώων της συζύγου του Β. Σ. και ως πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος της θυγατέρας του Μ. Σ., συζ. Σ. Α., διαιρετώς το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητό τους και συγκεκριμένα: 1) στους γονείς των διαδίκων και δικαιοπαρόχους της εναγομένης- εκκαλούσας - εφεσίβλητης ( Ε. -Κ. Φ.), Κ. Κ. και Ε. Κ., εξ αδιαιρέτου και κατά ίσα μέρη στον καθένα από αυτούς, την αποκλειστική κυριότητα "του πρώτου (1ου) ορόφου της οικίας αυτής, συνισταμένου εκ δύο δωματίων και αποθήκης" και στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ., την αποκλειστική κυριότητα "του άνω δευτέρου ορόφου, μετά της εξωτερικής κλίμακας, της αυλής, και του οικοπέδου, συνισταμένου εκ τριών δωματίων και κουζίνας ". Η ως άνω διώροφη οικία, η αυλή και το εφαπτόμενο ( συναπτό) σε αυτήν οικόπεδο των 150 τμ., όπως ακριβώς αναφέρονται στο εν λόγω συμβόλαιο, - απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης- εκκαλούσας περί του ότι δεν αναφέρεται στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο το συναπτό οικόπεδο 150 τμ. -, βρίσκονται, όπως προαναφέρθηκε, στη συνοικία "..." του Δήμου Βαθέος Σάμου και συνορεύουν συνολικά, σύμφωνα με τον ανωτέρω τίτλο, με δημόσιο δρόμο, με ιδιοκτησία Α. Σ., με ιδιοκτησία αγνώστου, με βουνό και με ιδιοκτησία Γ.. Σύμφωνα δε, με όσα ρητά αναφέρονται στον ανωτέρω τίτλο, ο πρώτος όροφος της εν λόγω διώροφης οικίας, η αυλή, η οποία συνορεύει πλέον, βόρεια με την οικία, ανατολικά με κλίμακα ανόδου, νότια με το οικόπεδο (150 τ.μ.) και δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ., καθώς και το οικόπεδο των 150 τ.μ., το οποίο συνορεύει πλέον, βόρεια με την αυλή και την κλίμακα ανόδου, ανατολικά με δημόσιο δρόμο, νότια με ιδιοκτησία Τ. και δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ., μεταβιβάστηκαν στην ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα E. Χ., κατ’ αποκλειστική κυριότητα, ως χωριστές ιδιοκτησίες. Με το ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο οι ως άνω δικαιοπάροχες των διαδίκων, Β. Σ., το γένος Μ. Σ. και Μ. Σ., συζ. Σ. Α., σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη νομική σκέψη, συνέστησαν οριζόντιες ιδιοκτησίες μόνο επί της διώροφης οικίας, εγκαθιστώντας τους διαδίκους (ενάγουσα -εκκαλούσα και δικαιοπαρόχους εναγομένης - εκκαλούσας), κατά τα ανωτέρω, χωριστά, σε καθένα από τους δύο ορόφους της οικίας αυτής, δημιουργώντας έτσι αυτομάτως οριζόντιες ιδιοκτησίες, χωρίς να απαιτείται για τη σύσταση αυτή (οριζόντια ιδιοκτησία) η κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης και μεταγραφή αυτής, σύμφωνα με την οποία, χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής, όπως στην προκειμένη περίπτωση, εκποιεί διακεκριμένα τμήματα αυτής, χωρίς να απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι’ αυτήν και μεταγραφή, αλλά ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της καθεμιάς. Κατά συνέπεια το αναλογούν κατά νόμο, ποσοστό αναγκαίας συγκυριότητας της κυρίας κάθε ορόφου της διώροφης οικίας,- στην οποία εφάπτεται η αυλή 39 τμ. και το εν λόγω ξεχωριστό οικόπεδο των 150 τμ., που μεταβιβάστηκαν χωριστά αποκλειστικά στην ενάγουσα της πρώτης αγωγής και ήδη εκκαλούσα Ε. Χ. -, περιορίζεται μόνο στο έδαφος το καλυπτόμενο από αυτή (οικία), εμβαδού 72,77 τμ. και στα κοινόχρηστα μέρη της διώροφης οικίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα οποία είναι τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, το μεσοπάτωμα, οι καπνοδόχοι, και η επί της πρόσοψης της διώροφης οικίας προς την δημόσια οδό ..., αυλή της διώροφης οικίας, επιφανείας 19 τμ περίπου ( 9,50X2 ), που είναι η είσοδος για την εν λόγω οικία ( διώροφη ) από την δημόσια παραπάνω οδό, διάφορη της αυλής εμβαδού 39 τ.μ., που μεταβιβάστηκε, κατά τα παραπάνω χωριστά στην ενάγουσα - εκκαλούσα Ε. Χ. και βρίσκεται σε επαφή με το νότιο τοίχο της εν παραπάνω οικίας της. Εξάλλου η αυλή αυτή, εκτάσεως 39 τ.μ., σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινόχρηστο μέρος της διώροφης οικίας, όπως και η εξωτερική κλίμακα αυτής, και τούτο διότι, εκτός του ότι αυτές, όπως και το εφαπτόμενο από βόρεια με την αυλή αυτή των 39 τμ. ως άνω οικόπεδο 150 τμ. μεταβιβάστηκαν αποκλειστικά στην ενάγουσα - εκκαλούσα Ε. Χ., αυτές (αυλή (39 τμ.) και εξωτερική κλίμακα) εξυπηρετούν αποκλειστικά την πρόσβαση στον δεύτερο όροφο αυτής (ιδιοκτησία ενάγουσας πρώτης αγωγής - εκκαλούσας) και συνεπώς συνιστούν συστατικά μέρη της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας, γιατί αν αποχωριστούν από την εν λόγω αυτοτελή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, όχι απλώς επέρχεται βλάβη σ’ αυτήν, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά, ακόμη περισσότερο, καθίσταται, ενδεχομένως ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου προσβάσεως σ’ αυτή, με αλλοίωση της ουσίας και του προορισμού της και επομένως ανήκει αναγκαίως, κατά νομική επιταγή, στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας και επομένως δεν χρησιμεύουν προς κοινή χρήση. Τούτο δε αποδεικνύεται, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων και από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα - εκκαλούσα φωτογραφίες. Επομένως, εφόσον τόσο η αυλή αυτή (39 τμ.), η οποία συνορεύει βόρεια με την οικία, η εξωτερική κλίμακα, όσο και το εφαπτόμενο από βόρεια με την αυλή αυτή των 39 τμ. ως άνω οικόπεδο 150 τμ., μεταβιβάστηκαν χωριστά και αποκλειστικά στην ενάγουσα - εκκαλούσα Ε. Χ., αυτά {αυλή (39 τμ.), εξωτερική κλίμακα και εφαπτόμενο στην αυλή οικόπεδο}, δεν αποτελούν κοινόχρηστα μέρη της συσταθείσας επί της διώροφης οικίας οριζόντιας ιδιοκτησίας και ανεπίτρεπτη κατάτμηση του όλου ακινήτου (διώροφης οικίας αυλής και συναπτού οικοπέδου), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη και γιαυτό οι σχετικοί λόγοι έφεσης και προσθέτων λόγων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος ..., η ενάγουσα- -εφεσίβλητη - εκκαλούσα, Ε. Χ., παραχώρησε στους γονείς της και δικαιοπαρόχους της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. Φ., που όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσαν (γονείς) στον πρώτο όροφο της ως άνω διώροφης οικίας από τον χρόνο της αγοράς του, την χρήση τμήματος, επιφανείας 30 τ.μ. του ανωτέρω οικοπέδου της (των 150 τ.μ.), όπου αυτοί κατασκεύασαν εκεί μία αποθήκη. Το ίδιο δε έτος, οι τελευταίοι, δυνάμει του υπ’ αριθ. ...... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σάμου, Δ. Γεωργιάδη, νομίμως μετεγγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σάμου, στον τ. …και με α/α ..., μεταβίβασαν λόγω δωρεάς εν ζωή, στην εναγομένη- εκκαλούσα - εφεσίβλητη, θυγατέρα τους Ε. Κ. Φ., την ψιλή κυριότητα των ακολούθων ακινήτων : 1) " τον πρώτο ( 1ον ) όροφο (κάτω) μιας διωρόφου οικίας μετά της αυλής και του αναλογούντος κατά νόμο εις αυτόν οικοπέδου", που βρίσκεται εντός της Κοινότητας Βαθέος και στην συνοικία "..." και η οποία ορίζεται, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, "γύρωθεν ολοκλήρου με δημόσιο δρόμο, με Α. Μ. Σ., με οικόπεδο αγνώστου ιδιοκτήτη και με ιδιοκτησία Ε. Χ. (ενάγουσα)" και 2) " ένα οικόπεδο εκτάσεως 30 τ.μ. περίπου μετά της εντός αυτού αποθήκης", που βρίσκεται εντός της Κοινότητας Βαθέος και στην συνοικία "... " και το οποίο ορίζεται, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, "γύρωθεν εν τω συνόλω, με ιδιοκτησία Ε. Χ., με βουνό εκ δύο μερών και με αποθήκη Α. Σ..". Ωστόσο, κατά το χρόνο της εν λόγω μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων (...)στην εναγομένη, οι δωρεοδόχοι δεν ήταν κύριοι του εδαφικού τμήματος των 30 τ.μ. που της μεταβίβασαν, καθότι το όλο οικόπεδο επιφανείας 150 τμ., εντός του οποίου είχε ανεγερθεί, σε τμήμα του επιφανείας 30 τμ., η παραπάνω αποθήκη, είχε μεταβιβασθεί κατ’ αποκλειστική κυριότητα με το προαναφερόμενο συμβόλαιο με αριθμό ...8-8-1964, από τους κυρίους αυτού, στην ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ., όπως προαναφέρθηκε, και το επίδικο τμήμα αυτού των 30 τμ., στο οποίο και ανήγειραν την αποθήκη, τους είχε παραχωρηθεί από την τελευταία (κυρία του ακινήτου), μόνο το δικαίωμα χρήσης αυτού και επομένως η εναγομένη- εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. - Κ. Φ., κατέστη ψιλή κυρία, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, μόνο του πρώτου ορόφου της διώροφης οικίας μετά του αναλογούντος ποσοστού συγκυριότητας στο έδαφος που καλύπτεται από αυτήν και στα κοινόχρηστα μέρη, όπως περιγράφονται αναλυτικά ανωτέρω.
Συνεπώς, η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης- εκκαλούσας - εφεσίβλητης, λόγω κτήσης αυτής (της κυριότητας) με παράγωγο τρόπο, όσον αφορά το τμήμα του οικοπέδου των 30 τ.μ. μετά της αποθήκης, που επαναφέρει και ως λόγο έφεσης ,θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη, δεδομένου ότι η εναγομένη απέκτησε παρά μη κυρίων, και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, για να επέλθει μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, αυτός που μεταβιβάζει κατά το χρόνο της μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου, πρέπει να είναι κύριος αυτού και στην προκειμένη περίπτωση οι δωρεοδόχοι γονείς δεν ήταν κύριοι του εν λόγω εδαφικού τμήματος των 30 τμ. με την επ’ αυτού αποθήκη κατά το χρόνο της μεταγραφής του ως άνω μεταβιβαστικού συμβολαίου, λαμβανομένου υπόψη του ότι στο εν λόγω μεταβιβαστικό συμβόλαιο (...67) αναφέρεται ως τρόπος κτήσης της κυριότητας των δωρεοδόχων για το επίδικο αυτό εδαφικό τμήμα, η αγορά αυτού, δυνάμει του με αριθμό ...64 συμβολαίου, που όπως προαναφέρθηκε δεν περιλαμβανόταν. Σημειωτέον δε, ότι οι ανωτέρω τίτλοι που προσκομίζονται από αμφότερους τους διαδίκους, δεν ταυτίζονται κατ’ έκταση και όρια με τα περιγραφόμενα στις προτάσεις της εναγομένης -εκκαλούσας - εφεσίβλητης εδαφικά τμήματα. Ωστόσο από το έτος 1967, μέχρι και σήμερα τη νομή του εδαφικού τμήματος των 30 τ.μ., που αποτελεί τμήμα του μεγαλύτερου οικοπέδου των 150 τ.μ., το οποίο ανήκει κατά κυριότητα, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου, στην ενάγουσα - εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. Χ., ασκούσαν συνεχώς και με διανοία κυρίου, αρχικά οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης -εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. Φ. και μετά το θάνατο τους η ίδια, έχοντας μάλιστα η τελευταία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ως νόμιμο τίτλο, το ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης γονείς της, έχτισαν εντός των 30 τ.μ., μία αποθήκη, την οποία χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι και την οποία (αποθήκη) το έτος 1992-1993, η εναγομένη διαμόρφωσε σε κατοικία, όπου διέμενε τα καλοκαίρια που επισκεπτόταν το νησί της Σάμου, καθότι είναι μόνιμος κάτοικος Αττικής. Από τον χρόνο θανάτου των δικαιοπαρόχων της εναγομένης- εκκαλούσας - εφεσίβλητης και συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 1995, που απεβίωσε ο πατέρας της και από τον Φεβρουάριο 1996 που απεβίωσε η μητέρα της, η εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. - Κ., ασκεί η ίδια τη νομή του επιδίκου αυτού ακινήτου, πλην όμως αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης, δεν ήταν καλόπιστοι κατά το χρόνο κτήσης της νομής του επιδίκου εδαφικού τμήματος των 30 τμ., καθότι γνώριζαν ότι δεν ήταν κύριοι αυτού και ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα θυγατέρα τους, τους είχε παραχωρήσει μόνο τη χρήση αυτού προκειμένου να κατασκευάσουν την αποθήκη, που δεν είχε η οικία τους, ενώ οποιαδήποτε αντίθετη πεποίθηση τους οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ενώ και η δωρεοδόχος εναγομένη κατά τον χρόνο απόκτησης της νομής αυτού δεν ήταν καλόπιστη, καθόσον γνώριζε ότι οι δωρεοδόχοι γονείς της δεν ήταν κύριοι του εν λόγω ακινήτου κατά τον χρόνο της μεταβίβασης αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω δεν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη - εκκαλούσα -εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου τμήματος του οικοπέδου, καθόσον τόσο η ίδια όσο και οι δικαιοπάροχοι γονείς της δεν ήταν καλόπιστοι, στοιχείο αναγκαίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη για την κτίση της κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη- εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. -Κ. Φ. κατέστη κυρία του επιδίκου τμήματος ακινήτου, επιφανείας 30 τμ. μετά του επ’ αυτού κτίσματος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, εφόσον από το έτος ... μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2006) άσκησε τη νομή της, με διάνοια κυρίου επί μια εικοσαετία συνεχώς, προς συμπλήρωση της οποίας, προσμετράται στο χρόνο της δικής της νομής και ο χρόνος της νομής που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι γονείς της, ανεξαρτήτως καλής πίστης αυτών, ενεργώντας σ’ αυτό όλες τις εμφανείς υλικές πράξεις νομείς, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου και μάλιστα κατά τρόπο φανερό και ανεμπόδιστο με τις οποίες εκδηλωνόταν η περί εξουσιάσεως βούληση τους. Ειδικότερα, από το έτος ..., που παραχώρησε την χρήση του εν λόγω εδαφικού τμήματος η ενάγουσα - εφεσίβλητη -εκκαλούσα Ε. Χ., στους γονείς της, αυτοί κατασκεύασαν σ’ αυτό μία αποθήκη την οποία χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για τις ανάγκες της οικίας τους μέχρι τον επισυμβάντα θάνατό τους, τον Δεκέμβριο του 1995 ο πατέρας και τον Φεβρουάριο του 1996 η μητέρα της και στη συνέχεια η εναγομένη -εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. - Κ. Φ. μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2006). Συγκεκριμένα αυτή το έτος 1992-1993 μετέτρεψε την αποθήκη σε οικία με δικές της δαπάνες, στην οποία και διέμενε μόνο αυτή με την οικογένειά της, όταν επισκεπτόταν την Σάμο, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μόνιμος κάτοικος Αττικής, χωρίς ποτέ η ενάγουσα - εφεσίβλητη - εκκαλούσα, να διαμαρτυρηθεί γιαυτό. Αντιθέτως, όπως και η ίδια δέχθηκε, δεν έφερε καμία αντίρρηση, γιατί ήθελε να είναι όλοι μαζί, θέληση την οποία εξέφρασε και στην με αριθμό ...25-8-1989 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καρλοβασίου.
Συνεπώς, η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης -εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. Φ., λόγω κτήσης αυτής (της κυριότητας), όσον αφορά το εδαφικό τμήμα των 30 τ.μ. μετά της αποθήκης, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη ως προς τη βάση της τακτικής χρησικτησίας και να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη ως προς τη βάση της έκτακτης χρησικτησίας. Περαιτέρω ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγομένη - εκκαλούσα - εφεσίβλητη Ε. -Κ. Φ. κατέστη κυρία του λοιπού ως άνω οικοπέδου καθώς και της αυλής των 39 τμ. με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον δεν αποδείχθηκε ουδεμία πράξη νομής αυτής και των δικαιοπαρόχων της στα εν λόγω ακίνητα. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα -εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ. ασκούσε σ’ αυτά όλες τις πράξεις νομής, καθόσον όσον αφορά την αυλή, αυτή ήταν η αυλή της οικίας της στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσε με την οικογένειά της όλο το χρονικό διάστημα από την αγορά το 1964 και εφεξής, καθάριζε και φρόντιζε αυτή, όπως και το οικόπεδο, πλην του τμήματος των 30 τμ. που είχε παραχωρήσει στους γονείς της, όπως προαναφέρθηκε, το υπόλοιπο τμήμα φρόντιζε με τον σύζυγό της, είχε φυτέψει δένδρα, τα οποία φρόντιζε και περιποιείτο. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. - Κ. με έκτακτη χρησικτησία, όσον αφορά το υπόλοιπο οικόπεδο και την επίδικη αυλή των 39 τμ............................. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, έπρεπε η από 31-7-2006 (αριθ. καταθ. 66ΤΜ/2006) αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι α) οι διάδικοι τυγχάνουν συγκυρίες σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμιά, επί του εδάφους, εμβαδού 72,77 τμ, που καλύπτεται από τη διώροφη οικία και των κοινόχρηστων χώρων αυτής, ήτοι των θεμελίων, των πρωτότοιχων, της στέγης, του μεσοπατώματος, των καπνοδόχων και της έμπροσθεν της προς πρόσοψης προς το δημόσιο δρόμο ... αυλής 19 τμ. και β) η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη - εκκαλούσα Ε. Χ. είναι, με παράγωγο τρόπο, αποκλειστική κυρία της αυλής, εμβαδού 39 τ.μ., η οποία συνορεύει βόρεια με την οικία, ανατολικά με κλίμακα ανόδου, νότια με το οικόπεδο (150 τ.μ.) και δυτικά ιδιοκτησία Μ. Σ. και του οικοπέδου το οποίο συνορεύει βόρεια με την αυλή και την κλίμακα ανόδου, ανατολικά με δημόσιο δρόμο, νότια με ιδιοκτησία Τ. και δυτικά με ιδιοκτησία Μ. Σ., πλην του εδαφικού τμήματος των 30 τ.μ. μετά της εντός αυτού αποθήκης, το οποίο ορίζεται γύρωθεν με ιδιοκτησία Ε. Χ., με βουνό και με αποθήκη Α. Σ., του οποίου κατέστη κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας η εναγομένη - εκκαλούσα -εφεσίβλητη Ε. - Κ. Φ.".
Ακολούθως το Εφετείο αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις συνεκδικασθείσες εφέσεις των διαδίκων και τους προσθέτους λόγους της αναιρεσείουσας, επικύρωσε, μετά από συμπλήρωση των αιτιολογιών της (άρθρ. 534 ΚΠολΔικ), την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων (άμεσος της αναιρεσίβλητης και απώτερος της αναιρεσείουσας) με την ξεχωριστή μεταβίβαση των ορόφων της διόροφης οικίας τους και την εγκατάσταση των αγοραστών χωριστά σε καθένα από τους δύο ορόφους της οικίας αυτής, δημιούργησαν αυτόματα οριζόντιες ιδιοκτησίες, που δημιουργούνται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και όταν ο ιδιοκτήτης εκποιεί διακεκριμένα τμήματα της οικοδομής, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη σύμβαση για τη σύσταση αυτή και μεταγραφή, αλλά ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της καθεμιάς. Η εξωτερική κλίματα του δευτέρου ορόφου μεταβιβάστηκε μαζί με αυτόν στην αποκλειστική κυριότητα της αναιρεσίβλητης, καθώς και η εξυπηρετούσα τον όροφο αυτό αυλή των 39 τμ και το οικόπεδο των 150 τμ, όπως σαφώς αναφέρεται στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας επί της διόροφης οικοδομής και της συγκυριότητας των διαδίκων κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της καθεμιάς επί του εδάφους που καλύπτεται από την διώροφη οικία και των κοινόχρηστων χώρων αυτής, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η μεταβιβασθείσα στην αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας αναιρεσίβλητης εξωτερική κλίμακα του ορόφου της που της μεταβιβάστηκε μαζί με τον όροφο αυτό, καθώς και η αυλή των 39 τμ. και το οικόπεδο των 150 τμ. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, ενώ η επίκληση των περί καθέτου ιδιοκτησίας (ΝΔ 1024/71) και των περί διανομής διατάξεων οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, αφού η ένδικη διαφορά δεν αφορά σε ανοικοδόμηση ξεχωριστών οικοδομημάτων σε ενιαίο οικόπεδο. Περαιτέρω η εκ παραδρομής γραφείσα έκφραση ότι η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως "κατ’ ουσίαν αβάσιμη" καμμιά αμφιβολία ως προς την αποδοχή της αγωγής δεν δημιουργεί, αφού είναι εμφανής η παραδρομή, καθόσον η αγωγή γίνεται δεκτή όταν κρίνεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ενώ όταν κρίνεται αβάσιμη απορρίπτεται. Ενόψει τούτων οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, τέταρτος, δεύτερος και έβδομος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνεία στους, παραλείπει να προσφύγει για την συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (Ολ. ΑΠ 26/2004). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο αν και διαπίστωσε κενό και ασάφεια στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ως προς την αυλή των 39 τμ και την κλίμακα που οδηγούν στον αγορασθέντα από την αναιρεσίβλητη δεύτερο όροφο της οικοδομής, επί της οποίας συστήθηκε οριζόντια ιδιοκτησία και του προς βορράν της αυλής οικοπέδου των 150 τμ, εν τούτοις δεν κατέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως το Εφετείο δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των συμβληθέντων στο μεταβιβαστικό των ενδίκων ιδιοκτησιών υπ’ αριθμ. ...1964 συμβόλαιο του συμ/φου Σάμου Α. Γιοκαρίνη και συνακόλουθα δεν συνέτρεχε λόγος προσφυγής σε ερμηνεία των δηλώσεων αυτών. Η αιτιολογία της αποφάσεως κατά την οποία "η αυλή εκτάσεως 39 τμ, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινόχρηστο μέρος της διώροφης οικίας, όπως και η εξωτερική κλίμακα αυτής και τούτο διότι, εκτός του ότι αυτές, όπως και το εφαπτόμενο από βόρεια με την αυλή αυτή των 39 τμ ως άνω οικόπεδο, μεταβιβάστηκαν αποκλειστικά στην ενάγουσας - εκκαλούσα Ε. Χ., αυτές (αυλή - 39 τμ 0 και εξωτερική κλίμακα) εξυπηρετούν αποκλειστικά την πρόσβαση στον δεύτερο όροφο αυτής (ιδιοκτησία ενάγουσας πρώτης αγωγής - εκκαλούσας) και συνεπώς συνιστούν συστατικά μέρη της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας, γιατί αν αποχωριστούν από την εν λόγω αυτοτελή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, όχι απλώς επέρχεται βλάβη σ’ αυτή, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά ακόμη περισσότερο, καθίσταται, ενδεχομένως ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξ ιδίου δικαίου προσβάσεως σ’ αυτή, με αλλοίωση της ουσίας και του προορισμού της και επομένως ανήκει αναγκαίως, κατά νομική επιταγή, στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας και επομένως δεν χρησιμεύουν προς κοινή χρήση" αφορά σε επιχείρημα του δικαστηρίου, προς υποστήριξη της ορθότητας των όρων του μεταβιβαστικού συμβολαίου και ότι σε ερμηνεία του. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (πρώτος) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ μετά την απόρριψη του λόγου αυτού, πρέπει προσέτι να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ο έκτος λόγος της αναιρέσεως κατά τον οποίο, με τις προεκτεθείσες παραδοχές παραβιάστηκαν κατά την ερμηνεία των όρων του προαναφερθέντος συμβολαίου τα διδάγματα της λογικής, καθόσον ανεξάρτητα από το ότι η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (Ολ ΑΠ 8/2005), η έρευνα του λόγου αυτού έχει ως προαπαιτούμενο την ερμηνεία των όρων του μεταβιβαστικού συμβολαίου, πράγμα το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, δεν συνέτρεξε. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. α του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ. α ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφανση της αρχής της διαθέσεως. Ο όρος επιδίκαση νοείται υπό ευρεία έννοια, δηλαδή και της αναγνωρίσεως. Υπάρχει επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος όταν το δικαστήριο παρά το νόμο επιδίκασε αίτημα που δεν προβλήθηκε, ήτοι αίτημα αφορών ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, ήτοι αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 25/2003). ‘ Έτσι δεν νοείται "αίτηση" εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους "πράγματα", με την έννοια του αριθμού 8. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι η αναιρεσίβλητη είναι αποκλειστική κυρία της εξωτερικής κλίμακας του ανήκοντος σ’ αυτήν δευτέρου ορόφου του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον η επίμαχη κλίμακα αναφέρεται στην αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά την περιγραφή του αγορασθέντος από αυτήν ορόφου. Ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή ότι η αναιρεσίβλητη αγόρασε "τον δεύτερο όροφο μετά της εξωτερικής κλίμακας, της αυλής και του οικοπέδου". Συνακόλουθα η περιγραφή αυτή αφορά στο ιστορικό της αγωγής και όχι σε ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση του καταταχθέντος σε δίκη δικαιώματος και επομένως δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια. Επίσης απορριπτέος είναι ο ίδιος τρίτος λόγος της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 9 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ κατά την οποία το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη, χωρίς τούτο να έχει ζητηθεί την κυριότητα της προαναφερθείσας κλίμακας, καθόσον η κλίμακα αυτή δεν αποτέλεσε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης, αλλά ούτε και επιδικάσθηκε, όπως τούτο προκύπτει από το διατακτικό της επικυρωθείσας με την προσβαλλομένη πρωτόδικης απόφασης, αναφερομένου διηγηματικά ότι η εν λόγω κλίμακα μεταβιβάστηκε μαζί με τον δεύτερο όροφο, την αυλή των 39 τμ και το οικόπεδο των 150 τμ στην αποκλειστική κυριότητα της αναιρεσίβλητης και ότι συνακόλουθα δεν ανήκει στα κοινόκτητα τμήματα της συσταθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου στη διαδικασία του Μονομελούς κατά το άρθρο 270 του ΚΠολΔικ, όπως τούτο είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 11 του Ν.1478/1984 και ήδη και του Πολυμελούς μετά την τροποποίηση του παραπάνω άρθρου με τον Ν. 2915/2001 (αλλά και το Ν.3994/2011), το οποίο άρθρο (270) εφαρμόζεται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ.α ΚΠολΔικ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Ένορκη βεβαίωση για την οποία δεν τηρήθηκε η προαναφερθείσα προδικασία είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη, για δε το παραδεκτό του οικείου αναιρετικού λόγου πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός περί μη τηρήσεως της παραπάνω προδικασίας κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσης του "ως προς την αλήθεια ή αναλήθεια, κατά περίπτωση, των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών" έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα σ’ αυτό από την αναιρεσίβλητη υπ’ αριθμ. ...2-10-2008 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά της Ι. Σ., που λήφθηκε ενώπιον του συμβ/φου Σάμου Θεμιστοκλή Δημόπουλου, χωρίς προηγούμενη νόμιμη της αναιρεσείουσας και ειδικότερα με επίδοση προς τον αντίκλητο δικηγόρο της Α. Γ., ως προς τον οποίο δεν αποδεικνύεται η ιδιότητα αυτή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, αλλά ούτε και από την επισκόπηση των ενώπιον του Εφετείου προτάσεων προκύπτει, ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε στο Εφετείο και συνακόλουθα δεν μπορεί το πρώτον να προταθεί στον Άρειο Πάγο (άρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (πέμπτος) καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-10-2014 αίτηση της Ε. Κ. χας Φ. Φ., το γένος Κ. Κ. κατά της Ε. συζ. Μ. Χ., το γένος Κ. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 45/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ