Θέμα
Άρση κατάσχεσης.
Περίληψη:
Δίκη άρσης κατάσχεσης πλαστής άδειας ικανότητας οδήγησης αυτοκινήτου. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 299/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Σνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου K. K. του S., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Συρούκη-Καλλέργη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 6930/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1070/2012.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 504 παρ. 3 ΚΠΔ, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται κατά του περί αποδόσεως ή δημεύσεως μέρους της αποφάσεως στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 492, κατά δε το άρθρο 492 ΚΠΔ κατά του περί αποδόσεως των αφαιρεθέντων και πειστηρίων και περί δημεύσεως μέρους αποφάσεως επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον τρίτο του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 60 παρ. 1,280, 310 παρ. 2 και 373 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων και για ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης και με την τελειωτική απόφασή του υποχρεούται και αυτεπαγγέλτως να διατάσσει την επικύρωση της κατάσχεσης ή την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των μη υποχρεωτικώς κατά νόμο δημευτέων πραγμάτων, που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση και δεν έγινε άρση της κατασχέσεώς του, κατά το άρθρο 268 του αυτού Κώδικα στον από την διαδικασία αποδεικνυόμενο ιδιοκτήτη τους, κατά το άρθρο 1000 του ΑΚ και όχι σε εκείνον παρά του οποίου κατασχέθηκαν, αδιαφόρως αν ο καθού η κατάσχεση ή ο εκουσίως παραδώσας στην ανάκριση τα πράγματα κατείχε αυτά νομίμως μέχρι την κατάσχεση ή άσκησε νομίμως δικαίωμα επισχέσεως. Κατ' άρθρο δε 76 παρ. 1 του ΠΚ, "αντικείμενα που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους και όσα αποκτήθηκαν με αυτά, επίσης αντικείμενα που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η μη άρση της κατάσχεσης και η δήμευση μετά από καταδικαστική απόφαση, ως παρεπομένη ποινή, απόκειται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου, πρέπει όμως να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η μη άρση της κατάσχεσης και η μη απόδοση των κατασχεθέντων στον ιδιοκτήμονα, όταν ζητείται η άρση της κατάσχεσης και η μη επιβολή της δημεύσεως και να αναφέρεται η διάταξη που την προβλέπει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η απαιτούμενη ως παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα, για τον έλεγχο των προβληθέντων λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι κατά του νυν αναιρεσείοντος αλλοδαπού, ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και δη της κατασχεθείσας με αρ. .../3 Ελληνικής άδειας οδήγησης αυτοκινήτου που οδηγούσε και για παράβαση του άρθρου 94 του ΚΟΚ. Με την 43852/16-6-2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για τις παραπάνω δύο πράξεις σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, η οποία ποινή ανεστάλη επί τριετία, χωρίς να διαταχθεί και η δήμευση της κατασχεθείσας πλαστής άδειας οδηγήσεως. Η ασκηθείσα νομότυπα υπό του άνω κατηγορουμένου 5188/16-6-2008 έφεση εισήχθη προς εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο όμως, με την 3749/2012 απόφασή του, ερήμην του εκκαλούντος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.2 του νεότερου νόμου 4043/2012, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως και παρέπεμψε την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος και με τη 5629/22-6-2012 διάταξή του, σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, παρέγραψε την ως παραπάνω επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή υφόρον και διέταξε τη μη εκτέλεση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, άσκησε τη με αρ. 27876/16-5-2012 αίτησή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και ζήτησε την άρση της κατασχέσεως της άνω αδείας ικανότητας οδηγήσεως αυτού και την απόδοση αυτής σε αυτόν, για το λόγο ότι δεν είναι πλαστή, πλην το εν λόγω δικαστήριο με την προσβαλλόμενη 6930/3-9-2012 απόφασή του απέρριψε την αίτηση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Από τα πρακτικά της ως παραπάνω προσβαλλόμενης 6930/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου, από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: "Από την όλη αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και όσα ο ίδιος ο αιτών ανέφερε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστήριο, προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά του αιτούντος K. K., Αλβανού υπηκόου, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου και ειδικότερα της ... ελληνικής άδειας οδήγησης και της παράβασης του άρθρου 94 του ν. 3542/2007, που φερόταν ότι τέλεσε στη Νέα Ιωνία Αττικής στις 15-6-2008. Παράλληλα, κατασχέθηκε, ως πειστήριο του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, η παραπάνω άδεια ικανότητας οδηγού. Με τη 43852/16-6-2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο αιτών καταδικάστηκε για τις πράξεις αυτές σε συνολική ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Η πλαστότητα του χρησιμοποιηθέντος πλαστού εγγράφου συνίστατο στο ότι αυτό δεν είχε συμπληρωθεί από τις ελληνικές αρχές, από τις οποίες φερόταν ότι είχε εκδοθεί. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης ο αιτών, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, άσκησε την 5188/16-6-2008 έφεση. Πριν την εκδίκαση της έφεσης δημοσιεύθηκε ο ν. 4043/13-2-2012, στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται ότι ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του ίδιου νόμου, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευσή του, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Έτσι, χωρίς να κριθεί η τύχη της κατάσχεσης, με την 3749/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κηρύχθηκε, απόντος του αιτούντος και τότε εκκαλούντος, απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσής του, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 4043/2012 και με τη 05629/22-6-2012 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών παραγράφηκε υφ' όρο η ποινή που επιβλήθηκε και διατάχθηκε η μη εκτέλεση της εκκαλουμένης. Ο αιτών, με την κρινόμενη αίτησή του, επικαλούμενος ότι η κατασχεθείσα και χρησιμοποιηθείσα από αυτόν άδεια ικανότητας οδηγού είναι γνήσια, ζήτησε την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή της στον ίδιο, άλλως το διορισμό αυτού ως μεσεγγυούχου. Δεν προέκυψε όμως ότι συντρέχει νόμιμος λόγος άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης της κατασχεθείσας άδειας οδήγησης, η οποία και αποτελεί πειστήριο του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος (η ορθότητα της σχετικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν ερευνάται από το παρόν Δικαστήριο), παραγράφηκε υφ' όρο η ποινή του και ήδη βρίσκεται σε περίοδο δοκιμασίας. Το έτος 2001 δηλώθηκε από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών (Περιφέρεια Αρκαδίας), κλοπή - απώλεια εντύπων αδειών οδήγησης, μεταξύ των οποίων και εκείνων που έφεραν τους αριθμούς ... έως .... Το έντυπο της παραπάνω άδειας οδήγησης του αιτούντος φέρει τον αριθμό ..., δηλαδή περιλαμβάνεται στα κλαπέντα έντυπα, φέρει δε επιπλέον την ένδειξη /3, που δεικνύει ότι πρόκειται για άδεια κατηγορίας Β' ερασιτεχνική. Σε σχετική εργαστηριακή εξέταση που διενεργήθηκε από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι το έντυπο της κατασχεθείσας άδειας οδήγησης είναι γνήσιο ως έντυπο χωρίς να μπορεί περαιτέρω να βεβαιωθεί εάν αυτό έχει εκδοθεί νόμιμα. Ο αιτών προσκομίζει σε ανεπικύρωτη φωτοτυπία, εκτός των άλλων, α) βεβαίωση του Τμήματος Αδειών της Διεύθυνσης Μεταφορών - Επικοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών, στην οποία αναφέρεται ότι αυτός, με βάσει τα στοιχεία του on line συστήματος, είναι κάτοχος της ... άδειας οδήγησης, β) δελτίο εκπαίδευσης υποψηφίου από 1-1-2008 και γ) τρεις τριπλότυπες αποδείξεις καταβολής στις 4-2-2008, 21-3-2008 και 21-3-2008 του συνολικού ποσού των 377,40 ευρώ για πρακτική και θεωρητική εκπαίδευση και παράσταση εξετάσεων χωρίς να αναφέρεται ποιος ήταν ο λαβών - εκπαιδευτής. Και ναι μεν η κατασχεθείσα άδεια οδήγησης φέρει τον αριθμό ... και έχει τυπωθεί επί γνησίου εντύπου, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι ο αιτών για τη λήψη της υποβλήθηκε πράγματι σε αντίστοιχες εξετάσεις, τις οποίες να ολοκλήρωσε επιτυχώς και κατ' επέκταση ότι η κατασχεθείσα κατά τα παραπάνω άδεια οδήγησης έχει εκδοθεί νόμιμα. Επομένως, η αίτησή του πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δεν διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 6930/3-9-2012 αποφάσεώς του, την απαιτούμενη κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά η αιτιολογία αυτή είναι ελλιπής και ασαφής. Ειδικότερα, από το σύνολο των παραδοχών, δεν προκύπτει με σαφήνεια, αν η κατασχεθείσα στα χέρια του κατηγορουμένου, ως πειστήριο του εγκλήματος χρήσης πλαστού εγγράφου, με αρ. .../3 άδεια ικανότητας οδήγησης αυτοκινήτου, είναι τελικά πλαστή ή όχι. Ενώ, το δικαστήριο, με την άνω προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι δεν κρίθηκε η τύχη της κατάσχεσης της άδειας αυτής, διότι με την προηγούμενη με αρ. 3749/2012 απόφασή του, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως του αιτούντος κατά της με αρ. 43852/2008 καταδικαστικής για την χρήση πλαστής άδειας πρωτόδικης αποφάσεως και παραπέμφθηκε η υπόθεση, λόγω υφόρον παραγραφής, κατ' εφαρμογή της παρ.2 του νέου ν. 4043/2012, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος και παρέγραψε υφ όρον την ποινή των έξι μηνών που είχε επιβληθεί στον αιτούντα κατηγορούμενο, με την με αρ. 05629/22-6-2012 Διάταξή του και περαιτέρω, ότι δε μπορεί να ερευνήσει την ορθότητα της άνω καταδικαστικής αποφάσεως, αναφέρει ότι το έντυπο της παραπάνω κατασχεθείσας άδειας οδηγήσεως του αιτούντος με τον αρ. ..., περιλαμβάνεται στα κλαπέντα το 2001 από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών (Περιφέρεια Αρκαδίας) έντυπα αδειών και καταλήγει ότι η κατασχεθείσα αυτή άδεια οδηγήσεως έχει τυπωθεί επί γνησίου εντύπου. Επίσης, στο παραπάνω αιτιολογικό το δικαστήριο ουδόλως αναφέρεται στα αναγνωσθέντα έγγραφα, α) στο με αρ. 58/108954/1-10-2008 έγγραφο της Διευθύνσεως Μεταφορών - Επικοινωνιών, Νομαρχίας Αθηνών, από το οποίο προκύπτει βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας αυτής, ότι ο αιτών είναι κάτοχος της με αρ. ... άδειας οδηγήσεως κατηγορίας Β' ερασιτεχνικής και β) στον αναγνωσθέντα πίνακα κλαπέντων εντύπων αδειών, που από την παραδεκτή επισκόπησή του προκύπτει ότι εκλάπησαν το 2001 από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών (Περιφέρεια Αρκαδίας), πλην άλλων και τα έντυπα με ακέραιους αριθμούς από ... έως ... (στα οποία περιλαμβάνεται το έντυπο με αρ. ..., χωρίς την ένδειξη /3) και όχι τα έντυπα με αριθμούς με την επί πλέον ένδειξη /3, που είναι άλλα και που αφορούν άδειες κατηγορίας Β' ερασιτεχνικής, όπως είναι η κατασχεθείσα άδεια του αιτούντος, τυπωθείσα επί εντύπου που δεν περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα στον πίνακα ως κλαπέντα, γι' αυτό και η σχετική εργαστηριακή εξέταση που διενεργήθηκε από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, (με αρ. 3022/17/27690/30-9-2009, αναγνωσθείσα), κατέληξε στη διαπίστωση, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, ότι η κατασχεθείσα με αρ. .../3 άδεια του αιτούντος είναι γνήσια και όχι απλώς ότι το έντυπο αυτής γνήσιο, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση στο αιτιολογικό της. Υπάρχει επομένως αμφιβολία, αν συνεκτιμήθηκαν και τα παραπάνω δύο αναγνωσθέντα έγγραφα, αφού το δικαστήριο δέχθηκε κατά τα παραπάνω αντίθετα και εσφαλμένα, ότι η κατασχεθείσα άδεια του αιτούντος την άρση, με αρ. εντύπου .../3, (και όχι εκείνη με αρ. ..., χωρίς την ένδειξη /3, που είναι άλλη), περιλαμβάνεται στον πίνακα των κλαπέντων εντύπων αδειών, συμπέρασμα στο οποίο στηρίχτηκε για να απορρίψει την αίτηση άρσης της κατάσχεσης, ενώ η σειρά αυτή εντύπων δεν υπάρχει στον παραπάνω πίνακα κλαπέντων εντύπων αδειών οδήγησης και έτσι υφίσταται και εκ πλαγίου παράβαση λόγω ασαφών αιτιολογιών και το δικαστήριο στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης.
Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι βάσιμοι.
Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αρ. 6930/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση και δη τη με αρ. 27876/16-5-2012 αίτηση άρσης κατάσχεσης αδείας ικανότητας οδηγήσεως του K. K. του S., για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ